(ΜΕΡΟΣ Α΄)
Του Συνεργάτου μας Κ.Θ.
Το βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης «Παροιμίαι» ή «Σοφία», όπως το λέν οί αρχαιότεροι πατέρες, τελειώνει μ’ ένα ποίημα 22 στίχων, πού είναι αλφαβητάριο, δηλαδή αλφαβητική ακροστιχίδα όπως ό σήμερα λεγόμενος «Ακάθιστος Ύμνος».
Όπως ό Άκάθιστος αποτελείται από 24 στροφές, όσα είναι και τά γράμματα τού ελληνικκού αλφαβήτου, και κάθε στροφή του αρχίζει μ’ ένα γράμμα τού αλφαβήτου, από την πρώτη «Άγγελος πρωτοστάτης» μέχρι την εικοστή τετάρτη «Ώ πανύμνητε», έτσι και το έν λόγω βιβλικό ποίημα έχει 22 στίχους (πού σ’ εμάς φαίνονται σά δίστιχα), όσα είναι και τά γράμματα τού εβραϊκού αλφαβήτου, και κάθε στίχος αρχίζει μ’ ένα γράμμα κατ’ αλφαβητική σειρά. Βέβαια στη μετάφραση των Έβδομήκοντα, και σ’ όποια άλλη μετάφραση, ή αλφαβητική ακροστιχίδα έχει χαλάσει λόγω τής μεταφοράς σέ άλλη γλώσσα με άλλες λέξεις. Ύπάρχει μόνο στο εβραϊκό κείμενο.
Τέτοια αλφαβητάρια στην Π. Διαθήκη υπάρχουν πολλά, περιφημότερα δε είναι τρία. Ό Ψαλμός 118 πού είναι ό μεγαλύτερος και λέγεται σηνήθως «Άμωμος», το έν λόγω ποίημα στο τέλος των Παροιμιών, και οί «Θρήνοι» πού είναι ομάδα πέντε ακροστιχίδων με τη μεσαία τριπλή.
Το έν λόγω ποίημα των Παροιμιών είναι «το αλφαβητάριο τής άξιας γυναίκας». Περιγράφει με στοιχεία πρακτικής, και όχι με ορισμούς, την άξια γυναίκα, αυτή πού είναι το πρότυπο συζύγου, μητέρας και νοικοκυράς, αυτή πού αξίζει να την παντρευτή ένας άντρας. Το ποίημα δηλαδή, καθώς είναι και αλφαβητάριο, έχει το εξής νόημα. «Το άλφα και το ωμέγα πού πρέπει να ξέρη ένας νέος, όταν ψάχνη κοπέλλα για να (την) παντρευτή, είναι όσα λέγονται σ’ αυτό το ποίημα. Αυτό το ποίημα είναι το προσπέκτους τής άξιας συζύγου, μητέρας και νοικοκυράς, πού θα κάνη τον άντρα της ευτυχισμένο». Διότι αρχίζει με τά λόγια «Γυναίκα άξια ποιος μπορεί να βρή»; Και τελειώνει με τη φράση «Κι’ επαινέστε (παινέψτε, εγκωμιάστε) στις αγορές τον άντρα πού τη διάλεξε».
Στη συνέχεια παραθέτω μεταφρασμένο στη σημερινή μας γλώσσα το έκ των Ο΄ κείμενο. Στο τέλος σχολιάζω μερικές λέξεις και φράσεις και πράγματα, για να γίνη όσο το δυνατόν περισσότερο κατανοητό, και να το ξαναχαρούμε όλοι.
΄Η ά ξ ι α γ υ ν α ί κ α
Γυναίκα άξια ποιος μπορεί να βρή;
Μια τέτοια γυναίκα είναι ακριβώτερη από τά πολύτιμα πετράδια.
Ή σκέψη τού αντρός της γι’ αυτήν είναι γεμάτη σιγουριά.
Μιάς τέτοιας γυναίκας δεν τής λείπει τίποτε χρήσιμο.
Σ’ όλη τη ζωή κάνει για τον άντρα της όλα τά καλά.
Ύφαίνει μαλλιά και λινάρι
Και κάνει με τά χέρια της πράγματα χρήσιμα.
Είναι σάν το καράβι πού φέρνει αγαθά από μακριά, Και μαζεύει τον πλούτο του.
Μια τέτοια γυναίκα είναι ακριβώτερη από τά πολύτιμα πετράδια.
Ή σκέψη τού αντρός της γι’ αυτήν είναι γεμάτη σιγουριά.
Μιάς τέτοιας γυναίκας δεν τής λείπει τίποτε χρήσιμο.
Σ’ όλη τη ζωή κάνει για τον άντρα της όλα τά καλά.
Ύφαίνει μαλλιά και λινάρι
Και κάνει με τά χέρια της πράγματα χρήσιμα.
Είναι σάν το καράβι πού φέρνει αγαθά από μακριά, Και μαζεύει τον πλούτο του.
Σηκώνεται από τίς νύχτες,
Ταϊζει το σπιτικό της, δίνει δουλειά στις δούλες.
Βλέπει αγρόκτημα και τ’ αγοράζει,
Και με τά χέρια της φυτεύει κτήμα.
Άναζώνεται καλά στη μέση της
κι’ απλώνει τά μπράτσα της στη δουλειά.
Γεύτηκε τη δουλειά, ότι είναι καλή,
κι’ από τότε το λυχνάρι της δεν σβήνει όλη τη νύχτα.
Άπλώνει τά μπράτσα της στην προκοπή,
Ανοίγει τά χέρια της και πιάνει αδράχτι.
Είναι απλοχέρα στο φτωχό,
Ανοιχτοχέρα στον κακομοίρη.
Δεν νοιάζεται για το σπιτικό του ό άντρας της, όταν κάπου χρονίζει
Γιατί εκείνη τούς σπιτικούς της τούς έχει όλους ντυμένους.
Διπλά πανωφόρια έχει φτιάξει για τον άντρα της,
Κι’ από βύσσο και πορφύρα φορέματα για τον εαυτό της.
Στις αγορές όλοι γυρίζουν και βλέπουν τον άντρα της,
Όταν θα καθίση σέ συμβούλιο με τη γερουσία τού τόπου του.
Φτιάχνει σεντόνια και τά πουλάει στους Φοίνικες,
Και αλλαξιές για τούς Χαναναίους.
Άξιοσύνη και ευπρέπεια φοράει,
Και είναι ευτυχισμένη στα γηρατειά της.
Άνοίγει το στόμα της και μιλάει προσεκτικά και σωστά,
Έχει χαλινάρι στη γλώσσα της.
Οί χώροι τού σπιτιού της είναι στεγνοί,
Φαϊ τεμπέλικο δεν τρώει.
Άνοίγει το στόμα της και στάζει σοφία και κρίση σωστή,
Με την αγάπη της ανασταίνει τά παιδιά της και τά κάνει νοικοκυραίους
Κι’ ό άντρας της έχει να λέη γι’ αυτήν.
Πολλές νύφες είναι πλούσιες, πολλές είναι ισχυρές,
Αλλά σύ τίς ξεπερνάς και τίς αφήνεις πίσω όλες.
Μάταιο και ψεύτικο πράγμα ή καλλονή κι’ ή φιλαρέρκεια τής γυναικός.
Τον έπαινο το παίρνει ή μυαλωμένη γυναίκα,
κι’ ό,τι έχει να δείξη αυτή είναι ό φόβος Κυρίου.
Άνταποδώστε σέ μια τέτοια γυναίκα ανάλογα με τά λόγια της,
κι’ επαινέστε στις αγορές τον άντρα πού τη διάλεξε.
* * *
«Άνδρεία γυνή» εδώ, δεν λέγεται ή
αντρεία ή ή αντρογυναίκα. Κάτι τέτοιο στη Βίβλο θεωρείται βδελυρό
σιχαμερό και έκφυλο, σάν το θηλυπρεπή άντρα. Το «ανδρεία», μόνο εδώ και
σ’ άλλο ένα χωρίο των Παροιμιών (12,4), όπου λέγεται
Γυνή ανδρεία στέφανος τώ ανδρί αυτής.
Ώσπερ δε έν ξύλω σκώληξ (= σαράκι)
Ούτως άνδρα απόλλυσι (=φθείρει) γυνή κακοποιός,
σημαίνει «γυναίκα άξια». Το επίθετο «ανδρείος» με τη σημερινή αλλά και με την αρχαία ελληνική σημασία στην Π. Διαθήκη όλες τίς άλλες φορές είναι μετάφραση κάποιας άλλης εβραϊκής λέξεως, ενώ στα δύο αυτά χωρία των Παροιμιών μόνο, είναι μετάφραση τής λέξεως ‘ιλ, ή οποία σημαίνει δυνατός, δυνατή, γεμάτη δύναμη, γεμάτη αρετές και προσόντα, άξια, δυναμική γυναίκα (με την καλή έννοια). Ή ίδια λέξη ‘ιλ σέ άλλα χωρία μεταφράζεται «ισχύς» και «δύναμις». Άνασύρω τά σχετικά χωρία τής Π. Διαθήκης κατά τούς Έβδομήκοντα:
Άριθμοί 24,18, Ίσραήλ εποίησεν έν ισχύι.
Ψαλμοί 17,33, Ό θεός ό περιζωννύων με δύναμιν.
Ψαλμοί 17,40, Περιέζωσάς με δύναμιν.
Ψαλμοί 32,16, Ού σώζεται βασιλεύς διά πολλήν δύναμιν.
Δανιήλ 3,4, Ό κήρυξ εβόα έν ισχύι.
Ζαχαρίας 4,6, Έν δυνάμει μεγάλη.
Όπου υπάρχουν οί λέξεις ισχύς και δύναμις, στο εβραϊκό υπάρχει ή ίδια λέξη πού στα δύο χωρία των Παροιμιών (12,4 και 31,10) μεταφράζεται «ανδρεία» για τη γυναίκα. «Γυνή ανδρεία» λοιπόν εδώ, λέγεται ή άξια γυναίκα, ή πολύ γυναίκα, ή δυναμική γυναίκα.
«Σκύλα» λεγονται συνήθως τά λάφυρα, κυρίως τ’ αγαθά (ρούχα, κοσμήματα, όπλα) πού παίρνει κανείς γδύνοντας τον αντίπαλο πού σκότωσε στον πόλεμο. Έδώ όμως «καλά σκύλα» λέγονται γενικώς όλα τά «χρήσιμα πράγματα».
«Βιός» εδώ λέγεται το βιό, ό πλούτος, (και στο Α΄ Ίωάν. 2,16).
Στη φράση «αναζωσαμένη την οσφύν αυτής», δίνεται μια εικόνα γνωστή σ’ αυτούς πού έζησαν σέ χρόνια και τόπους, πού οί γυναίκες είχαν τίς παλιές σεμνές τοπικές στολές, με τά φουστάνια μέχρι τούς αστραγάλους. Όπως τώρα ένας ή μία, πού θέλει να επιδοθή σέ μια δουλειά, «ανασκουμπώνεται», δηλαδή μαζεύει τά μανίκια του πάνω από τούς αγκώνες, για να μην τά λερώση, έτσι τότε ή γυναίκα ανασήκωνε τη φούστα της και σκάλωνε τον ποδόγυρο στη ζώνη της (από κάτω βέβαια ήταν το από παρακατιανό ύφασμα μεσοφόρι της μέχρι τον αστράγαλο) κι’ έκανε τίς δουλειές της. Ή συνηθέστερη εικόνα τής μητέρας μας, όταν την αναμιμνησκόμεθα!
Ή «βύσσος» είναι το βαμπάκι. Στην Π. Διαθήκη αναφαίρεται ήδη στη Γένεση και έπειτα πάρα πολλές φορές κυρίως ώς «βύσσος κεκλωσμένη» ή «βύσσος νενησμένη» (από το νήθω, γνέθω), κάπου δε λέγεται ότι οί Ίσραηλίτες την προμηθεύονταν και από την Αίγυπτο (Ίεζεκιήλ 27,27), ενώ πολλές φορές εννοείται ότι ήταν άπό τίς πανάκριβες και πολυτελείς τέτοιες ύλες όπως σήμερα το μετάξι, προσιτή μόνο στους βασιλείς, τούς αρχιερείς, και τούς πολύ πλουσίους ή έστω μεγαλονοικοκυραίους. Βαφόταν κυρίως με «πορφύρα», το επίσης πολυτελέστατο κόκκινο χρώμα τού θαλασσινού κογχυλιού «πορφύρα», γι’ αυτό και μερικές φορές οί δύο λέξεις ώς ονόματα υφασμάτων χρησιμοποιούνται αδιάκριτα ή μία αντί τής άλλης, παρ’ όλο πού αρχικά «βύσσος» είναι ή νηματουργική ύλη, και «πορφύρα» ή χρωστική ύλη. Ότι «βύσσος» είναι το βαμπάκι διευκρινίζει ό Πολυδεύκης (7,75-76).
Ή «πύλη», δηλαδή ή πλατεία πού υπάρχει στο εσωτερικό μιάς πύλης τής πόλεως, ήταν στην αρχαία Άνατολή ό,τι ήταν στην ελληνική πόλη ή «αγορά», το κοινωνικό, πολιτικό, διοικητικό, και πολιτιστικό κέντρο τής πόλεως, το κύριο στέκι τής δημόσιας ζωής. Αυτό φαίνεται σέ πάρα πολλά χωρία τής Π. Διαθήκης (κυρίως Γένεσις 34,20 : Ρούθ 4,1-11 : Ψαλμοί 9,15/68,13 : Παροιμίαι 22,22 : Ήσαϊου 14,31 : Θρήνοι 5,14 : Ζαχαρίας 8,16), καθώς και στο περίφημο χωρίο τής Κ. Διαθήκης εκείνο, όπου ό Κύριος λέει για την εκκλησία του ότι «Και Πύλαι άδου ού κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16,18), δηλαδή δεν θα τη νικήσουν τά Καπιτώλια τού κόσμου, οί Λευκοί Οίκοι, τά Κρεμλίνα, και τά Βατικανά!
Οί «σινδόνες» και τά «περιζώματα» είναι ό,τι ακριβώς σήμερα οί φορεσιές κι’ οί αλλαξιές, τά εξώρουχα και τά εσώρουχα, τά φορέματα και τ’ ασπρόρρουχα. Διότι έτσι σινδόνες λέγονταν και τά «ιμάτια», πού δεν ήταν παρά απλά τετράγωνα τεμάχια υφάσματος. Έτσι λέγονται μια φορά στους Κριτάς (14,12) και μια στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον (14,51-52). «Περιζώματα» δε λέγονται κυρίως τά εσώβρακα, όπως φαίνεται τόσο στη Γένεση (3,7), όπου λέγεται ότι οί πρωτόπλαστοι μετά την παράβασή τους «έρραψαν φύλλα συκής και εποίησαν εαυτοίς περιζώματα», όσο και στον Ίερεμία (13,1-4) όπου το εσώβρακο τού προφήτου λέγεται «περίζωμα περί την οσφύν αυτού». Ή δε οσφύς εννοείται όπως στη Γένεση (35,11), στην Παραλειπομένη (Β΄ 6,9), και στην Προς Έβραίους (7,5 & 7,10).
Όταν λέη,
«Σινδόνας εποίησε και απέδοτο τοίς Φοίνιξι,
Περιζώματα δε τοίς Χαναναίοις»,
Και με τά δύο εθνικά ονόματα, πού το ένα είναι εβραϊκό και το άλλο ελληνικό, εννοεί το ίδιο έθνος. Διότι Φοίνικες οί Έλληνες έλεγαν τούς Χαναναίους. Άκριβώς έτσι και στους Ψαλμούς (104,23) λέει,
«Και εισήλθεν Ίσραήλ είς Αίγυπτον
Και Ίακώβ παρώκησεν έν γή Χάμ.
«Χάμ» οί Ίσραηλίτες έλεγαν αυτούς πού οί Έλληνες έλεγαν και λέν Αιγυπτίους και Αίγυπτον. Έπίσης Ίσραήλ και Ίακώβ εδώ λέγεται το ίδιο έθνος, οί Έβραίοι. Στο εβραϊκό κείμενο τά ονόματα των δύο πρώτων δυάδων (Χαναναίοι-Φοίνικες, Χάμ-Αιγύπτιοι) έχουν μια άλλη και λεπτή λεκτική διαφορά, όπως και τά τής δυάδος Ίσραήλ-Ίακώβ, την οποία οί μέν βιβλικοί ποιηταί εκμεταλλεύονται, για ν’ αποφύγουν την απόλυτη και ανιαρή ταυτολογία, οί δε μεταφρασταί των Έβδομήκοντα την εκφράζουν με την εναλλαγή ξενικής λέξεως κι’ ελληνικής μεταφράσεως (Φοίνικες-Χαναναίοι, Αίγυπτος-Χάμ). Διότι είναι πρόβλημα το να μεταφράση κανείς έναν ίδιωματισμό.
Ή λέξη «θυγάτηρ – θυγατέρες» στην Π. Διαθήκη, εκτός από τη γνωστή αρχαία και νέα ελληνική σημασία πού έχει, σημαίνει και απλώς κοπέλλα, ή και μνηστή (ή κοπέλλα κάποιου) και νύφη. Έτσι κοπέλλα σημαίνει σέ μερικά χωρία των Ψαλμών (9,14 : 44,12 : 47,11) και τού Ζαχαρίου (2,11, ενώ μνηστή και νύφη σημαίνει σέ άλλα χωρία των ίδιων βιβλίων (Ψαλμ.44,11 : 44,14 : Ζαχαρ. 9,9). ΄Εδώ σημαίνει νύφη. Όταν το «θυγάτηρ» λέγεται για πόλη (Ίερουσαλήμ, Βαβυλώνα, κ.λ.π.), χρησιμοποιείται όπως όταν τώρα λέμε τη Θεσσαλονίκη «νύμφη τού Θερμαϊκού», ή ειδικά για την Ίερουσαλήμ, τη νύμφη τού Ίαυέ, όπως όταν λέμε την ΄Εκκλησία «νύμφη τού νυμφίου Χριστού».
Γυνή ανδρεία στέφανος τώ ανδρί αυτής.
Ώσπερ δε έν ξύλω σκώληξ (= σαράκι)
Ούτως άνδρα απόλλυσι (=φθείρει) γυνή κακοποιός,
σημαίνει «γυναίκα άξια». Το επίθετο «ανδρείος» με τη σημερινή αλλά και με την αρχαία ελληνική σημασία στην Π. Διαθήκη όλες τίς άλλες φορές είναι μετάφραση κάποιας άλλης εβραϊκής λέξεως, ενώ στα δύο αυτά χωρία των Παροιμιών μόνο, είναι μετάφραση τής λέξεως ‘ιλ, ή οποία σημαίνει δυνατός, δυνατή, γεμάτη δύναμη, γεμάτη αρετές και προσόντα, άξια, δυναμική γυναίκα (με την καλή έννοια). Ή ίδια λέξη ‘ιλ σέ άλλα χωρία μεταφράζεται «ισχύς» και «δύναμις». Άνασύρω τά σχετικά χωρία τής Π. Διαθήκης κατά τούς Έβδομήκοντα:
Άριθμοί 24,18, Ίσραήλ εποίησεν έν ισχύι.
Ψαλμοί 17,33, Ό θεός ό περιζωννύων με δύναμιν.
Ψαλμοί 17,40, Περιέζωσάς με δύναμιν.
Ψαλμοί 32,16, Ού σώζεται βασιλεύς διά πολλήν δύναμιν.
Δανιήλ 3,4, Ό κήρυξ εβόα έν ισχύι.
Ζαχαρίας 4,6, Έν δυνάμει μεγάλη.
Όπου υπάρχουν οί λέξεις ισχύς και δύναμις, στο εβραϊκό υπάρχει ή ίδια λέξη πού στα δύο χωρία των Παροιμιών (12,4 και 31,10) μεταφράζεται «ανδρεία» για τη γυναίκα. «Γυνή ανδρεία» λοιπόν εδώ, λέγεται ή άξια γυναίκα, ή πολύ γυναίκα, ή δυναμική γυναίκα.
«Σκύλα» λεγονται συνήθως τά λάφυρα, κυρίως τ’ αγαθά (ρούχα, κοσμήματα, όπλα) πού παίρνει κανείς γδύνοντας τον αντίπαλο πού σκότωσε στον πόλεμο. Έδώ όμως «καλά σκύλα» λέγονται γενικώς όλα τά «χρήσιμα πράγματα».
«Βιός» εδώ λέγεται το βιό, ό πλούτος, (και στο Α΄ Ίωάν. 2,16).
Στη φράση «αναζωσαμένη την οσφύν αυτής», δίνεται μια εικόνα γνωστή σ’ αυτούς πού έζησαν σέ χρόνια και τόπους, πού οί γυναίκες είχαν τίς παλιές σεμνές τοπικές στολές, με τά φουστάνια μέχρι τούς αστραγάλους. Όπως τώρα ένας ή μία, πού θέλει να επιδοθή σέ μια δουλειά, «ανασκουμπώνεται», δηλαδή μαζεύει τά μανίκια του πάνω από τούς αγκώνες, για να μην τά λερώση, έτσι τότε ή γυναίκα ανασήκωνε τη φούστα της και σκάλωνε τον ποδόγυρο στη ζώνη της (από κάτω βέβαια ήταν το από παρακατιανό ύφασμα μεσοφόρι της μέχρι τον αστράγαλο) κι’ έκανε τίς δουλειές της. Ή συνηθέστερη εικόνα τής μητέρας μας, όταν την αναμιμνησκόμεθα!
Ή «βύσσος» είναι το βαμπάκι. Στην Π. Διαθήκη αναφαίρεται ήδη στη Γένεση και έπειτα πάρα πολλές φορές κυρίως ώς «βύσσος κεκλωσμένη» ή «βύσσος νενησμένη» (από το νήθω, γνέθω), κάπου δε λέγεται ότι οί Ίσραηλίτες την προμηθεύονταν και από την Αίγυπτο (Ίεζεκιήλ 27,27), ενώ πολλές φορές εννοείται ότι ήταν άπό τίς πανάκριβες και πολυτελείς τέτοιες ύλες όπως σήμερα το μετάξι, προσιτή μόνο στους βασιλείς, τούς αρχιερείς, και τούς πολύ πλουσίους ή έστω μεγαλονοικοκυραίους. Βαφόταν κυρίως με «πορφύρα», το επίσης πολυτελέστατο κόκκινο χρώμα τού θαλασσινού κογχυλιού «πορφύρα», γι’ αυτό και μερικές φορές οί δύο λέξεις ώς ονόματα υφασμάτων χρησιμοποιούνται αδιάκριτα ή μία αντί τής άλλης, παρ’ όλο πού αρχικά «βύσσος» είναι ή νηματουργική ύλη, και «πορφύρα» ή χρωστική ύλη. Ότι «βύσσος» είναι το βαμπάκι διευκρινίζει ό Πολυδεύκης (7,75-76).
Ή «πύλη», δηλαδή ή πλατεία πού υπάρχει στο εσωτερικό μιάς πύλης τής πόλεως, ήταν στην αρχαία Άνατολή ό,τι ήταν στην ελληνική πόλη ή «αγορά», το κοινωνικό, πολιτικό, διοικητικό, και πολιτιστικό κέντρο τής πόλεως, το κύριο στέκι τής δημόσιας ζωής. Αυτό φαίνεται σέ πάρα πολλά χωρία τής Π. Διαθήκης (κυρίως Γένεσις 34,20 : Ρούθ 4,1-11 : Ψαλμοί 9,15/68,13 : Παροιμίαι 22,22 : Ήσαϊου 14,31 : Θρήνοι 5,14 : Ζαχαρίας 8,16), καθώς και στο περίφημο χωρίο τής Κ. Διαθήκης εκείνο, όπου ό Κύριος λέει για την εκκλησία του ότι «Και Πύλαι άδου ού κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16,18), δηλαδή δεν θα τη νικήσουν τά Καπιτώλια τού κόσμου, οί Λευκοί Οίκοι, τά Κρεμλίνα, και τά Βατικανά!
Οί «σινδόνες» και τά «περιζώματα» είναι ό,τι ακριβώς σήμερα οί φορεσιές κι’ οί αλλαξιές, τά εξώρουχα και τά εσώρουχα, τά φορέματα και τ’ ασπρόρρουχα. Διότι έτσι σινδόνες λέγονταν και τά «ιμάτια», πού δεν ήταν παρά απλά τετράγωνα τεμάχια υφάσματος. Έτσι λέγονται μια φορά στους Κριτάς (14,12) και μια στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον (14,51-52). «Περιζώματα» δε λέγονται κυρίως τά εσώβρακα, όπως φαίνεται τόσο στη Γένεση (3,7), όπου λέγεται ότι οί πρωτόπλαστοι μετά την παράβασή τους «έρραψαν φύλλα συκής και εποίησαν εαυτοίς περιζώματα», όσο και στον Ίερεμία (13,1-4) όπου το εσώβρακο τού προφήτου λέγεται «περίζωμα περί την οσφύν αυτού». Ή δε οσφύς εννοείται όπως στη Γένεση (35,11), στην Παραλειπομένη (Β΄ 6,9), και στην Προς Έβραίους (7,5 & 7,10).
Όταν λέη,
«Σινδόνας εποίησε και απέδοτο τοίς Φοίνιξι,
Περιζώματα δε τοίς Χαναναίοις»,
Και με τά δύο εθνικά ονόματα, πού το ένα είναι εβραϊκό και το άλλο ελληνικό, εννοεί το ίδιο έθνος. Διότι Φοίνικες οί Έλληνες έλεγαν τούς Χαναναίους. Άκριβώς έτσι και στους Ψαλμούς (104,23) λέει,
«Και εισήλθεν Ίσραήλ είς Αίγυπτον
Και Ίακώβ παρώκησεν έν γή Χάμ.
«Χάμ» οί Ίσραηλίτες έλεγαν αυτούς πού οί Έλληνες έλεγαν και λέν Αιγυπτίους και Αίγυπτον. Έπίσης Ίσραήλ και Ίακώβ εδώ λέγεται το ίδιο έθνος, οί Έβραίοι. Στο εβραϊκό κείμενο τά ονόματα των δύο πρώτων δυάδων (Χαναναίοι-Φοίνικες, Χάμ-Αιγύπτιοι) έχουν μια άλλη και λεπτή λεκτική διαφορά, όπως και τά τής δυάδος Ίσραήλ-Ίακώβ, την οποία οί μέν βιβλικοί ποιηταί εκμεταλλεύονται, για ν’ αποφύγουν την απόλυτη και ανιαρή ταυτολογία, οί δε μεταφρασταί των Έβδομήκοντα την εκφράζουν με την εναλλαγή ξενικής λέξεως κι’ ελληνικής μεταφράσεως (Φοίνικες-Χαναναίοι, Αίγυπτος-Χάμ). Διότι είναι πρόβλημα το να μεταφράση κανείς έναν ίδιωματισμό.
Ή λέξη «θυγάτηρ – θυγατέρες» στην Π. Διαθήκη, εκτός από τη γνωστή αρχαία και νέα ελληνική σημασία πού έχει, σημαίνει και απλώς κοπέλλα, ή και μνηστή (ή κοπέλλα κάποιου) και νύφη. Έτσι κοπέλλα σημαίνει σέ μερικά χωρία των Ψαλμών (9,14 : 44,12 : 47,11) και τού Ζαχαρίου (2,11, ενώ μνηστή και νύφη σημαίνει σέ άλλα χωρία των ίδιων βιβλίων (Ψαλμ.44,11 : 44,14 : Ζαχαρ. 9,9). ΄Εδώ σημαίνει νύφη. Όταν το «θυγάτηρ» λέγεται για πόλη (Ίερουσαλήμ, Βαβυλώνα, κ.λ.π.), χρησιμοποιείται όπως όταν τώρα λέμε τη Θεσσαλονίκη «νύμφη τού Θερμαϊκού», ή ειδικά για την Ίερουσαλήμ, τη νύμφη τού Ίαυέ, όπως όταν λέμε την ΄Εκκλησία «νύμφη τού νυμφίου Χριστού».
ΜΕΡΟΣ Β΄
Ναι,
αγαπητέ αναγνώστα. Το Πνεύμα το Άγιο, μάς αφήκε μέσα στην Π. Διαθήκη
-με τον ποιητικό μάλιστα αυτό τρόπο- το Άλφαβητάριο τής δυνατής και
δυναμικής, τής άξιας, τής -με όλες τίς αρετές και προσόντα γεμάτη-
γυναίκας. ΄Όχι όμως τής ΄Ιδανικής, τής Μοναδικής, προς Την Όποία δεν
υπάρχει καμιά σύγκρισις. ΄ Εκείνης, πού δεν την γνώρισε, για να εκφράση
περί αυτής γνώμη.
΄Αλήθεια. ΄Αφού Σολομών έζησε το 970 μέχρι το 932 π.Χ., πώς είναι δυνατόν να γνωρίζει τά τής ζωής τού Προφήτου Ήσαϊου πού γεννήθηκε το 770 π.Χ., και το 738 π.Χ., έλαβε (έν οράματι) από Θεού την εντολή, να βγή στο προφητικό του έργο; Πώς να γνώριζε το «Πτωτευαγγέλιο», τού πέμπτου αυτού (ώς αποκαλείται) «Ευαγγελιστού», και την από αιώνων πρόγνωσιν τού θελήματος, και τρόπου σωτηρίας τού (εκπτωκότος) ανθρώπου, το οποίο είχε έν νώ κεκρυμμένον ό Θεός, και αυτό (το θέλημά Του) το βάζει στα χείλη και τη γραφίδα τού Ήσαίου, και αφήνει να προαγγελθή εκείνο το Μοναδικό και Άνεπανάληπτο: «Άκούσατε δή, οίκος Δαυίδ», (σά να λέει: εσύ, ώ Σολομών, παιδί τού πατέρα σου Δαυίδ, από την τού Ουρίου τού στρατηγού, πού (τον) φόνευσε ό πατέρας σου από αδυναμία για το «γούστο» του, πού δεν θα ζής αργότερα ν΄ ακούσης τά λόγια τούτα πού θα αναγγείλη προφητικά ό Ήσαϊας), άκουτα σήμερα, και πρόσεξε, γιατί αυτά τά υπέροχα(!) πού γράφεις στο ποιηματάκι σου για την «ανδρεία» -όπως την αποκαλείς- γυναίκα, εγώ, «με το ύστερον θέλημα τής σωτηρίας τού ανθρώπου διά τής Σταυρικής μου Θυσίας», εγώ (λέγω) θέλω να εύρω -όταν αποφασίσω στον κατάλληλο χρόνο να επιτελέσω αυτό το κοσμοσωτήριο έργο μου- θέλω μια ύπαρξη, μια γυναίκα, πού δεν μου φτάνει, δεν μού αρκεί, δεν μπορεί να επωμισθή, να πέξη το ρόλο αυτό στο θεϊκό μου (όχι θεατρικό, αλλ’ ουσιαστικό-ζωντανό-θυσιαστικό-Αιματόβρεκτο έργο), πού θα την καταξιώση, θα αποδειχθή, ότι δεν μπορούσες (παρ όλη τη σοφία σου να γράψης και τίς Παροιμίες σου -πού μέσα κεί σκιαγραφείς εσύ αυτόν τον τύπο τής αξεπέραστης(!) σέ αξία, αρετές, προσόντα κ.λ.π. γυναίκα σου), ναι δεν μπορούσες να διϊδης, ότι εγώ θέλω, όχι … μια(!) .. άκου, άκου, Σολομών, όχι μια -έστω σάν τη δική σου-(!), αλλά «ΤΗΝ Παρθένο, Την Μοναδική και Άνεπανάληπτη», Ή (με άρθρο και μάλιστα κεφαλαίο) Παρθένος, (Ή Όποία) έν γαστρί έξει, και τέξεται Θεόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Έμμανουήλ» (Ήσαϊας 7,14), «ό εστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ό Θεός» (Ματθ.1,23).
Αυτή «Ή Γυναίκα», Σολομών (μου), πού θα γεννήση εμένα τον Θεόν και θα αποβή, -όχι μόνο θα ονομασθή-, δικαιωματικά και ανυπέρβλητα θα «επονομασθή» «Θεοτόκος»!!!, -γιατί, μέσα σέ μια απλή λεξούλα με ένα πάλι ήτα μπροστά («Η»)-, σέ μια φρασούλα «Ή δούλη», -προκρίνασα τούτο, συμπεράνασα, ότι μόνο ή δουλεία σ΄ εμένα κάνει πραγματικά απελεύθερο τον άνθρωπο-, συγκατένευσε-συγκατετέθη να ταπεινωθή και (χωρίς ίχνος αλαζονίας και επάρσεως), δέχθηκε -μέσα στην μοναδική και ανεπανάληπτη (πού δεν είχε και προηγούμενο) παρθενική αγνότητα και καθαρότητα της-, δέχθηκε λέγω να με κυοφορήση στα σπλάγχνα Της, διά (σποράς) Άγίου Πνεύματος, και, Θεός Ών, να γεννηθώ Άνθρωπος, δανεισθείς έκ των Παρθενικών Αιμάτων Της και τής «τής σαρκός Της ουσίας» το φύραμα, να συναναστραφώ και «εμπεριπατήσω ανάμεσά σας» (Β΄ Κορ.6,16), και σ’ αυτό το ανάμεσά σας (Σολομών), συμπεριλαμβάνεσαι κι’ εσύ, γιατί εγώ ήμουν είμαι και θά είμαι «Θεός ζώντων και νεκρών»! (Ματθ.22,32). Σάν τη δική σου (λοιπόν) «γυναίκα», υπήρξαν υπάρχουν και (ίσως, ίσως λέγω –και έχω τον λόγο μου πού το επαναλαμβάνω, γιατί κάπου αλλού αναφέρω ότι θα είναι στα στερνά τού κόσμου χειρότερα από τά Σόδομα και τά Γόμορρα ή κατάστασις-ή κατάντια), ναι υπάρχουν ακόμα, αν όχι πολλές, πάντως (οπωσδήποτε) μερικές, γιατί ξέρεις; «όπου πλεονάζει ή αμαρτία, υπερπερισσεύει ή Χάρις» (Ρωμ.5,20), πού «δεν έρχεται μετά παρατηρήσεως» (Λουκ.17,20) θορύβου και τά τέτοια, αλλά αθόρυβα και σωτήρια.
Ναι, Σολομών. Αυτή είναι ή Μόνη έν γυναιξί ευλογημένη. Αυτή πού υπεράβαλεν και τούς αγγέλους και τούς κατέπληξε! Ή Θεόν Τέξασα αφράστω θαύματι και τρόπω, καί ανερμηνεύτως. Πάντως, «Ή Μόνη Άγνή και Άχραντος Παρθένος»! Ή Θεοτόκος!!! Θέλεις; (και) Μαρία στο όνομα. Πόσες Μαρίες, Εύες … και χιλιάδες, εκατομμύρια ονόματα; Στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη (και θ’ ανατρέξουμε σέ πάρα πολλά απ’ αυτά κατωτέρω), πολλές, Σολομών, σάν το δικό σου πρότυπο. Άξιοζήλευτες. Χαρά στους άντρες πού τίς είχαν. Το αναφέρεις έντονα. Μπράβο για την νοητική σου σύλληψη -αν και αλλού ανήκει το μπράβο, γιατί «πνεύματι Θεού κινούμενος-φερόμενος-αγόμενος» (, μάς κατέγραψες και παρέδωσες την γνώμην σου. Βλέπεις όμως; Ύπάρχει καμιά σύγκρισις τής «δικής σου», μ’ Έτούτη, την αυτού τού ύψους, πού ύπερέβη τούς ουρανούς, και γέγονεν «Ή Ύψηλοτέρα των ουρανών»;
Ό Άγιος Ίωάννης ό Δαμασκηνός, για την Παναγία, αναφέρει ότι, ή υποταγή της τής γυναίκας στον άντρα, με βάση το Παύλειο σχήμα άντρας = κεφαλή τής γυναικός, περιορίζεται μέσα στη σαρκική-γαμική σχέση. Ή υποταγή δεν ισχύει, όταν ή γυναίκα ζεί έν παρθενία και σέ κοινωνία με τον Θεό, δηλαδή σέ μια προπτωτική κατάσταση. «Πάσης γυναικός κεφαλή ό ανήρ, αλλ’ αύτη (ή Παναγία), επειδή άνδρα ούκ έγνω (Λουκ.1,34), κεφαλή αυτής ό Θεός και Πατήρ εχρημάτισεν, Πνεύματι Άγίω συναλλαγάς ποιησάμενος, και οιονεί Θείον Σπόρον Πνευματικόν, Τον εαυτού Υιόν και Λόγον την παντοδύναμον δύναμιν εξαποστείλας». Στη συνέχεια ό Ί. Δαμασκηνός, αναφέροντας τούς λόγους τού Χριστού για όσους επέλεξαν την ζωήν έν Παρθενεία («ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» Ματθ.19,12), επιτρέπει να καταλάβουμε, ότι το ίδιο μπορεί να συμβή με κάθε γυναίκα (και κάθε άνθρωπο), πού ζεί έν Παρθενεία και, αντί τής σαρκικής συνάφειας με πρόσωπο τού άλλου φύλου, έχει επιλέξει την συνάφεια με τον Θεό διά τού Άγίου Πνεύματος: «Συνάφεια Θεού προς ανθρώπους διά Πνεύματος Άγίου γίνεται. «Ό χωρών χωρείτω. Ό έχων ώτα ακούειν ακουέτω (Ματθ.11,15). Έξω των σωματικών γενώμεθα» (Ίωάννου Δαμασκηνού, λόγος είς το Γεννέσιον τής Θεοτόκου, (ΕΠΕ 110, σελίς 186). Ό Άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος στον λόγο του για την Γέννησιν τού Χριστού, απευθύνει την εξής «τολμηρή» προτροπή σέ όλες τίς γυναίκες: «Γυναίκες παρθενεύετε, ίνα Χριστού γένησθε μητέρες». Κάθε γυναίκα πού ζεί έν Χριστώ, τίκτει τον Χριστόν έν Άγίω Πνεύματι, όπως ή Παναγία! (Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγος ΛΗ΄, Είς τά Θεοφάνεια PG 36, 313 A).
Έπειδή όμως «ό νόμος, παιδαγωγός (ημών) γέγονεν είς Χριστόν» (Γαλατ.3,24), Τον Υιόν Τής Θεοτόκου και Θεόν! Άφού (μάλιστα) Αυτός Ό Θεός καταδέχεται χωρίς να το αποκρύπτη, να ομολογή ότι προήλθε γενεαλογικώς (είς το Κατά Ματθαίον και Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον –εμπροσθοβατικώς (Ματθ.1,16) και οπισθοβατικώς (Λουκ.3,23-38) ανιστορούμενος), ακόμη και από «πορνικό αίμα» μια Ραάβ (Ματθ.1,5) και μιάς Θάμαρ (Γέν.38,6), άς επαινέσωμεν πώς, και άς αναφερθούμε (έστω), και είς όσας δυνηθούμε άλλας γυναίκας, πού έπαιξαν άλλες μεγαλύτερο και άλλες μικρότερο ρόλο στο διάβα τής ιστορίας (στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη), καθ’ όσον ό Σωτήρας μας Χριστός, είχε έχει και θα έχη όλους «ζωγραφισμένους στην παλάμη του» (Ήσαίας 49,16), για όλους νοιάστηκε νοιάζεται και θα νοιάζεται (Α΄Πέτρ.5,7), γιατί για ένα και μόνο σκοπό σαρκώθηκε. Γιατί «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και είς επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄Τιμ.2,4). Και επειδή κάπου αλλού μάς παροτρύνει να γνωρίσουμε την αλήθεια γιατί αυτή θα μάς ελευθερώση (Ίωάν.8,32), και άλήθεια -μάλλον Αυτοαλήθεια- είναι Αυτός (Ίωάν.14,6), πού από αγάπη και μόνο κινούμενος μάς δημιούργησε, είμεθα πλάσματα των χειρών Του, και γίναμε διά τού βαπτίσματός μας παιδιά-τέκνα και θυγατέρες Του κατά Χάριν (Ρωμ.8,16), κανένας δεν τού περισσεύει και για όλους είχε έχει και θα έχη τριβέλι-έννοια (Α΄ Πέτρ.5,7). Άκόμη, επειδή κάθε άνθρωπος επιτελεί ένα προορισμό-σκοπό-έργο-ρόλο επί τής γής, άς αναφερθούμε, -αφού είναι των αδυνάτων αδύνατον ν’ αναφερθούμε στα δισεκατομμύρια των δισεκατομμυρίων πού εβίωσαν εν τη γή-, άς αναφερθούμε στις «εξαιρετικές» (πού αποτελούν εξαίρεση) εκείνες υπάρξεις-προσωπικότητες, πού έπαιξαν το δικό τους ρόλο-προσπάθεια κάθε μια, και θεληματικά ή αθέλητα, καταβάλλοντας τον προσωπικό τους κόπο, βοήθησαν και συνετέλεσαν να διενεργηθούν όσα επετελέσθησαν στην πορεία τής ιστορίας τού κόσμου -ιδιαίτατα τού ανθρώπου- συμβάλοντας στην ευεργεσία μας, να εκπληρώσωμεν μέσω αυτών τον σκοπόν τής ζωής μας, και να εύρωμεν την πολυπόθητον σωτηρίαν μας. Έκ προοιμίου ζητώ συγνώμην διά τυχόν αναποφεύκτους παρεμβολάς και παρεισφρήσεις προσώπων προθύστερα και αναπάντεχα, όταν τούτο λόγος το καλή.
Αρχομαι από τής Προμήτορος Εύας. «Αυτή κληθήσεται γυνή, ότι έκ τού ανδρός αυτής ελήφθη αύτη» (Γεν.2,23). Άδάμ is «άνδρας». Παράγωγον αυτής, ή λέξις issha («ανδρίς»-γυναίκα). Το εβραϊκό κείμενο μεταφραζόμενο στην ελληνική, απόδίδεται διά των λέξεων άνδρας (Άδάμ) και γυναίκα (Εύα). Χρησιμοποιούνται ακόμη δυό λέξεις με διαφορετική προέλευση (άνθρωπος και γυνή). «Ότι ήκουσας τής φωνής τής γυναικός σου» (Γεν.3,17). Ή Εύα «συμπαρέσυρε» όλο το φύλο της στην υποταγή στον άνδρα.
Οί ενάρετες γυναίκες τής Π. Διαθήκης: Σάρρα, Ρεβέκκα και Ραχήλ, αδελφή τού Μωυσή Μαριάμ, Άννα μητέρα τού Σαμουήλ, Ρούθ, Έσθήρ κ.ά. Κριτής Δεββώρα. Χήρα Ίουδήθ (πού φόνευσε τον Όλοφέρνη). Προφήτιδες Μαριάμ, Ίαήλ, Δεββώρα, ή Όλδά.
Γυναίκες στην Κ. Διαθήκη: Δωδεκαετής μονογενής θυγατέρα τού Άρχισυναγώγου Ίαείρου (Λουκ.8,41-56). Χήρα τής Ναϊν (Λουκ.7,11-17, ανιστά το γυιό της). Συγκύπτουσα γυναίκα (Λουκ.13,10-17). «Κατειλημμένην επ’ αυτοφόρω μοιχευομένην» (Ίωάν.8,1-11), «ό αναμάρτητος έξ υμών, πρώτος τον λίθον βαλλέτω». Οίκία Φαρισαίου Σίμωνος τού Λεπρού – Άμαρτωλή γυναίκα, μύρον (Λουκ.7,36-50), «ότι ηγάπησε πολύ» …αιτιολογία. «Ούτω γάρ ποτε και αί άγιαι γυναίκες αί ελπίζουσα επί τον Θεόν, εκόσμουν εαυτάς» (Β΄ Πέτρ.3,5). Τύρο και Σιδώνα, θεραπεία δαιμονιζομένης θυγατέρας τής ελληνίδος = ειδωλολάτρισσας Χαναναίας-Συροφοινίκισσας γυναικός (Μάτθ.15,21-28 : Μάρκ.7,24-30), «ώ γύναι, μεγάλη σου ή πίστις! Γενηθήτω σοι ώς θέλεις». «Οί Τελώναι και αί Πόρναι προάγουσιν υμάς είς την βασιλείαν τού Θεού» (Ματθ.21,32), δηλαδή: τίς πλέον περιθωριοποιημένες ομάδες κάθε φύλου. Άποδεικνύει τον ισότιμον τρόπον αντιμετώπισης των δύο φύλων. Ό Ίδιος αυτοαποκαλείται «υιός τού ανθρώπου» (Ματθ.8,20 & 12,8&12,38& 12,40) δηλαδή τού Άδάμ, διά τής Θεοτόκου Μαρίας. Μέχρι Χριστού «κατ’ οικονομίαν» εντολή-διαπίστωσις το «προς τον άνδρα σου ή αποστροφή σου, και αυτός σου κυριεύσει» (Γεν.3,16). Λεπτομέρεια: Ή λέξις «από-στροφή», δεν υποδηλοί την προς τον Άδάμ απέχθειαν και -μετά τούτο- απομάκρυνσιν τής Εύας από τού Άδάμ. Μάλιστα, το όλως αντίθετον ενταύθα υποδηλούται. Ότι, επειδή χειραφετήθης, απεμακρύνθης καί έπεσες,/ /γιά νά μήν τό ξαναπάθης αυτό,/ κάθε φορά πού θα το ξανατολμήσης να το ξαναεπαναλάβης, δηλαδή ν’ απομακρυνθής, «από» εκεί πού θα έχης φτάσει απομακρυνθείσα, θα «στρέφεσαι» (από και στροφή-απόστροφή) πάλι προς αυτόν, διότι μακράν αυτού δεν γίνεται να επιζήσης. / Ή όλη συμπεριφορά τού Χριστού έναντι τής γυναίκας, δηλώνει φανερά την (μέσω τής υπακοής-εξαρτήσεως τής γυναικός από τού ανδρός) ωρίμανσιν, ώστε να επέλθη ή «κατάργησις» αυτής τής τάξης, και ή «είσοδος» σέ μια «νέα εποχή», την εποχή τής ευαγγελικής Χάριτος. Έπιστροφή στην «προπτωτική κατάσταση». Έκφράζει την στάση Του απέναντι στο διαζύγιο: Άποκλείει κάθε αιτία διαζυγίου (παρεκτός λόγου μοιχείας). Ή αιτία έν τώ Μωσαϊκώ Νόμω, καταγγέλεται ώς (αποφευκταία) «σκληροκαρδία» των ανδρών (Ματθ.19,3-12).
Τον Διδάσκαλο Κύριον Ίησούν Χριστόν, τούς 12 Μαθητάς και τούς 70, διηκόνουν γυναίκες πολλαί, αίτινες εδαπανούσαν έκ των υπαρχόντων αυταίς, πού ανάμεσά τους ήταν ή Μαρία ή Μαγδαληνή, ή Μαρία η τού Ίακώβου τού μικρού και Ίωσή μήτηρ, και Σαλώμη (Μάρκ.15,40-41) και Ίωάννα γυνή Χουζά Έπιτρόπου (Υπουργού των Οικονομικών) τού Ήρώδου (Μάρκ.5,40-41 & 15,40-41 : Ματθ. 27,55-56 : Λουκ.8,1-3). Σουσάννα (Λουκ.8,1-3). Θεραπευθείσαι ασθενείς (Λουκ.8,2). Σαμαρείτις (Ίωάν.4,1-42). Φιλικοί δεσμοί με Λάζαρο, Μάρθα και Μαρία (Λουκ.10,38 κ.έ.)
Άπόστολος Παύλος: Την Συντύχη και Ευοδία όνομάζει συναθλήτριες (του) έν τώ ευαγγελίω (Κολος.4,3). Πρωτομάρτυς και Πρώταθλος έκ πασών των γυναικών ή Θέκλα στο Ίκόνιο, Μνήμη της 24 Σεπτεμβρίου (Πράξ 18,18 & 18,26). Λυδία (Πορφυρόπωλις) στους Φιλίππους (Πράξ.16,14). Γυναικείο στοιχείο Ίεροσολυμιτικής εκκλησίας (Πράξ.1,14). Μαρία, μήτηρ Μάρκου Ευαγγελιστού (Πράξ.12,12). Πρίσκιλλα είς Κόρινθο και Έφεσο, ιεραπόστολος και Διδασκάλισσα, ή κατηχήσασα τον Άπολλώ (κατά τον Ίερόν Χρυσόστομον). Τρύφαιναν και Τρυφώσαν, τάς κοπιασάσας έν Κυρίω (Ρωμ.16,12). Περσίδα ή αγαπητή, ήτις πολλά εκοπίασεν έν Κυρίω (ένθ’ανωτέρω). Δάμαρις (Άθήνα), πλησίον Διονυσίου Άρεοπαγείτου (Πράξ.17,34). Ταβιθά (Ίόπη), «πλήρης έργων αγαθών και ελεημοσυνών ών εποίει (Πράξ.9,36). «Ουαί! … κατατρώγετε την περιουσίαν των χηρών» (Ματθ.23,13). Παιδίσκη Ρόδη, στο σπίτι τής Μαρίας-Μαριάμ (μητρός τού ευαγγελιστού Μάρκου (Πράξ.12,13). Μητέρα τού Ρούφου – ώς δική του μητέρα (Ρωμ.16-13 : Μάρκ.15,21). Ίουλίαν, πιθανώς σύζυγον τού Φιλολόγου ή αδελφήν αυτού (Ρωμ.16,15). Προς την αδελφήν τού Νηρέως (Ρωμ.16-15). Προς Φιλιππησίους (4,2) Ευοδίαν και Συντύχην, πρωτεργάτριες εκκλησίας των Φιλίππων, αξιοσέβαστες απ’ όλους. Άσπασμοί Παύλου προς Μαριάμ, ήτις πολλά εκοπίασεν (Φιλιπ.4,6). Φοίβην διάκονον εκκλησίας έν Κεχρεαίς, την ονομάζει «αδελφή» (Ρωμ.16,1). Σαλώμη (Μάρκ.15,40 & 16,1). Μαρία ή τού Κλωπά (Ίωάν19,25). Διονύσιος έκ Κορίνθου, γράφει μια βαθυστόχαστη επιστολή σέ μια Χρυστοφόραν «πιστοτάτην αδελφήν» (Ευσεβίου Έκκλησιαστική Ίστορία 4,23. Harnack σελίς 599). Έν Βεροία «πολλοί επίστευσαν, και των Έλληνίδων γυναικών των ευσχημόνων, και ανδρών ού ολίγοι» (Πράξ.17,12). Κλαυδία (Β΄ Τιμ.4,21). Όνομάζει ώς επίσημο «απόστολο» μία γυναίκα, την Ίουνία, μαζί με τον Άνδρόνικο, «τούς συγγενείς και συναιχμαλώτους» του (Ρωμ.16,17). ΄Επιστολή προς Φιλήμονα, δέσμιος στη φυλακή τής Ρώμης, χαιρετά δεύτερο πρόσωπο την «αγαπητή Άπφία» (Φιλήμ.2). Τιμόθεε, κληρονόμησες την πίστη από τη Γιαγιά σου Λωϊδα και την μητέρα σου Ευνίκη (Β΄ Τιμ.1,5). Άκύλας και Πρίσκιλλα (Πράξ.18,1-3 & 18,18-28). Ίεράρχησις σχέσεων ανδρός και γυναικός στην (Έφες.5,22-23). Αί τέσσαρες Παρθένοι, θυγατέρες τού Άποστόλου Φιλίππου, είχαν προφητικό χάρισμα. «Ούκ έστι άρρεν και θήλυ, πάντες (γάρ) ημείς είς εσμέν (πλέον) έν Χριστώ Ίησού» (Γαλάτας 3,28).
Με την διδασκαλία τού Άπ. Παύλου, ό ΓΑΜΟΣ από μία μεταπτωτική κατάσταση, γίνεται τώρα μία επαναφορά στον πνευματικόν παράδεισον, την Έκκλησίαν τού Χριστού. Είναι ένας σύνδεσμος με τον Χριστό, «μία γέφυρα μετάγουσα έκ γής προς ουρανόν». Ή Έκκλησία δεν ενδιαφέρεται πρώτιστα να αλλάξη την εξωτερική κατάσταση τού ανθρώπου, όσο δύσκολη και αν είναι, π.χ. ασθένεια, δουλεία, ανισότητα, διακρίσεις είς βάρος τού ενός φύλου κ.λ.π., αλλά να τον μεταμορφώση εσωτερικά έν Χριστώ, οπότε όλες οί δύσκολες εξωτερικές συνθήκες υπερβαίνονται.
Ό φιλόσοφος και ρήτωρ Λιβάνιος, ενθουσιασμένος από ίδια-προσωπικά του συμπεράσματα-εμπειρίες, ανεφώνησε κάποτε ειπών το: «Βαβαί, οίαι παρά χριστιανοίς γυναίκες εισίν»! ΄Ισον, «αλίμονο, τί γυναίκες έχουν οί χριστιανοί»! Άναφέρω μερικές: Μακρίνα (αδελφή Μ. Βασιλείου, και Μάμη-Γιαγιά του, επίσης Μακρίνα), Άνθούσα (μήτηρ Ί, Χρυσοστόμου), Νόννα (μήτηρ Γρηγορίου Ναζιανζηνού), Μόνικα (μήτηρ Ί. Αυγουστίνου).
Ήρωϊδες τής Χριστιανικής αγάπης: Έκ τού κύκλου τού Ώριγένους ή Τατιάνα. Μαρκέλλα, σύζυγος Άμβροσίου Μεδιολάνων. Φοίβη, Μακρίνα, Αικατερίνα ή Πάνσοφος, ΄Ολγα τής Ρωσίας Ίεραπόστολος. Πάουλα, ακόλουθος τού Ίερωνύμου είς Παλαιστίνην. Ή δράσις παρά τώ Ρουφίνω τής Ευγενούς Ρωμαίας Μελανίας και τής εγγονής της Μελανίας τής Νεωτέρας. Χάρις ή Χαριτώ, μαθήτρια Ίουστίνου Φιλοσόφου και Μάρτυρος. Ίσαπόστολος Νίνα, ιδρύτρια τής Ίβηρικής Έκκλησίας (τής Γεωργίας). Ή Αγία Βαρβάρα, ήτις προτάσσεται τού Άγίου Ίωάννου τού Δαμασκηνού έν τώ εορτολογίω. Οί ιεροί ναοί είναι ιστορημένοι με άγιες μορφές, όχι μόνον ανδρών, αλλά και γυναικών, μαρτύρων και οσίων. Ό Μέγας Άθανάσιος είς τον «Περί ασκήσεως και περί Παρθενίας» λόγον του, λέγει, «έν τη βασιλεία των ουρανών ού έστιν άρρεν και θήλυ, αλλά πάσαι αί αρεστήσασαι γυναίκες, ανδρών τάξιν λαμβάνουσιν». Και ό όσιος Μακάριος επιπροσθέτει, «ό Θεός προαίρεσιν ζητεί, και το Άγιο Πνεύμα πάσι παρέχει».
΄Αλήθεια. ΄Αφού Σολομών έζησε το 970 μέχρι το 932 π.Χ., πώς είναι δυνατόν να γνωρίζει τά τής ζωής τού Προφήτου Ήσαϊου πού γεννήθηκε το 770 π.Χ., και το 738 π.Χ., έλαβε (έν οράματι) από Θεού την εντολή, να βγή στο προφητικό του έργο; Πώς να γνώριζε το «Πτωτευαγγέλιο», τού πέμπτου αυτού (ώς αποκαλείται) «Ευαγγελιστού», και την από αιώνων πρόγνωσιν τού θελήματος, και τρόπου σωτηρίας τού (εκπτωκότος) ανθρώπου, το οποίο είχε έν νώ κεκρυμμένον ό Θεός, και αυτό (το θέλημά Του) το βάζει στα χείλη και τη γραφίδα τού Ήσαίου, και αφήνει να προαγγελθή εκείνο το Μοναδικό και Άνεπανάληπτο: «Άκούσατε δή, οίκος Δαυίδ», (σά να λέει: εσύ, ώ Σολομών, παιδί τού πατέρα σου Δαυίδ, από την τού Ουρίου τού στρατηγού, πού (τον) φόνευσε ό πατέρας σου από αδυναμία για το «γούστο» του, πού δεν θα ζής αργότερα ν΄ ακούσης τά λόγια τούτα πού θα αναγγείλη προφητικά ό Ήσαϊας), άκουτα σήμερα, και πρόσεξε, γιατί αυτά τά υπέροχα(!) πού γράφεις στο ποιηματάκι σου για την «ανδρεία» -όπως την αποκαλείς- γυναίκα, εγώ, «με το ύστερον θέλημα τής σωτηρίας τού ανθρώπου διά τής Σταυρικής μου Θυσίας», εγώ (λέγω) θέλω να εύρω -όταν αποφασίσω στον κατάλληλο χρόνο να επιτελέσω αυτό το κοσμοσωτήριο έργο μου- θέλω μια ύπαρξη, μια γυναίκα, πού δεν μου φτάνει, δεν μού αρκεί, δεν μπορεί να επωμισθή, να πέξη το ρόλο αυτό στο θεϊκό μου (όχι θεατρικό, αλλ’ ουσιαστικό-ζωντανό-θυσιαστικό-Αιματόβρεκτο έργο), πού θα την καταξιώση, θα αποδειχθή, ότι δεν μπορούσες (παρ όλη τη σοφία σου να γράψης και τίς Παροιμίες σου -πού μέσα κεί σκιαγραφείς εσύ αυτόν τον τύπο τής αξεπέραστης(!) σέ αξία, αρετές, προσόντα κ.λ.π. γυναίκα σου), ναι δεν μπορούσες να διϊδης, ότι εγώ θέλω, όχι … μια(!) .. άκου, άκου, Σολομών, όχι μια -έστω σάν τη δική σου-(!), αλλά «ΤΗΝ Παρθένο, Την Μοναδική και Άνεπανάληπτη», Ή (με άρθρο και μάλιστα κεφαλαίο) Παρθένος, (Ή Όποία) έν γαστρί έξει, και τέξεται Θεόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Έμμανουήλ» (Ήσαϊας 7,14), «ό εστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ό Θεός» (Ματθ.1,23).
Αυτή «Ή Γυναίκα», Σολομών (μου), πού θα γεννήση εμένα τον Θεόν και θα αποβή, -όχι μόνο θα ονομασθή-, δικαιωματικά και ανυπέρβλητα θα «επονομασθή» «Θεοτόκος»!!!, -γιατί, μέσα σέ μια απλή λεξούλα με ένα πάλι ήτα μπροστά («Η»)-, σέ μια φρασούλα «Ή δούλη», -προκρίνασα τούτο, συμπεράνασα, ότι μόνο ή δουλεία σ΄ εμένα κάνει πραγματικά απελεύθερο τον άνθρωπο-, συγκατένευσε-συγκατετέθη να ταπεινωθή και (χωρίς ίχνος αλαζονίας και επάρσεως), δέχθηκε -μέσα στην μοναδική και ανεπανάληπτη (πού δεν είχε και προηγούμενο) παρθενική αγνότητα και καθαρότητα της-, δέχθηκε λέγω να με κυοφορήση στα σπλάγχνα Της, διά (σποράς) Άγίου Πνεύματος, και, Θεός Ών, να γεννηθώ Άνθρωπος, δανεισθείς έκ των Παρθενικών Αιμάτων Της και τής «τής σαρκός Της ουσίας» το φύραμα, να συναναστραφώ και «εμπεριπατήσω ανάμεσά σας» (Β΄ Κορ.6,16), και σ’ αυτό το ανάμεσά σας (Σολομών), συμπεριλαμβάνεσαι κι’ εσύ, γιατί εγώ ήμουν είμαι και θά είμαι «Θεός ζώντων και νεκρών»! (Ματθ.22,32). Σάν τη δική σου (λοιπόν) «γυναίκα», υπήρξαν υπάρχουν και (ίσως, ίσως λέγω –και έχω τον λόγο μου πού το επαναλαμβάνω, γιατί κάπου αλλού αναφέρω ότι θα είναι στα στερνά τού κόσμου χειρότερα από τά Σόδομα και τά Γόμορρα ή κατάστασις-ή κατάντια), ναι υπάρχουν ακόμα, αν όχι πολλές, πάντως (οπωσδήποτε) μερικές, γιατί ξέρεις; «όπου πλεονάζει ή αμαρτία, υπερπερισσεύει ή Χάρις» (Ρωμ.5,20), πού «δεν έρχεται μετά παρατηρήσεως» (Λουκ.17,20) θορύβου και τά τέτοια, αλλά αθόρυβα και σωτήρια.
Ναι, Σολομών. Αυτή είναι ή Μόνη έν γυναιξί ευλογημένη. Αυτή πού υπεράβαλεν και τούς αγγέλους και τούς κατέπληξε! Ή Θεόν Τέξασα αφράστω θαύματι και τρόπω, καί ανερμηνεύτως. Πάντως, «Ή Μόνη Άγνή και Άχραντος Παρθένος»! Ή Θεοτόκος!!! Θέλεις; (και) Μαρία στο όνομα. Πόσες Μαρίες, Εύες … και χιλιάδες, εκατομμύρια ονόματα; Στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη (και θ’ ανατρέξουμε σέ πάρα πολλά απ’ αυτά κατωτέρω), πολλές, Σολομών, σάν το δικό σου πρότυπο. Άξιοζήλευτες. Χαρά στους άντρες πού τίς είχαν. Το αναφέρεις έντονα. Μπράβο για την νοητική σου σύλληψη -αν και αλλού ανήκει το μπράβο, γιατί «πνεύματι Θεού κινούμενος-φερόμενος-αγόμενος» (, μάς κατέγραψες και παρέδωσες την γνώμην σου. Βλέπεις όμως; Ύπάρχει καμιά σύγκρισις τής «δικής σου», μ’ Έτούτη, την αυτού τού ύψους, πού ύπερέβη τούς ουρανούς, και γέγονεν «Ή Ύψηλοτέρα των ουρανών»;
Ό Άγιος Ίωάννης ό Δαμασκηνός, για την Παναγία, αναφέρει ότι, ή υποταγή της τής γυναίκας στον άντρα, με βάση το Παύλειο σχήμα άντρας = κεφαλή τής γυναικός, περιορίζεται μέσα στη σαρκική-γαμική σχέση. Ή υποταγή δεν ισχύει, όταν ή γυναίκα ζεί έν παρθενία και σέ κοινωνία με τον Θεό, δηλαδή σέ μια προπτωτική κατάσταση. «Πάσης γυναικός κεφαλή ό ανήρ, αλλ’ αύτη (ή Παναγία), επειδή άνδρα ούκ έγνω (Λουκ.1,34), κεφαλή αυτής ό Θεός και Πατήρ εχρημάτισεν, Πνεύματι Άγίω συναλλαγάς ποιησάμενος, και οιονεί Θείον Σπόρον Πνευματικόν, Τον εαυτού Υιόν και Λόγον την παντοδύναμον δύναμιν εξαποστείλας». Στη συνέχεια ό Ί. Δαμασκηνός, αναφέροντας τούς λόγους τού Χριστού για όσους επέλεξαν την ζωήν έν Παρθενεία («ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» Ματθ.19,12), επιτρέπει να καταλάβουμε, ότι το ίδιο μπορεί να συμβή με κάθε γυναίκα (και κάθε άνθρωπο), πού ζεί έν Παρθενεία και, αντί τής σαρκικής συνάφειας με πρόσωπο τού άλλου φύλου, έχει επιλέξει την συνάφεια με τον Θεό διά τού Άγίου Πνεύματος: «Συνάφεια Θεού προς ανθρώπους διά Πνεύματος Άγίου γίνεται. «Ό χωρών χωρείτω. Ό έχων ώτα ακούειν ακουέτω (Ματθ.11,15). Έξω των σωματικών γενώμεθα» (Ίωάννου Δαμασκηνού, λόγος είς το Γεννέσιον τής Θεοτόκου, (ΕΠΕ 110, σελίς 186). Ό Άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος στον λόγο του για την Γέννησιν τού Χριστού, απευθύνει την εξής «τολμηρή» προτροπή σέ όλες τίς γυναίκες: «Γυναίκες παρθενεύετε, ίνα Χριστού γένησθε μητέρες». Κάθε γυναίκα πού ζεί έν Χριστώ, τίκτει τον Χριστόν έν Άγίω Πνεύματι, όπως ή Παναγία! (Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγος ΛΗ΄, Είς τά Θεοφάνεια PG 36, 313 A).
Έπειδή όμως «ό νόμος, παιδαγωγός (ημών) γέγονεν είς Χριστόν» (Γαλατ.3,24), Τον Υιόν Τής Θεοτόκου και Θεόν! Άφού (μάλιστα) Αυτός Ό Θεός καταδέχεται χωρίς να το αποκρύπτη, να ομολογή ότι προήλθε γενεαλογικώς (είς το Κατά Ματθαίον και Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον –εμπροσθοβατικώς (Ματθ.1,16) και οπισθοβατικώς (Λουκ.3,23-38) ανιστορούμενος), ακόμη και από «πορνικό αίμα» μια Ραάβ (Ματθ.1,5) και μιάς Θάμαρ (Γέν.38,6), άς επαινέσωμεν πώς, και άς αναφερθούμε (έστω), και είς όσας δυνηθούμε άλλας γυναίκας, πού έπαιξαν άλλες μεγαλύτερο και άλλες μικρότερο ρόλο στο διάβα τής ιστορίας (στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη), καθ’ όσον ό Σωτήρας μας Χριστός, είχε έχει και θα έχη όλους «ζωγραφισμένους στην παλάμη του» (Ήσαίας 49,16), για όλους νοιάστηκε νοιάζεται και θα νοιάζεται (Α΄Πέτρ.5,7), γιατί για ένα και μόνο σκοπό σαρκώθηκε. Γιατί «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και είς επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄Τιμ.2,4). Και επειδή κάπου αλλού μάς παροτρύνει να γνωρίσουμε την αλήθεια γιατί αυτή θα μάς ελευθερώση (Ίωάν.8,32), και άλήθεια -μάλλον Αυτοαλήθεια- είναι Αυτός (Ίωάν.14,6), πού από αγάπη και μόνο κινούμενος μάς δημιούργησε, είμεθα πλάσματα των χειρών Του, και γίναμε διά τού βαπτίσματός μας παιδιά-τέκνα και θυγατέρες Του κατά Χάριν (Ρωμ.8,16), κανένας δεν τού περισσεύει και για όλους είχε έχει και θα έχη τριβέλι-έννοια (Α΄ Πέτρ.5,7). Άκόμη, επειδή κάθε άνθρωπος επιτελεί ένα προορισμό-σκοπό-έργο-ρόλο επί τής γής, άς αναφερθούμε, -αφού είναι των αδυνάτων αδύνατον ν’ αναφερθούμε στα δισεκατομμύρια των δισεκατομμυρίων πού εβίωσαν εν τη γή-, άς αναφερθούμε στις «εξαιρετικές» (πού αποτελούν εξαίρεση) εκείνες υπάρξεις-προσωπικότητες, πού έπαιξαν το δικό τους ρόλο-προσπάθεια κάθε μια, και θεληματικά ή αθέλητα, καταβάλλοντας τον προσωπικό τους κόπο, βοήθησαν και συνετέλεσαν να διενεργηθούν όσα επετελέσθησαν στην πορεία τής ιστορίας τού κόσμου -ιδιαίτατα τού ανθρώπου- συμβάλοντας στην ευεργεσία μας, να εκπληρώσωμεν μέσω αυτών τον σκοπόν τής ζωής μας, και να εύρωμεν την πολυπόθητον σωτηρίαν μας. Έκ προοιμίου ζητώ συγνώμην διά τυχόν αναποφεύκτους παρεμβολάς και παρεισφρήσεις προσώπων προθύστερα και αναπάντεχα, όταν τούτο λόγος το καλή.
Αρχομαι από τής Προμήτορος Εύας. «Αυτή κληθήσεται γυνή, ότι έκ τού ανδρός αυτής ελήφθη αύτη» (Γεν.2,23). Άδάμ is «άνδρας». Παράγωγον αυτής, ή λέξις issha («ανδρίς»-γυναίκα). Το εβραϊκό κείμενο μεταφραζόμενο στην ελληνική, απόδίδεται διά των λέξεων άνδρας (Άδάμ) και γυναίκα (Εύα). Χρησιμοποιούνται ακόμη δυό λέξεις με διαφορετική προέλευση (άνθρωπος και γυνή). «Ότι ήκουσας τής φωνής τής γυναικός σου» (Γεν.3,17). Ή Εύα «συμπαρέσυρε» όλο το φύλο της στην υποταγή στον άνδρα.
Οί ενάρετες γυναίκες τής Π. Διαθήκης: Σάρρα, Ρεβέκκα και Ραχήλ, αδελφή τού Μωυσή Μαριάμ, Άννα μητέρα τού Σαμουήλ, Ρούθ, Έσθήρ κ.ά. Κριτής Δεββώρα. Χήρα Ίουδήθ (πού φόνευσε τον Όλοφέρνη). Προφήτιδες Μαριάμ, Ίαήλ, Δεββώρα, ή Όλδά.
Γυναίκες στην Κ. Διαθήκη: Δωδεκαετής μονογενής θυγατέρα τού Άρχισυναγώγου Ίαείρου (Λουκ.8,41-56). Χήρα τής Ναϊν (Λουκ.7,11-17, ανιστά το γυιό της). Συγκύπτουσα γυναίκα (Λουκ.13,10-17). «Κατειλημμένην επ’ αυτοφόρω μοιχευομένην» (Ίωάν.8,1-11), «ό αναμάρτητος έξ υμών, πρώτος τον λίθον βαλλέτω». Οίκία Φαρισαίου Σίμωνος τού Λεπρού – Άμαρτωλή γυναίκα, μύρον (Λουκ.7,36-50), «ότι ηγάπησε πολύ» …αιτιολογία. «Ούτω γάρ ποτε και αί άγιαι γυναίκες αί ελπίζουσα επί τον Θεόν, εκόσμουν εαυτάς» (Β΄ Πέτρ.3,5). Τύρο και Σιδώνα, θεραπεία δαιμονιζομένης θυγατέρας τής ελληνίδος = ειδωλολάτρισσας Χαναναίας-Συροφοινίκισσας γυναικός (Μάτθ.15,21-28 : Μάρκ.7,24-30), «ώ γύναι, μεγάλη σου ή πίστις! Γενηθήτω σοι ώς θέλεις». «Οί Τελώναι και αί Πόρναι προάγουσιν υμάς είς την βασιλείαν τού Θεού» (Ματθ.21,32), δηλαδή: τίς πλέον περιθωριοποιημένες ομάδες κάθε φύλου. Άποδεικνύει τον ισότιμον τρόπον αντιμετώπισης των δύο φύλων. Ό Ίδιος αυτοαποκαλείται «υιός τού ανθρώπου» (Ματθ.8,20 & 12,8&12,38& 12,40) δηλαδή τού Άδάμ, διά τής Θεοτόκου Μαρίας. Μέχρι Χριστού «κατ’ οικονομίαν» εντολή-διαπίστωσις το «προς τον άνδρα σου ή αποστροφή σου, και αυτός σου κυριεύσει» (Γεν.3,16). Λεπτομέρεια: Ή λέξις «από-στροφή», δεν υποδηλοί την προς τον Άδάμ απέχθειαν και -μετά τούτο- απομάκρυνσιν τής Εύας από τού Άδάμ. Μάλιστα, το όλως αντίθετον ενταύθα υποδηλούται. Ότι, επειδή χειραφετήθης, απεμακρύνθης καί έπεσες,/ /γιά νά μήν τό ξαναπάθης αυτό,/ κάθε φορά πού θα το ξανατολμήσης να το ξαναεπαναλάβης, δηλαδή ν’ απομακρυνθής, «από» εκεί πού θα έχης φτάσει απομακρυνθείσα, θα «στρέφεσαι» (από και στροφή-απόστροφή) πάλι προς αυτόν, διότι μακράν αυτού δεν γίνεται να επιζήσης. / Ή όλη συμπεριφορά τού Χριστού έναντι τής γυναίκας, δηλώνει φανερά την (μέσω τής υπακοής-εξαρτήσεως τής γυναικός από τού ανδρός) ωρίμανσιν, ώστε να επέλθη ή «κατάργησις» αυτής τής τάξης, και ή «είσοδος» σέ μια «νέα εποχή», την εποχή τής ευαγγελικής Χάριτος. Έπιστροφή στην «προπτωτική κατάσταση». Έκφράζει την στάση Του απέναντι στο διαζύγιο: Άποκλείει κάθε αιτία διαζυγίου (παρεκτός λόγου μοιχείας). Ή αιτία έν τώ Μωσαϊκώ Νόμω, καταγγέλεται ώς (αποφευκταία) «σκληροκαρδία» των ανδρών (Ματθ.19,3-12).
Τον Διδάσκαλο Κύριον Ίησούν Χριστόν, τούς 12 Μαθητάς και τούς 70, διηκόνουν γυναίκες πολλαί, αίτινες εδαπανούσαν έκ των υπαρχόντων αυταίς, πού ανάμεσά τους ήταν ή Μαρία ή Μαγδαληνή, ή Μαρία η τού Ίακώβου τού μικρού και Ίωσή μήτηρ, και Σαλώμη (Μάρκ.15,40-41) και Ίωάννα γυνή Χουζά Έπιτρόπου (Υπουργού των Οικονομικών) τού Ήρώδου (Μάρκ.5,40-41 & 15,40-41 : Ματθ. 27,55-56 : Λουκ.8,1-3). Σουσάννα (Λουκ.8,1-3). Θεραπευθείσαι ασθενείς (Λουκ.8,2). Σαμαρείτις (Ίωάν.4,1-42). Φιλικοί δεσμοί με Λάζαρο, Μάρθα και Μαρία (Λουκ.10,38 κ.έ.)
Άπόστολος Παύλος: Την Συντύχη και Ευοδία όνομάζει συναθλήτριες (του) έν τώ ευαγγελίω (Κολος.4,3). Πρωτομάρτυς και Πρώταθλος έκ πασών των γυναικών ή Θέκλα στο Ίκόνιο, Μνήμη της 24 Σεπτεμβρίου (Πράξ 18,18 & 18,26). Λυδία (Πορφυρόπωλις) στους Φιλίππους (Πράξ.16,14). Γυναικείο στοιχείο Ίεροσολυμιτικής εκκλησίας (Πράξ.1,14). Μαρία, μήτηρ Μάρκου Ευαγγελιστού (Πράξ.12,12). Πρίσκιλλα είς Κόρινθο και Έφεσο, ιεραπόστολος και Διδασκάλισσα, ή κατηχήσασα τον Άπολλώ (κατά τον Ίερόν Χρυσόστομον). Τρύφαιναν και Τρυφώσαν, τάς κοπιασάσας έν Κυρίω (Ρωμ.16,12). Περσίδα ή αγαπητή, ήτις πολλά εκοπίασεν έν Κυρίω (ένθ’ανωτέρω). Δάμαρις (Άθήνα), πλησίον Διονυσίου Άρεοπαγείτου (Πράξ.17,34). Ταβιθά (Ίόπη), «πλήρης έργων αγαθών και ελεημοσυνών ών εποίει (Πράξ.9,36). «Ουαί! … κατατρώγετε την περιουσίαν των χηρών» (Ματθ.23,13). Παιδίσκη Ρόδη, στο σπίτι τής Μαρίας-Μαριάμ (μητρός τού ευαγγελιστού Μάρκου (Πράξ.12,13). Μητέρα τού Ρούφου – ώς δική του μητέρα (Ρωμ.16-13 : Μάρκ.15,21). Ίουλίαν, πιθανώς σύζυγον τού Φιλολόγου ή αδελφήν αυτού (Ρωμ.16,15). Προς την αδελφήν τού Νηρέως (Ρωμ.16-15). Προς Φιλιππησίους (4,2) Ευοδίαν και Συντύχην, πρωτεργάτριες εκκλησίας των Φιλίππων, αξιοσέβαστες απ’ όλους. Άσπασμοί Παύλου προς Μαριάμ, ήτις πολλά εκοπίασεν (Φιλιπ.4,6). Φοίβην διάκονον εκκλησίας έν Κεχρεαίς, την ονομάζει «αδελφή» (Ρωμ.16,1). Σαλώμη (Μάρκ.15,40 & 16,1). Μαρία ή τού Κλωπά (Ίωάν19,25). Διονύσιος έκ Κορίνθου, γράφει μια βαθυστόχαστη επιστολή σέ μια Χρυστοφόραν «πιστοτάτην αδελφήν» (Ευσεβίου Έκκλησιαστική Ίστορία 4,23. Harnack σελίς 599). Έν Βεροία «πολλοί επίστευσαν, και των Έλληνίδων γυναικών των ευσχημόνων, και ανδρών ού ολίγοι» (Πράξ.17,12). Κλαυδία (Β΄ Τιμ.4,21). Όνομάζει ώς επίσημο «απόστολο» μία γυναίκα, την Ίουνία, μαζί με τον Άνδρόνικο, «τούς συγγενείς και συναιχμαλώτους» του (Ρωμ.16,17). ΄Επιστολή προς Φιλήμονα, δέσμιος στη φυλακή τής Ρώμης, χαιρετά δεύτερο πρόσωπο την «αγαπητή Άπφία» (Φιλήμ.2). Τιμόθεε, κληρονόμησες την πίστη από τη Γιαγιά σου Λωϊδα και την μητέρα σου Ευνίκη (Β΄ Τιμ.1,5). Άκύλας και Πρίσκιλλα (Πράξ.18,1-3 & 18,18-28). Ίεράρχησις σχέσεων ανδρός και γυναικός στην (Έφες.5,22-23). Αί τέσσαρες Παρθένοι, θυγατέρες τού Άποστόλου Φιλίππου, είχαν προφητικό χάρισμα. «Ούκ έστι άρρεν και θήλυ, πάντες (γάρ) ημείς είς εσμέν (πλέον) έν Χριστώ Ίησού» (Γαλάτας 3,28).
Με την διδασκαλία τού Άπ. Παύλου, ό ΓΑΜΟΣ από μία μεταπτωτική κατάσταση, γίνεται τώρα μία επαναφορά στον πνευματικόν παράδεισον, την Έκκλησίαν τού Χριστού. Είναι ένας σύνδεσμος με τον Χριστό, «μία γέφυρα μετάγουσα έκ γής προς ουρανόν». Ή Έκκλησία δεν ενδιαφέρεται πρώτιστα να αλλάξη την εξωτερική κατάσταση τού ανθρώπου, όσο δύσκολη και αν είναι, π.χ. ασθένεια, δουλεία, ανισότητα, διακρίσεις είς βάρος τού ενός φύλου κ.λ.π., αλλά να τον μεταμορφώση εσωτερικά έν Χριστώ, οπότε όλες οί δύσκολες εξωτερικές συνθήκες υπερβαίνονται.
Ό φιλόσοφος και ρήτωρ Λιβάνιος, ενθουσιασμένος από ίδια-προσωπικά του συμπεράσματα-εμπειρίες, ανεφώνησε κάποτε ειπών το: «Βαβαί, οίαι παρά χριστιανοίς γυναίκες εισίν»! ΄Ισον, «αλίμονο, τί γυναίκες έχουν οί χριστιανοί»! Άναφέρω μερικές: Μακρίνα (αδελφή Μ. Βασιλείου, και Μάμη-Γιαγιά του, επίσης Μακρίνα), Άνθούσα (μήτηρ Ί, Χρυσοστόμου), Νόννα (μήτηρ Γρηγορίου Ναζιανζηνού), Μόνικα (μήτηρ Ί. Αυγουστίνου).
Ήρωϊδες τής Χριστιανικής αγάπης: Έκ τού κύκλου τού Ώριγένους ή Τατιάνα. Μαρκέλλα, σύζυγος Άμβροσίου Μεδιολάνων. Φοίβη, Μακρίνα, Αικατερίνα ή Πάνσοφος, ΄Ολγα τής Ρωσίας Ίεραπόστολος. Πάουλα, ακόλουθος τού Ίερωνύμου είς Παλαιστίνην. Ή δράσις παρά τώ Ρουφίνω τής Ευγενούς Ρωμαίας Μελανίας και τής εγγονής της Μελανίας τής Νεωτέρας. Χάρις ή Χαριτώ, μαθήτρια Ίουστίνου Φιλοσόφου και Μάρτυρος. Ίσαπόστολος Νίνα, ιδρύτρια τής Ίβηρικής Έκκλησίας (τής Γεωργίας). Ή Αγία Βαρβάρα, ήτις προτάσσεται τού Άγίου Ίωάννου τού Δαμασκηνού έν τώ εορτολογίω. Οί ιεροί ναοί είναι ιστορημένοι με άγιες μορφές, όχι μόνον ανδρών, αλλά και γυναικών, μαρτύρων και οσίων. Ό Μέγας Άθανάσιος είς τον «Περί ασκήσεως και περί Παρθενίας» λόγον του, λέγει, «έν τη βασιλεία των ουρανών ού έστιν άρρεν και θήλυ, αλλά πάσαι αί αρεστήσασαι γυναίκες, ανδρών τάξιν λαμβάνουσιν». Και ό όσιος Μακάριος επιπροσθέτει, «ό Θεός προαίρεσιν ζητεί, και το Άγιο Πνεύμα πάσι παρέχει».
(ΜΕΡΟΣ Γ΄)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
Μέγας Βασίλειος: Ή Άγία Μάρτυς Ίουλίττα. Έγκωμιαστικός λόγος προς αυτήν.
Γρηγόριος Θεολόγος στον Έπιτάφιο λόγο του, για την Άδελφήν του Γοργονία.
Δ΄ Οίκουμενική Σύνοδος (451 μ.Χ.) τής Χαλκηδόνος, έλαβε την γνώμη τής Άγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας. Άγίας Ευφημίας το άφθαρτο λείψανό της στον Πατριαρχικό Ναό Άγίου Γεωργίου Κων/πόλεως.
Ή εικόνα, είναι «ή βίβλος των αγραμμάτων. Ύπάρχει εικόνα τής Άγίας Μαριάμ, τής Γιαγιάς τής Θεοτόκου, πού είναι καθιστή, κρατάει στα πόδια της την αγία Άννα (την μαμά τής Παναγίας), ή οποία κρατάει στην ποδιά της την Παναγία, ή οποία Παναγία κρατάει στην ποδιά της το Μικρό Χριστό!. ΄Απεικονίζονται έτσι και τιμώνται 3 γενιές μητέρων: Ή μάνα τού Χριστού (Παναγία), ή Γιαγιά τού Χριστού Άννα (σύζυγος τού Ίωακείμ), και ή ΠροΓιαγιά τού Χριστού Μαριάμ.
Γρηγόριος Θεολόγος στον Έπιτάφιο λόγο του, για την Άδελφήν του Γοργονία.
Δ΄ Οίκουμενική Σύνοδος (451 μ.Χ.) τής Χαλκηδόνος, έλαβε την γνώμη τής Άγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας. Άγίας Ευφημίας το άφθαρτο λείψανό της στον Πατριαρχικό Ναό Άγίου Γεωργίου Κων/πόλεως.
Ή εικόνα, είναι «ή βίβλος των αγραμμάτων. Ύπάρχει εικόνα τής Άγίας Μαριάμ, τής Γιαγιάς τής Θεοτόκου, πού είναι καθιστή, κρατάει στα πόδια της την αγία Άννα (την μαμά τής Παναγίας), ή οποία κρατάει στην ποδιά της την Παναγία, ή οποία Παναγία κρατάει στην ποδιά της το Μικρό Χριστό!. ΄Απεικονίζονται έτσι και τιμώνται 3 γενιές μητέρων: Ή μάνα τού Χριστού (Παναγία), ή Γιαγιά τού Χριστού Άννα (σύζυγος τού Ίωακείμ), και ή ΠροΓιαγιά τού Χριστού Μαριάμ.
ΜΕΡΟΣ Δ΄
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ή Άγία Έλένη μάνα τού Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γνωστοτάτη.
Πουλχερία, Άδελφή τού Θεοδοσίου τού Μικρού και γυναίκα τού Μαρκιανού. Ύπεράσπισε την Έκκλησία. Βοήθησε στη σύγκληση τής Δ΄ Οίκουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.). Κόσμημα πνευματικό για την Όρθοδοξία.
Στη Ζ΄ Οίκουμενική ((787), ό Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ό Στ΄ και ή μητέρα του Ειρήνη.
Πουλχερία, Άδελφή τού Θεοδοσίου τού Μικρού και γυναίκα τού Μαρκιανού. Ύπεράσπισε την Έκκλησία. Βοήθησε στη σύγκληση τής Δ΄ Οίκουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.). Κόσμημα πνευματικό για την Όρθοδοξία.
Στη Ζ΄ Οίκουμενική ((787), ό Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ό Στ΄ και ή μητέρα του Ειρήνη.
Μιχαήλ Γ΄ , Αυτοκράτωρ, και ή
μητέρα του Θεοδώρα. Συνέδραμαν να εφαρμοστούν οί αποφάσεις τής Ζ΄
Οίκουμενικής Συνόδου, και πρωτοστάτησαν στην αναστήλωση των Ίερών
Εικόνων.
Πολλές Ευγενείς γυναίκες τού Βυζαντίου, Βασίλισσες, Πριγκήπισσες, Άρχόντισσες, με πίστη, ασκητική ζωή και επένδυση φιλανθρωπίας, ανεδείχθησαν και κτιτόρισσες λαμπρών Ναών και Ίερών Μονών, και συνετέλεσαν με ποικίλους τρόπους στην πνευματική ανύψωση τής κοινωνίας.
Τά γυναικεία Βυζαντινά Μοναστήρια -όπως και τά ανδρικά- διεκρίθησαν είς την ενάσκησιν και εξάσκησιν των έργων τής αγάπης. Περιέθαλπον πτωχές γυναίκες, παρείχον είς απόρους γυναίκας υφαντικήν και πλεκτικήν εργασίαν, ίνα με τά κατασκευαζόμενα είδη επενδύωνται τά ορφανά των ορφανοτροφείων, τά οποία ευρίσκοντο πλησίον των Μοναστηρίων. Είς πολλά Μοναστήρια υπήρχε Έργοδότρια Άδελφή. Πολλαί έκ των Μοναχών γυναικών είχον ιατρικάς και φαρμακευτικάς γνώσεις και περιέθαλπον ασθενείς γυναίκας. Έντός των αναφερθέντων ορφανοτροφείων αί μικραί τρόφιμοι εξεπαιδεύοντο συνήθως υπό γυναικών Μοναχών.
Αί αδελφαί επέβλεπον τά ανατρεφόμενα κοράσια, ίνα μανθάνουσιν υφαντικήν, κέντημα, μουσικήν και άλλα χρήσιμα πράγματα. Έντός των Μοναστηρίων αυτών υπήρχον δύο κιβώτια, ό σκοπός των οποίων εφαίνετο έκ των επιγραφών, αίτινες υπήρχον επ’ αυτών. Έπί τού ενός εγράφετο «είς αιχμαλώτων ανάρρησιν», επί τού άλλου δε «είς πενήτων διατροφήν». Διά των συλλεγομένων έν αυτοίς χρημάτων περιεθάλποντο οί πάσχοντες, και εξηγοράζοντο αιχμάλωτοι από τούς πειρατάς και τούς βαρβάρους.
Πολλάκις αί αδελφαί ανεκούφισαν τούς αιχμαλώτους, έλυσαν τά δεσμά των, επότισαν με το δροσερό ύδωρ -τού ξενείου των-(φιλόξενου) τούς διψώντας, έπλυναν καλώς τά πληγάς των τραυματιών, παρέσχον είς τά πεινώντα παιδία άρτον και τυρόν, έδωσαν ολίγον τονωτικόν οίνον είς τούς γέροντας, των οποίων έτριψαν με προσοχήν τά αιμωδιώντα (ματωμένα-μουδιασμένα, κεκμηκότα=κουρασμένα από τά γεράματα) μέλη. Άδελφαί «λουτράρισσαι» προσέφερον τάς υπηρεσίας των σαπωνίζουσαι και σπογγίζουσαι με τά σπαρτία (τζίβες) τάς λουομένας απελευθερωθείσας αιχμαλώτους, οδηγούσαι (έν συνεχεία-κατόπιν-μετά) αυτάς είς αναπαυτικάς κλίνας. Γενικώς, πλείσται έκ των γυναικών Μοναχών προσέφερον ολόκληρον την ζωήν των, μίαν διαρκή θυσίαν είς τον βωμόν τής αγάπης!
Έκτός των γυναικείων Μοναστηρίων και μάλιστα -όχι μόνον παραλλήλως προς αυτά, αλλά και πολύ πρό τής ιδρύσεως αυτών- πιθανώς από αυτής τής Άποστολικής εποχής, εμφανίζεται εντός των κόλπων τής Έκκλησίας ωργανωμένη γυναικεία δράσις, εκπροσωπουμένη κυρίως από την Τάξιν των «Διακονισσών». Αύται, εγκαθιστάμεναι είς το «αξίωμά των» υπό τής Έκκλησίας, αφιερούντο αποκλειστικώς είς τά έργα τής έκκλησιαστικής διακονίας, έν μέσω κυρίως των ομοφύλων των (γυναικών). Άξιον προσοχής είναι ή επιείκεια την οποίαν δεικνύει ό Κύριος προς τάς αμαρτωλάς γυναίκας (Λουκ.7,37 κ.έ., πρβλ και Ίωάν. 8,3-11, όπερ λείπει από των αρχαιοτέρων κωδίκων).
Πολλές Ευγενείς γυναίκες τού Βυζαντίου, Βασίλισσες, Πριγκήπισσες, Άρχόντισσες, με πίστη, ασκητική ζωή και επένδυση φιλανθρωπίας, ανεδείχθησαν και κτιτόρισσες λαμπρών Ναών και Ίερών Μονών, και συνετέλεσαν με ποικίλους τρόπους στην πνευματική ανύψωση τής κοινωνίας.
Τά γυναικεία Βυζαντινά Μοναστήρια -όπως και τά ανδρικά- διεκρίθησαν είς την ενάσκησιν και εξάσκησιν των έργων τής αγάπης. Περιέθαλπον πτωχές γυναίκες, παρείχον είς απόρους γυναίκας υφαντικήν και πλεκτικήν εργασίαν, ίνα με τά κατασκευαζόμενα είδη επενδύωνται τά ορφανά των ορφανοτροφείων, τά οποία ευρίσκοντο πλησίον των Μοναστηρίων. Είς πολλά Μοναστήρια υπήρχε Έργοδότρια Άδελφή. Πολλαί έκ των Μοναχών γυναικών είχον ιατρικάς και φαρμακευτικάς γνώσεις και περιέθαλπον ασθενείς γυναίκας. Έντός των αναφερθέντων ορφανοτροφείων αί μικραί τρόφιμοι εξεπαιδεύοντο συνήθως υπό γυναικών Μοναχών.
Αί αδελφαί επέβλεπον τά ανατρεφόμενα κοράσια, ίνα μανθάνουσιν υφαντικήν, κέντημα, μουσικήν και άλλα χρήσιμα πράγματα. Έντός των Μοναστηρίων αυτών υπήρχον δύο κιβώτια, ό σκοπός των οποίων εφαίνετο έκ των επιγραφών, αίτινες υπήρχον επ’ αυτών. Έπί τού ενός εγράφετο «είς αιχμαλώτων ανάρρησιν», επί τού άλλου δε «είς πενήτων διατροφήν». Διά των συλλεγομένων έν αυτοίς χρημάτων περιεθάλποντο οί πάσχοντες, και εξηγοράζοντο αιχμάλωτοι από τούς πειρατάς και τούς βαρβάρους.
Πολλάκις αί αδελφαί ανεκούφισαν τούς αιχμαλώτους, έλυσαν τά δεσμά των, επότισαν με το δροσερό ύδωρ -τού ξενείου των-(φιλόξενου) τούς διψώντας, έπλυναν καλώς τά πληγάς των τραυματιών, παρέσχον είς τά πεινώντα παιδία άρτον και τυρόν, έδωσαν ολίγον τονωτικόν οίνον είς τούς γέροντας, των οποίων έτριψαν με προσοχήν τά αιμωδιώντα (ματωμένα-μουδιασμένα, κεκμηκότα=κουρασμένα από τά γεράματα) μέλη. Άδελφαί «λουτράρισσαι» προσέφερον τάς υπηρεσίας των σαπωνίζουσαι και σπογγίζουσαι με τά σπαρτία (τζίβες) τάς λουομένας απελευθερωθείσας αιχμαλώτους, οδηγούσαι (έν συνεχεία-κατόπιν-μετά) αυτάς είς αναπαυτικάς κλίνας. Γενικώς, πλείσται έκ των γυναικών Μοναχών προσέφερον ολόκληρον την ζωήν των, μίαν διαρκή θυσίαν είς τον βωμόν τής αγάπης!
Έκτός των γυναικείων Μοναστηρίων και μάλιστα -όχι μόνον παραλλήλως προς αυτά, αλλά και πολύ πρό τής ιδρύσεως αυτών- πιθανώς από αυτής τής Άποστολικής εποχής, εμφανίζεται εντός των κόλπων τής Έκκλησίας ωργανωμένη γυναικεία δράσις, εκπροσωπουμένη κυρίως από την Τάξιν των «Διακονισσών». Αύται, εγκαθιστάμεναι είς το «αξίωμά των» υπό τής Έκκλησίας, αφιερούντο αποκλειστικώς είς τά έργα τής έκκλησιαστικής διακονίας, έν μέσω κυρίως των ομοφύλων των (γυναικών). Άξιον προσοχής είναι ή επιείκεια την οποίαν δεικνύει ό Κύριος προς τάς αμαρτωλάς γυναίκας (Λουκ.7,37 κ.έ., πρβλ και Ίωάν. 8,3-11, όπερ λείπει από των αρχαιοτέρων κωδίκων).
ΜΕΡΟΣ Ε΄
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Περισσότερο από 4 αιώνες υποταγή κάτω από εξουσία μιάς άλλης θρησκείας, τής ισλαμικής και τού ισλαμικού νόμου (σαρία).
Παρ’ όλη την αθλία κατάσταση υπό τον ισλαμικό-Τουρκικό ζυγό, δεν έλειψαν φωτεινές γυναικείες προσωπικότητες, οί οποίες άφησαν την σφραγίδα των στην ιστορία τής Έκκλησίας.
Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει ήδη από τον δεύτερο αιώνα τής Τουρκοκρατίας, ή Όσιομάρτυς Φιλοθέη Μπενιζέλου ή Άθηναία (1522 – 1589), κτιτόρισσα γυναικείας Μονής. Ώς Ήγουμένη, μετέτρεψε την Μονή της σέ Κέντρο Πνευματικής Προστασίας και Φιλανθρωπίας. Άνέπτυξε ένα τεράστιο κοινωνικό και μορφωτικό έργο, αφήνοντας ζωντανά τά ίχνη της μέχρι σήμερα στην Άθήνα. Το έργο της επεσφράγισε με το μαρτυρικό θάνατό της μέσα από βασανιστήρια των Τούρκων, τά σχέδια των οποίων κατέστρεφε ή δράση τής Άγίας. Δύο Προάστια τής Άθήνας οφείλουν το όνομά τους στην Άγία Φιλοθέη: Ή Καλογρέζα (τόπος τής Καλογριάς) και το Ψυχικό (από πηγάδι το οποίο άνοιξε με δαπάνη της ή Αγία, για την ανάπαυση-ανακούφιση έκ τής οδοιπορίας των διερχομένων.
Ή Άγία νεομάρτυς Άργυρή από την Προύσα (1725). Ένώ ήταν παντρεμένη με χριστιανό, συκοφαντήθηκε από γείτονά της μουσουλμάνο ότι υποσχέθηκε να εξισλαμισθή. Την ίδια συκοφαντία αντιμετώπισε ή Παρθένος νεομάρτυς Κυράννα (1751) από την Βισόκα (σημερινή Όσσα) από γενίτσαρο τού χωριού πού την είχε ερωτευτεί. Πέθανε μέσα στη φυλακή από τά βασανιστήρια.
Οί Σουλιώτισσες, πού πολεμούσαν εναντίον τού Άλή Πασά (1803), προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό, παρά να ατιμασθούν από τούς Τούρκους.
Ή νεομάρτυς Σλατώ (Χρυσή) από τά Μογλενά (1795) επέλεξε να την κομματιάσουν οί Τούρκοι, ενώ οί γονείς της την παρακαλούσαν να αρνηθή τον Χριστό, φαινομενικά, για να γλιτώση το μαρτύριο.
Ή Άγία Άκυλίνα από το Ζαγκλιβέρι (1764) μαρτύρησε, αφού την κατέδωσε ό εξισλαμισμένος πετέρας της στούς Τούρκους, όταν ό ίδιος δεν κατάφερε να την πείση να εξισλαμιστή.
Ή σύζυγος τού νεομάρτυρα Παύλου (1683) (Ρώσοι απελεύθεροι αιχμάλωτοι και οί δύο) ακολούθησε τον άντρα της στην αυλή τού Βεζίρη στην Κωνσταντινούπολη, τον παρότρυνε θαρραλέα στο μαρτύριο και υπέστη και ή ίδια ανελέητο ξυλοδαρμό.
Ή Άγία Άναστασία, υπηρέτρια σέ πλούσια οικογένεια, μαρτύρησε για τον Χριστό, ενώ όλη ή οικογένεια είχε εξωμόσει.
Το 1453 ή Βασιλεύουσα έπεσε, ή Όρθόδοξη όμως γυναίκα παρέμεινε δυνατή, παρ’ όλες τίς αντιξοότητες και τίς δυσμενείς συγκυρίες. Μπορεί να εξευτελίστηκε και να ταπεινώθηκε από τούς Τούρκους, αλλά το φρόνημα και ή γενναία ψυχή της έμειναν αδούλωτα. Σχολειό της είχε την Έκκλησία, πού είχε γίνει το «Κρυφό Σχολειό» και βιβλίο της ήταν ή Άγία Γραφή και τά άλλα Έκκλησιαστικά συγγράμματα. Τροφή της ήταν ή «έν Χριστώ» αλήθεια και τά δόγματα των Πατέρων τής Έκκλησίας.
Παρ’ όλη την αθλία κατάσταση υπό τον ισλαμικό-Τουρκικό ζυγό, δεν έλειψαν φωτεινές γυναικείες προσωπικότητες, οί οποίες άφησαν την σφραγίδα των στην ιστορία τής Έκκλησίας.
Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει ήδη από τον δεύτερο αιώνα τής Τουρκοκρατίας, ή Όσιομάρτυς Φιλοθέη Μπενιζέλου ή Άθηναία (1522 – 1589), κτιτόρισσα γυναικείας Μονής. Ώς Ήγουμένη, μετέτρεψε την Μονή της σέ Κέντρο Πνευματικής Προστασίας και Φιλανθρωπίας. Άνέπτυξε ένα τεράστιο κοινωνικό και μορφωτικό έργο, αφήνοντας ζωντανά τά ίχνη της μέχρι σήμερα στην Άθήνα. Το έργο της επεσφράγισε με το μαρτυρικό θάνατό της μέσα από βασανιστήρια των Τούρκων, τά σχέδια των οποίων κατέστρεφε ή δράση τής Άγίας. Δύο Προάστια τής Άθήνας οφείλουν το όνομά τους στην Άγία Φιλοθέη: Ή Καλογρέζα (τόπος τής Καλογριάς) και το Ψυχικό (από πηγάδι το οποίο άνοιξε με δαπάνη της ή Αγία, για την ανάπαυση-ανακούφιση έκ τής οδοιπορίας των διερχομένων.
Ή Άγία νεομάρτυς Άργυρή από την Προύσα (1725). Ένώ ήταν παντρεμένη με χριστιανό, συκοφαντήθηκε από γείτονά της μουσουλμάνο ότι υποσχέθηκε να εξισλαμισθή. Την ίδια συκοφαντία αντιμετώπισε ή Παρθένος νεομάρτυς Κυράννα (1751) από την Βισόκα (σημερινή Όσσα) από γενίτσαρο τού χωριού πού την είχε ερωτευτεί. Πέθανε μέσα στη φυλακή από τά βασανιστήρια.
Οί Σουλιώτισσες, πού πολεμούσαν εναντίον τού Άλή Πασά (1803), προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό, παρά να ατιμασθούν από τούς Τούρκους.
Ή νεομάρτυς Σλατώ (Χρυσή) από τά Μογλενά (1795) επέλεξε να την κομματιάσουν οί Τούρκοι, ενώ οί γονείς της την παρακαλούσαν να αρνηθή τον Χριστό, φαινομενικά, για να γλιτώση το μαρτύριο.
Ή Άγία Άκυλίνα από το Ζαγκλιβέρι (1764) μαρτύρησε, αφού την κατέδωσε ό εξισλαμισμένος πετέρας της στούς Τούρκους, όταν ό ίδιος δεν κατάφερε να την πείση να εξισλαμιστή.
Ή σύζυγος τού νεομάρτυρα Παύλου (1683) (Ρώσοι απελεύθεροι αιχμάλωτοι και οί δύο) ακολούθησε τον άντρα της στην αυλή τού Βεζίρη στην Κωνσταντινούπολη, τον παρότρυνε θαρραλέα στο μαρτύριο και υπέστη και ή ίδια ανελέητο ξυλοδαρμό.
Ή Άγία Άναστασία, υπηρέτρια σέ πλούσια οικογένεια, μαρτύρησε για τον Χριστό, ενώ όλη ή οικογένεια είχε εξωμόσει.
Το 1453 ή Βασιλεύουσα έπεσε, ή Όρθόδοξη όμως γυναίκα παρέμεινε δυνατή, παρ’ όλες τίς αντιξοότητες και τίς δυσμενείς συγκυρίες. Μπορεί να εξευτελίστηκε και να ταπεινώθηκε από τούς Τούρκους, αλλά το φρόνημα και ή γενναία ψυχή της έμειναν αδούλωτα. Σχολειό της είχε την Έκκλησία, πού είχε γίνει το «Κρυφό Σχολειό» και βιβλίο της ήταν ή Άγία Γραφή και τά άλλα Έκκλησιαστικά συγγράμματα. Τροφή της ήταν ή «έν Χριστώ» αλήθεια και τά δόγματα των Πατέρων τής Έκκλησίας.
ΜΕΡΟΣ ΣΤ΄
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΗΜΕΡΑ
Το 19ο, αλλά ιδιαίτερα τον 20ο
αιώνα, ή θέση τής γυναίκας βελτιώθηκε πολύ και διαρκώς βελτιώνεται
περισσότερο. Ζούμε σ’ ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο στον οποίο
σημειώνονται μεγάλες εξελίξεις. Ή κοινωνία και ό άνθρωπος, παρά τίς
αναμφισβήτητες αλλοιώσεις, όμως, διατηρούν σέ κάποιο βαθμό στοιχεία τής
Βυζαντινής Έλληνικής Παράδοσης, τά οποία μπορούν να συνοψιστούν στην
«φιλοθεϊα» και «Φιλανθρωπία», εκεί όπου βρίσκει νόημα ή προσφορά τής
Χριστιανής γυναίκας.
Έτσι, ή πιστή γυναίκα βιώνει την ισότιμη ιδιαιτερότητα τού φύλου της, με τά χαρίσματα πού ό Θεός τής έδωσε, και οδηγείται στην αρμονική συμβίωση με τον άνδρα, και την αλληλοσυμπλήρωση «είς σάρκα μίαν», διότι «ούτε ανήρ χωρίς γυναικός, ούτε γυνή χωρίς ανδρός έν Κυρίω» (Α΄ Κορ.11,11).
Με αυτή λοιπόν την Παράδοση ή γυναίκα σέ δύο κυρίως χώρους εργάζεται και προσφέρει: Στην οικογένεια, ώς (την) κατ’ οίκον Έκκλησία, και την Ένορία, ώς (την) ευρύτερη οικογένεια και Έκκλησία. Και οί δύο αυτές «οικογένειες» είναι χώροι ζωτικής σημασίας για την πνευματική επιβίωση και ανάπτυξη και αρμονική συμβίωση των ανθρώπων. Έπομένως, παρά την φαινομενική υποδεέστερη θέση της, ή γυναίκα κτίζει τον αληθινό πολιτισμό, ό οποίος χαρίζει ποιότητα ζωής και την πραγματική χαρά τής εσωτερικής ελευθερίας.
Ή μεταβιομηχανική κοινωνία «κάλεσε» τη γυναίκα να ενταχθή και στην αγορά εργασίας, με αμοιβομένη προσφορά. Ή παρουσία τής ορθόδοξης γυναίκας στον εργασιακό χώρο, ώς ή ειλικρινής (γυναίκα), ή ευγενής, αγαπητική, συνεπής και αξιοπρεπής, είναι «μοναδική» και αποτελεί πολύτιμη «σιωπώσα παραίνεση»! Διότι για την ορθόδοξη εργαζομένη γυναίκα, ή «έξοδός» της στην αγορά εργασίας, αποτελεί ηρωϊσμό, εφ’ όσον με συνέπεια και χαρά αναλαμβάνει πολλαπλές υποχρεώσεις στο χώρο ΕΡΓΑΣΙΑΣ και ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ!
Στηριζομένη στη δύναμη τού Θεού, με γνώση, εσωτερική ειρήνη και ισορροπία, διακονεί τον «πλησίον» και προσφέρει την δυναμική συμβολή της στη στήριξη τής οικογενείας.
Ή παρουσία τής ορθόδοξης γυναίκας, πού έχει κατάλληλη αγωγή και γνήσιο βίωμα Θεού στην προσωπική ζωή της, είναι πολύ αξιόλογη και αποτελεσματική στο Κυριακό Σώμα, την Έκκλησία, αφού τά χαρίσματά της μεταγγίζονται μυστικώς σέ όλα τά μέλη.
Στη μεταπτωτική κατάσταση ό άνδρας και ή γυναίκα, αποτελούν δύο οντότητες πού ταυτοχρόνως, καί έλκονται, και απωθούνται. Στην «καινή κτίση» (Γαλάτ.6,15) όμως γίνεται υπέρβαση τής φυσικής διαφοροποίησης των φύλων, παύει ή αντιπαλότητα, και ό καθένας προσφέρει το «ίδιον χάρισμα» (Α΄ Κορ.7,7), συμπορευόμενοι «έν τη συζυγία». Για τον ενοποιημένο «έν Χριστώ» άνθρωπο «ούκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλάτ.3,28), αλλά δύο πρόσωπα πού συλλειτουργούν μέ επίγνωση, συμπροσεύχονται και παρακαλούν τον Τριαδικό Θεό για τη σωτηρία. Έτσι, οί φορείς των χαρισμάτων αλληλοεξαρτώνται και συνυπάρχουν στο «σώμα» τής Έκκλησίας, όπως τά κύτταρα τού οργανισμού μας, πού ζούν και προσφέρουν ποικίλες λειτουργίες στο σώμα.
Μπορούμε να πούμε, ότι ή ορθόδοξη γυναίκα με τον τρόπο της μετέχει στο τρισσό-τριπλό «αξίωμα» τού Κυρίου. Οί χριστιανές γυναίκες άσκησαν «προφητικό-διδακτικό έργο με την ζωή και το λόγο τους από τά πρώτα βήματα τής πρωτοχριστιανικής Έκκλησίας.
Το «Βασιλικό»-διοικητικό αξίωμα τής Έκκλησίας επιτελείται από την πιστή γυναίκα, κυρίως μέσω τού φιλανθρωπικού Ένοριακού έργου. Έπισκέψεις και παροχή βοήθειας σέ ασθενείς και φτωχούς, επαφές και κυρίως ηθική ενίσχυση προβληματικών οικογενειών, παραστρατημένων ανθρώπων και εγκαταλελειμμένων παιδιών, είναι αρμοδιότητες Έκκλησιαστικές, πού αναλαμβάνουν κυρίως οί γυναίκες. Ή διοργάνωση και ή λειτουργία εκπαιδευτικών και πνευματικών δραστηριοτήτων, πού προσφέρει μια ζωντανή Ένορία, τίς περισσότερες φορές στηρίζονται στη γυναικεία ευαισθησία, προσφορά και αγάπη.
Στο «αρχιερατικό»-λειτουργικό αξίωμα τού Κυρίου, συμμετέχει ή γυναίκα με την «πνευματική» ή «γενική» Ίερωσύνη, την οποία έχουν όλοι οί βαπτισμένοι Χριστιανοί. Γι’ αυτό μπορεί και αυτή να τελέση το μυστήριο τού «βαπτίσματος τής ανάγκης», ή «αεροβάπτισμα».
Παλαιότερα βέβαια, μέσω τού θεσμού των «χηρών» και των «Διακονισσών» συμμετείχε και διακονούσε ενεργώς στη λατρεία.
Ό άνθρωπος, άνδρας καί γυναίκα, καλείται με πίστη και εμπιστοσύνη στο Χριστό, να βιώνη τίς αποκαλυμμένες θείες αλήθειες και ενέργειες. Και όπως στην Άγιοτριαδική Κοινωνία Άγάπης, ό Λόγος και ό Παράκλητος συνεργούν και αποκαλύπτουν την βούληση τού Θεού-Πατρός, ανάλογα άνδρας καί γυναίκα, συνεργαζόμενοι αγαπητικά, ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις και τον προορισμό τής αποστολής τους, πού είναι ή συνεισφορά στη βιολογική ζωή και ή μεταλλαγή της σέ Χριστοζωή, μέσα στο πνεύμα τής αλληλοπροσφοράς και αλληλοβοηθείας.
Έτσι, ή πιστή γυναίκα βιώνει την ισότιμη ιδιαιτερότητα τού φύλου της, με τά χαρίσματα πού ό Θεός τής έδωσε, και οδηγείται στην αρμονική συμβίωση με τον άνδρα, και την αλληλοσυμπλήρωση «είς σάρκα μίαν», διότι «ούτε ανήρ χωρίς γυναικός, ούτε γυνή χωρίς ανδρός έν Κυρίω» (Α΄ Κορ.11,11).
Με αυτή λοιπόν την Παράδοση ή γυναίκα σέ δύο κυρίως χώρους εργάζεται και προσφέρει: Στην οικογένεια, ώς (την) κατ’ οίκον Έκκλησία, και την Ένορία, ώς (την) ευρύτερη οικογένεια και Έκκλησία. Και οί δύο αυτές «οικογένειες» είναι χώροι ζωτικής σημασίας για την πνευματική επιβίωση και ανάπτυξη και αρμονική συμβίωση των ανθρώπων. Έπομένως, παρά την φαινομενική υποδεέστερη θέση της, ή γυναίκα κτίζει τον αληθινό πολιτισμό, ό οποίος χαρίζει ποιότητα ζωής και την πραγματική χαρά τής εσωτερικής ελευθερίας.
Ή μεταβιομηχανική κοινωνία «κάλεσε» τη γυναίκα να ενταχθή και στην αγορά εργασίας, με αμοιβομένη προσφορά. Ή παρουσία τής ορθόδοξης γυναίκας στον εργασιακό χώρο, ώς ή ειλικρινής (γυναίκα), ή ευγενής, αγαπητική, συνεπής και αξιοπρεπής, είναι «μοναδική» και αποτελεί πολύτιμη «σιωπώσα παραίνεση»! Διότι για την ορθόδοξη εργαζομένη γυναίκα, ή «έξοδός» της στην αγορά εργασίας, αποτελεί ηρωϊσμό, εφ’ όσον με συνέπεια και χαρά αναλαμβάνει πολλαπλές υποχρεώσεις στο χώρο ΕΡΓΑΣΙΑΣ και ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ!
Στηριζομένη στη δύναμη τού Θεού, με γνώση, εσωτερική ειρήνη και ισορροπία, διακονεί τον «πλησίον» και προσφέρει την δυναμική συμβολή της στη στήριξη τής οικογενείας.
Ή παρουσία τής ορθόδοξης γυναίκας, πού έχει κατάλληλη αγωγή και γνήσιο βίωμα Θεού στην προσωπική ζωή της, είναι πολύ αξιόλογη και αποτελεσματική στο Κυριακό Σώμα, την Έκκλησία, αφού τά χαρίσματά της μεταγγίζονται μυστικώς σέ όλα τά μέλη.
Στη μεταπτωτική κατάσταση ό άνδρας και ή γυναίκα, αποτελούν δύο οντότητες πού ταυτοχρόνως, καί έλκονται, και απωθούνται. Στην «καινή κτίση» (Γαλάτ.6,15) όμως γίνεται υπέρβαση τής φυσικής διαφοροποίησης των φύλων, παύει ή αντιπαλότητα, και ό καθένας προσφέρει το «ίδιον χάρισμα» (Α΄ Κορ.7,7), συμπορευόμενοι «έν τη συζυγία». Για τον ενοποιημένο «έν Χριστώ» άνθρωπο «ούκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλάτ.3,28), αλλά δύο πρόσωπα πού συλλειτουργούν μέ επίγνωση, συμπροσεύχονται και παρακαλούν τον Τριαδικό Θεό για τη σωτηρία. Έτσι, οί φορείς των χαρισμάτων αλληλοεξαρτώνται και συνυπάρχουν στο «σώμα» τής Έκκλησίας, όπως τά κύτταρα τού οργανισμού μας, πού ζούν και προσφέρουν ποικίλες λειτουργίες στο σώμα.
Μπορούμε να πούμε, ότι ή ορθόδοξη γυναίκα με τον τρόπο της μετέχει στο τρισσό-τριπλό «αξίωμα» τού Κυρίου. Οί χριστιανές γυναίκες άσκησαν «προφητικό-διδακτικό έργο με την ζωή και το λόγο τους από τά πρώτα βήματα τής πρωτοχριστιανικής Έκκλησίας.
Το «Βασιλικό»-διοικητικό αξίωμα τής Έκκλησίας επιτελείται από την πιστή γυναίκα, κυρίως μέσω τού φιλανθρωπικού Ένοριακού έργου. Έπισκέψεις και παροχή βοήθειας σέ ασθενείς και φτωχούς, επαφές και κυρίως ηθική ενίσχυση προβληματικών οικογενειών, παραστρατημένων ανθρώπων και εγκαταλελειμμένων παιδιών, είναι αρμοδιότητες Έκκλησιαστικές, πού αναλαμβάνουν κυρίως οί γυναίκες. Ή διοργάνωση και ή λειτουργία εκπαιδευτικών και πνευματικών δραστηριοτήτων, πού προσφέρει μια ζωντανή Ένορία, τίς περισσότερες φορές στηρίζονται στη γυναικεία ευαισθησία, προσφορά και αγάπη.
Στο «αρχιερατικό»-λειτουργικό αξίωμα τού Κυρίου, συμμετέχει ή γυναίκα με την «πνευματική» ή «γενική» Ίερωσύνη, την οποία έχουν όλοι οί βαπτισμένοι Χριστιανοί. Γι’ αυτό μπορεί και αυτή να τελέση το μυστήριο τού «βαπτίσματος τής ανάγκης», ή «αεροβάπτισμα».
Παλαιότερα βέβαια, μέσω τού θεσμού των «χηρών» και των «Διακονισσών» συμμετείχε και διακονούσε ενεργώς στη λατρεία.
Ό άνθρωπος, άνδρας καί γυναίκα, καλείται με πίστη και εμπιστοσύνη στο Χριστό, να βιώνη τίς αποκαλυμμένες θείες αλήθειες και ενέργειες. Και όπως στην Άγιοτριαδική Κοινωνία Άγάπης, ό Λόγος και ό Παράκλητος συνεργούν και αποκαλύπτουν την βούληση τού Θεού-Πατρός, ανάλογα άνδρας καί γυναίκα, συνεργαζόμενοι αγαπητικά, ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις και τον προορισμό τής αποστολής τους, πού είναι ή συνεισφορά στη βιολογική ζωή και ή μεταλλαγή της σέ Χριστοζωή, μέσα στο πνεύμα τής αλληλοπροσφοράς και αλληλοβοηθείας.
ΜΕΡΟΣ Ζ΄
ΟΙ ΤΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
(Γενικά και Έπιγραμματικά)
Τότε: «Ήσαν δε και γυναίκες …,
αί και ότε ήν (ό Ίησούς) έν τη Γαλιλαία ηκολούθουν αυτώ και διηκόνουν
αυτώ, και άλλαι πολλαί, αί συναναβάσαι αυτώ είς Ίεροσόλυμα»
(Μάρκ.15,40-41)
Σήμερα: Ό ρόλος τής γυναίκας είναι διαφορετικός στην Έκκλησία τής Έλλάδος, διαφορετικός στην Δυτική Ευρώπη, διαφορετικός στην Άνατολή, διαφορετικός στην Άφρική, διαφορετικός στην Αυστραλία, Άμερική, Νέα Ζηλανδία και Ωκεανία, Μέση Άνατολή, Σαουδαραβία, Συρία, Λίβανο, Ρωσία, Λαπωνία, Ίνδία, Κίνα, Σκανδιναβία, Λατινική Άμερική, Κορέα, Βιετνάμ, Άρκτική και Άνταρκτική, Πατριαρχείο Άντιοχείας, παρ’ Άσσυρίοις, Άραμαίοις, Μαρωνίταις, Άρμενίοις, Χαλδαίοις κ.λ.π.
Σήμερα: Ό ρόλος τής γυναίκας είναι διαφορετικός στην Έκκλησία τής Έλλάδος, διαφορετικός στην Δυτική Ευρώπη, διαφορετικός στην Άνατολή, διαφορετικός στην Άφρική, διαφορετικός στην Αυστραλία, Άμερική, Νέα Ζηλανδία και Ωκεανία, Μέση Άνατολή, Σαουδαραβία, Συρία, Λίβανο, Ρωσία, Λαπωνία, Ίνδία, Κίνα, Σκανδιναβία, Λατινική Άμερική, Κορέα, Βιετνάμ, Άρκτική και Άνταρκτική, Πατριαρχείο Άντιοχείας, παρ’ Άσσυρίοις, Άραμαίοις, Μαρωνίταις, Άρμενίοις, Χαλδαίοις κ.λ.π.
ΟΙ, ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ
α) Το Κατηχητικό και διδακτικό έργο.
β) Το διακονικό και λειτουργικό έργο (Πρεσβυτέρες, Μοναχές). Δεν μπορούμε ν’ αναφερθούμε σέ «προσφορά Διακονισσών», γιατί αυτός ό θεσμός δεν υφίσταται στις μέρες μας, ώς ελειτούργει, ή πρωτοχριστιανική αυτή διακονία.
γ) Το Φιλανθρωπικό και Κοινωνικό έργο. Προσφορά-συμμετοχή στα Φιλόπτωχα Ταμεία για την ενίσχυση τού Κοινωνικού έργου τής Ένορίας. Στα Ένοριακά Συμβούλια. Σέ Έπιτροπές Έράνων και Άνεγέρσεως-Άνακαινίσεως-Άγιογραφήσεως-Έξωραϊσμού τού Ναού, σέ Έκθέσεις και Λαχειοφόρες Άγορές.
δ) Ό Μοναχισμός. Γυναικεία Μοναστήρια και Ήσυχαστήρια σέ κάθε Έκκλησιαστική Έπαρχία, με πολυάριθμες Άδελφότητες, πού αποτελούνται από νέες Έπιστήμονες, ώς επί το πλείστον Μοναχές. Παράλληλα με τά Παραδοσιακά Έργόχειρα για τον πορισμό τών προς το ζήν (Κεντήματα, Ίερορραπτική, Ύφαντουργία, Κηροπλαστική, Άγιογραφία), καλλιεργείται ή Θεολογία, και εκτυπώνονται πολλά Βιβλία, σέ πρωτότυπα ή μεταφράσεις. Πάντα ταύτα, έργα Μοναζουσών Θεολόγων, ή Πανεπιστημιακά μορφωμένων ΄ Αδελφών.
Ώς εγγίζοντα τάς πόλεις (τά Μοναστήρια), αθόρυβα επιδρούν σέ όλα τά στρώματα τής χριστιανικής κοινωνίας, και τούτο αποβαίνει ιδιαίτατα σοβαρό, ενεργητικό και αξιόλογο. Είναι ευκόλως προσπελάσιμα στις χριστιανικές οίκογένειες και στον γυναικείο-λαϊκό ιδιαίτερα κόσμο.
β) Το διακονικό και λειτουργικό έργο (Πρεσβυτέρες, Μοναχές). Δεν μπορούμε ν’ αναφερθούμε σέ «προσφορά Διακονισσών», γιατί αυτός ό θεσμός δεν υφίσταται στις μέρες μας, ώς ελειτούργει, ή πρωτοχριστιανική αυτή διακονία.
γ) Το Φιλανθρωπικό και Κοινωνικό έργο. Προσφορά-συμμετοχή στα Φιλόπτωχα Ταμεία για την ενίσχυση τού Κοινωνικού έργου τής Ένορίας. Στα Ένοριακά Συμβούλια. Σέ Έπιτροπές Έράνων και Άνεγέρσεως-Άνακαινίσεως-Άγιογραφήσεως-Έξωραϊσμού τού Ναού, σέ Έκθέσεις και Λαχειοφόρες Άγορές.
δ) Ό Μοναχισμός. Γυναικεία Μοναστήρια και Ήσυχαστήρια σέ κάθε Έκκλησιαστική Έπαρχία, με πολυάριθμες Άδελφότητες, πού αποτελούνται από νέες Έπιστήμονες, ώς επί το πλείστον Μοναχές. Παράλληλα με τά Παραδοσιακά Έργόχειρα για τον πορισμό τών προς το ζήν (Κεντήματα, Ίερορραπτική, Ύφαντουργία, Κηροπλαστική, Άγιογραφία), καλλιεργείται ή Θεολογία, και εκτυπώνονται πολλά Βιβλία, σέ πρωτότυπα ή μεταφράσεις. Πάντα ταύτα, έργα Μοναζουσών Θεολόγων, ή Πανεπιστημιακά μορφωμένων ΄ Αδελφών.
Ώς εγγίζοντα τάς πόλεις (τά Μοναστήρια), αθόρυβα επιδρούν σέ όλα τά στρώματα τής χριστιανικής κοινωνίας, και τούτο αποβαίνει ιδιαίτατα σοβαρό, ενεργητικό και αξιόλογο. Είναι ευκόλως προσπελάσιμα στις χριστιανικές οίκογένειες και στον γυναικείο-λαϊκό ιδιαίτερα κόσμο.
Μετά την δαιδαλώδη -και
παλιδρομούσαν πολλάκις- αναδρομή στην (γενικώτερη αυτή) ιστορία τού
ανθρώπου, -«γένος, (ναι!) γένος Θεού υπάρχοντος (τούτου), τού
ανθρώπου»-, διαχωρίζοντας αλλά και ταυτίζοντας την γυναίκα (έξ ανάγκης)
ώς προς τον άνδρα, νομίζω ότι πρέπει να συμφωνίσωμε και να καταλήξουμε,
στα εξής τρία συμπεράσματα.
Πρώτον, ότι ή Παναγία μας, ή Κυρία Θεοτόκος, ή αείποτε αγνή και Παρθένος (άπραγη) κόρη τής Ναζαρέτ, «καταπλήττει πάντα νούν και εξιστά τον λογισμόν», διότι, καθ’ όλην την ευθύγραμμον και διαρκώς ανακυκλουμένην πορείαν τής ιστορίας, ανεδείχθη «Ή Μόνη Άγνή και Άχραντος Παρθένος», έν Ύψίστω, -απολύτω, απείρω, ανεκφράστω, απερινοήτω και ακαταλήπτω- εννοία, «Ή Μοναδική», Ήτις, υπερβάσα τούς όρους τής φύσεως, «έτεκε Θεόν αφράστως και ανερμηνεύτως», και ώς «Ή Μόνη έκ πασών των γενεών προεκλεχθείσα από Θεού», «Ό Υιός και Θεός της, -και Θεός πάντων», «ευδόκησεν (ηυδόκησεν, λάθος γραμματικώς) είναι Αυτήν έν δεξιοίς Του έν τη Βασιλεία των ουρανών», μετά την (ενταύθα έν τώ κόσμω) Σεπτήν Αυτής Κοίμησιν και Μετάστασιν!! «Τάφου γάρ διαφθοράν ούκ οίδε το Άχραντον (και) Αυτής (ώς και Το Τού Υιού της) Σώμα». «Ούτω γάρ έδει γενέσθαι» (Ίερός Χρυσόστομος). Και ούτως εγένετο! Άντέχει ποιά τις άλλη σύγκρισις και αντιπαράθεσις ανθρωπίας υποστάσεως προς Αυτήν;;! Φρίττω, μόνην και σκέψιν τολμήσαι αναγαγείν-ανενεγκείν προς ταύτα!!!
Δεύτερον, «Εγγίζον τοίς άνω, αλλ’ -έν ταυτώ- πόρω απέχον». / Το χαρακτηριστικό χάρισμα τής γυναίκας είναι «΄Η Μητρότης»! Ή Τεκνοποιϊα και ή Καλή Άνατροφή των Τέκνων, είναι ή πιο «σεπτή» και «πολύτιμη» εργασία. Μπορούμε να έχουμε την ελπίδα, ότι κάποτε ή κοινωνία θα εκτιμήση δεόντως αυτά τά χαρίσματα της, ώστε ή Άνατροφή των Παιδιών να θεωρήται ή υψηλότερη εργασία και ή αναγκαιότερη για την Κοινωνία;;! Θα ήτο (τούτο) ευχής έργον!!!
Τρίτον (και καταληκτικόν). Ό πεπτωκός κόσμος δέν χαρίζει χαρά και ελευθερία, ούτε στον άνδρα, ούτε στη γυναίκα. Ή Βασιλεία τού Θεού είναι ό κόσμος τής ελευθερίας. Τούτο παραθέτω, ούχ ώς «ορισμόν» τού τί είναι (αύτη) ή Βασιλεία(;) αλλ’ ώς βεβαίαν τελολογικήν διαπίστωσιν μέλλοντες απαντάν αυτήν. Διαπίστωσις; Ήτις, μέρος εστί, τών μελλόντων (απάντων) απολαύσαι ημάς τερπνών τε και αγαθών έν αυτή (τη Βασιλεία τού Θεού)!
Ή Χριστιανική γραμματεία πιστεύει, στην ισοτιμία τής γυναίκας με τον άνδρα και την «έν Χριστώ» ελευθερία της, αλλά στενάζει κάτω από την πεπτωκυϊαν κοινωνίαν, «αναμένουσα την φανέρωση τής ελευθερίας των τέκνων τού Θεού έν τη δόξη αυτών» (Ρωμ.8,21), «ής αξιωθείημεν πάντες» τώ ελέει τού Οικτίρμονος καί Ευσπλάχνου Θεού, δεήσεσι τής Πανυπερευλογημένης Παναγίας Μητρός (μας) Θεοτόκου, Τής αεί πρεσβευούσης (Τώ Υιώ Της) υπέρ ημών.!
Πρώτον, ότι ή Παναγία μας, ή Κυρία Θεοτόκος, ή αείποτε αγνή και Παρθένος (άπραγη) κόρη τής Ναζαρέτ, «καταπλήττει πάντα νούν και εξιστά τον λογισμόν», διότι, καθ’ όλην την ευθύγραμμον και διαρκώς ανακυκλουμένην πορείαν τής ιστορίας, ανεδείχθη «Ή Μόνη Άγνή και Άχραντος Παρθένος», έν Ύψίστω, -απολύτω, απείρω, ανεκφράστω, απερινοήτω και ακαταλήπτω- εννοία, «Ή Μοναδική», Ήτις, υπερβάσα τούς όρους τής φύσεως, «έτεκε Θεόν αφράστως και ανερμηνεύτως», και ώς «Ή Μόνη έκ πασών των γενεών προεκλεχθείσα από Θεού», «Ό Υιός και Θεός της, -και Θεός πάντων», «ευδόκησεν (ηυδόκησεν, λάθος γραμματικώς) είναι Αυτήν έν δεξιοίς Του έν τη Βασιλεία των ουρανών», μετά την (ενταύθα έν τώ κόσμω) Σεπτήν Αυτής Κοίμησιν και Μετάστασιν!! «Τάφου γάρ διαφθοράν ούκ οίδε το Άχραντον (και) Αυτής (ώς και Το Τού Υιού της) Σώμα». «Ούτω γάρ έδει γενέσθαι» (Ίερός Χρυσόστομος). Και ούτως εγένετο! Άντέχει ποιά τις άλλη σύγκρισις και αντιπαράθεσις ανθρωπίας υποστάσεως προς Αυτήν;;! Φρίττω, μόνην και σκέψιν τολμήσαι αναγαγείν-ανενεγκείν προς ταύτα!!!
Δεύτερον, «Εγγίζον τοίς άνω, αλλ’ -έν ταυτώ- πόρω απέχον». / Το χαρακτηριστικό χάρισμα τής γυναίκας είναι «΄Η Μητρότης»! Ή Τεκνοποιϊα και ή Καλή Άνατροφή των Τέκνων, είναι ή πιο «σεπτή» και «πολύτιμη» εργασία. Μπορούμε να έχουμε την ελπίδα, ότι κάποτε ή κοινωνία θα εκτιμήση δεόντως αυτά τά χαρίσματα της, ώστε ή Άνατροφή των Παιδιών να θεωρήται ή υψηλότερη εργασία και ή αναγκαιότερη για την Κοινωνία;;! Θα ήτο (τούτο) ευχής έργον!!!
Τρίτον (και καταληκτικόν). Ό πεπτωκός κόσμος δέν χαρίζει χαρά και ελευθερία, ούτε στον άνδρα, ούτε στη γυναίκα. Ή Βασιλεία τού Θεού είναι ό κόσμος τής ελευθερίας. Τούτο παραθέτω, ούχ ώς «ορισμόν» τού τί είναι (αύτη) ή Βασιλεία(;) αλλ’ ώς βεβαίαν τελολογικήν διαπίστωσιν μέλλοντες απαντάν αυτήν. Διαπίστωσις; Ήτις, μέρος εστί, τών μελλόντων (απάντων) απολαύσαι ημάς τερπνών τε και αγαθών έν αυτή (τη Βασιλεία τού Θεού)!
Ή Χριστιανική γραμματεία πιστεύει, στην ισοτιμία τής γυναίκας με τον άνδρα και την «έν Χριστώ» ελευθερία της, αλλά στενάζει κάτω από την πεπτωκυϊαν κοινωνίαν, «αναμένουσα την φανέρωση τής ελευθερίας των τέκνων τού Θεού έν τη δόξη αυτών» (Ρωμ.8,21), «ής αξιωθείημεν πάντες» τώ ελέει τού Οικτίρμονος καί Ευσπλάχνου Θεού, δεήσεσι τής Πανυπερευλογημένης Παναγίας Μητρός (μας) Θεοτόκου, Τής αεί πρεσβευούσης (Τώ Υιώ Της) υπέρ ημών.!