Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Μεγάλη Πέμπτη «Το υπέροχο νόημα του Μυστικού Δείπνου»

+π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Η Μεγάλη Εβδομάδα

Ὁ ἄνθρωπος ἔλαβε τὴν τροφή του ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κάνοντας τὴν σῶμα του καὶ ζωή του, πρόσφερε ὁλόκληρο τὸν κόσμο στὸν Θεὸ μεταμορφώνοντάς τον σὲ ζωὴ «ἐν Χριστῷ».
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ζωή, ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεὸ μεταμόρφωσε αὐτὴ τὴ ζωὴ σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸς ἦταν ὁ Παράδεισος.

Ἡ ζωὴ στὸν παράδεισο ἦταν, πραγματικά, εὐχαριστιακὴ. Μέσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Θεό, ὅλη ἡ δημιουργία ἐπρόκειτο νὰ ἁγιαστεῖ καὶ νὰ μεταμορφωθεῖ σ’ ἕνα μυστήριο τῆς Θείας Παρουσίας καὶ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν ὁ λειτουργὸς αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου.

Μὲ τὴν ἁμαρτία ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔχασε αὐτὴ τὴν εὐχαριστιακὴ ζωή. Τὴν ἔχασε γιατί ἔπαψε νὰ βλέπει τὸν κόσμο σὰν μέσο ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεό, καὶ τὴ ζωή του σὰν εὐχαριστία, σὰν λατρεία καὶ εὐγνωμοσύνη.

Ἀγάπησε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο γιὰ τὸν κόσμο. Ἔκανε τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο αὐτοσκοπό. Ἀγάπησε τόσο τὸν ἑαυτό του ὥστε τὸν ἔκανε τὸ κέντρο, τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ τέλος τῆς ὕπαρξής του.
Πίστεψε ὅτι ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα του, δηλαδὴ ἡ ἐξάρτηση τῆς ζωῆς του ἀπὸ τὸν κόσμο, θὰ μποροῦσε νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀπὸ τὴν τροφὴ ποὺ προσφέρει ὁ κόσμος.
Ἀλλὰ ὁ κόσμος καὶ ἡ τροφή, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποχωρίζονται ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ μυστηριακὸ νόημά τους –σὰν μέσα ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ– ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν προσλαμβάνονται σὰν δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἱκανοποιοῦν τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα γιὰ τὸν Θεό, παύουν νὰ προσφέρουν κάποια ἱκανοποίηση καὶ κάποιο πλήρωμα.
Μὲ ἄλλα λόγια, ὅταν ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πιὰ τὸ ἀληθινὸ περιεχόμενο καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, παύει νὰ ἱκανοποιεῖται ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα γιατί ὁ κόσμος δὲν ἔχει αὐτοζωή…
Ἔτσι τοποθετώντας σ’ αὐτὰ τὴν ἀγάπη του ὁ ἄνθρωπος ξέκοψε ἀπὸ τὸ μόνο ἀντικείμενο ὅλης τῆς ἀγάπης, ὅλης τῆς πείνας, ὅλων τῶν ἐπιθυμιῶν. Καὶ πέθανε. Πέθανε γιατί ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἀναπόφευκτη «ἀποσύνθεση» τῆς ζωῆς τῆς ξεκομμένης ἀπὸ τὴ μόνη πηγὴ καὶ τὸ αὐθεντικὸ περιεχόμενο.

Ὁ ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ βρεῖ ζωὴ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὴν τροφὴ ποὺ τοῦ προσφέρει ὁ κόσμος, βρῆκε τὸ θάνατο. Ἡ ζωὴ ἔγινε πιὰ κοινωνία μὲ τὸ θάνατο ἀντὶ νὰ μεταμορφώνει τὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του.
Ὁ ἄνθρωπος ὑποτάχτηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὸν κόσμο, ἔπαψε νὰ εἶναι ὁ λειτουργός του καὶ ἔγινε ὁ σκλάβος του. Μὲ τὴν ἁμαρτία του ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἔγινε ἕνα ἀπέραντο νεκροταφεῖο ὅπου οἱ ἄνθρωποι εἶναι καταδικασμένοι σὲ θάνατο διότι εἶναι «καθήμενοι ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου…» (Μᾶτθ. 4, 16).

Ἂν καὶ ὁ ἄνθρωπος πρόδωσε, ὁ Θεὸς ὅμως ἔμεινε πιστὸς στὸν ἄνθρωπο, δὲν ἔστριψε τὰ νῶτα του. «Οὐ γὰρ ἀπεστράφης τὸ πλάσμα σου εἰς τέλος, ὅ ἐποίησας Ἀγαθέ, οὐδὲ ἐπελάθου ἔργου χειρῶν σου, ἀλλ’ ἐπεσκέψω πολυτρόπως διὰ σπλάχνα ἐλέους σου». (Εὐχὴ ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγ. Βασιλείου).
Ἕνα καινούργιο θεϊκὸ ἔργο ἄρχισε ·τὸ ἔργο τῆς ἀπολύτρωσης καὶ τῆς σωτηρίας. Καὶ ὁλοκληρώθηκε, τὸ ἔργο αὐτό, μὲ τὸν Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ ἐπανορθώσει τὸν ἄνθρωπο στὸ «ἀρχαῖο κάλλος» του καὶ νὰ ἐπαναφέρει τὴ ζωὴ στὸ ἐπίπεδό τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Δημιουργό της, ἔγινε Ἄνθρωπος.
Προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση μας μὲ ὅλα τὰ χαρακτηριστικά της: τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὴ λαχτάρα γιὰ ἀγάπη, γιὰ ζωή. Στὸ πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπίσαντος Χριστοῦ ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀληθινὴ ζωὴ ἡ ὁποία εἶχε ἀρχικὰ δοθεῖ στὸν ἄνθρωπο σὰν πλήρης καὶ τέλεια Εὐχαριστία, σὰν πλήρης καὶ τέλεια κοινωνία μὲ τὸν Θεό.
Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ἀρνήθηκε τὸν βασικὸ ἀνθρώπινο πειρασμό: νὰ ζήσει «ἐπ’ ἄρτῳ μόνο». Ἀποκάλυψε ὅτι ὁ Θεὸς καὶ ἡ Βασιλεία Του εἶναι ὁ πραγματικὸς ἄρτος, ἡ πραγματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτὴ τὴν τέλεια εὐχαριστιακὴ Ζωή, τὴ γεμάτη ἀπὸ τὸν Θεὸ –καὶ κατὰ συνέπεια θεία καὶ ἀθάνατη ζωὴ– τὴν ἔδωσε σὲ ὅλους τούς πιστούς Του. Δηλαδὴ οἱ πιστοὶ στὸν Θεὸ βρίσκουν σ’ Αὐτὸν τὸ νόημα καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους. Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ βαθύτερο, τὸ ὑπέροχο νόημα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πρόσφερε τὸν Ἑαυτό Του σὰν τὴν ἀληθινή, τὴν οὐσιαστικὴ τροφὴ τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή.
Ἔτσι ἡ κίνηση τῆς Θείας Ἀγάπης ποὺ εἶχε ἀρχίσει στὸν Παράδεισο μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ Θεοῦ «ἀπὸ παντὸς ξύλου ἐν τῷ Παραδείσω βρώσει φάγη» (γιατί τροφὴ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου) φτάνει τώρα στὴν ἀποκορύφωσή της μὲ κεῖνο τὸ θεϊκὸ «λάβετε, φάγετε, τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶμα μου…» (γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου).
Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς , ἀποκατάσταση τῆς ζωῆς σὰν Εὐχαριστία καὶ Κοινωνία.
 

Πηγή: Εδώ.