Κυριακή 8 Μαΐου 2022

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ 8 ΜΑΪΟΥ 2020

Των Αγίων Μυροφόρων γυναικών, έτι δε Ιωσήφ του εξ Αριμαθαίας και του νυκτερινού μαθητού Νικοδήμου


Χριστῷ φέρουσιν αἱ Μαθήτριαι μύρα,
ἐγὼ δὲ ταύταις ὕμνον, ὡς μύρον, φέρω.


Μυροφόρες είναι οι γυναίκες που ακολουθούσαν το Κύριο μαζί με τη Μητέρα του, έμειναν μαζί της κατά την ώρα του σωτηριώδους πάθους και φρόντισαν να αλείψουν με μύρα το σώμα του Κυρίου.
Όταν δηλαδή ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ζήτησαν κι' έλαβαν από το Πιλάτο το δεσποτικό σώμα, το κατέβασαν από το σταυρό, το περιέβαλαν σε σινδόνια μαζί με εκλεκτά αρώματα, το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο κι' έβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τον ευαγγελιστή Μάρκο η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία που καθόταν απέναντι του τάφου. Άλλη Μαρία εννοούσε οπωσδήποτε τη Θεομήτορα. Δεν παρευρισκόταν μόνο αυτές, αλλά και πολλές άλλες γυναίκες όπως αναφέρει και ο Λουκάς.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β΄.
Ὀ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου σῶμα, σινδόνι καθαρὰ εἰλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ, κηδεύσας ἀπέθετο· ἀλλὰ τριήμερος ἀνέστης Κύριε, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ταῖς μυροφόροις γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα· τὰ μύρα τοῖς θνητοῖς ὑπάρχει ἁρμόδια· Χριστὸς δὲ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος· ἀλλὰ κραυγάσατε· Ἀνέστη ὁ Κύριος, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄ Κανόνας πίστεως.
(Ἀπολυτίκιον Νικοδήμου Μυροφόρου)
Χριστὸν τὸν Κύριον ἐν νυχτὶ ἐπεσκέψατο, ἀναγέννησιν ἄνωθεν ἐκδιδαχθεὶς ἐμαθήτευσεν, ὡς κεκρυμμένος ἀπόστολος. Εὐθαρσῶς διεφώνει πρὸς φαρισαίους καὶ γραμματεῖς, τὸν Σωτῆρα διώκοντας. Ὃν νεκρὸν καθεῖλεν ἐκ τοῦ Σταυροῦ, μῦρα τῇ ταφῇ ἐνεγκών, Νικόδημος ὁ ἔνθερμος.

Κοντάκιον
Ἦχος β΄.
Τὸ Χαῖρε ταῖς Μυροφόροις φθεγξάμενος, τὸν θρῆνον τῆς προμήτορος Εὔας κατέπαυσας, τῇ Ἀναστάσει Σου Χριστὲ ὁ Θεός· τοῖς Ἀποστόλοις δὲ τοῖς σοῖς κηρύττειν ἐπέταξας· ὁ Σωτὴρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος. 

Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής (Σύναξις της αγίας κόνεως της εκπορευομένης εκ του τάφου του Ιωάννου του Θεολόγου)


Οὐ βρῶσιν, ἀλλὰ ῥῶσιν ἀνθρώποις νέμει
Τὸ τοῦ τάφου σου μάννα, μύστα Κυρίου.
Ὀγδοάτῃ τελέουσι ῥοδισμὸν βροντογόνοιο.


Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου, «ὁ ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ», εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔγραψε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ἀλλὰ καὶ τὶς τρεῖς Καθολικὲς Ἐπιστολές, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομά του.

Ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου ἑορτάζεται στὶς 26 Σεπτεμβρίου. Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ συνδέεται μὲ τὴν ἀνάδυση θαυματουργικῆς κόνεως (σκόνης) ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, μέσῳ τῆς θαυματουργικῆς ἐπενέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ οἱ ντόπιοι τὴν ἀποκαλοῦσαν «ἐπίγειο μάνα».

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀφοῦ, ὕστερα ἀπὸ θεῖο φωτισμό, προέβλεψε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ μεταστεῖ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ στὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη, παρέλαβε τοὺς μαθητές του καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἔφεσο. Ἐκεῖ σὲ ἕνα σημεῖο ὑπέδειξε νὰ ἀνοιγεῖ τάφος. Μόλις ἔγινε αὐτό, μπῆκε μέσα ζωντανὸς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ τάφος αὐτὸς ἐφεξῆς ἔγινε πηγὴ ἰαμάτων.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἐτελεῖτο στὸν περιφανὴ ναό του, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὸν τόπο ποὺ ὀνομάζεται Ἕβδομον, στὸ σημερινὸ Μακροχώρι

Κωνσταντινουπόλεως. Γιὰ τὸ ναὸ αὐτὸ στὸν Ἕβδομον, ποὺ ὑπῆρχε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., γνωρίζουμε σχετικὰ ἀπὸ τὸν Σωκράτη τὸν Σχολαστικό. Κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. ὁ ναὸς τοῦ Θεολόγου ἦταν καταβεβλημένος, ἴσως ἐξαιτίας σεισμῶν ἢ καιρικῶν ἐπηρειῶν καὶ γι’ αὐτὸ ἀνήγειρε αὐτὸν ἐκ βάθρων ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπημένε, ἐπιτάχυνον ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον· δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος. Ὃν ἰκέτευε Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον αὐτόμελον. Ἦχος β’.
Τὰ μεγαλεῖα σου Παρθένε τίς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.

Μεγαλυνάριον.
Πέτρα ὡς ἡ πάλαι τῷ Ἰσραήλ, ὤφθη Θεολόγε, ὁ σὸς τάφος ὁ εὐαγής· βρύει γὰρ τῷ κόσμῳ, ὡς μάννα ψθχοτρόφον, τρυφῆς ἐπουρανίου, κόνιν θεόσδοτον.

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας


Λαθεῖν βιώσας Ἀρσένιος ἠγάπα,
Ὃς οὐδὲ πάντως ἐκβιώσας λανθάνει.

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας γεννήθηκε στὴ Ρώμη, στὴν ἐκκλησία τῆς ὁποίας ἦταν διάκονος, ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.). Διακρινόταν γιὰ τὴ σοφία, τὸ ἄμεμπτο ἦθος καὶ τὶς ποικίλες ἀρετές του. Διῆλθε τὴ ζωή του μὲ τὴν προσευχή, τὴν λατρευτικὴ ζωή, τὴν μελέτη καὶ τὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καὶ ἔμαθε καὶ τὴν «ἄγνωστον γνώσην». 

Τὴ γνώση, δηλαδή, ποὺ δὲν μπορεῖ νά γίνει κατανοητὴ μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό, ἀλλὰ ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν κεκαθαρμένη καρδιά. Μὲ ἄλλα λόγια, ἐντρύφησε μὲ τὴν μελέτη καὶ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναδείχθηκε σοφὸς διδάσκαλος καὶ ἄριστος παιδαγωγός. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ βασιλέως Γρατιανοῦ καὶ τοῦ Πάπα Ἰννοκεντίου, προσλήφθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο ὡς διδάσκαλος τῶν υἱῶν του Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου.

Στὴν Κωνσταντινούπολη ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλες τιμές, τοῦ δόθηκε ὁ τίτλος τοῦ πατρικίου καὶ ἐτιμάτο ὡς βασιλοπάτωρ, ὅπου ὅλοι τὸν θαύμαζαν γιὰ τὶς πολλὲς γνώσεις καὶ τὴ σεμνότητα τοῦ ἤθους του. Ἀποφεύγοντας τοὺς θορύβους τῆς πόλεως καὶ τὸν πολυτελὴ βίο στὰ ἀνάκτορα, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ ὑψηλά του καθήκοντα καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ ὁδὸ σωτηρίας. Οἱ παρακλήσεις τοῦ Ὁσίου εἰσακούσθηκαν καὶ μία ἡμέρα ἄκουσε ὑπερκόσμια φωνή, ἡ ὁποία τὸν προέτρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο. 

Εὐθὺς ἀμέσως ἀπέβαλε τὰ λαμπρά του ἐνδύματα καὶ ἀφοῦ μεταμφιέσθηκε, ἔφυγε στὴν Αἴγυπτο, εἰσῆλθε σὲ Σκήτη καὶ ἐκάρη μοναχός. Ἐκεῖ ἔλαβε τὴν πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀσκηθεῖ περισσότερο στὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία. Ἡ ὑπεροχή του κατὰ τὴ μόρφωση καὶ τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τὸ ἀσκητικό του ἦθος, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ οἱ κατὰ Θεὸν ἀρετές του, τὸν ἀνέδειξαν σὲ πνευματικὸ προεστώτα μεταξὺ τῶν συνασκητῶν του στὴν ἔρημο. 

Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν περιοχή, πολλοὶ δὲ ἀπὸ τὶς πόλεις προσέρχονταν, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλία του, νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικὰ καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του. Ἀκόμη καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος ἐπισκέφθηκε πολλὲς φορὲς τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθεῖ ἐπὶ θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων.

Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις του ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος μαζὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους παρακάλεσε τὸν Ὅσιο νὰ τοὺς πεῖ κάποιο λόγο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικά. Τότε ὁ Μέγας Ἀρσένιος τοὺς ρώτησε: «Ἐὰν σᾶς πῶ κάποιο λόγο, θὰ τὸν ἐφαρμόσετε;». Καὶ ὅταν ἐκεῖνοι ἀπάντησαν ναί, τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ὅπου ἀκούετε ὅτι εὑρίσκεται ὁ Ἀρσένιος, μὴ πλησιάσετε σὲ αὐτόν».

Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει τὴ μεγάλη του ταπείνωση. Βίωνε στὴν καθημερινή του ζωὴ τὸ λόγο «ὅσο μέγας εἶ, τοσοῦτον ταπείνου σεαυτόν».

Ὁ Ὅσιος, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν κοινωνικότητα καὶ τὶς συχνὲς βαρβαρικὲς εἰσβολὲς καὶ γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ ἀπερίσπαστος στὴν προσευχὴ καὶ τὸν καθαρὸ ἀσκητικὸ βίο, ἐγκατέλειψε τὴ Σκήτη καὶ μὲ τὴν συνοδεία τῶν μαθητῶν του Ἀλεξάνδρου καὶ Ζωΐλου κατέφυγε στὴν Πέτρα, κοντὰ στὴν Μέμφιδα, καὶ μετὰ στὴν Κανώπη, ἐκεῖ ὅπου τὸ 445 μ.Χ. κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς ἐξόδου του ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, τὸν ρώτησαν οἱ μαθητές του, σὲ ποιὸν τόπο καὶ πῶς θὰ ἤθελε νὰ τὸν ἐνταφιάσουν, καὶ ἐκεῖνος, ὁ μακάριος τοὺς ἀποκρίθηκε:

«Ὦ, τέκνα μου, νὰ δέσετε σχοινίον εἰς τοὺς πόδας μου καὶ νὰ μὲ σύρετε εἰς τὸ βουνόν». Εἶναι καὶ αὐτὴ ἡ ἀπάντηση ἐνδεικτικὴ τῆς μεγάλης ταπεινώσεώς του.

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης περιγράφει καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τοῦ Ὁσίου καὶ λέγει ὅτι ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἦταν «ξηρὸς τὸ σῶμα καὶ μακρὺς εἰς τὸ μέγεθος, εἶχε τὰ γένεια μακριὰ ἕως τὴν κοιλίαν, τὸ εἶδος τοῦ προσώπου του ἦτο ἀγγελικὸν καὶ σεβάσμιον, ὡς τὸ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ».

Ἀξιοσημείωτα εἶναι τὰ τρία ἀποφθέγματα τὰ ὁποῖα μᾶς ἄφησε ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος. Πρώτον, ἡ ὑπενθύμιση, ποὺ συνήθιζε νὰ κάνει στὸν ἑαυτό του νὰ μὴν ξεχάσει ποτὲ τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ζοῦσε καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο πῆγε στὴν ἔρημο. Καὶ ὁ λόγος αὐτὸς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν θέωση, ποὺ εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς ζωῆς ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Δεύτερον, τὸ «ὁ Θεός μου, μὴ ἐγκαταλείπης με, ὅτι οὐδὲν ἐποίησα ἀγαθὸν ἐνώπιόν Σου, ἀλλὰ δός μοι διὰ τὴν ἀγαθότητά Σου βαλεῖν ἀρχήν». 

Δηλαδή, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του πολὺ ἁμαρτωλό, αἰσθανόταν ὅτι δὲν ἔχει κάνει κανένα καλὸ στὴ ζωή του καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ μὴν τὸν ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ βάλει ἀρχὴ μετανοίας. Τρίτον, ἡ συμβουλὴ «πᾶσαν σου τὴν σπουδὴν ποίησον, ἵνα ἡ ἔνδον σου ἐργασία κατὰ Θεὸν ᾖ, καὶ νικήσῃς τὰ ἔξω πάθη». 

Δηλαδή, μᾶς προτρέπει ὁ Ὅσιος, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι ὅλη τὴ σπουδὴ μας πρέπει νὰ ἔχουμε στὸ νὰ γίνεται ἡ ἐσωτερικὴ ἐργασία τῆς ἱερᾶς προσευχῆς καὶ νήψεως, καθαρὰ καὶ μόνο γιὰ τὸν Θεό, διότι ἐὰν αὐτὴ ἐνεργεῖται καθαρά, θὰ νικήσουμε τὰ ἐξωτερικὰ πάθη τοῦ σώματος. Τὴν παραπάνω συμβουλὴ τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τὴν ἀναφέρει πολλὲς φορὲς στοὺς λόγους του ὁ μεγάλος Πατέρας καὶ Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Τῶν τερπνῶν ἀπανέστης ἐμφρόνως Ὅσιε, χρηματισθεὶς οὐρανόθεν ὡς Ἀβραὰμ ὁ κλεινός, καὶ Ἀγγέλλων μιμητὴς ὤφθης τῷ βίῳ σου, λόγῳ ἐμπρέπων πρακτικῷ, καὶ σοφίᾳ ἀληθεῖ, Ἀρσένιε θεοφόρε. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῆς σοφίας ἐνθεώτατον θεράποντα

Καὶ ἡσυχίας ὁδηγὸν καὶ θεῖον γνώμονα

Εὐφημοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου θεοφόρε·

Ἀλλ’ ὡς θείας κοινωνὸς μακαριότητος

Ἐκ παντοίων ἡμᾶς λύτρωσαι κακώσεων,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ Ἀρσένιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς σοφίας λύχνος λαμπρός, καὶ τῆς ἡσυχίας, φοῖνιξ ὄντως ὁ εὐθαλής, ὁ πράξεσι θείαις, κομῶν καὶ θεωρίαις, Ἀρσένιε παμμάκαρ, Ὁσίων καύχημα.

Ὁ Ὅσιος Μῆλος (ἢ Μαλλός) ὁ Ὑμνωδός

Eκστάντα Mήλην υμνοποιόν εκ βίου,
Yμνείν λόγοις δίκαιον ως εμός λόγος.

Οἱ Συναξαριστὲς δὲν παρέχουν καμία πληροφορία περὶ τοῦ Ὁσίου Μήλου. Ἔχουμε μόνο τὸ δίστιχο ποὺ διασώθηκε γι’ αὐτόν, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μαθαίνουμε ὅτι ὑπῆρξε μελωδός.

Ἡ Ἁγία σπείρα Στρατιωτῶν οἱ Μάρτυρες

Xριστοφρονούσα σπείρα τέμνεται κάρας,
Xριστοκτονούσαν σπείραν ου μιμουμένη.

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες τελειώθηκαν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.

Ανάμνηση Θαύματος της Υπεραγίας Θεοτόκου στην πόλη Κασσιόπη


Το θαύμα αυτό έγινε περίπου το 1530 μ.Χ. και πρόκειται για τη θεραπεία των ματιών κάποιου νεαρού Στεφάνου, που είχε τιμωρηθεί άδικα με τύφλωση.

Ἡ Ἁγία Αὐγουστίνη ἡ Μάρτυς ἡ ἐν Βυζαντίῳ

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τῆς Ἁγίας Αὐγουστίνης.

Όσιος Αρσένιος Βαρνακοβίτης


Ζηλωτὰ Ἀγγέλων, Ἀρσένιε μάνδραν,
ἀτρύτοις πόνοις ἤγειρας τῇ Παρθένῳ.

Ο Όσιος Αρσένιος ο Βαρνακοβίτης γεννήθηκε το πρώτο μισό του 11ου αιώνα μ.Χ., πιθανότατα στο χωριό Καρυά του Νομού Φωκίδας. Είναι ο ιδρυτής της Ιεράς Μονής Παναγίας Βαρνάκοβας στη Δωρίδα της Φωκίδας (1077 μ.Χ.).

Το ασκητήριο του Οσίου Αρσενίου, σώζεται μέχρι σήμερα σε μία δύσβατη αλλά πανέμορφη θέση βορειοδυτικά της Βαρνάκοβας. Έχει διαμορφωθεί σε ναΰδριο για να παραμένει για πάντα τόπος προσευχής. Το Ιερό Βήμα βρίσκεται στο βάθος του σπηλαίου (πρέπει να κατέβης 15 σκαλοπάτια μέχρι την Αγία Τράπεζα), ενώ από την είσοδο του σπηλαίου και προς τα έξω, είναι κτισμένος ο κυρίως ναός. Κατά θαυμαστό τρόπο, όταν τελείται η Θεία Λειτουργία, καθ’ όλη την διάρκειά της, από την οροφή του σπηλαίου στάζει Αγίασμα. Έξω από το σπήλαιο και δεξιά του ναού, υπάρχει μικρή δεξαμενή, που μάλλον συγκέντρωνε τα νερά της βροχής. Η θέα είναι καταπληκτική, και το τοπίο υποβλητικό. Τόπος ησυχίας, γαλήνης και ψυχικής ανατάσεως.

Ο Όσιος Αρσένιος ο Βαρνακοβίτης εκοιμήθη το 1111 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐραστὴν ἡσυχίας Βαρνακόβης τὸν κτίτορα, τὸν λαμπρὸν φανὸν εὐσεβείας, καὶ ἀζύγων κοσμήτορα, Ἀρσένιον τιμήσωμεν πιστοί, μιμούμενοι αὐτοῦ τὴν ἀκραιφνῆ, πρὸς τὸν Κύριον ἀγάπην, καὶ μελιχροῖς τοῖς ὕμνοις ἐκβοήσωμεν· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ σὲ ἀκέστορα θερμόν, πιστοῖς δωρήσαντι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. Δ΄ Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὡραιωθείς, ταῖς καλλοναῖς τῆς σῆς ἀσκήσεως, καὶ καθαρθείς, σεπτῶν δακρύων σου τοῖς χεύμασι, λύχνος ὤφθης μονοτρόπων καὶ κοσμιότης, καταυγάζων ἀρετῶν σου τοῖς πυρσεύμασιν, ἀσκητὰ τῆς Βαρνακόβης ἱερώτατε, τοὺς κραυγάζοντας· Χαίροις μάκαρ Ἀρσένιε.

Ὁ Οἶκος
Ἄνθος τὸ ἐκβλαστῆσαν, παρ’ὑδάτων ἐξόδους, Ἀρσένιε ἐπώμφθης ἐν κόσμῳ, ἀρετῶν σου γὰρ πάντας ὀσμαῖς, καὶ καρποῖς νηστείας ἀσκητῶν πρόβολε, ἡδύνεις τοὺς τιμῶντάς σε, καὶ γλώττῃ καθαρᾷ βοῶντας·

Χαῖρε, τερπνὸν τῆς Δωρίδος δένδρον·
χαῖρε, σεπτὸν Βαρνακόβης εὖχος.
Χαῖρε, ἀκτησίας κανὼν καὶ ὑπόδειγμα·
χαῖρε, ἀσιτείας λαμπρὸν στηλογράφημα.
Χαῖρε, φίλος γνησιώτατος, τῆς Μητρὸς τοῦ Λυτρωτοῦ·
χαῖρε, ξῖφος τὰ φρυάγματα, διακόψαν τοῦ ἐχθροῦ.
Χαῖρε, ὅτι ἐδείχθης ὁσιότητος κέρας·
χαῖρε, ὅτι ἐδέχθης ἀφθαρτότητος γέρας.
Χαῖρε, μονὴν τῇ Παρθένῳ ὁ κτίσας·
χαῖρε, ἀχλὺν τῶν παθῶν ὁ σκορπίσας.
Χαῖρε, πιστῶν ἀῤῥαγὴς προστασία· χαῖρε, πολλῶν μοναστῶν εὐθυμία.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ νηστείαις καὶ προσευχαῖς, ὕψος προσεγγίσας, δυσαντίβλεπτον ἀρετῶν, χαίροις Βαρνακόβης, τῆς περιδόξου μάνδρας, θειότατος δομήτωρ, μάκαρ Ἀρσένιε.

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 12 Ἰουλίου τοῦ 1570. Ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης του στὶς 8 Μαΐου καθιερώθηκε, λόγω τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του τὸ 1785, καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους Ἁγίους ποὺ ἔφεραν τὸ ἴδιο ὄνομα καὶ οἱ ὁποῖοι ἑορτάζονται σήμερα.

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Κιέβου ἀσκήσας

 
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος, λάτρης τῆς ἐργασίας, ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Ὅσιος ἀσκήτευε στὸ μοναστήρι τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας καὶ διακρινόταν ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴ σκληρὴ ἐργασία. Δὲν ξεκουραζόταν καθόλου καὶ προσευχόταν διαρκῶς, τρώγοντας μόνο ἐλάχιστα στὴν δύση τοῦ ἡλίου. Γιὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐργασία, ὁ Χριστὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Ἔγκλειστος

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε, ὡς ἔγκλειστος, στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος Ἐπίσκοπος Ὡξέρρης

Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ὡξέρρης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 387 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Διονύσιος ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ μαρτύρησε στὴ Βιέννη μετὰ τὸ 193 μ.Χ.

Οἱ Ὅσιοι Ζωσιμᾶς καὶ Ἀνδριανός

Οἱ Ὅσιοι Ζωσιμᾶς καὶ Ἀνδριανὸς τοῦ Βολοκολάμκ, ἱδρυτὲς τῆς μονῆς τοῦ Σέστριν στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Σέστρα, ἔζησαν κατὰ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς μονῆς Σέστριν.

Σύναξη της Παναγίας της Κασσωπίτρας στην Κέρκυρα


Στην περιοχή Φιγαρέτο Κανονίου Κέρκυρας βρίσκεται η Ιερά Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Κασσωπίτρας. Η Μονή πρέπει να υφίσταται πριν του έτους 1706 μ.Χ. Πέρασε μια περίοδο κρίσεως όπου «βαθμηδόν περιήλθεν εις πτώσιν και ερήμωσιν». Το 1850 μ.Χ. μαρτυρείται ως κτήτωρ αυτής «Ηλίας τις Χ». Τότε την αγόρασε ο Ηπειρώτης ιερομόναχος Γεννάδιος, ο οποίος την ανακαίνισε εκ βάθρων και εγκατέστησε τρεις μοναχές. Έκτοτε η Μονή κατέστη πυρήνας γυναικείου μοναχισμού.

Κατά τον 20ο αιώνα μ.Χ. προσαρμόστηκε ως μετόχι της Ιεράς Μονής Αγίων Θεοδώρων Στρατιάς.

Από το έτος 1991 μ.Χ. με απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας και Παξών μετετράπη σε ανδρώα Μονή.

Η Μονή διαθέτει μεταβυζαντινές εικόνες, αργυρά σκεύη και κανδήλες και μία περίχρυση λειψανοθήκη με λείψανα αγίων μαρτύρων. Να σημειωθεί ότι η Μονή ευρίσκεται εντός αρχαιολογικού χώρου. Στον κήπο της παλαιότερα βρέθηκαν σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα.

Η Μονή εορτάζει την 8η Μαΐου, σε ανάμνηση της θαυματουργικής αναβλέψεως του τυφλού Στεφάνου, το οποίο τέλεσε η Παναγία στον ομώνυμο ναό της, στο χωριό της Κασσιώπης κατά το έτος 1530 μ.Χ.

Ιστορία θαύματος

Το 1530 μ.Χ., στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, ένας τίμιος νέος, ο Στέφανος, γύριζε κάποια μέρα από την πόλη στο χωριό του. Στον δρόμο συνάντησε κι άλλους οδοιπόρους, κι έτσι βάδιζαν όλοι μαζί συντροφιά.

Κάποια στιγμή διέκριναν μακριά μερικούς νεαρούς, που μετέφεραν αλεύρι από τον μύλο. Η παρέα του Στέφανου μπήκε σε πειρασμό και θέλησε να κλέψει το αλεύρι. Όλοι συμφώνησαν, εκτός από τον Στέφανο και παρά την άρνηση του εκείνοι όταν πλησίασε η λεία τους, επιτέθηκαν στα παιδιά, τα έδειραν και άρπαξαν το αλεύρι.

Οι νεαροί, δαρμένοι και κακοποιημένοι, πήγαν στα σπίτια τους και διηγήθηκαν το επεισόδιο. Ύστερα ειδοποίησαν τον διοικητή, τον Σίμωνα Μπάιλο, κι εκείνος έστειλε στρατιώτες για να συλλάβουν τους κακοποιούς. Οι στρατιώτες συνέλαβαν σαν ύποπτο μόνο τον Στέφανο, γιατί οι άλλοι είχαν εξαφανιστεί. Εκείνος βάδιζε αμέριμνος, έχοντας πεποίθηση στην αθωότητά του. Απολογήθηκε στους στρατιώτες με ειλικρίνεια, αλλά δεν τον πίστεψαν. Τον έδεσαν και τον έκλεισαν στη φυλακή. Όταν τον οδήγησαν στον κριτή, ομολόγησε πάλι την αλήθεια αλλά εκείνος δεν τον πίστεψε και τον καταδίκασε. Όταν τον ρώτησε ποια τιμωρία προτιμά, να του κόψουν τα χέρια ή να του βγάλουν τα μάτια εκείνος περίλυπος, προτίμησε τη δεύτερη, γιατί του φάνηκε λιγότερο οδυνηρή. Με θρήνους και οδυρμούς οδηγήθηκε στον τόπο της καταδίκης, όπου εκτελέστηκε η φοβερή απόφαση. Ο Στέφανος τώρα, ανίκανος για μετακινήσεις, χειραγωγείται από τη μητέρα του.

Δεκαοχτώ μίλια από την πρωτεύουσα του νησιού ήταν χτισμένη η παραθαλάσσια πόλη Κασσιόπη. Ήταν γνωστή για ένα ναό της Θεοτόκου, από τον οποίο περνούσε πλήθος λαού και προσκυνούσαν τη θαυματουργή της εικόνα. Ο Στέφανος αποφασίζει και πηγαίνει στην πόλη αυτή. Θα μένει στον ναό της Θεοτόκου και θα ζητά ελεημοσύνη από τους φιλάνθρωπους.

Προσκύνησε με τη μητέρα του τη θαυματουργή εικόνα και παρακάλεσε τον διακονητή μοναχό να του παραχωρήσει ένα κελλάκι για τη διαμονή του. Την πρώτη βραδιά έμειναν μέσα στην εκκλησία. Η μητέρα του, κατάκοπη, κοιμήθηκε αμέσως. Ο ίδιος όμως δεν μπορούσε να ησυχάσει από τους πόνους.

Κάποια στιγμή τον πήρε ένας ύπνος ελαφρός. Νοιώθει τότε δύο χέρια να τον ακουμπούν και να ψηλαφούν τις κόγχες των ματιών του. Ήταν τόσο αισθητό, ώστε ξύπνησε αμέσως και αναρωτιόταν ποιος να τον είχε αγγίξει. Και τότε Βλέπει μπροστά του μία γυναίκα λαμπροφορεμένη και λουσμένη στο φως. Στάθηκε λίγο κι ύστερα εξαφανίστηκε. Γυρίζει ο Στέφανος και βλέπει τα καντήλια αναμμένα. Ξυπνάει τη μητέρα του και τη ρωτάει ποιος άναψε τα καντήλια και εκείνη του λέει να σωπάσει νομίζοντας πως το παιδί της ονειρεύεται. Όταν όμως ο Στέφανος επέμενε, η μητέρα του ανασηκώθηκε και κοίταξε με ανησυχία και λαχτάρα το πρόσωπό του και έζησε ένα ολοζώντανο θαύμα: οι κόγχες του παιδιού της στολίζονταν από δύο γαλανά μάτια, ενώ, πριν την τύφλωση, τα μάτια του Στέφανου ήταν μαύρα!

Αμέσως, μητέρα και γιός ευχαρίστησαν με δάκρυα χαράς την Υπεραγία Θεοτόκο για τη γρήγορη επέμβασή της. Από τον θόρυβο ανησύχησε ο νεωκόρος μοναχός κι έτρεξε στον ναό για να δει τί συμβαίνει. Το ολοφάνερο θαύμα τον συγκλόνισε κι έφυγε γρήγορα για τη χώρα, για ν᾿ αναγγείλει το γεγονός. Όταν το άκουσε ο διοικητής Μπάιλος, παραξενεμένος, πήρε μαζί του τους προκρίτους της Κέρκυρας κι επισκέφθηκε τον Στέφανο. 

Είδε τα νέα μάτια στις κόγχες τους και θαύμασε. Είδε ακόμη, σαν απόδειξη, και το σημάδι στα βλέφαρά του από το πυρακτωμένο σίδερο. Μέσα του όμως ο διοικητής είχε και κάποια αμφιβολία. Γι’ αυτό, όταν επέστρεψε στη χώρα, ζήτησε από τον δήμιο να του δείξει τα μάτια που αφαίρεσε. Πράγματι ο δήμιος του έδειξε τα μάτια που τα είχε μέσα σε μια λεκάνη και μάλιστα ήταν μαύρα μάτια, όχι γαλανά, σαν κι αυτά που είχε τώρα ο Στέφανος. Η αλήθεια αποδείχθηκε με τον πιο εύγλωττο και πειστικό τρόπο. Κι ο ηγεμόνας, αφού ειδοποίησε να φέρουν τον Στέφανο, του ζήτησε συγνώμη και τον αποζημίωσε με πλούσια δώρα και ανακαίνισε μ᾿ επιμέλεια τον περίβολο του ιερού ναού της Θεοτόκου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Εἴς Μονήν Κασσωπίτρας, ἐν Κερκύρᾳ προστρέχομεν, σοῦ τήν σεβάσμιαν εἰκόνα, Θεοτόκε ἀσπάσασθαι. Στεφάνῳ τυφλωθέντι ἐν ὁδῷ, δεδώρησαι καινούς γάρ ὀφθαλμούς, νῦν δέ ὄμματα φωτίζεις τῶν καρδιῶν, λαμπρύνουσα τούς ᾄδοντας. Χαίροις ἡ θεία πύλη τοῦ φωτός, χαίροις ζωῇς ἡ τράπεζα, χαίροις τοῦ Κανονίου ὁ λιμήν, εἰρήνης τό ἐπίνειον.

Μεγαλυνάριον
Θαῦμα πολυθαύμαστον καί φρικτόν, ξένον τερατῶδες, ὅτι Στέφανος ὁ τυφλός, ὄψεως ἑτέρας ὀμμάτωσιν λαμβάνει, παρά της Θεοτόκου, ἥν μεγαλύνομεν.

Σύναξη της Παναγίας της Κασσωπίτρας στην Άρτα



Η Εικόνα της Κασσωπίτρας

Το όνομά της η Κασσωπίτρα το πήρε, σύμφωνα με τον Σεραφείμ, από την Παναγία την Κασσιώπη της Κέρκυρας (βλέπε 8 Μαΐου), που την τιμούσαν οι Κερκυραίοι σαν θαυματουργή, επειδή έδωσε το φώς σ΄ένα Στέφανο «αδίκως τυφλωθέντα». Ο Ανδρέας Μουστοξύδης στον «Ελληνομνήμονα» και ο Σπ. Λάμπρος στον «Νέο Ελληνομνήμονα» γράφουν. «Εν Κερκύρα η Παρθενομήτωρ τιμάται υπο την επωνυμία Κασσωπαία η κοινώς Κασσοπίτρα, ης η προσκύνησις μετέβη και εις τινά της Ηπείρου, οίον την Άρταν και εις τινάς νήσους. Επωνομάσθη δε ούτως από της Κασσιώπης, λιμένος εν ώ κείται η εκκλησία, ωκοδομημένη επί των ερειπίων του περιδόξου ναού του Διός του Κασσίου».

Η εικόνα της Κασσωπίτρας της Άρτας θεωρείται θαυματουργή. Η παράδοση αναφέρει πως έδωσε το φώς σε κάποιον που τύφλωσαν οι Τούρκοι. Σε αυτήν κατέφευγαν και οι πρόσφυγες μετά την Μικρασιατική καταστροφή για να τους υποδείξει που βρίσκονται οι χαμένοι συγγενείς τους.

Είναι κρυπτοεπτανησιακής τεχνοτροπίας και παριστάνει την Παναγία ένθρονη στον τύπο της Δεξιοκρατούσας να βαστά το βρέφος Χριστό πάνω σε μαξιλάρι. Ο Χριστός με το δεξί του χέρι ευλογεί ενώ με το αριστερό βαστάζει την σφαίρα (που συμβολίζει την γή, άρα Παντοκράτωρ). Δύο άγγελοι επί νεφών καθήμενοι βαστάζουν ταινία πάνω από το κεφάλι της Παναγίας με δυσδιάκριτη όμως επιγραφή. Η εικόνα θυμίζει ανάλογες εικόνες της Κέρκυρας και της Κεφαλονιάς γνωστές με την ονομασία «ο Γλυκασμός των Αγγέλων».

Ιστορικά στοιχεία για τον ναό

Ο μικρός ναός της Κασσωπίτρας βρίσκεται στην πλατεία Μονοπωλείου. Είναι ξυλόστεγος, μονόκλιτος (βασιλική).

Το ιστορικό εκκλησάκι της Κασσοπίτρας χτίστηκε, σύμφωνα με τον Σεραφείμ Ξενόπουλο, στα 1732 μ.Χ. και γκρεμίστηκε το 1818 μ.Χ., όταν έπεσε πάνω του μεγάλο κυπαρίσσι που ήταν στον περίβολο του. Η εικόνα της Παναγίας μεταφέρθηκε στον Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1920 μ.Χ. Τότε ευσεβείς χριστιανοί ξανάχτισαν την Κασσοπίτρα και μετέφεραν την εικόνα της στο νέο εκκλησάκι.

Η σημερινή εκκλησία έχει εντοιχισμένη δεξιά από την είσοδό της μια μαρμάρινη πλάκα (θωράκιο) με σκαλισμένο ένα μεγάλο σταυρό μέσα σε κύκλο. Στο εξωτερικό μέρος της εισόδου βρίσκεται ένα μεγάλο κομμάτι μαρμάρου με στρογγυλή βάση, που στενεύει στη μέση και καταλήγει σε κοίλωμα. Υπάρχουν οι εξής εκδοχές για την προέλευση αυτών των μαρμάρων. Ότι το μάρμαρο με το κοίλωμά προέρχεται από αρχαίο αναβρυτήριο (συντριβάνι). Άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι τα μάρμαρα προέρχονται από μια μεγάλη εκκλησία που υπήρχε παλιότερα στην ίδια θέση και είχε πολλά μάρμαρα και αγιογραφίες. Οι παλιότεροι Αρτινοί λένε ότι όταν οι εργάτες έσκαβαν για να τοποθετήσουν τους σωλήνες της ύδρευσης, εύρισκαν ξύλα και σοβάδες με ζωγραφιές, σε αρκετή απόσταση από το σημερινό εκκλησάκι. Ίσως λοιπόν τα δύο αυτά μάρμαρα να προέρχονται από αυτό τον καταστραμμένο ναό.

Υπάρχει όμως και η άποψη ότι το μάρμαρο με το κοίλωμα να προέρχεται από αρχαίο ναό στον οποίο το χρησιμοποιούσαν για να ανάβουν θυμίαμα. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι γύρω από την σημερινή Κασσοπίτρα και σε αρκετό βάθος, υπάρχουν μεγάλες πέτρες από θεμέλια μεγάλων αρχαίων κτιρίων.

Άλλα ιστορικά στοιχεία για την εκκλησια της Κασσωπίτρας.

Στην θέση της λειτουργούσε Κρυφό σχολείο. Εκεί δίδαξε στον Σκουφά τα ελληνικά γράμματα ο Ντούιας, όπως γράφει ο Γούδας στους «Παράλληλους Βίους» του.

Στον περίβολο του ναού θάφτηκαν πολλοί από τους επαναστάτες (κυρίως από το Πέτα), που σκοτώθηκαν στην μάχη της Άρτας, τον Νοέμβριο του 1821 μ.Χ., όπως γράφει ο Ξενόπουλος στο «Δοκίμιό» του. Επίσης βρέθηκαν εκεί και ακέφαλοι σκελετοί. Ίσως να έθαψαν εκεί όσους αποκεφάλιζαν οι Τούρκοι στην πλατεία του «Μονοπλιού».
 
 Μετακομιδή τμημάτων των Ιερών Λειψάνων των Αγίων Φανέντων


Από το 2013 μ.Χ. καθιερώθηκε η επίσημη τέλεση ετήσιας λαμπράς αρχιερατικής πανηγύρεως προς τιμήν των Αγίων Φανέντων, των τριών ομολογητών και παλαιότερων Αγίων της Κεφαλληνίας την Κυριακή των Μυροφόρων (Γ΄ Κυριακή από του Πάσχα) εις ανάμνηση της μετακομιδής τμημάτων ιερών λειψάνων και των τριών Αγίων από τη Βενετία στη Σάμη Κεφαλληνίας το Σάββατο των Μυροφόρων 2 Μαΐου 2009 μ.Χ., κατόπιν συντονισμένων ενεργειών του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κεφαλληνίας κ. Σπυρίδωνος, Ποιμενάρχου της Τοπικής Εκκλησίας από τις 3 Ιουνίου 1984 μ.Χ., προς τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Τα επιστραφέντα ιερά λείψανα των Αγίων Φανέντων φυλάσσονται σε περίτεχνη αργυρή λειψανοθήκη στον ιερό ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης, όπου βρίσκεται προς προσκύνηση και η αριστουργηματική εφέστια εικόνα των τριών Αγίων. Η παλαιά αυτή εικόνα, η οποία αποδίδει αριστουργηματικά τις μορφές των τριών Αγίων, προέρχεται από το τέμπλο του καθολικού της μονής, ιστορήθηκε το 1654 μ.Χ. και απεικονίζει τον Άγιο Γρηγόριο ως σεβάσμιο γέροντα, τον Άγιο Θεόδωρο ως μεσήλικα και τον Άγιο Λέοντα ως νεαρό.
 
Άγιος Γεώργιος ο Πρεσβύτερος και οι συν αυτώ Δώδεκα Νεομάρτυρες Γέργερης
 
 
Στις 25 Μαρτίου 1828 μ.Χ., εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Γέργερης, εισήλθαν άγριοι οθωμανοί με τα σπαθιά τους γυμνά. Το εκκλησίασμα έντρομο έτρεξε για να σωθεί αλλά δώδεκα άνθρωποι παρέμειναν εντός του Ιερού Ναού μαζί με τον λειτουργούντα Ιερέα Γεώργιο Κυριακίδη, για να τον υπερασπισθούν. Οι οθωμανοί, τελικά, κατέσφαξαν τον λειτουργούντα Πρεσβύτερο Γεώργιο και τούς δώδεκα ανθρώπους που παρέμειναν στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Γέργερης.

Ο λόγιος Μενέλαος Παρλαμάς, σε άρθρο του με τίτλο: «Ἱστορικά καί Βιογραφικά Σημειώματα τοῦ Στεφ. Νικολαΐδου» αναφέρει τα εξής για το γεγονός: «1828, Μαρτίου 25. Ὑπῆγον 1300 Τοῦρκοι εἰς χωρίον Γέργερη ἀπροσδοκήτως, ὅπου εὑρόντες ἕως 50 Ἕλληνας συναγμένους εἰς τήν ἐκκλησίαν καθ᾽ ἥν ὥρα ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία, ἐφόνευσαν 12 Ἕλληνας ὁμοῦ μέ τόν ἱερουργοῦντα ἱερέα, ἐνδεδυμένον τήν ἱερατικήν στολήν, ἔλαβον δέ καί 5 αἰχμαλώτους ἑλληνίδας, οἱ δέ λοιποί ὁρμήσαντες μέ τάς μαχαίρας ἔφυγον ἐκ τοῦ μέσου τῶν Τούρκων».

Η εορτή των Αγίων μαρτύρων τελείται κάθε χρόνο κατά την Κυριακή των Μυροφόρων (ο πρώτος εορτασμός έγινε στις 26 Απριλίου 2015 μ.Χ.), επειδή η 25η Μαρτίου, ημέρα του μαρτυρίου τους είναι ημέρα της Θεομήτορος, αλλά και ημέρα εκδηλώσεων της Εθνικής εορτής. Την Ασματική ακολουθία των Αγίων έχει γράψει ο Σεβ. Μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλλος. 
 
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος αʹ. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Εὐωδέστατον θῦμα, τῷ Θεῷ προσενήνεξαι, ἐν ἱερουργίας τῇ ὥρᾳ, θεομάκαρ Γεώργιε, ἐχθρῶν μὴ πτοηθεὶς ἐπιδρομήν, καὶ ἔνδον τοῦ Ναοῦ σφαγιασθείς, σὺν υἱῶν σου δωδεκάδι πνευματικῶν, μεθ᾿ ὧν τὸν Χριστὸν δυσώπει, σώζεσθαι ἐκ κινδύνων χαλεπῶν, Γέργερην τήν τιμῶσάν σε, καὶ δόξῃ καυχωμένην εὐσεβῶς, τοῦ μαρτυρίου σου.

Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δʹ. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θυσία ὑπέρτιμος, θύων Θεοῦ τὸν ἀμνόν, ἐγένου Γεώργιε, ἐν τῷ Ναῷ τὴν σφαγήν, ἀνδρείως δεξάμενος· ὅθεν τῇ οὐρανίῳ, ἐντυγχάνων τραπέζῃ, μνείαν ποιοῦ ἀπαύστως, τῶν πιστῶς σε τιμώντων, καὶ σκέπε ταῖς εὐχαῖς σου ἀεί, τήν ποίμνην σου Ἅγιε. 

Αγία Ταμάρα η βασίλισσα
 
 
Η Αγία Ταμάρα η Μεγάλη, βασίλισσα της Γεωργίας, γεννήθηκε περί το 1165 μ.Χ. και καταγόταν από την αρχαία γεωργιανή δυναστεία των Μπαγκραντίντ. Το 1178 μ.Χ. συνεβασίλευσε με τον πατέρα της Γεώργιο τον Γ'. Η βασιλεία της Ταμάρας έμεινε γνωστή στη Γεωργιανή Ιστορία ως Χρυσή Εποχή. Η Αγία διακρινόταν για την μεγάλη ευλάβειά της και το ιεραποστολικό της έργο. Συνεχίζοντας το έργο του παππού της, Αγίου Δαβίδ (τιμάται 26 Ιανουαρίου), διέδωσε τον Χριστιανισμό σε όλη την Γεωργία και ανήγειρε ναούς και μονές. Το 1204 μ.Χ., ο κυβερνήτης του σουλτανάτου Ρούμα, ο Ρουκν-εν-Ντιν, έστειλε μία διαταγή στη βασίλισσα Ταμάρα, σύμφωνα με την οποία η Γεωργία έπρεπε να αρνηθεί την πίστη στον Χριστό και να ασπασθεί τον Μουσουλμανισμό.

Η Αγία Ταμάρα αρνήθηκε και σε μία ιστορική μάχη, κοντά στη Βασιανή, ο γεωργιανός στρατός νίκησε τους Μουσουλμάνους. Η σοφή και δίκαιη βασιλεία της Αγίας Ταμάρας της χάρισε την αγάπη του λαού της. Η Αγία διήλθε τα τελευταία χρόνια του βίου της στο μοναστήρι των Σπηλαίων της Μπάρζια. Το κελί της συνδεόταν με την εκκλησία με ένα παράθυρο, διά μέσου του οποίου μπορούσε να προσεύχεται στον Θεό κατά την διάρκεια των ιερών Ακολουθιών. Κοιμήθηκε με ειρήνη το 1213 μ.Χ. και συγκαταριθμήθηκε στη χορεία των Αγίων.

Σύναξη των εν Μεσσηνία Αγίων



Την Κυριακή των Μυροφόρων (την Κυριακή μετά του Θωμά), η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη των εν Μεσσηνία Αγίων. Οι 12 Άγιοι που εορτάζουν είναι:

1) Αγιος Απόστολος Καίσαρας πρώτος επίσκοπος Κορώνης (βλέπε 8 Δεκεμβρίου)
2) Αγιος Αθανάσιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εξ Ανδρούσης (λείψανό του φυλάσσεται στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου Ανδρούσης - βλέπε 28 Οκτωβρίου)
3) Αγιος Νήφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (βλέπε 11 Αυγούστου)
4) Αγιος Αθανάσιος επίσκοπος Μεθώνης (βλέπε 10 Δεκεμβρίου)
5) Αγιος Αγαθοκλής επίσκοπος Κορώνης (βλέπε 9 Σεπτεμβρίου)
6) Αγιος Ιωάννης Επίσκοπος Μεσσήνης (βλέπε 13 Ιουλίου ή την πρώτη επόμενη Κυριακή)
7) Αγία Μεγαλομάρτυς Ξενία η Καλαματιανή (βλέπε 3 Μαΐου)
8) Οσιομάρτυς Ηλίας ο Αρδούνης (λέπε 31 Ιανουαρίου και Κυριακή των Μυροφόρων)
9) Οσιομάρτυς Θεοφάνης (βλέπε 8 Ιουνίου)
10) Οσιος Θεόδωρος εκ Κορώνης (βλέπε 12 Μαΐου)
11) Οσιος Ιερόθεος ο Νέος ο Ιβηρίτης (βλέπε 13 Σεπτεμβρίου)
12) Οσιος Λέων εν Μεθώνη (βλέπε 12 Μαΐου)

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Μεσσηνία ἐν τῷ Χριστῷ, δώδεκα Ἁγίους, ἐξανθήσασα θαυμαστούς, οὕς περ νυχθημέρως, πλουτεῖς πρέσβεις ἐνθέρμους, σοῖς τέκνοις οὐρανόθεν, χάριν παρέχοντας.
 
Σύναξη πάντων των εν Λαγκαδά Αγίων

Δεν έχουμε λεπτομέρειες για το γεγονός.
 
Σύναξη της Παναγίας της Ατταλειώτισσας στον Ταύρο


Οι χριστιανοί και οι Τούρκοι της Αττάλειας με ιδιαίτερη ευλάβεια τιμούσαν την Θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας της Κύκκου – Τζίγκο Παναγιά, όπως την αποκαλούσαν με την τοπική προφορά - η οποία είχε τοποθετηθεί σε περίοπτη θέση στο ναό του Αγ. Νικολάου της Αττάλειας. Είναι πιστό αντίγραφο της Εικόνας της Παναγίας, η οποία φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Κύκκου της Κύπρου.

Οι Ατταλειώτες αρχικά γιόρταζαν την θαυματουργή εικόνα την 8η Σεπτεμβρίου, ημέρα του Γενεθλίου της Θεοτόκου. Κάποια χρονιά όμως, ξημερώματα Κυριακής των Μυροφόρων, ενώ γινόταν αγρυπνία στον ναό του Αγ. Νικολάου της Αττάλειας, η Παναγία θεράπευσε θαυματουργικά και κατέστησε απόλυτα υγιή μια κοπέλα εκ γενετής παράλυτη. Έκτοτε οι χριστιανοί την γιόρταζαν δύο φορές τον χρόνο. Μία φορά στις 8 Σεπτεμβρίου και άλλη μία την Κυριακή των Μυροφόρων, σε ανάμνηση του τελεσθέντος θαύματος. Από τότε, κάθε χρόνο οι Ατταλειώτες πανηγύριζαν την Επέτειο του Θαύματος, στον Ιερό Ναό Αγ. Νικολάου Αττάλειας, όπου φυλασσόταν επί αιώνες η θαυματουργή Εικόνα.

Κατά τον διωγμό του 1922 μ.Χ., ως πολύτιμο θησαυρό, οι πρόσφυγες με πολλές προφυλάξεις και πολλή ευλάβεια την έφεραν μαζί τους στην Ελλάδα, μερίμνησαν για την ανέγερση ναού προς τιμή της, και έκτοτε έχει αποθησαυρισθεί στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Ταύρου.


Όσιοι Απόστολος και Θεοχάρης οι αυτάδελφοι


Αδελφὰ Θεόχαρες σὺν ̓Αποστόλῳ
̓Εν γῇ ἐν πόλῳ τε φρονεῖτε σωφρόνως.

Θεόχαρες τέρφθητι χαρὰν τὴν θείαν
Σὺν ̓Αποστόλῳ ἐν πόλῳ σελασφόρῳ
Θεοχάρους τε Αποστόλοιο ἀθλοσύνην ἀείδω.

Σε κάθε εποχή ο Θεός αναδεικνύει αγίους ανθρώπους οι οποίοι αν και ζουν στις ίδιες συνθήκες ζωής με όλους τους άλλους συνανθρώπους τους, οι ίδιοι «αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα της πίστεως», φωτίζουν ως πνευματικοί φάροι τον κόσμο τον οποίο και διακονούν εν ονόματι του Κυρίου μας.

Σε μια εποχή δύσκολη για όλο το γένος μας (τέλος του 18ου αρχές του 19ου αιώνα μ.Χ.) ο Θεός έδωσε την ευλογία Του στην πόλη της Άρτας να γεννηθούν, να ζήσουν, να ασκηθούν, να διδάξουν και να αγιάσουν δύο κατά σάρκα αδέλφια οι όσιοι Θεοχάρης και Απόστολος.

Οι Όσιοι αυτάδελφοι Θεοχάρης και Απόστολος ήταν παιδιά του ευσεβή ιερέα Γεωργίου Ντούϊα, εφημέριου του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας Άρτας, και της ενάρετης πρεσβυτέρας Φωτεινής. Ο Θεός τους χάρισε τρεις γιους (ο τρίτος λεγόταν Κωνσταντίνος), τους οποίους ανάθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου».

Φρόντισαν πρώτα απ’όλα να γίνουν άνθρωποι του Θεού και η πορεία της επίγειας ζωής τους να είναι και πορεία προς τον ουρανό και τον αγιασμό τους. Παράλληλα ενδιαφέρθηκαν να μορφώσουν τα παιδιά τους με την όποια καλύτερη παιδεία υπήρχε στην πόλη την εποχή εκείνη.

Ο μεγαλύτερος γιος τους ο Θεοχάρης (γεννήθηκε γύρω στα 1760 μ.Χ.) διέθετε μεγάλη έφεση για τα γράμματα. Διδάχθηκε την «θύραθεν σοφία» στην περίφημη τότε σχολή της Άρτας, τη σχολή Μανολάκη Καστοριώτη. Εκεί την εποχή εκείνη δίδασκε ο μεγάλος δάσκαλος και ιεροψάλτης, Δημήτριος Οικονομόπουλος Βενδραμής από το Μεσολλόγι. Στη σχολή διδάσκονταν ο όσιος Θεοχάρης, αλλά ο ίδιος με την αγία του ζωή και τις θεόπνευστες παραινέσεις δίδασκε τους συμμαθητές του, πολλοί από τους οποίους παρακινήθηκαν και έγιναν ιερείς και μοναχοί. Από την ηλικία αυτή φανερώθηκε η δύναμη και η πειθώ του λόγου του Αγίου, αφού έβγαινε φυσικά από μια καρδιά που τη φλόγιζε η αγάπη του Θεού.

Τον δε «ἁπλὸ καὶ ἀκέραιον στὴν ψυχὴ» Απόστολο ανέλαβε ο ίδιος ο πατέρας του.

Τα δύο αδέλφια ο Θεοχάρης και ο Απόστολος είχαν ιδιαίτερη έφεση και αγάπη προς την εκκλησιαστική ζωή και με ιδιαίτερη ταπείνωση και επιμέλεια διακονούσαν τον ιερέα πατέρα τους στα λειτουργικά του καθήκοντα. Παράλληλα όλη η οικογένεια ήταν ανεξάντλητη πηγή αγάπης και προσφοράς, υλικής και πνευματικής προς τους συνανθρώπους και τους ενορίτες τους.

Η χαρά των γονιών ήταν μεγάλη για την πρόοδο και την καλλιέργεια των παιδιών τους. Η καρδιά του ευλαβέστατου ιερέα σκιρτούσε από την επιθυμία και την προσδοκία να δει και να απολαύσει τους δυο γιους του λειτουργούς στο άγιο και υπερουράνιο θυσιαστήριο. Τέτοια άγια φιλοδοξία είχε ο ενάρετος ιερέας! Πραγματικά με πολλή προσοχή έκανε την πρόσκληση στα δυο του παιδιά να γίνουν ιερείς ό,τι πιο ευλογημένο και άγιο μπορεί να υπάρξει επί της γης. Πλήρωσε μάλιστα και τα εμβατίκια (χρηματικά ποσά προς τον Αρχιερέα, για την χειροτονία και τοποθέτηση σε ιερέα σε συγκεκριμένο ναό) στην Μητρόπολη Άρτης για να χειροτονηθούν τα παιδιά του ιερείς στον ναό της Αγίας Σοφίας που και ο ίδιος ιερουργούσε.

Η απάντηση των σοφών νέων ήταν: «Μη βιάζεσαι πατέρα. Έχει ο Θεός».Έβλεπαν οι Άγιοι το ύψος και το μεγαλείο της Ιερωσύνης του Χριστού και δεν έσπευδαν, αλλά όπως και οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας μας απέφευγαν με δέος και ευλάβεια τη μεγάλη αυτή τιμή.

Ο ευλογημένος ιερέας ήθελε ο πρώτος γιος του ο Θεοχάρης να νυμφευθεί πρώτα και μετά να ιερωθεί. Ο Θεός όμως είχε άλλα αποφασίσει γι' αυτόν. Ο Θεοχάρης είχε ήδη πάρει την απόφαση να ακολουθήσει το αγγελικό πολίτευμα, δηλαδή το δρόμο της ασκήσεως και της μοναχικής πολιτείας και αντέλεγε με πολύ σεβασμό: «επιθυμώ όταν τελειοποιήσω τις σπουδές μου και έλθω στη νόμιμη ηλικία, εκείνο το οποίο η Θεία Πρόνοια με φωτίσει, εκείνο και θα πράξω».

Μαζί με τους γονείς καμάρωνε και ο Μητροπολίτης την πρόοδο των νέων αυτών και προσδοκούσε να λαμπρύνουν την τοπική Εκκλησία με την απόφασή τους να ιερωθούν.

Όταν τελείωσε τις σπουδές του ο Θεοχάρης, η οικογένεια του σεβαστού Ιερέα Γεωργίου Ντούϊα, κατά παραχώρηση Θεού, δοκιμάστηκε. Εκοιμήθησαν εν Κυρίῳ και οι δύο γονείς, ο ιερέας Γεώργιος και η πρεσβυτέρα Φωτεινή. Έφυγαν όμως ειρηνικοί απ' τον κόσμο αυτό γιατί όσο μπόρεσαν έκαναν το χρέος τους προς τον Θεό και τους συνανθρώπους τους αφήνοντας πίσω στα παιδιά τους μια σημαντική περιουσία και κληρονομιά.

Και η περιουσία αυτή, που μπόρεσαν και μετέδωσαν στα παιδιά τους, ήταν η αληθινή και γνήσια πίστη τους, η αγία ζωή τους και η κατά Θεόν πορεία πάνω στις αξίες της πίστεως και της πατρίδας.

Ο Θεοχάρης και ο Απόστολος, σαν μεγαλύτεροι αδελφοί, μετά τον θάνατο των γονέων τους φρόντισαν τον μικρότερο αδελφό τους Κωνσταντίνο. Όταν ανδρώθηκε φρόντισαν να νυμφευθεί. Από το γάμο αυτό με την Σωσσάνη απέκτησε δύο γιους, τον Γεώργιο και τον Θεοχάρη. Οι ίδιοι, αφού αποκατέστησαν τον αδελφό τους Κωνσταντίνο στο πατρικό τους σπίτι, αποσύρθηκαν σε ένα μικρό σπιτάκι κοντά στο ναό της Αγίας Σοφίας «απαρνηθέντες τα εγκόσμια».

Τα δύο αδέλφια απερίσπαστα πια από τα του κόσμου, ρίχνονται με θάρρος και γενναιότητα σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Η αδιάλειπτη προσευχή, η μελέτη του λόγου του Θεού, η ολονύκτια στάση, η ψυχοτρόφος νηστεία, η σιωπή και η εγκράτεια, η μετάνοια και η ολόθερμη αγάπη προς τον Θεό ήταν η καθημερινή τους πράξη και ζωή.

Η τροφή τους ήταν λιτή αποτελούμενη από ψωμί και νερό που έπιναν μετά τη δύση του ηλίου. Μερικές φορές έτρωγαν και λίγα φρούτα. Ο πρώτος βιογράφος τους, αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κάτω Παναγιάς, αναφέρει ότι το ψωμί το έβαζαν σε ένα πήλινο σκεύος με μικρό άνοιγμα (ίσα που να χωρεί το ένα χέρι) για να υπογραμμίσει το λιτόν της τροφής τους. Αλλά και όταν κάποιοι ευσεβείς και ελεήμονες χριστιανοί τους πήγαιναν φαγητά, αυτοί με ευχαρίστηση, ευγένεια και πολλές ευχές τα δέχονταν, όχι για να τα γευτούν οι ίδιοι - ούτε κατ΄ελάχιστον - αλλά για να ελεήσουν πολλούς συνανθρώπους τους που βρίσκονταν σε ανέχεια και δύσκολη θέση. Μάλιστα για να τους πείσουν να τα πάρουν τους έλεγαν ότι αυτοί έφαγαν αρκετά και αυτά που τους προσφέρουν ήταν τα υπόλοιπα. Φυσικά όλους τους υποχρέωναν να μην αναφέρουν πουθενά την πράξη τους αυτή.

Ενώ δεν είχαν μοναχικό σχήμα και δεν είχαν καρεί μοναχοί έκαναν και τηρούσαν με ακρίβεια τον κανόνα του μεγαλόσχημου μοναχού. Κοινωνούσαν των αχράντων μυστηρίων μία φορά την εβδομάδα και ακολουθούσαν τη ζωή και το παράδειγμα των πατέρων και ασκητών της εποχής τους το πνεύμα των οποίων πέρασε σ' αυτούς και με τη διδασκαλία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.

Από το μικρό σπιτάκι τους δεν έβγαιναν παρά μόνο όταν είχαν απόλυτη ανάγκη και όταν η αγάπη προς τον πλησίον τους, υποχρέωνε σε διακονία και προσφορά. Έτσι ο Θεοχάρης δίδασκε τα πρώτα γράμματα στα Αρτηνόπουλα στο μικρό και χαριτωμένο εκκλησάκι της Παναγίας της Κασσοπίτρας (Κασσιόπης) μέχρι το 1818 μ.Χ. Εκεί δεν τους μάθαινε μόνο ξερά γράμματα και δεν τους μετέδιδε μονάχα στείρες γνώσεις αλλά έπλαθε κυρίως την ψυχή τους ποτίζοντάς τα με το καθάριο νερό της πίστεως και του Ευαγγελίου και ανάβοντας μέσα τους την αγάπη προς την έρμη και δούλα πατρίδα. Δεν είναι τυχαίο ότι απ΄αυτόν τον δάσκαλο βγαίνει σπουδαίος μαθητής, ο εθνεγέρτης και αρχηγός της Φιλικής Ετερείας, ο εκ Κομποτίου Νικόλαος Σκουφάς. Αλήθεια ποιος μπορεί να μετρήσει τους παλμούς της καρδιάς δασκάλου και μαθητή μέσα στη διαδικασία μετάγγισης ζωής; Ποιος μπορεί να σκιαγραφήσει, έστω και κατ΄ολίγον, τι συνέβαινε στην ψυχή του νεαρού Σκουφά, ακούγοντας το φλογερό δάσκαλο;

Σημαντικό το έργο του οσίου Θεοχάρη και μεγάλη η πνευματική ωφέλεια του Αρτηνού λαού από τις θεόπνευστες επίσης ομιλίες του στο μονύδριο των Αγίων Αναργύρων.

Ο Όσιος Θεοχάρης προσέφερε αφιλοκερδώς και ακούραστα τις υπηρεσίες του στην Μητρόπολη Άρτης όταν Αρχιερατικός επίτροπος ήταν ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Θεοτοκίου Βενέδικτος «ο μεγαλοπρεπής και ελεήμων». Ο Βενέδικτος εκτιμώντας την μεγάλη αυτή και αγία προσωπικότητα τον κάλεσε να εργαστεί ως γραμματέας του. Ο Θεοχάρης παρά το φόρτο και τον κόπο της εργασίας αυτής ουδέποτε παραπονέθηκε και αρνήθηκε κάτι, παρά μόνο σε περιπτώσεις διαζυγίου, αφωρισμού και τιμωρίας ιερέα. Η αγία του ψυχή και η συνείδησή του δεν το άντεχε, γι' αυτό προσποιούνταν τον άρρωστο και κατέφευγε στο αγαπητό του κελλί όπου έβρισκε παρηγοριά στην προσευχή του Ιησού και στις πολυάριθμες μετάνοιες.

Ο Βενέδικτος μετά από πολλές παρακλήσεις του Αγίου, κατάλαβε ότι ο Θεοχάρης δεν ήταν γι' αυτή τη δουλειά και τον απάλλαξε από τα καθήκοντά του δίνοντας το χρόνο όλο για προσευχή και μελέτη του λόγου του Θεού και των αγίων Πατέρων.

Στην ασκητική αυτή πορεία, συνοδοιπόρος και συνασκητής ο άγιος Απόστολος αδελφός κατά σάρκα και πνεύμα του Οσίου Θεοχάρη.

Οι Αυτάδελφοι όσιοι αγάπησαν πλήρως τώρα τον μονήρη βίο. Μόνο ο Απόστολος έβγαινε από το μικρό ασκηταριό που βρίσκονταν στην καρδιά της πόλης για να ψωνίσει τα αναγκαία και να καλλιεργήσει το μικρό αμπέλι τους.

Αναφέρεται επίσης ότι οι άγιοι είχαν δύο στάμνες (πήλινα δοχεία) για νερό. Κατά τη νύκτα πήγαιναν τη μία στάμνα στο πηγάδι που τη γέμιζαν οι γυναίκες την ημέρα. Το βράδυ πήγαινε ένας απ΄αυτούς την έπαιρνε και άφηνε για γέμισμα την άλλη στάμνα. Κι αυτό το έκαμαν γιατί ήταν εραστές της ησυχίας και της προσευχής. Με αυτή τους τη στάση και προσευχή συμπαραστάθηκαν δυναμικά στο λαό της πόλης κατά τη διάρκεια των μεγάλων και θανατηφόρων επιδημιών πανώλης (πανούκλας) που ενέσκυψαν στην Άρτα, η πρώτη στις 2 Μαΐου του 1816 μ.Χ. και η δεύτερη το 1823 μ.Χ.

Οι δύο αδελφοί δεν απομακρύνθηκαν από την πόλη αλλά νυχθημερόν κλεισμένοι στο ερημητήριό τους προσεύχονταν μέχρι που ο Θεός και διά πρεσβειών του Αγίου Βησσαρίωνος, του οποίου την κάρα έφεραν και λιτάνευσαν οι Αρτηνοί, απομάκρυναν το θανατικό και ο λαός ξαναγύρισε στα σπίτια τους. Με τη στάση τους αυτοί οι άγιοι αυτάδελφοι έδωσαν δύναμη και κουράγιο στους κατοίκους της πόλης οι οποίοι πλέον με πολύ σεβασμό τιμούσαν αυτούς.

Οσίας και φιλόθεας ζωής και το τέλος οσιακό και ειρηνικό έρχεται.

Ο Θεοχάρης προγνωρίζει την ώρα του θανάτου και παρακαλεί τον αυτάδελφό του και συναθλητή Απόστολο να ειδοποιήσει τον ιερέα να έλθει να τον κοινωνήσει την δωδεκάτη μεσημβρινή ώρα της Μεγάλης Παρασκευής. Ο ιερέας με θλίψη και σεβασμό έρχεται στο μικρό σπιτάκι όπου ο όσιος Θεοχάρης με ιδιαίτερη ευλάβεια κοινωνεί για τελευταία φορά τα Άχραντα Μυστήρια. Μετά δίνει τις τελευταίες οδηγίες και επιθυμίες στον «ἁπλοῦν καὶ ἀκέραιον τῇ ψυχῇ Ἀπόστολον».

Τον παρακαλεί πρώτα πρώτα να συνεχίσει με τον ίδιο ζήλο την ίδια φιλόθεη και φιλάνθρωπη ασκητική ζωή. Επιθυμία του είναι στην κηδεία του να παραστεί ο Μητροπολίτης Άρτης, να ενταφιασθεί στον ναό των Αγίων Αναργύρων και ουδέποτε να γίνει ανακομιδή των λειψάνων του. Την οικεία του τέλος δωρίζει στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας όπου εφημέρευε ο πατέρας του και όπου εκεί ο ίδιος είχε τις πρώτες και σημαντικές πνευματικές εμπειρίες.

Η αγγελία του θανάτου του την Μεγάλη Παρασκευή του 1828 μ.Χ. προκάλεσε οδύνη και θλίψη στον αρτηνό λαό που με σεβασμό και ευλάβεια έτρεξαν άπαντες στην εξόδιο ακολουθία του στην οποία χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Άρτης Νεόφυτος. Ο Νεόφυτος με λόγια απλά και συγκινητικά εκφώνησε επικήδειο λόγο, ανέφερε τις αρετές, την πίστη και την ασκητική ζωή του Θεοχάρους και προέτρεψε τους πιστούς να μιμηθούν την αγία του ζωή. Ο ίδιος ευχήθηκε για τον εαυτό του να τύχει τέτοιας μεγάλης ευλογίας και να πεθάνει τέτοια μεγάλη μέρα. Πραγματικά την άλλη χρονιά, το 1829 μ.Χ., την Μεγάλη Παρασκευή εξεδήμησε προς Κύριον και ο σεμνός αυτός Ιεράρχης.

Στην κηδεία του Οσίου συνέβησαν «εξαίσια και μεγάλα θαύματα». Οι τέσσερις λαμπάδες του νεκροκρέβατου κατά την νεκρική πομπή ενώ ήταν σβησμένες, άναψαν, και άρρητη ευωδία σκόρπισε το άγιο σκήνωμά του. Η ευωδία αυτή πλημμύρισε και το ναό των αγίων Αναργύρων αλλά και το μικρό σπιτάκι που ζούσε ο Άγιος. Άλλη μαρτυρία επίσης αναφέρει, ότι κατά την ώρα της εξοδίου ακολουθίας, άναψαν από μόνα τους τα κεριά του πολυελαίου των Αγίων Αναργύρων, θαύμα και πιστοποίηση από το Θεό της αγίας και φωτεινής ζωής του.

Ο Άγιος ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο των Αγίων Αναργύρων, στο χώρο μπροστά από την είσοδο της νότιας πλευράς του ναού.

Κατά το 1866 μ.Χ. όταν ηγούμενος του μονυδρίου ιερομόναχος Κορνήλιος, ανακαίνισε το μονύδριο, βρήκε στο χώρο αυτό κάτω από μια πλάκα σκεπασμένη την «χαριτόβρυτον αὐτοῦ κάραν πνέουσαν ἄρρητον εὐωδίαν». Αφού την προσκύνησε ευλαβικά την κάλυψε όπως αρχικά ήταν, σεβόμενος την επιθυμία του Αγίου. Έτσι ο χώρος της ταφής του αγίου παραμένει μέχρι σήμερα απείρακτος.

Ο Απόστολος συνέχισε να ζει σύμφωνα με τις τελευταίες υποθήκες του μεγαλυτέρου αδελφού του. Μοναχικά, ασκητικά, φιλάνθρωπα και εκκλησιαστικά. Καθημερινά φρόντιζε να συμπαρίσταται στους πάσχοντας συναθρώπους και η ελεημοσύνη προς όλους ήταν υποδειγματική. Κοντά του οι κατατρεγμένοι, τα ορφανά και οι φτωχοί έβρισκαν παρηγοριά και ελπίδα.

Δεκαεπτά χρόνια ζει μετά την κοίμηση του αγίου αυταδέλφου του Θεοχάρη, κοντά στον άλλο τους αδελφό Κωνσταντίνο την ίδια θεοφιλή ζωή.

Όταν και ο ίδιος προείδε το τέλος του παρακάλεσε τον αδελφό του να ταφεί χωρίς τιμές στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας. Πραγματικά όταν παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο κατά το έτος 1845 μ.Χ., το λέιψανό του ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας στο χώρο πίσω από το ιερό Βήμα του ναού. Τρεις μέρες μετά το θάνατο του Οσίου Αποστόλου ευσεβείς γυναίκες πήγαν στον τάφο - όπως είναι συνήθεια μέχρι σήμερα - να ρίξουν νερό και να τον καλλωπίσουν. Έκπληκτες βρέθηκαν μπροστά σ΄ένα απρόσμενο θέαμα. Βρήκαν «ἐκφυὲν εἰς τὸ μέσον τοῦ τάφου πρωτοφανὲς θαυμάσιον ἄνθος ἐκπέμπον ἄρρητον εὐωδίαν», πράγμα που φανέρωνε εκ Θεού την αγιότητα του οσίου Αποστόλου.

Η μνήμη των οσίων αυταδέλφων παρέμεινε ανεξάληπτη στους κατοίκους της πόλεως της Άρτας οι οποίοι από την ημέρα του θανάτου τους, τους τιμούσαν ως Αγίους μνημονεύοντάς τους κατά την Τετάρτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος (Πάσχα).

Με τις ενέργειες του αειμνήστου ιερέως Σταύρου Παπαχρήστου, Εφημερίου του ιερού ναού της Αγίας Σοφίας, καθιερώθηκε επίσημα η γιορτή τους.

Η μνήμη τους σήμερα τελείται πάνδημα και μεγαλόπρεπα την Κυριακή των Μυροφόρων στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν κλεινῶν αὐταδέλφων τὴν δυάδα τιμήσωμεν, τὸν θεοειδῆ Θεοχάρην καὶ τὸν σύμπνουν ̓Απόστολον· ὁσίαν γὰρ ἀνύσαντες ζωήν, ̔Αγίων ἠριθμήθησαν χοροῖς, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ δοξασθέντι δι ̓ ὑμῶν, ἐσχάτοις ἔτεσιν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεἶα θρέμματα ὢφθητε Ἄρτης, καί κειμήλια ἠθῶν ὁσίων, ὧ Θεόχαρες σοφὲ καὶ Ἀπόστολε· ἐν ἀρεταῖς γὰρ ἐνθέοις ἐμπρέψαντες, τῆς τῶν Ἁγίων τιμῆς ἠξιώθητε. Ἀλλ' αἰτήσασθε, Αὐτάδελφοι παμμακάριστοι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἕλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν αὐταδέλφων τὴν ὁσίαν δυάδα, ἀνευφημήσωμεν ἐν ὕμνοις ἐνθέοις, σὺν Θεοχάρει τὸν κλεινὸν ̓Απόστολον· οὗτοι γὰρ βιώσαντες, τῶν ̔Αγίων τὸν βίον, ῞Αγιοι ἐδείχθησαν, καὶ Χριστοῦ κληρονόμοι· οἷς καὶ βοῶντες εἴπωμεν πιστοί· χαίρετε ῎Αρτης, βλαστοὶ εὐθαλέστατοι.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ἀγαπήσαντες, τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν, ζωήν ἀνεπίληπτον, ὁμοφωνίᾳ ψυχῆς, πιστῶς ἐβιώσατε· ὅθεν τῷ ούρανίῳ μεταστάντες νυμφῶνι, Θεόχαρες Θεοφόρε·, καῖ Ἀπόστολε μάκαρ, πρεσβεύσατε ἡμῖν δοῦναι, χάριν καὶ ἒλεος.

Ὁ Οἶκος
Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. τοὺς νόμους ἐκπληροῦντες, ᾶγίαν ἔζησαν ζωὴν, ἐν μέσῳ τύρβης κοσμικῆς, αὐτάδελφοι οἰ θεῖοι· τὸ ἓν γὰρ Φρονήσαντες μιᾷ προθέσει ἀληθεῖ, ὅσα εὔφημα καί σεμνὰ, ὅσα δίκαια καί ἁγνὰ, ἐνεκολπώθησαν προθύμως. ἅπαν πρόσολον καί γεῶδες νόημα ἀποβάλλοντες· ἐντεῦθεν ἐν νηστείᾳ διηνεκεῖ, καὶ ἀγρυπνίᾳ συντόνῳ καὶ εὐχῇ ἀκαταπαύστῳ, ἡσύχως διαβιοῦντες, τὸν ἐν Αγίοις ἀναπαυόμενον, ἁγιοπρεπῶς ἐδόξασαν Λόγον ᾧ καί πρεσβεύουσιν ὑπὲρ ἡμῶν τῶν βοώντων αὐτοῖς συμφώνως· χαίρετε Ἄρτης βλαστοὶ εὐθαλέστατοι.

Μεγαλυνάριον
Σύμψυχοι ὁμότροποι ἀδελφοί, Θεόχαρες μάκαρ Καὶ Ἀπόστολε ἀληθῶς, ῶφθητε ἐν Ἄρτῃ, βιώσαντες ὁσίως· διὸ τῆς τῶν Ἁγίων δόξης ἐτύχετε.
 
Σύναξη πάντων των εν Θεσσαλονίκη αγίων

Την Κυριακή των Μυροφόρων, η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη όλων των εν Θεσσαλονίκη Αγίων. Δεν έχουμε άλλες πληροφορίες για το γεγονός.

Πηγές:http://www.saint.gr/05/08/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/5/d/8/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»