Πάλιν ο Ιησούς μου, και πάλι μυστήριο. Μυστήριο δε που δεν είναι ούτε
ψεύτικο ούτε άπρεπες, ούτε προέρχεται από την ειδωλολατρική πλάνη και
τη μέθη (διότι εγώ έτσι αποκαλώ τα της λατρείας τους και νομίζω ότι αυτό
κάνει και κάθε λογικός άνθρωπος), αλλά είναι μυστήριο και θείο και
υψηλό και δημιουργεί λαμπρότητα. Διότι η αγία ημέρα των Φώτων, στην
οποίαν έχουμε φθάσει και την οποίαν έχουμε αξιωθεί να εορτάσουμε σήμερα,
έχει μεν ως αρχή το βάπτισμα του Χριστού μου, του αληθινού φωτός «το
οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο ο οποίος έρχεται στον κόσμον», πραγματοποιεί
δε τον καθαρισμό μου και βοηθεί το φως που έχουμε λάβει από τον Θεό κατά
τη δημιουργία και το έχουμε κάνει να σκοτεινιάσει και να αδυνατίσει.
Ακούστε λοιπόν τη φωνή του Θεού, η οποία σ’ εμένα μεν, τον οπαδό και
τον εξηγητή των τέτοιων πραγμάτων, ακούγεται πολύ δυνατά, μακάρι δε να
ακουσθεί και σε σας: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου» και γι’ αυτό το λόγο
«πλησιάστε τον και πάρετε φως, και τα πρόσωπά σας δεν θα σκιασθούν από
ντροπή», επειδή έχουν την σφραγίδα του αληθινού φωτός. Να, ευκαιρία
αναγεννήσεως· ας γίνουμε ουράνιοι. Να, καιρός αναδημιουργίας· ας
ξαναβρούμε τον πρώτο Αδάμ. Να μην μείνουμε εκείνο που είμαστε, αλλά να
γίνουμε εκείνο που κάποτε είμαστε. «Το φως φωτίζει μέσα στο σκοτάδι με
την παρούσα ζωή και τη σάρκα.
Και το καταδιώκει μεν, αλλά δεν κατορθώνει
να το εξουδετερώσει το σκοτάδι, η εχθρική δηλαδή δύναμη, η οποία
επιτίθεται μεν από θρασύτητα σ’ εκείνον που μοιάζει στον Αδάμ, αλλά
πέφτει επάνω στο Θεό και νικιέται, για να ρίχνουμε από πάνω μας το
σκοτάδι και να πλησιάζουμε στο φως και να γινόμαστε τέλειο φως, παιδιά
τελείου φωτός. Βλέπετε την ωραιότητα της ημέρας; Βλέπετε τη δύναμη του
μυστηρίου; Δεν έχετε υψωθεί από τη γη; Δεν ανεβήκατε πιο πάνω,
βοηθούμενοι από τη δική μου φωνή και τους λόγους μου; Θα τοποθετηθείτε
δε ακόμη υψηλότερα όταν θα βοηθήσει ο Λόγος το δικό μου λόγο. […]
Ο Ιωάννης όμως βαπτίζει και έρχεται να βαπτισθεί ο Ιησούς, για να
αγιάσει μεν ενδεχομένως και τον βαπτιστή, όπως είναι δε καταφανές, για
να θάψει μέσα στο νερό όλον τον παλαιό Αδάμ και να αγιάσει πριν απ’
αυτούς και για χάρη τους τον Ιορδάνη. Όπως δε ο ίδιος ήταν Πνεύμα και
σάρκα, έτσι δίνει την πνευματική ολοκλήρωση με Πνεύμα και νερό. Ο
βαπτιστής δεν δέχεται και ο Ιησούς αγωνίζεται (να τον πείσει). «Εγώ έχω
ανάγκη να βαπτι¬σθώ από σένα» λέει το λυχνάρι στον Ήλιο, η φωνή στο
Λόγο, ο φίλος στον Νυμφίο, ο ανώτερος από κάθε άλλο γέννημα γυναίκας
στον Πρωτότοκο ολόκληρης της δημιουργίας, εκείνος που σκίρτησε ενώ
βρισκόταν μέσα στην κοιλιά σ’ εκείνον που προσκυνήθηκε μέσα στην κοιλιά,
εκείνος που προέτρεξε και ο οποίος θα προστρέξει σ’ εκείνον που φάνηκε
και θα φανεί. «Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα» – πρόσθεσε και «δι’
εσέ» (διότι γνώριζε ότι επρόκειτο να βαπισθεί με το μαρτύριο) ή, όπως ο
Πέτρος, το ότι θα καθαρίσεις όχι μόνον τα πόδια — «και συ έρχεσαι προς
εμέ;». Και τούτο είναι προφητικό. Διότι γνώριζε ότι όπως μετά τον Ηρώδη
επρόκειτο να καταληφθεί από μανία ο Πιλάτος, έτσι και μετά απ’ αυτόν, ο
οποίος θα έφευγε προηγουμένως, θα ακολουθούσε ο Ιησούς. Τί δε λέει ο
Ιησούς; «Άφησε τώρα τις αντιρρήσεις», διότι αυτό απαιτούσε το θείο
σχέδιο. Διότι γνώριζε ότι μετά από λίγο επρόκειτο να βαπτίσει αυτός τον
βαπτιστή. Τί δε είναι το φτυάρι; Η κάθαρση. Τί είναι δε το πυρ; Το
κάψιμο κάθε ανόητου πράγματος και η αναζωπύρωση του πνεύματος. Τί είναι
δε η αξίνα; Το κόψιμο της ψυχής, η οποία, αφού έχει γεμίσει με
ακαθαρσίες, έχει καταστεί αθεράπευτη. Τί είναι δε το μαχαίρι; Η τομή την
οποία κάνει ο Λόγος και η οποία ξεχωρίζει το κακό από το καλό και τον
πιστό από τον άπιστο και η οποία κάνει τον υιό και τη θυγατέρα και την
νύμφη να επαναστατούν κατά του πατέρα και της μητέρας και της πεθεράς,
και τα νέα και πρόσφατα (να επαναστατούν) κατά των παλαιών τα οποία
είναι σκιώδη. Τί είναι δε το κορδόνι του υποδήματος, που δε μπορείς να
λύσεις συ που βαπτίζεις τον Ιησού, που έζησες στην έρημο με νηστεία, ο
νέος Ηλίας, ο οποίος είσαι κάτι ανώτερο και από προφήτη, αφού είδες και
εκείνον που είχες προφητεύσει και που συνδέεις την Πάλαια με την Καινή
Διαθήκη; Τί είναι αυτό; Ενδεχομένως ο λόγος για την έλευση στη γη και
περί της σαρκός, του οποίου και το ελάχιστο ακόμη τμήμα είναι αδύνατο να
γίνει κατανοητό, όχι μόνον σ’ εκείνους οι οποίοι έχουν ακόμη σαρκικό
φρόνημα και είναι ακόμη νήπια στο Χριστιανισμό, αλλά και σ’ εκείνους οι
οποίοι διαθέτουν το Πνεύμα του Ιωάννη.
Αλλά και ανεβαίνει από το νερό ο Ιησούς. Ανεβάζει δε μαζί του και τον
κόσμο και βλέπει να σχίζονται οι ουρανοί, τους οποίους ο Αδάμ είχε
κλείσει για τον εαυτό του και για τους απογόνους του, όπως είχε κλείσει
και με τη φλογίνη ρομφαία τον παράδεισο. Και το Πνεύμα μαρτυρεί τη
Θεότητα (διότι το όμοιο σπεύδει προς το όμοιο) και η φωνή από τους
ουρανούς (διότι απ’ εκεί προερχόταν εκείνος για τον οποίον διδόταν η
μαρτυρία). Εμφανίζεται δε σαν περιστέρι (διότι τιμά το σώμα, αφού και
αυτό γίνεται Θεός με τη θέωση, όταν αυτή θεωρείται από την πλευρά του
σώματος) και λόγω του ότι είναι από πολύ παλαιά συνηθισμένο να φέρει την
ευχάριστη αγγελία της παύσεως του κατακλυσμού το περιστέρι. Εάν δε
κρίνεις την θεότητα με όγκους και με σταθμά, και για τον λόγο αυτόν σου
φαίνεται μικρό το Πνεύμα, επειδή παρουσιάζεται με μορφή περιστεριού, ω
ανόητε και μικρόψυχε για τα πιο μεγάλα, είναι καιρός να δυσφημίσεις και
τη βασιλεία των ουρανών, επειδή παρομοιάζεται με ένα σπειρί από σινάπι,
και να υπερυψώνεις το διάβολο Πιο πολύ από την μεγαλειότητα του Ιησού,
επειδή αυτός μεν ονομάζεται βουνό μεγάλο και Λεβιάθαν και βασιλεύς όσων
βρίσκονται στα νερά, ενώ ο Ιησούς ονομάζεται «αρνίον και μαργαρίτης και
σταγών» και άλλα παρόμοια,
Επειδή δε σήμερα πανηγυρίζουμε το βάπτισμα και πρέπει να
κακοπαθήσουμε λίγο για χάρη εκείνου ο οποίος για χάρη μας έγινε όπως
εμείς και βαπτίσθηκε και σταυρώθηκε, ας εξετάσουμε φιλοσοφικά κάτι
σχετικό με την διαφορά των Βαπτισμάτων, για να φύγουμε απ’ εδώ
καθαρισμένοι. Ο Μωϋσής βάπτισε, αλλά βάπτισε στο νερό και πριν απ’ αυτό
στη νεφέλη και στη θάλασσα. Αυτό δε αποτελούσε σύμβολο, όπως πιστεύει
και ο Παύλος. Η θάλασσα του νερού, η νεφέλη του Πνεύματος, το μάννα του
άρτου της ζωής, και το νερό, που έπιναν, του ουρανίου ποτού. Και ο
Ιωάννης βάπτισε, αλλά όχι τελείως ιουδαϊκά, επειδή δεν βάπτισε μόνο στο
νερό αλλά και στη μετάνοια. Όχι όμως και ολότελα πνευματικά, επειδή δεν
προσθέτει και το «εις το Πνεύμα». Βαπτίζει και ο Ιησούς, αλλά στο
Πνεύμα. Αυτό είναι η τελειότητα. Και πώς δεν είναι Θεός, για να γίνω και
λίγο παράτολμος, εκείνος από τον οποίον θα γίνεις και συ Θεός; Γνωρίζω
και τέταρτο βάπτισμα, το βάπτισμα του μαρτυρίου και του αίματος, στο
οποίο βαπτίσθηκε και ο ίδιος ο Χριστός, και που είναι πολύ πιο
αξιοσέβαστο από το άλλα, γιατί δεν μολύνεται από μεταγενέστερα
αμαρτήματα. Γνωρίζω και πέμπτο ακόμη, το βάπτισμα των δακρύων, που είναι
ακόμη πιο επίπονο, όπως «εκείνος ο οποίος βρέχει κάθε. νύκτα το
κρεββάτι και το στρώμα του με δάκρυα», που «οι πληγές της κακίας
μυρίζουν άσχημα και έχουν σαπίσει», που «πενθεί και βαδίζει με σκυμμένο
κεφάλι» και που μιμείται την επιστροφή του Μανασσή και την ταπείνωση των
κατοίκων της Νινευΐ, η οποία τους εξασφάλισε τη συγχώρηση·, ο οποίος,
ακόμη, λέει αυτά που είπε ο τελώνης στο ναό και κέρδισε τη συγχώρηση
αντί για τον καυχησιάρη φαρισαίο, και ο οποίος σκύβει με ταπείνωση, όπως
η Χαναναία, και ζητά να τον ευσπλαγχνισθούν και να του δώσουν ως τροφή
ψίχουλα, την τροφή δηλαδή που τρώει ο σκύλος όταν είναι πολύ
πεινασμένος.
18. Εγώ λοιπόν (επειδή ομολογώ ότι ο άνθρωπος είναι ζώο που αλλάζει
εύκολα και μεταβάλλεται η φύση του) και αυτό το δέχομαι με προθυμία, και
προσκυνώ εκείνον που το έδωσε, και το δίνω και στους άλλους, και
προσφέρω φιλανθρωπία έναντι της φιλανθρωπίας η οποία μου προσφέρεται.
Διότι γνωρίζω ότι και εγώ είμαι άνθρωπος αδύνατος, και ότι με οποίο
μέτρο θα κρίνω με το ίδιο θα κριθώ. Συ δε τί λες και τί νόμους βγάζεις, ω
νέε φαρισαίε, ό οποίος είσαι καθαρός μεν ως προς το όνομα αλλά όχι και
ως προς την ψυχική διάθεση, και που, ενώ είσαι το ίδιο αδύνατος με τους
άλλους, διακηρύσσεις με έπαρση τις δοξασίας του Νοβάτου; Δεν δέχεσαι τη
μετάνοια; Δεν συγκινείσαι με τους οδυρμούς; Δεν χύνεις ούτε ένα δάκρυ;
Μακάρι να μην συναντήσεις ούτε συ τέτοιο κριτή. Δεν σέβεσαι τη
φιλανθρωπία του Ιησού, ο οποίος πήρε τις αδυναμίας μας και σήκωσε τις
ασθένειές μας, ο οποίος ήλθε όχι για τους δικαίους, αλλά για να
μετανοήσουν οι αμαρτωλοί, ο οποίος «θέλει την ευσπλαχνία περισσότερό από
τη θυσία», ο οποίος συγχωρεί τα αμαρτήματα «εβδομηκοντάκις επτά», δηλ.
άπειρες φορές; Πόσο αξιομακάριστη θα ήταν η υψηλοφροσύνη σου, αν ήταν
καθαρότητα και όχι ανόητη κενοδοξία, που θέτει νόμους ανώτερους από τις
δυνάμεις του ανθρώπου και αντικαθιστά την επανόρθωση με την απόγνωση.
Διότι το ίδιο κακό είναι και η χωρίς σωφροσύνη συγχώρηση και η χωρίς
συγχώρηση καταδίκη. Επειδή η μεν πρώτη αφήνει τελείως ελεύθερα τα
χαλινάρια ενώ η δεύτερη προκαλεί απόγνωση με την σκληρότητά της. Δείξε
μου την καθαρότητα σου, και τότε θα δεχθώ να υπερηφανεύεσαι. Τώρα όμως
φοβούμαι μήπως, ενώ είσαι γεμάτος από πληγές, βάλεις μέσα εκείνο το
οποίο παραμένει αθεράπευτο. Ούτε δέχεσαι μετανοημένο τον Δαβίδ, ο οποίος
με την μετάνοιά του διατήρησε το προφητικό του χάρισμα1; Ούτε τον Πέτρο
τον μεγάλο, ο οποίος έπαθε κάτι ανθρώπινο κατά τη διάρκεια του σωτηρίου
πάθους; Ο Ιησούς δε τον δέχθηκε και με την τριπλή ερώτηση και την
τριπλή ομολογία θεράπευσε την τριπλή άρνηση. Η δεν δέχεσαι ούτε εκείνον ο
οποίος τελειοποιήθηκε με το αίμα του; Και αυτό αποτελεί ένα ακόμη
δείγμα της σκληρότητάς σου. Ούτε εκείνον ο οποίος παρανόμησε στην
Κόρινθο; Ο Παύλος δε υπέδειξε ως ποινή την αγάπη, επειδή είδε τη
διόρθωση και το αίτιο της διορθώσεως, «για να μη χαθεί εκείνος που είχε
αμαρτήσει από την υπερβολική επιτίμηση». Ούτε επιτρέπεις στις νέες χήρες
να παντρεύονται, επειδή η ηλικία τους είναι εύκολο να παρεκκλίνει προς
την αμαρτία; Αυτό όμως το τόλμησε ο Παύλος, του οποίου συ γίνεσαι
διδάσκαλος, σαν να είχες ανεβεί μέχρι τον τέταρτο ουρανό και σε άλλον
παράδεισο, σαν να είχες ακούσει πιο απόρρητα πράγματα, και να είχες
οδηγήσει στο Ευαγγέλιο μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων.[…]
Εμείς δε ας τιμήσουμε σήμερα το Βάπτισμα του Χριστού και ας το
εορτάσουμε σωστά με το να χαιρόμαστε πνευματικά και όχι να
περιποιούμαστε την κοιλία μας. Πώς δε θα χαρούμε; «Λουσθείτε για να
καθαρισθείτε». Αν μεν είσθε κόκκινοι από την αμαρτία και λιγότερο
κόκκινοι από το αίμα, τότε να γίνετε λευκοί όπως το χιόνι. Αν δε είσθε
κόκκινοι και άνθρωποι γεμάτοι από αίματα, τότε ας φθάσετε έστω και τη
λευκότητα του μαλλιού. Πάντως καθαρισθείτε και φροντίζετε να
καθαρίζεστε, επειδή με τίποτε άλλο δεν χαίρεται τόσο πολύ ο Θεός, όσο με
τη διόρθωση και τη σωτηρία του ανθρώπου, για χάρη του οποίου έχουν
λεχθεί τα πάντα και έχουν δοθεί όλα τα μυστήρια· για να γίνετε φωτεινά
αστέρια για τον κόσμο και δύναμη ζωτική για τους άλλους ανθρώπους. Για
να παρουσιασθείτε σαν τέλεια φώτα στο μεγάλο φως, και να μυηθείτε στη
φωταγωγία που πηγάζει από εκεί, παίρνοντας φως καθαρότερο και δυνατότερο
από την Τριάδα, της οποίας σήμερα έχετε υποδεχτεί την μία αυγή από την
μία θεότητα, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίον
ανήκει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ΛΘ΄, «Εις τα Άγια Φώτα», ΕΠΕ, τ. 5ος , σ.73-113 –αποσπάσματα.)
Αφιέρωμα στην εορτή των Θεοφανείων
ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ: Η βάπτιση του Ιησού και η σημασία της: Μετά την προσέγγιση του γεγονότος της γνωριμίας και συνάντησης Ιησού και Ιωάννη είναι ανάγκη για μια ευρύτερη διερεύνηση και της βάπτισης του Ιησού από τον Βαπτιστή. Το βάπτισμα του Ιωάννη μπορεί να Θεωρηθεί ως ένα βάπτισμα μετανοίας, για την ουσιαστική ένταξη κάποιου στον πιστό λαό του Θεού, τον αληθινό Ισραήλ.
Με το βάπτισμα πραγματοποιόταν ένα είδος κάθαρσης για την πραγματική
ενσωμάτωση στην κοινότητα των αληθινών «τέκνων Αβραάμ» (Ματθ. 3,9· 7ωάν.
8,33 εξ. Ρωμ. 4,12). Γι’ αυτό και η πρόσκληση προς μετάνοια πριν από τη
βάπτιση απευθυνόταν από τον Ιωάννη όχι μόνο προς τους αμαρτωλούς ή τους
προσήλυτους στην ιουδαϊκή κοινότητα και πίστη, αλλά και προς όλους
εκείνους που επιθυμούσαν ν’ ανήκουν στους προσδοκώντες τη Βασιλεία του
Θεού. Επρόκειτο για ένα βάπτισμα μοναδικό, που δεν το συναντούμε στο
ιουδαϊκό τελετουργικό τυπικό, και που ετελείτο αποκλειστικά και μόνο από
τον Ιωάννη στα νερά του πόταμου Ιορδάνη και στην περιοχή της έρημου,
όπου και το κήρυγμα μετανοίας. «Ονομάζεται «βάπτισμα μετανοίας εις
άφεσιν αμαρτιών» (Μάρκ. 1,4).
Το βάπτισμα αυτό προϋποθέτει, ασφαλώς, την εξομολόγηση των αμαρτιών
και την οριστική απόφαση για ουσιαστική μεταστροφή, όχι μόνο στην
καθημερινή πράξη αλλά και στην καθόλου στάση έναντι των μεγάλων
προβλημάτων της ζωής (βλ. Ματθ. 3,6 εξ.). Το βάπτισμα ύδατος του Ιωάννη
είχε και θεωρητικό, συμβολικό χαρακτήρα. Συμβόλιζε την ηθική καθαρότητα
και αγνότητα του ανθρώπου. Στη θεολογική δε γλώσσα εθεωρείτο αναγκαίο
και για την προπαρασκευή του ανθρώπου εν όψει του εσχατολογικού
βαπτίσματος. Το επικείμενο μεσσιανικό βάπτισμα «εν πνεύματι και πυρί»
της νέας εποχής, έρχεται ως συνέχεια και προϋποθέτει πάντοτε το βάπτισμα
ύδατος του Ιωάννη (Ματ. 3,11- Πράξ. 1,5• 11,16).
Η σημασία της βάπτισης του Ιησού
Η βάπτιση του Ιησού, τώρα, από τον Ιωάννη θεωρείται ως ένα πολύ
σημαντικό και ιδιαίτερα ενδιαφέρον γεγονός για την ευαγγελική ιστορία
και παράδοση. Είναι ένα γεγονός που επισημοποιεί, θα λέγαμε, τη δημόσια
αναγνώριση και ύψωση του Ιησού στη μεσσιανική ιδιότητά του. Και οι
τέσσερις Ευαγγελιστές περιγράφουν το γεγονός αυτό σε έκταση και με
ιδιαίτερη σπουδή και το αναφέρουν όλοι πριν από τη δημόσια δράση του
Ιησού, κατά τρόπο πολύ αποκαλυπτικό. Θεωρείται δε ιδιαίτερα
χαρακτηριστική στο σημείο αυτό η σύγκλιση που παρατηρείται και στις δύο
παραδόσεις, τη συνοπτική και την ιωάννεια, για την παρουσίαση και
προβολή του Ιησού ως του μοναδικού και «αγαπητού» Υιού του Θεού η οποία
γίνεται διά μέσου της βάπτισης και της θεοφάνειας. Ευγλωττότερος στην
περιγραφή και στην έκθεση των λεπτομερειών της όλης σκηνής είναι ο
Ευαγγελιστής Ματθαίος, (Ματθ. 3,13-17). Οι παρατηρούμενες διαφορές στις
ευαγγελικές αυτές διηγήσεις είναι ελάχιστες και στρέφονται κυρίως γύρω
από την επισήμανση του χρόνου της εμφάνισης του «πνεύματος του Θεού ωσεί
περιστερά» (Ματθ. 3,16) και της ακριβούς στιγμής της επίσημης
καθιέρωσης του Ιησού στη μεσσιανική αποστολή του.
Κατά τον Ματθαίο, ο Ιησούς έρχεται από τη Γαλιλαία στον Ιορδάνη
ποταμό με μοναδικό σκοπό τη συνάντηση του Ιωάννη ώστε «βαπτισθήναι υπ’
αυτού». Με την ενέργειά του αυτή ο Ιησούς θέλει να φανερώσει εκτός των
άλλων και ότι με δική του προσωπική θέληση και απόφαση έρχεται και
υποτάσσεται στο θέλημα του Πατρός και ταπεινά μετέχει στα ανθρώπινα. Αν
και κατά τη διαβεβαίωση του Βαπτιστή, ο Ιησούς δεν είχε «χρείαν» ούτε
για
βάπτισμα, ούτε πολύ περισσότερο για άφεση αμαρτιών, αφού ήταν
αναμάρτητος, εντούτοις προσέρχεται «του βαπτισθήναι υπ’ αυτού» και του
«πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3,13-15). Χρονικά το γεγονός αυτό
της βάπτισης θα πρέπει να έγινε κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 28
μ.Χ. και κατ’ άλλους αρκετά ενωρίτερα.
Η όλη περιγραφή της συνάντησης Ιησού και Ιωάννη δεν αφήνει περιθώρια
για τη δημιουργία της εντύπωσης, ότι οι δύο άνδρες ήσαν εντελώς άγνωστοι
μεταξύ τους και ότι δεν θα είχαν προηγηθεί κάποια άλλη ή πολλές άλλες
συναντήσεις πριν από αυτή της βάπτισης. Αντίθετα, μάλιστα, με την
εμφάνιση του Ιησού μπροστά στον Ιωάννη και στο σημείο ακριβώς εκείνο του
ποταμού όπου εβάπτιζε τους προσερχόμενους μετανοούντες, βλέπουμε τον
Βαπτιστή ν’ αντιδρά έντονα στη θέα του Ερχόμενου και στη διάθεσή του να
δεχθεί «βάπτισμα μετανοίας». Η όλη σκηνή φανερώνει μάλλον δύο πολύ
γνώριμους μεταξύ τους άνδρες, που ενώ ο ένας επιμένει στο σκοπό της
άφιξής του, ο άλλος αντιδρά, διότι «γνωρίζει» καλά τον προσερχόμενο και
λέει: «εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;» (Ματθ.
3,Κι). Αλλά όπως αποκαλύπτει ο Ιησούς, «ούτως γαρ πρέπον εστίν πληρώσαι
πάσαν δικαιοσύνην». Έτσι ο Ιωάννης πειθαρχεί και υποτάσσεται στο
«πρέπον» της θείας Οικονομίας και «αναγκάζεται» να βαπτίσει το νέο
Ραββί, χωρίς ασφαλώς τη διαδικασία της εξομολόγησης των αμαρτιών, όπως
συνέβαινε με όλους τους άλλους. Ο Ιησούς εισέρχεται στα νερά του
Ιορδάνη, βαπτίζεται και «ο βαπτισθείς ευθύς ανέβη από του ύδατος», χωρίς
καμία άλλη ενέργεια ή πράξη (Μχτθ. 3,16).
Αυτό το «ευθύς ανέβη» της περίπτωσης του Ιησού κατά τον Ματθαίο είναι
ιδιαίτερα ενδεικτικό και μοναδικό, γιατί όπως ξέρουμε σε όλες τις άλλες
περιπτώσεις βαπτίσεων παρουσιαζόταν μεγάλη καθυστέρηση και χρονοτριβή,
αφού είχαμε εκτεταμένη αναφορά στη ζωή του βαπτιζομένου και σχετική
«δημόσια» εξομολόγηση. Αυτό το «ευθύς ανέβη» υπογραμμίζεται με έμφαση
και από την ιδιαίτερα περιληπτική διήγηση του αρχαιότερου των
Ευαγγελίων, εκείνου του Μάρκου (1,10). Και τούτο, γιατί η εξομολόγηση
των αμαρτιών γινόταν κατά τη διάρκεια της παραμονής του υποψηφίου εντός
του ύδατος, είτε αμέσως με την είσοδό του στον Ιορδάνη είτε κατά την
«τελετή» της βάπτισης. Για τον Ιησού υπογραμμίζεται από όλη την
ευαγγελική παράδοση, ότι με την είσοδό του στα νερά του ποταμού «ευθύς
ανέβη από του ύδατος» (Ματθ. 3, 16) ή «ευθύς αναβαίνων εκ του ύδατος…»
(Ματθ. 1,10), για να γίνει σαφής διαστολή από όλες τις άλλες βαπτίσεις
που έκανε ο Ιωάννης προς «άπαντα τον λαόν» (Λουκ. 3,21).
Βέβαια αυτό δεν σημαίνει πως το βάπτισμα του Ιησού δεν είχε καμιά
σχέση με αυτό που αποκαλούμε «άφεσιν των αμαρτιών». Δεν έχουμε πράξη
εξομολόγησης, γιατί δεν έχουμε προσωπικές αμαρτίες, αλλά το βάπτισμα του
Ιησού έχει μεγάλη σχέση με τη σωτηρία του κόσμου και βαθύτατη σημασία
για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Ο Ιησούς ήταν αναμάρτητος αλλ’ έγινε
«αμνός του Θεού» που πήρε επάνω του όλες τις αμαρτίες των ανθρώπων
(Ιωαν. 1,29• 1,36). Έτσι το βάπτισμα του Ιορδάνη «προτυπώνει» και
προαναγγέλλει το άλλο «βάπτισμα» του Ιησού, το θυσιαστικό του θανάτου
του πάνω στο σταυρό (Μαρκ. 10,38• Λουκ. 12,50), όπου κατ’ ουσιαστικό
τρόπο πραγματοποιήθηκε όχι μόνο η «άφεσις των αμαρτιών ημών» αλλά και η
λύτρωση του κόσμου. Η δημόσια δράση και ζωή του Ιησού, βλέπουμε ότι
πλαισιώνεται μεταξύ δύο ειδών βαπτίσματος, του πρώτου «ύδατι» και του
δευτέρου «πυρί», δηλαδή μεταξύ ταπείνωσης, θυσίας και μαρτυρίου.
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής παρουσιάζεται από τις ευαγγελικές περικοπές
ωσάν να εγνώριζε καλά τον Ιησού από προηγούμενες συναντήσεις τους, να
εκτιμούσε βαθύτατα τον άνδρα, και γι’ αυτό κατά τη στιγμή της
προσέλευσής του στον Ιορδάνη αρνείται επίμονα τη βάπτισή του. Και μόνο
όταν ο Ιησούς επιμένει και του αποκαλύπτει ότι «πρέπον εστίν», τότε και
μόνο υποχωρεί και τον βαπτίζει. Ως εδώ τα πράγματα εξελίσσονται απλά και
φυσιολογικά περίπου και υπογραμμίζεται με ιδιαίτερη έμφαση η βαθύτατη
εκτίμηση και ο αλληλοσεβασμός που διέκρινε τη σβέση των δυο ανδρών.
Πιθανώς δε να υπονοείται στα κείμενα και κάποιο είδος «πρόγνωσης» που
μπορεί να είχε ο Ιωάννης σχετικά με το «ποιός άραγε να είναι αυτός ο
ερχόμενος». Αλλά τίποτε περισσότερο και τίποτε ουσιαστικότερο. Όλα
βρίσκονται ως εδώ στο επίπεδο της προσωπικής και «προφητικής» του γνώσης
και εμπειρίας. Η μεγάλη αποκαλυπτική στιγμή δεν έχει ακόμη φανερωθεί. Η
αποφασιστική παρέμβαση του Ουρανού δεν φάνηκε ακόμη να πραγματοποιείται
για να υποδείξει και να χρίσει τον Εκλεκτό. Μέσα σ’ αυτή την «αναμονή»
και μόνο μετά το τέλος της σύντομης και «τυπικής» διαδικασίας της
βάπτισης του Ιησού, έχουμε το «άνοιγμα» του Ουρανού και την «κάθοδο» του
αποκαλυπτικού «σημείου» της θεοφάνειας (Ματθ. 3,16· Μαρκ. 1,10).
(Γεωργίου Π. Πατρώνου, «Η ιστορική πορεία του Ιησού», εκδ. Δόμος, σ. 241-245)
___________