Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

«Μαρτυρώ γαρ αυτοίς ότι ζήλον Θεού έχουσιν, αλλ΄ ου κατ΄ επίγνωσιν» ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ρωμ. 10,1-10]



ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

  «Ἀδελφοί, ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτῶν εἰς σωτηρίαν (:ενώ όμως αδελφοί, οι Ισραηλίτες απίστησαν και αποξενώθηκαν από τη σωτηρία του Μεσσία, η σφοδρή επιθυμία και ευαρέσκεια της καρδιάς μου και η δέηση που απευθύνω στον Θεό είναι για χάρη των Ισραηλιτών, για να πετύχουν τη σωτηρία)» [Ρωμ.10,1].
     Πρόκειται πάλι να ασχοληθεί με αυτούς σφοδρότερα από ό,τι προηγουμένως. Γι' αυτό πάλι αναιρεί την υποψία κάθε αποστροφής και χρησιμοποιεί πολύ την  εκ των προτέρων διόρθωση. «Να μην προσέχετε λοιπόν», λέγει, «στα λόγια, ούτε στις κατηγορίες μου, αλλά ότι λέγω αυτά όχι από εχθρική διάθεση». Γιατί δεν είναι γνώρισμα του ίδιου ατόμου και να επιθυμεί να σωθούν αυτοί, και όχι μόνο να επιθυμεί, αλλά και να προσεύχεται, και πάλι να τους μισεί και να τους αποστρέφεται· καθόσον με τη λέξη «εὐδοκία» εδώ εννοεί τη σφοδρή επιθυμία και την προσευχή που κάνει. Όχι μόνο λοιπόν για να απαλλαγούν από την κόλαση, αλλά και
για να σωθούν αυτοί, και φροντίζει και προσεύχεται πολύ. Όχι όμως μόνο από εδώ, αλλά και από τα επόμενα δείχνει την αγάπη που έχει προς αυτούς· γιατί από τα ίδια τα πράγματα, όσο μπορούσε, αγωνίζεται και μάχεται ζητώντας να βρει γι΄αυτούς έστω και κάποια ασήμαντη απολογία· και δεν μπορεί, γιατί νικιέται από τη φύση των πραγμάτων.
    «Μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ΄ οὐ κατ΄ ἐπίγνωσιν (:και επιθυμώ να σωθούν, διότι δίνω γι΄ αυτούς μαρτυρία ότι έχουν ζήλο για τον Θεό· αλλά ο ζήλος τους αυτός δεν διευθύνεται από ορθή και πλήρη γνώση σχετικά με τον Θεό και για τα καθήκοντα προς Αυτόν)» [Ρωμ.10,2], λέγει. Ασφαλώς αυτά είναι άξια για συγνώμη, όχι για κατηγορία. Εάν λοιπόν είναι αποχωρισμένοι όχι για άνθρωπο, αλλά για ζήλο, είναι δίκαιο να ελεούνται αυτοί μάλλον, παρά να τιμωρούνται.
    Αλλά πρόσεχε ότι με σύνεση και τους έκανε χάρη με τον λόγο του και έδειξε την άκαιρη φιλονικία τους: «ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην (:δεν φρόντισαν δηλαδή να γνωρίσουν τη δικαίωση που δίνει ο Θεός από αγαθότητα)», λέγει. Πάλι τα λόγια αυτά δείχνουν συγνώμη, αλλά τα επόμενα δείχνουν πολύ έντονη κατηγορία, και αναιρεί κάθε δικαιολογία: «καὶ τὴν ἰδίαν ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν (:και ζητούν να στήσουν τη δική τους αντίληψη σχετικά με τη δικαίωση.  Γι' αυτό και δεν υπέταξαν τον εαυτό τους στη δικαίωση του Θεού)» [Ρωμ.10,3].
     Και τα έλεγε αυτά, για να δείξει ότι πλανήθηκαν περισσότερο από φιλονικία και φιλαρχία, παρά από άγνοια, και ότι δεν έστησαν ούτε αυτήν τη δικαίωση που προέρχεται από την εκτέλεση του νόμου· γιατί με το να πει «επειδή ζητούσαν να στήσουν», φανερώνει αυτό ακριβώς. Και αυτό δεν το ανέφερε βέβαια καθαρά, γιατί δεν είπε: «ότι έχασαν κάθε δικαίωση», αλλά υπαινίχτηκε αυτό με υπερβολική σύνεση και με τη σοφία που αρμόζει σε αυτόν· γιατί, αν ακόμη ζητούν να τη στήσουν εκείνη, είναι ολοφάνερο ότι δεν την έστησαν· αν δεν υποτάχτηκαν σε αυτήν, και αυτήν την έχασαν. Και την ονομάζει «δική τους δικαίωση», ή γιατί δεν ισχύει πια ο μωσαϊκός νόμος ή γιατί εξαρτάται από τους κόπους και τους ιδρώτες, ενώ αυτήν που προέρχεται από την πίστη την ονομάζει «δικαίωση του Θεού», γιατί ολόκληρη εξαρτάται από τη χάρη του Θεού, και λαμβάνεται όχι με κόπους, αλλά με τη δωρεά του Θεού. Όμως εκείνοι που πάντοτε αντιστέκονται στο Άγιο Πνεύμα και αγωνίζονται να δικαιωθούν με τον νόμο, δεν προσήλθαν στην πίστη. Επειδή όμως δεν προσήλθαν στην πίστη, ούτε έλαβαν τη δικαίωση που προέρχεται από αυτήν, και επειδή δεν μπόρεσαν να δικαιωθούν και από τον νόμο, από παντού έχασαν τη δικαίωση.
    «Τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι (:διότι ο Χριστός έδωσε τέλος στην αποστολή και την ισχύ του νόμου· και έτσι τώρα αποκτά τη δικαίωση και τη σωτηρία του καθένας που πιστεύει στον Χριστό, και όχι όποιος εξαρτά τη δικαίωσή του από τον νόμο, όπως την εξαρτούν οι Ισραηλίτες που απίστησαν)»[Ρωμ.10,4].Βλέπε τη σύνεση του Παύλου. Επειδή λοιπόν είπε «δικαίωση» και «δικαίωση», για να μη νομίσουν όσοι από τους Ιουδαίους πίστεψαν, ότι έχουν τη μία και έχασαν την άλλη, και ότι κατηγορούνται για παράβαση του νόμοηυ (γιατί πραγματικά και αυτοί δεν έπρεπε να φοβούνται λιγότερο, αφού ακόμη ήταν νεοφώτιστοι), ούτε οι Ιουδαίοι πάλι να έχουν προσδοκίες πως θα την κατορθώσουν αυτήν και να πουν ότι «αν και δεν την πετύχαμε τώρα, οπωσδήποτε όμως θα την επιτύχουμε» , πρόσεχε τι κάνει. Δείχνει ότι μία είναι η δικαίωση, και εκείνη ανακεφαλαιώνεται σε αυτήν, και ότι εκείνος που προτίμησε αυτήν που προέρχεται από την πίστη, πραγματοποίησε και εκείνην· εκείνος όμως που περιφρόνησε αυτήν, έχασε και εκείνην μαζί με αυτήν· γιατί, αν το τέλος του νόμου είναι ο Χριστός, εκείνος που δεν έχει τον Χριστό, και αν ακόμη νομίζει πως έχει τη δικαίωση εκείνη, δεν την έχει· ενώ εκείνος που έχει τον Χριστό, και αν ακόμη δεν έχει κατορθώσει τον νόμο, τα έλαβε όλα.
   Γιατί και ο σκοπός της ιατρικής είναι η υγεία. Όπως ακριβώς λοιπόν εκείνος που μπορεί να κάνει κάποιον υγιή, και αν ακόμη δεν έχει την ιατρική, τα έχει όλα, ενώ εκείνος που δεν ξέρει να θεραπεύει, και αν ακόμη νομίζει πως ασκεί την ιατρική τέχνη, έχασε τα πάντα· έτσι στον νόμο και την πίστη, εκείνος που βρίσκεται έξω από την πίστη, είναι ξένος και από τα δύο. Τι λοιπόν ήθελε ο νόμος; Να δικαιώσει τον άνθρωπο. Δεν τα κατάφερε όμως, γιατί κανένας δεν τον εκπλήρωσε. Αυτό λοιπόν ήταν το τέλος του νόμου, και σε αυτό αποσκοπούσαν όλα, και  γι' αυτό γίνονταν όλα, και οι γιορτές και οι εντολές και οι θυσίες και όλα τα υπόλοιπα, για να δικαιωθεί ο άνθρωπος. Αλλά το τέλος αυτό το κατόρθωσε ο Χριστός σε μεγαλύτερο βαθμό με την πίστη. «Μη φοβηθείς λοιπόν», λέγει, «ότι παραβαίνεις τον νόμο, επειδή προσήλθες στην πίστη· γιατί τότε παραβαίνεις αυτόν, όταν εξαιτίας αυτού δεν πιστέψεις στον Χριστό· γιατί αν πιστέψεις σε Αυτόν, και εκείνον εκπλήρωσες, και πολύ περισσότερο από όσο διέταξε· γιατί έλαβες πολύ μεγαλύτερη δικαίωση».
        Στη συνέχεια, επειδή αυτά ήταν απόφαση, τα επιβεβαιώνει πάλι από τις Γραφές. «Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ ποιήσας ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτῇ (:και η σωτηρία δίνεται μόνο με την πίστη, διότι ο Μωυσής γράφει για τη δικαίωση που προέρχεται από τον μωσαϊκό νόμο, ότι ο άνθρωπος που θα τηρήσει ανεξαιρέτως όσα ο νόμος διατάζει, θα ζήσει χάρη σε αυτά, και συνεπώς αυτός κα μόνο θα σωθεί. Η ακριβής όμως τήρηση του νόμου είναι αδύνατη)» [Ρωμ.10,5], λέγει. Αυτό που λέγει, σημαίνει το εξής: ο Μωυσής μάς δείχνει τη δικαίωση που προέρχεται από τον νόμο, ποια είναι και τι λογής. Ποια λοιπόν είναι και από τι αποτελείται; Από την εκπλήρωση των εντολών. «Ὁ ποιήσας ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτῇ (:ο άνθρωπος που θα τηρήσει ανεξαιρέτως όσα ο νόμος διατάζει, θα ζήσει χάρη σε αυτά, και συνεπώς αυτός κα μόνο θα σωθεί. Η ακριβής όμως τήρηση του νόμου είναι αδύνατη)», λέγει. Άλλωστε δεν είναι δυνατό να γίνει δίκαιος με τον νόμο, παρά μόνο όταν εκπληρώσει όλες τις εντολές· αυτό όμως σε κανέναν δεν έγινε δυνατό. Συνεπώς εξέπεσε η δικαίωση αυτή.
     Αλλά πες μας, Παύλε, και την άλλη δικαίωση που προέρχεται από τη χάρη. Ποια λοιπόν είναι αυτή και από τι αποτελείται; Άκουσε αυτόν που την περιγράφει με σαφήνεια. Επειδή λοιπόν κατηγόρησε εκείνη, πηγαίνει στη συνέχεια σε αυτήν και λέγει: «Ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτως λέγει· Μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου· Τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ΄ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν ἤ, Τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ΄ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν. Ἀλλὰ τί λέγει; Ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ΄ ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν. Ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν· σωθήσῃ καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν (:αντιθέτως, σχετικά με τη δικαίωση από την πίστη λέει ο Μωυσής στο “Δευτερονόμιο”: “Μην εισχωρήσει στην καρδιά σου ο λογισμός: Ποιος θα ανεβεί στον ουρανό;” Για να κατεβάσει δηλαδή από εκεί τον Χριστό, που θα με οδηγήσει στη σωτηρία. Ή: “Ποιος θα κατεβεί στα σκοτεινά και βαθιά μέρη του Άδη;”. Για να αναστήσει δηλαδή τον Χριστό από τους νεκρούς, που θα μας δώσει τη σωτηρία και τη ζωή. Αλλά τι λέει η Αγία Γραφή για τη σωτηρία από την πίστη; Λέει τα εξής: “Είναι κοντά σου ο λόγος, κοντά στο στόμα σου και στην καρδιά σου”. Δηλαδή είναι κοντά σου ο λόγος που πρέπει να πιστέψεις, και τον οποίο εμείς οι Απόστολοι κηρύττουμε.  Και είναι κοντά στο στόμα σου και στην καρδιά σου ο λόγος αυτός, διότι, εάν ομολογήσεις με το στόμα σου τον Ιησού ως υπέρτατο Κύριο και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός Τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα σωθείς. Και θα σωθείς, επειδή με την καρδιά του πιστεύει κανείς και με όλη την ψυχή του, και ως καρπό της πίστεως αυτής έχει τη δικαίωσή του και με το στόμα του ομολογεί την πίστη, και ως καρπό έχει τη σωτηρία του)» [Ρωμ.10,6-10].
       Για να μη λέγουν λοιπόν οι Ιουδαίοι πως βρήκαν μεγαλύτερη δικαίωση εκείνοι που δεν βρήκαν τη μικρότερη, αναφέρει αναντίρρητη σκέψη, ότι ο δρόμος αυτός είναι πιο εύκολος από εκείνον· γιατί αυτός ο δρόμος απαιτεί εκπλήρωση όλων των εντολών· όταν λοιπόν τα κάνεις όλα, τότε θα ζήσεις. Η δικαίωση όμως από την πίστη δεν λέγει αυτό, αλλά τι; «Εάν ομολογήσεις με το στόμα σου ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός Τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα σωθείς».
       Στη συνέχεια, για να μη φανεί πάλι ότι την κάνει ευκαταφρόνητη με το να δείχνει πως είναι εύκολη και απλή, πρόσεχε πώς πλαταίνει τον λόγο γι’ αυτή· γιατί δεν ήρθε αμέσως σε αυτό, που έχουμε πει, αλλά τι λέγει; «Αντιθέτως, σχετικά με τη δικαίωση από την πίστη λέει ο Μωυσής στο “Δευτερονόμιο”: “Μην εισχωρήσει στην καρδιά σου ο λογισμός: Ποιος θα ανεβεί στον ουρανό;” Για να κατεβάσει δηλαδή από εκεί τον Χριστό, που θα με οδηγήσει στη σωτηρία. Ή: “Ποιος θα κατεβεί στα σκοτεινά και βαθιά μέρη του Άδη;”. Για να αναστήσει δηλαδή τον Χριστό από τους νεκρούς, που θα μας δώσει τη σωτηρία και τη ζωή)». Γιατί, όπως στην αρετή που εκδηλώνεται με τα έργα αντιστέκεται η ραθυμία, χαλαρώνοντας τις δυνάμεις, και πρέπει να αγρυπνεί πάρα πολύ η ψυχή, ώστε να μην υποχωρεί, έτσι και όταν πρέπει να πιστέψουμε, υπάρχουν σκέψεις που προκαλούν σύγχυση και βλάπτουν τη διάνοια των πολλών και χρειάζεται πιο ρωμαλέα ψυχή, ώστε να αποκρούσει αυτές.
     Γι' αυτό ακριβώς και αναφέρει τις σκέψεις αυτές, και εκείνο που έκανε στην περίπτωση του Αβραάμ, αυτό κάνει και εδώ· γιατί και εκεί, αφού έδειξε πως αυτός δικαιώθηκε από την πίστη, για να μη φανεί ότι είχε λάβει μάταια και χωρίς λόγο τόσο μεγάλο στεφάνι, σαν να μην ήταν τίποτε το πράγμα, εξυψώνοντας τη φύση της πίστεως, λέγει: «ὃς παρ᾿ ἐλπίδα ἐπ᾿ ἐλπίδι ἐπίστευσεν, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸν πατέρα πολλῶν ἐθνῶν κατὰ τὸ εἰρημένον· οὕτως ἔσται τὸ σπέρμα σου· καὶ μὴ ἀσθενήσας τῇ πίστει οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον, ἑκατονταέτης που ὑπάρχων, καὶ τὴν νέκρωσιν τῆς μήτρας Σάῤῥας· εἰς δὲ τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Θεοῦ οὐ διεκρίθη τῇ ἀπιστίᾳ, ἀλλ᾿ ἐνεδυναμώθη τῇ πίστει, δοὺς δόξαν τῷ Θεῷ. καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ ἐπήγγελται δυνατός ἐστι καὶ ποιῆσαι. διὸ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην (:αυτήν την υπόσχεση έδωσε ο Θεός στον Αβραάμ· αυτός λοιπόν αν και η γεροντική του ηλικία δεν του έδινε καμία ελπίδα να αποκτήσει παιδί, ελπίζοντας στη δύναμη του Θεού πίστεψε ότι θα γινόταν πατέρας πολλών εθνών, σύμφωνα με εκείνο που του είπε ο Θεός: “Θα είναι οι απόγονοί σου τόσο πολλοί και λαμπροί όπως τα άστρα του ουρανού”. Και επειδή δεν κλονίστηκε στην πίστη του αυτή, δεν συλλογίστηκε ότι το σώμα του ήταν πια νεκρό και ανίκανο να κάνει παιδιά, διότι ήταν περίπου εκατό ετών. Ούτε συλλογίστηκε τη νέκρωση της μήτρας της γυναίκας του της Σάρρας. Και δεν ταλαντεύτηκε από αμφιβολίες απιστίας στην υπόσχεση που του έδωσε ο Θεός, αλλά αντίθετα ενδυνάμωσε τον εαυτό του στην πίστη και δόξασε τον Θεό, σαν να είχε ήδη πραγματοποιηθεί η υπόσχεσή του. Και απέκτησε απόλυτη βεβαιότητα ότι εκείνο που υπόσχεται ο Θεός έχει τη δύναμη και να το εκπληρώσει. Και επειδή πίστεψε με τέτοια πεποίθηση,  γι' αυτό λογαριάστηκε σε αυτόν η πίστη του αυτή ως δικαίωση)» [Ρωμ.4,18-22]. Και έδειξε ότι χρειάζεται δύναμη και ψυχή ανώτερη που να δέχεται εκείνα που υπερβαίνουν την ελπίδα και να μη σκοντάφτει στα ορατά πράγματα. Αυτό λοιπόν και εδώ κάνει και δείχνει πως χρειάζεται φιλόσοφη διάνοια και διάθεση υψηλή μέχρι τον ουρανό και μεγάλη. Και δεν είπε απλώς: «μην πεις», αλλά «μην πεις στην καρδιά σου»· δηλαδή, ούτε να σκεφτείς να αμφιβάλλεις και να πεις στον εαυτό σου: «και πώς είναι δυνατόν αυτό;».
    Βλέπεις ότι αυτό προπάντων είναι το γνώρισμα της πίστεως, το να επιζητούμε δηλαδή αφού αφήσουμε κάθε φυσική συνέχεια των πραγμάτων, το υπερφυσικό, και αφού απομακρύνουμε την ασθένεια των σκέψεων, να παραδεχόμαστε πως όλα προέρχονται από τη δύναμη του Θεού; Αν και βέβαια οι Ιουδαίοι δεν έλεγαν μόνο αυτά, αλλά ότι δεν είναι δυνατό να δικαιωθούν από την πίστη. Όμως αυτός σε άλλο οδηγεί αυτό που έχει γίνει, με σκοπό, όταν δείξει ότι είναι τόσο μεγάλο, ώστε και αφού πραγματοποιηθεί να χρειάζεται την πίστη, να φανεί πως δίκαια πλέκει το στεφάνι σε αυτούς. Και χρησιμοποιεί λόγια της Παλαιάς Διαθήκης, φροντίζοντας πάντοτε να αποφεύγει τις κατηγορίες για καινοτομία και σύγκρουση με εκείνη· γιατί αυτό που λέγει εδώ για την πίστη, το λέγει σε αυτούς για την εντολή ο Μωυσής, για να δείξει ότι απόλαυσαν πολλές ευεργεσίες από τον Θεό· γιατί «δεν είναι δυνατό να πει», λέγει, «ότι πρέπει να ανέβει στον ουρανό και να περάσει μεγάλο πέλαγος, και τότε να λάβει τις εντολές, αλλά τα τόσο μεγάλα και υπέρογκα μάς τα έκανε εύκολα ο Θεός».
    Τι σημαίνει όμως «ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν (:κοντά σου είναι ο λόγος, τον οποίο πρέπει να πιστέψεις)»; Δηλαδή, είναι εύκολος, γιατί η σωτηρία βρίσκεται στη σκέψη σου και στη γλώσσα σου. Χωρίς να βαδίζουμε πολύ δρόμο, ούτε να πλεύσουμε πέλαγος, ούτε να περάσουμε βουνά, έτσι πρέπει να σωθούμε. Αλλά κι αν δεν θέλεις ούτε αυτόν τον δρόμο να βαδίσεις, είναι δυνατό παραμένοντας και στο σπίτι σου να σωθείς, γιατί η αφετηρία της σωτηρίας σου βρίσκεται στο στόμα σου και στην καρδιά σου.
     Στη συνέχεια, κάνοντας και από αλλού εύκολο τον λόγο για την πίστη, λέγει ότι «ο Θεός ανέστησε Αυτόν από τους νεκρούς». Σκέψου λοιπόν την αξία Εκείνου που Τον ανέστησε, και δεν θα δεις πια καμία δυσκολία στο πράγμα. Επομένως, το ότι βέβαια είναι Κύριος, είναι φανερό από την Ανάσταση, πράγμα που και στην αρχή της επιστολής έλεγε: «τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει κατὰ πνεῦμα ἁγιωσύνης ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν(:και αποδείχτηκε ότι είναι  Υιός του Θεού με δύναμη υπερφυσική που προερχόταν από το Πνεύμα που μεταδίδει αγιασμό· και προπάντων αποδείχτηκε με την ανάστασή Του από τους νεκρούς. Μιλώ για τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας)» [Ρωμ.1,4], το ότι όμως και η Ανάσταση είναι εύκολη, έχει αποδειχτεί από τη δύναμη Εκείνου που την έκανε και σε αυτούς που πάρα πολύ δύσκολα πιστεύουν. Όταν λοιπόν και μεγαλύτερη είναι η δικαίωση και εύκολη και εύκολα αποδεκτή, και δεν είναι δυνατό να δικαιωθούμε διαφορετικά, δεν είναι τότε δείγμα της χειρότερης μορφής φιλονικίας το να επιχειρούν τα αδύνατα, εγκαταλείποντας τα εύκολα και τα ελαφρά; Γιατί δεν θα μπορούσαν να πουν ότι εγκατέλειψαν το πράγμα επειδή ήταν βαρύ.
   Είδες πώς τους στερεί από κάθε συγνώμη; Για ποια απολογία λοιπόν μπορεί να είναι άξιοι, αφού προτίμησαν το βαρύ και ακατόρθωτο, ενώ περιφρόνησαν το εύκολο και αυτό που μπορούσε να τους σώσει και να τους δώσει εκείνα, που δεν μπόρεσε να τους δώσει ο νόμος; Γιατί αυτά δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μόνο απόδειξη διάθεσης που φιλονικεί και ξεσηκώνεται εναντίον του Θεού. Καθόσον ο μωσαϊκός νόμος είναι δυσβάστακτος, ενώ η χάρη εύκολη· ο νόμος, και αν ακόμη προσπαθήσουν πάρα πολύ δεν σώζει ενώ η χάρη χορηγεί και τη δική της δικαίωση και τη δικαίωση του νόμου. Ποιος λόγος λοιπόν θα τους σώσει όταν φέρονται με εχθρική διάθεση σε αυτήν, ενώ προσηλώνονται σε εκείνον άσκοπα και στα χαμένα;
             ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
              επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
·                  Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα  έργα, Υπόμνημα στην προς Ρωμαίους επιστολήν, ομιλία ΙΗ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1985, τόμος 17, σελίδες 325-335.
·                  Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
·                  Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
·                  Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
·                  Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
·                  http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm