«Ἀγαπητέ ἐν Χριστῶ ἀδελφέ Καρδινάλιε….καί λοιπά μέλη τῆς ἐπισήμου ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης.…»
- Πρόσω ὁλοταχῶς γιά τήν ἕνωση μέ τόν Παπισμό!
- Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διασπᾶ τήν Ὀρθοδοξία καί ὁδηγεῖ τούς «ὑπηκόους» του πρός τήν ἕνωση μετά τῶν αἱρετικῶν
τοῦ Δημ. Κ. Ἀναγνώστου, Θεολόγου
Ὅπως διαβάσαμε στόν ἠλεκτρονικό τύπο περί τῶν συμβάντων έν Κωνσταντινουπόλει τήν 30 Νοεμβρίου ἐνεστῶτος ἔτους: «Μετά την απόλυση ο Οικουμενικός Πατριάρχης (σημείωση ἡμετέρα: ἐν πλήρη ἀμφιέσει, δηλαδή ἐν ἐπιτραχηλίω καί ὡμοφορίῳ) προσφώνησε
την επίσημη Αντιπροσωπεία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, επισημαίνοντας
ότι η παρουσία της στο Φανάρι, με την ευκαιρία της εορτής της μνήμης
του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, Ιδρυτού της Πρωτοθρόνου
Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, στο πλαίσιο της καθιερωμένης
παραδόσεως της ανταλλαγής αντιπροσωπειών κατά τις Θρονικές εορτές των
δύο Εκκλησιών, “μαρτυρεί τον σύνδεσμον της ειρήνης και της
αγάπης, τον τηρούντα ημάς εν τη ενότητι του Πνεύματος (πρβλ. Εφεσ. δ´,
3), και αποτελεί σύμβολον της ολοθύμου κοινής επιθυμίας μας διά την
αποκατάστασιν πλήρους κοινωνίας μεταξύ των αδελφών Εκκλησιών μας”.
“Ως είχεν ορθώς παρατηρήσει ο εκ των πρωτεργατών της καθιερώσεως του ωραίου τούτου εθίμου του συνεορτασμού της μνήμης των Αποστόλων Ανδρέου και Πέτρου, των αυταδέλφων και ιδρυτών των Εκκλησιών ημών, μακαριστός Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων, τούτο δεν
είναι «μία στατική πράξις επαναλήψεως, αλλά μία εκάστοτε νέα καταβολή,
μία δυναμική πρόοδος και εμβάθυνσις εις το προοδευτικώς προς το έσχατον
βαίνον μυστήριον της Εκκλησίας», μία ευλογημένη συνάντησις, η
οποία «συμπληρώνει και φωτίζει και τον θεολογικόν διάλογον και όλας τας
άλλας εκδηλώσεις των αδελφικών μας σχέσεων», αναδεικνύουσα «την θείαν διάστασιν του όλου εγχειρήματος διά την ενότητα» [Χαλκηδόνια (Αθήναι, 1999), 435]”.
Ο Παναγιώτατος υπενθύμισε τους λόγους
του μακαριστού Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ενός από τους πλέον σημαντικούς
Θεολόγους του 20ου αιώνα, που φέτος συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από την
κοίμησή του, επέτειο την οποία τίμησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τη
διοργάνωση διεθνούς θεολογικού συνεδρίου στην Πόλη, και ο οποίος είχε
πει ότι “όλοι οι Χριστιανοί
ανήκομεν εις τον αυτόν πνευματικόν χώρον. Ανατολή και Δύσις δεν
αποτελούν ανεξαρτήτους, αυτάρκεις και αυτοερμηνευομένας μονάδας,
δεν είναι δυνατόν να νοηθούν καθ᾽ εαυτάς, αφού έχουν κοινόν παρελθόν,
προέρχονται από μίαν κοινήν παράδοσιν, η οποία σταδιακώς ηλλοτριώθη και
διεσπάσθη”.
“Κατά τον πατέρα Φλωρόφσκυ, «η
τραγωδία της διαιρέσεως είναι το μεγαλύτερο και κρισιμώτερο πρόβλημα της
Χριστιανικής ιστορίας» [«Πατερική θεολογία και το ήθος της Ορθοδόξου
Εκκλησίας», εν Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας (Θεσσαλονίκη, 1979), 34]. Η
ανάμνησις της κοινής χριστιανικής κληρονομίας και η συνειδητοποίησις
της τραγικότητος της διαιρέσεως είναι διαρκής ώθησις διά την συνέχισιν
του αγώνος διά την αποκατάστασιν της απολεσθείσης ενότητος”.
Στη συνέχεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξέφρασε την ευαρέσκειά του για το γεγονός ότι η Μικτή Διεθνής Επιτροπή επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία εργάζεται ήδη επί 40 χρόνια, έχει
σημειώσει πρόοδο επί της συζητήσεως του σημαντικού κειμένου περί του
«Πρωτείου και της Συνοδικότητος εν τη δευτέρα χιλιετία και σήμερον».
“Σημαντικήν διάστασιν του διαλόγου της αγάπης και της αληθείας θεωρού-μεν σήμερον τον «δικαιϊκόν οικουμενισμόν», ήτοι
την αξιοποίησιν των κα-νόνων και των λοιπών κανονικών διατάξεων των
Εκκλησιών μας εις την αναζήτησιν συμφωνίας εις το επίπεδον του δόγματος,
που αποτελεί το επί-κεντρον του θεολογικού διαλόγου ημών μέχρι της
σήμερον.
Η σπουδαιότης του κανονικού δικαίου
διά την περαιτέρω πρόοδον του θεολογικού διαλόγου μεταξύ των δύο αδελφών
Εκκλησιών μας βεβαιούται και υπό του Κειμένου της Ραβέννης: «Προκειμένου να υπάρξη πλήρης εκκλησιαστική κοινωνία, πρέπει να υπάρξη επίσης, μεταξύ των Εκκλησιών μας, αμοιβαία αναγνώρισις των κανονικών θεσπισμάτων εις τας νομίμους ποικιλομορφίας των» (§ 16).
Ως είχομεν την ευκαιρίαν να
υπογραμμίσωμεν τον παρελθόντα Σεπτέμβριον εν Ρώμη εις την Εισήγησίν μας
εις το 24ον Διεθνές Συνέδριον της Εταιρείας του Δικαίου των Ανατολικών
Εκκλησιών, δεν θα έπρεπε να «μεταχειριζώμεθα τους κανόνας μόνον ως ‘οροθέσια’ που καθορίζουν τα ‘όρια της Εκκλησίας’», πάλιν
κατά την περίφημον φράσιν του πατρός Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Ετονίσαμεν ότι
η κοινή κανονική παράδοσις της πρώτης χιλιετίας λειτουργεί «ως το
θεωρητικόν και πρακτικόν πλαίσιον, το οποίον συμπληρώνει τον από χρόνου
ικανού αρξάμενον διάλογόν μας αληθείας και αγάπης, την δέσμευσίν μας να
αληθεύωμεν πάντοτε εν αγάπη (πρβλ. Εφεσ. δ´, 15)».
Ολίγας ημέρας μετά την ημετέραν Εισήγησιν, ο αδελφός ημών Πάπας Φραγκίσκος, τον
οποίον είχομεν την ευφρόσυνον ευκαιρίαν να συναντή-σωμεν και να
ασπασθώμεν διά μίαν εισέτι φοράν εν Βατικανώ, συνεφώνησε με την θέσιν
ημών, τονίζων ότι ο θεολογικός διάλογος
μεταξύ των δύο αδελφών Εκκλησιών έχει «και μίαν κανονικήν διάστασιν,
καθώς η εκκλησι-ολογία ευρίσκει την έκφρασίν της εις τους θεσμούς και
εις το δίκαιον των Εκκλησιών. Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι το
κανονικόν δίκαιον δεν είναι μόνον αρωγός του οικουμενικού διαλόγου,
αλλά, επίσης, και ζωτική διά-στασις αυτού».
Και ο Πάπας υπενενθύμισεν ότι ο παρών θεολογικός διάλογος ημών «αναζητεί
ακριβώς συναντίληψιν περί πρωτείου και συνοδικότητος και περί της
σχέσεώς των εις την υπηρεσίαν της ενότητος της Εκκλησίας … επί τη βάσει
της κοινής κανονικής ημών κληρονομίας της πρώτης χιλιετίας»”.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο
Παναγιώτατος στην πρόσφατη κίνηση του Πάπα Φραγκίσκου να δωρίσει
απότμημα των ιερών λειψάνων του Αποστόλου Πέτρου στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο.
“Τον διάλογον της αληθείας εν τω «συνδέσμω της αγάπης» εμπλουτίζει, εμβαθύνει και ενισχύει και ο «οικουμενισμός των Αγίων». Ως η υμετέρα πεφιλημένη Σεβασμιότης, αγαπητέ Καρδινάλιε Kurt Koch, επεσήμανεν, «ο οικουμενισμός των Αγίων είναι μία εξαίρετος ευκαιρία διά διάλογον μεταξύ των Εκκλησιών […] Τούτο είναι εξόχως σημαντικόν, καθώς η προσκύνησις των λειψάνων δύναται να βοηθήση τους πιστούς να ασχοληθούν ενεργώς με τον διάλογον.
Είναι πράγματι ωραίον να συναντώνται οι αρχηγοί των Εκκλησιών, αλλά είναι εξ ίσου σημαντικόν και το σώμα των πιστών να πράττη το ίδιον». Διά τον λόγον αυτόν, συνεκινήθημεν εντόνως όταν επληροφορήθημεν, τον παρελθόντα Ιούνιον, κατά
την Θρονικήν Εορτήν της Εκκλησίας της Ρώμης, ότι η Αυτού Αγιότης, ο
αδελφός ημών Πάπας Φραγκίσκος, μας εδώρησεν αυθορμήτως απότμημα των
ιερών λειψάνων του Αγίου Αποστόλου Πέτρου. Εν τούτω τω προφητικώ οικουμενικώ σημείω, δυνάμεθα να διακρίνωμεν πολλαπλάς σημασίας.
Η έλευσις των λειψάνων του Αγίου
Αποστόλου Πέτρου εις την Έδραν του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως ήτο αφ᾽ εαυτής ευλογία, καθώς ο Απόστολος Πέτρος
είναι εξέχουσα προσωπικότης του Χριστιανισμού, ως ο Απόστολος της
ομολογίας, ως ο μάρτυς της Αναστάσεως και ως σημείον ελπίδος δι᾽ όλους
τους Χριστιανούς. Τούτο το δώρον του Πάπα Φραγκίσκου αποτελεί νέον ορόσημον εις την πορείαν προς την μεταξύ μας επαναπροσέγγισιν.
Όπως η Αυτού Αγιότης έγραψεν εις αδελφικόν Αυτής Γράμμα προς την ημετέραν Μετριότητα, η εντονος επιθυμία της ήτο «απότμημα των λειψάνων του Αποστόλου Πέτρου να τοποθετηθή πλησίον των λειψάνων του Αποστόλου Ανδρέου, ο οποίος τιμάται ως προστάτης της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως».
Το γεγονός ότι οι αδελφοί Πέτρος και Ανδρέας επανενώθησαν διά των ιερών λειψάνων των, μας προτρέπει να συνεχίσωμεν με μεγαλυτέραν έμφασιν και ελπίδα την πορείαν προς την ποθητήν ενότητα”.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Παναγιώτατος, ζήτησε από τον Καρδινάλιο Κοχ, “να μεταφέρετε τους θερμούς αδελφικούς χαιρετισμούς και τας ολοθύμους ευχαριστίας της ημών Μετριότητος εις την Αυτού Αγιότητα τον Πάπαν Φραγκίσκον. Είθε ο Παντοδύναμος και Πανελεήμων Θεός, δι᾽ ευχών των Αγίων αυταδέλφων Αποστόλων Πέτρου και Ανδρέου, να ευλογή και να ενισχύη τας κοινάς ημών προσπαθείας διά την αποκατάστασιν της πλήρους κοινωνίας μεταξύ των δύο αδελφών Εκκλησιών μας«.
Στη συνέχεια ο Καρδινάλιος Κουρτ Κοχ
ανέγνωσε μήνυμα του Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου, στην αγγλική γλώσσα, με το
οποίο εξέφρασε τις θερμές ευχές του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για
την εορτή του προστάτη του, Αγίου Αποστόλου Ανδρέα, και αναφέρθηκε στη
σημασία του επίσημου θεολογικού διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών, που
φέτος συμπληρώνει σαράντα χρόνια, αλλά και στα σημαντικά βήματα που
πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο αυτή.
“Η αναζήτηση της αποκατάστασης της πλήρους κοινωνίας μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων δεν περιορίζεται σίγουρα στον θεολογικό διάλογο, αλλά πραγματοποιείται και μέσω άλλων διαύλων της εκκλησιαστικής ζωής.
Οι σχέσεις μας καλλιεργούνται κυρίως
με αυθεντικές χειρονομίες αμοιβαίου σεβασμού και εκτίμησης (Ρωμ. 12:9).
Τέτοιες ενέργειες δείχνουν μια κοινή πίστη στον λόγο του ενός Κυρίου
μας Ιησού Χριστού και τη θέληση να παραμείνουμε μαζί στην αγάπη Του
(Ιωανν.15:10). Αυτή η φιλανθρωπία είναι ένας καρπός του Αγίου Πνεύματος
(Γαλ. 5:22) και ένα σημάδι της γνήσιας χριστιανικής ζωής (Ιωανν.13:35).
Επιπλέον, έχοντας επίγνωση του ενός βαπτίσματος στο οποίο έχουμε αναγεννηθεί, της ίδιας πίστης που μας αναζωογονεί και του μοναδικού Αγίου Πνεύματος που μας καθοδηγεί (Εφ 4: 4-5), η εγγύτητά μας μεγαλώνει και εντείνεται κάθε φορά που προσευχόμαστε ο ένας για τον άλλο (Ιακ.5:16) και προσευχόμαστε μαζί ως αδελφοί (Ματθ.18:19-20).
Τέλος, η σχέση μας αναδεικνύεται να είναι ώριμη όταν, υπάκουοι στην εντολή του αναστημένου Χριστού, να κηρύξουμε το Ευαγγέλιο σε όλα τα πλάσματα και να θεραπεύσουμε τους ασθενείς (Μαρκ. 16:15-18), εργαζόμενοι οι Καθολικοί και οι Ορθόδοξοι μαζί, για να διακηρύξουμε τα καλά νέα και για τη διακονία όσων βρίσκονται σε ανάγκη.
Η Καθολική Εκκλησία και η Ορθόδοξη Εκκλησία έχουν ήδη ξεκινήσει αυτό το πολλά υποσχόμενο ταξίδι, όπως μαρτυρούν οι κοινές μας πρωτοβουλίες. Πιστεύω επίσης ότι σε τοπικά πλαίσια όλοι μας θα ενισχύσουμε όλο και περισσότερο τον καθημερινό διάλογο της αγάπης και της ζωής σε κοινά πνευματικά, ποιμαντικά, πολιτιστικά και φιλανθρωπικά έργα”.
Πρίν προχωρήσωμε στόν συνοπτικό σχολιασμό τῶν ἀνωτέρω δηλώσεων, τόσον ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου ὅσον καί τοῦ «ἀδελφοῦ του ἐν Χριστῶ» Καρδιναλίου
κ. Κούρτ Κόχ, δέν θά πρέπει νά παραλείψωμε νά ἀναφέρωμε ὅτι στούς
ἑορτασμούς τοῦ Φαναρίου συμμετεῖχε ἐφέτος καί ὁ Πάπας καί Πατριάρχης τῆς
Ἀλεξανδρείας, ὁ ἀποκαλούμενος καί ὡς «δέκατος τρίτος τῶν Ἀποστόλων καί Κριτής τῆς Οἰκουμένης».
Αὐτός, μετά τήν πρόσφατη ἀπόφασή του νά
ἀναγνωρίσει ὡς κανονική ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας (ὄχι αὐτήν τήν
ὁποία μέχρι χθές ἀνεγνώριζε, ἀλλά) τό ὑπό τοῦ Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως δημιουργηθέν καί ἀνακηρυχθέν ὡς «Αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας» μόρφωμα,
ἀποτελούμενο ἀπό σχισματικούς, ἀναθεματισμένους καί ἀχειροτονήτους,
ἔσπευσε, πρός ὑποστήριξη, ἀλλά καί ἀποδοχή τῶν ἐπαίνων, τοῦ Πατριάρχου
(γιά τήν δουλικότητα τῆς ἐνεργείας του), νά συνεορτάση μετ’ αὐτοῦ.
Γνωστός δέ διά τήν κοσμικότητα καί τήν
«ἐλαφρότητά» του (παραπέμπουμε στίς περιβόητες ἐκφράσεις του κατά τή
διάρκεια τῆς λεγομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης,
ἐνδεικτικές τῆς περιφρονήσεώς του στά Δόγματα καί τήν Θεολογία τῆς
Ὀρθοδοξίας), προέβη σέ μία ἀκόμη χειρονομία στηρίξεως τῶν «ἔργων» τοῦ
Πατριαρχείου, προσφερόμενος νά φιλοξενήσει στό Πατριαρχεῖο του τήν
ἑπομένη συνεδρίαση τῆς ὁλομελείας τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ
Διαλόγου «Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν». Κάτι, τό ὁποῖο μέ
περισσή χαρά ἀνεκοίνωσε ἀπό τοῦ θρόνου του ὁ κ. Βαρθολομαῖος πρός τόν
παριστάμενο ἐκπρόσωπο τοῦ Πάπα, Καρδινάλιο κ. Κούρτ Κόχ.
Ἄς ἔλθουμε ὅμως στά οὐσιαστικότερα, ἤτοι τίς
δηλώσεις τοῦ κ. Βαρθολομαίου, ἀλλά καί τοῦ κ. Κούρτ Κόχ, οἱ ὁποῖες
παρότι ἔχουν γίνει πλέον συνήθεια (κακή) κατά τίς λεγόμενες Θρονικές
ἑορτές (σημ. ἡμ. : πρόκειται περί ἀγνώστου στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
ἐθίμου), πρέπει καί νά τυγχάνουν προσοχῆς καί νά μᾶς ἀπασχολοῦν. Διότι,
ἐξ αὐτῶν καί δι’ αὐτῶν πληροφορούμαστε τίς προθέσεις καί τούς
σχεδιασμούς τῶν «ἀδελφῶν», Πάπα Ρώμης καί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Κατ’ ἀρχάς, ἡ ἐπαναλαμβανόμενη, κατά τίς ἀνωτέρω δηλώσεις, ἔκφραση περί «ἀποκαταστάσεως τῆς πλήρους κοινωνίας» παραπέμπει
στήν κοινή θεώρηση καί ἀποδοχή ἐκ μέρους τῶν οἰκουμενιστῶν ὅτι ἤδη
ὑφίσταται κάποια ἤ μερική ἔστω κοινωνία μεταξύ τῶν «δύο Ἐκκλησιῶν», τόσον ἐκ τῆς ἐπί δεκαετιῶν ἐπιχειρουμένης καί σταδιακῶς προωθουμένης προσεγγίσεως, ὅσον καί ἐκ τῆς διαβοήτου «ἄρσεως» τῶν
Ἀναθεμάτων τοῦ 1054 μεταξύ αὐτῶν, μέ τήν γνωστήν ἔν ἔτει 1965 ἄθεσμη
πρωτοβουλία τῶν Πατριάρχου Ἀθηναγόρου καί Πάπα Παύλου τοῦ Στ΄ (σχετικό
ὑπογραφέν κοινό κείμενο).
Ὁ κ. Βαρθολομαῖος, ἀναφέρει καί ταυτοχρόνως
ὁμολογεῖ ὅτι ὁ ἑορτασμός τῶν Θρονικῶν Ἑορτῶν εἶναι οἰκουμενιστικῆς
ἐμπνεύσεως καί σκοπιμότητος, νέον «ἔθιμον», μημονεύοντας καί ἀποδίδοντας
στόν Χαλκηδόνος Μελίτωνα, δεδηλωμένο οἰκουμενιστή, τήν καθιέρωσή του.
Ἄς τό προσέξουν αὐτό, ὅσοι ἀκρίτως καί ἐπιπολαίως ἀντιγράφουν τίς
πρωτοβουλίες καί ἐνέργειες καί τήν «τάξιν» τοῦ Φαναρίου, ὅπου πλέον ἔχει
γίνει μίξις, καίτοι ἄμικτος, παραδόσεων καί καινοτομιῶν, ὑπό τόν
κατάλληλον πάντοτε μανδύαν!
Ἐκκινώντας, λοιπόν, ἐξ αὐτῶν, ὁ Πατριάρχης ἤ
ὁ λογογράφος του, τεχνηέντως περνᾶ ἀπό τό «μέσον» τῶν κοινῶν ἑορτασμῶν
στόν σκοπό, χαρακτηρίζοντας μέ θεολογικούς ὅρους καί τήν κίνηση καί τά
μέσα πρός αὐτόν. Οὔτω, κάνει λόγον, περί συνεορτασμῶν (καί τῶν
συνεπαγομένων συμπροσευχῶν) διά τῶν ὁποίων γίνεται «εμβάθυνσις εις το προοδευτικώς προς το έσχατον βαίνον μυστήριον της Εκκλησίας» [σημ.
ἡμ.: μή ἀναζητεῖται ὀρθή θεολογική ἑρμηνεία διότι προφανῶς πρόκειται
περί πονηρῶν τεχνο-λογικῶν ἐφευρημάτων οἰκουμενιστικῶν θεωριῶν καί
σχεδιασμῶν] καί ἀναδεικνύεται ἡ «θεία διάστασις»….τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Παροῦσα καί ἡ ἐπετειακή ἐκμετάλλευση
ἀποσπασματικῶν λόγων τοῦ σημαντικοῦ Ρώσου Θεολόγου π. Γεωργίου Γλωρόφσκυ
(+1979), οἱ ὁποῖοι ἐπιστρατεύθηκαν στήν ἀδίστακτη προσπάθεια, τοῦ
προσφωνοῦντος τήν παπική ἀντιπροσωπεία Πατριάρχου, ἀπευθυνομένου ὅμως σέ
πολλούς ἀποδέκτες, νά ἐγκαταλειφθοῦν ἡ «αὐτάρκεια» καί ἡ «αὐτοερμηνεία» ἀπό
Δύση καί Ἀνατολή! Ὅπου, ὡς αὐτάρκεια καί αὐτοερμηνεία, κατά τό γνωστόν
πνεῦμα τῶν λόγων τοῦ Πατριάρχου, θά πρέπει μᾶλλον νά ἐννοήσουμε καί τήν
διεκδίκηση ἀποκλειστικότητος ὡς πρός τήν ὀρθή ὁμολογία καί πίστη περί
τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐκ μέρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς!
Εἰλικρινῶς, ἡ πονηρία καί ἐφευρετικότητα τῶν
οἰκουμενιστῶν ἀποτελεῖ Σχολή! Ἄν θέλετε, Θεολογική Σχολή, σάν κι ἐκείνη
τήν πρώτη στόν κόσμο, ἡ ὁποία, ὅπως προσφυῶς μᾶς ἀνέφερε ὁ Καθηγητής π.
Ἰω. Ρωμανίδης, λειτούργησε στόν ἐπίγειο παράδεισο τῶν πρωτοπλάστων, μέ
πρώτο καθηγητή τόν διάβολο καί πρώτη μαθήτρια τήν Εὔα! Ἐκεῖ, ὅπου τό
πρώτο μάθημα πού παρεδόθη ἦταν ἡ ἀπάτη τῆς ψευδο-θεώσεως, δηλαδή τῆς
ἑνώσεως μετά τοῦ Θεοῦ, δι’ ἄλλης ὁδοῦ ἀπό ἐκείνην τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ
Θεός παρέδωσε καί ὑπέδειξε στούς πρωτοπλάστους! [Σημείωση ἡμ.: ἐπ’
εὐκαιρία νά σχολιάσουμε ὡς μᾶλλον ἄστοχη τήν παρομοίωση τήν ὁποία
χρησιμοποίησε στό κήρυγμά του ὁ κ. Ἱερόθεος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου,
κατά τόν ἐφετεινό ἑορτασμό τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἐν Πάτραις, περί τῆς
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὡς …Θεολογικῆς Σχολῆς! Ἰδιαιτέρως σήμερον, ἀλλά
καί ἀνέκαθεν, ὁ ὅρος Θεολογική Σχολή δέν προσφέρεται γιά τέτοιες
χρήσεις. Ἴσως, ἡ ἄκριτη ὑπεράσπιση τοῦ κ. Βαρθολομαίου ἐκ μέρους του
ἔχει ἐπηρεάσει ἐπί τό ἀρνητικόν τήν ἔμπνευση τοῦ Σεβασμιωτάτου!… ].
Ὑπῆρξε, ὅμως, καί «νέα ἐσοδεία» στήν
ἐνημέρωση τῶν πιστῶν καί ἀπίστων περί τῆς πορείας καί τῆς προόδου, κατά
τά ἀνωτέρω, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ Πατριάρχης, ὁ ὁποῖος κινεῖται μέ ἄνεση,
προκλητικότητα καί ἐνίοτε κυνικότητα ἀναλόγως τῶν περιστάσεων καί τῶν
σκοπιμοτήτων, σέ ἀντίθεση μέ παλαιότερη τοποθέτησή του κατά τήν ὁποία
ἀπέρριπτε τήν ἐναντίον του κατηγορία ἐπί οἰκουμενισμῶ, τώρα πλέον
εὐθαρσῶς οἰκειοποιεῖται πλήρως τόν ὅρον. Μέ ψυχολογικά κριτήρια
ἐπιχειρεῖ νά τόν νοηματοδοτήσει ὁ ἴδιος καί νά τόν «ἀπο-ἐνοχοποιήσει»,
εἰσάγοντας νέους ὅρους στήν προπαγάνδα τῆς παναιρέσεως, ὅπως «δικαιϊκός οἰκουμενισμός» καί «οἰκουμενισμός τῶν Ἁγίων»!
Ὁ ἱκανώτατος στήν πρόκληση καί δημιουργία
τετελεσμένων Πατριάρχης, προφανῶς μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ γνωστοῦ
ἐπιτελείου του, συνθέτει καί υἱοθετεῖ τραγελαφικούς (τράγος+ἔλαφος)
ὅρους, ὅπου συμπλέκονται, συνδυάζονται καί συγχέονται ἀσυμβίβαστες
ἔννοιες, ὅπως τό Κανονικό Δίκαιο καί ἡ Ἁγιότης μέ τόν ἀντίχριστο καί
ἐκκλησιομάχο Οἰκουμενισμό! Μέ ἀποτέλεσμα, δῆθεν ἐπιστημονικῆ καί
Θεολογικῆ ἤ τεχνικῆ (κατά τό «τεχνικοί ὅροι») ἀδείᾳ, νά «μολύνoνται»
ἀλλά καί ἐθίζονται οἰ ἀκοές τῶν ἀνυποψιάστων.
Ὅλα ὅσα σχετικῶς, ἐν προκειμένῳ, ἀναφέρει
καί ὑποστηρίζει ὁ Πατριάρχης, ὡς δῆθεν ἐκκλησιαστικοῦ, θεολογικοῦ,
ἐκκλησιολογικοῦ καί κανονικοῦ βάρους καί περιεχομένου ὅροι καί
διεργασίες, δέν πρόκειται παρά γιά ἐπινοήσεις, παραπλανητικούς καί
αὐθαίρετους σχεδιασμούς στό πλαίσιο τῆς λεγομένης οἰκουμενικῆς κινήσεως.
Τό δομικό δέ λάθος, ἤ ἡ ἀπάτη αὐτῆς, ἔγκειται στό ὅτι θεωρεῖται καί
σκοπίμως ἐκλαμβάνεται στήν θεώρησή της ὡς δεδομένη καί ἀληθής ἡ
ἐκκλησιαστικότητα ὅλων τῶν πλευρῶν, ἀποκλειομένης ἔτσι ἐκ προοιμίου τῆς
μετανοίας, διορθώσεως καί ἐπιστροφῆς ὅπου καί ὅσων δεῖ. Ἄλλωστε αὐτά, ὁ
Οἰκουμενισμός δέν τά διανοεῖται ἤ ὅταν τά ἀποδέχεται τά ἐννοεῖ δι’ ὅλους
καί ἐκ μέρους ὅλων!
Καί ἐπειδή παρά τήν συστηματική προπαγάνδα
καί τήν ἐμπλοκή ἀμφιβόλου ἤ ἀνυπάρκτου ὀρθοφροσύνης προσώπων στούς
Θεολογικούς Διαλόγους, τά πράγματα δέν μποροῦν νά κινηθοῦν σέ
(ἐπιθυμητούς) γρήγορους ρυθμούς, πρός τό ζητούμενο (τῆς πλήρους
ἀποκαταστάσεως τῆς κοινωνίας καί ἑνότητος), ὁ Πατριάρχης προτρέπει καί
ἐξωθεῖ καί τόν ἁπλό λαό νά μιμηθεῖ τούς οἰκουμενιστές ποιμένες καί
ταγούς του. «Ὅπως συναντώνται οι αρχηγοί των Εκκλησιών», ἀναφέρει χαρακτηριστικῶς «και το σώμα των πιστών να πράττη το ίδιον»!
Δέν ἀρκεῖ στούς οἰκουμενιστές ἡ ἀπάθεια καί
ἀδιαφορία τῶν περισσοτέρων συγχρόνων πιστῶν, ἡ ὁποία τούς ἀφήνει
ἀνενόχλητους στό ἔργο τους, ἀλλά προκλητικῶς ἐπιζητοῦν τήν πιό ἐνεργή
στάση καί συμπόρευση τοῦ λαοῦ στό ἔργο τους αὐτό. Δηλαδή, ζητοῦν τήν
ἐμπλοκή καί συνέργεια τοῦ λαοῦ στήν προδοσία! Ζητοῦν, κατά βλάσφημη
νοηματοδότηση τῆς σχετικῆς ἀποστολικῆς παραγγελίας περί τῆς σχέσεως τῶν
ὀρθοδόξων ἡγουμένων καί τοῦ λαοῦ ὅσον ἀφορᾶ στήν τήρηση, μιμούμενοι
ἐκείνους, τῆς Πίστεώς των, οἱ σύγχρονοι πιστοί νά ἀναθεωροῦν τήν ἔκβαση
τῆς ἀναστροφῆς τῶν, παλαιῶν καί νεωτέρων, οἰκουμενιστῶν, ταγῶν καί
ποιμένων, καί νά μιμοῦνται τό παράδειγμά των!
Τό ἐπιστέγασμα, ὅμως, τῆς ἐν λόγῳ
προσφωνήσεως τοῦ Πατριάρχου ὑπερβαίνει τά ὅρια τῆς φαιδρότητος, ὅταν
χαρακτηρίζει τήν δωρεά, ἐκ μέρους τοῦ Πάπα Φραγκίσκου, ἀποτμημάτος ἐκ
τῶν λειψάνων τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ὡς «προφητικόν οἰκουμενικόν σημεῖον»! Φθάνει δέ στά ὅρια τῆς βλασφημίας, ὅταν
ἀναφερόμενος σ’ αὐτό καί τήν ἐκφρασθεῖσα
ἐπιθυμία τοῦ Πάπα νά τοποθετηθεῖ τό ἐν λόγῳ ἀπότμημα δίπλα στά λείψανα
τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, λέγει: «Το γεγονός ότι οι αδελφοί Πέτρος και
Ανδρέας επανενώθησαν διά των ιερών λειψάνων των, μας προτρέπει να
συνεχίσωμεν με μεγαλυτέραν έμφασιν και ελπίδα την πορείαν προς την
ποθητήν ενότητα”!
Ἔ, ὄχι, κ. Βαρθολομαῖε! Δέν ἀποτελεῖ κανένα
«οἰκουμενικό καί προφητικό σημεῖο» ἡ δωρεά λειψάνων ἀπό τό Βατικανό.
Πρόκειται γιά πάγια πρακτική ἀπό δεκαετιῶν, ἐκτός κάποιων ἐλαχίστων
ἐξαιρέσεων ἐπιστροφῆς κλοπιμαίων, στό πλαίσιο τῆς οἰκουμενιστικῆς
προσεγγίσεως καί δημιουργίας ἀφορμῶν ἐπαφῶν καί σκοπίμων ἐπικοινωνιῶν
μεταξύ αἱρετικῶν καί ὀρθοδόξων. Εἶναι, ὅμως, βλάσφημη ἡ τοποθέτηση περί
δῆθεν ἐπανενώσεως τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Ἀνδρέου, οἱ ὁποῖοι
οὐδέποτε ἐχωρίσθησαν, ὅπως δέν ἐχωρίσθη ποτέ ὑπό τήν ἔννοια τῆς
διαιρέσεως Αὐτῆς σέ δύο ἤ περισσότερα τμήματα (καί) ἡ Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ!
Ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀντιφώνηση τοῦ κ. Κούρτ Κόχ,
τό γενικό σχόλιό μας εἶναι ὅτι μπορεῖ νά λέει ὅ,τι θέλει καί πιστεύει,
ἀλλά δέν μπορεῖ αὐτά πού λέει καί τά ὁποῖα εἶναι ἀπαράδεκτα ἀπό
ὀρθοδόξου ἀπόψεως, νά ἀντηχοῦν ἐντός ἑνός ὀρθοδόξου Ναοῦ καί εἰς ἐπήκοον
τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιάσματος.
Τό μήνυμα τοῦ Πάπα, τό ὀποῖο μετέφερε ὁ κ.
Κούρτ Κόχ πρός τόν Πατριάρχη, ἔρχεται νά συμπληρώσει τήν ὅλη
οἰκουμενιστική προοπτική καί προσέγγιση τῶν δύο «συμπαικτῶν» ἑνός
ἀνιέρου παιγνίου σέ βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων,
τούς ὁποίους ἐμφανίζονται ὅτι ἐκπροσωποῦν. Εἶναι τό παίγνιο τῆς ἄνευ
ὀρθοδόξων ἐκκλησιολογικῶν, θεολογικῶν καί κανονικῶν προϋποθέσεων
μεθοδεθμένης ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς μέ τήν
ἀμετανόητη παπική καί αἱρετική Δύση.
Ὁ παπικός Καρδινάλιος, Πρόεδρος τοῦ
Ποντιφικοῦ Συμβουλίου διά τήν ἕνωση τῶν χριστιανῶν, κ. Κούρτ Κόχ
ἀναφέρθηκε, μεταξύ ἄλλων, στήν ἀναζήτηση τῆς πλήρους κοινωνίας ὄχι μόνον
μέσα ἀπό τούς Θεολογικούς Διαλόγους ἀλλά καί ἀπό ἄλλους «διαύλους ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς«! Ἔκανε λόγο γιά «ἕνα Βάπτισμα» ἀμφοτέρων (ὀρθοδόξων καί παπικῶν), «ἴδια Πίστη» καί ἕνα Πνεῦμα πού μᾶς «καθοδηγεῖ», γιά ἐγγύτητα πού μεγαλώνει ὅσο «προσευχόμαστε μαζί ὡς ἀδελφοί», γιά «συνεργασία Ὀρθοδόξου καί Καθολικῆς Ἐκκλησίας» καί γιά τόν καθημερινό διάλογο ἀγάπης καί ζωῆς σέ κοινά «πνευματικά, ποιμαντικά κ. ἄ.» θέματα!
Δυστυχῶς, τά ἀνωτέρω μᾶλλον θά περάσουν γιά
ἄλλη μία φορά στά ψιλά γράμματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰδησεογραφίας. Ὅσες
φορές ὅμως καί ἄν λέγονται τέτοιοι ἀντορθόδοξοι, βλάσφημοι καί
προπαγανδιστικοί λόγοι πρέπει πάντοτε νά στηλιτεύονται, διότι ἡ
ἀδιαφορία καί ἡ συνήθεια εἶναι οἱ χειρότεροι σύμβουλοι, μαζί μέ τήν
ἀνοχή καί τήν σιωπή! Ἄλλωστε, ὅπως ἐπεσήμαινε ὁ ὑπό τοῦ κ. Βαρθολομαίου
μνημονευθείς, ὄχι πρός τιμήν ἀλλά μᾶλλον πρός ἐκμετάλλευσιν τοῦ ὀνόματός
του, Ρῶσος Θεολόγος π. Γ. Φλωρόφσκυ ὑπενθυμίζων σχετικούς λόγους Ἁγίων
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Χριστός εἶπε ὅτι εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ὄχι ἡ
συνήθεια, μᾶς ἐκάλεσε δέ νά γνωρίσωμε αὐτή τήν Ἀλήθεια διά νά
ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τό ψεῦδος καί τήν ἀπάτη τοῦ διαβόλου!
Δυστυχῶς, ὁ κ. Βαρθολομαῖος γιά ἄλλη μία
φορά, περισσότερο ἤ λιγότερο δέν ἔχει καμμία σημασία, ἀντί τῆς
σωτηριώδους ὁμολογίας τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου «Εὑρήκαμε τόν Μεσσίαν» ἔκανε
μία ἀκόμη προδοτική ὁμολογία τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μέ
γλῶσσα πού ὁμοιάζει, ὅπως θά ἔλεγε ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὀ Ὁμολογητής μέ «ξίφος δίστομον καί ξυρόν ἠκονημένον, ψυχάς σφάζουσαν καί εἰς πέταυρον ἅδου καί βάραθρον σκότους παραπέμπουσαν»!
Ὥρα, ὅθεν, ἡμᾶς πάντας ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι!
Διότι κι ἄν γεννηθήκαμε ὀρθόδοξοι, δέν ἀρκεῖ. Θά πρέπει νά φροντίσωμε
ὥστε νά παραμείνωμε καί νά πεθάνουμε ὡς ὀρθόδοξοι, ἀρνούμενοι τήν
ὑποταγήν σέ ἀλλοτριόφρονες κἄν Πατριάρχαι, κἄν Σύνοδοι εἰσίν!
ΑΚΤΙΝΕΣ