Ευαγγέλιον: Λουκ. ιγ΄ 10 - 17
Απόστολος: Εφες. δ΄1-7
«Υποκριτά… ταύτην θυγατέρα Αβραάμ ούσαν,
ην έδησεν ο σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη, ούκ έδει λυθήναι από του δεσμού
τούτου τη ημέρα του σαββάτου;» (Λουκ. ιγ΄ 16)
Όσο στοργικός και συμπαθής υπήρξε σήμερα ο Χριστός
προς τη συγκύπτουσα, άλλο τόσο αυστηρός και επικριτικός υπήρξε προς τον
αρχισυνάγωγο. Αναγνωρίζει ότι η γυναίκα πάσχει αναίτια. Η κύρτωσή της δεν ήταν
αποτέλεσμα αμαρτιών της, για τούτο και δεν κάνει καμία αναφορά σε ύπαρξη
αμαρτιών. Αντίθετα αναγνωρίζει ο Χριστός την ασθένειά της ως σατανική παρέμβαση
«ην έδησεν ο σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη» Μέσα από την παρουσία της όμως στη
συναγωγή διακρίνει την πραγματική της πίστη καθώς και την ευσέβειά της σαν
πράξη ελευθερίας και αγάπης προς το Θεό και όχι σαν εκπλήρωση τυπικά ενός
θρησκευτικού καθήκοντος.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Χριστός επιβραβεύει τη
συγκύπτουσα θεραπεύοντάς την, έστω και αν δεν το ζήτησε η ίδια. Δικαιολογημένα
όμως επικρίνει με αυστηρότητα τον αρχισυνάγωγο, γιατί αρνήθηκε να διακρίνει στο
θαύμα την υπερφυσική παρέμβαση του Χριστού. Αντίθετα θεώρησε τη θεραπεία σαν
αποτέλεσμα εργασίας και άρα και τον Χριστό παραβάτη της αργίας του Σαββάτου.
Είναι στ’ αλήθεια παράδοξο το σκεπτικό του
αρχισυνάγωγου που έλεγε: «Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται
κανείς, μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε και όχι το
Σάββατο». Είναι πραγματικά εξωφρενικό ένας θρησκευτικός άρχοντας να υπερτιμά
τον τύπον και να αγνοεί στην ουσία την αγάπη και τη συγκατάβαση του Θεού. Είναι
ακόμα πιο εξωφρενικό να προβάλει τον ισχυρισμό, ότι το θαύμα γίνεται «κατά
παραγγελία», φτάνει να μη γίνεται το Σάββατο και να παραβιάζεται η
σημαντικότητα της αργίας αυτής της ημέρας! Είναι ακόμα πιο εξωφρενικό το να
υποτιμούν τον άνθρωπο σε σχέση με τα ζώα. Αφού, για να ευεργετήσουν το βόδι
τους ή το γαϊδούρι τους το λύνουν από το παχνί το Σάββατο και το πάνε για να το
ποτίσουν.
Σχολιάζοντας αυτή την παραδοξότητα απάντησε ο
Χριστός στον αρχισυνάγωγο: «Υποκριτή! ο καθένας σας δε λύνει το βόδι του ή το
γαϊδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει; κι αυτή, που είναι
απόγονος του Αβραάμ, κι ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε
να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;».
Αν για την αποτροπή της υλικής ζημιάς
επιτρέπεται να κάμει κάποιος εξαίρεση της αργίας του Σαββάτου, για να μη κινδυνεύσουν
τα ζώα του, πόσο μάλλον όταν πρόκειται να ευεργετηθεί ένας αδελφός σας. Αν το
πρώτο είναι ευεργεσία, τότε το δεύτερο γιατί να θεωρείται ασέβεια;
Τόσο ο Χριστός, όσο και συγκύπτουσα στέκουν με σεβασμό
μπροστά στην αργία του Σαββάτου. Παρά το ότι ο Χριστός είναι και Θεός, θέλοντας
να δώσει και σαν άνθρωπος το τέλειο παράδειγμα της λατρείας του Θεού και της
σωστής ερμηνείας της αργίας του Σαββάτου, πηγαίνει στη συναγωγή και
προσεύχεται. Συμπροσεύχεται με τους ανθρώπους και χωρίς να σταματά ως εδώ γίνεται
κοινωνός των προβλημάτων τους. Έτσι, αναγνωρίζοντας την πίστη τους, εκδηλώνει
την ευσπλαχνία του μέσα από τη θεραπεία όπως σήμερα της συγκύπτουσας και σε
άλλη περίπτωση ενός παράλυτου. Όπως σήμερα αναγνωρισε την ανωτερότητα του
ανθρώπου έναντι των ζώων, έτσι και στην περίπτωση του παράλυτου υπογράμμισε
ότι: «Ένας άνθρωπος είναι πολύ ανώτερος από ένα πρόβατο. Ο νόμος, λοιπόν,
επιτρέπει να κάνουμε το καλό την ημέρα του Σαββάτου» (Ματθ. ιβ΄12).
Για τούτο και ο Χριστός καθορίζει με έργα ότι
«αργία του Σαββάτου» δε σημαίνει ούτε τυπική λατρεία του Θεού, αλλά ούτε και
απραξία. Ο αγιασμός της έβδομης ημέρας επιτυγχάνεται, από τη μια, μέσα από τη
λατρεία του Θεού και από την άλλη μέσα από την «ενεργουμένη» αγάπη.
Η αληθινή ευσέβεια δεν εκφράζεται και δεν εξαντλείται
στην τυπική και κατ’ επέκταση υποκριτική εκπλήρωση των εντολών του Θεού. Η
αληθινή ευσέβεια είναι πρώτιστα εσωτερική και αθόρυβη κι όταν εξωτερικεύεται,
εκδηλώνεται με διπλό τρόπο, με την αγάπη προς το Θεό και την αγάπη προς τον
συνάνθρωπο. «Σ’αυτές τις δύο εντολές συνοψίζεται όλος ο νόμος και οι Προφήτες»,
είπε ο ίδιος ο Χριστός στο νομικό (Ματθ. κβ΄40).
Μέσα από αυτή τη διπλή μορφή της αγάπης, οδηγείται ο
άνθρωπος στην αληθινή γνώση του Θεού. Κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη, «ο μη αγαπών
ουκ έγνω τον Θεόν ότι ο Θεός αγάπη εστιν» (Α΄Ιωαν. δ΄8).
Δυστυχώς ο αρχισυνάγωγος αγνόησε αυτή τη μεγάλη
αλήθεια του ελέους και της αγάπης. Προσκολλήθηκε στον τύπο και μετέτρεψε την
ευσέβεια από θεοφιλή σε θεομίσητη πράξη,αφού την επένδυσε με
εμπάθεια,αγανάκτηση και κατ’επέκταση με υποκρισία.
Αδελφοί μου, όσοι έχουμε την ψευδαίσθηση του
αρχισυναγώγου ας προσγειωθούμε. Ας επιβεβαιώσουμε την ευθύτητα και την
καθαρότητα των λόγων μας με την αρμονία των έργων μας και ιδιαίτερα των έργων
της αγάπης . Γιατί, αν μέσα από τη λατρεία γινόμαστε κοινωνοί των αγαθών και
της χάριτος της αγάπης του Θεού, τότε μέσα από τη δική μας αγάπη ας γίνουμε
συγκοινωνοί αυτών των αγαθών της αγάπης του Θεού με το συνάνθρωπο. Ας γίνουμε,
λοιπόν, πειστικοί στους γύρω μας για το σεβασμό του νόμου του Θεού, μέσα από
την πραγματική μας πίστη και αγάπη, που θα καθρεφτίζεται όμως στον τρόπο της
καθημερινής ζωής μας. Σε ότι αφορά δε τον αγιασμό της δικής μας Κυριακής ας
παραδειγματιστούμε από τη συγκύπτουσα, ιδιαίτερα όμως από τον ίδιο τον Χριστό.
Αμήν.
Θεόδωρος
Αντωνιάδης