Ο
Άγιος Σεραφεὶμ καταγόταν από την Πεζούλα (Μπεζήλα) των Αγράφων. Οι γονείς του,
Σωφρόνιος καὶ Μαρία, τον ανέθρεψαν με τα νάματα της πίστης από την πρώτη του
παιδική ηλικία. Μάλιστα τον εγγράψαν στο σχολείο τῶν ιερών γραμμάτων. Ο μικρός
Σεραφείμ, ακόμη και όταν δεν πήγαινε στο σχολείο και βρισκόταν στο πατρικό του
σπίτι, τον περισσότερο καιρὸ τον περνούσε με ανάγνωση των γραφῶν και βίων
αγίων, ενώ ποτέ δεν έλειπε από τις ιερές ακολουθίες.
Όταν
ενηλικιώθηκε έπαψε να τον ενδιαφέρει κάθε τι βιωτικό και, ψάχνοντας για έναν
τόπο ησυχίας και άσκησης, κατέληξε στην Ι. Μονή της Κρυεράς Πηγής ή Κυρίας
Θεοτόκου (Κορώνης), όπου έμεινε και εκάρη μοναχός μιμούμενος πρόθυμα τους πιο
εναρέτους αδελφούς του. Με τον καιρό, βλέποντας οι συμμοναστές του όλες τις
αρετές του (νηστεία, αγρυπνία, ταπείνωση, αγάπη), πρότειναν και ο άγιος δέχτηκε
να χειροτονηθεί, αρχικά αναγνώστης, μετέπειτα διάκονος και εν τέλει
πρεσβύτερος.
Ήταν
τόση η εκτίμηση των πιστών και τον μοναχών στο πρόσωπό του, που μετά την
εκδημία του Μητροπολίτη Φαναρίου και Νεοχωρίου, ο Σεραφείμ ψηφίστηκε ως νέος
Επίσκοπος. Ο Άγιος, αναλαμβάνοντας τη φροντίδα και την καθοδήγηση τόσων ψυχών,
πολλαπλασίασε τους αγώνες του φροντίζοντας με ταπείνωση το ποίμνιό του,
αποκαλώντας μάλιστα συχνά τον εαυτό του αχρείο δούλο, ενώ το μόνο που
επιθυμούσε διακαώς ήταν να αξιωθεί το μαρτυρικό στεφάνι, πράγμα που δεν άργησε
να πραγματοποιηθεί. Την περίοδο εκείνη, αρχές του 17ου αι., ο μητροπολίτης
Λάρισας, Διονύσιος Φιλόσοφος κήρυξε την επανάσταση στις περιοχές Ηπείρου και
Θεσσαλίας, που απέτυχε, ενώ ο ίδιος, ως υπαίτιος, φονεύτηκε βασανιζόμενος από
τους Οθωμανούς. Σ' αυτή τη συγκυρία ο Σεραφείμ μετέβη στο Φανάρι της Καρδίτσας
για να δώσει τα καθιερωμένα πεσκέσια στους αγάδες. Οι Οθωμανοί, πιστεύοντας ότι
και ο Σεραφείμ είχε μετάσχει στην επανάσταση, του επετέθησαν, στην αρχή
λεκτικά, προτείνοντας του μάλιστα να απαρνηθεί την πίστη του για να γλυτώσει
από την τιμωρία σβήνοντας τις υποψίες τους. Μετά τη θαρρετή άρνηση του Αγίου, ο
τουρκικός όχλος τον οδήγησε στον τον Χαμούζ μπέη που ήταν ο πασάς του Φαναρίου.
Ο πασάς άρχισε με ήρεμο τρόπο να μιλά στον Άγιο λέγοντάς του ότι ακόμα κι αν
απατήθηκε από τον επαναστάτη Διονύσιο, μπορούσε να γλυτώσει αν γινόταν
μουσουλμάνος. Ο Άγιος υπερασπίστηκε την αλήθεια των λόγων του επιμένοντας από
ότι και δεν είχε ανάμιξη στο επαναστατικό κίνημα και ότι δεν είχε σκοπό να
αποχωρισθεί ποτε το “γλυκύτατόν μου Δεσπότην και Θεόν μου, Ιησούν Χριστόν”,
όπως διασώζει κατά λέξη ο συναξαριστής. Και συνέχισε ο γενναίος μητροπολίτης:
“καν μυρίους θανάτους ήθελα λάβει διὰ το όνομά του το άγιον, χαράν μου καὶ
ευφροσύνην το ἔχω· προς ταύτα, ω ηγεμών, παίε, κόπτε, ποίει, ό,τι είναι της
εξουσίας σου”1 Τότε ο αγάς διέταξε να τον δείρουν ανηλεώς και να του κόψουν τη
μύτη. Ενώ ο Άγιος έπασχε αυτά, συνεχώς ευχαριστούσε το Θεό που τον αξίωνε να
μαρτυρήσει για το όνομά Του. Κατόπιν ο Σεραφείμ φυλακίστηκε για μια μέρα χωρίς
φαγητό και νερό. Εκεί ο Άγιος έχαιρε και δοξολογούσε το Θεό, ευχαριστώντας τον
για τα παθήματα που αξιώθηκε να υπομένει προς δόξαν του Αγίου Τριαδικού Θεού,
προσευχόμενος να του δώσει δύναμη για να αντέξει το μαρτύριο που πλησίαζε. Την
επομένη ο Οθωμανός ηγεμόνας διέταξε να του ξαναφέρουν τον Σεραφείμ. Ο Χαμούζ,
ξεκινώντας με νέες απειλές προσπαθούσε να κάμψει το φρόνημα του Αγίου.
Μα εκείνος επαναλάμβανε πιο αποφασιστικά την
απόφασή του να μην αρνηθεί τον Ιησού Χριστό. Τότε ο αγάς διέταξε να τον
ξαναδείρουν πιο άγρια. Οι βασανιστές συνέχισαν τα απάνθρωπα κατορθώματά τους
τανώντας με σχοινιά χέρια και πόδια του Αγίου, ενώ συγχρόνως, του έβαλαν πάνω
στην κοιλιά μια μεγάλη πέτρα και τον κατέκοπταν με μαχαίρια συνεχώς. Έπειτα του
έδωσαν να πιει νερό με χώμα και χολή, ενώ το πρόσωπο του Αγίου έλαμπε και
έδειχνε σαν να μετείχε σε κάποια ευωχία κι όχι σε βασανισμό. Ακόμη και οι
βασανιστές του θαύμαζαν τον Άγιο. Κοντά σ' ένα κυπαρίσσι, στο χώρο του παζαριού
του Φαναρίου, ο Άγιος παρέδωσε το πνεύμα του πληγωμένος θανάσιμα στα σπλάχνα
του. Ήταν 4 Δεκεμβρίου. Το άγιο σώμα έμεινε εκεί αρκετές μέρες, καρφωμένο πάνω
στο βασανιστικό ξύλο αλλά δεν αλλοιώθηκε.
Το
αντίθετο: φαινόταν σαν σώμα ζωντανού και έβγαζε άρρητη ευωδία, προξενώντας
θαυμασμό και κατάνυξη στους πιστούς και απορία στους Οθωμανούς. Σε αίτημα των
χριστιανών ο αγάς αρνήθηκε την παραχώρηση του ιερού λειψάνου. Μετά από αρκετές
ημέρες διετάχθη να αποκοπεί η κεφαλή του Αγίου και να μεταφερθεί στα Τρίκαλα
μαζί με άλλα κεφάλια αγωνιστών της επανάστασης του Διονυσίου, αλλά και κοινών καταδίκων.
Εκεί
τοποθετήθηκαν όλα τα κεφάλια πάνω σε κοντάρια, δημιουργώντας ένα μακάβριο δάσος
για να παραδειγματιστούν οι “γκιαούρηδες” της περιοχής. Ο ηγούμενος της Ι. Μονής
Δουσίκου, που βρέθηκε στα Τρίκαλα έδωσε σε κάποιον Αλβανό χριστιανό πενήντα
γρόσια για να κλέψει την κεφαλή του Αγίου από το φυλασσόμενο χώρο, με σκοπό να
την αποθησαυρίσει στη Μονή του. Την προσπάθεια κλοπής του λειψάνου ανιλήφθηκαν
οι φύλακες που όρμησαν κυνηγώντας το χριστιανό που έτρεχε γρήγορα μαζί με το
λείψανο. Κοντά σε μια γέφυρα του Πηνειού, οι διώκτες του τον πλησίασαν
επικίνδυνα. Τότε εκείνος έριξε το άγιο λείψανο στο ποτάμι, και ξέφυγε με
ταχύτητα από τους Τούρκους, που σταμάτησαν βλέποντας την προηγούμενη σκηνή.
Λίγο πιο κάτω από τη γέφυρα δύο ψαράδες που είχαν στήσει φράκτη στην κοίτη του
Πηνειού με θαυμαστό τρόπο βρήκαν το άγιο λείψανο κι αφού το αναγνώρισαν, το
πήραν ευλαβικά και το παρέδωσαν στον ηγούμενο, που προαναφέραμε. Λίγο αργότερα
ο ηγούμενος της Ι.Μ. Κορώνης ζήτησε το λείψανο από τους Δουσικιώτες, επειδή ο
Άγιος Σεραφείμ εκεί είχε μονάσει, δίνοντας τους και τα πενήντα γρόσια που είχαν
πληρώσει στον χριστιανό, που πήγε να το κλέψει. Έκτοτε η κάρα του Αγίου
βρίσκεται εκεί αποθησαυρισμένη και μέχρι σήμερα ευωδιάζει και ελευθερώνει τους
προσφεύγοντας στη μεσιτεία του Αγίου από κάθε νόσο ή κακό.
1. Λαγγής Μ., Ο Συναξαριστής της
Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμος ΙΒ΄, Αθήναι 1990.