Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Ο ἐορτασμός τῆς Ἀνάστασης πρίν τό Μεσονύκτιο βλάσφημος καί ἀθεολόγητος


Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.


 

1.              Θεολογική σύγχυση προκάλεσε ἡ συνοδική ἀπόφαση

Συνηθίσαμε πιά στίς καινοτομίες, στίς αἱρέσεις, στά σχίσματα, στίς ἔριδες. Τίποτε σταθερό καί καθολικά ἀποδεκτό. Τό Εὐαγγέλιο καί ἡ Πατερική Παράδοση ἐτέθησαν σέ ἀργία. Ὁ καθένας τά ἑρμηνεύει ὅπως θέλει καί ὅπως τόν εὐνοοῦν ἤ τοῦ ἐπιβάλλουν οἱ ἀνάγκες τῶν καιρῶν, τά συμφέροντα καί οἱ φιλοδοξίες του. Ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων, ἡ διαχρονική καί σταθερή πράξη τῆς Ἐκκλησίας ἀνατρέπονται. Τό ἄσπρο γίνεται μαῦρο, τό φῶς σκοτάδι, ἡ αἵρεση γίνεται ἐκκλησία, ὅπως καί τό σχίσμα, ὁ σοδομισμός νόμιμη καί μή ἐφάμαρτη διαφορετικότητα, τό Σάββατο γίνεται Κυριακή, τό ψεῦδος ἀλήθεια.

Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί σέ κάποιες ἀπό τίς ἑλληνόφωνες τοπικές ἐκκλησίες τά ἔχουν χάσει μέ τό θεολογικό κομφούζιο, τήν θεολογική σύγχυση, πού ἔχει προκαλέσει ἡ ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου νά ἑορτασθεῖ ἐφέτος τό Πάσχα, ἡ Ἀνάσταση, πρίν ἀπό τά μεσάνυκτα, νά ἀκουσθεῖ τό «Χριστός Ἀνέστη» τρεῖς ὧρες ἐνωρίτερα, γύρω στίς ἐννέα (21 μ.μ.), νά συντομευθεῖ ἡ ἀκολουθία, καί νά γίνει δεύτερη Θεία Λειτουργία μέσα στήν ἴδια ἡμέρα, νά διακοπεῖ ἐνωρίτερα ἡ νηστεία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ρυθμίσεις πού ἀντίκεινται στήν εὐαγγελική διδασκαλία, στίς ἀποφάσεις οἰκουμενικῶν συνόδων καί στήν διαχρονικά σταθερή Παράδοση καί πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Δικαιολογημένες ἀπόλυτα οἱ ἀντιδράσεις κάποιων, ἐλαχίστων ἐπισκόπων, πολλῶν εὐλαβῶν ἱερέων καί πλήθους πιστῶν, στούς ὤμους τῶν ὁποίων πέφτει νά σηκώσουν τό βάρος τῆς τήρησης τῶν παραδεδομένων, νά σηκώσουν τό βάρος τῆς ἡμέρας, ὅπως ἐπαινεῖ ἡ Ἐκκλησία ὅσους κληρικούς ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῶν καινοτομιῶν καί τῶν παρεκκλίσεων.

Ἀντί ὅμως οἱ ἀντιδράσεις νά ὁδηγήσουν σέ δεύτερες, ὀρθότερες, σκέψεις καί σέ διόρθωση τῶν ὁλοφάνερα λανθασμένων ἀποφάσεων, ξεσηκώθηκαν θεολογικοί «φωστῆρες», γιά νά ὑποστηρίξουν τήν καινοτομία καί νά ἐνισχύσουν τίς διενέξεις πρός μεγάλη χαρά τοῦ Διαβόλου πού ὑποκινεῖ πάντοτε ἀπό φθόνο τήν ἐναντίωση πρός τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Κείμενα ὑποστηρικτικά καί ἀναιρετικά τῆς καινοτομίας ἔχουν κατακλύσει τό Διαδίκτυο καί ἔχουν φέρει σέ ἀπόγνωση κληρικούς καί λαϊκούς, ὡς πρός τό νά κρίνουν ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια, ποιοί ἔχουν δίκαιο, οἱ καινοτόμοι ἤ οἱ παραδοσιακοί. Καί ἐνῶ φάνηκε πώς οἱ συνειδήσεις τῶν πιστῶν ἠρεμοῦν καί εὐαρεστοῦνται μέ ὅσα ἔγραψαν, διεμήνυσαν καί ἀποφάσισαν νά πράξουν ἐλάχιστοι ἐπίσκοποι, ὅπως ὁ πρώην Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος, ὁ Αἰτωλοακαρνανίας Κοσμᾶς, ὁ Κυθήρων Σεραφείμ, ἀκόμη καί ὁ Φιλίππων Στέφανος, αἰφνιδίως ἄνοιξαν κερκόπορτες στήν κανονική ἀλήθεια ὁ Πειραιῶς Σεραφείμ καί ἡ Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας, προφανῶς μέ ἀπόφαση τοῦ Ποιμενάρχη Ἰωήλ, ὑποστηρίζοντας τήν βλάσφημη καί ἀθεολόγητη καινοτομία. Δέν θά ἐπιχειρήσουμε τώρα ἀναίρεση τῶν ἡμαρτημένων τῶν δύο ἐπισκόπων, τά ἐπιχειρήματα τῶν ὁποίων ἐκλόνισαν κάποιους ἀσταθεῖς μέ καλαμώδη χαρακτήρα καί εὔκολη στίς ἐπιρροές φύση. Θά σημειώσουμε βασικούς μόνον θεολογικούς λόγους, γιά τούς ὁποίους δέν πρέπει νά γίνει ἀλλαγή τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τῆς Ἀνάστασης.

 

2.              Ἡ τήρηση τῆς Παράδοσης εἶναι δόγμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Τό πρῶτο βάθρο, ἡ πρώτη βάση τό πρῶτο θεμέλιο πάνω στό ὁποῖο μέ σιγουριά καί βεβαιότητα στέκεται ὁ πιστός μετά τό Εὐαγγέλιο, εἶναι ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι ἀγνοοῦν τήν Παράδοση προτεσταντίζουν. Οἱ Προτεστάντες ἀπορρίπτουν τήν Παράδοση, δέχονται μόνον τήν Ἁγία Γραφή, τήν ὁποία ἑρμηνεύει ὁ καθένας κατά τό δοκοῦν, γι᾽ αὐτό καί διαλύθηκαν σέ χίλια κομμάτια. Εἶναι σαφέστατη καί ὑποχρεωτική ἡ σύσταση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου νά τηροῦν οἱ Χριστιανοί τίς Παραδόσεις· «Στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι᾽ ἐπιστολῆς ἡμῶν». Ὁ ἴδιος μάλιστα αὐστηρότερα ἀναθεματίζει ὅσους παραβαίνουν αὐτά πού παρέλαβαν, ἀκόμη καί ἄν τήν καινοτομία τήν παρουσιάσουν καί τήν διδάξουν ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό, πολύ περισσότερο ἄν τήν ἀποφασίσουν ἄνθρωποι, ὅπως ἡ Διαρκής Σύνοδος τοῦ Ἱερωνύμου, ἤ οἱ μητροπολίτες τοῦ Πειραιᾶ καί τῆς Ἔδεσσας· «Ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾽ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν ἀνάθεμα ἔστω. Ὡς προειρήκαμεν καί ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω».

Ἄσχετα πρός τόν ἀκριβῆ χρόνο τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, πού καί αὐτός δέν εὐνοεῖ τούς Σαββατιανούς καί Ἰουδαΐζοντες καινοτόμους τοῦ Ἱερωνύμου, ὅπως θά δοῦμε, τό κήρυγμα τῆς Ἀνάστασης, ἀκούσθηκε τό πρωί τῆς Κυριακῆς· τό ἄκουσαν πρῶτες οἱ μυροφόρες γυναῖκες ἀπό τούς Ἀγγέλους, τό μετέφεραν εἰς τούς Ἀποστόλους καί δι᾽ αὐτῶν εἰς ὅλον τόν κόσμο: «Τό φαιδρόν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα, ἐκ τοῦ ἀγγέλου μαθοῦσαι αἱ τοῦ Κυρίου μαθήτριαι, καί τήν προγονικήν ἀπόφασιν ἀπορρίψασαι τοῖς Ἀποστόλοις καυχώμεναι ἔλεγον. Ἐσκύλευται ὁ θάνατος, ἠγέρθη Χριστός ὁ Θεός, δωρούμενος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος» .

Θά μνημονεύσουμε ἀπό τό πλῆθος τῶν ἀναστάσιμων ὕμνων ἕνα ἀκόμη τροπάριο ἀπό τά ἀναστάσιμα Εὐλογητάρια πού μᾶς διδάσκει ὅτι τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἄκουσαν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ἀπό τόν Ἄγγελο τό «Χριστός Ἀνέστη». «Λίαν πρωΐ μυροφόροι ἔδραμον πρός τό μνῆμά σου θρηνολογοῦσαι· ἀλλ᾽ ἐπέστη πρός αὐτάς ὁ Ἄγγελος καί εἶπε· Θρήνου ὁ καιρός, πέπαυται, μή κλαίετε. Τήν Ἀνάστασιν δέ Ἀποστόλοις εἴπατε».

Ἔκτοτε μέχρι τήν ἀποφράδα ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐπί δύο χιλιάδες χρόνια, τό «Χριστός Ἀνέστη» ἀκούγεται πάντοτε τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή, πάλιν καί πολλάκις μετά τό μεσονύκτιο, καί οὐδέποτε πρίν ἀπό τό μεσονύκτιο. Θά ἀκουσθεῖ γιά πρώτη φορά ἐφέτος πρίν ἀπό τό μεσονύκτιο, σέ ἀντίθεση μέ ὅλα τά ἀρχαῖα καί σύγχρονα Τυπικά, τό Σαββαϊτικό, τό Στουδιτικό, τό Ἁγιορειτικό, τό Πατριαρχικό τῆς Κωνσταντινούπολης. Δέν ἔχουν πλέον κανένα φραγμό οἱ καινοτόμοι.

Καί ὅταν ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας ἡ Ἐκκλησία, βρέθηκε σέ παρόμοια σύγχυση μέ τήν σημερινή. Διαιρέθηκαν οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ θεολόγοι σέ ὑποστηρικτές τῶν Ἁγίων Εἰκόνων καί σέ ἐχθρούς καί εἰκονομάχους. Καί ἀπό τίς δύο πλευρές διατυπώνονταν καί ἀνταλλάσσονταν θεολογικά ἐπιχειρήματα, πού δημιουργοῦσαν σύγχυση στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος πού ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα (787) καί καταδίκασε τούς Εἰκονομάχους, δέν ἀπέφυγε νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν διδασκαλία τους καί νά ἀναιρέσει τά ἐπιχειρήματά τους. Τό δυνατώτερο ὅμως ἐπιχείρημα τῆς Συνόδου πού τό προέταξε τῶν θεολογικῶν συζητήσεων ἦταν τό ὀρθόδοξο ἐπιχείρημα νά τηρηθεῖ ἡ Παράδοση. Ἡ τιμή πρός τίς Ἅγιες Εἰκόνες ἦταν αἰωνόβια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτή τήν παράδοση δέν μποροῦσε νά τήν ἀλλάξει ἡ Ἐκκλησία ἤ νά τήν ἀλλοιώσει. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἔλαβε χώρα καί κηρύχθηκε μετά τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου, γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ἡ ἑπόμενη μέρα ὀνομάσθηκε Κυριακή, ὡς σημαίνουσα τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἡ μία λοιπόν τῶν Σαββάτων, ἡ πρώτη μετά τό Σάββατο ἡμέρα, ἡ Κυριακή εἶναι συνώνυμη τῆς Ἀνάστασης· Κυριακή σημαίνει Ἀνάσταση. Πῶς λοιπόν ἐμεῖς θά τήν ἀναμίξουμε μέ τό ἑβραϊκό Σάββατο ἤ μέ τήν Παρασκευή τῶν Μουσουλμάνων;

Ἕνας ἀπό τούς λόγους πού ἀνάγκασαν τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο νά ὁρίσει τήν Κυριακή ὡς ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, καί μάλιστα κατά τρόπο πού νά μή συμπέσει ποτέ μέ τό ἑβραϊκό Πάσχα, ἦταν τό γεγονός ὅτι κάποιοι Ἰουδαΐζοντες Χριστιανοί γιόρταζαν τήν Ἀνάσταση, ὅταν γιόρταζαν καί οἱ Ἑβραῖοι τό δικό τους Πάσχα, τήν 14η τοῦ μηνός Νισάν, πού συνέπιπτε σέ ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος· ἦσαν οἱ γνωστοί Τεσσαρεσκαιδεκατίτες.

Ὅπως λοιπόν ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος προέταξε πάνω καί πρίν ἀπό τίς θεολογικές συζητήσεις τό δογματικό Ὀρθόδοξο ἐπιχείρημα τῆς Παράδοσης, ἔτσι καί οἱ ἁπλοϊκοί Ὀρθόδοξοι πιστοί, ἀλλά καί ὅσοι κληρικοί δέν ἔχουν ὑψηλή θεολογική μόρφωση ἀκολουθοῦν ἀναλογικά τόν δρόμο τῶν Ἁγίων Πατέρων, τηρώντας τήν σταθερή Παράδοση νά ἑορτάζεται ἡ Ἀνάσταση μετά τά μεσάνυκτα, ὥστε νά μή γίνουν συμμέτοχοι τῆς βλάσφημης, ἀντιευαγγελκῆς καί ἀντιπατερικῆς καινοτομίας τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἀνάστασης πρίν ἀπό τά μεσάνυχτα καί ἀναμείξουν ἔτσι Σάββατο καί Κυριακή, πρός μεγάλη χαρά τῶν Οἰκουμενιστῶν πού ἐργάζονται συστηματικά γι᾽ αὐτήν τήν ἀνάμειξη. Λέγει ἡ Σύνοδος στίς ἀποφάσεις της: «Τῇ παραδόσει τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐξηκολουθήσαμεν καί οὔτε ὕφεσιν οὔτε πλεονασμόν ἐποιησάμεθα, ἀλλ᾽ ἀποστολικῶς διδαχθέντες, κρατοῦμεν τάς παραδόσεις ἅς παρελάβομεν πάντα ἀποδεχόμενοι καί ἀσπαζόμενοι, ὅσαπερ ἡ ἁγία καθολική Ἐκκλησία ἀρχῆθεν τῶν χρόνων ἀγράφως καί ἐγγράφως παρέλαβεν… Ἡ γάρ ἀληθινή τῆς Ἐκκλησίας καί εὐθυτάτη κρίσις καινουργεῖσθαι ἐν αὐτῇ συγχωρεῖ οὐδέν, οὔτε ἀφαίρεσιν ποιεῖσθαι».

 

3.              Ὁ λειτουργικός χρόνος δέν καταργεῖ τόν φυσικό χρόνο. Συνυπάρχουν.

Δημιουργός τοῦ χρόνου καί τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Θεός, «ὁ καιρούς καί χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία θέμενος». Ἡ ἀρχή τοῦ χρόνου συμπίπτει μέ τήν ἀρχή τοῦ κόσμου, τοῦ ὁποίου ὁ χρόνος μετρᾶ τήν κίνηση. Ἡ ἱστορία τῆς πορείας τοῦ κόσμου παρακολουθεῖται ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι κύριος τοῦ κόσμου καί τοῦ χρόνου καί, ὅταν χρειασθεῖ, ἐπεμβαίνει στήν πορεία τῆς ἀθρώπινης ἱστορίας. Δέν ἀδιαφορεῖ γιά τά ἱστορικά γεγονότα καί πρόσωπα ὁ Θεός, γι᾽ αὐτό καί ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά καί στήν συνέχεια τους στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι γεμάτη ἀπό ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ μέσῳ ἱστορικῶν γεγονότων καί ἱστορικῶν προσώπων, ἡ μεγαλύτερη καί σπουδαιότερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, σαρκωθέντος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντος. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι τό σημαντικώτερο πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, «τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον» κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό. Ὅσα ἐπί τῆς γῆς ἐτέλεσε ἄλλαξαν τήν ἀνθρώπινη ἱστορία καί τήν ἐχώρισαν εἰς τά δύο, εἰς τήν πρό Χριστοῦ καί τήν μετά Χριστόν ἐποχή. Ἔχουν καταγραφῆ ὡς ἱστορικά γεγονότα, ἡ Γέννηση, ἡ Βάπτιση, ἡ διδασκαλία, τά θαύματα, ἡ Σταύρωση, ἡ Ἀνάσταση καί πλεῖστα ἄλλα, τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει κάθε χρόνο στόν ἐτήσιο ἑορτολογικό της κύκλο, φροντίζουσα χρονικά νά ὁρίζει τίς ἑορτές τους, ὅπως καί τίς ἑορτές στίς μνῆμες Ἁγίων, κατά τίς χρονικές ἡμερομηνίες πού ἐτελέσθησαν.

Ὅλες οἱ ἡμέρες τοῦ χρόνου εἶναι κατάφορτες ἀπό μνῆμες ἁγίων καί ἀπό ἱστορικές ἀναφορές στήν ἡμέρα τῆς κοίμησης ἤ τοῦ μαρτυρίου τους. Ἐξαγιάζεται ἔτσι καί ὁ χρόνος, καί ἀποκτᾶ νόημα ἡ πορεία τῆς ἱστορίας. Δίνει λοιπόν μεγάλη βαρύτητα στόν φυσικό χρόνο ἡ Ἐκκλησία· οὔτε τόν μειώνει, οὔτε τόν καταργεῖ. Γι᾽ αὐτό καί τιμᾶ ἰδιαίτερα τήν Κυριακή τῆς Ἀναστάσεως, κατά τήν ὁποία ὁ Χριστός ἐνίκησε τόν θάνατο καί συνέτριψε τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, πού εἶχαν συνασπισθῆ ἐναντίον Του.

Ἡ προσπάθεια κάποιων νά μεταφέρουν μέρος τῆς Κυριακῆς τό Σάββατο, ὥστε νά δικαιολογήσουν τήν συνοδική καινοτομία νά ἑορτασθεῖ ἡ Ἀνάσταση τό Σάββατο καί ὄχι τήν Κυριακή, δέν εὐοδοῦται, διότι ὁ λειτουργικός χρόνος δέν καταργεῖ τόν φυσικό χρόνο. Τό ἐπιχείρημα δηλαδή ὅτι λειτουργικά ἡ ἡμέρα ἀρχίζει ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς προηγούμενης εἶναι ἐν μέρει ἀληθινό καί δέν ἰσχύει γιά ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἐν μέρει καί ἐλάχιστα ἰσχυρό, διότι οἱ λειτουργικές ἐκδηλώσεις μετά τόν ἑσπερινό εἶναι ἐλάχιστες, ἐνῶ οἱ τῆς κύριας ἡμέρας εἶναι πολλαπλάσιες, μεταξύ δέ αὐτῶν ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πού ἀποτελεῖ τό κέντρο, τήν καρδιά τῆς νυχθήμερης λατρείας. Μετά τόν ἑσπερινό ἔχουμε μόνον τό ἀπόδειπνο, ἐνῶ μετά τήν ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτικοῦ, πού χωρίζει τήν παραμονή ἀπό τήν κύρια ἡμέρα ἔχουμε τίς ἀκολουθίες τῶν ὡρῶν, τῆς α´, τῆς γ´ καί τῆς στ´ ὥρας, τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, τήν κορυφαία καί κεντρική ἀκολουθία τῆς Θείας Λειτουργίας, καί τήν θ´ ὥρα πρό τοῦ ἑσπερινοῦ, μέ τήν ὁποία κλείνει ὁ νυχθήμερος λειτουργικός κύκλος. Τελέσαμε λοιπόν ποτέ τήν Θ. Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεοφανείων, τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τίς παραμονές αὐτῶν τῶν ἑορτῶν, ὥστε τώρα νά δικαιολογοῦμε τήν τέλεση τῆς ἀναστάσιμης Θ. Λειτουργίας τήν παραμονή τοῦ Πάσχα, μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι ἡ ἡμέρα ἀρχίζει ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς προηγουμένης; Ἀρχίζει μέ τόν ἑσπερινό, ἀλλά ὁλοκληρώνεται κατά τό μεγαλύτερο μέρος κατά τόν φυσικό ἀστρονομικό χρόνο, ἀπό τό μεσονύκτιο μέχρι τόν ἑσπερινό τῆς ἑπόμενης ἡμέρας, ἰδιαίτερα μέ τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ἀλλά καί αὐτή ἡ ἀρχή τῆς ἡμέρας ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς προηγουμένης δέν ἰσχύει γιά ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως π.χ. γιά τόν θεσμό τῆς νηστείας. Μποροῦμε π.χ. νά διακόψουμε τήν νηστεία τῆς Τετάρτης ἤ τῆς Παρασκευῆς μετά τόν ἑσπερινό αὐτῶν τῶν ἡμερῶν, ἄν ἀπό τόν ἑσπερινό ἀρχίζουν ἡ Πέμπτη καί τό Σάββατο; Ἤ πρέπει νά ἀρχίσουμε νά νηστεύουμε ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς Τρίτης καί τῆς Πέμπτης, ἄν μετά τόν ἑσπερινό ἀρχίζουν ἡ Τετάρτη καί ἡ Παρασκευή;

 

4.              Ὁ ἀκριβής χρόνος τῆς Ἀνάστασης τίθεται μετά τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή.

Ὡς πρός τόν ἀκριβῆ χρόνο πού ἔγινε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ποῦμε ὅτι εἶναι θέμα λελυμένο στήν λειτουργική καί κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέχεται ὅτι, μολονότι δέν εἶναι γνωστή ἡ ἀκριβής χρονική στιγμή καί ὥρα τῆς Ἀνάστασης, ἐν τούτοις ἀπό τόν συνδυασμό ὅσων λέγουν καί περιγράφουν οἱ τέσσαρες εὐαγγελισταί προκύπτει ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε περί τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή ἤ λίγο μετά τό μεσονύκτιο, δηλαδή μεταφέροντας τόν χρόνο στό σημερινό ὡράριο μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε μεταξύ τῆς 11ης βραδυνῆς (23ης) τοῦ Σαββάτου καί τῆς 2ας πρωϊνῆς τῆς Κυριακῆς, μεταξύ δηλαδή 11 καί 2.

Ὁ χρονικός αὐτός προσδιορισμός τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως περί τό μεσονύκτιο εἶναι συνοδικά καί κανονικά κατοχυρωμένος, τόν ἀκολουθεῖ δέ καί ἡ λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὁρίζει ὅτι ἡ παννυχίδα τῆς Ἀναστάσεως ἄρχεται «περί ὥραν πέμπτην τῆς νυκτός, δηλαδή περί τήν 11ην πρό τοῦ μεσονυκτίου», ρυθμίζεται δέ ἔτσι ἡ ψαλμωδία τοῦ κανόνος καί ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν λοιπῶν, ὥστε τό «Χριστός Ἀνέστη» νά ἀκουσθεῖ ἀκριβῶς τήν 12ην τοῦ μεσονυκτίου, ἡ δέ λοιπή ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί τῆς Θείας Λειτουργίας ἐκτυλίσσονται στίς 2-3 μεταμεσονύκτιες ὧρες.

Ἀναλυτικῶς μέ τό θέμα τοῦ χρόνου τῆς Ἀναστάσεως ἀσχολήθηκε ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας (3ος αἰών), ὑποχρεωθείς νά ἀπαντήσει σέ ἐρώτηση ἐπισκόπου γιά τό πότε, ποιά ὥρα ἀκριβῶς, πρέπει νά σταματᾶ ἡ πρό τοῦ Πάσχα νηστεία. Τοῦ ἔγραφε ὁ ἐπίσκοπος ὅτι σέ κάποιες περιοχές βιάζονται καί διακόπτουν τήν νηστεία τό ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, «ἀφ᾽ ἑσπέρας», ἐνῶ ἀλλοῦ τήν διακόπτουν τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς, τά χαράματα, περιμένοντας νά λαλήσει ὁ πετεινός, «περιμένουσι τόν ἀλέκτορα». Δέν πρέπει ὅμως νά ὁρίσουμε τόν ἀκριβῆ χρόνο, ὥστε ὅλοι νά διακόπτουν τήν ἴδια ὥρα τήν νηστεία; Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἀπαντᾶ ὅτι τό νά ὁρισθεῖ ὁ ἀκριβής χρόνος τῆς Ἀναστάσεως, ἡ ἀκριβής ὥρα, εἶναι δύσκολο καί λανθασμένο, «δύσκολον καί σφαλερόν», διότι οἱ εὐαγγελισταί δέν μᾶς παραδίδουν μέ ἀκρίβεια τήν ὥρα τῆς ᾽Αναστάσεως· «μηδέν ἀπηκριβωμένον ἐν αὐτοῖς περί τῆς ὥρας, καθ᾽ ἥν ἀνέστη, φαίνεται». Μᾶς ὁμιλοῦν γιά διάφορες ἐπισκέψεις στόν τάφο σέ διαφορετικούς χρόνους, ἀλλά σέ ὅλες αὐτές τίς ἐπισκέψεις τῶν Μυροφόρων καί τῶν Ἀποστόλων λέγεται ὅτι ὁ Κύριος εἶχε ἤδη ἀναστηθῆ· «Διαφόρως μέν οἱ εὐαγγελισταί τούς ἐπί τό μνημεῖον ἐλθόντας ἀνέγραψαν κατά καιρούς ἐνηλλαγμένους καί πάντες ἀνεστηκότα τόν Κύριον ἔφασαν εὑρηκέναι». Πάντως κανένας εὐαγγελιστής δέν μᾶς εἶπε πότε ἀκριβῶς ἀναστήθηκε ὁ Χριστός· «Καί πότε μέν ἀνέστη, σαφῶς οὐδείς ἀπεφήνατο». Αὐτό στό ὁποῖο συμφωνοῦν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί εἶναι ὅτι ἀπό τό βράδυ ἀργά τοῦ Σαββάτου μέχρι τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς οἱ ἐπισκεφθέντες τόν τάφο τόν βρῆκαν κενό, ἄδειο, διότι ἤδη εἶχε ἀναστηθῆ ὁ Χριστός. Συμπερασματικά, ὁ Ἅγιος Διονύσιος λέγει ὅτι δέν πρέπει νά ἀκριβολογοῦμε «ποίαν ὥραν ἤ καί ποῖον ἡμιώριον ἤ ὥρας τέταρτον» ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ὥστε νά ἀρχίσουμε τήν χαρά καί τήν πανήγυρη τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτούς πού βιάζονται καί διακόπτουν τήν νηστεία πρό τοῦ μεσονυκτίου τούς μεμφόμεθα ὡς ἀμελεῖς καί ἀκρατεῖς, ἐνῶ ὅσους καθυστεροῦν καί περιμένουν τήν «τετάρτην φυλακήν τῆς νυκτός», δηλαδή τό τέταρτο τρίωρο τῆς νύκτας, τό διάστημα ἀπό 3-6 τό πρωΐ, τούς ἐπαινοῦμε «ὡς γενναίους καί φιλοπόνους». Τούς ἐνδιαμέσους, αὐτούς δηλαδή πού κατέλυσαν μεταξύ τοῦ μεσονυκτίου καί τῆς αὐγῆς, κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, οὔτε τούς μεμφόμεθα οὔτε τούς ἐπαινοῦμε, ἁπλῶς δέν τούς ἐνοχλοῦμε. Μέ τούς ἐνδιαμέσους βέβαια αὐτούς δέν ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος Διονύσιος τούς σημερινούς Χριστιανούς οἱ ὁποῖοι, μόλις ἀκούσουν τό «Χριστός Ἀνέστη» στίς 12 τό μεσονύκτιο, χωρίς νά ἔχει τελειώσει ἡ Θ. Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως, φεύγουν ἀπό τόν Ναό καί τό ρίχνουν στό φαγοπότι. Ἐννοεῖ τό τελείωμα τῆς Θ. Λειτουργίας σύντομα μετά τά μεσάνυκτα. Γιά ὅσους ἀκολουθοῦν τήν κακίστη συνήθεια νά φεύγουν μετά τό «Χριστός Ἀνέστη» πρό τοῦ τέλους τῆς Θ. Λειτουργίας εἶναι πολύ αὐστηρός ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος σέ ὑποσημείωση στόν πθ´ κανόνα τῆς Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γράφει: «Βλέπεις ὅτι λέγουσι πρῶτον νά γίνεται ἡ λειτουργία καί ὕστερα νά πασχάζωμεν; Ὅθεν ἀξιοκατάκριτοι εἶναι καί πολλά κοιλιόδουλοι καί λαίμαργοι ἐκεῖνοι ὁποῦ βαστῶντες εἰς τούς κόλπους των αὐγά ἤ τυρί, εὐθύς ὁποῦ ἀκούσουν τό Χριστός ἀνέστη, τά χάπτουσιν εἰς τό στόμα, καί ἄς διορθώσουν τό ἄτοπον αὐτό ἀπό τώρα καί ὕστερα· ἀλλά καί οἱ γονεῖς δέν πρέπει νά ἀφίνουσι τά τέκνα των νά κάμνουν παρόμοιον ἄτακτον πρᾶγμα».

Τήν σπουδαία αὐτή ἀνάλυση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, πού ἀποτελεῖ καί τόν πρῶτο ἀπό τούς τέσσερις κανόνες, στούς ὁποίους ἔχει διαιρεθῆ ἡ Κανονική του Ἐπιστολή πρός τόν ἐπίσκοπο Βασιλείδη, υἱοθέτησε καί ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ γνωστή ἐν Τρούλλω (690), ἡ ὁποία ὁρίζει μέ τόν ΠΘ´ (89ο) κανόνα της ὅτι πρέπει ἡ παύση τῆς νηστείας νά γίνεται μετά τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή, διότι, κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου στόν ἐν λόγῳ κανόνα, ἀπό τήν εὐαγγελική διήγηση «συνάγεται ὅτι κατά τό μεσονύκτιον ἀνέστη ὁ Κύριος παρελθούσης τῆς στ´ ὥρας καί ἀρχομένης τῆς ζ´». Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών ἑρμηνεύοντας ἐπίσης τόν κανόνα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου παραπέμπει καί στόν πθ´ τῆς ἐν Τρούλλῳ συνόδου, λέγοντας ὅτι ἐπειδή, ἐκτός ἀπό τόν κανόνα, ἡ ὥρα τῆς Ἀναστάσεως ἀποσαφηνίσθηκε παλαιότερα κατά τό δυνατόν καί βάσει ἁγιογραφικῶν χωρίων (μολονότι τόν ἀληθῆ χρόνο γνωρίζει μόνον ὁ ἀναστάς Θεός) ὀφείλουμε νά ποῦμε ὅτι μέχρι τά μεσάνυκτα, μέχρι δηλαδή τήν ἕκτη ὥρα τῆς νύκτας, πρέπει νά νηστεύουμε· ἀπό τήν ἕβδομη ὅμως ὥρα, τήν πρώτη δηλαδή μεταμεσονύκτια, πού ἀρχίζει ἡ Κυριακή κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Χριστός (εἶναι δέ εὔλογο ἡ Ἀνάσταση νά ἔγινε ἤ κατά τήν ἑβδόμη ἤ κατά τήν ὀγδόη ὥρα) δέν πρέπει νά νηστεύουμε, γιά νά μή φανοῦμε ἀντίθετοι πρός τούς κανόνες πού ἀπαγορεύουν τήν νηστεία κατά τίς Κυριακές.

Καί τό Συναξάρι τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, προφανῶς γραμμένο ἀπό τόν Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, πού ἔγραψε ὅλα τά Συναξάρια τοῦ Πεντηκοσταρίου, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε περί τό μεσονύκτιο, λίγο πρίν ἤ λίγο μετά ἀπό αὐτό: «Ἡ δέ τοῦ Κυρίου ἀνάστασις γέγονεν οὕτω· τῶν στρατιωτῶν φυλασσόντων τόν τάφον περί μέσον νυκτός σεισμός γίνεται· κατελθών γάρ Ἄγγελος τόν λίθον τῆς τοῦ μνημείου θύρας ἀφίστησιν».

 

Ἐπίλογος. Αἰσχύνη τῶν ἐπισκόπων καί κληρικῶν ὁ φόβος τοῦ θανάτου

Εἶναι παράδοξο καί δυσεξήγητο γιά τούς πιστούς, τήν ὥρα πού ἡ Ἐκκλησία ψάλλει τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ θανάτου μέ τό «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας», νά βλέπει τήν πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων νά φοβοῦνται τόν θάνατο ἀπό τήν μετάδοση τοῦ Κορωνοϊοῦ καί νά ἀποφεύγουν νά ἑορτάσουν τήν Ἀνάσταση κατά τήν κεκανονισμένη ὥρα, σύμφωνα μέ τήν δισχιλιετῆ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἁρμόζει πράγματι ἐδῶ νά παραθέσουμε ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στό ὁμώνυμο ἔργο του: «Αἰσχύνη ποιμένι θάνατον δεδιέναι· ὅπου γε τοῦτο ὑπακοή ὁρίζεται, ἀδειλία θανάτου». Καί κατά τήν μετάφραση τῆς Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου στήν δική τους ἔκδοση τοῦ ἔργου: «Εἶναι ἐντροπή γιά τόν ποιμένα νά φοβᾶται τόν θάνατο, ἀφοῦ ἡ ὑπακοή χαρακτηρίζεται ἀκριβῶς ὡς ἀφοβία τοῦ θανάτου». Περισσότερο ξεδιάντροπη καί τώρα ἀποκαλυπτική εἶναι ἡ πολιτική ἡγεσία καί οἱ ἐπιλεγμένοι ἐκπρόσωποι τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, οἱ ὁποῖοι ἀφήνουν τούς ἀνοήτους νά πιστεύσουν ὅτι ὁ ἰός προσβάλλει τό μεσονύκτιο πού γίνεται ἡ Ἀνάσταση καί ὄχι τρεῖς ὧρες ἐνωρίτερα, ἐνῶ εἶναι κτυπημένοι οἱ ἴδιοι ἀπό τόν ἰό τῆς ἀπιστίας καί στρατευμένοι στόν παγκόσμιο σχεδιασμό ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του. Τήν δεύτερη ἡμέρα τοῦ Πάσχα, τά ἀνοίγουν ὅλα, καί μόνο οἱ ἀνοικτές ἐκκλησίες καί τό «Χριστός Ἀνέστη» τούς ἐνοχλοῦν.

Πηγὴ ἐδῶ.