Ένας πλούσιος άρχοντας, είχε πολλούς υπηρέτες και ανάμεσα σε αυτούς, υπήρχε και ένας νέος, που δίαγε πνευματική ζωή.Όλοι οι υπηρέτες τον κορόϊδευαν, γιατί ενώ αυτοί έτρωγαν από τα πλούσια εδέσματα του άρχοντα, αυτός σε περίοδο και ημέρα νηστείας δεν έτρωγε, αλλά νήστευε.
Το αντιλήφτηκε αυτό ο άρχοντας και μια μέρα τον πλησίασε και τον ρώτησε:
– Για ποιό λόγο νηστεύεις;
– Είμαι ακόμα ζωντανός και νηστεύω, για να αντιμετωπίζω τα πυρά του διαβόλου…
– Και εμένα γιατί δεν με πειράζει ο διάβολος, ρώτησε με απορία ο άρχοντας.
– Γιατί άρχοντά μου, είσαι νεκρός!
Ο άρχοντας δεν κατάλαβε την απάντηση του νέου, αλλά δεν έδωσε συνέχεια στην συζήτηση.
Μια μέρα, πήγαν οι 2 τους για κυνήγι και φτάνοντας σε μια λίμνη, που είχε πάπιες, ο άρχοντας άρχισε να ρίχνει με το όπλο του, εναντίον των παπιών και ταυτόχρονα λέει στον νέο, να τρέξει και να μαζέψεις τις πάπιες.
Ο νέος έτρεξε και άρχισε να μαζεύει τις σκοτωμένες πάπιες. Μόλις το είδε αυτό ο άρχοντας, άρχισε να φωνάζει:
– Τί κάνεις εκεί; Τις σκοτωμένες μαζεύεις; Τις μισκοτωμένες να μαζεύεις, γιατί αυτές είναι ικανές να διαφύγουν και όχι οι σκοτωμένες, που τις έχουμε σίγουρες.
Το βράδυ, στο σπίτι, ο άρχοντας ρώτησε τον νέο,
– Γιατί παιδί μου στο κυνήγι συμπεριφέρθηκες τόσο ανόητα, ώστε να μαζεύεις τις σκοτωμένες πάπιες και όχι τις μισοσκοτωμένες.
– Το έκανα επίτηδες άρχοντά μου, για να σου δείξω, πως ακριβώς συμπεριφέρεται με τις ψυχές ο διάβολος.
Εσύ επειδή δεν πιστεύεις και δεν νηστεύεις, είσαι νεκρός, είσαι σκοτωμένη πάπια και δεν σε κυνηγάει, σε αντίθεση με μένα, που πιστεύω και νηστεύω, είμαι ακόμα ζωντανός, είμαι μισοσκοτωμένη πάπια, για αυτό και με κυνηγάει.
Αυτή είναι η τακτική του διαβόλου! ‘Οσοι άνθρωποι δεν διάγουν πνευματική ζωή, ο διάβολος δεν τους βάλλει, γιατί δεν είναι αναγκαίο, αφού μόνοι τους καταστρέφονται.
Όσοι όμως αγωνίζονται και διάγουν πνευματική ζωή, αυτούς βάλλει και κυνηγάει, προσπαθώντας να τους ρίξει στην αμαρτία και να τους βάλει στο χέρι του.
Το αντιλήφτηκε αυτό ο άρχοντας και μια μέρα τον πλησίασε και τον ρώτησε:
– Για ποιό λόγο νηστεύεις;
– Είμαι ακόμα ζωντανός και νηστεύω, για να αντιμετωπίζω τα πυρά του διαβόλου…
– Και εμένα γιατί δεν με πειράζει ο διάβολος, ρώτησε με απορία ο άρχοντας.
– Γιατί άρχοντά μου, είσαι νεκρός!
Ο άρχοντας δεν κατάλαβε την απάντηση του νέου, αλλά δεν έδωσε συνέχεια στην συζήτηση.
Μια μέρα, πήγαν οι 2 τους για κυνήγι και φτάνοντας σε μια λίμνη, που είχε πάπιες, ο άρχοντας άρχισε να ρίχνει με το όπλο του, εναντίον των παπιών και ταυτόχρονα λέει στον νέο, να τρέξει και να μαζέψεις τις πάπιες.
Ο νέος έτρεξε και άρχισε να μαζεύει τις σκοτωμένες πάπιες. Μόλις το είδε αυτό ο άρχοντας, άρχισε να φωνάζει:
– Τί κάνεις εκεί; Τις σκοτωμένες μαζεύεις; Τις μισκοτωμένες να μαζεύεις, γιατί αυτές είναι ικανές να διαφύγουν και όχι οι σκοτωμένες, που τις έχουμε σίγουρες.
Το βράδυ, στο σπίτι, ο άρχοντας ρώτησε τον νέο,
– Γιατί παιδί μου στο κυνήγι συμπεριφέρθηκες τόσο ανόητα, ώστε να μαζεύεις τις σκοτωμένες πάπιες και όχι τις μισοσκοτωμένες.
– Το έκανα επίτηδες άρχοντά μου, για να σου δείξω, πως ακριβώς συμπεριφέρεται με τις ψυχές ο διάβολος.
Εσύ επειδή δεν πιστεύεις και δεν νηστεύεις, είσαι νεκρός, είσαι σκοτωμένη πάπια και δεν σε κυνηγάει, σε αντίθεση με μένα, που πιστεύω και νηστεύω, είμαι ακόμα ζωντανός, είμαι μισοσκοτωμένη πάπια, για αυτό και με κυνηγάει.
Αυτή είναι η τακτική του διαβόλου! ‘Οσοι άνθρωποι δεν διάγουν πνευματική ζωή, ο διάβολος δεν τους βάλλει, γιατί δεν είναι αναγκαίο, αφού μόνοι τους καταστρέφονται.
Όσοι όμως αγωνίζονται και διάγουν πνευματική ζωή, αυτούς βάλλει και κυνηγάει, προσπαθώντας να τους ρίξει στην αμαρτία και να τους βάλει στο χέρι του.
Ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος (1916 – 1982)
«Πᾶνος»