Πέμπτη 1 Ιουνίου 2023

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΕΜΠΤΗ 1 ΙΟΥΝΙΟΥ 2023

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς 
 

Ἰουστῖνος ὕπνωσεν Σέρβος ὁ μέγας,
Θεολόγων σύνεδρος, Ἁγίων φίλος.
Θεανθρώπῳ ἥνωται ὑπνώσας λέων Ὀρθοδοξίας.

Ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ Ιουστίνος γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1894 μ.Χ., ξημερώματα του Ευαγγελισμού στην πόλη Βράνιε της νοτίου Σερβίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σπυρίδων και η μητέρα του Αναστασία. Κατά την βάπτιση έλαβε το όνομα Ευάγγελος. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν εκ παραδόσεως ιερατική και είχε δώσει στην ορθόδοξη Εκκλησία τουλάχιστον επτά ιερωμένους. Αυτό εξάλλου φανερώνει και το επώνυμο Πόποβιτς (Παπαδόπουλος). Από μικρό παιδάκι ακόμα, συχνά επισκεπτόταν με τούς γονείς του τον Άγιο Πρόχορο τον Θαυματουργό στην κοντινή Μονή Πτσίνσκι όπου και είδε με τα μάτια του την θεραπεία της μητέρας του από βαριά ασθένεια.

Μια δεύτερη πηγή ευλάβειας για τον μικρό Ευάγγελο ήταν η τακτική ανάγνωση του Ευαγγελίου από τα δεκατέσσερα του χρόνια μα και η ασκητική βίωση του μέχρι το τέλος της ζωής του.

Τρίτη πηγή θείας έμπνευσης έγινε για τον μικρό Πόποβιτς η ανάγνωση των Συναξαριών και αργότερα των έργων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Έλεγε ο ίδιος χαρακτηριστικά: «η Ορθοδοξία δεν είναι βιβλιοθήκη, την οποία μπορείς να μελετήσεις, αλλά βίωμα το όποιο καλείσαι να ζήσεις. Η Ορθοδοξία είναι πρώτιστα βιοτή και μάλιστα Όσια Βιοτή και ύστερα διδαχή και μάλιστα διδαχή ζωής, χάριτος, η οποία δεν έχει τίποτε από την νέκρα του σχολαστικισμού και τον ορθολογισμό του προτεσταντισμού. Η Ορθοδοξία έχει την δική της μεθοδολογία και παιδαγωγική, τους Βίους των Αγίων».

Από την φύση του φιλόσοφος και διψασμένος για την θεία μα και την ανθρώπινη γνώση, ο μικρός Ευάγγελος εγγράφεται στα 1905 μ.Χ. στην Εκκλησιαστική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι όπου αξιώθηκε να έχει ως δάσκαλο του τον φωτισμένο Άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς (βλέπε 5 Μαρτίου). Τελείωσε την Σχολή στα 1914 μ.Χ. μα τον πρόλαβε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και στρατεύτηκε ως νοσοκόμος. Ακολουθώντας την τύχη του σέρβικου στρατού, πήρε το δρόμο της εξορίας μέσα από τα βουνά της Αλβανίας προς την Κέρκυρα. Καθ' οδόν ένοιωσε πλέον έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στο Χριστό και με την ευλογία του Μητροπολίτου Βελιγραδίου Δημητρίου έλαβε στην Σκόδρα το μοναχικό σχήμα την 1η Ιανουαρίου του 1916 μ.Χ. και πήρε το όνομα του αγίου μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου.

Από την Κέρκυρα, μετά από ενέργειες του Μητροπολίτου Δημητρίου, φεύγει με μια ομάδα φωτισμένων θεολόγων για θεολογικές σπουδές στην Αγία Πετρούπολη. Σύντομα όμως, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ρωσία, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να μεταβεί στην Οξφόρδη. Εκεί έμεινε δύο χρόνια ετοιμάζοντας την διδακτορική του εργασία με θέμα «Η θρησκεία και η φιλοσοφία του Ντοστογιέβσκι». Η εμμονή του στην κριτική του δυτικού Χριστιανισμού και στην υπεράσπιση του Ντοστογιέβσκι του κόστισε την απόρριψη της διατριβής. Έτσι στα 1919 μ.Χ., όταν, μετά το τέλος του πολέμου, γύρισε στην πατρίδα του τοποθετήθηκε ως καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα μεταβαίνει στην Αθήνα για να λαβή τελικά εκεί το διδακτορικό του δίπλωμα στην Πατρολογία στα 1926 μ.Χ. με θέμα «Το πρόβλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Γνώριζε πολύ καλά την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανική και την γαλλική.

Στα επόμενα έτη εργάστηκε στις Εκκλησιαστικές Σχολές του Καρλοβικίου, της Πριζρένης και του Μοναστηρίου (Βίτολα). Στα 1930-31 μ.Χ. η Σερβική Εκκλησία τον έστειλε μαζί με τον Μητροπολίτη Ιωσήφ σε ιεραποστολική αποστολή στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί εργάστηκαν επί ένα χρόνο στην διαφώτιση και οργάνωση των ενοριών και του μοναχικού βίου των ορθοδόξων Σλοβάκων στα Καρπάθια οι όποιοι επέστρεφαν και πάλι στην Ορθοδοξία από την Ουνία. Ενώ ακόμη βρισκόταν εκεί, εξελέγη το 1931 μ.Χ. επίσκοπος της νεοσυσταθείσης Επισκοπής Καρπαθίας αλλά από ταπείνωση δεν δέχτηκε την θέση εκείνη.

Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε σε διάφορες μονές και σταδιακά στο Βελιγράδι, μοιραζόμενος την τύχη του λαού του. Με την εγκαθίδρυση της νέας κομμουνιστικής εξουσίας στην Γιουγκοσλαβία το 1945 μ.Χ., ο πατήρ Ιουστίνος εξεδιώχθη από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου μαζί με άλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στην μονή Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία (1946 μ.Χ.) και φυλακίστηκε. Λίγο έλειψε να εκτελεστεί από το καθεστώς ως «εχθρός του λαού», αλλά σώθηκε την τελευταία στιγμή όταν ο Πατριάρχης Γαβριήλ κατά την επιστροφή του από το Άουσβιτς απαίτησε την αποφυλάκιση του.

Διωγμένος από το Πανεπιστήμιο και δίχως κάποια σύνταξη, στερημένος από τα ανθρώπινα, θρησκευτικά και πολιτικά του δικαιώματα, ο πατήρ Ιουστίνος έζησε ουσιαστικά έγκλειστος στην μικρή γυναικεία μονή των Αρχαγγέλων στο Τσέλιε του Βάλιεβο. Ακόμη και εκεί όμως οι πολιτικές αρχές δεν τον άφηναν ήσυχο. Πέρα από την συνεχή και ασφυκτική παρακολούθηση, συχνές ήταν και οι ανακρίσεις στην πολιτική διοίκηση του Βάλιεβο. Σε περιόδους δε κρίσιμων συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου στο Βελιγράδι, του απαγορευόταν οποιαδήποτε έξοδος από την μονή επί μήνες από τον φόβο τυχόν επιρροής του στους επισκόπους. Παρά τις δύσκολες αυτές και οδυνηρές συνθήκες ο πατήρ Ιουστίνος προσευχόταν αδιάλειπτα, επικοινωνούσε με όσους είχαν το θάρρος να τον επισκέπτονται, συνέχιζε το ιεραποστολικό του έργο και έγραφε συνεχώς δίχως να σταματήσει την παράλληλη μελέτη των προσφιλών του Αγίων Πατέρων και των Συναξαριών.

Λειτουργούσε καθημερινά, νήστευε πλήρως όλες τις Παρασκευές του έτους καθώς και την Α' Εβδομάδα των Νηστειών και την εβδομάδα των Παθών ενώ έκανε και άλλες νηστείες εκτός από τις διατεταγμένες της Εκκλησίας. Ακολουθώντας πιστά το μακραίωνο μοναστικό τυπικό, τελούσε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Εκατοντάδες ήταν τα ονόματα πού μνημόνευε στην Θεία Λειτουργία, ονόματα που του έδιναν είτε προφορικά είτε μέσω επιστολών.

Παρά τον αυστηρό περιορισμό του από τις πολιτικές αρχές, η φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και πέρασε τα σύνορα της Σερβίας. Έτσι, τον επισκέπτονταν όχι μονάχα Σέρβοι από διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και πολλοί Έλληνες. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 25 Μαρτίου 1979 μ.Χ., ανήμερα του Ευαγγελισμού μα και ήμερα της γεννήσεως του.

Ο πατήρ Ιουστίνος, αφού εντρύφησε εμπειρικά στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, καρποφόρησε αυτή του την μελέτη και στα δικά του συγγράμματα όπου εύκολα διαφαίνεται το θεολογικό βάθος μα και το συγγραφικό του τάλαντο. Δύο είναι τα κεντρικά χαρακτηριστικά του όλου συγγραφικού του μόχθου, τα όποια συναντώνται σε όλα του τα έργα, από το πιο σύντομο μέχρι και το πιο εκτενές, και από το πιο βαθύ μέχρι και το πιο εκλαϊκευμένο. Το πρώτο είναι η αγάπη του για το πρόσωπο του «Θεανθρώπου Χριστού». Ίσως αυτή να είναι η πιο συχνή έκφραση μέσα στο έργο του. Γύρω από τον Θεάνθρωπο στρέφονται τα πάντα, από Αυτόν πηγάζουν όλα και σε Αυτόν απολήγουν, ενδοχρονικά μα και εσχατολογικά. Το δεύτερο εξίσου σπουδαίο είναι η μέριμνα του στο να μην αποκλίνει από την αλάνθαστη γραμμή των θεοφόρων Πατέρων της Ορθοδόξου Ανατολής. Ο υπερπλήρης αγάπης πατήρ Ιουστίνος είναι συνάμα και διαχρονικά ο ανυποχώρητος εις τα της πίστεως και ζηλωτής της εκκλησιαστικής τάξεως θεολόγος.

Ήδη την περίοδο 1932 - 35 μ.Χ. συνέγραψε το δίτομο έργο «Ορθόδοξος φιλοσοφία της Αληθείας», την γνωστή Δογματική του, το όποιο του χάρισε την έδρα της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου τού Βελιγραδίου. Τον τρίτο τόμο εξέδωσε λίγο πριν από την κοίμηση του, το 1978 μ.Χ. Από πολλούς συγχρόνους ερευνητές θεωρείται ως η πληρέστερη ορθόδοξη Δογματική και έχει ήδη μεταφραστεί στην γαλλική ενώ μεταφράζεται στην αγγλική και στην ελληνική.

Άλλο μνημειώδες έργο του είναι οι Βίοι των Αγίων σε 12 τόμους και η Ερμηνεία της Καινής Διαθήκης σε 7 τόμους. Η μονή του Τσέλιε έχει ήδη ξεκινήσει την έκδοση των απάντων του τα όποια υπολογίζονται σε σαράντα τόμους από τούς οποίους έχουν κυκλοφορήσει περί τούς τριάντα. Με αφορμή την συμπλήρωση τριακονταετίας από την εις Κύριον εκδημία του, μεταφέρουμε στο παρόν πόνημα μία συνοπτικότατη εκλογή από το τεράστιο συγγραφικό του πλούτο ως ευκαιρία γνωριμίας των φιλαγίων αναγνωστών με μια μεγάλη μορφή ενός συγχρόνου ομολογητού και διδασκάλου της μαχόμενης Ορθοδοξίας.

Ή Ιερά Μονή του Τσέλιε

Η Ιερά Μονή του Τσέλιε βρίσκεται σε απόσταση 6 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της πόλης του Βάλιεβο, στις όχθες του πόταμου Γράδατς. Το μοναστήρι είναι χτισμένο μέσα σε ένα ορεινό, γραφικό και καταπράσινο τοπίο, μέσα σε μία μικρή κοιλάδα στα όρια του χωρίου Λέλιτς το όποιο είναι και η γενέτειρα του μεγάλου συγχρόνου άγιου της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας Νικολάου Βελιμίροβιτς (βλέπε 5 Μαρτίου). Η γύρω περιοχή με τα πολλά βουνά και τις μικρές κοιλάδες κάνουν το μοναστήρι αθέατο και ο επισκέπτης πρέπει να μπει στη μικρή κοιλάδα για να το αντικρίσει.

Η ακριβής χρονολογία κτίσεως της μονής δεν είναι γνωστή. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία η ίδρυση της μονής ανάγεται στους μεσαιωνικούς χρόνους, ενώ ιδιαίτερη παράδοση το θέλει ως κτίσμα του βασιλέως Δραγούτιν (1282 – 1316 μ.Χ.). Κατά την μακρά και σκοτεινή τουρκική σκλαβιά κάηκε, γκρεμίστηκε και ανακαινίστηκε αρκετές φορές. Οι προεστοί της μονής προσέφεραν πολλά στους αγώνες του σέρβικου έθνους κατά των κατακτητών και αλλοθρήσκων. Κατά τον 19ο αι. μ.Χ. ιδρύεται στη μονή Δημοτικό Σχολείο, από τα πρώτα που λειτούργησαν στην ελεύθερη Σερβία. Στο σχολείο αυτό έμαθε τα πρώτα του γράμματα και ό άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς. Στα 1837 μ.Χ. η μονή μετατράπηκε σε ενοριακό ναό και έτσι παρέμεινε ως το 1928 μ.Χ. όταν με απόφαση της Σερβικής Ιεράς Συνόδου μετατράπηκε σε γυναικεία μονή.

Το καθολικό της μονής τιμά τη Σύναξη των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Πρόκειται για βασιλική μετά τρούλου. Ο τρούλος είναι εννεάπλευρος προς τιμήν των εννέα αγγελικών ταγμάτων. Η μονή βρίσκεται στη διοικητική δικαιοδοσία της μητροπόλεως Σάμπατς και Βάλιεβο. Ο μεγαλύτερος θησαυρός που η μονή φυλάσσει και προσφέρει προς προσκύνηση, ευλογία και παρηγοριά των δεκάδων προσκυνητών είναι ο απέριττος τάφος του οσίου αββά Ιουστίνου Πόποβιτς ο όποιος εγκαταβίωσε στη μονή επί 28 συνεχόμενα έτη μέχρι της κοιμήσεως του το 1979 μ.Χ.

Σημείωση Ορθόδοξου Συναξαριστή
Η αγιοκατάταξη του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς έγινε από την Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία ακολουθεί το Ιουλιανό ημερολόγιο (παλαιό). Σαν ημέρα της εορτής του ορίστηκε η 1η Ιουνίου, ημέρα που εορτάζει και ο Άγιος Ιουστίνος ο Απολογητής και φιλόσοφος του οποίου ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς φέρει το όνομα του. Έτσι όταν εορτάζει ο Άγιος Ιουστίνος στην Σερβία, στην Ελλάδα, που ακολουθούμε το Αναθεωρημένο Ιουλιανό ημερολόγιο (και όχι το Γρηγοριανό ημερολόγιο), έχουμε 14 Ιουνίου. Λανθασμένα, λοιπόν, αναφέρουν διάφορες πηγές ότι ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς εορτάζει στις 14 Ιουνίου. Υπενθυμίζουμε, ότι οι μόνες εορτές που συνεορτάζουν οι εκκλησίες που ακολουθούν το Ιουλιανό ημερολόγιο και αυτές που ακολουθούν το Αναθεωρημένο Ιουλιανό ημερολόγιο είναι οι εορτές με βάση το Πάσχα, εκτός και αν υπάρχει εκκλησιαστική εγκύκλιος που αναφέρει κάτι διαφορετικό.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ.
Ὀρθοδοξίας τὸ γλυκύ, καὶ νεκταρῶδες, Πάτερ ἀμάλγαμα, μετοχετεύσας τῶν πιστῶν, ἐν ταῖς καρδίαις ὥσπερ θησαύρισμα, τῷ βίῳ καὶ ταῖς ἀρεταῖς, βιβλίον ζῶν τοῦ Πνεύματος δέδειξαι, Ἰουστῖνε θεόσοφε· ἱκέτευε διὰ παντός, ἐλλογωθῆναι τοὺς ὑμνοῦντάς σε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ .Τῇ ὑπερμάχῳ.
Θεανθρωπίνως τὴν ζωήν σου ᾠκονόμησας, ὡς μέτρον ἔχων τὸν Θεάνθρωπον ἐν ἅπασιν, εἰς τὸ ὕψος ἐπιφθάσας Θεολογίας· καὶ νῦν Λόγῳ συνεστὼς Ἠγαπημένῳ σοι, δὸς ἡμῖν τῶν πρεσβειῶν σου χάριν Ἅγιε, τοῖς κραυγάζουσι· Χαῖρε Πάτερ θεόσοφε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Σερβίας γόνος κλεινός Τσέλιγιε ἡ δόξα, Ὀρθοδόξων πάντων χαρά, Πάτερ Ἰουστῖνε, τοῦ Θεανθρώπου Λόγου, μύστα καὶ ὑπηρέτα, χριστοφιλέστατε.
Χαίροις τῶν δογμάτων ὁ ἑρμηνεύς, τῶν θείων Πατέρων, ἰσοστάσιος μιμητής, Παύλου ἄλλον στόμα, καὶ Χρυσοστόμου φίλε, ὦ Πάτερ Ἰουστῖνε, Ἁγίων σύνεδρε.
Ἔχει σοῦ τὸ σκῆνος τὸ ἱερόν, Τσέλιγιε ἡ μάνδρα, βλύζον χάριν πᾶσι πιστοῖς, οὐρανὸς πλουτεῖ δε, τὴν ἄχραντον ψυχήν σου, ὦ Ἰουστῖνε Πάτερ, μακαριώτατε.
Σὺν τῷ θείῳ Σάββᾳ καὶ τοῖς λοιποῖς, Ἁγίοις Σερβίας, Ἰουστῖνε ἵστασαι νῦν, πρὸ θρόνου Δεσπότου, ἀεὶ καθικετεύων, ὑπὲρ λαοῦ καὶ πάντων, τέκνων σου Ὅσιε.
Χαίροις Ἰουστῖνε θαυματουργέ, ἐκ τοῦ Θεανθρώπου, χάριν πλείστην προσειληφώς, ᾯ ἀεὶ μὴ παύσῃ, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύων, ἰᾶσθαι ἀσθενείας, ψυχῆς καὶ σώματος.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι τὴν ψυχήν σου, Ἰουστῖνε λαβόντες, προσήνεγκαν αὐτὴν τῷ Δεσπότῃ· Ὅς ταύτην εὐμενῶς δεξάμενος ἐστεφάνωσε, βραβεύων τοὺς σεπτοὺς ἀγῶνας καὶ τὰ ὁσιακά σου σκάμματα, ἡμεῖς δὲ περιχαρῶς τὴν μνήμην σου ἑορτάζοντες, συμφώνως ἐκβοῶμεν ταῦτα·

Χαῖρε τοῦ Βράνιε βλαστὸς θεῖος·
χαῖρε Σερβίας χριστόδωρον εὖχος.
Χαῖρε θεολόγων Ἐκκλησίας ἀκολούθημα·
χαῖρε, μοναζόντων ἀρχαίων ἀπείκασμα.
Χαῖρε, φιλοσόφων ἀσόφων ἀναιρέσας τὴν πλάνην·
χαῖρε, σαρκωθέντος Θεανθρώπου ἀποδείξας τὴν χάριν.
Χαῖρε, ὅτι διδάσκεις τῶν δογμάτων σωτήριον ἀλήθειαν·
χαῖρε, ὅτι φανεροῖς τῶν Ἁγίων Θεοῦ χριστοήθειαν.
Χαῖρε, ἁγιοσαββιτικῆς πορείας μυητά·
χαῖρε, θαυμάτων παραδόξων ποιητά.
Χαῖρε, Πατὴρ πλήρης φιλοστοργίας·
χαῖρε, λειτουργὲ χρυσοστομικῆς φιλοθεΐας.
Χαῖρε Πάτερ θεόσοφε.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α΄ στιχολογίαν.
Τὰ πάντα δοὺς Χριστῷ, τὸν Χριστὸν οὐδενὶ δέ, καὶ τοῦτο πρακτικῶς, Ἰουστῖνε παρέθου, ὡς κλῆρον καὶ θησαύρισμα, τοῖς σοῖς τέκνοις μακάριε· ὅθεν γέγονας, τοῦ Παραδείσου οἰκήτωρ, ἔνθα πρέσβευε τῷ Φιλανθρώπῳ Δεσπότῃ, μετὰ τῆς Θεομήτορος.

Έτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Μετὰ τὴν β΄ στιχολογίαν,
Τῷ θείῳ ἔρωτι, Σταυρὸν ὑπέμεινας, τοῦ μαρτυρίου σου, τῆς συνειδήσεως, δι’ οὗ ἀπέδειξας τρανῶς, τὴν πίστιν σου Ἰουστῖνε. Ὅθεν ὡς ἀντίδωρον, ἐκ Κυρίου ἀπείληφας, χάριτος τὰ ῥεύματα, Θεολόγε ὑπέρσοφε, δι’ ὧν τὴν Ἐκκλησίαν ποτίζει, δεικνύων πᾶσι τὸν Θεάνθρωπον.

Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον.
Ὡς δορκὰς βέλει τρωθείς, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ, τοῦτον μόνον ἐν παντί, ἔσχες κριτήριον σοφῶς, διόπερ εἵλκυσας ἐχθροῦ τὴν μῆνιν· καὶ Μάρτυς γεγονώς, τῆς συνειδήσεως, τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, σφοδρῶς ἠγάπησας, ὦ Ἰουστῖνε φίλε Ἁγίων, καὶ μιμητὰ πολιτείας αὐτῶν· ὅθεν τιμῶντας, σεπτήν σου μνήμην, ἀδιαστάτως Κυρίῳ σύναψον.

Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Αὐλῶν ποιμενικῶν.
Φωτὶ τοῦ Ἰησοῦ ἑλκυσθεὶς Ἰουστῖνε, φῶς δεύτερον Αὐτοῦ ἀπαστράπτον ἐδείχθης, πᾶσιν ὑποδεικνύων, ὁδὸν ἁγίαν Χριστοθεώσεως, δι’ ἧς ἡ σὰρξ πυροῦται, τῇ φωταυγείᾳ τοῦ θείου Πνεύματος, καὶ συμμετέχει πλήρως ἄνθρωπος ζωῆς, σὺν τοῖς Ἁγίοις ἅπασι.

Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Ὅσιε Πάτερ Ἰουστίνε νέε, σήμερον ἐν τῇ ἄνῳ Ἱερουσαλὴμ ἑστῶς, πρέσβευε ὑπὲρ τῶν κατὰ πνεῦμα μαθητῶν σου καὶ τοῦ πάσχοντος λαοῦ σου, τοῦ νῦν ὑπέρ ποτε καὶ ἄλλοτε ἔχοντος ἀνάγκην πολλὴν τῆς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ βοηθείας σου. Εὐχέτα τῶν ἐν λύπαις καὶ ἀδικίᾳ εὑρισκομένων, τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου ἰσοστάσιε, ἅμα σὺν αὐτῷ καὶ πᾶσι τοῖς Πατράσιν, αἴτει παρὰ τοῦ Φιλανθρώπου Χριστοῦ τὸ μέγα ἔλεος καὶ τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β΄.
Εὐφραίνεται σήμερον ἡ ἔρημος τοῦ Τσέλιγιε, ὅτι ὁ ἐν αὐτῇ ἀσκήσας Ἰουστῖνος ὁ νέος φιλόσοφος, καὶ κατὰ συνείδησιν μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, οὗπερ ἡ καρδία ἔπασχε μετὰ τῶν πασχόντων καὶ ὅς ἐλειτούργει τὴν Θείαν εὐχαριστίαν μετὰ δακρύων, ἱερουργῶν τὸ μυστήριον ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου παντὸς σωτηρίας. Διὸ παρακαλοῦμέν σε, Πάτερ ἡμῶν ἁγιώτατε, ὅπως ταῖς πρεσβείαις σου ὁδηγήσῃ τὰς καρδίας πάντων εἰς μετάνοιαν καὶ δοξολογίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἵνα ὁ Κύριος σώσῃ τὸν κόσμον καὶ τὸ Ὀρθόδοξον γένος ἡμῶν.

Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος γ΄.
Δεῦτε πάντες οἱ Ὀρθοδοξοι πιστοί, σήμερον συστήσωμεν σύναξιν καὶ ἐν μεσῳ Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, εὐσεβῶς ἑορτάσωμεν, τὴν ἁγίαν μνήμην Πάντων τῶν Ἁγίων λέγοντες· Χαίρετε πανεύφημοι Ἀπόστολοι Χριστοῦ, σὺν τοῖς Προφήταις καὶ Μάρτυσιν, Ἱεράρχαις καὶ Νεομάρτυσι, Ποιμενάρχαις τε καὶ Διδασκάλοις τῆς αἰωνίου ζωῆς. Χαίρετε καὶ ὑμεῖς, Ἰουστῖνε Μάρτυς καὶ φιλόσοφε, σὺν τῷ νέῳ Ἰουστίνῳ τῇ προαιρέσει ἀθλήσαντι διὰ Χριστόν. Πρεσβεύσατε Πάντες Ἅγιοι ὑπὲρ τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ὅλῳ ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, ὅτι μία ἐστιν ἡ οὐρανοῦ καὶ γῆς Ἐκκλησία, μία ἡ πίστις καὶ μία ἡ δόξα τῆς Παναγίας Τριάδος.


Ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Μάρτυρας ὁ Φιλόσοφος


Ἰουστῖνον κώνειον ἦρεν ἐκ βίου,
Ὡς εἴθε πρῶτον τοὺς πιεῖν δεδωκότας.
Πρώτῃ Ἰουνίου Ἰουστῖνε ἐλλεβορίζῃ.
 
Ὁ «θαυμασιώτατος» Ἰουστίνος, κατὰ τὸν μαθητή του Τατιανό, ἐγεννήθηκε στὴ Φλαβία Νεάπολη τῆς Παλαιστίνης, στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., ἀπὸ γονεῖς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες, τὸν Πρίσκο Βάκχιο, καὶ μητέρα, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα ἀγνοοῦμε. Ὁ Μεθόδιος Ὀλύμπου τὸν μνημονεύει ὡς ἄνδρα μὴ ἀπέχοντα πολὺ τῶν Ἀποστόλων οὔτε κατὰ τὸ χρόνο οὔτε κατὰ τὴν ἀρετή.

Πράγματι δὲ ὁ χρόνος γεννήσεώς του δύναται νὰ τοποθετηθεῖ περὶ τὸ 110 μ.Χ., ἐφ’ ὅσον τὸ 135 μ.Χ., κατὰ τὴ συζήτηση πρὸς τὸν Τρύφωνα, παρουσιάζεται νὰ ἔχει περατώσει ἤδη τὶς φιλοσοφικές του σπουδὲς καὶ πρὸς τὸ τέλος τους νὰ ἔχει προσελκυσθεῖ στὴ Χριστιανικὴ πίστη.

Προικισμένος μὲ ἐξαιρετικὴ πνευματικὴ ἀνησυχία καὶ φιλομάθεια, ὁ νεαρὸς Ἰουστίνος ἀσχολήθηκε καὶ ἐμβάθυνε στὶς δοξασίες τῶν Στωικῶν, τῶν Ἐπικουρείων, τῶν Περιπατητικῶν, τῶν Πυθαγορείων καὶ τῶν Πλατωνικῶν φιλοσόφων. Μὲ ἀκόρεστη ἐπιθυμία, ἤθελε νὰ γνωρίσει ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ εὕρει τὴν πραγματικὴ ἱκανοποίηση. Τότε ὁ Θεός, μὲ θαυμαστὴ
 ἐπέμβαση, τὸν ὁδήγησε στὶς πηγὲς τῆς ἀλήθειας, στὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή, τὸ 135 μ.Χ.

Καθὼς διηγεῖται ὁ ἴδιος, ὁ Θεὸς τὸν ἐφώτισε μὲ κάποιο Χριστιανὸ πρεσβύτη, «πρᾶον καὶ σεμνὸν τὸ ἦθος». Ὁ θαυμάσιος ἐκεῖνος γέροντας τοῦ ἀποκάλυψε πόσο πτωχὲς ἦταν οἱ θεωρίες τῶν ἀνθρώπων μπροστὰ στὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, τὴν ὁποία διδάσκει ὁ Θεός.

Ὁ Ἰουστίνος ἀποφασίζει νὰ μελετήσει τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ νὰ ἐμβαθύνει στὸ θεῖο λόγο. Χωρὶς νὰ πάψει νὰ φιλοσοφεῖ καὶ νὰ φορεῖ φθαρμένο χιτώνα, τὸν τρίβωνα, ποὺ ἐφοροῦσαν οἱ φιλόσοφοι, καταλάμπεται ἀπὸ τὴ Χριστιανικὴ πίστη, «τὴν μόνην φιλοσοφίαν τὴν ἀληθῆ καὶ ἀσύμφορον», στὴν ὁποία ἀποφασίζει νὰ διαθέσει πλέον τὴν ὑπόλοιπη ζωή του.

Ὁ Ἰουστίνος ἁρματωμένος μὲ τὰ ὅπλα τὰ πνευματικά, ἀποφασίζει νὰ στήσει στὴ Ρώμη τὸ πνευματικό του στρατηγεῖο. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐξαπλώνει σφοδρὲς ἐπιθέσεις κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως.

Στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῶν διωγμῶν, οἱ κατατρεγμένοι Χριστιανοὶ τῆς Ρώμης εὑρίσκουν στὸ πρόσωπό του τὸν ἔνθερμο ἀπολογητὴ καὶ ἀκούραστο ὑποστηρικτή. Ὁ Ἰουστίνος ἀπὸ τὴν ἀνεξάντλητη φαρέτρα του ἀντλεῖ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀποστομώνει τοὺς φιλοσόφους, ποὺ διέβαλαν τὸν Χριστιανισμό. Τοὺς ἐλέγχει, γιατὶ κατηγοροῦν τὸν Χριστιανισμὸ χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζουν.

Σημαντικότατο εἶναι καὶ τὸ ἔργο του «Διάλογος πρὸς Τρύφωνα», τὸ ὁποῖο περιέχει τὴ διήμερη θεολογικὴ συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἰουδαῖο Τρύφωνα, ὁ ὁποῖος εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη λόγῳ τοῦ πολέμου (132 – 135 μ.Χ.) καὶ ἦταν ἐπισκέπτης στὴν πόλη ὅπου ἐσπούδαζε ὁ Ἰουστίνος. Ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ φιλοσοφικὸ ἔνδυμα τοῦ νεαροῦ Ἰουστίνου κρυβόταν ἕνας Χριστιανός, τὸν εἰρωνεύθηκε. Ἐπακολούθησε διήμερη συζήτηση, τῆς ὁποίας τὸ ὑποτιθέμενο περιεχόμενο περιελήφθηκε στὸ ἔργο «Διάλογος πρὸς Τρύφωνα». Δεδομένου ὅτι ὁ Τρύφων εἶχε ἀποφύγει «τὸ νῦν γενόμενον πόλεμον», ἡ συζήτηση πρέπει νὰ ἔγινε τὸ 136 μ.Χ.

Δὲν ἄργησαν ὅμως νὰ φανοῦν οἱ ἐναντίον τοῦ Ἁγίου ἀντιδράσεις. Οἱ φιλόσοφοι, ποὺ ἔχαναν συνεχῶς ἔδαφος καὶ οἱ ἄλλοι ἐχθροί του, τὸν διέβαλαν στὸν αὐτοκράτορα Μάρκο Αὐρήλιο (161 – 180 μ.Χ.). Ὁ Μάρτυς Ἰουστίνος ἐκφράζει τὴν ὑποψία ὅτι ἐπρόκειτο νὰ καταδοθεῖ στὶς πολιτικὲς ἀρχὲς ἀπὸ τὸν κυνικὸ φιλόσοφο καὶ μεγαλορρήμονα Κρήσκεντα, ὁ ὁποῖος ἐφθονοῦσε τὴν αὔξηση τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστιανοῦ διδασκάλου καὶ διέβλεπε κίνδυνο ἀπορροφήσεως τῶν μαθητῶν του ὑπὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Φαίνεται ὅτι, μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Πτολεμαίου, μαθητοῦ του πιθανῶς, περὶ τὸ 160 μ.Χ., ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴ Ρώμη ἀπὸ φόβο γιὰ τὴ σύλληψή του καὶ ὅτι ἐπέστρεψε ἐκεῖ ἀργότερα, ἀφοῦ ἤδη εἶχε κοπάσει ὁ θόρυβος, διότι κατὰ τὴν ἀνάκρισή του πρὸ τοῦ μαρτυρίου ἐδήλωσε ὅτι διέμεινε κατὰ δύο περιόδους στὴ Ρώμη. Ἀλλ’ ὁ Ἰουστίνος ἀποφασίζει νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὴ διωκόμενη πίστη στὸν αὐτοκράτορα καὶ τὴ Ρωμαϊκὴ σύγκλητο. Οἱ δύο του Ἀπολογίες ἀποτελοῦν πραγματικὰ διαμάντια τῆς Χριστιανικῆς Ἀπολογητικῆς.

Στὴν πρώτη Ἀπολογία του, τὴν ὁποία ἀπευθύνει στὸν αὐτοκράτορα Ἀντωνίνο, τὰ παιδιά του καὶ τὴ Ρωμαϊκὴ σύγκλητο, κάνει γνωστὸ τὸ τί πιστεύουν οἱ Χριστιανοί, ἀνασκευάζει τὶς ἐναντίον του κατηγορίες τῶν Ἐθνικῶν, περιγράφει τὸν τρόπο τῆς Χριστιανικῆς λατρείας καὶ προσπαθεῖ μὲ νηφαλιότητα, εὐγένεια καὶ χωρὶς ρητορικὰ σχήματα νὰ τοὺς πείσει νὰ σταματήσουν τοὺς διωγμούς. Ὁ ἱερὸς ἀπολογητής, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἐβίωνε πλήρως τὴν ἐκκλησιαστικὴ λειτουργικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή, ἰδίως στὰ τελευταῖα κεφάλαια τῆς πρώτης Ἀπολογίας του, ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ καθαρῶς ἀπολογητικὰ πλαίσια καὶ ὅρια καὶ μεταβάλλεται σὲ ἄριστο μυσταγωγὸ καὶ σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρωτοπόρους σκαπανεῖς τῆς ἱστορίας τῆς θεολογίας τῆς Χριστιανικῆς λατρείας.

Ὁ ἱερὸς Ἰουστίνος τόσο στὴ μνημονευθεῖσα Ἀπολογία του, ὅσο καὶ περιστατικὰ σὲ μερικὰ σημεῖα τοῦ λοιποῦ συγγραφικοῦ του ἔργου παρέχει ἀνεκτίμητες πληροφορίες περὶ τῆς Χριστιανικῆς λατρείας τῆς ἐποχῆς του, προβάλλοντας τὸν ἑορτασμὸ τῆς Κυριακῆς, ὡς καὶ τὴν τελεσιουργία καὶ συνοπτικὴ θεολογία τῶν ἱερῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

Ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς θεωρεῖται ὡς πρώτη ἡμέρα τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ κτίσεως. Ἡ Θεία Λειτουργία γίνεται ἡ ἐμψυχοῦσα τὴν διακονία ἐντελέχεια, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴ διάρκεια τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως «οἱ εὐποροῦντες... καὶ βουλόμενοι κατὰ προαίρεσιν ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ ὃ βούλεται δίδωσι, καὶ τὸ συλλεγόμενον παρὰ τῷ προεστῶτι ἀποτίθεται, καὶ αὐτὸς ἐπικουρεῖ ὀρφανοῖς τε καὶ χήραις, καὶ τοῖς διὰ νόσον ἢ δι’ ἄλλην αἰτίαν λειπομένοις, καὶ τοῖς ἐν δεσμοῖς οὖσι, καὶ τοῖς παρεπιδήμοις οὖσι ξένοις, καὶ ἁπλῶς πᾶσι τοῖς ἐν χρείᾳ οὖσι κηδεμὼν γίνεται».

Ὅσον ἀφορᾶ στὸ Βάπτισμα, ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος πληροφορεῖ ὅτι «τοῦ ὑπὲρ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ἀναγέννησιν λουτροῦ» προηγεῖται κατήχηση. Ὡσαύτως τοῦ Βαπτίσματος προηγοῦντο προσευχὴ καὶ νηστεία τόσο τῶν βαπτιζομένων, ὅσο καὶ τῶν λοιπῶν πιστῶν.

Στὴ δεύτερη Ἀπολογία του, τὴν ὁποία ἀπευθύνει στὴ Ρωμαϊκὴ σύγκλητο, ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ διώκονται, ἐπειδὴ πιστεύουν στὴν ἀλήθεια καὶ ζοῦν ἐνάρετη ζωὴ καὶ ὄχι γιὰ κάτι ἀξιόποινο.

Ὅμως οἱ Ἀπολογίες τοῦ Μάρτυρος Ἰουστίνου δὲν μετέτρεψαν τοὺς εἰδωλολάτρες, καθ’ ὅσον ἐπὶ ἐπάρχου Ρώμης τοῦ Ἰουνίου Ρουστικοῦ (162 – 167 μ.Χ.), ἄλλοτε παιδαγωγοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου, πιθανῶς τὸ 165 μ.Χ., ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ ὁμάδα μαθητῶν του.

Στὸ κοιμητήριο τῆς Πρισκίλλης εὑρέθηκε λίθος ἐνεπίγραφος ποὺ ἔφερε τὰ γράμματα ΜΧΟΥΣΤΙΝΟΣ, δηλαδὴ Μάρτυς Ἰουστίνος, ὁ ὁποῖος ἴσως ἐκάλυπτε τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου.
Ὄχι μικρὸς ἀριθμὸς ἄλλων ἔργων τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰουστίνου, μαρτυρουμένων ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο ἢ ἀπὸ μεταγενέστερους συγγραφεῖς, ἔχουν χαθεῖ. Τὰ ἔργα αὐτὰ εἶναι: «Σύνταγμα κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων», «Κατὰ Μαρκίωνος», «Περὶ ψυχῆς», «Πρὸς Ἔλληνας», «Ἔλεγχος πρὸς Ἕλληνας», «Περὶ μοναρχίας Θεοῦ», «Περὶ Ἀναστάσεως», «Ἑρμηνεία εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν», «Ψάλτης», «Πρὸς Σοφιστὴν Εὐφράσιον περὶ προνοίας καὶ πίστεως», «Διάλογος πρὸς Κρήσκεντα», «Πρὸς Ἰουδαίους».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Φιλοσοφίας ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμπων, θεογνωσίας ὑποφήτης ἐδείχθης, σοφῶς παραταξάμενος κατὰ τῶν δυσμενῶν· σὺ γὰρ ὡμολόγησας, ἀληθείας τὴν γνῶσιν, καὶ Μαρτύρων σύσκηνος, δι’ ἀθλήσεως ὤφθης· μεθ’ ὧν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ὦ Ἰουστῖνε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν ἀληθῆ, τῆς εὐσεβείας κήρυκα, καὶ εὐκλεῆ, τῶν μυστηρίων ῥήτορα, Ἰουστῖνον τὸν φιλόσοφον, μετ’ ἐγκωμίων εὐφημήσωμεν· δυνάμει γὰρ σοφίας τε καὶ χάριτος, τὸν λόγον κατετράνωσε τῆς πίστεως, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἄφεσιν.

Μεγαλυνάριον.
Χάριτι σοφίας καταυγασθείς, ὡς αὐτοσοφίαν, ἐθεράπευσας τὸν Χριστόν, ὑπὲρ οὗ ἐνδόξως, ἀθλήσας Ἰουστῖνε, σὺν τούτῳ εἰς αἰῶνας, δοξάζῃ ἔνδοξε.

Ὁ Ἅγιος Θεσπέσιος ὁ Μάρτυρας

Tωόντι Θεσπέσιος εκ των πραγμάτων,
Mάρτυς δέδειξαι Θεσπέσιε τω ξίφει.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεσπέσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξάνδρου Σεβήρου (222 – 235 μ.Χ.). Διακρινόταν γιὰ τὸν ἔνθεο ζῆλο ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καὶ τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ αὐτῆς. Ἐκήρυττε τὸ θεῖο λόγο καὶ διαλεγόταν μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγήσει πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς στὴν ἀληθινὴ πίστη. Γιὰ τὴ θεοφιλὴ δράση του συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Σιμπλικίου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐξεβίαζε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. 

Ὁ Ἅγιος Θεσπέσιος ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει. Γι’ αὐτὸ τὸν κρέμασαν καὶ τοῦ καταξέσκισαν τὶς σάρκες καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν μέσα σὲ λέβητα μὲ καυτὴ πίσσα καὶ λάδι. Ὅμως, μὲ τὴ Θεία Χάρη, ὁ Ἅγιος ἐξῆλθε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὸ μαρτύριο αὐτό, γενόμενος ἔτσι πρόξενος μεταστροφῆς πολλῶν παρευρισκομένων εἰδωλολατρῶν. Κατόπιν τούτου ὁ Σιμπλίκιος διέταξε τὴν μεταφορά του ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὴ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. Ἦταν τὸ 222 μ.Χ.

Μνήμη θαύματος ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου Λευκάδος ἐκ τῆς πανώλης

 
Τὸ νησὶ τῆς Λευκάδος περὶ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. ἐπέρασε μία μεγάλη δοκιμασία ἀπὸ τὸ λοιμὸ τῆς πανώλης. Μὲ βάση διάφορα στοιχεῖα, 1.800 κάτοικοι ἀφανίσθηκαν ἀπὸ τὴν «πανούκλα». Ἐπίσης ἡ Ἑνετικὴ φρουρὰ ἀποδεκατίσθηκε. Τὸ ἴδιο καὶ ὁλόκληροι οἰκισμοί, ὅπως τὰ Κολυβάτα τοῦ ὀρεινοῦ χωριοῦ Ἀλέξανδρος. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1743, ὁ Ἱερομόναχος Ματθαῖος μετέφερε στὴ Λευκάδα ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ Δουσίκου, κοντὰ στὰ Τρίκαλα, τὴν τίμια κάρα τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος, Ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης († 14 Σεπτεμβρίου). Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου οἱ Λευκαδίτες ἐσώθησαν ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀσθένεια. Ἀνήγειραν μάλιστα ναὸ πρὸς τιμήν του στὸ χῶρο ὅπου εἶχε στηθεῖ προηγουμένως τὸ λοιμοκαθαρτήριο καὶ τὸν παρεχώρησαν ὡς μετόχι στὴ μονὴ Δουσίκου. Ἡ περιοχὴ ἐκείνη μέχρι σήμερα ὀνομάζεται «Ἁγία Κάρα».

Άγιοι Ιούστος, Ιουστίνος, Χαρίτων, Χαρίτω η παρθένος, Ευέλπιστος, Ιέραξ, Παίων και Λιβεριανός

Eις τον Iούστον και Iουστίνον.
Oύπω τεμείν Iούστον έφθη το ξίφος,
Kαι την κεφαλήν ην κλίνων Iουστίνος.

Eις τον Xαρίτωνα και Xαριτώ.
Θείος Xαρίτων και Xαριτώ παρθένος,
Tμηθέντες ευμοιρούσι θείων χαρίτων.

Eις τον Eυέλπιστον.
Eύελπις Eυέλπιστός εστιν εικότως,
Ως κλήρον έξει τον Θεόν τμηθείς κάραν.

Eις τον Iέρακα.
Oρμά προς άθλους Iέραξ ως ιέραξ,
Tμηθείς δε θηρά ψυχικήν σωτηρίαν.

Eις τον Παίωνα.
Παίων ο παίων δυσσεβή πίστιν λόγοις,
Xειρί ξιφήρει παίεται κατ’ αυχένος.

Eις τον Λιβεριανόν.
Δείξεις τι και συ τω Θεώ τμηθέν μέλος,
Mελών το κρείττον Λιβεριανέ κάραν.

Οι Άγιοι Ιούστος, Ιουστίνος, Χαρίτων, Χαρίτω η παρθένος, Ευέλπιστος, Ιέραξ, Παίων και Λιβεριανός (κατ' άλλους Βαλλεριανός) έλαβαν τα μαρτυρικά στεφάνια, μαζί με τον φιλόσοφο και απολογητή Ιουστίνο (βλέπε ίδια ημέρα)., στο διωγμό κατά των χριστιανών επί Μάρκου Αυρηλίου. Ανήκαν στην ανδρεία φάλαγγα των χριστιανών της Ρώμης, όπου μόνο το γνήσιο χριστιανικό θάρρος, μπορούσε να μη πτοείται από τη δύναμη της ειδωλολατρίας, που υποστηριζόταν από τα ανάκτορα και το στρατό. Αφού λοιπόν επανειλημμένα ομολόγησαν το Χριστό, καταδικάστηκαν να πεθάνουν με αποκεφαλισμό. Όλοι υπέστησαν το μαρτύριο αυτό ατάραχοι και χαρούμενοι, με την πεποίθηση ότι τους περίμεναν τα αθάνατα ουράνια αγαθά, που δίνονται από τον ουράνιο Πατέρα, σ' όλους όσους έζησαν με πίστη και αγάπη στη γη.

Ὠφέλιμος Διήγησις γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου

Bίος Mετρίου πάσι τοις χριστωνύμοις,
Στήλη πρόκειται αρετών τε και πίναξ.

Στὴν πόλη Γαλατία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἐζοῦσε κάποιος γεωργός, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Μέτριος. Αὐτός, λοιπόν, ἔβλεπε τὴν οίκογένεια τοῦ γείτονά του, ποὺ εἶχε υἱούς, καὶ τοὺς προετοίμαζε, γιὰ νὰ γίνουν στελέχη τῆς βασιλικῆς αὐλῆς. Τότε ὁ Μέτριος μὲ παράπονο ἀπευθύνθηκε στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἱκέτευσε νὰ τοῦ χαρίσει υἱό, γιὰ νὰ τὸν ἔχει ὡς καταφύγιο καὶ παρηγοριὰ στὰ γηρατειά του. Μετὰ τὴν προσευχή του μετέβη σὲ ἕνα πανηγύρι ποὺ ἐγινόταν μία φορὰ τὸν χρόνο στὴν Παφλαγονία. 

Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἐσταμάτησε, γιὰ νὰ ξεκουρασθεῖ καὶ νὰ ποτίσει τὸ ζῶο του, σὲ ἕνα δάσος. Ἐκεῖ εὑρῆκε ἕνα σακούλι, τὸ ὁποῖο περιεῖχε χίλια πεντακόσια χρυσὰ νομίσματα. Χωρὶς νὰ τὸ ἀνοίξει, τὸ ἐπῆρε καὶ τὸ ἐπῆγε στὴν οἰκία του. Τὸν ἑπόμενο χρόνο ὁ Μέτριος ξαναπῆγε στὴν πανήγυρη τῆς Παφλαγονίας. Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ πάλι ἐσταμάτησε στὸ δάσος καὶ παρατηροῦσε τοὺς διερχόμενους ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν τόπο. Τότε ἐφάνηκε κάποιος, ὁ ὁποῖος ἔψαχνε κάτι καὶ ἦταν γεμάτος ἀπὸ θλίψη καὶ στενοχώρια. 

Ὁ Μέτριος τὸν ἐρώτησε τί ἔχει καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἦταν ἔμπορος καὶ πέρυσι εἶχε πουλήσει πολλὰ ἐμπορεύματα στὴν πανήγυρη, ἀλλὰ ἔχασε τὰ χρήματα ποὺ ἐκέρδισε. Τότε ὁ Μέτριος ἔβγαλε καὶ τοῦ παρέδωσε τὸ σακούλι μὲ τὰ νομίσματα. Ὁ ἔμπορος τὰ ἔχασε. Δὲν ἤξερε πῶς νὰ ἀντιδράσει. Ὁ Μέτριος τοῦ ἐξήγησε τί εἶχε συμβεῖ καὶ ἐκεῖνος, θέλοντας νὰ τὸν εὐχαριστήσει, ἔβγαλε καὶ τοῦ πρόσφερε πεντακόσια νομίσματα. Ὁ Μέτριος δὲν θέλησε νὰ στερήσει ἀπὸ τὸν ἔμπορο τὸν κόπο του καὶ ἀρνήθηκε. Ἔτσι, ἀφοῦ καὶ οἱ δύο ἐδόξασαν τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀποχωρίσθηκαν.

Τὸ ἴδιο βράδυ, ποὺ ὁ Μέτριος ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ, εἶδε στὸν ὕπνο του Ἄγγελο Κυρίου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερε τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα ὅτι θὰ ἀποκτήσει υἱό, θὰ τὸν ὀνομάσει Κωνσταντίνο καὶ θὰ φέρει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸν οἶκό του.

Πράγματι! Ἡ σύζυγος τοῦ Μετρίου ἔτεκε υἱό, τὸν ὁποῖο ἀνέθρεψε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ τὸν ἀπέστειλε γιὰ σπουδὲς στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ ἔδωσε τὸν τίτλο τοῦ πατρικίου καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του προσέφερε πολλὰ ἀγαθὰ στοὺς γονεῖς του.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Θεὸς ἀντάμειψε τὴν τιμιότητα καὶ τὸ ἦθος ἑνὸς ἁπλοῦ γεωργοῦ, τοῦ Μετρίου, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπέκυψε στὸς πειρασμὸ τῆς φιλαργυρίας, ἀλλ’ ἐμπιστεύθηκε τὴ ζωή του στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.

Ὁ Ἅγιος Νέων ὁ Μάρτυρας

Eρυθρόν ημίν η Γραφή πόντον λέγει,
Kαι γην ερυθράν εκτελεί τμηθείς Nέων.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέων ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.

Ὁ Ἅγιος Πύρρος

Έστησε Πύρρος πύργον αγνείας μέγαν,
Δι’ ου θεωρεί τον Θεόν χούν θεις κάτω.

Ὁ Ἅγιος Πύρρος ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Φίρμος ὁ Μάρτυρας

Πολλάς ο Φίρμος υπομείνας βασάνους,
Πολλάς και εύρεν ανταμείψεις εν πόλω.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φίρμος ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ἔνθερμος κήρυκας τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, συνελήφθη στὴν Ἀνατολὴ καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἔπαρχου Μάγου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπίεζε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει, ἐγυμνώθηκε καὶ ἐμαστιγώθηκε ἀνηλεῶς. Κατόπιν τὸν ἐκρέμασαν καὶ κατέκοψαν τὶς σάρκες του μὲ μάχαιρες. Ἐπιμένων καὶ παρὰ ταῦτα στὴν πίστη του, ἀφοῦ τοῦ συνέτριψαν τὰ ὀστὰ καὶ ἐξάρθρωσαν τὶς ἀρθρώσεις, μετὰ ἀπὸ ἄγριο λιθοβολισμό, ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, τὸ 299 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Γεράσιμος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τῆς μονῆς Βλατέων.

Οἱ Ἅγιοι δέκα χιλιάδες Μάρτυρες

Οι Άγιοι Δέκα Χιλιάδες Μάρτυρες, μαρτύρησαν στην Αντιόχεια επί αυτοκράτορα Δεκίου.

Η μνήμη των Αγίων δεν αναφέρεται στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου, αναγράφεται όμως σ' αυτόν του Delehaye και στον υπ' αριθ. 53 Κώδικα των Βλατέων.

Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ Θαυματουργός τοῦ Γλουσέτσκ


Ὁ Ὅσιος Διονύσιος, κατὰ κόσμον Δημήτριος, ἐγεννήθηκε, πιθανὸν τὸ 1362, στὰ προάστια τῆς πόλεως Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀγαποῦσε τὸ μοναχικὸ βίο. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἄφησε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ εἰσῆλθε, τὸ 1386/87, στὴ μονὴ Σπασοκαμένσκϊυ. Ἡγούμενος ἦταν ὁ Διονύσιος ὁ Ἕλλην, μετέπειτα Ἐπίσκοπος Ροστώβ († 1425). Ὁ νεαρὸς Δημήτριος μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρεκάλεσε τὸν ἡγούμενο νὰ τὸν κάνει μοναχό. Ὁ ἡγούμενος Διονύσιος, βλέποντας τὸν ἔνθεο ζῆλο του, προχώρησε στὴ μοναχικὴ κουρὰ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Διονύσιος, ἐνῶ τὸν ἐμπιστεύθηκε στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση κάποιου ἐκ τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς. Ἐκεῖ ἔζησε γιὰ ἐννέα χρόνια μὲ ὑπακοή, νηστεία καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, χωρὶς νὰ μειώσει ποτὲ τὴν ἄσκηση μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

Ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἄσκηση στὴν ἀγάπη καὶ ἡ ἐργατικότητά του ἔκαναν τὸν Ὅσιο Διονύσιο πολὺ ἀγαπητὸ μεταξὺ τῶν μοναχῶν, ποὺ τὸν ἐθεωροῦσαν ἄνθρωπο μὲ μεγάλο πνευματικὸ βάρος.

Ἀπὸ τὴ μονὴ ἔφυγε, μαζὶ μὲ τὸ μοναχὸ Παχώμιο, μετὰ ἀπὸ εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, μὲ προορισμὸ τὴν ξεχασμένη κοινοβιακὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ ἀναζητώντας τὴν ἡσυχία. Ὁ ἅγιος βίος καὶ ἡ πνευματικὴ σοφία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου προσείλκυσαν πολὺ κόσμο. Ὁ Ὅσιος συμπεριφερόταν πρὸς ὅλους ὡς πραγματικὸς πατέρας. Κατεῖχε, ἐπίσης, τὸ χάρισμα τοῦ ἁγιογράφου, ἐνῶ παράλληλα ἐργαζόταν ὡς μαραγκὸς καὶ σιδηρουργὸς γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς μονῆς. Δὲν ἐπερνοῦσε λεπτὸ χωρὶς ἀσχολία καὶ ἔτρωγε μόνο ἐλάχιστη τροφή, ὅταν ἐξαντλοῦσε ὅλες του τὶς δυνάμεις. Τὸ 1396, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐχειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ροστὼβ Γρηγόριο († 1416).

Ὅμως ὁ μοναχὸς Παχώμιος δὲν ἄντεξε τὴ σκληρὴ ἄσκηση καὶ γι’ αὐτὸ ἀναγκάσθηκε καὶ ὁ Ὅσιος Διονύσιος νὰ ἀγκαταλείψει τὸ μέρος ἐκεῖνο μαζί του. Ἐπῆγε ἀνατολικά, στὴ λίμνη Κουμπενσκόε, 15 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Γκλουσίκα. Ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο μέρος τὸ ὁποῖο περιέβαλαν δένδρα. Στὸν τόπο αὐτὸ ὕψωσε τὸ σταυρὸ ποὺ μετέφερε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Λουκᾶ καὶ ἀφοῦ κατασκεύασε ἕνα κελί, ἐξεκίνησε ἀπομονωμένος τὴ σκληρὴ ζωὴ τοῦ ἐρημίτου. 

Μὲ τὸν ἐρχομὸ ἑνὸς στάρετς καὶ μερικῶν ἄλλων ἀδελφῶν, οὁ ὁποῖο ἐπιθυμοῦσαν νὰ μείνουν μαζί του, περὶ τὸ 1400, ἐδημιούργησε μία μικρὴ μοναχικὴ ἀδελφότητα. Ἐκαλλιεργήθηκε ἔτσι ἡ σκέψη νὰ κτιστεῖ ἕνα μοναστήρι. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πρίγκιπος τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ πατέρας τοῦ πρίγκιπος Ἰωάσαφ, ποὺ ἔγινε καὶ αὐτὸς μοναχός, ἐστάλησαν ἐργάτες καὶ ἐξεκίνησε ἡ οἰκοδόμηση τοῦ μοναστηριοῦ. 

Τὸ 1402, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐπῆγε στὸ Ροστὼβ προκειμένου νὰ πάρει τὴν ἄδεια τοῦ Ἐπισκόπου Γρηγορίου γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς νέας μονῆς. Ὁ Ἐπίσκοπος συμβούλευσε τὸν Ὅσιο νὰ ἱδρύσει κοινόβια μονή, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν προσωπικὴ περιουσία οἱ μοναχοὶ καὶ νὰ ζοῦν μὲ κοινοκτημοσύνη κατὰ τὸ πρότυπο τῶν Ἀποστόλων. Τὸ 1403, ἐτελείωσε ὁ ξύλινος ναὸς τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀφιερωμένος στὴ Κυρία Θεοτόκο.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ πατέρες τῆς μονῆς ἦταν περὶ τοὺς 15 καὶ ἐμόναζαν σύμφωνα μὲ τοὺς αὐστηροὺς κοινοβιακοὺς κανόνες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Καθὼς αὐξανόταν σταδιακὰ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, τὸ 1412, ἐκτίσθηκε μία καινούργια ἐκκλησία, καὶ αὐτὴ ἀφιερωμένη στὴν Παναγία.

Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἐρημικὴ ζωὴ ἦταν ριζωμένη στὴν καρδιὰ τοῦ Ὁσίου Διονυσίου καὶ τὸν προκαλοῦσε νὰ ἐγκατασταθεῖ σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο καὶ κρυφὸ τόπο. Ἔτσι ἀπεφάσισε νὰ μεταβεῖ 4 χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴ μονὴ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Γλουσίκα, περιοχὴ ποὺ ἀργότερα ὀνομάστηκε Σονσοβέτς. Ἐκεῖ διέμενε σὲ ἄγνοια τῶν μοναχῶν, προσευχόμενος καὶ νηστεύοντας αὐστηρά. Μετὰ ἀπὸ μεγάλες πιέσεις τῶν ἄλλων μοναχῶν ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι, ἀλλὰ ἀποφάσισε νὰ κτίσει μικρὰ ἀσκηταριὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Σονσοβὲτς γιὰ τοὺς μοναχοὺς ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἀποσυρθοῦν στὴν ἔρημο. 

Τὸ 1419, ἐπῆγε ἐκ νέου στὸ Ροστὼβ προκειμένου νὰ πάρει τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου γιὰ τὸ νέο μοναστήρι. Ὁ Ἐπίσκοπος, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία του, τοῦ προσέφερε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βρεφοκρατούσας καὶ διάφορα ἄλλα σκεύη γιὰ τὸ ναό. Ἔτσι στὸ Σονσοβὲτς ἐκτίστηκε, τὸ 1420, μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Ὅσιος Διονύσιος κατάφερε νὰ ἐξασφαλίσει τὴν οἰκονομικὴ βοήθεια τοῦ πρίγκιπος Γεωργίου, τοῦ ὁποίου διασώζονται τρεῖς ἐπιστολὲς περὶ τῶν δωρεῶν του. Περὶ τὸ 1422, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐγκατέλειψε τὸ μοναστήρι τοῦ Γλουσίκα καὶ τὴν ἡγουμενία, γιὰ νὰ ζήσει ἀκόμη πιὸ ἀσκητικὰ μὲ μερικοὺς μοναχοὺς στὸ Σονσοβέτς.

Ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἡ ἐλεημοσύνη ἦταν ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τῆς πνευματικότητος τοῦ Ὁσίου Διονυσίου. Σὲ περιόδους πείνας πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ κατέφευγαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ πάρουν λίγο ψωμὶ καὶ ὅ,τι ἄλλο μποροῦσε νὰ τοὺς διαθέσει. Διέθετε ἀκόμη καὶ τὸ ἰδικό του φαγητὸ στοὺς ἐνδεεῖς. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς μονῆς κάποιες φορὲς δὲν κατανοοῦσαν αὐτὴ τὴ γενναιοδωρία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου, ἡ ὁποία κάποιες φορὲς ἀπειλοῦσε νὰ ἐξαντλήσει ἀκόμη καὶ τὶς λιγοστὲς προμήθειες τῆς μονῆς.

Στὴ βιογραφία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου καταγράφεται τὸ παρακάτω περιστατικό: «Ἕνας νέος μεταμφιέσθηκε σὲ ζητιάνο μὲ τὴν καθοδήγηση τῶν μοναχῶν. Αὐτὸς ἐπῆγε στὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ καὶ ἐζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸν Ὅσιο Διονύσιο. Ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε χρήματα, ἀλλὰ τὸ ἴδιο βράδυ οἱ μοναχοὶ ἀπεκάλυψαν στὸν Ὅσιο τί εἶχαν κάνει δίδοντάς του πίσω τὰ χρήματα ποὺ εἶχε δώσει στὸ νέο. Ὁ Ὅσιος, χωρὶς νὰ θυμώσει, τοὺς εἶπε ὅτι ἐφ’ ὅσον εἶναι ἐντολὴ τοῦ Κυρίου νὰ κάνουμε τὸ καλὸ θὰ πρέπει νὰ σταματήσουν νὰ τοῦ ὑποδεικνύουν νὰ πάψει νὰ εἶναι ἐλεήμων. Κατηχώντας τοὺς ἄλλους μοναχούς, ἔλεγε: 

«Παιδιά μου, μὴ φοβᾶσθε τοὺς κόπους ποὺ ἔχει ἡ ἔρημος καὶ μὴν ἀφήνετε τὴν ἄσκηση. Μέσα ἀπὸ πολλὲς δοκιμασίες θὰ φθάσουμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐλευθερωθεῖτε μὲ τὴ νηστεία ἀπὸ κάθε χοϊκὸ καὶ φθαρτὸ πράγμα. Ἡ προσευχή μας πρέπει νὰ πηγάζει ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά μας καὶ θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε ταπεινοί.

Σχετικὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη σᾶς ὑπενθυμίζω τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες». Ἂς εἴμαστε ἐλεήμονες ἀπέναντι σὲ ὅλους καὶ ὁ Κύριος θὰ δείξει ἔλεος καὶ σὲ ἐμᾶς, διότι ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ μόνον ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του».

Ἑπτὰ χρόνια πρὶν τὴν κοίμησή του ὁ Ὅσιος ἔσκαψε τὸν τάφο του καὶ κάθε ἡμέρα τὸν ἐπισκεπτόταν. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκαλλιεργοῦσε στὴν καρδιά του τὴ μνήμη τοῦ θανάτου.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1437, σὲ ἡλικία ἑβδομήντα πέντε ἐτῶν.

Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ Ἀνάργυρος καὶ Ἰαματικός


Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἔζησε στὴ Ρωσία περὶ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου στὰ χρόνια τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου). Ὁ Ὅσιος πράγματι ἦταν ἀγαπητὸς στὸν Θεὸ καὶ ἔτσι τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἡ φήμη του ἁπλώθηκε παντοῦ καὶ πλήθη πιστῶν ἔρχονταν στὸν Ὅσιο, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὸν ἀποκαλοῦσαν ἰατρό. Ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, ἐθεράπευσε καὶ τὸν πρίγκιπα τοῦ Τσέρνιγκωφ Βλαδίμηρο Βσεβολόντοβιτς, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Κιέβου μὲ τὴν ἐπωνυμία «Μονομάχος».
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται στὸ Σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου.

Ὁ Ἅγιος Οὐϊστάνος ἐξ Ἀγγλίας

Ὁ Ἅγιος Οὐϊστάνος ἦταν υἱὸς τοῦ Βίμμουντ, υἱοῦ τοῦ βασιλέως τῆς Μερσία. Ὅταν ἐκοιμήθησαν ὁ πατέρας καὶ ὁ πάππος του, ὁ μικρὸς Οὐϊστάνος, ὑπὸ τὴν κηδεμονία τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πάππου του, ἀνῆλθε στὸ θρόνο. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἅγιος ἐμεγάλωσε καὶ προέκοπτε σὲ χάρη καὶ σοφία Θεοῦ καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅμως ὁ ἐπίτροπος τοῦ θρόνου Βερθούλφιος (840 – 852 μ.Χ.) συνωμότησε μαζὶ μὲ τὸν υἱό του κατὰ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ νόμιμο διάδοχο τοῦ θρόνου, καὶ τὸν ἐδολοφόνησαν, τὸ 849 μ.Χ., κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐκεῖνος ἐπλησίαζε τὸν ἐξάδελφό του, γιὰ νὰ τὸν χαιρετήσει. Τὸ κατακρεουργηθὲν λείψανο τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τὴ μητέρα του μὲ εὐλάβεια καὶ πολλὰ θαύματα ἐτελέσθηκαν μὲ τὴ μεσιτεία του.

Ὁ Ὅσιος Καρπάσιος τῶν Λερίνων

Ὁ Ὅσιος Καρπάσιος ἔζησε στὴ Γαλλία τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα μ.Χ. Ἀγάπησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης στὶς Λερίνους νήσους. Ἐκεῖ συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Ὀνωράτο († 16 Ἰανουαρίου) καὶ τὸ μεγαλύτερο ἀδελφό του Ὅσιο Βενάνδιο († 30 Μαΐου). Μαζὶ ἐπισκέφθηκαν τὶς μοναστικὲς κοινότητες τῆς Ἀνατολῆς, γιὰ νὰ γνωρίσουν ἁγίους ἀσκητὲς καὶ νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τὸ βίο τους. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ προσκυνηματικοῦ ταξιδίου τους ὁ Ὅσιος Βενάνδιος ἀπέθανε στὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ οἱ δύο Ὅσιοι ἐπέστρεψαν στὸ ἀσκητήριό τους. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ὀνωράτος ἵδρυσε μονή, στὴν ὁποία, μετὰ τὴν ἐκλογή του εἰς Ἐπίσκοπον, ἐγκατέστησε ἡγούμενο τὸν Ὅσιο Καρπάθιο.
Ὁ Ὅσιος Καρπάθιος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 430 μ.Χ.

Οἱ Ἅγιοι Φελινὸς καὶ Γρατινιανὸς οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φελινὸς καὶ Γρατινιανὸς ἦταν στρατιῶτες τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ ἐμαρτύρησαν στὴν πόλη Περούτζια τῆς Ἰταλίας, τὸ 250 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετεκομίσθησαν, τὸ 979 μ.Χ., στὴν πόλη Ἀρόνα κοντὰ στὸ Μιλάνο.

Οἱ Ἅγιοι Ρεβεριανὸς καὶ Παῦλος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς

Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Ρεβεριανὸς, ποὺ ἦταν Ἐπίσκοπος, καὶ Παῦλος ὁ πρεσβύτερος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ ἔζησαν τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπεστάλησαν γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Γαλλία. Συνελήφθησαν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀουτοὺν καὶ ἐμαρτύρησαν, τὸ 272 μ.Χ., μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς, ἐπὶ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270 – 275 μ.Χ.).

Ὁ Ἅγιος Κρεσκεντιανὸς ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κρεσκεντιανὸς ἦταν στρατιώτης καὶ ἐμαρτύρησε, τὸ 287 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), στὴν πόλη Σάλντο τῆς Ἰταλίας, κοντὰ στὸ Καστέλλο.

Ὁ Ἅγιος Πρόκλος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πρόκλος ἦταν Ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος καὶ ἐμαρτύρησε, τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), στὴν πόλη Μπολόνια τῆς Ἰταλίας.

Ὁ Ἅγιος Σεκοῦνδος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σεκοῦνδος ἄθλησε τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Τίβερη κοντὰ στὴν πόλη Ἀμέλια τῆς Οὐμβρίας τῆς Ἰταλίας.

Ὁ Ὅσιος Ρουαδανὸς τῆς Κορνουάλης

Ὁ Ὅσιος Ρουαδανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ Βρετάνη καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν περιοχὴ τοῦ Ταβίστοκ, τῆς Κορνουάλης καὶ τῆς Βρετάνης καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν πόλη Λοκρονὰν στὴ Βρετάνη.

Ὁ Ἅγιος Φουρτουνάτος ὁ Θαυματουργός

Ὁ Ἅγιος Φουρτουνάτος ἦταν πρεσβύτερος στὴν πόλη Τερριτὰ κοντὰ στὸ σπολέτο τῆς Ἰταλίας. Διακρίθηκε γιὰ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, τὸ ὁποῖο τοῦ ἐδώρισε ὁ Κύριος. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 400 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Σίος ὁ Ὁσιομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Σίος (Γκαρεγκέλι) ἔζησε στὴ Γεωργία τὸ 17ο καὶ 18ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν ἔρημο τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ στὴν ἀνατολικὴ Γεωργία καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους τοῦ Καυκάσου, τὸ 1700.

Σύναξις τῶν Ἁγίων Δαβίδ, Γαβριὴλ καὶ Παύλου Ὁσιομαρτύρων ἐκ Γεωργίας

Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Ὁσιομαρτύρων Δαβίδ, Γαβριὴλ καὶ Παύλου τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 17 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ βίος τους.

Ὁ Ἅγιος Ἰσχυρίων ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰσχυρίων καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἦταν ἀξιωματικός. Ἐμαρτύρησε, τὸ 250 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) μαζὶ μὲ πέντε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του, ἐπειδὴ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 22 Δεκεμβρίου.

«Πᾶνος»