Αγίων Πάντων
Τοῦ Κυρίου μου πάντας ὑμνῶ τοὺς φίλους,
Εἴτις δὲ μέλλων, εἰς τοὺς πάντας εἰσίτω.
Σήμερα,
εορτάζουμε, όσους αγίασε το Άγιο Πνεύμα, τους Προπάτορες και
Πατριάρχες, τους Προφήτες και ιερούς Αποστόλους, τους Μάρτυρες και τους
Ιεράρχες, τους Ιερομάρτυρες και Οσιομάρτυρες, τους Όσιους και Δίκαιους
και όλες γενικά τις άγιες Γυναίκες και τους υπόλοιπους ανώνυμους Αγίους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Βλαστοὺς
εὐαγγελίου καὶ καρποὺς ἀμαράντους, χοροὺς ἁγίων Πάντων εὐφημήσωμεν
πάντες, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, μιμούμενοι αὐτῶν τὰς ἀρετάς,
καὶ ἀγῶνας τοὺς γενναίους, ἀπὸ ψυχῆς συμφώνως ἀνακράζοντες· δόξα τῷ
στεφανώσαντι ὑμᾶς· δόξα τῷ ἁγιάσαντι· δόξα τῷ ἐν τῇ γῇ καὶ οὐρανῷ ὑμᾶς
δοξάσαντι.
(Ποίημα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιορείτου)
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Τῶν
ἁγίων Πάντων οἶκος ὁ πάνσεπτος, οὐρανὸς ὥς τις ἄλλος ἀστράπτει αἴθριος,
ἐν μέσῳ ἔχων τὸν Χριστόν, ὥς περ ἥλιον λαμπρόν, τὴν παρθένον Μαριάμ,
σελήνην ὡς πλησιφαῆ, καὶ κύκλῳ καθάπερ ἄστρα, χορούς τε πάντων ἁγίων,
ἀεὶ πρεσβεύοντας σωθῆναι ἡμᾶς.
(Ποίημα Κυρίλλου πατριάρχου Κων/πόλεως)
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν
Ἁγίων σύμπαντες, τῶν ἀπ’ αἰῶνος τὴν μνήμην, Προφητῶν Δικαίων τε, καὶ
Ἀποστόλων Μαρτύρων, ἅμα τε, σὺν Ἱεράρχαις καὶ τοῖς Ὁσίοις, σήμερον,
ἐγκωμισάσωμεν θεοφρόνως, αὐτοὶ γὰρ σὺν τοῖς Ἀγγέλοις, ἀκαταπαύστως, ὑπὲρ
ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.
Μεγαλυνάριον
Ἔνδοξοι
Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, Μάρτυρες Κυρίου, καὶ πανθαύμαστοι Ἀθληταί,
Προφητῶν ὁ δῆμος, Ἱεραρχῶν Ὁσίων, ποιήσατε πρεσβείαν, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς
Θεόν.
Οἱ Ἅγιοι Βαρθολομαῖος καὶ Βαρνάβας οἱ Ἀπόστολοι
Eις τον Bαρθολομαίον.
Καὶ σὸς μαθητής, Χριστέ, Βαρθολομαῖος,
Μιμούμενός σε, σταυρικὸν φέρει πάθος.
Eις τον Bαρνάβαν.
Ὑπὲρ λίθον σάπφειρον, ὡς γραφὴ λέγει,
Τοὺς συντρίβοντας εἶχε Βαρνάβας λίθους.
Ἑνδεκάτῃ σταύρωσαν ἐρίφρονα Βαρθολομαῖον.
Τὸ ὄνομα ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ σημαίνει «υἱὸς τοῦ Θολομαίου». Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση εἶναι ἐλάχιστες.
Τὸ ὄνομά του ἀναγράφεται μόνον στὴν ἀναφορὰ τῶν ὀνομάτων τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων. Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐταύτισε μὲ τὸν Ναθαναήλ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἀναφέρεται πάντοτε μὲ αὐτὸ τοῦ Φιλίππου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας. Προφανῶς τὸ ὄνομα Βαρθολομαῖος χαρακτηρίζει τὸ πατρώνυμο τοῦ Ναθαναήλ. Οἱ λόγοι τῆς ταυτίσεως αὐτῆς εἶναι: α) ὅτι στοὺς καταλόγους τῶν Μαθητῶν στὰ Συνοπτικὰ Εὐαγγέλια καὶ στὶς Πράξεις ὀνομάζεται μόνο ὡς Βαρθολομαῖος, ἐνῶ στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον μόνο ὡς Ναθαναήλ. β) Ὅτι στοὺς καταλόγους αὐτοὺς συγκαταριθμεῖται μόνο μὲ τὸν Φίλιππο καὶ αὐτὸ εἶναι σὐμφωνο πρὸς τὴν πληροφορία τοῦ Ἰωάννου, ὅτι ὁ Φίλιππος προσκαλεῖ τὸ Ναθαναήλ, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Μεσσία Ἰησοῦ. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ὑπεστήριζε ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐπέλεξε τὸν Ναθαναὴλ ὡς μαθητή Του, διότι ἐγνώριζε τὸ Νόμο, ἐνῶ οἱ Μαθητὲς ὅλοι ἦσαν ἀγράμματοι, ἀλλὰ στὸν Ἰωάννη ὁ Ναθαναὴλ ἐμφανίζεται ὡς Μαθητὴς τοῦ Κυρίου. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, δοθέντος τοῦ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν συνήθως δύο ὀνόματα, προετίμησε, φαίνεται, τὸ ὄνομα Ναθαναὴλ ὡς ἐκφραστικώτερο (σημαίνει ὁ Θεὸς δίδει) ἀντὶ τοῦ πατρωνυμικοῦ ὀνόματος Βαρθολομαῖος.
Ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Εὐσέβιος ἀναφέρει τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Βαρθολομαῖος ἐκήρυξε στὴν Ἰνδία, ὅπου ἐθανατώθηκε στὴν πόλη Οὐρβανούπολη. Κάποιες ἄλλες μαρτυρίες ἀναφέρουν πὼς ἐκήρυξε στὴν Εὐδαίμονα Ἀραβία, τὴν Καραμανία καὶ τὴν Αἰθιοπία. Σύμφωνα μὲ ἄλλη παράδοση, στὰ τέλη τῆς ζωῆς του εὑρέθηκε νὰ κηρύττει στὴ Μεγάλη Ἀρμενία, ὅπου συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἐθανατώθηκε μὲ σταυρικὸ θάνατο, μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω, κατὰ διαταγὴ τοῦ βασιλέως Ἀστυάγη. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Βαρθολομαίου ἐκλείσθηκε σὲ λίθινη σαρκοφάγο, ἐρρίφθη στὴ θάλασσα καὶ ἐκβράσθηκε στὶς νήσους Λιπάρες.
Τὸ ὄνομα ΒΑΡΝΑΒΑΣ εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ κυριαρχοῦν στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Τὸ ὄνομά του ἦταν Ἰωσὴφ ἢ Ἰωσῆς, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι τὸν μετονόμασαν Βαρνάβα, ποὺ σημαίνει «υἱὸς παρακλήσεως». Ἦταν Ἰουδαῖος Λευΐτης, Κύπριος στὸ γένος, καὶ ἐζοῦσε στὴν Παλαιστίνη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τὴν πρώτη πληροφορία γιὰ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Βαρνάβα στὴν πρώτη Ἐκκλησία τὴν εὑρίσκουμε στὶς Πράξεις δ’, 36 – 37· «Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Βαρνάβας ἀπὸ τῶν ἀποστόλων, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον υἱὸς παρακλήσεως, Λευΐτης, Κύπριος τῷ γένει, ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ πωλήσας ἤνεγκεν τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκεν πρὸς τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων». Τὸ κείμενο αὐτὸ ἀναφέρεται στὴν ταυτότητα τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, τὴν πώληση ἑνὸς κτήματός του καὶ τὴν προσφορὰ τῶν χρημάτων στὴν πρώτη Χριστιανικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων, στὴν ὁποία ἀνῆκε.
Μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐρμηνείας τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα ἔχουν ἀσχοληθεῖ τόσο οἱ ἀρχαῖοι ὅσο καὶ οἱ νεώτεροι ἑρμηνευτές. Τὸ ἐνδιαφέρον αὐτῶν τῶν ἐρευνητῶν εἶναι εὔλογο, γιατὶ τὸ νέο αὐτὸ ὄνομα, σύμφωνα μὲ τὶς Πράξεις, ἔχει μεγάλη ἱστορικὴ καὶ θεολογικὴ σημασία.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὀνόματος «Βαρνάβας», ὡς «υἱὸς παρακλήσεως» ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἑρμηνεύει θεολογικὰ τὴν περίπτωση· «Καὶ δοκεῖ μοι ἀπὸ τῆς ἀρετῆς εἰληφέναι τὸ ὄνομα, ὡς πρὸς τοῦτο ἱκανὸς ὢν καὶ ἐπιτήδειος». Ὁ Klostermann προσπαθεῖ νὰ παραγάγει τὸ ὄνομα Βαρνάβας ἀπὸ τὸ Βὰρ – Νεβαά, ποὺ σημαίνει «υἱὸς ἀλήθειας». Ὁ H. H. Wendt εἰσηγεῖται τὴν προέλευση τοῦ ὀνόματος ἀπὸ τὸ Βὰρ – Νεβουὰ, ποὺ σημαίνει «υἱὸς προφητείας». Ὁ A. Loisy ἀμφισβητεῖ τὴν ἐτυμολογικὴ ἐξήγηση τοῦ Wendt γιατὶ δὲν ἀποδίδει, ὅπως ἰσχυρίζεται, τὸ ὄνομα αὐτὸ τὸ «υἱὸς παρακλήσεως». Σύμφωνα μὲ τὸν E. Preuchen, στὴν Παλμύρα εὑρέθηκε μία ἐπιγραφὴ ποὺ ἔγραφε «Bar Nebo», δηλαδὴ «υἱὸς τοῦ Nebo». Αὐτὸ τὸ θρησκειολογικὸ ὑπόβαθρο τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα ὐποστήριξε καὶ ὁ A.G. Deissmann. Ὁ R.P.C. Hanson στὸ συνοπτικὸ άλλᾶ ἐνδιαφέρον Ὑπόμνημά του στὶς Πράξεις ὐποστηρίζει ὅτι τὸ ὄνομα Βαρνάβας δὲν σημαίνει «υἱὸς παρακλήσεως», ἀλλὰ «υἱὸς τοῦ Nebo» ἢ «υἱὸς τοῦ προφήτου» καὶ ὅτι εἶναι ἀπίθανο ἕνας, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ἀραμαϊκά, νὰ ἔκανε αὐτὸ τὸ λάθος. Πιστεύει ἀκόμη ὁ Hanson ὅτι τὸ «υἱὸς παρακλήσεως» ἦταν γραμμένο στὴν πηγὴ τῶν Πράξεων ιγ’, 1, δηλαδὴ στὸν κατάλογο τῶν ὀνομάτων τῶν Προφητῶν, ἀπέναντι ὅμως ἀπὸ τὸ Menaen (Menahem), ποὺ σημαίνει πράγματι «υἱὸς παρακλήσεως» ἢ «ὁ παρηγορῶν». Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἐνόμισε ὅτι ἀναφερόταν στὸν Βαρνάβα καὶ τὸ μετέφερε κατὰ τὴ σύνταξη στὸ Πράξεις δ’, 36.
Ἔχουμε τὴν γνώμη ὅτι ὁ ἱερὸς συγγραφέας δὲν μετέφρασε κατὰ λέξη τὸ ὄνομα «Βαρνάβας», τὸ ὁποῖο εἶναι ἀραμαϊκὸ καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴ λέξη Βὰρ (=υἱὸς) καὶ τὴ ρίζα Νεβουὰ ἀπὸ τὴν ὁποία παράγεται καὶ ἡ λέξη Νεβὶ (=προφήτης), ἀλλὰ ἀπέδωσε τὴ θεολογικὴ καὶ ἱστορικὴ σημασία.
Πιθανὸν ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὀνόματος «Βαρνάβας», μὲ τὸ «υἱὸς παρακλήσεως», τὸ ὁποῖο εἶναι ἕνας σημιτισμός, νὰ καταχωρήθηκε στὸ κείμενο ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἱεροῦ συγγραφέως. Πάντως, ἐκφράζει κάποιον, ὁ ὁποῖος παρακαλεῖ καὶ αὐτὸς εἶναι συνήθως προφήτης. Ὁ προφήτης ἔχει τὸ χάρισμα νᾶ διδάσκει καὶ νὰ προτρέπει πρὸς οἰκοδομή, ὀπότε ὀρθὰ ἀποδόθηκε ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς στὸν Βαρνάβα. Πρόκειται γιὰ μιὰ μαρτυρία τῶν Πράξεων, ἡ ὁποία ἐκφράζει τὴν ἰδιαίτερη διάκριση τὴν ὁποία εἶχε ὁ «Κύπριος λευΐτης» στὴν πρώτη ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα καὶ ἐπισημαίνει τὴ συμβολή του στὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀπὸ ἱστορικῆς πλευρᾶς, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ίδιαίτερα στὴν προκειμένη περίπτωση, ὁ Βαρνάβας ἦταν πράγματι ἕνας Προφήτης, ὁ ὁποῖος «παρεκάλει» τοὺς νεοφώτιστους πιστοὺς στὴν Ἀντιόχεια καὶ τοὺς προέτρεπε «τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ».
Οἱ Πράξεις δ’, 36 – 37, ἀποδίδουν καὶ τὴν κοινωνικὴ πλευρὰ τοῦ ἔργου τοῦ Βαρνάβα. Ἡ προσφορὰ τῶν χρημάτων ἀπὸ τὴν πώληση τοῦ κτήματός του πρὸς τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τῶν οἰκονομικῶν ἀναγκῶν τῆς Χριστιανικῆς κοινότητος τῶν Ἱεροσολύμων, καθὼς καὶ ἡ ὀργάνωση καὶ λειτουργία της, ἦταν ἀληθινὰ πράξη παρακλήσεως. Ἑπομένως, ὀρθὰ καὶ εὔστοχα ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀπέδωσε τὸν ὀνομασία «Βαρνάβας» μὲ τὸ «υἱὸς παρακλήσεως», γιατὶ πραγματικὰ ἐκφράζει τὸ πνευματικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο τοῦ προσώπου ποὺ φέρει τὸ ὄνομα καὶ τονίζει τὸ γεγονὸς τῆς εἰσόδου του στὸ λειτούργημα τοῦ προφήτου καὶ διδασκάλου.
Ἀσφαλῶς, τὸ φαινόμενο τῆς χρησιμοποιήσεως ἑνὸς νέου ὀνόματος, τοῦ ὁποίου ἡ ἑρμηνεία ἐκφράζει τὴν προσωπικότητα ἢ κάποια χαρακτηριστικὰ αὐτοῦ ποὺ τὸ φέρει, παρουσιάζεται καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στὴν περίπτωσή μας ὅμως εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ νέα ἐπωνυμία «Βαρνάβας» ἀντικατέστησε πλήρως τὸ ἀρχικὸ ὄνομα τοῦ ἀποστόλου «Ἰωσὴφ» ἢ «Ἰωσῇ», τὸ ὁποῖο ἐχρησιμοποιήθηκε μόνο μία φορὰ στὶς Πράξεις. Τὸ νέο ὄνομα, τὸ ὁποῖο καθιέρωσαν οἱ Ἀπόστολοι χρησιμοποιεῖται πάντοτε ἀπὸ τὸν Λουκᾶ καὶ ἀπὸ τὸν Παῦλο στὶς ἐπιστολές του.
Πότε ἀκριβῶς ἔγινε Χριστιανὸς ὁ Βαρνάβας, δὲν μᾶς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτὸ θὰ εἶχε ἰδιαίτερη σημασία, γιατὶ θὰ γνωρίζαμε ἀπὸ πότε ὑπῆρχε συμμετοχὴ τοῦ κυπριακοῦ στοιχείου στὸν ἀρχέγονο Χριστιανισμό. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας διασώζει διάφορες ἀπόψεις γιὰ τὸ θέμα τοῦ χρόνου τῆς μεταστροφῆς τοῦ Βαρνάβα στὸν Χριστό· α) Ὁ συγγραφέας τῶν Ψευδοκλημεντίων ἀναφέρει ὅτι ὁ Βαρνάβας μεταστράφηκε πολὺ ἐνωρὶς καὶ ἦταν μεταξὺ τῶν πρώτων ποὺ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Ὁ Κύπριος μοναχὸς Ἀλέξανδρος στὸ Ἐγκώμιό του γιὰ τὸν Βαρνάβα, τοποθετεῖ τὴν μεταστροφὴ τοῦ ἀποστόλου μετὰ τὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ στὴν προβατικὴ κολυμβήθρα ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ. β) Κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως καὶ ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Βαρνάβας ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου καὶ μάλιστα, κατὰ τὴν πληροφορία τοῦ Ἐγκωμίου, ὁ «πρῶτος καὶ ἔξαρχος καὶ κορυφαῖος».
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε καὶ τὸ γεγονὸς τῆς συγχύσεως, ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε στὴ χειρόγραφη παράδοση μεταξὺ τῶν ὀνομάτων τοῦ Ἰωσὴφ – Βαρνάβα καὶ τοῦ Ἰωσὴφ – Βαρσαββᾶ. Τὸ πρόβλημα αὐτὸς εἶναι γνωστὸ καὶ στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ἔκανε σαφὴ ἀντιδιαστολὴ τῶν δύο διαφορετικῶν προσώπων. Ὁ Βαρνάβας ἀναγνωρίζεται μεταξὺ τῶν παλαιῶν Μαθητῶν. Μάλιστα, ἦταν τόσο μεγάλη ἡ διάκρισή του, ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μποροῦσε νὰ ἦταν ὐποψήφιος μεταξὺ τῶν δύο, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας θὰ ἀντικαθιστοῦσε τὸν Ἰούδα καὶ θὰ συμπλήρωνε τὸν κύκλο τῶν Δώδεκα. Ἑπομένως, ὁ Βαρνάβας πιθανὸν ἀνῆκε στὸν κύκλο τῶν ἑκατὸν εἴκοσι Μαθητῶν, γι’ αὐτὸ ἦταν ἐνεργὸ μέλος τῆς πρώτης Χριστιανικῆς κοινότητος, ἡ ὁποία ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ συστηματικὰ ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀκόμη καὶ ὁ τίτλος «υἱὸς παρακλήσεως», ὁ ὁποῖος δείχνει τὴν χαρισματικὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ «Παρακλήτου», ὑπονοεῖ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Βαρνάβα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς στὸν κύκλο τῶν ἑκατὸν εἴκοσι Μαθητῶν κατὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι εἶναι ἡ πρώτη φορὰ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ποὺ ἔχουμε στὶς Πράξεις τὴ χρήση τοῦ ὅρου «Παράκλητο υἱὸς παρακλήσεως».
Ὁ Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες τῶν Πράξεων, γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα, μέχρι νὰ ἀναδειχθεῖ ὁ Παῦλος καὶ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς στὰ ἔθνη, θὰ εἶναι ἐξέχουσα μορφὴ στὸν ἑλληνικὸ χριστιανικὸ κύκλο τῶν μαθητῶν καὶ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐξέχουσες μορφὲς γενικὰ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς κοινῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τῶν δύο ἀνδρῶν ὁ Βαρνάβας διατηρεῖ τὸ κύρος καὶ τὴν αἴγλη του, ὄπως μαρτυροῦν τὰ παρακάτω γεγονότα: 1) Ἡ μεσολάβηση τοῦ Βαρνάβα, γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ ὁ πρώην διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ Παῦλος στοὺς Ἀποστόλους. Ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας, μὲ τὴν ἐνέργειά του αὐτή, συνέβαλε σημαντικὰ στὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων τῆς ἀρχέγονης Ἐκκλησίας. Ἐπικυρώθηκε ἡ μεταστροφὴ καὶ ἀναγνώριση τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν καὶ ἐξασφαλίσθηκε ἡ ἑνότητα τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. 2) Ἡ πρόταξη τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα καὶ κατόπιν τοῦ Παύλου τονίζει τὴ διάκριση τοῦ Βαρνάβα καὶ τὴν ἀναγνώριση τῆς προσφορᾶς του ἀπὸ τὴν πρώτη Χριστιανικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Παῦλο, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε νὰ ἐπιδείξει ἀκόμη ἀνάλογο ἔργο. 3) Ἡ ἐντύπωση ποὺ προκλήθηκε στοὺς κατοίκους τῶν λύστρων ἀπὸ τὴν παρουσία καὶ τὴν δράση τῶν δύο ἱεραποστόλων στὸν τόπο τους εἶναι χαρακτηριστική: «ἐκάλουν τε τὸν Βαρνάβαν Δία, τὸ δὲ Παῦλον Ἑρμῆν», ἀκόμη καὶ ἐκεῖ ποὺ ὁ Παῦλος ἦταν «ἡγούμενος τοῦ λόγου», γιατὶ σύμφωνα μὲ τὴν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «καὶ ἀπὸ τῆς ὄψεως ἀξιοπρεπὴς ὁ Βαρνάβας». Ἐπισφράγισμα τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ Βαρνάβα ἀπὸ τὴν Πρώτη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἡ πρόταξη τοῦ ὀνόματός του ὡς ἀπεσταλμένου τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου πρὸς τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς στὴν Ἀντιόχεια· «Ἔδοξεν ἡμῖν γενομένοις ὀμοθυμαδὸν ἐκλεξαμένοις ἄνδρας πέμψαι πρὸς ὑμᾶς σὺν τοῖς ἀγαπητοῖς ἡμῶν Βαρνάβᾳ καὶ Παύλῳ ἀνθρώποις παραδεδωκόσι τὰς ψυχὰς αὐτῶν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου ἀποτελεῖ ἀναγνώριση τοῦ κοινοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου τῶν Βαρνάβα καὶ Παύλου πρὸς τὰ ἔθνη. 4) Ἀκόμη καὶ ἡ συνέχιση τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τοῦ Βαρνάβα παράλληλα καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Παῦλο, μετὰ τὸ γνωστὸ «παροξυσμὸ» καὶ χωρισμό τους, λόγῳ τοῦ Μάρκου, δείχνει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἀκόλουθος, ἀλλ’ ἐφάμιλλος τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν. Ἑπομένως, ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Βαρνάβας ἦταν ἕνας ἁπλὸς βοηθὸς καὶ συνεργάτης τοῦ Παύλου, δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν εἰκόνα τῶν γεγονότων ποὺ μαρτυροῦν οἱ Πράξεις.
Ὡς «λευΐτης», ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἀνῆκε φυσικὰ στὸ ἰουδαϊκὸ ἱερατεῖο. Σύμφωνα μὲ τὴν πληροφορία τῶν Ἀριθμῶν 18,6, οἱ Λευΐτες ἦταν βοηθοὶ τῶν ἱερέων, ἂν καὶ τὸ Δευτερονόμιο 17,9. 18 18,1.21. 24,8. 27,9 ταυτίζει τοὺς ἱερεῖς μὲ τοὺς λευΐτες.
Πῶς βρέθηκε ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας στὴν Κύπρο, οἱ Πράξεις καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν μᾶς δίδουν καμία ἀπάντηση, καὶ μόνο ὐποθέσεις μποροῦν νὰ διατυπωθοῦν γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Ὡς γνωστό, οἱ Ἰουδαῖοι μετανάστευαν γιὰ λόγους ἐμπορικοὺς καὶ οἰκονομικούς, ἀλλὰ καὶ ὅταν ὑπῆρχαν στὴν πατρίδα του πολεμικὲς συγκρούσεις. Βέβαια, ἡ Κύπρος πάντοτε ἐκινοῦσε τὸ ἐνδιαφέρον αὐτῶν ποὺ ἀναζητοῦσαν τὸ κέρδος. Γι’ αὐτό, ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς Ἰουδαίων μεταφέρθηκε στὴν Κύπρο καὶ τὴν Αἴγυπτο ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖο Α’, τὸ 320 π.Χ. Ὁ Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ μιὰ πληροφορία τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου, ἦταν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τῆς διασπορᾶς· «οὐκ ἦν ἀλλότριος τοῦ Ἰσραήλ». Οἱ πρόγονοί του, οἱ ὁποῖοι ἦταν Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ, μετανάστευσαν στὴν Κύπρο λόγῳ τῶν πολεμικῶν συγκρούσεων τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀντιόχου τοῦ Ἐπιφανοῦς (168 π.Χ.).
Ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Βαρνάβας ξεκινᾶ τὸ ἱεραποστολικό του ταξίδι μὲ τὸν Παῦλο ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ εἰδικὰ ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα, ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένοι πολυάριθμοι Ἰουδαῖοι, ὑποθέτουμε ὅτι ἴσως αὐτὴ ἦταν ἡ πόλη στὴν ὁποία ἐγεννήθηκε ὁ Ἀπόστολος. Ἡ ἀρχαία παράδοση εἶναι σχεδὸν ὁμόφωνη ὅτι ἡ Σαλαμίνα εἶναι ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Βαρνάβα καὶ τὸ μέρος ὅπου βρίσκεται ὁ τάφος του.
Ἂν καὶ δὲν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸ Ἐγκώμιο ὁμιλεῖ γιὰ σπουδές του στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἐφοίτησε κοντὰ στὸν Γαμαλιὴλ καὶ εἶχε συμφοιτητὴ τὸν Παῦλο. Παρὰ τὶς ἐπιφυλάξεις μας γιὰ τὴ μαρτυρία τῆς παραδόσεως, αὐτὴ ἡ πρώιμη γνωριμία βοηθᾶ στὴν ἐξήγηση τῆς μετέπειτα στενῆς συνεργασίας τῶν δύο ἀνδρῶν. Πάντως, ἡ κυπριακὴ καταγωγὴ τοῦ Βαρνάβα καὶ ἡ ἀνατροφή του σὲ μιὰ ἑλληνικὴ περιοχὴ μὲ ἔντονη τὴν ἐπίδραση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι προϋποθέσεις γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ἔργου του καὶ ἰδιαίτερα τοῦ φιλελεύθερου πνεύματος, μὲ τὸν ὁποῖο ἀντίκρισε τὴ Χριστιανικὴ πίστη. Τὸ πολιτιστικὸ καὶ πνευματικὸ περιβάλλον, μέσα στὸ ὁποῖο μεγάλωσε ὁ Βαρνάβας, τὸν ἐμπόδισε τελικὰ νὰ ἐγκλωβιστεῖ στὶς στενὲς ἰουδαϊκὲς ἀντιλήψεις τῶν ὁμοεθνῶν του τῆς Παλαιστίνης.
Πάντως ἀξίζει νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἀναδείχθηκε μεγάλη μορφὴ στὸν ἀρχέγονο Χριστιανισμὸ καὶ εἶχε τὴ μεγαλύτερη διάκριση καὶ ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σχέση του μὲ τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων ἦταν πολὺ στενές. Ἡ ὑπευθυνότητα, ἡ ὁποία διέκρινε τὸν Ἀπόστολο, ἐφάνηκε ἀπὸ τὴν εὔστοχη παρέμβασή του νὰ παρουσιάσει τὸν Παῦλο πρὸς τοὺς Ἀποστόλους. Αὐτὴ ἡ ἐνέργειά του ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸν συγγραφέα τῶν Πράξεων, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις καὶ τὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἀργότερα θὰ ἐξελιχθοῦν οἱ σχέσεις καὶ ἡ δράση τῶν δύο μεγάλων ἱεραποστόλων τῆς Πρώτης Ἐκκλησίας. Οἱ προοπτικὲς τῆς μετέπειτα συνεργασίας τῶν δύο ἀνδρῶν προδιαγράφονται μὲ τὴ σημαντικὴ χειρονομία τοῦ Βαρνάβα. Ἡ βαρύτητα τῆς γνώμης, ἡ ἐγγύηση καὶ ὑπευθυνότητα τοῦ χαρακτήρα τοῦ Βαρνάβα ἄνοιξαν τὸ δρόμο, γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ στὸ προσκήνιο τῆς Πρώτης Ἐκκλησίας ὁ νέος ἀνατέλλων Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ἔργο καὶ τὴ δράση του ἔδωσε οἰκουμενικὲς διαστάσεις στὴ νεοσύστατη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ὁ πρώην διώκτης τῆς Ἐκκλησίας κάτω ἀπὸ τὴν προστατευτική, μεσολαβητικὴ καὶ δυναμικὴ παρουσία τοῦ Βαρνάβα, κατὰ τὸν συγγραφέα τῶν Πράξεων, κάνει τὴν πρώτη ἐμφάνισή του στὰ Ἱεροσόλυμα μετὰ τὴ μεταστροφή του.
Ὁ Κύπριος Βαρνάβας μὲ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴ ἑδραίωσε ἀκόμη περισσότερο τὴν εὔνοια καὶ τὴ συμπάθεια τῶν Ἀποστόλων.
Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Παύλου στὴν Ταρσὸ καὶ ἡ δράση τῶν δύο στὴν Ἀντιόχεια «ἐνιαυτὸν ὅλον», ἐγκαινίασε μία συστηματικὴ πιὰ ἱεραποστολικὴ δράση στὰ ἔθνη. Ὁ Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ τὸ συγγραφέα τῶν Πράξεων, μεταφέρει τὸ κέντρο δράσεώς του ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἦταν μέχρι τώρα, στὴν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία γίνεται τὸ κέντρο καὶ ἡ μητέρα τῶν ἐξ ἐθνῶν Χριστιανῶν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦταν καθοριστικὸ γιὰ τὴ συνέχιση τῆς δραστηριότητός του. Ὁ συμπαθὴς στοὺς Ἀποστόλους «υἱὸς παρακλήσεως», «σύνδεσμός τους μὲ τοὺς λοιποὺς Μαθητὲς καὶ μάλιστα μὲ τὸν Παῦλο, ὁ ἀσφαλὴς ἐκφραστὴς τοῦ γνήσιου πνεύματος τῆς Πρώτης Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας γίνεται ἱεραπόστολος, ὁ ὁποῖος θὰ τάξει τὸν ἑαυτό του στὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ στὰ ἔθνη.
Κατὰ μία παράδοση, ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἀλεξάνδρεια, κατ’ ἄλλη στὴ Ρώμη, κατ’ ἄλλη δὲ καὶ στὰ Μεδιόλανα τῆς Βορείου Ἰταλίας, ὥστε νὰ θεωρεῖται καὶ ὡς ὁ ἱδρυτὴς τῆς αὐτόθι Ἐκκλησίας.
Τὶς τελευταῖες ἡμέρες του, φαίνεται ὅτι διῆλθε ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας, στὴν Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ὅπου συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Αὐτοὶ τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν ἔδεσαν στὸν τράχηλο μὲ σχοινὶ καὶ τὸν ἐφόνευσαν διὰ λιθοβολισμοῦ. Ἔτσι, ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ὁ «υἱὸς τῆς παρακλήσεως», πιθανώτατα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 57 – 60 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του τὸ ἔρριξαν στὴ φωτιά. Τοῦτο, ἀφοῦ, μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀπανθρακώθηκε, παρέλαβε ὁ Μάρκος καὶ κάποιοι ἄλλοι εὐλαβεῖς Χριστιανοὶ, τὸ ἐνταφίασαν σὲ σπήλαιο μὲ βαθὺ σεβασμὸ καὶ τιμή.
Ἀργότερα, ἐπὶ αὐτοκράτορος Ζήνωνος, περὶ τὸ 485 μ.Χ., τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὸν ἄγνωστο τόπο τῆς ταφῆς του, ἕνεκα σφοδροῦ διωγμοῦ, ἐθαυματουργοῦσε συνεχῶς, εὑρέθηκε μὲ ὑπόδειξη θαυμαστὴ στὴν Κύπρο κάτω ἀπὸ δένδρο μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο, ποὺ ἦταν σφραγισμένο μὲ πέτρες. Τὸ ἱερὸ σκήνωμα, «πνέον εὐωδίαν χάριτος πνευματικῆς», εἶχε ἐπὶ τοῦ στήθους τὸ μετ’ αὐτοῦ συνενταφιασθὲν Εὐαγγέλιον τοῦ Ματθαίου, ἰδιόγραφο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα. Χάρη στὸ γεγονὸς αὐτό, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἔπαψε πλέον νὰ τελεῖ ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας καὶ κατέστη αὐτοκέφαλος, ἀφοῦ τῆς παραχωρήθηκαν ἀπὸ τοὺς αὐτοκράτορες Ζήνωνα καὶ Ἰουστινιανὸ ἰδιαίτερα προνόμια. Τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου, μετὰ κάποιες μετακινήσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες ἐπίσης ὁμιλεῖ η παράδοση, κατέληξαν καὶ πάλι στὴν Κύπρο, ὅπου σήμερα εὑρίσκονται ἀποθησαυρισμένα στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στὴ Σαλαμίνα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖα ὄργανα, τοῦ Παρακλήτου, καὶ ἐκφάντορες, τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀνεδείχθητε θεόπται Ἀπόστολοι, Βαρθολομαῖε τῶν Δώδεκα σύσκηνε, καὶ Βαρνάβα ὡς υἱὸς παρακλήσεως. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, Χριστὸν τὸν Θεὸν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς Χριστοῦ Ἀπόστολοι καὶ ὑπηρέται, εὐσεβείας δόγμασι, πᾶσαν λαμπρύνετε τὴν γῆν, Βαρθολομαῖε θεόληπτε, σὺν τῷ Βαρνάβᾳ· διὸ ὑμᾶς μέλπομεν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ ξυνωρίς, τῆς οἰκονομίας, τοῦ Σωτῆρος οἱ λειτουργοὶ, σὺν Βαρθολομαίῳ, Βαρνάβας ὁ θεόφρων, πνευματικαὶ κινύραι, τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν.
Άγιος Μητροφάνης Τσί-Σούνγκ και οι μαζί μ' αυτόν μαρτυρήσαντες: Τατιανή η Πρεσβυτέρα του, Ησαΐας και Ιωάννης οι γιοι του, Μαρία η νύφη του, Αγία Ία (ή Ίγια) η διδασκάλισσα και άλλοι 222 Κινέζοι Μάρτυρες
Το 1900 μ.Χ. στη Κίνα, η μυστική εταιρεία πολεμικών τεχνών «Πυγμάχοι» [Boxers - Μπόξερ, ακριβέστερα Yihetuan («Πολιτοφυλακές δικαιοσύνης και ομονοίας»). Τα μέλη τους ασκούνταν στην πυγμαχία και έφεραν φυλαχτά που θεωρούνταν αλεξίσφαιρα], υποστηριζόμενη από την επίκληρο αυτοκράτειρα, γνωστή για την ξενοφοβία της, εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, στους οποίους απέδιδαν την ευθύνη για όλες τις συμφορές της Κίνας. Στις 10 Ιουνίου, τοιχοκολλήθηκαν προκηρύξεις στους δρόμους του Πεκίνου καλώντας τους ειδωλολάτρες να σφαγιάσουν τους χριστιανούς και απειλώντας όσους θα τολμούσαν να τους κρύψουν.
Την επόμενη νύχτα, οι «Πυγμάχοι», περνώντας με αναμμένους δαυλούς από κάθε συνοικία της πόλης, συνελάμβαναν στα σπίτια τους όσους Ορθόδοξους χριστιανούς έβρισκαν και τους βασάνιζαν με σκοπό να αρνηθούν τον Χριστό. Πολλοί, τρομοκρατημένοι από τα μαρτύρια, έκαψαν θυμίαμα μπροστά στα είδωλα για να σώσουν την ζωή τους, ενώ άλλοι ομολόγησαν με γενναιότητα την πίστη τους και υπέστησαν τρομερά βασανιστήρια. Αφού έκαψαν τα σπίτια τους, τους οδήγησαν έξω από την πόλη, στους ειδωλολατρικούς ναούς των «Πυγμάχων», όπου ξεκοιλιάστηκαν, αποκεφαλίσθηκαν ή κάηκαν στην πυρά.
Ο Παύλος Γουάν, ένας ορθόδοξος κατηχητής, πέθανε με την προσευχή στα χείλη. Η Ία Γουέν, διδασκάλισσα στην ρωσική ιεραποστολή, βασανίσθηκε δύο φορές και ομολόγησε πασίχαρη τον Χριστό. Ο Ιωάννης, ένα αγόρι οκτώ ετών, υπέστη ακρωτηριασμό των δύο χεριών του και κατακρεούργηση του στήθους του. Στην ερώτηση των δημίων του αν υπέφερε, απάντησε χαμογελώντας: «Δεν είναι δύσκολο να υποφέρει κάνεις για τον Χριστό». Οι «Πυγμάχοι» τον αποκεφάλισαν και έκαψαν τα λείψανά του σε εορταστική πυρά.
Ο πατήρ Μητροφάνης Τσί-Σούνγκ, ο πρώτος κινέζος ιερέας που είχε χειροτονηθεί από τον Άγιο Νικόλαο της Ιαπωνίας (βλέπε 3 Φεβρουαρίου) και είχε υπηρετήσει ακαταπόνητα την ιεραποστολή επί δεκαπέντε χρόνια, σφαγιάσθηκε με τους περισσότερους από τους εβδομήντα χριστιανούς, γυναίκες και παιδιά, που είχαν καταφύγει στο σπίτι του μετά την πυρπόληση των οικοδομημάτων της ρωσικής ιεραποστολής. Όταν εισόρμησαν οι «Πυγμάχοι», τον βρήκαν καθισμένο στην αυλή και τον κατατρύπησαν με μαχαιριές στο στήθος. Αποκεφάλισαν την γυναίκα του Τατιανή, όπως και τον γιο τους Ησαΐα, ηλικίας είκοσι τριών ετών. Έκοψαν τα δάχτυλα των ποδιών, την μύτη και τα αυτιά του άλλου γιου τους, Ιωάννη, επτά ετών, την στιγμή του μαρτυρίου του πατέρα του. Εκείνος όμως δεν ένιωθε κανένα πόνο και ενώ οι βασανιστές του τον αποκαλούσαν «γιό δαιμόνων» εκείνος αποκρίθηκε: «Είμαι ένα πιστός του Θεού και όχι μαθητής δαιμόνων!» Η Μαρία, αρραβωνιαστικιά του Ησαϊα, ηλικίας δεκαεννέα ετών, είχε έλθει στο σπίτι του πατρός Μητροφάνη με την επιθυμία να πεθάνει μαζί με την οικογένεια του αρραβωνιαστικού της. Όταν οι «Πυγμάχοι» περικύκλωσαν το σπίτι, βοήθησε τους άλλους να σωθούν πηδώντας την μάνδρα και κατόπιν αντιμετώπισε τους εισβολείς, κατηγορώντας τους ότι δολοφονούν αθώους δίχως δίκη. Μην τολμώντας να την σκοτώσουν, την πλήγωσαν στα χέρια, και της τρύπησαν τα πόδια. Σε όσους την πίεζαν να φύγει, αποκρίθηκε: «Γεννήθηκα κοντά στην εκκλησία της Παναγίας Θεοτόκου και εδώ θα πεθάνω!» Όταν οι «Πυγμάχοι» επέστρεψαν, την θανάτωσαν.
Μεταξύ των αγίων αυτών μαρτύρων βρίσκονταν επίσης απόγονοι των κατοίκων του Αλμπαζίν της Ρωσίας, που είχαν φέρει το φως του Χριστού στο Πεκίνο το 1685 μ.Χ. Ο Κλήμης Κούι Κιν, ο Ματθαίος Χάι Τσουάν, ο αδελφός του Βίτος, η Άννα Σούι και πολλοί άλλοι, οι οποίοι χωρίς να φοβούνται από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι (Ματθ. 10, 28) αντιμετώπισαν γενναία τα μαρτύρια και τον θάνατο, παρακαλώντας τον Θεό να φωτίσει τους διώκτες και να συγχωρέσει τα αμαρτήματα τους. Από τις χίλιες ψυχές που αποτελούσαν την ρωσική ιεραποστολή στο Πεκίνο, χάθηκαν κατά τα αιματηρά γεγονότα τριακόσιες, από τις οποίες διακόσιες είκοσι δύο έλαβαν τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.
Περισσότερες λεπτομέρειες για τη ζωή αυτών των αγίων της ορθοδοξίας, μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο «Συναξάριον Ορθοδόξων Κινέζων Μαρτύρων», του Γεωργίου Ε. Πιπεράκη, Αθήναι 1997.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστῷ ἱερουργῶν, ἱερεὺς ὢν τῆς δόξῃς, θυσίαν λογικὴν καὶ τὸ ἄμωμον θῦμα, ἀθλήσεως στάδιον, σεαυτὸν προσενήνοχας σὺν ποιμνίῳ σοῦ, πάτερ Τσί-Σοὺνγκ ἐν Πεκίνω, ὅθεν πρεσβεῦε, ὑπὲρ τῶν πίστει ὑμνούντων τὴν παντιμον μνήμην σοῦ.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.
Καὶ τρόπων μέτοχος καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος τὴν πράξῃ εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· δι' ο πίστει ἐνήθλησας ἐν Πεκίνω, μέχρις αἵματος, ἱερομάρτυς Τσὶ-Σούνγκ. Πρεσβεῦε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'.
Θείας πίστεως Σίναι Μάρτυρες πατρώαν πλάνην καταστρέψαντες, ύψωσαν πίστιν των Ορθοδόξων και στερρώς ηγωνίσθησαν, την βουδδικήν γαρ θρησκείαν ελέγξαντες, εν παρρησία Χριστόν ωμολόγησαν Θεόν τέλειον. Αυτώ δ’ εκτενώς πρεσβεύουσιν Υπέρ των ψυχών ημών.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τοῦ Πεκίνου ἱερουργὸς σὺν τῷ σῷ ποιμνίῳ, μαρτυρήσας πανευκλεῶς, δυσσεβοῦς τυράννου, τάς μηχανὰς συνθλίψας, δυνάμει τοῦ Κυρίου, πάτερ Μητρόφανες.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μητρόφανες πλάνην τὴν δυσσεβῆ ὣς τῆς εὐσεβείας θεοῤῥήμων ἱερουργός, ᾔσχυνας τοῖς ἄθλοις, σὺν σῷ ποιμνίῳ πάτερ, τοῦ σκότους τὸν προστάτην μαρτύρων καύχημα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πεκίνου γόνοι ἐσθλοί, μάρτυρες Κυρίου, Μητροφάνης ὁ ἱερεύς, σὺν πιστῷ ποιμνίῳ, ἀθλήσαντες γενναίως, Κινέζων ἐκκλησίας στέφος κοσμήσαντες.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ «Ἄξιόν Ἐστιν» ἐν Ἁγίῳ Ὄρει
ᾞσας Γαβριὴλ πρὶν τὸ Χαῖρε τῇ Κόρῃ.
ᾌδεις δὲ καὶ νῦν, Ἄξιόν σε ὑμνέειν.
Η εικόνα της Παναγίας, το «Ἄξιον ἐστι», είναι μια από τις περίφημες εικόνες του Αγίου Όρους. Βρίσκεται στο ναό του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους, θεωρούμενη ως «κοινή εφέστιος προστάτις» εικόνα όλων των Αγιορείτικων Μονών, φέρουσα στο πλαίσιό της τις σφραγίδες και των 20 Μονών. Αρχικά η εικόνα αυτή βρισκόταν σε ένα παντοκρατορινό κελί στην τοποθεσία τη λεγόμενη κοιλάδα του «Ἄδειν» κοντά και κάτω από τη σκήτη του Αγίου Ανδρέα.
Την 11 Ιουνίου 980 μ.Χ. (κατά άλλους το 982 μ.Χ.) ο γέροντας έλειπε από το κελί, καθώς είχε πάει σε μια αγρυπνία στις Καρυές, αφήνοντας μόνο τον υποτακτικό του. Ο υποτακτικός τη νύχτα έκανε κανονικά τον κανόνα του. Ακούει σε μια στιγμή να του χτυπάνε την πόρτα, ανοίγει και βλέπει έναν περαστικό να του ζητάει να τον φιλοξενήσει, πράγμα που γίνεται. Συνεχίζει ο μοναχός τον κανόνα του μέχρι που φτάνει στην θ' ωδή «Τὴν Τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ...». Τότε τον διακόπτει ο φιλοξενούμενος και του λέει: «Όχι, πρώτα θα πεις: Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς...» ως συμπλήρωμα του υπό του Κοσμά Μαϊουμά (βλέπε 14 Οκτωβρίου) Μεγαλυνάριου της Θεοτόκου. Ο μοναχός ενθουσιασμένος ζητάει να του γράψει ο νέος τον ύμνο για να μπορεί να το ψάλλει και αυτός. Επειδή όμως δε βρέθηκε μελάνι και χαρτί μέσα στο κελλί, ο μυστηριώδης ξένος μοναχός χάραξε τον ύμνο με το δάκτυλό του σε μια πέτρινη πλάκα και προσθέτοντας ότι έτσι πρέπει να ψάλλεται στο εξής ο ύμνος αυτός από όλους τους Ορθόδοξούς, έγινε άφαντος.
Οι Αγιορείτες έστειλαν την πλάκα στον βασιλιά και στον Πατριάρχη Νικόλαο Χρυσοβέργη (βλέπε 16 Δεκεμβρίου), ο οποίος ενέκρινε την εισαγωγή του αγγελικού αυτού ύμνου στο λειτουργικό βίο της Εκκλησίας. Την δε εικόνα, μπροστά στην οποία ψάλθηκε για πρώτη φορά ο αγγελικός ύμνος, τη μετέφεραν στο Πρωτάτο, στο οποίο καθιερώθηκε να γίνεται και η ετήσια πανήγυρη σε ανάμνηση του θαύματος και προς τιμή της Θεοτόκου.
Σύμφωνα με το αρχαίο συναξάριο, η γιορτή αυτή αρχικά τελούνταν στο Κελλί, όπου είχε γίνει το θαύμα, και μάλιστα προς τιμή του αρχάγγελου Γαβριήλ, που χωρίς άλλο ήταν ο θαυμαστός εκείνος ξένος μοναχός.
Έτσι, το Μεγαλυνάριο αυτό της Θεοτόκου που συνέθεσε ο Κοσμάς (ο επίσκοπος Μαϊουμά) σήμερα ονομάζεται «Άξιον Εστί», εκ των δύο πρώτων λέξεων του Θεομητορικού αυτού Ύμνου που έχει ως εξής:
Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς,
μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον,
τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον,
καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν.
Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ
καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ
τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν,
τὴν ὄντως Θεοτόκον,
σὲ μεγαλύνομεν.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι το γεγονός αυτό είναι πολύ παλαιό και τούτο μαρτυρείται από τα Μηναία της Εκκλησίας, όπου στις 11 Ιουνίου αναγράφεται: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἄδειν».
Η εικόνα «Ἄξιον Ἐστί» έχει διαστάσεις 70,5x44 εκ. χωρίς την αργυρή θήκη που την περιβάλλει. Λόγω του χρόνου που πέρασε, η μορφή της Θεοτόκου ήταν πολύ σβησμένη, αλλά μετά ανακαίνιση διατηρείται σε ικανοποιητική κατάσταση και διαβάζεται η επιγραφή «Μήτηρ Θεού Καρυώτισσα». Κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά το πρότυπο της Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου της Κύπρου, έργο του Ευαγγελιστού Λουκά και απεικονίζει την Θεοτόκο με τη μορφή που είχε λίγο πριν την κοίμησή της.
Στις 3 Οκτωμβρίου 1913 μ.Χ., μετά από ολονύκτια αγρυπνία στο Ναό του Πρωτάτου, οι Αγιορείτες μοναχοί συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα της αιωνίου και αδιασπάστου ενώσεως με την Μητέρα Ελλάδα και το υπέγραψαν ένας-ένας με μετάνοια ενώπιον της εικόνας αυτής.
Η πρώτη έξοδος της εικόνος «Άξιον Εστί» από το Άγιον Όρος έγινε το 1963 μ.Χ. κατά τον εορτασμό της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, όταν μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου την προσκύνησαν πλήθη πιστών. Το 1985 μ.Χ. μεταφέρθηκε με πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού για προσκύνηση στη Θεσσαλονίκη, όπου οι επίσημοι της πόλεως την υποδέχθηκαν μπροστά στο Λευκό Πύργο με τιμές Αρχηγού Κράτους.
Εμφάνιση της Παναγίας «Άξιον Εστί» στον Γέροντας Παΐσιο
Διηγήθηκε ο Γέροντας Παΐσιος: «Τη Δευτέρα της Διακαινησίμου καθόμουν στο Αρχονταρίκι και έλεγα την ευχή. Ξαφνικά αισθάνθηκα μια ευωδία, άλλο πράγμα! Βγήκα στο διάδρομο να δω από πού προέρχεται, πήγα στην Εκκλησία, τίποτα. Βγήκα έξω στην αυλή. Η ευωδία ήταν πολύ πιο έντονη. Ακούστηκε να χτυπά το τάλαντο. Κοίταξα και είδα να κατεβαίνει προς τα κάτω η λιτανεία, και κατάλαβα ότι προέρχεται από την εικόνα της Παναγίας».
Αυτή την ημέρα γίνεται η λιτανεία της θαυματουργού εικόνος του «Ἄξιον ἐστίν». Κατεβαίνει πιο κάτω από το Κουτλουμούσι, ως το Κελλί των Αγίων Αποστόλων (Αλυπίου). Το Κελλί της «Παναγούδας» απέχει ένα χιλιόμετρο περίπου. Από αυτή την απόσταση η Παναγία έστειλε τρόπον τινά τον χαιρετισμό της στον Γέροντα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Πατέρων ἀθροίσθητε, πασὰ τοῦ Ἄθω πληθύς, πιστῶς ἑορτάζοντες, σήμερον χαίροντες, καὶ φαιδρῶς ἀλαλάζοντες, πάντες ἐν εὐφροσύνῃ, τοῦ Θεοῦ γὰρ ἡ Μήτηρ, νῦν παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, παραδόξως ὑμνεῖται διὸ ὡς Θεοτόκον ἀεὶ ταύτην δοξάζομεν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῇ σεπτῇ σου Εἰκόνι Γαβριὴλ ὁ Ἀρχάγγελος, καταπτὰς ἐν σχήματι ξένῳ, τὴν ᾠδήν σοι ἀνέμελψεν, Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, τὴν μόνην μακαρίζειν σε Ἁγνή, ὡς Μητέρα τοῦ τῶν ὅλων Δημιουργοῦ, καὶ σώζουσαν τοὺς κράζοντας· δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τοῖς μεγαλείοις σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προνοίᾳ Ἄχραντε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον ἅπας ὁ Ἄθως, ὅτι ὕμνοις δέδεκται, ὑπὸ Ἀγγέλου θαυμαστῶς, σοῦ τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, ἣν πᾶσα κτίσις γεραίρει δοξάζουσα.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἐπιστὰς ἀπ’ οὐρανοῦ ἐν ξένῳ σχήματι Ὁ Γαβριὴλ τὸν μοναστὴν ἐμυσταγώγησε Μακαρίζει καὶ ὑμνεῖν σε ἀξίως Κόρη. Ἀλλ’ ἡμεῖς τούτου τὴν μνείαν ἑορτάζοντες τὴν πολλήν σου πρὸς ἡμᾶς ὑμνοῦμεν πρόνοιαν καὶ βοῶμέν σοι, χαῖρε Ἄθω ἡ ἔφορος.
Μεγαλυνάριον
Ἄξιον ὑμνεῖν σε διὰ παντός, τὴν Θεοῦ Μητέρα, καὶ προστάτιν τῶν γηγενῶν, παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, Παρθένε διδαχθέντες, ὑμνοῦμεν καθ’ ἑκάστην, τὰ μεγαλεῖά σου.
Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας
Ο Άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο - Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 μ.Χ. στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο.
Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 μ.Χ. και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.
Το 1904 μ.Χ., με το ξέσπασμα του Ρωσο - Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσες πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1917 μ.Χ. ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος. Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες ημέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά τον θάνατό της ο γιατρός εμπιστεύτηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.
Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.
Σ' αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 μ.Χ. και μια εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το καλοκαίρι του 1923 μ.Χ. η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του επισκόπου τον π. Βαλεντίν Βόινο - Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα - καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί επίσκοπος.
Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το οποίο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. («Κρατική Πολιτική Διεύθυνση») αποφάσισαν να απομακρύνουν τον επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τρένου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.
Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρόλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.
Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ, για να τον στείλει αργότερα ακόμη 2000 χλμ μακρύτερα στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες. Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλλε με πολύ αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους αθέους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο - γιατρό, αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα από τον αρκτικό κύκλο, στο χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του. Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω τις αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου. Οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ ακόμη μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.
Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.
Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε, ήταν ελεύθερος. Όπως ήταν φυσικό ο επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου.
Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον διώξουν.
Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο επίσκοπος, εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.
Μετά την ανάρρωσή του πέρασε μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιερωσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει να χάνει την όραση από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Επίσης, τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» εκδίδονται χωρίς να αναγραφεί το αξίωμά του. Εν καιρώ επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.
Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από το φάκελλο που διατηρούσαν στην Ασφάλεια, μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητές του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και το μισθό του σε αγαθοεργίες, δηλαδή βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους ανθρώπους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στη Σιβηρία.
Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 μ.Χ. τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος - γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Τα Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρόλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Την Άνοιξη του 1942 μ.Χ. αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.
Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.
Το 1946 μ.Χ. ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύθηκε με το βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και για την μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.
Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους άπορους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν εκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς. Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Θεανθρώπου όλη του τη ζωή «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος».
Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους ο αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία, δηλαδή το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα το Χριστό». Σημειώνει ο ίδιος. Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (4500 σελίδες), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία».
Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.
Το 1953 μ.Χ. τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Κρουτσώφ, ο οποίος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959 μ.Χ. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να του δώσει κουράγιο.
Εκείνη την εποχή γράφει στο μεγαλύτερο γιό το Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός του όλο και ελαττώνεται...Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να το υποφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου».
Η αγάπη του κόσμου προς τον αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι η άπιστοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Ο αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 84 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 μ.Χ. λειτουργεί για τελευταία φορά και για τον καιρό που απομένει, περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961 μ.Χ., ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος - γιατρός Λουκάς Βόινο - Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρησαν από γυναικούλες με άσπρα μαντίλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά - σιγά μπροστά από τη σορό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρείς σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντίλια, ο ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι' αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία, κηδεύουμε τον αρχιεπίσκοπό μας».
Το Νοέμβριο του 1995 μ.Χ. ανακηρύχτηκε άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στις 17 Μαρτίου 1996 μ.Χ. έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του εξέπεμπαν μιάν άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρείς μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996 μ.Χ., τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ι. Ναό Αγ. Τριάδος. Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου επέτειο της κοιμήσεώς του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο Άγιος Λουκάς ήταν στο Γενισέισκ επιχείρησε μια πρωτοποριακή και δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν ένα νέο άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια σε απελπιστική κατάστασή. Ο επίσκοπος γιατρός, μην έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια «ηρωική» επέμβαση κι επεχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Ο γιατρός που διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επιτυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ο ασθενης, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ. Παρόλο που ήταν η πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας «εχθρός του λαού»! Γι’ αυτό επίσημα ως πρώτη τέτοια εγχείρηση θεωρείται του καθηγητή Ι. Ι. Βορόνη το 1934 (μια δεκαετία μετά), όταν έκανε μεταμόσχευση νεφρού χοίρου σε μια γυναίκα με ουραιμία.
Ἀπολυτίκιον
Νέον ἅγιον τοῦ Παρακλήτου, σέ ἀνέδειξεν, Λουκᾶ ἡ Χάρις, ἐν καιροῖς διωγμῶν τε καί θλίψεων Νόσους μέν ὡς ἰατρός ἐθεράπευσας, καί τάς ψυχάς ὡς ποιμήν καθοδήγησας πάτερ τίμιε, ἐγγάμων τύπος καί μοναστῶν, πρέσβευε σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Ιατρόν και ποιμένα, Λουκά τιμήσωμεν, Συμφερουπόλεως ποίμνης, Αρχιερέα λαμπρόν, τον βαστάσαντα Χριστού τα θεία στίγματα, τας εξορίας, τα δεινά, εγκλεισμούς εν φυλακαίς, τας θλίψεις και τα ονείδη, τον επ εσχάτων φανέντα, εν Ρωσία νέον Αγιον.
Κοντάκιον
Ἀνεδείχθης ἥλιος, νυκτί βαθεῖα, διωγμοῦ, μακάριε, διό καί θάλπος νοητόν, τό ἐκ Θεοῦ σύ ἐξέχεας, χειμαζομένοις, Λουκᾶ πανσεβάσμιε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Συμφερουπόλεως Λουκάν τόν αρχιποίμενα, και ιατρόν τον επιστήμονα τον άριστον, οι φιλάγιοι υμνήσωμεν εγκαρδίως, εν Ρωσία γαρ βιώσας ώσπερ άγγελος, ωμολόγησε Χριστού το θείον όνομα. Διο κράζομεν, χαίροις πάτερ αοίδιμε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις της Ρωσίας νέος βλαστός, και των θεραπευομένων ο προστάτης και βοηθός, χαίροις Εκκλησίας Χριστού ο Ιεράρχης, Λουκά ποιμήν θεόφρον, αξιοτίμητε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐπισκόπων ὁ κοινωνός, τῆς Ρωσίας πάσης, ὁ θεόσοφος ἰατρός, χαίροις τῆς Κριμαίας, ὁ θεῖος Ποιμενάρχης, Λουκᾶ τῶν Ορθοδόξων ὁ νέος Ἅγιος.
Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες
O Θεόπεμπτος τέσσαρας διά ξίφους,
Eυρών συνάθλους πέμπτος αυτός ευρέθη.
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόπεμπτος μαζὶ μὲ ἄλλους 4 Μάρτυρες. Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ὑποθέτει ὅτι δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Θεοπέμπτου, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει στὶς 7 Φεβρουαρίου. Οἱ Συναξαριστὲς ἀναφέρουν μόνο ὅτι ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ὁ ἐν Βάσῃ Κοιλανίου τῆς Κύπρου
Ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἔζησε ὁ Ὅσιος Βαρνάβας δὲν γνωρίζουμε. Δυστυχῶς στὴ χειρόγραφη Ἀκολουθία του δὲν ὑπάρχει Συναξάρι. Καὶ στὴ Βάσα, ὅπου ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε, δὲν ὑπάρχουν ζωντανὲς παραδόσεις γιὰ τὸ βίο του. Ὁ Κύπριος χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς, ποὺ στὸ Χρονικόν του γράφει καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους ποὺ ἔζησαν στὴν Κύπρο ἢ ἦλθαν ἀπὸ γειτονικὲς χῶρες σ’ αὐτή, ἀναφέρει ὅτι ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς 300 κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ποὺ εἶναι γνωστοὶ μὲ τὸ ὄνομα Ἀλαμανοὶ καὶ ποὺ κατέφυγαν στὴν Κύπρο μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς. Ὅμως ὁ ὑμνογράφος του, στὸ Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων, γράφει: «Τῶν μοναστῶν τὴν καλλονήν, καὶ τῶν Βάσεων βλάστημα καὶ κλέος...», πράγμα ποὺ δείχνει πὼς ὁ Ὅσιος ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα καὶ δόξα τῆς Βάσας.
Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἡ ψυχή του, γεμάτη καλοσύνη καὶ εὐσέβεια, ἐξεκουραζόταν μονάχα στὴ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκαλλιεργοῦσε τὸ χαρακτήρα του. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀπέκτησε ἦθος καὶ σεμνότητα.
Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ τὶς τοπικὲς παραδόσεις καὶ τὴν Ἀκολουθία του, ἀσκήτεψε σὲ ἕνα σπήλαιο, ποὺ εὑρίσκεται στὰ Δυτικὰ τοῦ χωριοῦ καὶ στὴ ρίζα ἑνὸς πέτρινου γκρεμοῦ ἀπὸ ἄσπρα ὑδατώδη πετρώματα, καὶ ἔζησε μιὰ ζωὴ δοσμένη ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεὸ καὶ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι διακρίθηκε σὲ ὅλα στὴν ἀσκητική του πολιτεία καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἡ φωτεινὴ λαμπάδα, ποὺ σκορποῦσε τὸ γλυκὸ φῶς της ὁλόγυρα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τακτικὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐπερνοῦσε πολλὲς ὧρες μὲ τὴν προσευχή. Ἡ μελέτη, ἡ προσοχή, καὶ Ἡ αὐστηρὴ νηστεία ἦταν τὰ ὅπλα μὲ τὰ ὁποῖα καθημερινὰ ἀγωνιζόταν. Γίνεται συνόμιλος τῶν Ἀγγέλων καὶ ἰσάγγελος ἐπὶ τῆς γῆς. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ τὸν ἐπεσκίασε πλουσιοπάροχα καὶ τὸν κατέστησε καὶ ἐδῶ στὴ γῆ ἀκένωτη πηγὴ θαυμάτων καὶ εὐεργεσιῶν. Μὲ πνεῦμα πραότητος καὶ δύναμη λόγου ἐδίδασκε ἀκούραστα κάθε φορὰ ἐκείνους πού, ὡς διψασμένα ἐλάφια, κατέφευγαν στὸ σπήλαιό του, γιὰ νὰ τὸν ἰδοῦν καὶ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν γιὰ τὴν σωτηρία τους.
Ἐκεῖ στὸ σπήλαιο αὐτὸ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη ὁ Ὅσιος Βαρνάβας. Ἕνα μεγάλο θαῦμα συνόδευσε κατὰ τὸν ὑμνογράφο τὴν κοίμησή του. «Θαῦμα ὑπὲρ ἔννοιαν ἐν τῇ κοιμήσει σου γέγονεν, ὁσιόφρον θεσπέσιε, ἡνίκα τὸ πλῆθος τῶν Βάσεων ἐπέστη ἀθρόον, ὥσπερ γὰρ ἥλιος τὸ πρόσωπόν σου ἐξανατέταλκεν».
Ἀπὸ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου φυλάσσονται τεμάχια καὶ ἡ τίμια κάρα αὐτοῦ στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάσας. Ἐπίσης στὸ ναὸ αὐτὸ εὑρίσκονται καὶ δύο εἰκόνες τοῦ Ὁσίου, μία παλαιὰ καὶ μία νεώτερη, ποὺ εἰκονίζει τὸν Ὅσιο νὰ φέρει τούτη τὴν ἐπιγραφή: «Ἰησοῦ μνήμη φωτίζει τὸν νοῦν καὶ ἐκδιώκει τοὺς δαίμονας».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Χαίρει ἔχουσα Βάσεων πόλις, θείαν λάρνακα τῶν σῶν λειψάνων, ἀναβρύουσαν πηγᾶς τῶν ἰάσεων, καὶ διασῴζουσαν πᾶν τᾶς ἐκ θλίψεων, τοὺς σοὶ προστρέχοντας, πάτερ, ἐκ πίστεως Βαρνάβα ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας τῆς Βετλούγκα
Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Οὔστιουγκ τῆς Ρωσίας. Ἔχοντας μέσα στὴν καρδιά του ἀναμμένη τὴ φλόγα τῆς ἱερωσύνης, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας καὶ διακονοῦσε σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐνορίες τῆς πόλεως. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο, τὸ 1417, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Βετλούγκα, ὅπου ἔζησε ἐπὶ εἴκοσι ὀκτὼ χρόνια μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή. Κοντά του δὲν εὕρισκαν πνευματικοὶ ἀνάπαυση μόνο οἱ πιστοί, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄγρια ζῶα τοῦ δάσους, τὰ ὁποῖα ἐπλησίαζαν τὸν Ὅσιο μὲ εὐχαρίστηση καὶ ἀσφάλεια, διότι ἔνιωθαν τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν φύση. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, τὸ 1439, τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Ὅσιος Μακάριος τοῦ Ζχελτοβὸντ († 25 Ἰουλίου) γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθεῖ καὶ νὰ λάβει τὴν εὐχή του.
Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, σὲ βαθὺ γήρας, τὸ 1445. Στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του ἱδρύθηκε κοινοβιακὴ μονὴ ἀφιερωμένη στὸ ὄνομά του καὶ τὸ βίο του συνέγραψε, τὸ 1639, ὁ ἱερομόναχος τῆς μονῆς Ἰωσήφ (Ντιάντκυν), ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη τῆς ἐκτυπώσεως πνευματικῶν βιβλίων στὴ Μόσχα.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου εὑρέθησαν θαυματουργικὰ ἐπὶ Πατριάρχου Μόσχας Ἰωάσαφ, τὸ 1639.
Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου στὴ θέση τῆς μονῆς τοῦ Ὁσίου ἐδημιουργήθηκε ἡ πόλη Βαρναβὶν καὶ τὸ καθολικὸ τοῦ μοναστηριοῦ ἐγινε ὁ καθεδρικὸς ναὸς τῆς νέας πόλεως, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὴ τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου.
Άγιος Ζαφείριος ο Νεομάρτυς
Χριστού κηρύξας θεότητα γενναίως,
Μαρτύρων εύρες, Ζαφείριε, την δόξαν.
Πρώτη τε δεκάτη Ζαφείριος Χριστώ παρέστη.
Στον κώδικα 743 (6250) της Ρωσικής Μονής του Αγίου Παντελεήμονα Αγίου Όρους σημειώνεται το εξής:
«Εἰς τό Ἁγιώνυμον Ὄρος τοῦ Ἄθω κατά 1821, 1822, 1823, ὅτε ἐξεράγη εἰς τήν Ἑλλάδα ἡ ἐπανάστασις, ἦλθεν ὁ Ἀμπομπούτ πασᾶς τῆς Θεσσαλονίκης καί ὑπέταξεν τό Ὄρος καί πολλά δεινά συνέβησαν. Εἶτα ἀποστείλας ἀνθρώπους ἰδικούς του εἰς τό Ὄρος, ἐσύναξαν τά εὑρισκόμενα παιδία, 70 τόν ἀριθμόν, καί ἤγαγον αὐτά εἰς τήν Θεσσαλονίκην καί τά ἐτούρκευσαν. Ἕνα δέν μόνον ἐστάθη σταθερόν εἰς τήν πίστιν καί ἐμαρτύρησεν, ὀνόματι Ζαφείριος».
Ακολουθία του Αγίου συνέταξε ο ιερομόναχος Αθανάσιος Σιμωνοπετρίτης, Υμνογράφος της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτης.
Εν τη πίστεως πέτρα εδρασθείς γενναιότατα, πλάνην εμυκτήρισας Αγαρ, νεομάρτυς Ζαφείριε· νεότητος το άνθος παριδών, τό αίμά σου προσήνεγκας Θεώ· όθεν στέφει εκοσμήθης εν ουρανοίς, ως αθλητής χριστόψυχος. Δόξα τώ σε καλέσαντι Θεώ, δόξα τώ σε δυναμώσαντι, δόξα τώ δεδωκότι σε ημίν, μεσίτην ακαταίσχυντον.
Κοντάκιον
Ήχος δ΄. Ο υψωθείς.
Στερωθείς επί της πίστεως πέτραν, παραμονή σου εν τώ Όρει του Αθω, γενναίως εκαρτέρησας τυράννων απειλάς, καί Μωάμεθ ήλεγξας την σκοτώδη θρησκείαν, όθεν ώσπερ πρόβατον, καθαρόν του Δεσπότου, εθυσιάσθης και στεφανωθείς, εν Παραδείσω, ευφραίνη Ζαφείριε.
Κάθισμα
Ήχος πλ.α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Των αρχαίων Μαρτύρων ζήλον τον ένθεον, μιμηθείς εύρες δόξαν τούτων ισότιμον, υπομείνας καρτερώς άπασαν βάσανον, και ελέγξας ανδρικώς, πλάνην Αγαρ σκοτεινήν, διό τμηθείς σου την κάραν, συμβασιλεύεις Κυρίω, δι Ον ηγώνισαι Ζαφείριε.
Ὁ Οἶκος
Ου πολυχρόνιόν εστι τίμιον άπαν γήρας, αλλ’ ηλικία στολισμόν έχουσα σωφροσύνην, διό νεότητι σφυζούση και ακμάζων εν συνέσει, ως τη δυνάμει του σταυρού κραταιωθείς καί Πνεύματι αγίω φωτισθείς, θεολογούση γλώσση Ιησούν τον Θεάνθρωπον πρό των ασεβών τρανώς ανεκήρυξας, καί βδελυξάμενος αυτών τάς υποσχέσεις, διήλεγξας ανδρικώς την της Αγαρ ψυχώλεθρον πλάνην· όθεν την κάραν αποτμηθείς ως σφάγιον τίμιον Κυρίου, φιλομαρτύρων νύν τους χορούς, ευφραίνεις Ζαφείριε.
Μεγαλυνάριον
Ιησούν κηρύξας Λόγον Θεού, καί ελέγξας Αγαρ, τόν ψυχώλεθρον σκοτασμόν, μάρτυς ανεδείχθης, Ζαφείριε τρισμάκαρ, πρεσβεύων υπέρ πάντων, τών γεραιρόντων σε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Σάπφειρος υπάρχων θεολαμπής, Ζαφείριε ώφθης, νεομάρτυς του Ιησού, τό της Εκκλησίας, διάδημα κοσμήσας, καί φωτισμόν παρέχων, τοίς ανυμνούσί σε.
Άγιοι Φανέντες
Φανέντες θαυμαστῶς ἀθληταὶ κεκρυμμένοι,
καρδίας πιστῶν σπεύδετε κατευφραίνειν.
Κατά
τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η αγιοστόλιστη Κεφαλονιά έχει να
προσφέρει φωτεινά παραδείγματα ομολογητών και αγωνιστών της πίστεως.
Έτσι στο ανατολικό τμήμα του νησιού και συγκεκριμένα στην περιοχή της
Σάμης έζησαν και κοιμήθηκαν οσιακώς οι ομολογητές Άγιοι Γρηγόριος,
Θεόδωρος και Λέων, οι οποίοι είναι περισσότερο γνωστοί με την προσωνυμία
«Άγιοι Φανέντες», που τους δόθηκε λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των
ιερών λειψάνων τους και της ανάδειξής τους από την αφάνεια.
Σύμφωνα
με τα διασωθέντα δύο λατινικά συναξάρια του 14ου μ.Χ. αιώνα, τα οποία
γράφτηκαν το μεν πρώτο από τον Βενετό Pietro Calὸ, το δε δεύτερο από τον
επίσκοπο της Ακυληίας Pietro Natali, οι Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και
Λέων κατάγονταν από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας,
υπηρετούσαν ως στρατιωτικοί στον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατό και
διακρίνονταν για τις πολλές τους αρετές και τη βαθιά τους πίστη στον
Θεό. Την εποχή όμως αυτή βρισκόταν σε μεγάλη εξάπλωση η φοβερή αίρεση
του Αρειανισμού και σύμφωνα με το εκδοθέν διάταγμα του αιρετικού
αυτοκράτορος Κωνσταντίου Β΄ (337 -361 μ.Χ.), θα έπρεπε όλοι οι υπήκοοι
του κράτους να ασπασθούν αυτή την ανόσια αίρεση. Τότε οι τρεις ευσεβείς
και ενάρετοι στρατιωτικοί, φοβούμενοι μήπως και αναγκασθούν να ασπασθούν
την αιρετική κακοδοξία, εγκατέλειψαν μαζί και με άλλους έλληνες
στρατιώτες τη Σικελία, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη και κατέφυγαν
στην Κεφαλληνία. Μόλις αποβιβάσθηκαν στο νησί του Ιονίου και
πληροφορήθηκαν ότι το διάταγμα του αιρετικού Κωνσταντίου είχε τεθεί σε
ισχύ στον τόπο, όπου μέχρι πρότινος υπηρετούσαν, προτίμησαν να
αποχωρισθούν από τους υπόλοιπους και να παραμείνουν στην Κεφαλληνία. Ο
Γρηγόριος ήταν τότε ηλικιωμένος με άσπρα μαλλιά και πλήρης σοφίας, ο
Θεόδωρος ήταν περίπου τριάντα ετών, ενώ ο Λέων έλαμπε μέσα στη νιότη
του. Αποφάσισαν λοιπόν να αφιερωθούν στον Θεό και γι’ αυτό άρχισαν να
αναζητούν κατάλληλο τόπο για άσκηση και προσευχή.
Μία κοιλάδα, η
οποία ονομάζεται Σάμη (Samos κατά τη λατινική γραφή) και βρίσκεται στο
ανατολικό τμήμα της Κεφαλληνίας απέναντι από την Ιθάκη, αποτέλεσε τον
ιδανικό τόπο για να ζήσουν αφιερωμένοι στον Θεό το υπόλοιπο της ζωής
τους. Μάλιστα στον τόπο αυτό ανακάλυψαν μέσα σε ένα μικρό, αλλά πυκνό
δάσος από χαμηλά δένδρα και θάμνους τα ερείπια ενός μισοκαταστρεμμένου
ναού. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε το πνευματικό τους καταφύγιο, στο οποίο
αφού εγκαταστάθηκαν, έζησαν ασκητικά, προσευχόμενοι αδιάλειπτα στον Θεό
και αγωνιζόμενοι ως γνήσιοι στρατιώτες Χριστού. Στον ευλογημένο αυτό
τόπο της ανατολικής Κεφαλληνίας πλησίον της σημερινής κωμοπόλεως της
Σάμης έζησαν το υπόλοιπο της επίγειας ζωής τους μέχρι που κάποια ημέρα,
αφού γονάτισαν και προσευχήθηκαν, παρέδωσαν μετά από λίγο τις πάναγνες
ψυχές τους στον Πανάγαθο Θεό, τον Οποίο τόσο πολύ αγάπησαν και
υπηρέτησαν σε όλη τους τη ζωή.
Τα σώματα των τριών Αγίων έμειναν
για πάρα πολλά χρόνια άγνωστα, μέχρι που η Πρόνοια του Θεού θέλησε να τα
αποκαλύψει με θαυματουργικό τρόπο. Στο νησί ζούσε κάποιος επιφανής και
πλούσιος κάτοικος, ο οποίος ονομαζόταν Μιχαήλ και έπασχε από μία μορφή
λέπρας, την ελεφαντίαση. Ο Μιχαήλ απευθύνθηκε στους γιατρούς, δαπανώντας
μάλιστα και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του, για να μπορέσει να
θεραπευτεί από την ασθένειά του, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε πουθενά την
ποθούμενη θεραπεία. Κάποιο βράδυ εμφανίσθηκαν σε όραμα στον ύπνο του
τρεις άνδρες με μορφές αγγέλων και του είπαν ότι θα θεραπευτεί μόνο, εάν
βρει τα άταφα σώματά τους. Όταν ο Μιχαήλ ξύπνησε, δεν γνώριζε ούτε τα
ονόματα των τριών ανδρών ούτε και τον τόπο, όπου αυτά βρίσκονταν.
Συνάντησε όμως έναν χοιροβοσκό, ο οποίος του διηγήθηκε ότι ακολουθώντας
έναν χοίρο που είχε απομακρυνθεί από το υπόλοιπο κοπάδι, μπήκε σε ένα
πυκνό δάσος και εκεί αντίκρισε τρία άταφα και άφθορα σώματα, από τα
οποία αναδίδονταν μία υπέροχη ευωδία. Τότε ο Μιχαήλ κατάλαβε ότι
πρόκειται για τους εμφανισθέντες στον ύπνο του τρεις Αγίους. Αμέσως
ανέβηκε στο άλογό του και κατευθύνθηκε με οδηγό τον χοιροβοσκό προς το
δάσος, όπου βρίσκονταν τα ιερά λείψανα των τριών Αγίων μέσα σε άπλετο
φως. Αφού προσκύνησε με ευλάβεια τα τρία φεγγοβολούντα ιερά σκηνώματα
και παρακάλεσε με δάκρυα τους Αγίους, αμέσως η λέπρα εξαφανίσθηκε και
επέστρεψε στο σπίτι του εντελώς υγιής. Λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης
των ιερών λειψάνων των τριών Αγίων και της ανάδειξής τους από την
αφάνεια, τους δόθηκε η προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», με την οποία μέχρι
σήμερα είναι περισσότερο γνωστοί.
Αξιοσημείωτη είναι και η
επιτόπια προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία τρεις Άγιοι με τα
ονόματα Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων έφθασαν κάποτε στη Σάμη της
Κεφαλληνίας και έζησαν ως ασκητές. Πολλά χρόνια μετά την κοίμησή τους
ανακαλύφθηκαν τα λείψανά τους σε ένα σπήλαιο στο όρος Αυλοχώρι και προς
τιμήν τους κτίσθηκε η μονή των Αγίων Φανέντων.
Σύμφωνα με τα
λατινικά συναξάρια η επ’ ονόματι των τριών ομολογητών Αγίων της
Κεφαλληνίας ιστορική ιερά μονή ανεγέρθηκε στον τόπο της θαυματουργικής
ανεύρεσης των ιερών τους λειψάνων με δαπάνη του θεραπευθέντος από τη
λέπρα Μιχαήλ.
Η μονή των Αγίων Φανέντων είναι κτισμένη στην
κορυφή της νότιας ακροπόλεως της αρχαίας Σάμης και σε υψόμετρο 226μ. Η
ίδρυσή της χρονολογείται πριν το 1264 μ.Χ. και τα σωζόμενα ερείπια
ανάγονται στη μεταβυζαντινή εποχή. Μετά την κατάληψη της Κεφαλονιάς από
τους Νορμανδούς το 1185 μ.Χ. άρχισε η βαθμιαία παρακμή της μονής, που
οφείλεται και στην αρπαγή των ιερών λειψάνων των Αγίων από τους Ενετούς
και τη μεταφορά τους στη Βενετία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα μέσα σε
μαρμάρινη λάρνακα στον μεγαλοπρεπή ναό του Προφήτου Ζαχαρία. Στα τέλη
του 15ου μ.Χ. αιώνα έχουμε την επανασύσταση της μονής, η οποία μέχρι και
τον 18° μ.Χ. αιώνα ακτινοβολεί προσελκύοντας πολλούς μοναχούς,
προσκυνητές, αλλά και ξένους περιηγητές.
Η θρησκευτική πολιτική
των Άγγλων στα Επτάνησα οδήγησε στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα στην
ερήμωση της μονής, η οποία ολοκληρώθηκε με τους σεισμούς του 1953 μ.Χ.,
που κατερείπωσαν το ιστορικό μοναστήρι. Από το τέμπλο του καθολικού της
ιστορικής μονής διασώθηκε η παλαιά εφέστια εικόνα των τριών Αγίων, που
χρονολογείται το 1654 μ.Χ. και φυλάσσεται σήμερα στον περικαλλή ιερό
ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης. Δίπλα στα ερείπια της μονής
ανεγέρθηκε αργότερα παρεκκλήσιο, όπου κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων
Πάντων εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη των τριών ομολογητών και
παλαιότερων Αγίων της Κεφαλονιάς.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Μέγαν εὕρατο.
Δόξῃ
Κύριος καὶ ἀφθαρσίᾳ, κατελάμπρυνεν, πιστοὺς ὁπλίτας, ὡς στρατείαν
φυγόντας καὶ αἵρεσιν, τῶν Κεφαλλήνων δὲ νῆσον ἐπλούτισεν, διὰ σεπτῶν
σκηνωμάτων τῆς χάριτος. Ὅθεν ἅπαντες, τοὺς τρεῖς Φανέντας τιμήσωμεν,
Χριστοῦ ἀῤῥαγεῖς ἀμύντορας, Γρηγόριον Θεόδωρον καὶ Λέοντα.
Μεγαλυνάριον
Ὀρθοδόξου
πίστεως ἀριστεῖς, φανέντας ἐκ λήθης, ὥσπερ φῶτα θεοειδῆ, Γρηγόριον
πάντες, Θεόδωρον ἐν πόθῳ, σὺν Λέοντι προφρόνως, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ὁ Οἶκος
Τὸν
θησαυρὸν τῶν ἁπάντων σφοδρῶς ἀγαπήσαντες, καὶ διδαχὰς τοῦ Κυρίου
τηρήσαντες πάσας, τῆς πίστεως ἐδείχθησαν ἀριστεῖς φαεινότατοι, οἱ πιστοὶ
ὁπλῖται. Ἐπουρανίων οὖν στρατιῶν κοινωνούς, Γρηγόριον, Θεόδωρον καὶ
Λέοντα, ἱκετεύσωμεν οἱ πόθῳ τιμῶντες τὴν πανθαύμαστον αὐτῶν πολιτείαν τε
καὶ εὔρεσιν, ὅπως παντοίων ὁ Σωτὴρ κινδύνων ἡμᾶς ῥύσῃ, οὐρανοδρόμον τε
ἀναδείξῃ τὸν βίον, ἵνα ἀεὶ δοξάζειν ἀξιωθῶμεν, τὸν ἐν Μονάδι Θεὸν τὸν
Τρισήλιον.
Σύναξη Πάντων των Θρακών Αγίων
Η Κυριακή των Αγίων Πάντων καθορίστηκε ως ημέρα εορτής Πάντων των Θρακών
Αγίων. Με προτροπή του μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθίμου, ο
μητροπολίτης Εδέσσης κ. Ιωήλ συνέγραψε ακολουθία για την εορτή αυτή την
οποία ενέκρινε και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο
Ιερός Ναὸς Πάντων των Θρακών Αγίων, ο οποίος βρίσκεται εντός της Ιεράς
Μονής αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Αετοχώρι, είναι ο μοναδικός που
υπάρχει με αναφορά στην ιστορική Θράκη και αποτελεί Μνημείο της πλούσιας
θρακικής αγιολογίας με αναρτημένους πίνακες των κατὰ μήνα εορταζομένων
θρακών μαρτύρων και οσίων αγίων, καθὼς και χάρτες της ενιαίας Θρακικής
αγιοτόκου γης.
Όσιος Γρηγόριος Μυστριώτης ο εν Στρογγυλή των Λιχάδων
Γρηγόριε Ὅσιε τῇ σῇ ἀσκήσει,
Ταχέως εἴληφας τοῦ Χριστοῦ τὴν χάριν.
Ο
Όσιος Γρηγόριος, ήταν γόνος επίσημης οικογένειας χριστιανών της
περιοχής του σημερινού Μυστρά και έζησε κατά τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Από
μικρός διδάχθηκε τα ιερά γράμματα και επέδειξε ζήλο για τη μοναχική ζωή.
Σε
ηλικία 16 ετών, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αποσυρθεί
σε μοναστήρι, χωρίς όμως να του το επιτρέψουν οι γονείς του. Αργότερα,
ακολούθησε μια ομάδα μοναχών – επισκεπτών του Μυστρά, με σκοπό να
προσκυνήσει μαζί τους, τους Αγίους Τόπους. Απρόβλεπτοι όμως λόγοι, τους
οδήγησαν στη Ρώμη. Εκεί ο νεαρός Γρηγόριος γίνεται μοναχός, σε κάποια
Ιερά Μονή της περιοχής.
Αργότερα αναχωρεί για τους Αγίους Τόπους,
και στη συνέχεια φθάνει στη Νίκαια της Μικράς Ασίας και από εκεί
μεταβαίνει στη Θράκη, Μακεδονία για να εγκατασταθεί τελικά στην Εύβοια. Η
παρουσία του γεμάτου από τη Θεία Χάρη Γρηγορίου στη μικρή πόλη του
Ωρεού, ξεσηκώνει παλλαϊκό συναγερμό. Ο Ιερός Ναός που έμενε,
κατακλυζόταν καθημερινά από πλήθη πιστών, που πήγαιναν στον Όσιο για να
ακούσουν το κήρυγμά του και τις βαθυστόχαστες συμβουλές του.
Πολύ
γρήγορα όμως, για να αποφύγει την τιμή που του έκαναν οι άνθρωποι και
για να βρει την πολυπόθητη ησυχία, φεύγει από τον Ωρεό και εγκαθίσταται
σε ένα πολύ μικρό νησάκι, τη νήσο Στρογγυλή, το οποίο ανήκει στο
συγκρότημα των Λιχαδονήσων στο Βορειοδυτικό άκρο της Ευβοίας. Δεν άργησε
όμως το νέο αυτό κρησφύγετο του Οσίου Γρηγορίου να γίνει γνωστό και να
προστρέχουν σ’ αυτόν πλήθη πλουσίων και φτωχών, Ιερείς και Αρχιερείς και
Μοναχοί, για να διδαχθούν απ’ αυτόν την οδό της μετανοίας και ν’
ακολουθήσουν το παράδειγμά του.
Ο Όσιος Γρηγόριος, ο «εκ Μυστρά
καταγόμενος», αφού διέπρεψε σε όλους τους τομείς της αρετής, και έγινε
πλήρης ημερών, μετέστη προς την ουράνια μακαριότητα, συναντώντας τον
Πατέρα και Πλάστη του.
Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Σήμερα,
στη βορειοανατολική ακτή της Στρογγυλής υπάρχουν τα ερείπια του
ησυχαστηρίου του Οσίου Γρηγορίου. Στο κτιριακό συγκρότημα διακρίνονται
σήμερα ο Ναός της Παναγίας, ο τάφος του Οσίου Γρηγορίου, τα κελιά, η
είσοδος, τα πελώρια τείχη και αλλά προσκτίσματα. Γύρω από τα ερείπια του
ησυχαστηρίου υπάρχει πλήθος θραυσμάτων κεράμων, ογκόλιθοι και πολλοί
πωρόλιθοι από τα κτίρια του ησυχαστηρίου. Το μνημείο χρήζει ιδιαιτέρου
ενδιαφέροντος.
Ο Όσιος Γρηγόριος είναι ο Πολιούχος της ιστορικής
έδρας του Δήμου Σπάρτης και στον Μυστρά υπάρχει νεόδμητος Ιερός Ναός
αφιερωμένος σε αυτόν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Λακεδαίμονος
γόνον τοῦ Μυστρᾶ τὸ ἐκβλάστημα, νήσου Στρογυλῆς τῆς ἀοίκου, πολιστὴν
γενναιότατον, Ὠρεῶν Εὐβοίας φωτιστήν, καὶ πλείστων μοναχῶν τὸν ποδηγόν,
τὸν Ὅσιον Γρηγόριον εὐσεβῶς, τιμήσωμεν κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι
σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν
ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χαλινώσας
Ὅσιε, τῆς σῆς σαρκὸς τὰς ὀρέξεις, ὡς ἀστὴρ ἐξέλαμψας, ἐν ἀοικήτῳ
Στρογγυλῇ, καταλαμπρύνας τὰ τάγματα, τῶν μοναζόντων, Γρηγόριε πάντιμε.
Ανάμνησης Ενθρονίσεως Ιεράς Εικόνος Παναγίας Κουτσουριώτισσας
Για την Σύναξη της Παναγίας της Κουτσουριώτισσας στην Ερατεινή Φωκίδος βλέπε στις 23 Αυγούστου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν
σεπτήν Σου Εἰκόνα Κουτσουριώτισσα Δέσποινα, ὡς ἁγίασμα θεῖον εὐλαβῶς
ἐδεξάμεθα, καὶ πᾶσα ἡ Φωκὶς τῇ Σῇ Μονῇ, προστρέχει καὶ λαμβάνει ἐξ
αὐτῆς, τὰς αἰτήσεις τῇ θερμῇ Σου ἐπισκοπῇ, Παρθένε ἀνακράζοντες· δόξα τῇ
Σῇ χρηστότητα Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς Σου
ἀρωγῇ Πανύμνητε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως.
Τῇ
θαυμαστῇ Σου καὶ Ἁγίᾳ Εἰκόνι, ἧν Κουτσουριώτισσαν προσφόρως καλοῦμεν,
μετὰ σπουδῆς προστρέχοντες ἑκάστοτε, ἐξ αὐτῆς λαμβάνομεν, τὰ αἰτήματα
πάντα, καὶ πάσης λυτρούμεθα, δυσχερείας καὶ λύπης. Σὺ γὰρ παρέχεις πᾶσι
δαψιλῶς, Θεοχαριτῶτε Κόρη τὴν χάριν Σου.
Μεγαλυνάριον
Δέδωκας
Εἰκόνα Σου τὴν σεπτήν, Κεχαριτωμένη Κουτσουριώτισσα Μαριάμ, πάσῃ τῇ
Φωκίδι, θησαύρισμα ὡς θεῖον, ἁγιασμὸν καὶ χάριν πᾶσι παρέχουσαν.
Ὁ Ὅσιος Βλιθάριος τῆς Σεζάννης
Ὁ Ὅσιος Βλιθάριος ἐγεννήθηκε στὴ Σκωτία κατὰ τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἦλθε στὴν περιοχὴ τῆς Σεζάννης τῆς Γαλλίας μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Φουρσά († 16 Ἰανουαρίου, ὅπου διῆλθε τὸ βίο του ὡς ἀναχωρητὴς μὲ σκληρὴ ἄσκηση καὶ προσευχή. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἐραβάλδιος ὁ Ἐρημίτης ἐκ Βρετανίας
Ὁ Ὅσιος Ἐραβάλδιος ἐγεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴ Βρετανία κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. Ἔγινε ἐρημίτης καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀσκητικοῦ βίου, ἦλθε σὲ μία ἐνορία τῆς πόλεως Μπεριέν, ὅπου καθοδηγοῦσε πνευματικὰ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐκεῖ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἐφραὶμ ἐκ Ρωσίας
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ καὶ στὶς 28 Ἰανουαρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἵδρυσε στὴν πόλη Νόβο – Τόργκα ξενώνα, ὅπου κατοικοῦσαν αἰχμάλωτοι ἢ καταδικασμένοι, καὶ διακονοῦσε τοὺς πάντες μὲ αὐταπάρνηση. Ὁμοίως στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Τβέρτς, πλησίον τοῦ ξενῶνος, ἵδρυσε ναὸ τὸ 1038, καὶ τὴ μονὴ Νοβοτόρζσκϊυ τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλέμπ. Τὰ ἱερὰ λείψανά του μετεκομίσθησαν στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς, τὸ 1572.
Πηγές:http://www.saint.gr/06/11/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/6/d/11/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»