Ψυχοσάββατο
Το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής, λέγεται - «Σάββατο των
Ψυχών» ή Ψυχοσάββατο. Είναι το δεύτερο από τα δύο Ψυχοσάββατα του έτους
(το πρώτο επιτελείται το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω). Ο
λόγος που το καθιέρωσε η Εκκλησία μας, παρ' ότι κάθε Σάββατο είναι
αφιερωμένο στους κεκοιμημένους, είναι ο εξής: Επειδή πολλοί κατά καιρούς
απέθαναν μικροί ή στην ξενιτιά ή στη θάλασσα ή στα όρη και τους
κρημνούς ή και μερικοί, λόγω πτώχειας, δεν αξιώθηκαν των διατεταγμένων
μνημοσυνών, «οι θείοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι θέσπισαν το
μνημόσυνο αυτό υπέρ πάντων των άπ' αιώνος εύσεβώς τελευτησάντων
Χριστιανών».
Άγιος Λουκιλλιανός, Παύλη και τα νήπια Κλαύδιος, Υπάτιος, Παύλος και Διονύσιος
Λουκιλλιανὸς σύν τε Παῦλα νηπίοις,
Αἵματι ὠνήσαντο Μαρτύρων στέφη.
Σταυρῷ ἀμφὶ τρίτην Λουκιλλιανὸς τετάνυστο.
Eις τον Λουκιλλιανόν.
Λουκιλλιανώ πήγνυται σταυρός κάτω,
Oυχ’ ως ο Xριστού και τίτλον φέρων άνω.
Eις τα παιδία.
Tους παιδαρίσκους ων αριθμός δις δύω,
Θεού Πατρός τίθησιν υιούς η σπάθη.
Eις την Παύλαν.
Oυκ άξια προς μέλλον, ως Παύλος, κλέος,
Tα νυν πάθη φάσκουσα, τέμνεται Παύλα.
Σταυρώ αμφί τρίτην Λουκιλλιανός τετάνυστο.
Ο Κύριος μας διαβεβαίωσε ότι «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν». Δηλαδή, εκείνα που είναι αδύνατο να γίνουν με την ασθενική δύναμη και λογική του ανθρώπου, αυτά είναι κατορθωτά και δυνατά από το Θεό. Πράγματι, ποιος θα περίμενε από έναν άνθρωπο που πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή μέσα στην ειδωλολατρία, της οποίας, μάλιστα, ήταν και ιερέας, να γίνει χριστιανός; Κι όμως. Αυτό συνέβη με το γέροντα ιερέα ειδωλολάτρη Λουκιλλιανό, που έζησε στα χρόνια του βασιλιά Αυρηλιανού το 270 μ.Χ.
Όταν,λοιπόν ο Λουκιλλιανός, άκουσε για πρώτη φορά χριστιανικό κήρυγμα στην πατρίδα του Νικομήδεια, η θεία χάρη δημιούργησε μέσα του πραγματικό σεισμό. Γκρεμίστηκαν σαν χάρτινοι πύργοι οι ειδωλολατρικές του πεποιθήσεις, που τόσο βαθειά ήταν ριζωμένες στην ψυχή του. Τα γεροντικά του μάτια άνοιξαν και με νεανική ζωηρότητα διακήρυξε την πίστη του στο Χριστό. Προσπάθησε, μάλιστα, να φέρει με το κήρυγμα του και άλλες ψυχές σ' Αυτόν. Το γεγονός αυτό καταγγέλθηκε στον κόμη Λιβάνια. Με θάρρος ο Λουκιλλιανός ομολόγησε μπροστά του το Χριστό. Τότε ο κόμης, πιεζόμενος και από τους ειδωλολάτρες ιερείς, που θεώρησαν το Λουκιλλιανό λιποτάκτη της θρησκείας τους, διέταξε και τον βασάνισαν. Έπειτα τον έριξαν στη φωτιά για να καεί, αλλά δυνατή βροχή έσβησε τη φωτιά. Τότε τον έστειλαν στο Βυζάντιο, όπου ο Λουκιλλιανός αξιώθηκε να μαρτυρήσει με σταυρικό θάνατο.
Στη φυλακή μέσα ο Άγιος Λουκιλλιανός βρήκε τέσσερα παιδιά, τον Κλαύδιο, τον Υπάτιο, τον Παύλο και τον Διονύσιο, που για τον ίδιο λόγο ήταν φυλακισμένα και κατόπιν αποκεφαλίστηκαν. Μετά τον θάνατο και του Αγίου, η παρθένος Παύλη, πήρε τα Ιερά του λείψανα και τα ενταφίασε. Τότε όμως, συνελήφθη και αυτή, βασανίζεται σκληρά και στο τέλος αποκεφαλίζεται.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Χορός Ἀγγελικός.
Ὡς ἄστρον φαεινόν, ἐκ νυκτὸς τῆς ἀπάτης, ὦ Λουκιλλιανέ, εὐσεβῶς ἀναλάμψας νομίμως ἠγώνισαι καὶ τὸν δόλιον ἔκτεινας· ὅθεν πρέσβευε σὺν τῇ θεόφρονι Παύλῃ καὶ τοῖς τέσσαρσι παισὶ Χριστῷ, ἀθλοφόρε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Τοὺς μάρτυρας Χριστοῦ, ἱκετεύσωμεν πάντες, αὐτοὶ γὰρ τὴν ἡμῶν, σωτηρίαν αἰτοῦνται, καὶ πόθῳ προσέλθωμεν, πρὸς αὐτοὺς μετὰ πίστεως, οὖτοι βρύουσι τῶν ἰαμάτων τὴν χάριν, οὖτοι φάλαγγας, ἀποσοβοῦσι δαιμόνων, ὡς φύλακες τῆς πίστεως.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Θαυματουργός
Aθανασίω αθανασίας στέφος,
Oσιότης τε και τα θαύματα πέλει.
Από νεαρή ακόμα ηλικία ο Αθανάσιος, αφιερώθηκε ολόψυχα στην υπηρεσία του Ευαγγελίου, κηρύττοντας και πράττοντας αυτό. Έτσι ο Θεός, του έδωσε τη δύναμη να θεραπεύει ασθένειες του σώματος και του πνεύματος. Οι προσευχές του σε πολλούς έδιναν την υγεία, και γι' αυτό το σκοπό πολλοί έτρεχαν κοντά του ή τον προσκαλούσαν στα σπίτια τους.
Μετά από καιρό, θέλησε να συναναστραφεί με τους άνδρες της μοναστηριακής ζωής. Πήγε λοιπόν σε κάποιο μοναστήρι, κοντά στον ποταμό Σάγαρι, που ηγούμενος του ήταν κάποιος πρώην συγκλητικός. Αλλά στο μοναστήρι αυτό είχαν περάσει κοσμικά πάθη. Ο Αθανάσιος λοιπόν, με παράκληση του ηγουμένου, δέχτηκε να εργαστεί για τη διόρθωση των ατίθασων μοναχών. Οι προσπάθειες του, είχαν καταπληκτική επιτυχία. Ο θερμός λόγος του, το άμεμπτο παράδειγμα του, οι αδελφικές του παρακλήσεις, οι ολονύκτιες δεήσεις του προς τον Θεό, επέφεραν το ποθούμενο αποτέλεσμα. Και έτσι, στις πριν ακατέργαστες και σκληρές ψυχές, μπήκε η κατάνυξη και η αγιότητα.
Κατόπιν ο Αθανάσιος πήγε στο μοναστήρι του Τραϊανού, όπου και έμεινε σαν Ιερέας. Εκεί φιλοτεχνούσε θρησκευτικά συγγράμματα, που τα πουλούσε, και τα χρήματα διέθετε για τους φτωχούς. Πέθανε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.
Οσία Ιερεία
Oύσα φρονουσών του μέρους Iερία,
Nυμφώνος ουκ έμεινεν έξω Kυρίου.
Δυστυχώς για τους μελετητές του Βίου της Αγίας Ιερείας (ή Ιερίας) δεν υπάρχει συναξαριακό υπόμνημα. Από το Συναξάριο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως (10ος μ.Χ. αι.) και μέχρι τις σύγχρονες εκδόσεις συναξαριστών γνωρίζομε ότι ετελειώθη εν ειρήνη και ότι η μνήμη της ορίζεται να τιμάται στις 3 Ιουνίου εκάστου έτους.
Μοναδικό κατάλοιπο αναφοράς στο πρόσωπο της είναι το δίστιχο του Μηνολογίου:
«Ούσα φρονουσών του μέρους Ιερεία, νυμφώνος ουκ έμεινας έξω Κυρίου».
Τα περισσότερα στοιχεία λαμβάνομε από τον βίο της Αγίας όσιοπαρθενομάρτυρος και πολυάθλου Φεβρωνίας (βλέπε 25 Ιουνίου). Από αυτό τον βίο αντλούμε περί της Αγίας Ιερείας τις εξής πληροφορίες:
Στην Νίσιβη της Μεσοποταμίας ευρίσκετο επί της βασιλείας του Διοκλητιανού Κοινοβιακός Παρθενώνας με πενήντα μονάστριες υπό την Ηγουμένη Βρυαίνη (βλέπε 30 Αυγούστου). Εκεί ησκείτο και η ανεψιά της, η πανέμορφη και ενάρετη Φεβρωνία, η οποία ήταν τότε είκοσι ετών. Κάποτε επεσκέφθη τον Παρθενώνα η ευγενούς καταγωγής ειδωλολάτρισσα νέα, η Ιερεία, και εζήτησε να μιλήσει με την ονομαστή Φεβρωνία. Η συζήτηση γέννησε κατάνυξη στην ψυχή της Ιερείας ώστε να μείνη άγρυπνη όλη νύχτα χύνοντας ποταμούς δακρύων. Επιστρέφοντας στο σπίτι της, διηγήθηκε στους δικούς της τα της Φεβρωνίας και πρότεινε να ακολουθήσουν οικογενειακώς τον χριστιανισμό.
Όταν ο Ρωμαίος έπαρχος Σελήνος επέδραμε εναντίον του Παρθενώνος της Βρυαίνης, οι μονάστριες διελύθησαν ενώ κοντά της έμειναν μόνον η Φεβρωνία και η Θωμαίς. Η αμετάθετη γνώμη της Φεβρωνίας στις αρχές του Χριστιανισμού και του μοναχισμού ήταν αιτία να οδηγηθή σε φρικτά μαρτύρια. Η Ιερεία κατ’ εκείνη την στιγμή ήταν παρούσα και έβλεπε από κοντά το αιματηρό πάθος της Φεβρωνίας. Η ευαίσθητη καρδία της δεν άντεξε· διαμαρτυρήθηκε με κραυγές και υπερασπίσθηκε την Αγία Φεβρωνία. Μάταια όμως πάσχιζε· ο Σελήνος με μεγαλύτερη ωμότητα έδωσε εντολή να κατακοπή το σώμα της Μάρτυρος μεληδόν και στο τέλος να αποκεφαλισθήκε.
Ο ανεψιός του Σελήνου, Λυσίμαχος, μετέφερε τα λείψανά της στον Παρθενώνα όπου η Ηγουμένη και οι μοναχές (που επέστρεψαν πλέον στην άσκησή τους) τα δέχθηκαν θρηνώντας. Το άδικο μαρτύριο της Φεβρωνίας γιγάντωσε την πίστη της Ιερείας η οποία έσπευσε να βαπτισθεί οικογενειακώς και εν συνεχεία εκάρη μοναχή στον Παρθενώνα της Βρυαίνης (+30 Αυγούστου) όπου και ετελειώθη εν ειρήνη πλάι στα θαυματουργά άγια λείψανα της πολυφίλητης αδελφής και πνευματικής της χειραγωγού, όσιοπαρθενομάρτυρος Φεβρωνίας.
Δύο αναφορές στο πρόσωπο της Αγίας Ιερείας βρήσκουμε σε υμνολογικά κείμενα:
1) Σε παλαιότερη αναφορά:
Στο βιβλίο «Τριώδιον» της Εκκλησίας μας, στον Όρθρο του Σαββάτου της Τυρινής. Αμέσως μετά το «Συναξάριον» στην ζ’ ωδή στον Κανόνα των Αγίων Πατέρων που είναι γραμμένος σε ήχο πλ. δ’ γίνεται αναφορά στις Όσιες Γυναίκες. Στο β’ τροπάριο που είρεται στο «Ο τους Παίδας δροσίσας…», διαβάζομε: «Η χριστοφόρος Βρυαίνη, συν την θεία Φεβρωνία τιμάσθω, και Θωμαίδι, και Ιερεία, και Πλατωνίς δε άδεται, συν αυταίς και Μελανθία πιστώς».
Έχουμε λοιπόν αναφορά όλων των Αγίων Γυναικών που αναφέρονται στον βίο της Αγίας Ιερείας.
2) Σε νεώτερη αναφορά:
Στην «Ακολουθία των Οσίων Γυναικών πασών των εν ασκήσει λαμψασών μετά του βίου και των εικοσιτεσσάρων εις αυτάς οίκων», που συνέθεσε ο Όσιος Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης εν έτει 1968 μ.Χ., εγκρίθηκε από την Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 7 Νοεμβρίου 1968 μ.Χ., τυπώθηκε με δαπάνη της Ιεράς Μονής Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου Λυκοβρύσεως Αττικής και ψάλλεται το Σαββάτο της Δ’ Εβδομάδος των Νηστειών.
α. Στον κανόνα του Όρθρου, στην στ’ ωδή, σε ήχο πλ. δ’ κατά το «Ίλάσθητί μοι Σωτήρ» διαβάζομε: «Ιούστης την βιοτήν, και Ισιδώρας την άσκησαν, και Ιερείας σεμνής την θείαν λαμπρότητα, Ιουλιανής ομού, τους στερρούς αγώνας, μακαρίσωμεν γηθόμενοι».
β. Στο Συναξάριο διαβάζομε:
Τη αυτή ήμερα μνήμη της Όσιας Μητρός ημών Ιερείας. Στίχοι. Ιερείον έμψυχον Θεώ προσήχθης, Ιερεία πάνσεμνε τη ση ασκήσει.
γ. Στο δε επισυναπτόμενο συναξαριακό υπόμνημα διαβάζομε:
«Ιούστα δε και Ιουλίττα και Ιερεία και Ισιδώρα και Ιουλιανή η παρθένος διά λαμπράς ασκητικής πολιτείας τω Θεώ ευηρέστησαν, κατά διαφόρους χρόνους το της αρετής διανύσασαι στάδιον. Και η μεν Ιούστα τιμάται τη κστ’ Απριλίου, η Ιουλίττα τη ιδ’ Ιουνίου, η δε Ιερεία τη γ’ Ιουνίου και τέλος η Ισιδώρα τη α’ Μαΐου».
δ. Στους Χαιρετισμούς των Όσιων Γυναικών στο γράμμα «Ο» διαβάζομε:
«Χαίρε Ιουλίττα Όσια πανένδοξε, Χαίρε Ιερεία Άγιων συμμέτοχε».
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
(υπό Γερασίμου Μοναχού Μικραγιαννανίτου.)
Θείου Πνεύματος τας ενεργείας, ως ζωήρρυτον πυρ δεξαμενή, Ιερεία τη λαμπρά πολιτεία σου, διαθερμαίνεις ημών την διάνοιαν, και διαλύεις κακίας τον σύνδεσμον· μήτερ ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν Ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος β΄. Τοις των αιμάτων σου.
(υπό Γερασίμου Μοναχού Μικραγιαννανίτου.)
Ταις επομβρίαις οσία των πόνων σου, κατασβεννύεις παθών υπεκαύματα και καταρδεύεις ημών την διάνοιαν, προς αληθή ευκαρπίαν· διό σε Ιερεία γεραίρομεν.
Μεγαλυνάριον
(υπό Γερασίμου Μοναχού Μικραγιαννανίτου.)
Βίον υπελθούσα αγγελικόν, της υπερκοσμίου ηξιώθης μαρμαρυγής, Ιερεία μήτερ την δόξαν καθορώσα, του δια σου άτρωτους ημάς φυλάττοντος.
Ὁ Ὅσιος Πάππος
Tέθνηκε Πάππος ουχί πάππος εγγόνων,
Πατήρ δε μάλλον αρετών θυγατέρων.
Ὁ Ὅσιος Πάππος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης
Ὁ Ἅγιος Ἱρομάρτυς Ἰωσὴφ (Ἀντωνόπουλος) καταγόταν ἀπὸ τὴ Δημητσάνα τῆς Πελοποννήσου, ὁ ὁποία ἀνέδειξε ἰδιαίτερα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἀξιόλογους ἄνδρες, ποὺ ἐργάσθηκαν τόσο στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους. Διετέλεσε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κατὰ τὴ δύσκολη περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καὶ ἰδιαίτερα κατὰ τοὺς χρόνους πρὶν ἀπὸ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως. Κατὰ τὴν ἔναρξη αὐτῆς συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἐθανατώθηκε· γι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ὡς Ἐθνομάρτυς. Ὅμως στὴ συνείδηση τοῦ Χριστιανικοῦ πληρώματος τῆς Θεσσαλονίκης ἔχει καθιερωθεῖ καὶ τιμᾶται ὡς Ἱερομάρτυς.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ προερχόταν ἀπὸ τὴ γνωστὴ οἰκογένεια τῶν Ἀντωνόπουλων, ἡ ὁποία προσέφερε πολλὰ στὸν ἀγώνα τοῦ 1821. Μέχρι πρόσφατα ὑπῆρχε ἡ ἄποψη ὅτι ἔφερε τὸ ἐπώνυμο Δαλιβήρης, ὥσπου ἐδημοσιεύθηκαν τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Κανέλου Δεληγιάννη, ὅπου, ἀναφερόμενος ὁ Κανέλος στὸ γεγονὸς τῆς ἱδρύσεως πυριτιδόμυλων στὴ Δημητσάνα, λέγει ὅτι στὴν προσπάθεια αὐτὴ τῶν δύο ἀδελφῶν, τοῦ Νικολάου καὶ τοῦ Σπυρίδωνα Σπηλιωτοπούλου, συνέβαλε σημαντικὰ καὶ ὁ προκριτώτερος τῆς πόλεως «Ἀθανάσιος Ἀντωνόπουλος, ἀδελφὸς τοῦ Ἰωσὴφ μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, ὅστις ἐφονεύθη ἀπὸ τὸν σουλτάνον εἰς Κωνσταντινούπολιν μετὰ τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Γρηγορίου, τοῦ Δέρκων, Ἐφέσου καὶ ἄλλων ἀρχιερέων...».
Τὴν πρώτη μόρφωσή του ὁ Ἰωσὴφ πιθανότατα τὴν ἔλαβε στὴ γενέτειρά του, ὄπου ἄλλωστε καὶ πρὶν τὴ σύσταση τπης γνωστῆς Ἑλληνικῆς σχολῆς ἐλειτουργοῦσε ἀνεπίσημα σχολεῖο. Ἄγνωστος παραμένει ὁ τόπος ὅπου συνέχισε τὶς σπουδές του· πιθανότατα μετέβη στὴ Σμύρνη, ὅπου συνήθιζαν νὰ καταφεύγουν πολλοὶ ἀπὸ τὴν γενέτειρά του, ὅπως π.χ. ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’, ἀλλὰ καὶ οἱ ἱδρυτὲς τῆς σχολῆς τῆς Δημητσάνας. Ἕνας ἄλλος τόπος ποὺ προσέλκυε πολλοὺς νέους προερχομένους ἀπὸ τὴ Δημητσάνα ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολη, ὅπου διέμεναν πολλοὶ πλούσιοι ἔμποροι καταγόμενοι ἀπὸ αὐτή. Ἀλλὰ καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀποτελοῦσε ἕνα σημαντικὸ πόλο ἕλξεως. Σὲ κάποιον λοιπὸν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς χώρους ὁ Ἰωσὴφ συμπλήρωσε τὴ μόρφωσή του, γιὰ τὴν ὁποία ἄλλωστε ὁ μοναχὸς Χριστόφορος ὁ Προδρομίτης σημειώνει: «ἱκανὴν παίδευσιν, τήν τε θύραθεν καὶ μάλιστα τῶν καθ’ ἡμᾶς παιδευμάτων».
Ἀργότερα, ὅταν ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’ ἀνέρχεται στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, συναντοῦμε τὸν Ἰωσὴφ ὡς ἀρχιδιάκονο τοῦ Μητροπολίτου Ἐφέσου. Στὴ συνέχεια γίνεται Μέγας Πρωτοσύγκελλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐνῷ ἀπὸ τὶς 20 Αὐγούστου τοῦ 1787 ἐξελέγη Μητροπολίτης Δράμας. Μεταξὺ τῆς γενέτειράς του καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ἐπαρχίας ὑπῆρχε ἕνας μυστικὸς στενὸς σύνδεσμος, ἀφοῦ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συμπετριῶτές του εἶχαν περάσει ἀπὸ τὴ Δράμα, ὅπως π.χ. ὁ Διονύσιος Α’, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται δεύτερος κτίτωρ τῆς μονῆς τῆς Εἰκοσιφοινίσσης, ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’, ὁ ὁποῖος κατέφυγε στὴν ἴδια μονή, ὁ Μητροπολίτης Δράμας Ἀθανάσιος (1593 – 1608), ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι.
Στὸ ἐξώφυλλο μιᾶς χειρόγραφης λειτουργίας τοῦ 1736 βρίσκουμε μία ἰδιόγραφη σημείωση τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ, ποὺ φέρεται ὅτι εἶναι γραμμένη τὸ Μάρτιο τοῦ 1800. Στὴ σημείωση αὐτὴ ἀναφέρονται τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν προκατόχων τοῦ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι προβαίνει σ’ αὐτὴν τὴν ἐνέργεια ἀπὸ σεβασμὸ στὴ μνήμη ὅλων ὅσοι ἀρχιεράτευσαν ἐνωρίτερα στὴν ἴδια Μητρόπολη καὶ ἰδιαίτερα τῶν συμπατριωτῶν του.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ διακρινόταν ἰδιαίτερα γιὰ τὴ μόρφωσή του, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἐργατικότητά του. Συνέλαβε μάλιστα οἰκονομικὰ στὴν ἔκδοση διαφόρων ἔργων, ὅπως τῆς Ἐπιτομῆς χρονολογικῆς τῆς Γενικῆς Ἱστορίας, ἐκ τῆς Γαλλικῆς εἰς τὴν ἡμετέραν μετενεχθείσης διάλεκτον μετὰ πλείστον σημειώσεων ἐπαυξηθείσης ὑπὸ τοῦ φιλογενοῦς Λάμπρου Ἀντωνιάδου, τοῦ ἐκ Μοισίας καὶ τῆς Γεωγραφίας τοῦ Διονυσίου Πύρρου τοῦ Θετταλοῦ, ἡ ὁποία ἐκδίδεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1818. Ἐπίσης προέτρεψε τὸν Ὅσιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη στὴ σύνταξη τοῦ Συναξαριστοῦ, τὴν ἔκδοση τοῦ ὁποίου εἶχε ὑποσχεθεῖ νὰ χρηματοδοτήσει. Πράγματι, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου, τὸ 1819, ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ἐκπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσή του, ἐπιθυμώντας μόνο νὰ παραμείνει μυστικὴ ἡ προσφορά του. Τέλος, ἐνίσχυσε οἰκονομικὰ καὶ τὴ σχολὴ τῆς γενέτειράς του.
Ἀπὸ τὸ φθινόπωρο πιθανότατα τοῦ 1808 – 1809 ὁ Ἰωσὴφ μετεῖχε στὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο ὡς Μητροπολίτης Δράμας. Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου συναντοῦμε τὴν ὑπογραφή του σὲ διάφορα συνοδικὰ ἔγγραφα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ στὸ ἔντυπο συγίλλιο τοῦ Πατριάρχου Καλλινίκου Ε’, τὸ 1809, ποῦ συνιστᾶ ὑποταγὴ στὴν ὀθωμανικὴ ἐξουσία τόσο στοὺς Μητροπολίτες ὅσο καὶ στοὺς Χριστιανούς.
Κατὰ τὸ Νοέμβριο τοῦ 1810, ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ μετατέθηκε στὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ διαδεχθεῖ τὸν ἀποθανόντα Ἐπίσκοπο Γεράσιμο. Ἡ Μητρόπολη τῆς Δράμας ἦταν μία πτωχὴ ἐκκλησιαστικὴ περιφέρεια σὲ σχέση μὲ τὴ Θεσσαλονίκη· ἔτσι ἡ προαγωγὴ αὐτὴ ἀποτελοῦσε μιὰ πράξη ἀναγνωρίσεως τῆς προσφορᾶς τοῦ Ἁγίου.
Ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς ποιμαντορίας του στὴ Θεσσαλονίκη διασώζεται μία ἐνθύμηση σ’ ἕνα χειρόγραφο τοῦ 15ου – 16ου αἰῶνος μ.Χ. ποὺ ἀναφέρεται σὲ κάποια ἐπίσκεψή του στὴ μονὴ Βλατάδων. Ἀργότερα, τὸ 1815, σὲ Κώδικα τοῦ 1789, ποὺ ἀνῆκε στὸ ναὸ τῆς Παναγούδας, εὑρίσκουμε μία σημείωση ποὺ ἀναφέρει ὅτι ἐθεωρήθηκε ὁ λογαριασμὸς τοῦ ἐπιτρόπου Γ. Πάικου κατὰ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1815 ἐνώπιον τοῦ Ἀρχιερέως· στὸ τέλος ὑπάρχει ὑπογραφὴ τοῦ Μητροπολίτου «οὕτως ὁ Θεσσαλονίκης Ἰωσὴφ ὑποβεβαιοῖ».
Κατὰ τὰ ἔτη 1819 – 1820, ὁ Ἰωσὴφ μετεῖχε καὶ πάλι στὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο, αὐτὴ τὴ φορὰ βέβαια ὡς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ἔτσι συναντοῦμε τὴν ὑπογραφή του σὲ ἀρκετὰ συνοδικὰ ἔγγραφα καὶ γράμματα, ὅπως στὴν Ἐγκύκλιο τοῦ ἔτους 1820, τὴν ὁποία ἀπευθύνει ὁ Γρηγόριος Ε’ πρὸς τὸν Μητροπολίτη, τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τὸ λαὸ τῆς Θεσσαλονίκης, μὲ σκοπὸ νὰ μὴν παρασυρθοῦν ἀπὸ τὸ κίνημα τοῦ Ἀλῆ, ἀλλὰ νὰ παραμείνουν πιστοὶ στὸ Σουλτάνο. Ἐπίσης, τὸ 1821, ὁ Ἰωσὴφ ὡς συνοδικὸς ὑπογράφει καὶ τὴν ἀφοριστικὴ ἐπιστολὴ τῶν πρωταγωνιστῶν τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος. Αὐτὲς οἱ ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου δὲν πρέπει, ὅπως ἔχει ἀποδειχθεῖ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα, νὰ ἐκληφθοῦν ὡς προδοτικές, ἀλλὰ νὰ ἑρμηνευθοῦν σὲ συνδιασμὸ μὲ ὅλο τὸ κλίμα τῆς περιόδου καὶ κυρίως μὲ τὸ δύσκολο ρόλο ποὺ εἶχε ἀναλάβει τὸ Πατριαρχεῖο ὡς προστάτης τοῦ Χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ.
Μετὰ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως στὶς παραδουνάβιες περιοχές, ὁ Πατριάρχης διατάχθηκε διὰ φιρμανίου, στὶς 9 Μαρτίου, νὰ στείλει στὴν Πύλη κάποιους ἀπὸ τοὺς προκρίτους Ἀρχιερεῖς. Ἴσως ὅμως αὐτὸ νὰ συνέβη, ὅταν ἐγνωστοποιήθηκε στὸ Σουλτάνο ἡ ἐξέγερση τῆς Πελοποννήσου, ὁπότε καὶ τοῦ ἐζητήθηκαν συγκεκριμένα πρόσωπα, διαφορετικὰ θὰ ὄφειλε νὰ θέσει καὶ τὸν ἑαυτό του στὴν ὁμάδα τῶν ἀποσταλέντων Ἀρχιερέων στὴν Πύλη.
Μάλιστα οἱ συλλήψεις τῶν Ἀρχιερέων πρέπει νὰ ἔγιναν σταδιακά· πρῶτος πρέπει νὰ συνελήφθη καὶ νὰ ἐφυλακίσθηκε ὁ Ἐφέσου Διονύσιος, αφοῦ δὲν συναντοῦμε τὴν ὑπογραφή του σὲ κανένα ἀπὸ τὰ πατριαρχικὰ ἔγγραφα ποὺ ἀποκηρύσσουν τὸ κίνημα. Μετὰ ἀκολούθησαν ὁ Νικομηδείας Ἀθανάσιος καὶ ὁ Ἀγχιάλου Εὐγένιος ποὺ ἐθανατώθησαν μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε’. Μετὰ τὴν 10η Ἀπριλίου ἢ κατ’ αὐτὴν συνελήφθησαν καὶ ἐφυλακίσθηκαν στὸ Φοῦρνο τοῦ Μποσταντζήμπαση ὁ Δέρκων Γρηγόριος, ὁ Τυρνόβου Ἰωαννίκιος, ὁ Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεος καὶ ὁ Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ. Ἡ φυλάκιση τῶν Ἀρχιερέων διήρκεσε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Στὶς 27 Μαΐου, ὅταν ὁ Σουλτάνος ἐπληροφορήθηκε τὴν πυρπόληση τοῦ τουρκικοῦ δικρότου στὴ Λέσβο, διέταξε πρὸς ἀντεκδίκηση τὴ θανάτωση τῶν φυλακισμένων. Ἔτσι, στὶς 3 Ἰουνίου 1821, τὰ θύματα μαζὶ μὲ τὸ δήμιό τους μεταφέρθηκαν στὴν εὐρωπαϊκὴ παραλία τοῦ Βοσπόρου, γιὰ νὰ ἐκτελεσθοῦν. Πρῶτος ἀπαγχονίσθηκε ὁ Τυρνόβου Ἰωαννίκιος στὸ Ἀρναούτκιοϊ, μετὰ ὁ Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεος στὸ Μέγα Ρεῦμα, τρίτος ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ στὸ Νεοχώρι, καὶ τέλος ὁ Δέρκων Γρηγόριος στὰ Θεραπειά.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ, ἡ περιουσία του ἐδημεύθηκε καὶ ἔτσι ἐστερήθηκε καὶ ἡ σχολὴ τῆς πατρίδος του τὴν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση ποὺ ἐδεχόταν ἀπὸ αὐτόν. Τὸν Ἰούλιο τοῦ ἴδιου ἔτους στὸ μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης μετατέθηκε ὁ Αἴνου Ματθαῖος, ὁ ὁποῖος παρέμεινε μέχρι τὸ 1824.
Ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δωρόθεος, κατὰ κόσμον Δημήτριος Πρώιος, ἐγεννήθηκε τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Χίο, ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ στοιχειώδη γράμματα, ἀργότερα δὲ διετέλεσε μαθητὴς τοῦ Δανιὴλ τοῦ Κεραμέως στὴν Πατμιάδα Σχολή. Τὸ 1786, ἐχειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὴ συνέχεια ἀνεχώρησε στὴν Ἰταλία καὶ Γαλλία γιὰ εὐρύτερες σπουδές. Ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1793 ἐδίδαξε φιλοσοφία στὴ σχολὴ τῆς Χίου, ὑπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, μέχρι καὶ τὸ 1796.
Σὲ κάποια ἐπίσκεψη τοῦ Καπετὰν-Πασᾶ στὸ Αἰγαῖο, ὁ διερμηνέας τοῦ στόλου Κωνσταντίνος Χαντζερῆς ἐγνώρισε τὸν Δωρόθεο στὴ Χίο, τὸν ἐζήτησε ὡς διδάσκαλο τῶν τέκνων του, καὶ ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 1797. Ἀκολούθησε ἀργότερα τὸν Χαντζερῆ στὴ Βλαχία μετὰ τὸ διορισμό του ὡς ἡγεμόνος. Ὡς βοηθό του ὁ Ἅγιος Δωρόθεος στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ Βουκουρέστι εἶχε τὸν ἐπίσης Χίο καὶ ἀγαπητό του μαθητὴ Νεόφυτο Βάμβα.
Τὸ 1799, ὁ Ἅγιος Δωρόθεος, μετὰ τὴν ἀποκεφάλιση τοῦ Χαντζερῆ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀνέλαβε καθήκοντα ἱεροκήρυκος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ ἐχειροτονήθηκε ἀρχιμανδρίτης.
Τὸ 1804, ἱδρύθηκε στὴν Ξηροκρήνη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπὸ τὸν Δημήτριο Μουρούζη, νέα Σχολὴ τοῦ Γένους, ἡ διεύθυνση τῆς ὁποίας ἀνατέθηκε στὸν Ἅγιο Δωρόθεο. Ἕνα χρόνο μετά, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Φιλαδελφείας καὶ τὸ 1813 Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος ἐπιθυμοῦσε νὰ ἱδρύσει στὴν Ἀδριανούπολη ἱερατικὴ σχολή, ἐπειδὴ ὄμως δὲν κατάφερε νὰ πραγματοποιήσει τὸ ὄνειρό του, συνέλαβε τὰ μέγιστα στὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐκεῖ ὑπαρχούσης Ἑλληνικῆς σχολῆς, ἀφοῦ διόρισε ὡς σχολάρχη αὐτῆς τὸν ἀξιόλογο διδάσκαλο Στέφανο Καραθεοδωρῆ. Ἐδίδασκε καὶ αὐτὸς λογικὴ καὶ ἠθικὴ κατ’ Ἀριστοτέλη, μαθηματικὰ καὶ φυσικὰ κατὰ Νικηφόρο Θεοτόκη καὶ μεταφυσικὴ καὶ θεολογία κατὰ Εὐγένιο Βούλγαρη.
Τὸ 1820, ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ἐκλήθηκε ὡς μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔμελλε νὰ εὕρει μαρτυρικὸ θάνατο μετὰ τῶν ἄλλων Ἀρχιερέων, ἀφοῦ ἀπαγχονίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τὸ 1821, στὸ Μέγα Ρεῦμα.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δωρόθεος χαρακτηρίζεται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς συντελεστὲς τῆς ἐκπαιδευτικῆς ἀναγεννήσεως τοῦ Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ. Ἐκτὸς τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ ἀναγνωρίζει αὐτὸν καὶ ὁ Κωνσταντίνος Οἰκονόμου ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ δὲ Μητροπολίτης Οὑγγροβλαχίας Ἰγνάτιος κατατάσσει τὸν Ἅγιο μεταξὺ τῶν ἐνδόξων ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι ἐλάμπρυναν τὴν Ἑλλάδα. Εἶναι, ἐπίσης, ἄξιο ἀναφορᾶς ὄτι ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ἐπιμελήθηκε τὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ Πηδαλίου τὸ 1800, «διορθωθέντος ψήφῳ τοῦ παναγιωτάτου καὶ ἱεροκήρυκος κυρίου Δωροθέους».
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Δέρκων
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Γρηγόριος ἐγεννήθηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. στὸ χωριὸ Ζουμπάτα Ἀχαΐας. Λόγῳ τοῦ ἀνήσυχου χαρακτῆρος του, ὁ πατέρας του ἀναγκάσθηκε νὰ τὸν ἀποστείλει σὲ κάποιον μοναχὸ συγγενή του στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Φίλια. Ἐκεῖ ὁ Γρηγόριος, ἀφοῦ ἐκάρη μοναχός, ἐμόνασε. Ἐπὶ πόσα ἔτη ἔμεινε ἐκεῖ ἢ ἐὰν μετέβη καὶ ἐμόνασε στὴ μονὴ τῶν Ταξιαρχῶν, δὲν εἶναι γνωστό. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι, λόγῳ τῆς μικρῆς παραμονῆς του στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἀνήγειρε μὲ ἰδικές του δαπάνες, τὸ 1819, τὴν κρήνη τῆς μονῆς, ὅπως ἀναφέρεται κατὰ τὴν ἐπὶ αὐτῆς ἐπιγραφή.
Προικισμένος μὲ σπάνια φυσικὰ χαρίσματα καὶ πλήρης ἐλπίδων, δὲν περιορίσθηκε στὰ στενὰ ὅρια τῶν μοναστηριακῶν τειχῶν, ἀλλὰ ἐπεζήτησε εὐρύτερο πεδίο δράσεως. Ἀναφέρεται ὅτι ἐμορφώθηκε στὴ Δημητσάνα καὶ τὸ Ναύπλιο, ἀργότερα δὲ μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη ὅπου ἐπεράτωσε τὶς σπουδές του στὴ Μεγάλη Σχολὴ τοῦ Γένους, διακρινόμενος ἀπὸ τότε γιὰ τὴ μόρφωσή του. Γιὰ τὴν ποικιλία τῶν γνώσεών του καὶ τὸ αὐστηρό του ἦθος, δὲν ἄργησε νὰ γίνει γνωστὸς σὲ εὐρὺ κύκλο λογίων, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἑλκύσας τὴν εὔνοια καὶ ἐκτίμηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Σωφρονίου Β’ (1774 – 1780), ὁ ὁποῖος τὸν ἐχειροτόνησε Μητροπολίτη Λαοδικείας κατὰ τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1777 καὶ συγχρόνως καθ’ ὅλο σχεδὸν τὸ ἔτος προσέλαβε αὐτὸν ὡς μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Ἀφοῦ ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του στὴ Μητρόπολη Λακεδαιμονίας, τὸ 1778, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διακρίθηκε ὡς ἔξοχος ποιμενάρχης. Σὲ αὐτὸν ὀφείλεται ἡ ὑπαγωγὴ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Δημητσάνης στὴ Μητρόπολη Λακεδαιμονίας, ἀργότερα δέ, κατὰ τὸ 1780, ἡ προαγωγὴ τῆς Πατριαρχικῆς Ἐξαρχίας Ζαρνάτας σὲ Ἐπισκοπὴ ὑπὸ τὸν Λακεδαιμονίας.
Φλεγόμενος ὑπὲρ τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ Γένους, ἐβάδισε ἐπὶ τὰ ἴχνη τοῦ προκατόχου του Ἀνανίου καὶ ἐργάσθηκε ἐντατικὰ πρὸς ἀναζωπύρωση τοῦ πατριωτικοῦ φρονήματος. Λόγῳ τῆς δράσεώς του αὐτῆς ἐπέσυρε τὴν ὀργὴ καὶ τὸ μίσος τῆς Τουρκικῆς ἐξουσίας τῆς Πελοποννήσου.
Ἀφοῦ ἦλθε σὲ ρήξη πρὸς τὸν πασὰ Σαλάμπαση, διότι ἀντιστεκόταν στὶς καταπιέσεις αὐτοῦ καὶ διαμαρτυρόταν στὶς ἐκκλησίες, ἐφυλακίσθηκε ἀπὸ αὐτὸν ἐπὶ ἐννέα μῆνες. Ὁ πασὰς ἀπέστειλε τρεῖς φορὲς ταχυδρόμους στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβει φιρμάνι νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει, ἐπειδὴ ὅμως ἀπέτυχε, ἀπέλυσε τὸν Γρηγόριο, ἀφοῦ ἔλαβε ἀπὸ αὐτὸν ἄδικο πρόστιμο τριάντα χιλιάδων γροσίων.
Περὶ τὰ μέσα τοῦ 1790 προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν πασὰ τῆς Πελοποννήσου νὰ μεταβεῖ στὴν Τρίπολη, πλὴν ὅμως ἐγκαίρως κατόρθωσε νὰ διαφύγει πρὶν συλληφθεῖ καὶ ὑποστεῖ τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ προκατόχου του Ἀνανίου. Διὰ μέσου δὲ τῆς Ὕδρας κατευθύνθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ ἀπηλλάγη τῆς κατηγορίας. Ἀφοῦ ἔμεινε ἐκεῖ ἀρκετά, μετατέθηκε στὴ Μητρόπολη Βιδύνης, κατὰ τὸ Νοέμβριο τοῦ 1791, μὲ σκοπὸ νὰ μὴν ἐπανέλθει στὴν Πελοπόννησο.
Δὲν παρέμεινε ὅμως ἐκεῖ ἀρκετά, διότι δὲν ὑπῆρξε ἀμέτοχος τῆς ἀποστασίας τοῦ Πασβάνογλου (1797), πρὸς τὸν ὁποῖο συνδέθηκε διὰ φιλίας, ἐπωφελούμενος τῶν σχέσεων μὲ τὸν Ρήγα Φεραῖο. Φοβούμενος δὲ τὴν ἐνοχοποίησή του, ἐδραπέτευσε καὶ κατευθύνθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1801. Ἐδῶ παρέμεινε μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς του, ἐπὶ Πατριάρχου Καλλινίκου Ε’, σὲ Μητροπολίτη Δέρκων, διαδεχθεὶς τὸν Μακάριο, ὁ ὁποῖος ἔγινε Μητροπολίτης Ἐφέσου.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εὐθὺς ἀμέσως, γιὰ τὶς ποικίλες γνώσεις καὶ τὴν πολύτιμη πείρα του, ἐκλήθηκε ὡς Συνοδικὸς καὶ παρέμεινε στὴ θέση αὐτὴ μέχρι τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1821, ὑπὸ τέσσερις Πατριάρχες, τὸν Καλλίνικο Ε’, τὸν Ἱερεμία Δ’ (1809 – 1813), τὸν Κύριλλο ΣΤ’ (1813 – 1818) καὶ τὸν Γρηγόριο Ε’ (1818 – 1821).
Ὡς Μητροπολίτης Δέρκων καὶ μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παρέσχε μεγάλες ὑπηρεσίες στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Γένος, ἀφοῦ κατόρθωσε νὰ φέρει σὲ πέρας δύσκολα καὶ δύσλυτα προβλήματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ φωτισμένη σκέψη του ἐβάρυνε πάντοτε ἐπὶ τῶν σκέψεων καὶ τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου. Συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Ἱεραρχῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐπέδειξαν μεγάλο ζῆλο γιὰ τὴν ἵδρυση σχολείων καὶ τὴν ἐξύψωση τοῦ πνευματικοῦ καὶ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου τῆς νεολαίας. Πολὺ συνέλαβε στὴν ἀναδιοργάνωση τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς, ὡς καὶ τὴ μετάθεση αὐτῆς ἀπὸ τὸ Φανάρι στὴν Ξηροκρήνη.
Ὁ Ἅγιος ἐπροστάτευε τοὺς γενναίους ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς καὶ τοὺς ἐναρέτους ἀπὸ τοὺς κληρικούς. Ἔτσι ὡς πνευματικά του τέκνα ἀναφέρονται οἱ δύο Πατριάρχες Γρηγόριος ΣΤ’ καὶ Ἄνθιμος Ε’ (1841 – 1842), ὡς καὶ ὁ πολὺς κατόπιν Γρηγόριος Παπαφλέσσας.
Μετὰ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντου στὴ Μολδαβία, διατάχθηκε, στὶς 9 Μαρτίου, διὰ φιρμανίου καὶ ἄνευ ἐξηγήσεων ὁ Πατριάρχης νὰ ἀποστείλει στὴν Πύλη μερικοὺς ἀπὸ τοὺς πρόκριτους Ἀρχιερεῖς, μεταξὺ δὲ αὐτῶν καὶ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο. Περὶ τῆς τύχης τῶν κρατουμένων Ἀρχιερέων, μετὰ τὴν ἀναγγελία τῆς Ἐπαναστάσεως στὴν Πελοπόννησο, ἔκρινε τὸ ἀποτέλεσμα τῶν πολεμικῶν γεγονότων καὶ μάλιστα ἡ ἀναγγελία περὶ τῆς πυρπολήσεως τοῦ Τουρκικοῦ δικρότου στὴ Λέσβο, στὶς 27 Μαΐου 1821, ἀπὸ τὸν Παπανικολῆ καὶ ἡ σφαγὴ τοῦ Μολλᾶ τῆς Μέκκας καὶ τῆς οἰκογένειάς του στὴ νῆσο τῶν Οἰνουσσῶν.
Ἔτσι διατάχθηκε ἡ θανάτωση ὅλων τῶν φυλακισμένων Ἱεραρχῶν. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀπαγχονίσθηκε, τὸ 1821, στὰ Θεραπειά, ἔξω ἀπὸ τὴν οἰκία του.
Άγιος Κέβιν ο εξ Ιρλανδίας
Ὁ Ἅγιος Κέβιν καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια καὶ ἐμορφώθηκε κοντὰ σὲ διακεκριμένους μοναχοὺς τῆς Ἰρλανδίας. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἵδρυσε μονὴ στὴν περιοχὴ τῶν Δύο Λιμνῶν. Ἦταν τόση ἡ φήμη τῆς ἁγιότητος τοῦ βίου του, ὥστε γύρω ἀπὸ αὐτὸν συγκεντρώθηκαν πολλοὶ μοναχοὶ καὶ ἡ περιοχὴ ἐκείνη ἐξελίχθηκε σὲ πόλη. Χειροτονηθεὶς Ἐπίσκοπος ἔκτισε κοντὰ στὴ μονὴ τὸν καθεδρικὸ αὐτοῦ ναό.
Ὁ Ἅγιος Κέβιν ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 618 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἑκατὸν εἴκοσι ἐτῶν.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Θαυματουργοῦ τοῦ πρίγκιπος
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Θαυματουργοῦ τοῦ πρίγκιπος Οὔγκλιχ καὶ Ρωσίας, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 15 Μαΐου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Ἡ ἀνακομιδὴ καὶ μεταφορὰ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀπὸ τὴν πόλη Οὔγκλιχ στὴ Μόσχα, ἐπραγματοποιήθηκε τὸ 1606. Τὰ ἱερὰ λείψανα ἐτοποθετήθηκαν στὸ ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων τοῦ Κρεμλίνου. Μετὰ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὰ ἅγια λείψανα, καθιερώθηκαν οἱ ἡμέρες μνήμης τοῦ πρίγκιπος Δημητρίου: τῆς γεννήσεως († 19 Ὀκτωβρίου), τοῦ βίαιου θανάτου († 15 Μαΐου) καὶ τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ στὴ Μόσχα († 3 Ἰουνίου).
Ὁ Ἅγιος Ἀχιλλᾶς
Ὁ Ἅγιος Ἀχιλλᾶς (311 – 312 μ.Χ.) ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Άγιοι Περγεντίνος και Λαυρεντίνος οι Μάρτυρες οι αυτάδελφοι
Οι Άγιοι Μάρτυρες Περγεντίνος και Λαυρεντίνος μαρτύρησαν, το 251 μ.Χ., στην πόλη Αρέτσο της Ιταλίας, επί αυτοκράτορος Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Καικίλιος διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ
Ὁ Ἅγιος Καικίλιος ἔζησε κατὰ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν πρεσβύτερος στὴν Καρθαγένη τῆς Ἀφρικῆς. Ὑπῆρξε χειραγωγὸς στὸ Χριστιανισμὸ τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ, Ἐπισκόπου Καρχηδόνος († 2 Ὀκτωβρίου). Ὁ Βαρώνιος καὶ ἄλλοι ἰστορικοὶ τὸν θεωροῦν φίλο τοῦ φιλοσόφου Ὀκταβίου καὶ τοῦ νομικοῦ Μάρκου Μινουτίου Φήλικος. Μεταστραφεὶς στὸ Χριστιανισμό, ὁ Ἅγιος Καικίλιος ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν πατρώα εὐσέβεια καὶ τὴ διδασκαλία τῶν θείων Γραφῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ διετέλεσε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Καρκασσὸν τῆς Τουλούζης στὴ Γαλλία. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἁγία Γλοτίλδη ἐκ Γαλλίας
Ἡ Ἁγία Γλοτίλδη ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Λυὼν τῆς Γαλλίας τὸ 474 μ.Χ. Ἐφρόντισε γιὰ τὴ βάπτιση τοῦ βασιλέως συζύγου της καὶ τῶν τέκνων της καὶ ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 545 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Λιφάρδος ὁ ἐν Ὀρλεάνῃ
Ὁ Ὅσιος Λιφάρδος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ὀρλεάνη. Ἐσπούδασε τὴ νομικὴ ἐπιστήμη καὶ ὁ ζῆλος του γιὰ τὰ πνευματικὰ τὸν ὁδήγησε στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου καὶ τὴ συμμετοχή του στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ ἡλικία σαράντα ἐτῶν ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Μαζὶ μὲ τὸν Ὄσιο Οὐρβίκιο ἔζησαν μιὰ ζωὴ ἀσκητικὴ πολὺ αὐστηρὴ καὶ σκληρή. Λόγῳ τῆς μεγάλης του ἀρετῆς ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Μένουνγκ ποὺ εἶχαν ἱδρύσει μαζὶ μὲ τὸ συμμοναστή του. Ὁ Ὅσιος Λιφάρδος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 550 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Οὐρβίκιος
Ὁ Ὅσιος Οὐρβίκιος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Λιφάρδο, τὸν ὁποῖο διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς τοῦ Μένουνγκ. Ὁ Ὅσιος Οὐρβίκιος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Κρονανός
Ὁ Ὅσιος Κρονανὸς ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀνῆκε στὴ συνοδεία τοῦ Ἁγίου Κέβιν. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 617 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Γενέσιος
Ὁ Ἅγιος Γενέσιος ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ διετέλεσε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Κλερμόντ. Διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του, τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες.
Ὁ Ὅσιος Γενέσιος, ἀφοῦ ἐποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 662 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Ὁσιομάρτυρας ἐξ Ἰσπανίας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἰσαὰκ ἔζησε τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Κόρδοβα τῆς Ἰσπανίας, τὸ 825 μ.Χ. Ἦταν συμβολαιογράφος καὶ ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς σὲ μοναστήρι κοντὰ στὴ γενέτειρά του. Ἐμαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τὸ 852 μ.Χ., ἀπὸ τοὺς Μωαμεθανούς.
Πηγές:http://www.saint.gr/06/03/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/6/d/3/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»