ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ΛΟΥΚΑ [:Τίτ.3,8-15]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ. ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος (:Τὸ ὅτι δικαιωθήκαμε καὶ ἀναγεννηθήκαμε καὶ θὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνια ζωὴ εἶναι λόγος καὶ ἀλήθεια ἀξιόπιστη. Καὶ γι᾿ αὐτὰ τὰ θέματα θέλω νὰ μιλᾷς μὲ βεβαιότητα καὶ μὲ κῦρος, γιὰ νὰ φροντίζουν ὅσοι ἔχουν πιστέψει στὸν Θεὸ νὰ πρωτοστατοῦν ἀκούραστα σὲ καλὰ ἔργα. Αὐτὰ εἶναι τὰ καλὰ ἔργα καὶ τὰ ὠφέλιμα στοὺς ἀνθρώπους, αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα σᾶς μίλησα.
Ἀφοῦ μίλησε ὁ Παῦλος γιὰ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν ἀνέκφραστη πρόνοιά Του γιὰ ἐμᾶς, καὶ ἀφοῦ εἶπε ποιοὶ ἤμασταν ἐμεῖς καὶ ποιούς μᾶς ἔκανε, προσθέτει καὶ λέγει : «Καὶ αὐτὰ τὰ λόγια θέλω νὰ τὰ διαβεβαιώνεις ἐσύ, ὥστε, ὅσοι ἔχουν πιστέψει στὸν Θεὸ νὰ φροντίζουν νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα». Δηλαδή, «αὐτὰ πρέπει νὰ λέγεις καὶ ἀπὸ αὐτὰ νὰ τοὺς προτρέπεις γιὰ ἐλεημοσύνη. Γιατί τὰ λόγια αὐτὰ δὲν εἶναι κατάλληλα μόνο γιὰ ἐλεημοσύνη καὶ νὰ μὴν ὑπερηφανευόμαστε καὶ νὰ μὴν κακολογοῦμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε ἄλλη ἀρετή». Ἔτσι λοιπὸν μιλῶντας καὶ στοὺς Κορινθίους, λέγει: «Γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι᾿ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε (:Διότι γνωρίζετε τὴν ἀνεκτίμητη δωρεὰ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλαδὴ ἐνῶ ἦταν ἀπείρως πλούσιος σὲ ὅλες τίς τελειότητες τῆς θείας Του ὑποστάσεως, ἔγινε πτωχὸς πρὸς χάριν σας· καὶ φόρεσε τὴν πτωχὴ ἀνθρώπινη φύση καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνετε ἐσεῖς πνευματικὰ πλούσιοι μὲ τὴν πτωχεία Ἐκείνου)» [Β΄ Κορ. 8,9]. Ἀφοῦ θυμήθηκε τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ὑπερβολικὴ φιλανθρωπία Του, τοὺς προτρέπει νὰ κάνουν τὴν ἐλεημοσύνη, ὄχι ἔτσι ἁπλῶς καὶ σὰν δευτερεῦον ἔργο, ἀλλὰ μὲ ποιό κύριο σκοπό; «Γιὰ νὰ φροντίζουν», λέγει, «νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα». Δηλαδὴ καὶ τοὺς ἀδικημένους νὰ βοηθοῦν ὄχι μόνο μὲ χρήματα, ἀλλὰ καὶ μὲ προστασία ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ τοὺς προσφέρουν, καὶ τίς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ νὰ ὑπερασπίζονται καὶ ὅλους ὅσους ὑποφέρουν νὰ προστατεύουν, γιατί αὐτὸ σημαίνει τὸ «νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα». «Αὐτά», λέγει, «εἶναι τὰ καλὰ καὶ τὰ ὠφέλιμα στοὺς ἀνθρώπους».
«Καὶ νὰ ἀποφεύγεις τίς ἀνόητες ἀναζητήσεις καὶ τίς γενεαλογίες καὶ τίς φιλονικίες καὶ τίς διαμάχες γιὰ τὸν νόμο, γιατί εἶναι ἀνωφελεῖς καὶ μάταιες». Τί δηλαδὴ θέλουν οἱ γενεαλογίες; Γιατί καὶ στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Τιμόθεο τὸ ἀναφέρει αὐτὸ λέγοντας: «μηδὲ προσέχειν μύθοις καὶ γενεαλογίαις ἀπεράντοις, αἵτινες ζητήσεις παρέχουσι μᾶλλον ἢ οἰκονομίαν Θεοῦ τὴν ἐν πίστει (:μήτε νὰ προσέχουν σὲ μύθους καὶ σὲ γενεαλογίες ἀπέραντες, οἱ ὁποῖες προκαλοῦν μᾶλλον ἄσκοπες ἀναζητήσεις, παρὰ βοηθοῦν τὴ διαχείριση τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ ποὺ βασίζεται στὴν πίστη)» [Α΄ Τιμ. 1,4]. Ἴσως καὶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ νὰ ἐννοεῖ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὸ ὅτι εἶχαν πρόγονό τους τὸν Ἀβραὰμ καὶ ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὰ δικά τους. Γι᾿ αὐτὸ τίς ὀνομάζει καὶ «ἀνόητες» καὶ «ἀνωφελεῖς», γιατί τὸ νὰ πιστεύει κανεὶς σὲ πράγματα ποὺ δὲν ὠφελοῦν εἶναι ἀπόδειξη ἀνοησίας.
«Φιλονικίες» ἐννοεῖ αὐτὲς μὲ τοὺς αἱρετικούς, γιὰ νὰ μὴν κουραζόμαστε στὰ χαμένα, ὅταν δὲν ὑπάρχει κανένα κέρδος, ἀφοῦ τὸ τέλος τους εἶναι τὸ τίποτε. Γιατί, ὅταν κάποιος εἶναι διεστραμμένος καὶ προδιατεθειμένος, νὰ μὴν ἀλλάξει καθόλου τὴ γνώμη του, ὅ,τι καὶ ἂν γίνει, γιὰ ποιό λόγο κουράζεσαι ἄσκοπα σπέρνοντας ἐπάνω σὲ πέτρες, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ διαθέτεις τὸν καλὸ αὐτὸν κόπο στοὺς δικούς σου, μιλῶντας σὲ αὐτοὺς γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τίς ἄλλες ἀρετές; Πῶς λοιπὸν λέγει ἀλλοῦ: «Ἐν πρᾳότητι παιδεύοντα τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας (:Ἐκπαιδεύοντας μὲ πραότητα ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀντίθετα διατεθειμένοι, μὴν τυχόν τοὺς δώσει ὁ Θεὸς μετάνοια, γιὰ νὰ ἔρθουν σὲ ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας)» [Β΄ Τιμ. 2,25], ἐνῶ ἐδῶ λέγει: «Τὸν αἱρετικὸ ἄνθρωπο μετὰ τὴν πρώτη καὶ τὴ δεύτερη νουθεσία ἄφηνέ τον, γνωρίζοντας ὅτι ἔχει διαστραφεῖ αὐτὸς καὶ ἁμαρτάνει, καταδικάζοντας ἔτσι ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του»; Ἐκεῖ μιλάει γιὰ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κάποια ἐλπίδα γιὰ διόρθωση καὶ γιὰ αὐτοὺς ποὺ ἁπλῶς ἔχουν ἀντίθετη γνώμη. Ὅταν ὅμως εἶναι φανερὸς καὶ γνωστὸς σὲ ὅλους γιὰ τὴν ἰσχυρογνωμοσύνη καὶ τὴν ἀδιαλλαξία του, γιὰ ποιό λόγο ἀγωνίζεσαι ἄδικα; Γιατί χτυπᾷς τὸν ἀέρα; Τί σημαίνει «καταδικάζοντας ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του»; Σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ δηλαδὴ νὰ πεῖ: «Κανεὶς δὲν μοῦ μίλησε, κανεὶς δὲν μὲ συμβούλευσε». Ὅταν λοιπὸν μετὰ τὴ συμβουλὴ ὁ ἴδιος ἐπιμένει, τότε καταδικάζει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του.
Τὸν ἀδιόρθωτο λοιπὸν ὀνομάζει «αἱρετικό». Ὅπως δηλαδὴ τὸ νὰ παραβλέπουμε ὅσους ἔχουν ἐλπίδα γιὰ κάποια μεταβολὴ εἶναι ἀπόδειξη ὀκνηρίας, ἔτσι τὸ νὰ θεραπεύουμε ὅσους πάσχουν ἀπὸ ἀνίατες ἀσθένειες εἶναι ἀπόδειξη ἀνοησίας καὶ τῆς χειρότερης παραφροσύνης. Γιατί ἔτσι τοὺς κάνουμε θρασύτερους.
Πῶς λοιπὸν παροτρύνεις τὸν Τίτο νὰ κλείνει τὸ στόμα ἐκείνων ποὺ ἀντιλέγουν («οὓς δεῖ ἐπιστομίζειν, οἵτινες ὅλους οἴκους ἀνατρέπουσι διδάσκοντες ἃ μὴ δεῖ αἰσχροῦ κέρδους χάριν (:τοὺς ψευδοδιδασκάλους πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νὰ τοὺς ἀποστομώνει· εἶναι ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἀνατρέπουν ὁλόκληρα σπίτια, διδάσκοντας πράγματα ποὺ δὲν πρέπει, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ κερδίσουν χρήματα μὲ ἀθέμιτο καὶ αἰσχρὸ τρόπο)» [Τίτ. 1,11]), ὅταν τὰ κάνουν ὅλα γιὰ τὴν καταστροφή τους; Λέγει ὅμως προηγουμένως, ὅτι δὲν πρέπει νὰ τὸ κάνει αὐτὸ ἀποβλέποντας σὲ δικό τους κέρδος· γιατί δὲν θὰ ὠφελοῦνταν ποτὲ σὲ τίποτε τέτοιοι ἄνθρωποι, ἀφοῦ εἶναι μιὰ γιὰ πάντα διεστραμμένοι στὴ γνώμη τους. Ἄν ὅμως καταστρέφουν ἄλλους, πρέπει νὰ διαφωνεῖς καὶ νὰ τοὺς πολεμεῖς καὶ νὰ ἀντιστέκεσαι πρὸς αὐτοὺς μὲ πολλὴ δύναμη· καὶ ἂν βρεθεῖς σὲ ἀνάγκη, βλέποντας ἄλλους νὰ διαφθείρονται, νὰ μὴ σιωπᾷς, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἀποστομώνεις, φροντίζοντας ἔτσι γιὰ ἐκείνους ποὺ πρόκειται νὰ καταστραφοῦν ἀπὸ τίς αἱρετικὲς διδασκαλίες αὐτῶν τῶν πλανεμένων ἀνθρώπων. Καὶ γενικὰ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀνέχεται τίς διαμάχες ἐκεῖνος ποὺ δείχνει πολλὴ φροντίδα καὶ ἔχει σωστὸ τρόπο ζωῆς. Ἀλλά, ὅπως εἶπα, ἔτσι νὰ κάνεις· γιατί ἀπὸ τὴν ἀργία καὶ τὴν περιττὴ φιλοσοφία φθάνει κανεὶς νὰ ἀσχολεῖται μόνο μὲ τὰ ὀνόματα. Γιατί πραγματικὰ τὰ περιττὰ λόγια εἶναι μεγάλη ζημία, ἐνῶ πρέπει ἢ νὰ διδάσκουμε ἢ νὰ προσευχόμαστε ἢ νὰ εὐχαριστοῦμε. Οὔτε πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε νὰ ξοδεύουμε βέβαια τὰ χρήματα, ὄχι ὅμως καὶ τὰ λόγια· ἀλλὰ περισσότερο πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὰ λόγια ἀπὸ τὰ χρήματα, καὶ νὰ μὴν παραδίδουμε χωρὶς λόγο τὸν ἑαυτό μας σὲ ὅλους.
«Ὃταν πέμψω ᾿Αρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν (:Ὅταν θὰ στείλω τὸν Ἀρτεμᾶ πρὸς ἐσένα ἢ τὸν Τυχικό, φρόντισε νὰ ἔρθεις πρὸς ἐμένα στὴ Νικόπολη)» [Τίτ. 3,12]. Τί λέγεις; Ἐγκατέστησες τὸν Τίτο στὴν Κρήτη καὶ τὸν καλεῖς πάλι κοντά σου; Ὄχι γιὰ νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ ἔργο ἐκεῖνο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν συμβουλέψει περισσότερο. Ὅτι δὲν τὸν καλεῖ κοντά του γιὰ νὰ τὸν ἔχει παντοῦ ὅπου πηγαίνει ἀκόλουθό του, ἄκουσε τί λέγει παρακάτω: «Ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι (:γιατί ἐκεῖ ἔχω ἀποφασίσει νὰ παραχειμάσω)». Ἡ Νικόπολη ὅμως βρίσκεται στὴ Θράκη.
«Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ ᾿Απολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ (:Τὸν Ζηνᾶ τὸν νομοδιδάσκαλο καὶ τὸν Ἀπολλώ, πρόπεμψέ τους ἐφοδιάζοντάς τους μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια, γιὰ νὰ μὴν τοὺς λείπει τίποτα)». Αὐτοὶ δὲν εἶχαν ἀναλάβει ἀκόμη ἐκκλησίες, ἀλλὰ ἦταν ἀπὸ τοὺς συντρόφους τοῦ Παύλου· περισσότερο δραστήριος ἦταν ὁ Ἀπολλώς, ἀφοῦ γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν Ἁγία Γραφή, εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ τὴν ἑρμηνεύει· διέθετε ἐπίσης καὶ τὸ χάρισμα της εὐγλωττίας [βλ. Πράξ. 18,24: «Ἰουδαῖος δὲ τις Ἀπολλὼς ὀνόματι, Ἀλεξανδρεὺς τῷ γένει, ἀνὴρ λόγιος, κατήντησεν εἰς Ἔφεσον, δυνατὸς ὢν ἐν ταῖς γραφαῖς (:Στὸ μεταξὺ ἦλθε στὴν Ἔφεσο κάποιος Ἰουδαῖος ποὺ λεγόταν Ἀπολλὼς καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶχε εὐγλωττία, γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ εἶχε μεγάλη ἱκανότητα νὰ τὴν ἑρμηνεύει)»]. «Ἄν λοιπὸν ἐκεῖνος ἦταν νομικός, δὲν ἔπρεπε», λέγει, «νὰ τρέφεται ἀπὸ ἄλλους». «Νομικὸ» ὅμως ἐδῶ ἐννοεῖ τὸν γνώστη τῶν ἰουδαϊκῶν νόμων. Εἶναι σὰν νὰ ἔλεγε: «νὰ τοὺς ἐφοδιάσεις πλουσιοπάροχα, ὥστε νὰ μὴν τοὺς λείψει τίποτε».
«Μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι. ᾿ασπάζονταί σε οἱ μετ᾿ ἐμοῦ πάντες. ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. Ἡ χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν (:Μὲ τὴν εὐκαιρία μάλιστα τῆς προετοιμασίας αὐτῆς, ἂς παίρνουν μάθημα ἐπίσης καὶ οἱ δικοί μας νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα καὶ νὰ συντρέχουν τοὺς ἀδελφοὺς στὶς ἀπαραίτητες ὑλικές τους ἀνάγκες, γιὰ νὰ μὴν στεροῦνται ἀπὸ πνευματικοὺς καρπούς. Σὲ χαιρετοῦν ἐγκάρδια ὅλοι ὅσοι εἶναι μαζί μου. Χαιρέτησε αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀγαποῦν ἐπειδὴ ἔχουν κοινὴ πίστη μὲ ἐμᾶς. Σᾶς εὔχομαι ἡ Θεία Χάρη νὰ εἶναι μαζὶ μὲ ὅλους σας. Ἀμήν.)».
Τί σημαίνει «γιὰ νὰ φροντίζουν νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα»; Νὰ μὴν περιμένουν ὅσους ἔχουν ἀνάγκη νὰ ἔρθουν σὲ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι νὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ ἐκείνους ποὺ χρειάζονται τὴ βοήθειά τους. Γιατί αὐτὸς ποὺ φροντίζει, ἔτσι φροντίζει· καὶ ἔτσι μάλιστα θὰ κάμει αὐτὸ τὸ πρᾶγμα μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον. Γιατί πραγματικὰ μὲ ὅσα εὐεργετεῖ, δὲν ὠφελεῖ καὶ δὲν παρέχει κέρδος σὲ ἐκείνους ποὺ εὐεργετοῦνται τόσο, ὅσο σὲ αὐτοὺς ποὺ εὐεργετοῦν· γιατί τοὺς δίνει παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ὅμως δὲν ὑπάρχει κανένα τέλος τῆς μάχης.
«Καὶ ἂς μαθαίνουν», λέγει «καὶ οἱ δικοί μας νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα στὶς ἀναγκαῖες περιπτώσεις, γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἄκαρποι». Βλέπεις ὅτι φροντίζει περισσότερο γι᾿ αὐτοὺς παρὰ γιὰ ἐκείνους ποὺ παίρνουν; Γιατί μποροῦσε ἴσως νὰ τοὺς στείλει ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους ἐφόδια· ἀλλὰ «γιὰ τοὺς δικούς μας», λέγει, «φροντίζω». Ποιό λοιπόν, πές μου, εἶναι τὸ ὄφελος; Ἄν δηλαδὴ ἄλλοι βγάζοντας θησαυροὺς ἔτρεφαν τοὺς διδασκάλους, αὐτοὶ δὲν εἶχαν κανένα κέρδος, γιατί ἔμεναν ἄκαρποι. Τί λοιπόν, πές μου, δὲν μποροῦσε ὁ Χριστός, ποὺ ἔθρεψε ἀπὸ πέντε ἄρτους πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ ἑπτὰ ἄρτους τέσσερις χιλιάδες ἀνθρώπους, νὰ θρέψει τὸν ἑαυτὸ Του καὶ ὅσους ἦταν μαζί Του; Γιὰ ποιό λόγο λοιπὸν τρέφονταν ἀπὸ γυναῖκες; Διότι λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος: «Αἳ καὶ ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ καὶ διηκόνουν αὐτῷ, καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα (:Αὐτὲς καὶ ὅταν βρισκόταν ὁ Ἰησοῦς στὴν Γαλιλαία Τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ Τὸν ὑπηρετοῦσαν. Ἦταν ἀκόμη καὶ πολλὲς ἄλλες, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἀνεβεῖ μαζὶ μὲ Αὐτὸν ἀπὸ τὴν Γαλιλαία στὰ Ἱεροσόλυμα)» [ Μᾶρκ. 15,41]). Γιὰ νὰ μᾶς διδάξει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι φροντίζει γι᾿ αὐτοὺς ποὺ εὐεργετοῦν.
Δὲν μποροῦσε ὁ Παῦλος, ποὺ μὲ τὰ δικά του χέρια ἱκανοποιοῦσε πλήρως καὶ τίς ἀνάγκες ἄλλων, νὰ μὴν παίρνει ἀπὸ πουθενὰ ὅ,τι τοῦ πρόσφεραν; Τὸν βλέπεις ὅμως καὶ νὰ παίρνει καὶ τὴ ζητάει. Καὶ ἄκουσε τὸ γιατί: «Οὐχ ὅτι ἐπιζητῶ τὸ δόμα, ἀλλ᾿ ἐπιζητῶ τὸν καρπὸν τὸν πλεονάζοντα εἰς λόγον ὑμῶν (:Σᾶς τὰ γράφω αὐτά, ὄχι διότι ἐγὼ ἐνδιαφέρομαι καὶ ζητῶ τὸ δῶρο, ἀλλὰ διότι ἐνδιαφέρομαι καὶ ζητῶ τὸν πνευματικὸ καρπό, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν καλὴ αὐτὴ πράξη σας, θὰ προκύψει πλούσιος γιὰ σᾶς)» [Φιλιπ. 4,17], λέγει. Καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ κηρύγματος, ὅταν οἱ πιστοὶ πουλοῦσαν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ κατέθεταν τὰ χρήματα στὰ πόδια τῶν ἀποστόλων, βλέπεις τοὺς ἀποστόλους νὰ φροντίζουν περισσότερο γι᾿ αὐτούς, παρὰ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔπαιρναν. Γιατί, ἂν φρόντιζαν ἀποκλειστικὰ μόνο γιὰ τοὺς φτωχούς, δὲν θὰ ἔκαναν κανένα λόγο γιὰ τὴ Σαπφείρα καὶ τὸν Ἀνανία, ὅταν κράτησαν ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ χρήματα γιὰ τὸν ἑαυτό τους [βλ.Πράξ.5,1-11], οὔτε θὰ προέτρεπε ὁ Παῦλος λέγοντας: «Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός (:Ὁ καθένας ἂς δίδει σύμφωνα μὲ τὴν ἀγαθὴ διάθεση τῆς καρδιᾶς του, ὄχι μὲ λύπη ἢ ἀπὸ ἀνάγκη· διότι ὁ Θεὸς "ἀγαπᾷ ἐκεῖνον, ποὺ δίδει μὲ καλοσύνη, γλυκύτητα καὶ χωρὶς γογγυσμό")» [ Β΄ Κορ. 9,7]. Τί λέγεις, Παῦλε; Φέρνεις ἐμπόδια στοὺς φτωχούς; «Ὄχι», λέγει· «γιατί δὲν βλέπω τὸ δικό τους συμφέρον, ἀλλὰ τὸ συμφέρον ἐκείνων ποὺ δίνουν».
Πρόσεχε ὅμως καὶ τὸν προφήτη Δανιὴλ ποὺ ὅταν ἔδωσε στὸν Ναβουχοδονόσορα τὴν ἄριστη ἐκείνη συμβουλή, δὲ φρόντιζε μόνο γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν βασιλιᾶ ὥστε νὰ ἐπιδείξει μακροθυμία ὁ Θεὸς γιὰ τίς ἁμαρτίες ποὺ εἶχε διαπράξει. Γιατί δὲν εἶπε: «δῶσε στοὺς φτωχοὺς» μόνο, ἀλλὰ τί; : «Διὰ τοῦτο, βασιλεῦ, ἡ βουλὴ μου ἀρεσάτω σοι καὶ τὰς ἁμαρτίας σου ἐν ἐλεημοσύναις λύτρωσαι καὶ τὰς ἀδικίας ἐν οἰκτιρμοῖς πενήτων· ἴσως ἔσται μακρόθυμος τοῖς παραπτώμασί σου ὁ Θεός (: Γι᾿ αὐτό, βασιλιᾶ μου, ἂς φανεῖ ἀρεστὴ καὶ ἂς γίνει δεκτὴ ἀπὸ ἐσένα ἡ συμβουλὴ μου· φρόντισε νὰ ἐξαλείψεις τίς ἁμαρτίες σου μὲ ἐλεημοσύνες καὶ τίς ἀδικίες σου μὲ ἔλεος καὶ φιλανθρωπία πρὸς τοὺς πτωχούς. Ἴσως θὰ φανεῖ ἔτσι μακρόθυμος ὁ Θεὸς γιὰ τὰ ἁμαρτήματά σου")» [Δαν. 4,24]. «Δῶσε ὅλα τὰ χρήματα», λέγει, «ὄχι μόνο γιὰ νὰ τραφοῦν ἄλλοι, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖς καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν τιμωρία». Καὶ πάλι ὁ Χριστὸς λέγει: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι (:"Ἐὰν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τὰ ὑπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στοὺς πτωχοὺς καὶ θὰ ἀποκτήσεις θησαυρὸ στὸν οὐρανό, καὶ ἔλα ἀκολούθησέ με")» [Ματθ. 19,21]. Βλέπεις ὅτι καὶ ἐκεῖ τὸ διέταξε αὐτὸ γιὰ ἐκείνους ποὺ θὰ Τὸν ἀκολουθοῦσαν; Ἐπειδὴ λοιπὸν τὰ χρήματα εἶναι ἐμπόδιο, γι᾿ αὐτὸ πρόσταξε νὰ τὰ δίνουμε στοὺς φτωχούς, διδάσκοντας ἔτσι τὴν ψυχὴ νὰ εἶναι φιλεύσπλαχνη καὶ συμπονετική, νὰ περιφρονεῖ τὰ χρήματα, νὰ ἀποφεύγει τὴν πλεονεξία. Γιατί, ὅποιος μαθαίνει νὰ δίνει σὲ ὅποιον δὲν ἔχει, θὰ συνηθίσει μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου καὶ νὰ μὴν παίρνει ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν. Αὐτὸ μᾶς κάνει ὅμοιους μὲ τὸν Θεό.
Παρόλο ποὺ ἡ παρθενία, ἡ νηστεία καὶ τὸ νὰ κοιμᾷται κανεὶς στὸ χῶμα ἀπαιτοῦν πιὸ δύσκολο κόπο ἀπὸ αὐτή, ὅμως τίποτε δὲν εἶναι τόσο ἰσχυρὸ καὶ δυνατὸ στὸ νὰ σβήνει τὴ φωτιὰ τῶν ἁμαρτημάτων μας, ὅσο ἡ ἐλεημοσύνη. Αὐτὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ ὅλα, στήνει τοὺς ἐραστές της κοντὰ στὸν ἴδιο τὸν βασιλιᾶ. Καὶ πολὺ σωστά· γιατί ἡ παρθενία, ἡ νηστεία καὶ τὸ νὰ κοιμᾷται κανεὶς στὸ χῶμα σταματάει μόνο γύρω ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τὴν ἀσκεῖ καὶ δὲν ἔσωσε κανέναν ἄλλο· ἡ ἐλεημοσύνη ὅμως ἁπλώνεται σὲ ὅλους καὶ ἀγκαλιάζει τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε τὰ κατορθώματα ἐκεῖνα ποὺ ἁπλώνονται σὲ πολλοὺς εἶναι πολὺ μεγαλύτερα ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ σταματοῦν γύρω ἀπὸ ἕναν.
Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ μητέρα τῆς ἀγάπης, τῆς ἀγάπης ποὺ χαρακτηρίζει τὸν Χριστιανισμό, ποὺ εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλα τὰ θαύματα, μὲ τὴν ὁποία φαίνονται οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι φάρμακο γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα, σαπούνι γιὰ τὴν ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς μας, σκάλα στηριγμένη στὸν οὐρανό· αὐτὴ συνδέει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Θέλετε νὰ μάθετε πόσο μεγάλο ἀγαθὸ εἶναι αὐτή; Στὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων ὅλοι πουλοῦσαν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ ἔφερναν σὲ αὐτοὺς τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα καὶ μοιράζονταν ἀνάλογα μὲ τίς ἀνάγκες τοῦ καθενός. «Διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἂν τις χρείαν εἶχεν (:Τὰ χρήματα αὐτὰ διαμοιράζονταν στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τίς ἀνάγκες ποὺ εἶχε)» [Πράξ. 4,35], λέγει. Πὲς μου λοιπόν, καὶ χωρὶς νὰ ἀναφέρω τὰ μελλοντικὰ (ἂς μὴν κάνουμε λόγο τώρα γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ ἂς δοῦμε μόνο στὸ παρὸν) ποιοὶ κερδίζουν, ὅσοι παίρνουν ἢ ὅσοι δίνουν; Γιατί αὐτοὶ ποὺ ἔπαιρναν παραπονοῦνταν καὶ διαπληκτίζονταν μεταξύ τους, ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ ἔδιναν εἶχαν μία ψυχή. Λέγει ὁ Λουκᾶς: «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά (:Συγχρόνως ὅμως καὶ τὸ πλῆθος ἐκείνων ποὺ εἶχαν πιστέψει στὸ Εὐαγγέλιο εἶχαν ἁρμονικὴ καὶ ἀδιάσπαστη ὁμοφροσύνη, μιὰ ψυχὴ καὶ μιὰ καρδιά˙διότι τόσο οἱ καρδιές τους ὅσο καὶ ὁλόκληρη ἡ πνευματική τους ὕπαρξη ἦταν ἑνωμένα. Ἐπικρατοῦσε δηλαδὴ μεταξύ τους πλήρης συμφωνία καὶ ἁρμονία φρονημάτων καὶ συναισθημάτων. Καὶ κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν βρισκόταν νὰ λέει ὅτι καὶ τὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὴν περιουσία του ἦταν δικό του, ἀλλὰ τὰ εἶχαν μεταξύ τους ὅλα σὲ κοινὴ ὠφέλεια καὶ χρήσῃ)» [Πράξ. 4,32] καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐπάνω σε ὅλους αὐτοὺς καὶ ζοῦσαν μὲ πολὺ ὄφελος.
Βλέπεις ὅτι καὶ ἀπὸ ἐδῶ κέρδιζαν ἐκεῖνοι; Πές μου λοιπὸν ἀπὸ ποιούς θὰ ἤθελες νὰ εἶσαι, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατέθεταν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ δὲν εἶχαν τίποτε, ἢ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔπαιρναν καὶ τὰ πράγματα τῶν ἄλλων; Πρόσεχε τὸν καρπὸ τῆς ἐλεημοσύνης. Τὰ διαφράγματα καὶ τὰ ἐμπόδια ἐξαλείφτηκαν καὶ ἀμέσως ἑνώθηκαν οἱ ψυχές τους· «ὅλοι εἶχαν μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή». Ὥστε καὶ χωρὶς τὴν ἐλεημοσύνη, τὸ νὰ προσφέρει κανεὶς ὅλα τὰ χρήματά του ἔχει μεγάλο κέρδος. Αὐτὰ ὅμως τὰ εἶπα γιὰ νὰ μὴ λυποῦνται ὅσοι δὲν ἔλαβαν κληρονομία ἀπὸ τοὺς προγόνους τους, οὔτε νὰ στεναχωροῦνται, ἐπειδὴ ἔχουν λιγότερα ἀπὸ τοὺς πλουσίους· γιατί, ἂν θέλουν, ἔχουν μεγαλύτερα. Καὶ πραγματικὰ καὶ ἐλεημοσύνη θὰ κάνουν μὲ περισσότερη εὐκολία, ὅπως ἡ χήρα, καὶ δὲν θὰ δώσουν καμία ἀφορμὴ γιὰ ἔχθρα πρὸς τὸν πλησίον, καὶ ἀπὸ ὅλους θὰ εἶναι πιὸ ἐλεύθεροι. Κανεὶς δὲ θὰ μπορέσει νὰ τὸν ἀπειλήσει αὐτὸν μὲ δήμευση, ἀλλὰ βρίσκεται πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ κακά.
Καὶ ὅπως τοὺς γυμνούς, ὅταν φεύγουν, κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς πιάσει γρήγορα, ἐνῶ αὐτοὺς ποὺ φοροῦν καὶ σύρουν μαζί τους πολλὰ ἐνδύματα καὶ στολίδια, εὔκολα μπορεῖ νὰ τοὺς συλλάβει κανείς, ἔτσι εἶναι καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ φτωχός. Γιατί ὁ φτωχός, καὶ ἂν ἀκόμη συλληφθεῖ, εὔκολα θὰ μπορέσει νὰ δραπετεύσει· ὁ πλούσιος ὅμως, ἔστω καὶ ἂν δὲν πιαστεῖ, ἐμποδίζεται ἀπὸ τὰ δικά του σχοινιά, τίς ἄπειρες φροντίδες, τίς στενοχώριες, τὴν ὀργή, τοὺς ἐρεθισμούς του. Ὅλα αὐτὰ κατακαλύπτουν στὸ χῶμα τὴν ψυχή. Καὶ ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα μᾶς ἀκολουθοῦν ἀπὸ τὸν πλοῦτο. Γιατί εἶναι πιὸ δύσκολο νὰ σωφρονιστεῖ ὁ πλούσιος παρὰ ὁ φτωχός, καὶ νὰ ζεῖ μὲ λιτότητα, καὶ εἶναι πιὸ δύσκολο νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν θυμὸ ὁ πρῶτος παρὰ ὁ δεύτερος. «Λοιπόν», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος, «θὰ ἔχει περισσότερο μισθὸ ὁ πλούσιος, ἐὰν καταφέρει νὰ σωφρονιστεῖ τελικά;» Καθόλου. «Γιὰ ποιό λόγο, ὅμως, ἀφοῦ κατορθώνει τὰ δύσκολα;» Γιατί ὁ ἴδιος ἐπινόησε γιὰ τὸν ἑαυτό του τίς δυσκολίες. Δὲν πῆρε ἐντολὴ νὰ πλουτίζει, ἀλλὰ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο· αὐτὸς ὅμως δημιουργεῖ ἄπειρα σκάνδαλα καὶ ἐμπόδια.
Ἄλλοι πάλι ὄχι μόνο τὰ χρήματα δὲν ἀποθέτουν ὡς ἐλεημοσύνη στοὺς ἀπόρους, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος καταφθείρουν, σὰν νὰ βαδίζουν στενὸ δρόμο· ἐσὺ πάλι δὲν κάνεις μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ αὐξάνεις τὸ καμίνι τῶν παθῶν καὶ περιβάλλεσαι μὲ ἄλλα. Πήγαινε λοιπὸν στὸν εὐρύχωρο δρόμο, γιατί ἐκεῖνος δέχεται τέτοιους ἀνθρώπους. Ὁ στενὸς ὅμως δέχεται αὐτοὺς ποὺ θλίβονται, ποὺ στενάζουν, ποὺ δὲ βαστάζουν τίποτε, παρὰ αὐτὰ μόνο τὰ φορτία ποὺ μέσῳ τοῦ δρόμου αὐτοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ μεταφερθοῦν, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ φιλανθρωπία, τὴν καλωσύνη, τὴν ἐπιείκεια. Ἄν βαστάζεις αὐτά, εὔκολα θὰ μπορέσεις νὰ περάσεις· ἂν ὅμως φέρεις τὴν ἀλαζονεία καὶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς καὶ τὸ φορτίο τῶν φροντίδων, τὸν πλοῦτο, θὰ χρειαστεῖς πολλὴ εὐρυχωρία. Οὔτε βέβαια μέσα στὸν ὄχλο θὰ μπορέσεις νὰ μπεῖς, ὥστε νὰ μὴν χτυπήσεις ἄλλους ἀνεβαίνοντας ψηλά, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε ἐδῶ νὰ ὑπάρχει μεγάλη διάσταση. Ὅποιος ὅμως μεταφέρει χρυσάφι καὶ ἀσήμι, τὰ κατορθώματα δηλαδὴ τῆς ἀρετῆς, ὄχι μόνο δὲν τὸν ἀποφεύγουν οἱ συνάνθρωποί του, ἀλλὰ τὸν πλησιάζουν καὶ ἑνώνονται μαζί του.
Ἀλλὰ ἂν ὁ πλοῦτος αὐτὸς εἶναι ἀγκάθι, τί εἶναι ἡ πλεονεξία; Γιὰ ποιό λόγο τὴ φέρεις ἐκεῖ; Γιὰ νὰ κάνεις μεγαλύτερη τὴ φλόγα, ρίχνοντας φορτία στὴ φωτιά; Δὲν φτάνει δηλαδὴ ἡ φωτιὰ τῆς κόλασης; Σκέψου πῶς διασώθηκαν στὸ καμίνι οἱ τρεῖς νέοι [βλ. Δαν. 3,19-33]. Θεώρησέ το ὅτι ἦταν κόλαση. Θλιμμένοι ἔπεσαν μέσα σὲ αὐτό, δεμένοι στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια ὅλοι μαζί, ἀλλὰ μέσα βρῆκαν πολλὴ εὐρυχωρία· ὄχι ὅμως καὶ ὅσοι τοὺς περιστοίχιζαν ἀπὸ ἔξω.
Κάτι τέτοιο θὰ γίνει καὶ τώρα, ἂν θέλουμε νὰ στεκόμαστε μὲ γενναιότητα καὶ ἀνδρεία στοὺς ἐπερχόμενους πειρασμούς. Ἄν στηρίζουμε τίς ἐλπίδες μας στὸν Θεό, θὰ βρεθοῦμε ἐμεῖς σὲ ἀσφαλῆ καὶ εὐρύχωρο τόπο, ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ μᾶς ὠθοῦν θὰ χαθοῦν, γιατί «Ὁ ὀρύσσων βόθρον εἰς αὐτὸν ἐμπεσεῖται, καὶ ὁ ἱστῶν παγίδα ἐν αὐτῇ ἁλώσεται (:Ἐκεῖνος ποὺ σκάπτει λάκκο γιὰ τὸν ἄλλο, θὰ πέσει ὁ ἴδιος μέσα. Καὶ ὅποιος στήνει παγίδα εἰς βάρος ἄλλων, θὰ συλληφθεῖ μὲ αὐτὴν ὁ ἴδιος)» [Σοφ. Σειρ. 27,26]. Καὶ ἂν μᾶς δέσουν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια ἡ θλίψη θὰ μπορέσει νὰ τὰ λύσει. Γιατί πρόσεχε τὸ θαυμαστό· αὐτοὺς ποὺ ἔδεσαν ἄνθρωποι, αὐτοὺς ἔλυσε ἡ φωτιά. Ὅπως δηλαδὴ ἂν κάποιος παραδώσει μερικοὺς φίλους στοὺς ὑπηρέτες, καὶ αὐτοὶ σεβόμενοι τὴ φιλία τοῦ κυρίου ὄχι μόνο δὲν τοὺς βλάπτουν ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀποδίδουν πολλὴ τιμή, αὐτὸ ἔκανε καὶ ἡ φωτιά, ἐπειδὴ γνώρισε ὅτι οἱ νέοι ἐκεῖνοι εἶναι φίλοι τοῦ Κυρίου της, ἔσπασε τὰ δεσμά τους, τοὺς ἔλυσε καὶ τοὺς ἄφησε ἐλεύθερους, καὶ γινόταν ἔδαφος γι᾿ αὐτοὺς καὶ τὸ πατοῦσαν· καὶ σωστά· γιατί εἶχαν ριφθεῖ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι βρισκόμαστε σὲ θλίψεις ἂς ἔχουμε αὐτὰ τὰ παραδείγματα.
«Ἀλλὰ νά», θὰ ἔλεγε ἴσως κάποιος, «ἐκεῖνοι ἀπαλλάχθηκαν ἀπὸ τὴ θλίψη, ἐμεῖς ὅμως ὄχι». Καὶ σωστά, γιατί δὲν μπῆκαν ἔτσι στὸ καμίνι, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ πεθάνουν πραγματικά. Ἄκουσέ τους ποὺ λέγουν: «Ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ῥύσεται ἡμᾶς· καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦμεν (:Διότι ὑπάρχει ὁ Θεός μας, ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς, καὶ τὸν ὁποῖον ἐμεῖς λατρεύουμε καὶ ὁ Ὁποῖος εἶναι δυνατὸς νὰ μᾶς περιφρουρήσει ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς καμίνου τῆς καιομένης καὶ νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ τὰ χέρια σου, ὦ βασιλιᾶ. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἐὰν δὲν γίνει, μάθε, ὦ βασιλιᾶ, ὅτι ἐμεῖς τοὺς θεούς σου δὲν θὰ λατρεύσουμε, καὶ τὸ ἄγαλμα, τὸ ὁποῖο ἐσὺ ἔστησες, δὲν θὰ τὸ προσκυνήσουμε")» [Δαν. 3,17-18].
Ἐμεῖς ὅμως σὰν νὰ διαπραγματευόμαστε τίς τιμωρίες τοῦ Θεοῦ, ὁρίζουμε καὶ χρόνο λέγοντας: «ἂν μέχρι τότε δὲν μᾶς ἐλεήσει». Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἀπαλλασσόμαστε. Ἄλλωστε καὶ ὁ Ἀβραὰμ δὲν πήγαινε μὲ σκοπὸ νὰ λάβει σῶο τὸν υἱό του, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν θυσιάσει· καὶ ἐντελῶς ἀπροσδόκητα τὸν ἔλαβε σῶο. Καὶ ἐσὺ ὅταν πέσεις σὲ θλίψη, μὴν ἐνεργήσεις γρήγορα, μὴ βιάζεσαι νὰ ἀπαλλαγεῖς, ὅπλισε τὴν ψυχή σου μὲ κάθε ὑπομονή, καὶ τότε θὰ ἀπαλλαγεῖς γρήγορα ἀπὸ τὴ θλίψη· γιατί γι᾿ αὐτὸ τὴ στέλνει ὁ Θεός, γιὰ νὰ σὲ διδάξει. Ὅταν λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μάθουμε νὰ ὑποφέρουμε τὴ θλίψη καὶ νὰ μὴ χάνουμε τὸ θάρρος μας, μᾶς ἐλευθερώνει στὴ συνέχεια, σὰν νὰ ἔχουμε κατορθώσει τὸ πᾶν.
Θέλω νὰ σᾶς διηγηθῶ μία ἱστορία χρήσιμη καὶ πολλὴ ὠφέλιμη. Καὶ ποιά εἶναι αὐτή; Ὅταν κάποτε ἔπεσε διωγμὸς καὶ ἄναψε σφοδρὸς πόλεμος ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, συνελήφθησαν δύο ἄντρες. Καὶ ὁ ἕνας ἦταν ἕτοιμος νὰ πάθει ὁτιδήποτε, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἦταν καὶ αὐτὸς ἕτοιμος καὶ γενναῖος στὸ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, ἀλλὰ φοβόταν καὶ ἔτρεμε τὰ ἄλλα βασανιστήρια. Πρόσεχε λοιπὸν τὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ· ὅταν κάθισε ὁ δικαστὴς διέταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν ἐκεῖνον ποὺ ἦταν ἕτοιμος νὰ πάθει ὁτιδήποτε, τὸν ἄλλο ὅμως, ἀφοῦ τὸν κρέμασε, τὸν ἔγδερνε, ὄχι μία καὶ δύο φορές, ἀλλὰ τὸν περιέφερε καὶ σὲ ὅλες τίς πόλεις. Γιατί λοιπὸν ἐπιτράπηκε αὐτό; Γιὰ νὰ θεραπεύσει μὲ τὰ βασανιστήρια τὴν ὀλιγωρία τῆς ψυχῆς του, γιὰ νὰ ἀπομακρύνει κάθε δειλία, γιὰ νὰ μὴ φοβᾷται ποτὲ πιὰ οὔτε νὰ διστάζει, οὔτε νὰ τρέμει γιὰ τὸ πρᾶγμα αὐτό. Καὶ ὁ Ἰωσήφ, ὅταν βιαζόταν πάρα πολὺ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ φυλακή, τότε κυρίως αὐξανόταν ἡ παραμονή του σὲ αὐτήν.
Ἄκουσέ τον ποὺ λέγει στὸν ἀρχιοινοχόο στὸν ὁποῖο καὶ ἑρμήνευσε σωστὰ τὸ ὄνειρο ποὺ εἶχε δεῖ: «ὅτι κλοπῇ ἐκλάπην ἐκ γῆς ἑβραίων (:ἂν εἶμαι δοῦλος, εἶμαι διότι μερικοὶ ἄνθρωποι μὲ ἔκλεψαν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Ἑβραίων)» καὶ «μνησθήσει περὶ ἐμοῦ πρὸς Φαραὼ καὶ ἐξάξεις με ἐκ τοῦ ὀχυρώματος τούτου (:μὴ μὲ λησμονήσεις ἐνώπιον τοῦ Φαραὼ καὶ φρόντισε νὰ μὲ βγάλεις ἀπὸ τὴ φυλακὴ αὐτή)» [Γέν. 40,14 καὶ Γέν. 40,15]. Γι᾿ αὐτὸ παρέμεινε τελικὰ καὶ ἄλλο στὴ φυλακὴ κατ᾿ οἰκονομία Θεοῦ, γιὰ νὰ μάθει ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἔχει ἐμπιστοσύνη, οὔτε νὰ ἐλπίζει σὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ στηρίζει τὰ πάντα στὸν Θεό.
Γνωρίζοντας λοιπὸν αὐτά, ἂς εὐγνωμονοῦμε τὸν Θεὸ καὶ ἂς κάνουμε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς συμφέρουν, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-titum.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν Πρὸς Τίτον ἐπιστολή, ὁμιλία ΣΤ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1989, τόμος 24, σελίδες 118-135.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm