του αειμνήστου θεολόγου Παναγιώτη Σημάτη
Ἀλήθεια πῶς μποροῦν;
Βλέπουμε στὶς φωτογραφίες –κάθε Κυριακὴ καὶ βέβαια τὴν σημερινή, ποὺ τιμᾶμαι τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο– τοὺς λαμπροστολισμένους ἱερεῖς καὶ τοὺς χρυσοστόλιστους Ἐπισκόπους κατάφορτους μὲ λαμπυρίζοντα ἄμφια, μίτρες, πατερίτσες καὶ ἐγκόλπια νὰ εἶναι παρόντες στοὺς θρόνους τους, καὶ διερωτόμαστε οἱ πιστοί: πόσο ἡ καρδιά τους συνταυτίζεται μὲ τὰ λεγόμενα καὶ ψαλλόμενα; Ποιά σχέση ἔχουν αὐτοί, ὡς Ποιμένες καὶ Πατέρες καὶ συνεχιστὲς τοῦ ἔργου ἐκείνων (ἀλλὰ κι ἐμεῖς οἱ λαϊκοί) μὲ τοὺς Πατέρες καὶ τοὺς πιστοὺς ἐκείνων τῶν χρόνων τῆς ὁμολογίας, τῆς θυσίας καὶ τοῦ μαρτυρίου;
Ἡ γενικὴ ἀπάντηση ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς πράξεις τους εἶναι σαφὴς καὶ ὁλοκάθαρη, ἀλλὰ τὴν Κυριακὴ αὐτή, ποὺ ἀκοῦμε τὰ τροπάρια τοῦ Ὄρθρου τῆς ἑορτῆς, ἀποκαλύπτεται τραγική! Ἡ τραγικότητα τῶν συγχρόνων μὴ ὁμολογητῶν Ποιμένων καὶ Ἐπισκόπων ἀποκαρδιώνει τοὺς πιστούς, ποὺ περιμένουν ἀπὸ αὐτοὺς νὰ καθοδηγηθοῦν, καθὼς οἱ παραλείψεις τους, ὡς πρὸς τὴν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως ποὺ εἶναι τὸ κύριο ἔργο τους, καθρεπτίζονται στὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ προφήτου Του:
«Ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ» (Ματθ. ιε΄ 8). Καί·«Ὦ οἱ ποιμένες οἱ διασκορπίζοντες καὶ ἀπολλύοντες τὰ πρόβατα τῆς νομῆς μου· …ὑμεῖς διεσκορπίσατε τά πρόβατά μου καὶ ἐξώσατε αὐτὰ (εἰς τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ) καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθε αὐτά» (Ἱερεμ. 23, 1-2). Καί·«ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνά μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου, ἔδωκαν τὴν μερίδα τὴν ἐπιθυμητήν μου εἰς ἔρημον ἄβατον, ἐτέθη εἰς ἀφανισμὸν ἀπωλείας» (Ἱερεμ. 12, 10-11). «Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ψωμιῶ αὐτοὺς ὀδύνην καὶ ποτιῶ αὐτοὺς ὕδωρ πικρόν, ὅτι ἀπὸ τῶν προφητῶν (Ἐπισκόπων, ἱερέων)Ἱερουσαλὴμ ἐξῆλθε μολυσμὸς πάσῃ τῇ γῇ. οὕτως λέγει Κύριος παντοκράτωρ· μὴ ἀκούετε τοὺς λόγους τῶν προφητῶν, ὅτι ματαιοῦσιν ἑαυτοῖς ὅρασιν, ἀπὸ καρδίας αὐτῶν λαλοῦσι καὶ οὐκ ἀπὸ στόματος Κυρίου»! (Ἱερεμ. 23, 15-16).
Ἔτσι ὁ Κύριος καὶ ὁ προφήτης ἐξηγεῖ τὰ γεγονότα τῆς ἀφωνίας, τῆς σιωπῆς, χειρότερο, τῆς ἀδιαφορίας καὶ προδοσίας τῶν συγχρόνων Ποιμένων γιὰ τὸ μεῖζον πρόβλημα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Ἀκούει κανεὶς τοὺς Ποιμένες νὰ ψάλλουν περὶ τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοὺς βλέπει ταυτόχρονα νὰ ἀνέχονται τὴν ταπείνωση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τοὺς παναιρετικοὺς Οἰκουμενιστές!
Τοὺς βλέπει ὑποκριτικὰ καὶ φαρισαϊκὰ νὰ ἐκστασιάζονται γιατί σήμερα «οἱ εὐκλεεῖς, πανόλβιοι, θεόφρονες καὶ σεπτοὶ Πατέρες, ὑψηλῇ διανοίᾳ, συνδιασκεψάμενοι ἀνεθεμάτισαν, τοὺς Εἰκονομάχους, ὡς ἀλλόκοτα τούτους φρονήσαντας» (Ὄρθρος ἑορτῆς), καὶ ταυτόχρονα βλέπει ὅτι στὴν πράξη δὲν τοὺς “καίγεται καρφί” γιὰ τοὺς παναιρετικοὺς Οἰκουμενιστές, ἐνῶ βλέπουν ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συμβαίνει σήμερα τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο: Δηλαδή, δὲν εὐφραίνεται καὶ δὲν λαμπροφορεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ στενάζει καὶ συνθλίβεται κάτω ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ δυσέβεια· ἀντὶ κεκοσμημένου χιτῶνα, ἐνδύεται χιτῶνα «κατηφείας καὶ σκότους» Οἰκουμενιστικοῦ, ἡ νύμφη «τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία»!
Καὶ διερωτᾶται κάθε πιστός:
Πῶς παρουσιάζονται λαμπροστόλιστοι καὶ καμαρώνουν μέσα στὶς χρυσὲς τους στολές, ἀδιαφοροῦντες ἂν τὴν ἴδια στιγμὴ περιβάλλεται καὶ ἐνδύεται ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς μὲ χιτῶνα κακοφροσύνης, ἀντὶ «χιτῶνος εὐφροσύνης»;
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀκοῦν καὶ νὰ ψάλλουν ὅτι «τὸ μακάριον, καὶ σεπτὸν Σύμβολον, οἱ σεπτοὶ Πατέρες, θεογράφως διεχάραξαν», καὶ νὰ ἐπαναλαμβάνουν κι αὐτοὶ πανηγυρικῶς τὸ «σεπτὸν Σύμβολον» τῆς Πίστεως ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ «Μία Ἐκκλησία καὶ ἓν Βάπτισμα» καὶ ταυτόχρονα νὰ μνημονεύουν, νὰ τιμοῦν καὶ νὰ κοινωνοῦν μὲ τὸν Πατριάρχη καὶ τὴν κλίκα του, ποὺ δέχονται πολλὲς Ἐκκλησίες καὶ πολλὰ αἱρετικὰ βαπτίσματα, διὰ τῶν ὁποίων καταλύεται τὸ ἕνα «σεπτὸν σύμβολον»;
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ θριαμβολογοῦν (σὲ ἄλλο τροπάριο) διότι «ὁ χορὸς τῶν Πατέρων κατῄσχυνε τοὺς αἱρετικούς», ἢ νὰ ψάλλουν εὐφροσύνως ὅτι, ἐσεῖς πατέρες σβήσατε «τὰς φλογώδεις, τῶν βλασφήμων συγχύσεις», τὴν στιγμὴ ποὺ μιὰ ἄλλη αἵρεση, φοβερότερη καὶ ὑπουλότερη –ἡ ἐσχατολογικὴ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ– βρίσκεται σὲ ἐξέλιξη, ἀναπτύσσεται ἀπολέμητη καὶ γιγαντώνεται, ἐνῶ αὐτοὶ ἀδρανοῦν πρὸς χαρὰν τῶν αἱρετικῶν οἰκουμενιστικῶν λύκων;
«Φωστῆρες ὑπέρλαμπροι, τῆς ἀληθείας Χριστοῦ, τῶ κόσμω ἐδείχθητε, ἐπὶ τῆς γῆς ἀληθῶς, Πατέρες μακάριοι, τήξαντες τὰς αἱρέσεις, τῶν δυσφήμων γλωσσάλγων, σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν βλασφήμων συγχύσεις, διὸ ὡς Ἱεράρχαι Χριστοῦ, πρεσβεύσατε σωθῆναι ἡμᾶς».
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ψάλλουν καὶ νὰ διαλαλοῦν ὅτι σήμερα, Κυριακὴ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἶναι «καιρὸς εὐφροσύνης, ἄρτι σωτηρίας ἡμέρα ἐπέφανεν, εὐφρανθῶμεν τοίνυν, καὶ Χριστῷ εὐφροσύνως βοήσωμεν», τὴν στιγμὴ ποὺ μιὰ Πανορθόδοξος «Ἁγία(!) καὶ Μεγάλη Σύνοδος», ἀποδέχτηκε, ἐμμέσως πλὴν σαφῶς νέους αἱρετικούς-Οἰκουμενιστικοὺς «Ὅρους καὶ Δόγματα»;
Γιὰ ποιά νίκη τῆς ἀληθοῦς Πίστεως, λοιπόν, θριαμβολογοῦμε σήμερα; Μποροῦν νὰ μᾶς τὸ ἐξηγήσουν οἱ καλλίφωνοι ψάλτες, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Ἐπίσκοποι; Ὅλοι, δηλαδή, ὅσοι ψάλλουν καὶ διαβάζουν τυπικὰ πλέον καὶ φολκλορικὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς Ἀκολουθίες, καὶ ταυτόχρονα ἐπιτρέπουν στοὺς Οἰκουμενιστὲς νὰ ἐμπεδώνουν τὴν Παναίρεση, ὡσὰν ποτὲ νὰ μὴν διάβασαν στὰ Πατερικὰ κείμενα ὅτι ἡ αἵρεση εἶναι μολυσματικὴ καὶ σὰν ἄλλη γάγγραινα μεταδίδεται στοὺς πιστούς (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)!
Αὐτὴν τὴν διαπίστωση τῶν Ἁγίων ἀπορρίπτουν ἐγωϊστικὰ καὶ ἀδιάκριτα οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς Ποιμένες, γι’ αὐτὸ καὶ περιμένουν τὶς ἐξελίξεις …“ἄχρι καιροῦ”, ἀντὶ νὰ συστήσουν στοὺς πιστούς (ἀφοῦ πρῶτα τὸ κάνουν οἱ ἴδιοι) τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές!
Τοὺς Ἁγίους ὅμως, ὅταν βρίσκονταν σὲ παρόμοιους καιροὺς αἱρέσεων, τοὺς καταλαμβάνει φόβος, μήπως μεταδοθεῖ στὰ μέλη τοῦ Ποιμνίου τους ἡ αἵρεση, ὅπως ὁ γνήσιος καὶ μὴ μισθωτὸς Ποιμήν, ὁ Μ. Βασίλειος, γράφει “Πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους Ἐπισκόπους”:
«Νῦν δὲ φοβούμεθα μή ποτε αὐξανόμενον τὸ κακόν, ὥσπερ τις φλὸξ διὰ τῆς καιομένης ὕλης βαδίζουσα, ἐπειδὰν καταναλώσῃ τὰ πλησίον, ἅψηται καὶ τῶν πόρρω. Ἐπινέμεται (ἐπεκτείνεται) γὰρ τὸ κακὸν τῆς αἱρέσεως, καὶ δέος ἐστὶ μὴ τὰς ἡμετέρας Ἐκκλησίας καταφαγοῦσα ἕρψῃ λοιπὸν καὶ ἐπὶ τὸ ὑγιαῖνον μέρος τῆς καθ’ ὑμᾶς παροικίας»!
Σημάτης Παναγιώτης