Ερμηνεία εις την Αποκάλυψη 1η συνέχεια από τη 4η Ομιλία που
έγινε στις 9-11-1980
Ὁμιλία 4η στήν Ἀποκάλυψη
Ἀποκ. 1, 4β-5α
Ἀνάλυση τοῦ «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος». – Ἡ «χάρις»
καί ἡ «εἰρήνη» ἀπό τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.
«Ἰωάννης ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις ταῖς ἐν τῇ Ἀσίᾳ· χάρις
ὑμῖν καὶ εἰρὴνη ἀπὸ Θεοῦ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, καὶ ἀπὸ τῶν ἑπτὰ
πνευμάτων, ἃ ἐνώπιον τοῦ θρόνου αὐτοῦ,
»καὶ ἀπὸ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ μάρτυς ὁ πιστός, ὁ πρωτότοκος
τῶν νεκρῶν καὶ ὁ ἄρχων τῶν βασιλέων τῆς γῆς. τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς καὶ λούσαντι
ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ,
»καὶ ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ
αὐτοῦ, αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.»1
«Χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος,
καὶ ἀπὸ τῶν ἑπτὰ πνευμάτων, ἃ ἐνώπιον τοῦ θρόνου αὐτοῦ, καὶ ἀπὸ Ἰησοῦ
Χριστοῦ.»
Ἔχουμε ἐδῶ μία θαυμάσια, ἀγαπητοί μου, ἀναφορά,
ὅπως θά δοῦμε, στόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό.
Ἡ σύνταξη «ἀπὸ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος» εἶναι
σόλοικη, δηλαδή ἀσύντακτη πρόταση. Θά ἔπρεπε νά ἦταν «ἀπὸ τοῦ ὄντος»·
ὄχι «ἀπὸ ὁ ὢν». Ὅπως ὁμοίως σόλοικο, μάλιστα φοβερά ὑπερβολικό,
εἶναι ἐκεῖνο τό «ὁ ἦν». Ἐκεῖνο τό «ἦν» εἶναι ὁ παρατατικός τοῦ ρήματος
εἰμί, πού θά πεῖ ἦταν. Καί βάζει ἄρθρο στό ρῆμα... ἄρθρο στό ρῆμα! σάν
νά λέγαμε ὁ παίζω... ὁ γράφω...! Τελείως ἀσύντακτο καί ἄγνωστο στή
γλῶσσα μας.
Ἀλλά πρόκειται, ἀγαπητοί μου, γιά ἕναν σκόπιμο σολοικισμό,
πού δέν ἔχει τί ἄλλο παρά νά προκαλέσει τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀναγνώστου.
Αὐτό τό βλέπουμε ὅτι πρόκειται γιά ἕναν σκόπιμο σολοικισμό καί ὄχι
ἁπλῶς γιατί προέρχεται ἀπό ἕναν ἀγράμματο ἄνθρωπο, εἶναι ἡ παρακάτω
σύνταξη, ἡ ὁποία εἶναι ὀρθή, πού λέει: «χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη... ἀπὸ
τῶν ἑπτὰ πνευμάτων», σωστά, γενική, «...καὶ ἀπὸ Ἰησοῦ Χριστοῦ», πολύ
σωστά. Συνεπῶς, ἐνῶ τά παρακάτω εἶναι σέ σωστή σύνταξη, αὐτό εἶναι
ἀσύντακτο.
Ὅπως λοιπόν ἀντιλαμβανόμαστε, ὁ ἱερός Συγγραφέας
θέλει μέ αὐτόν τόν τρόπο νά ἐκφράσει τό ἄκλιτο· διότι «ἀπό ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν»
–«ὁ ὢν» θά πεῖ ὁ Ὑπάρχων· εἶναι μετοχή τοῦ ρήματος εἰμί. Ὅπως σᾶς εἶπα,
τό ἦν εἶναι παρατατικός τοῦ ρήματος εἰμί. Θέλει νά ἐκφράσει ὁ ἱερός
Συγγραφέας τό ἄκλιτο καί ἀναλλοίωτο καί αἰώνιο τῆς Θεότητος, πού ἐκπροσωπεῖται
ἐδῶ ἀπό τόν Πατέρα, ὅπως φανέρωνε καί τό ὄνομα Jahve, τό τετραγράμματο
αὐτό ἱερό καί μυστηριῶδες ὄνομα, Jahve, πού θά πεῖ Κύριος ἤ ὁ Ὢν. Οἱ
Ἑβδομήκοντα μεταφράζουν «Κύριος», ἀλλά ὁμοίως ἀναφέρουν καί τό «ὁ
ὢν», ὁ Ὑπάρχων.
Αὐτό τό ὑπερφυσικό στοιχεῖο, στόν μέν λόγο ἐκφράζεται
μέ ἕναν σολοικισμό, στόν δέ χῶρο τῆς ἁγιογραφίας ἐκφράζεται μέ τό ἀντιρρεαλιστικό.
Γι’ αὐτό θά δεῖτε πολλούς Παντοκράτορες, σέ τρούλλους ζωγραφισμένους,
ἤ σέ φορητές ἀκόμη εἰκόνες –χαρακτηριστικός μάλιστα ὁ Παντοκράτωρ
τῆς Μονῆς Δαφνίου– ἔχει ἕνα ἐξαμβλωμένο χέρι, ἕνα χέρι μέ ρόζους,
πλατύ, φοβερό! Δέν εἶναι ἐκεῖνο τό ὡραῖο χέρι, τό νατουραλιστικό,
τό φυσικό, τό χυτό, τό ὄμορφο, ἀλλά ἐκεῖνο τό ἐξαμβλωτικό χέρι. Εἶναι
πράγματι τοῦ ἁγιογράφου λάθος; χονδροειδής ἄγνοια νά τοποθετηθεῖ
ζωγραφικά; Ἄπαγε! Ἐπίτηδες τό κάνει· γιατί θέλει νά ἐκφράσει, μέ αὐτό
τό ἐξαμβλωμένο χέρι, ἕνα χέρι ὑπερφυσικό, πού εὐλογεῖ ὑπερφυσικά.
Δέν εἶναι ἀνθρώπινο χέρι· εἶναι θεῖο χέρι. Καί πῶς θά ἐκφράσει τό ὑπερφυσικό
στοιχεῖο; παρά μέ κάτι τό ὁποῖο εἶναι ἀντιρρεαλιστικό, ἀντινατουραλιστικό.
Γι’ αὐτόν τόν λόγο δέν μᾶς παραξενεύει τό ὅτι βρίσκουμε στόν λόγο γιά
τήν ἔκφραση τοῦ ὑπερφυσικοῦ στοιχείου τόν σολοικισμό, τό ἀσύντακτο,
αὐτό τό «ἀπὸ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος».
Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Καισαρείας γράφει σχετικά τό ἑξῆς:
«Χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ τῆς τρισυποστάτου Θεότητος.». Δηλαδή ὁ
χαιρετισμός πρός ἐσᾶς τούς παραλήπτες, πού εἶστε οἱ ἑπτά Ἐκκλησίες
τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καί ὁ χαιρετισμός εἶναι ″ἡ χάρις καί ἡ εἰρήνη ἀπό
τήν τρισυπόστατη Θεότητα″. Δηλαδή τό «ἀπὸ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος»
εἶναι ἀκριβῶς οἱ περιπτώσεις τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Καί ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας καί λέει: «Διὰ μὲν γὰρ τοῦ, ὁ ὢν, ὁ Πατὴρ δηλοῦται·
ὁ χρηματίσας τῷ Μωϋσῇ, Ἐγώ εἰμι, [λέγων,] ὁ ὢν· διὰ δὲ τοῦ, ὁ ἦν, ὁ Λόγος,
ὃς ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν· διὰ δὲ τοῦ, ὁ ἐρχόμενος, ὁ Παράκλητος, ὁ ἀεὶ
ἐπιφοιτῶν τοῖς τῆς Ἐκκλησίας τέκνοις διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.»
2. Ὡραῖα τά λέει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, θαυμάσια.
Λέει λοιπόν ὅτι ὅταν λέει «ὁ ὢν»..... Ἐγώ θά ἔλεγα αὐτό.
Ὅταν λέει «ἀπὸ Θεοῦ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν...», ἐκεῖ, ἀπό τό «ἀπὸ Θεοῦ», θά βάζαμε
ἄνω-κάτω τελεία, θά βάζαμε εἰσαγωγικά, ὅπως ἀκριβῶς ὅταν θέλουμε
νά ποῦμε τόν τίτλο μιᾶς ἑταιρείας ἤ ὅ,τι ἄλλο, μιᾶς φράσεως στερεότυπης,
τήν ἀφήνουμε στή σύνταξή της, ὅπως εἶναι, καί τήν βάζουμε σέ εἰσαγωγικά
γιά νά ἐκφράσουμε αὐτό κατά ἀναλλοίωτο τρόπο. Ἔτσι λοιπόν αὐτή ἡ ἔκφραση,
«ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος», εἶναι κατά κάποιο τρόπο ἐπεξήγηση τῆς
λέξεως Θεός. Αὐτό εἶναι. Καί πράγματι, ἀκοῦστε το –ὅταν θέλουμε νά
τό δοῦμε πιό ἀναλυτικά.
Ὅταν λέει «Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν.» –πότε;– ὅταν ὁ Μωϋσῆς ρώτησε
τόν ὄνομα τοῦ Θεοῦ –εἶναι στό βιβλίο τῆς Ἐξόδου, στό 3ο κεφάλαιο,
στίχος 14· εἶναι ἀξιομνημόνευτο χωρίο αὐτό, παρακαλῶ, ἀπό ὁλόκληρη
τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀξιομνημόνευτο χωρίο! ὅπως καί τό 6ο κεφάλαιο
τῆς Γενέσεως, ὅπως καί τό 6ο τοῦ Ἡσαΐου· εἶναι παράλληλα– «Κύριε,
ποιό τό ὄνομά Σου; Τί θά πῶ στούς συμπατριῶτες μου ὅταν θά πάω στήν Αἴγυπτο;
Θά μοῦ ποῦν: ″Ποιός Θεός σέ στέλνει;″.» Καί ἀπαντᾶ ὁ Κύριος: «Ἐγώ εἰμι
ὁ ὤν.»3, εἶμαι ὁ Ὑπάρχων.
Ἐάν λοιπόν ὑποτεθεῖ ὅτι ὁμιλεῖ ἐκεῖ ὁ Πατήρ, ἐδῶ
τότε, ὅταν λέει «ὁ ὢν», εἶναι ὁ Πατήρ. Ὅταν λέει «ὁ ἦν»..... εἶναι ἐκεῖνο
πού διατυπώνει ὁ ἴδιος ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής στό εὐαγγέλιό του,
πού λέει: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος». Στήν ἀρχή, δηλαδή ὅταν ἔγινε ἡ ἀρχή τῆς
δημιουργίας, ὑπῆρχε ὁ Λόγος. Συνεπῶς αὐτό τό «ὁ ἦν» ἀναφέρεται
στόν Υἱό. Ὡς πρός δέ τό «ὁ ἐρχόμενος», ἀναφέρεται στόν Παράκλητο, τό
Πνεῦμα τό Ἅγιο, τό Ὁποῖο ἦλθε καί μένει στήν Ἐκκλησία καί ἁγιάζει τά
τέκνα τοῦ Θεοῦ διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.
Ἄλλά ὅμως θά μπορούσαμε ἀκόμη νά σημειώσουμε τά ἑξῆς.
Ὅταν λέει «ὁ ὢν», ὅταν λέει «ὁ ἦν» καί ὅταν λέει «ὁ ἐρχόμενος», αὐτά
καί τά τρία περικλείουν τό ἅπαν τοῦ χρόνου· ἔχουν μέσα τό παρόν –ὅταν
λέει «ὁ Ὑπάρχων», Αὐτός πού ὑπάρχει τώρα, καί πάντα ὑπάρχει– ..... Φυσικά
καί μόνο του τό «ὁ ὢν» περιέχει μέσα του, τό ὄνομα «ὁ ὢν», καί τό παρόν
καί τό παρελθόν καί τό μέλλον. Ὅμως κατά ἀναλυτικότερο τρόπο, ἐφ’ ὅσον
ἔχουμε τό «ὁ ὢν», ἔχουμε τό «ὁ ἦν», δηλαδή Αὐτός πού ὑπῆρχε καί Αὐτός
πού ἔρχεται, καί πάντα ἔρχεται, ἐδῶ βλέπουμε νά περικλείεται τό ἅπαν
τοῦ χρόνου, δηλαδή τό παρόν, τό μέλλον καί τό παρελθόν, μέσα στόν ὁποῖο
χρόνο κινεῖται ὁ Θεός –μπά!– ξεπερνᾶ ὁ Θεός τόν χρόνο, εἶναι ἔξω καί ἀπό
τό παρόν καί ἀπό τό μέλλον καί ἀπό τό παρελθόν, διότι γιά τόν Θεό δέν ὑπάρχει
χρόνος. Συνεπῶς μ’ αὐτή τήν χρονική ἔκφραση θέλει νά δείξει ὅτι ὁ Θεός
εἶναι ὑπέρχρονος.
Ἀκόμα ἡ ὀνομασία πού δίδεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή
Ἰωάννη «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος» παίρνει μιά ἐντελῶς ἰδιάζουσα
χροιά. Δηλαδή. Ὅταν λέει «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν», πού δείχνει κάτι πού ὑπάρχει
τώρα, κάτι πού ὑπῆρχε πρῶτα, πάντα, αὐτό ἐκφράζει τόν Θεό, καί ἐκφράζει
τήν θεία φύση. Ὅταν λέει «ὁ ἐρχόμενος», ἐδῶ ἐκφράζει τόν Θεό μέσα
στήν Ἱστορία· διότι ὁ Θεός δέν μετακινεῖται. Ὀρθά εἶχε πεῖ ὁ Ἀριστοτέλης
ὅτι εἶναι «τὸ πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον»4, πού κινεῖ τά πάντα, εἶναι ἡ Ἀρχή
τῆς κινήσεως, ἡ Ἀρχή τοῦ παντός, ἀλλά ὁ Αὐτός, ὁ Θεός, μένει ἀκίνητος.
Τί θά πεῖ ἀκίνητος; Ἀφοῦ πληροῖ τά πάντα, δέν εἶναι δυνατόν νά κινεῖται.
Διότι κινοῦμαι ὅταν καταλαμβάνω ἕνα σημεῖο τοῦ χώρου, ἐνῶ ἕνα ἄλλο
δέν τό καταλαμβάνω, καί πηγαίνω, φεύγω ἀπό τό πρῶτο μου σημεῖο καί
πηγαίνω στό δεύτερο σημεῖο, γιά νά τό καταλάβω τό δεύτερο σημεῖο. Τότε
περπατῶ, τότε πηγαίνω, τότε ἔρχομαι. Ἀλλά, ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, ὁ
Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών, καί γιά τόν Θεό δέν ὑπάρχει τό πήγαινε καί
ἔλα· τό πήγαινε καί ἔλα ἀναφέρεται στόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Συνεπῶς τό «ὁ ἐρχόμενος» ἀναφέρεται στήν θεία φύση πού προσλαμβάνει
τήν ἀνθρώπινη φύση· στόν Θεό Λόγο, πού γίνεται ἄνθρωπος. Ὅπως ἐκεῖνο
τό τοῦ Κυρίου, πού εἶπε στούς Μαθητές Του –εἶναι στό Κατὰ Ἰωάννην: «ὑπάγω
καὶ ἔρχομαι»5, θά πάω καί θά ἔρθω· αὐτό τό ὑπάγειν καί ἔρχεσθαι τοῦ Θεοῦ·
πού κινεῖται ὁ Θεός μέσα στήν Ἱστορία, ἀλλά πάντα μέ τήν ἀνθρώπινή Του φύση.
Ἀλλά εἶναι ἀκόμη χαρακτηριστικό, ἀγαπητοί μου, ὅτι
ἐνῶ ὁ Θεός πάντοτε εἶναι «ὁ Ὑπάρχων», σέ χρόνο ἐνεστῶτα, πού δείχνει
τήν διάρκεια, ταυτοχρόνως εἶναι καί «ὁ ἐρχόμενος» –ἐνεστώς καί ἐδῶ·
μετοχή ἐνεστῶτος– πού δείχνει ὅτι πάντοτε ἔρχεται. Ἔτσι βλέπουμε ὅτι
οὐδέποτε ὁ Θεός, ὁ αἰώνιος Θεός, «ὁ ὢν», πού πάντα ἔρχεται, ποτέ δέν
ἄφησε τόν κόσμο καί τήν Ἱστορία, διότι ὁ Θεός πάντοτε ἔρχεται.
Ἀλλά αὐτό τό πάντοτε, πού ἐκφράζει τό «ὁ ἐρχόμενος»,
ἔχει καί τίς ἔκτακτες περιπτώσεις. Τό βλέπουμε αὐτό στήν Πρὸς Ἑβραίους
ἐπιστολή ὡς ἑξῆς: «ἔτι μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ
χρονιεῖ»6. Λέει ἀκόμα λίγο· νά, τώρα δά· «ὅσον ὅσον»· Αὐτός πού ἔρχεται
θά ἔλθει. Ἀκοῦστε ἔκφραση· «ὁ ἐρχόμενος ἥξει»! Αὐτός πού ἔρχεται
πάντοτε θά ἔλθει! Μά πῶς θά ἔλθει, ἀφοῦ ἔρχεται πάντοτε; Ἔ, λοιπόν...
«καὶ οὐ χρονιεῖ»6, δέν θά ἀργήσει!... Μά πῶς δέν θά ἀργήσει, ἀφοῦ πάντοτε
ἔρχεται;
Ἔ, τό «ὁ ἐρχόμενος» δείχνει τόν Θεό πού πάντα ἔρχεται
μέσα στήν Ἱστορία. Ὁ Θεός εἶναι πάντοτε μέσα στήν Ἱστορία, καί ἐφορᾶ,
βλέπει τόν κόσμο· τά σύμπαντα «ἐν χειρὶ Θεοῦ»7, ὅλα εἶναι στό χέρι τοῦ
Θεοῦ· ἀλλά ἐκεῖνο τό «ἥξει», θά ἔλθει, εἶναι οἱ ἔκτακτες ἐμφανίσεις
τοῦ ἐνανθρωπήσαντα Θεοῦ Λόγου.