Αγώνας - Εφημερίδα Αγωνιζομένων Χριστιανών Λαρίσης Α.191
Του Πρ. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου
Πριν από χρόνια, όταν ήμουν εφημέριος στον ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, μ’ εκάλεσαν νά εξομολογήσω εκτάκτως, κατόπιν δικής του επιθυμίας, ένα νέο άνδρα, 42 ετών, του οποίου το όνομα, ήτο Ξενοφών. Όταν πήγα, ήταν σε κακή κατάστασι. Ο καρκίνος με τις ραγδαίες μεταστάσεις τον είχε προσβάλλει καί στό κεφάλι.
Οι
μέρες του μετρημένες. Ήταν μόνος στον θάλαμο, το διπλανό κρεββάτι ήταν
άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας. Και μου είπε τα έξης, για το πως
πίστεψε, αφού υπήρξε, όπως το τόνισε, “σκληρός άθεος” καί άπιστος.
«Ήλθα εδώ πριν από 35 περίπου μέρες, σ' αυτό τό δωμάτιο των δύο κλινών.
Δίπλα
μου ήταν ήδη κάποιος άλλος άρρωστος, μεγάλος στην ηλικία, 80 περίπου
ετών. Αυτός ό άρρωστος, πάτερ μου, παρά τους φοβερούς πόνους πού είχε
στά κόκκαλα -εκεί τον είχε προσβάλει ό καρκίνος- συνεχώς αναφωνούσε “Δόξα Σοι, ό Θεός! Δόξα Σοι, ό Θεός!…”
Στη συνέχεια έλεγε καί πολλές άλλες προσευχές, πού εγώ ό άνεκκλησίαστος και άθεος τις άκουγα για πρώτη φορά.
Κι όμως, πολλές φορές μετά από τις προσευχές του ηρεμούσε -κι εγώ δέν ξέρω με ποιόν τρόπο- και τον έπαιρνε γλυκύτατος ύπνος.
“Υστερα
άπό δυό-τρεις ώρες ξυπνούσε άπό τους αφόρητους πόνους, γιά νά ξαναρχίση
καί πάλιν “το Χριστέ μου, Σ ευχαριστώ! Δόξα στό όνομα Σου!…Δόξα Σοι, ό
Θεός!…Δόξα Σοι, ο Θεός!…”
‘Εγώ μούγκριζα άπό τους πόνους, κι αυτός ό συνασθενής μου, μέ τους αφόρητους πόνους, δοξολογούσε τόν Θεό.’
Εγώ βλαστημούσα τόν Χριστό καί τήν Παναγία, κι αυτός μακάριζε τόν Θεό,
Τόν ευχαριστούσε γιά τόν καρκίνο πού τοϋ έδωσε καί τους πόνους πού είχε.Τότε εγώ αγανακτούσα όχι μόνο άπό τους πόνους τους φρικτούς
πού είχα, άλλα καί γιατί έβλεπα αυτόν, τόν συνασθενή μου, νά δοξολογή
συνεχώς τόν Θεό. Αυτός έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα “τήν Θεία Μεταλαβιά” κι
έγώ ό άθλιος ξερνούσα άπό αηδία.
- Σκάσε, επί τέλους. σκάσε επί
τέλους νά λές συνεχώς “Δόξα Σοι, ό Θεός”! Δέν βλέπεις πώς Αυτός ό Θεός,
πού έσύ Τόν δοξολογείς, Αυτός μας βασανίζει τόσο σκληρά; Θεός είναι
αυτός; Δέν υπάρχει.”Οχι! δέν υπάρχει…
Πριν από χρόνια, όταν ήμουν εφημέριος στον ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, μ’ εκάλεσαν νά εξομολογήσω εκτάκτως, κατόπιν δικής του επιθυμίας, ένα νέο άνδρα, 42 ετών, του οποίου το όνομα, ήτο Ξενοφών. Όταν πήγα, ήταν σε κακή κατάστασι. Ο καρκίνος με τις ραγδαίες μεταστάσεις τον είχε προσβάλλει καί στό κεφάλι.
Οι
μέρες του μετρημένες. Ήταν μόνος στον θάλαμο, το διπλανό κρεββάτι ήταν
άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας. Και μου είπε τα έξης, για το πως
πίστεψε, αφού υπήρξε, όπως το τόνισε, “σκληρός άθεος” καί άπιστος.
«Ήλθα εδώ πριν από 35 περίπου μέρες, σ' αυτό τό δωμάτιο των δύο κλινών.
Δίπλα
μου ήταν ήδη κάποιος άλλος άρρωστος, μεγάλος στην ηλικία, 80 περίπου
ετών. Αυτός ό άρρωστος, πάτερ μου, παρά τους φοβερούς πόνους πού είχε
στά κόκκαλα -εκεί τον είχε προσβάλει ό καρκίνος- συνεχώς αναφωνούσε “Δόξα Σοι, ό Θεός! Δόξα Σοι, ό Θεός!…”
Στη συνέχεια έλεγε καί πολλές άλλες προσευχές, πού εγώ ό άνεκκλησίαστος και άθεος τις άκουγα για πρώτη φορά.
Κι όμως, πολλές φορές μετά από τις προσευχές του ηρεμούσε -κι εγώ δέν ξέρω με ποιόν τρόπο- και τον έπαιρνε γλυκύτατος ύπνος.
“Υστερα
άπό δυό-τρεις ώρες ξυπνούσε άπό τους αφόρητους πόνους, γιά νά ξαναρχίση
καί πάλιν “το Χριστέ μου, Σ ευχαριστώ! Δόξα στό όνομα Σου!…Δόξα Σοι, ό
Θεός!…Δόξα Σοι, ο Θεός!…”
‘Εγώ μούγκριζα άπό τους πόνους, κι αυτός ό συνασθενής μου, μέ τους αφόρητους πόνους, δοξολογούσε τόν Θεό.’
Εγώ βλαστημούσα τόν Χριστό καί τήν Παναγία, κι αυτός μακάριζε τόν Θεό,
Τόν ευχαριστούσε γιά τόν καρκίνο πού τοϋ έδωσε καί τους πόνους πού είχε.Τότε εγώ αγανακτούσα όχι μόνο άπό τους πόνους τους φρικτούς
πού είχα, άλλα καί γιατί έβλεπα αυτόν, τόν συνασθενή μου, νά δοξολογή
συνεχώς τόν Θεό. Αυτός έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα “τήν Θεία Μεταλαβιά” κι
έγώ ό άθλιος ξερνούσα άπό αηδία.
- Σκάσε, επί τέλους. σκάσε επί
τέλους νά λές συνεχώς “Δόξα Σοι, ό Θεός”! Δέν βλέπεις πώς Αυτός ό Θεός,
πού έσύ Τόν δοξολογείς, Αυτός μας βασανίζει τόσο σκληρά; Θεός είναι
αυτός; Δέν υπάρχει.”Οχι! δέν υπάρχει…
Κάποιος να μας πεί, ποός είναι εκείνος δίπλα στον πρ. Ζακύνθου.