Ένα σύστημα, που στις προοδευμένες χώρες αποτελεί κοινό τόπο
ή θεωρείται ξεπερασμένο, στη δική μας προβάλλεται ως καινοτομία. Το ίδιο
ακριβώς συμβαίνει και με το ολοήμερο σχολείο. Υπερτιμάται ο ρόλος του με το να
παρουσιάζεται ως «πανάκεια» στο χώρο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Πρόκειται
για εντυπώσεις χωρίς αντίκρυσμα και παραπλάνηση του κοινού από τα καυτά
προβλήματα της τρέχουσας καθημερινής εκπαιδευτικής επικαιρότητας.
Το ολοήμερο σχολείο δεν αποτελεί βεβαίως τον ιδανικότερο
τύπο σχολείου. Ωστόσο θεραπεύει αναντίρρητα μερικές οικογενειακές και
κοινωνικές ανάγκες.
Πολλοί γονείς για διαφόρους λόγους δεν μπορούν να είναι τις
μεταμεσημβρινές ώρες στο σπίτι τους, για να υποδεχθούν και να επιβλέψουν τα
μικρά τους παιδιά που γυρίζουν από το σχολείο ή δεν έχουν τη δυνατότητα να
ελέγξουν τη σχολική τους εργασία και να τα βοηθήσουν στα μαθήματά τους.
Με τη λειτουργία του ολοήμερου μπορούν, όσοι μαθητές θέλουν,
να παραμείνουν και μετά την κανονική του λήξη μερικές ώρες ακόμη στο σχολείο,
υπό την επίβλεψη υπεύθυνων εκπαιδευτικών, για να συμπληρώσουν ή να
προετοιμάσουν τις σχολικές τους εργασίες ή και να διδαχθούν πρόσθετα μαθήματα.
Αυτοί οι μαθητές, εκτός από τη σχολική τους σάκα, θα φέρουν μαζί τους το πρωί
και το καλαθάκι με το μεσημβρινό τους φαγητό.
Η λειτουργία όμως αυτού του σχολείου στον τόπο μας, με τα
υπάρχοντα δεδομένα, είναι αδύνατη και για σήμερα και για αρκετά ακόμη χρόνια.
Υπάρχει σοβαρή έλλειψη διδακτηρίων στην πατρίδα μας. Τα
περισσότερα σχολεία των πόλεων, αν όχι όλα, συστεγάζονται και λειτουργούν
εναλλάξ εβδομαδιαία πρωί-απόγευμα. Γι’ αυτά συνεπώς δεν μπορεί να γίνει ούτε
λόγος για ολοήμερη λειτουργία. Στα έχοντα αυτοτελή διδακτηριακή στέγαση πρέπει
να εξασφαλιστούν πρόσθετες και κατάλληλες αίθουσες για εστιατόρια. Πρέπει να
διοριστεί και ανάλογο εκπαιδευτικό προσωπικό. Παρά ταύτα δεν επιτρέπεται επ’
ουδενί λόγω να εγκαταλειφθεί ως μελλοντικός στόχος.
Πέραν όμως τούτων, σήμερα, δε λειτουργεί σωστά και αποδοτικά
το γενικό ημιημερήσιο δημόσιο σχολείο και των δύο βαθμίδων της εκπαίδευσης,
πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας. Η επιβεβαίωση έρχεται από την ιδιωτική
εκπαίδευση, που συνεχώς κερδίζει έδαφος και τα ιδιωτικά ειδικά φροντιστήρια,
που συνεχώς πληθαίνουν και καθιερώθηκαν πλέον ως «παράλληλα σχολεία».
Βασικά αίτια της μη αποδοτικής λειτουργίας των σχολείων
είναι οι συχνές, οι αμελέτητες και χωρίς πειραματική δοκιμασία αλλαγές, η
ακαταλληλότητα των σχολικών βιβλίων, η αντιμετώπιση της υπηρεσιακής κατάστασης
των εκπαιδευτικών με κομματικά κριτήρια και η έλλειψη παντελούς ελέγχου και
επιμελημένης εργασίας.
Και όμως πολλά μπορούν να διορθωθούν στη δημόσια εκπαίδευση
και μάλιστα χωρίς χρηματικές δαπάνες. Αρκούν για τούτο η πολιτική βούληση και η
καλή προαίρεση.
Οι υπεύθυνοι της εκπαίδευσης πρέπει πρωτίστως να προχωρήσουν
στην αποκομματικοποίηση και τη στελέχωσή της με αυστηρές αξιοκρατικές και
αδιάβλητες διαδικασίες, να εγκαταλείψουν τις λαϊκίστικες και δημαγωγικές
αντιλήψεις, να εμπνεύσουν στην παιδεία υψηλούς στόχους, ιδανικά, οράματα, να
εκσυγχρονίσουν τα εκπαιδευτικά προγράμματα, να βελτιώσουν τα σχολικά βιβλία και
να εγκρίνουν την κυκλοφορία περισσότερων του ενός ανά κλάδο προκηρύσσοντας για
τη συγγραφή τους πανελλήνιο διαγωνισμό, να καθιερώσουν για την αξιολόγηση των
μαθητών απλό τρόπο με χρήση αριθμών και χαρακτηρισμών και χωρίς τις πρόσφατες
ατελέσφορες γραφειοκρατικές τροχοπέδες και να παρουσιάζουν στους μαθητές
πρότυπα αξιών για μίμηση.
Παράλληλα να αυξήσουν τις δαπάνες για την παιδεία, να
μεριμνήσουν για την ανέγερση και τη συντήρηση των διδακτηρίων, να δώσουν
βαρύτητα και περιεχόμενο στη μόρφωση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, να
περιορίσουν τους αναπληρωτές με μόνιμους διορισμούς και με βάση την επετηρίδα
και να ικανοποιήσουν μισθολογικά τους εκπαιδευτικούς.
Η εκάστοτε κυβέρνηση για τις απολαβές των εκπαιδευτικών και
των εργαζομένων γενικότερα επικαλείται κρατική οικονομική αδυναμία και
καταλήγει στη σκληρή λιτότητα. Όταν όμως πρόκειται για τις απολαβές των
βουλευτών επικαλείται ευρωπαϊκά κριτήρια και αξιοπρεπή ζωή. Και για την
ενίσχυση των κονδυλίων επιχορήγησης των πολιτικών κομμάτων παίρνει ιδιαίτερη
μέριμνα. Κρίση με «δύο μέτρα και σταθμά»(!)
Αυτά τα φαινόμενα πρέπει επιτέλους να εκλείψουν. Διαφορετικά
ούτε η εκπαίδευση ούτε και ο τόπος θα πάνε μπροστά. Και ο λαός έχει μερίδιο
ευθύνης για όσα απαράδεκτα τεκταίνονται σ’ αυτή τη χώρα. Ας αντιδράσει με κάθε
νόμιμο και πρόσφορο μέσο και κυρίως με τη σωστή χρήση της ψήφου. Το απαιτεί το
δικό του συμφέρον και το μέλλον του τόπου.
(Α.Κ.)