Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΛΩΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 1821

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

 

1. Τό θαῦμα τῆς ἐπιβίωσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ κατά τήν Τουρκοκρατία.

 

Εἶναι πλέον κατασταλαγμένη καί γενικά ἀποδεκτή ἡ ἱστορική ἐκτίμηση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τά ἔθνη χάνονται, ὄχι ὅταν χάσουν τήν κρατική τους ὑπόσταση, τό σῶμα τους, ἀλλά ὅταν χάσουν τόν πολιτισμό τους, τήν ψυχή τους. Ἦταν συγκλονιστική ἡ ἐντύπωση πού προκλήθηκε στόν τότε γνωστό κόσμο ἀπό τήν εἴδηση τῆς ἁλώσεως τῆς Πόλης. Ἡ ὑπερχιλιετής ἔνδοξη χριστιανική αὐτοκρατορία, πού τόσο μεγαλόπνοα θεμελίωσε ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, ἐξέπνευσε μαζύ μέ τήν τελευταία πνοή ἑνός ἄλλου Κωνσταντίνου, τοῦ Παλαιολόγου, πού ἐπάξια ὑπεράσπισε τήν τιμή καί τό μεγαλεῖο της πέφτοντας ἡρωϊκά σέ ἕνα ἄνισο ἀγώνα. Ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία κατά θεία ρύθμιση κουβαλοῦσε ἐνσωματωμένο μέσα της τόν Ἑλληνισμό, διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο. Γιατί δέν ἐπρόκειτο ἁπλῶς γιά τό τέλος ἑνός κράτους· θά δοκιμαζόταν τώρα σκληρά ἡ ἀντοχή τῆς ὀρθόδοξης πίσης, ἡ ὁποία ἐγονιμοποίησε καί διεμόρφωσε τόν ὀρθόδοξο πολιτισμό μέσα στά κρατικά ὅρια τῆς Ρωμανίας, συγχρόνως ὅμως ἐπέδρασε ἀποφασιστικά στήν ἱστορική πορεία καί ἐξέλιξη μεγάλων ἐθνῶν, τῶν σλαβικῶν. Θά ἐπεβίωνε ἆραγε τό πνεῦμα, ἡ ψυχή αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, ἔστω καί ἄν ὁ κρατικός φορέας του ἔπαυε πλέον νά ὑπάρχει;

Σημειώνουμε τήν ἀδιαφιλονίκητη ἐπισήμανση ὅτι, παρά τήν γεωγραφική συρρίκνωση καί πολιτική ἐξασθένηση πού ὑφίστατο σταδιακά ἡ αὐτοκρατορία, παρατηρεῖται μετά τόν Μ. Φώτιο μία ἐκρηκτική πνευματική ἄνθηση πού κορυφώνεται τόν 14ο αἰώνα, στήν ἡσυχαστική θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἡ ὁποία μέσα στήν γενική ἀπογοήτευση καί ἀποθάρρυνση τῶν τελευταίων πρίν ἀπό τήν ἅλωση χρόνων, κατά τούς ὁποίους ὅλοι περίμεναν τό τέλος, ἐκφράζεται καί ἐκπροσωπεῖται ἐπάξια ἀπό τόν Ἅγιο Μᾶρκο Ἐφέσου τόν Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος γνωρίζοντας ὅτι δέν μπορεῖ νά ἐπιβιώσει ἕνα ἔθνος χωρίς πίστη καί πολιτισμό, χωρίς πνευματική καί πολιτιστική ταυτότητα, ἀρνεῖται στήν Φερράρα-Φλωρεντία, μόνος ἀπό ὅλους τούς ἡγέτες, τήν ἀποστασία τοῦ ἐκλατινισμοῦ καί τήν ὑποταγή στόν πάπα καί διασώζει τήν Ὀρθοδοξία. Ὁ ἴδιος ὑποδεικνύει λίγο πρίν ἀπό τόν θάνατό του (1444-1445) τόν διάδοχό του στόν ἀγώνα ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν κρατικό τότε ἀξιωματοῦχο, φιλόσοφο καί θεολόγο Γεώργιο Σχολάριο, τόν μετέπειτα μοναχό (1450) Γεννάδιο καί πρῶτο μετά τήν ἅλωση πατριάρχη καί ἐθνάρχη Γεννάδιο Σχολάριο.

Ἦταν πράγματι θεϊκῆς ἔμπνευσης αὐτή ἡ ὑπόδειξη γιά τή διαδοχή. Γιατί σέ λίγο, μέσα ἀπό τά συντρίμια καί τά χαλάσματα τῆς καταστροφῆς καί τοῦ θανάτου, ἔπρεπε νά ὑπάρξει, νά συντηρηθεῖ, ἡ ἐλπίδα γιά τήν ἀνάσταση καί τή ζωή, νά διασωθεῖ τό ἀκμαῖο καί δυνατό καί ζωντανό πνεῦμα τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ, ὅπως καί ἔγινε στό πρόσωπο, στή δράση καί στήν προσφορά τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός εἶχε καλά διαγνώσει καί ἐκτιμήσει τήν κατάσταση. Ὁ Σχολάριος ἦταν ὁ μόνος ἱκανός καί ἄξιος νά ἀνταποκριθεῖ στόν μεγάλο αὐτό ἱστορικό ρόλο τῆς διάσωσης καί ἐπιβίωσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Μεγάλος φιλόσοφος, μεγάλος θεολόγος καί μεγάλος ἐκκλησιαστικός πολιτικός, ἐπαναλαμβάνει τόν 15ο αἰώνα, κάτω ἀπό ἀσύγκριτα πιό δύσκολες συνθῆκες, τήν περίπτωση τοῦ Μ. Φωτίου. Ὅπως καί ἐκεῖνος, ὑπῆρξε ὁ ἀποτελεσματικώτερος ἀντίπαλος τοῦ πάπα καί τῶν Δυτικῶν, αὐτός πού ἀχρήστευσε καί ἄφησε μετέωρες καί ἀνεφάρμοστες τίς ἀποφάσεις τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ὄχι μόνο μέ τά θεολογικά του συγγράμματα, ἀλλά καί ὡς ἔμπιστος σύμβουλος τῶν δύο τελευταίων Παλαιολόγων, τοῦ Ἰωάννου Ζ´ καί τοῦ Κωνσταντίνου ΙΑ´, καί ὡς ὀργανωτής καί ἐμψυχωτής τῶν ἀντιδράσεων κλήρου καί λαοῦ. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι αὐτές τίς δύο μεγάλες μορφές, ἀνάμεσα βέβαια σέ ἄλλες, ἰδιαίτερα κακοποίησε καί συκοφάντησε ἡ δυτική ἱστοριογραφία καί ἡ θεολογική ἔρευνα, παρασύροντας σ᾽ αὐτό καί μερικούς δικούς μας ἐπιστήμονες, ἀνύποπτους καί ἀνυποψίαστους ὡς πρός τά δρώμενα στήν πορεία τῆς ἱστορίας, δούλους τῆς βιβλιογραφίας καί τῶν παραπομπῶν, καί κατά συνέπεια τῶν ἐπιρροῶν, ὅταν βέβαια δέν πρόκειται γιά συνειδητούς ἀποστάτες.

Μετά λοιπόν τήν ἅλωση, τήν συγκεντρωμένη στούς αἰῶνες δύναμη καί αἴγλη τῆς Ὀρθοδοξίας ἔκλεινε μέσα του ὁ Σχολάριος. Ἡ ψυχή ἑνός ὁλοκλήρου πολιτισμοῦ εἶχε ἐγκαταβιώσει σέ ἕνα ἡγέτη· ἔπρεπε νά μήν ἀφήσει τήν συνείδηση τοῦ Γένους νά ταφεῖ κάτω ἀπό τήν συμφορά καί τήν δουλεία. Καί τό ἐπέτυχε αὐτό πλήρως, ἐφαρμόζοντας συνετή ἐκκλησιαστική πολιτική, ὥστε νά ἐξασφαλίσει τήν ἀνοχή τοῦ ἀλλόθρησκου κατακτητῆ καί νά συσπειρώσει τούς ὑπόδουλους Ρωμιούς κάτω ἀπό τή σκέπη τῆς Ἐκκλησίας, πού λειτουργοῦσε πλέον καί ὡς ἐθναρχική ἐξουσία ὑποκαθιστώντας τήν καταλυθεῖσα πολιτική. Ἔπρεπε πρό παντός νά βροῦν στήριγμα καί ἐνθάρρυνση κάτω ἀπό ἕνα ἀξιόπιστο ἡγέτη οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί, γιά νά ἀποφευχθοῦν οἱ ἑκούσιοι ἐξισλαμισμοί, πού ἐξασφάλιζαν τιμές καί ἀνέσεις καί πού μποροῦσαν ἀπό μικρό ρυάκι νά μεταβληθοῦν σέ ὁρμητικό ρεῦμα καί νά παρασύρουν τά πάντα. Ὁ Ἑλληνισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία μπροστά στήν νέα αὐτή κατάσταση, στήν νέα αὐτή πορεία, βρῆκαν στό πρόσωπο τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου τόν νέο Μωϋσῆ, πού θά τούς ὁδηγοῦσε στήν ἔρημο τῆς δουλείας, πού θά συντηροῦσε κάτω ἀπό νέο καθστώς, ὅ,τι εἶχε ἐπιτευχθῆ κατά τή διάρκεια τῆς λαμπρῆς βυζαντινῆς χιλιετίας. Ἔχουν ἐπισημανθῆ καί καταγραφῆ ἀπό παλαιές ἱστορικές πηγές καί ἀπό σύγχρονους ἐρευνητές αὐτά πού κατόρθωσε ἡ ἐθναρχοῦσα Ἐκκλησία, ἡ συμβολή της π.χ. στήν παιδεία τῶν ὑποδούλων στά περίφημα ἑλληνικά σχολεῖα, κρυφά καί φανερά, στήν Πατριαρχική Ἀκαδημία πού ὁ ἴδιος ὁ Σχολάριος ἐδημιούργησε, στίς σχολές τῆς Πάτμου, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς Σμύρνης, τῆς Χίου, τῶν Ἰωαννίνων κ.τ.λ. Καί μόνον τό παιδευτικό ἔργο τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰωλοῦ ἀρκεῖ γιά νά δείξει τί ὀφείλει ὁ Ἑλληνισμός στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ δέν θά ὑπῆρχε χωρίς αὐτή.

Ἀπό τίς παλιές ἱστορικές πηγές παραθέτουμε ὅσα γιά τόν πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο ὡς νέο Μωϋσῆ λέγει ὁ σύγχρονός του Θεόδωρος Ἀγαλλιανός· «Καί ἄλλον τινά Ἰωσήφ διά τοῦ Φαραώ σιτίσοντα λαόν λιμῷ τακέντα ἤ Μωϋσῆν ἐξάξοντα τῆς Αἰγύπτου τόν λαόν παρεσκεύασεν ὁ Κύριος, ἐπιστήσας διά τοῦ κρατοῦντος τῇ ἐκκλησίᾳ καί παντί τῷ χριστιανικῷ γένει, κατά τό πολύ αὐτοῦ ἔλεος, καί εἰς πατριάρχην ἀποκαταστήσας ὅν προέφημεν θεῖον ἄνδρα, τόν ἱερόν Γενάδιον».[1] Ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης Γεννάδιος προφητικά διεῖδε, καί αὐτό ἐπαλαηθεύθηκε πλήρως, ὅτι τό Γένος ἀπό τούς κληρικούς καί μοναχούς πρέπει νά ἀναμένει τήν ἀνόρθωση καί τήν εὐημερία του· «Ὅθεν, εἰ μέλλει ποτέ τό δείλαιον ἡμῶν γένος τόν ἥλιον εὐτυχέστερον ὁρᾶν αὐτοῖς ἐπιλάμποντα, ἐξ ἡμῶν αὖθις τῶν ἱερωμένων καί μοναχῶν ἀνατεῖλαι δεῖ τήν τῆς πνευματικῆς ὑγείας ἀρχήν, ἐρρωμένως καί μετά σπουδῆς τήν τοιαύτην ἀναλαβομένων προαίρεσιν, καί πολλή ἐλπίς ἐστιν ἐπί τῇ θείᾳ φιλανθρωπίᾳ τό γένος ἡμῶν ἅπαν παντοίως ἀναρρωσθήσεσθαι»[2].

Ξένος ἱστορικός, ὁ Ρουμᾶνος Ν. Iorga, ἐπισημαίνει ὅτι στή φτωχική συνοικία τοῦ Φαναρίου, στήν Κωνσταντινούπολη, διατηρήθηκε μιά ἀπό τίς πιό ἰσχυρές ἐξουσίες, στίς ὁποῖες ὑποτάχθηκε ποτέ τό ἀνθρώπινο πνεῦμα στό διάβα τῶν τόσων διαδοχικῶν πολιτισμῶν, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης κατόρθωσε χρησιμοποιώντας τήν ὑπάρχουσα αὐτοκρατορία νά ὑποκαταστήσει τή χαμένη αὐτοκρατορία[3]. Θά μποροῦσε κανείς νά γράψει τόμους ὁλόκληρους γιά νά παρουσιάσει καί κατοχυρώσει τό θαῦμα αὐτό τῆς ἐπιβίωσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπό τήν ἡγεσία καί σκέπη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία παρέλαβε σέ κατάπτωση καί καταστροφή τό Γένος καί τοῦ ἔδωσε πάλι οἰκουμενική δύναμη καί ἰσχύ. Χωρίς κρατική ὑπόσταση, κάτω ἀπό ἀπό ἐχθρική πολιτική ἐξουσία ἡ Ἐκκλησία ἀντλώντας δύναμη ἀπό τό Θεό καί ἀπό τούς ἁγίους, ἀπό τήν Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ, δέν ἐπέτρεψε νά ὁδηγηθοῦμε στόν ἀφανισμό, περιόρισε τήν ἅλωση μόνο στό κράτος, στό σῶμα, καί κράτησε ἀδούλωτη καί ἐλεύθερη τήν ὀρθόδοξη πίστη, τόσο ἐλεύθερη, ὥστε νά προτιμοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀκόμη καί τό θάνατο, ὅπως οἱ νεομάρτυρες, ἀρκεῖ νά μή προδώσουν καί παραδώσουν τήν πίστη τους.

 

 

2. Τό νεοελληνικό κράτος πνευματικά αἰχμάλωτο.

 

Δυστυχῶς ἡ κατάσταση αὐτή ἄλλαξε ριζικά μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί τήν ἵδρυση τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους. Θά περίμενε κανείς ὅτι στό μικρό καί ἄγονο κομμάτι τῆς ἑλληνικῆς γῆς, ὅπου δημιουργήθηκε ἡ μικρή ἐλεύθερη ἑλληνική πολιτεία, μετά ἀπό ἐπικούς ἀγῶνες, ἀφοσιωμένων καί πιστῶν στό Θεό καί στήν Ἐκκλησία ἀγωνιστῶν, τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Μακρυγιάννη, τοῦ Παπαφλέσσα, τοῦ Ἀθανασίου Διάκου κ.ἄ., μέ σύνθημα «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία, γιά τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία», καί μέ πρωτομάρτυρα τήν κορυφή τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν οἰκουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο Ε´, θά περίμενε λοιπόν κανείς ὅτι μέσα στίς συνθῆκες τοῦ ἐλευθέρου πλέον πολιτικοῦ βίου θά ἐκάρπιζαν καί θά καρποφοροῦσαν πολύ περισσότερο ὁ Ἑλληνισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία, θά ξαναζοῦσε ἡ Ρωμιοσύνη, ἡ Ρωμανία, θά ξανακτυποῦσαν τά σήμαντρα τῆς Ἁγίας Σοφίας, θά τιμόταν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί θά τῆς δινόταν ὅλες οἱ δυνατότητες γιά νά ἐπιτελέσει τό ἔργο της, θά ξαναλειτουργοῦσαν τά «ἑλληνικά» σχολεῖα τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ πατρο-Κοσμᾶ, γιά νά διδάξουν στά Ἑλληνόπουλα Χριστό καί Ἑλλάδα.

Πολύ γρήγορα ὅμως ἡ ἐξουσία ἄλλαξε χέρια. Οἱ εὐλαβεῖς καί ἡρωϊκοί ἀγωνιστές τοῦ ᾽21 βρέθηκαν στίς φυλακές ἤ ἐγκαταλείφθηκαν καί πέθαναν πεινασμένοι καί περιφρονημένοι. Αὐτό πού δέν δέχθηκαν νά κάνουν οἱ μεγάλες μορφές τοῦ Γένους, ὁ Μ. Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, νά προδώσουν τήν ὀρθόδοξη πίστη προκειμένου νά σώσουν τό κράτος, νά σκοτώσουν τό πνεῦμα, γιά νά σώσουν τό σῶμα, τό ἔκαναν δυστυχῶς οἱ ἡγέτες τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους. Παρέδωσαν τήν Ἑλλάδα στά χέρια ξένων, τῶν Βαυαρῶν τοῦ Ὄθωνος καί τῶν ἐντοπίων ὑποστηρικτῶν τους, οἱ ὁποῖοι ἀπό τότε μέχρι σήμερα ἔχουν ὡς μόνιμο στόχο νά ξερριζώσουν καί νά ἀφανίσουν ὅ,τι θυμίζει Ὀρθοδοξία καί Βυζάντιο, νά ἀποδυναμώσουν τελείως τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ νόμους καί μέ συκοφαντίες, καί ἀφοῦ καταστήσουν τήν Ἑλλάδα ἀγνώριστη, ἀνορθόδοξη καί ἀνελλήνιστη, νά τήν ἑνώσουν στίς εὐρωπαϊκές κοινότητες, ἐκλατινισμένη πλέον καί φραγγεμένη, ἤ ἐξευρωπαϊσμένη, ὅπως ὡραιοποιημένα τό λέμε σήμερα, σωματικά καί πολιτικά ἐλεύθερη, πνευματικά καί πολιτιστικά σκλάβα καί αἰχμάλωτη, ὅπως καί ἔγινε.

Ἔτσι ἀποδεικνύεται, ὅπως ἔχουν γράψει καί ἄλλοι, ὅτι τό Βυζάντιο δέν πέθανε τό 1453, γιατί ἐπεβίωσε μέσα στήν Τουρκοκρατία, πού ἀποτελεῖ Βυζάντιο μετά τό Βυζάντιο· τό Βυζάντιο πέθανε μέ τήν ἵδρυση τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, τό ὁποῖο στά χέρια ξένων σχεδιαστῶν καί ἀναξίων ἡγετῶν δέν κληρονόμησε τίποτε ἀπό τό μεγαλεῖο τῆς Ρωμιοσύνης, ἀλλά μόνο τά χαμηλά καί τιποτένια, ὅπως μέ πολλή δύναμη γράφει στόν «Προφητικό» του ὁ ἐθνικός μας ποιητής Κωστῆς Παλαμᾶς, ἀπευθυνόμενος στή Ρωμιοσύνη:

Καί τό γέλιο, καί τό ψέμμα τό Βασίλειο

πού γεννήθηκε ἀπό σένα μέσ᾽ στόν ἥλιο,

κοίτα Θεέ! θά σέρνεται μπροστά

σέ μπαλσαμωμένη κουκουβάγια.

Μ᾽ ὅλα σου θά ζῆ τά χαμηλά,

μέ καμμιά σου δέ θά ζῇ μεγαλωσύνη,

κι᾽ οἱ προφῆτες πού θά προσκυνᾶ,

νᾶνοι καί ἀρλεκῖνοι.

Καί σοφοί του καί κριτάδες

τοῦ ἄδειου λόγου οἱ τροπαιοῦχοι,

καί διαφεντευτάδες

κυβερνῆτες του οἱ εὐνοῦχοι.

 

 

3. Ἡ ἅλωση τῶν ἡγετῶν τῆς Ἐκκλησίας.

 

Αὐτά ἰσχύουν ἐν πολλοῖς καί γιά κάποια σημαντική μερίδα κληρικῶν καί θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πλέον ἀποβυζαντινοποιηθῆ καί ἐκμοντερνισθῆ τόσο ὡς πρός τήν ἐξωτερική τους ἐμφάνιση καί συμπεριφορά, ὅσο καί ὡς πρός τίς ἐκκλησιολογικές τους θέσεις. Ἡ δυτική ἐκκοσμίκευση καί προσαρμογή ἔχουν τόσο πολύ αἰχμαλωτίσει τίς ἐπιθυμίες τους, ὥστε ἔχει διαγραφῆ ἀπό τόν νοῦ τους ἡ εἰκόνα τοῦ ὀρθοδόξου κληρικοῦ μέ τήν ἁγιασμένη παραδοσιακή ἐμφάνιση, τήν ἀποστολική πτωχεία καί τήν ἀσκητική ζωή, τήν ἁπλότητα καί ταπείνωση καί ἑλκύονται περισσότερο ἀπό κοσμικά πρότυπα ζωῆς, ἀπό τήν ἄνεση καί εὐημερία.

Περισσότερο ὅμως ἐπικίνδυνη καί κατακριτέα, γιατί ἀναφέφεται στήν πίστη, στό δόγμα, ὅπου δέν χωράει καμμία ὑποχώρηση καί κανένας συμβιβασμός, εἶναι ἡ στάση πολλῶν κληρικῶν καί θεολόγων, καί μάλιστα κορυφαίων, σέ ἐκκλησιολογικά θέματα. Τή ζωή τοῦ καθενός μας, ὅσο προκλητική καί σκανδαλιστική εἶναι, θά τήν κρίνει ὁ Θεός· ἡ ἁμαρτωλότητα καί ἡ ἀναξιότητα λίγο ἤ πολύ ἀγκαλιάζουν ὅλους μας, μολονότι τό μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας τό ὀφείλουμε στούς ἁγίους της, καί ὅλοι πρέπει νά ἐπιδιώκουμε νά γίνουμε ἅγιοι. Στήν πίστη ὅμως καί στήν ἀλήθεια δέν χωρεῖ συμβιβασμός, δέν ὑπάρχουν βαθμίδες καί ποσοστά πίστεως οὔτε ἄσκηση οἰκονομίας· ἤ δέχεσαι ὅλα, καί τά πιό μικρά, ὅσα οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες ὅρισαν καί διετύπωσαν ἤ στήν ἀντίθετη περίπτωση δέν ἀνήκεις στήν Ἐκκλησία, εἶσαι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό τό «στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις» τοῦ ἀποστόλου Παύλου[4] καί τό «ἑπόμενοι οὖν τοῖς θείοις πατράσι» τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, ἀποτελεῖ ἀπαραίτητο ὅρο γιά νά εἶναι κανείς Ὀρθόδοξος, γιά νά ἀνήκει εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Αὐτή ἡ ἀπόλυτη πίστη στήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας, πού δέν δέχθηκαν μέ τίποτε, ἀκόμη καί μέ θυσίες τῆς ζωῆς τους, νά τήν μειώσουν καί νά τήν σχετικοποιήσουν οἱ Ἅγιοι, οἱ Μάρτυρες, οἱ Πατέρες, εἴτε ἀπέναντι τῶν αἱρέσεων, εἴτε ἀπέναντι τῶν ἄλλων θρησκειῶν, ἐξευτελίζεται σήμερα μπροστά στά κοσμικά αἰτήματα τῆς ἀνεξιθρησκείας, τῆς ἰσότητας τῶν ὁμολογιῶν καί τῶν θρησκειῶν, τῆς ταυτίσεως τῆς ἀληθείας μέ τήν πλάνη. Οἱ αἱρετικοί καί σχισματικοί, Μονοφυσίτες, Παπικοί, Προτεστάντες, ὀνομάζονται ἐκκλησίες, καί μάλιστα ἀδελφές ἐκκλησίες, οἱ Μονοφυσίτες συγκαταλέγονται στίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καί ὁ Μωάμεθ δέν εἶναι ὁ πλανεμένος προφήτης τοῦ Ἰσλάμ, ἀλλά ὄργανο καί αὐτός τοῦ Θεοῦ καί μέτοχος τῆς ἀληθείας. Καί ἀναρωτιέται ἔτσι κανείς· ἦσαν λοιπόν ἀνόητοι καί πλανεμένοι ὅσοι μαρτύρησαν γιά νά μήν ὁμολογήσουν τόν Μωάμεθ προφήτη, οἱ νεομάρτυρες, ὅσοι βασανίσθηκαν καί ἐξορίσθηκαν γιά νά μή δεχθοῦν τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα, οἱ ὁμολογητές, ὅσοι ἔγραψαν καί ἐκήρυξαν καί ἐδίδαξαν ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, ἐναντίον τοῦ Μωάμεθ καί τοῦ Ἰσλάμ, οἱ Πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας; Ὑπάρχει μεγαλύτερη βλασφημία ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τήν ἄρνηση τῆς ἁγιότητας καί Ὀρθοδοξίας τῶν ἁγίων, τῶν μαρτύρων, τῶν ὁμολογητῶν, τῶν Πατέρων, μέ τούς ὁποίους ὀφείλουμε νά εἴμαστε ἑνωμένοι στήν πίστη, νά πιστεύουμε ὅ,τι αὐτοί πιστεύουν καί νά ἀπορρίπτουμε ὅσα αὐτοί ἀπορρίπτουν;

Αὐτό προφύλαξε καί ἔσωσε τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τόν ἐκλατινισμό, στίς μακραίωνες προσπάθειες τῶν Δυτικῶν νά μᾶς φραγκέψουν, καί ἀπό τόν ἐξισλαμισμό κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Ἐντοπίζει πράγματι κανείς ὅτι ἐκτός ἀπό τούς μηχανισμούς τοῦ Διαφωτισμοῦ, τῶν μισσιοναρίων τοῦ πάπα καί τῶν προτεσταντῶν, τῆς προπαγάνδας τῶν κομμουνιστῶν καί τοῦ ὑλιστικοῦ μοντέλου ζωῆς, πού δροῦν ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας, συγχρόνως σχεδόν ἄρχισε μία διαβρωτική διεργασία τοῦ φρονήματος τῶν κληρικῶν καί τῶν θεολόγων. Καί αὐτό κατορθώθηκε μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς περιφήμου Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, πού ἀπέβλεπε στήν προσέγγιση καί στόν διάλογο μεταξύ τῶν Χριστιανῶν, μέ τελικό στόχο τήν ἕνωση τοῦ διηρημένου χριστιανικοῦ κόσμου. Καί ἐνῶ θά μποροῦσε κανείς νά δεχθεῖ ὅτι ἡ κίνηση αὐτή εἶχε ἀγαθά κίνητρα καί ὄντως ἀπέβλεπε στήν ἐπίτευξη τοῦ στόχου τῆς ἑνότητας, «ἵνα πάντε ἕν ὦσι»[5], κατέληξε δυστυχῶς σέ πλήρη σχετικοποίηση τῆς ἀληθείας, ἀφοῦ τείνει νά γίνει ἀποδεκτό καί ἀπό πολλούς Ὀρθοδόξους, ὅτι ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται σέ μία μόνο Ἐκκλησία, ὅτι καμμία ἀπό τίς ὑπάρχουσες ἐκκλησίες δέν ἀντιπροσωπεύει τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὅλες ἀποτελοῦν κλαδιά τοῦ ἑνός δένδρου τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ ἐκκλησιολογική σύγχυση πού ἐπέφερε ὁ Οἰκουμενισμός σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων καί Πατέρων ἐπλανᾶτο μέχρι σήμερα στήν πίστη της περί τοῦ ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ὅλα τά ἐκτός αὐτῆς τμήματα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου εἶναι σχίσματα καί αἱρέσεις. Σημαίνει ὅμως ἀκόμη κάτι πολύ σημαντικό καί ζημιογόνο. Μέ τήν ὑπογραφή καί παραδοχή τῶν ἴδιων τῶν Ὀρθοδόξων ἀφαιρεῖται κάθε δυνατότητα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά λειτουργήσει ὡς χῶρος ὑποδοχῆς καί ἀνάπαυσης τῶν ἀπογοητευμένων ἀπό τόν ἐκκοσμικευμένο Χριστιανισμό τῆς Δύσεως Χριστιανῶν, πού καταφεύγουν πολλές φορές στήν πλάνη τοῦ Ἰσλάμ καί ἄλλων θρησκειῶν καί κινημάτων, νά προσφέρει κατά τήν τρίτη χιλιετία ὅσα δέν τῆς ἄφησαν νά προσφέρει κατά τήν δεύτερη χιλιετία οἱ δυσμενεῖς ἱστορικές συγκυρίες, οἱ διαρκεῖς ἀγῶνες ἀνάμεσα στούς Φράγκους τῆς Δύσης καί στούς Τούρκους τῆς Ἀνατολῆς, τό προγραμματικό σχέδιο τοῦ πάπα καί τῶν συμμάχων του νά τήν θέσουν μέ κάθε τρόπο στό περιθώριο τῶν ἱστορικῶν καί πνευματικῶν ἐξελίξεων. Ἀπελευθερωθήκαμε σωματικά τό 1821 ἀπό τούς Τούρκους καί ὑποδουλωθήκαμε πνευματικά στούς Φράγκους, στούς Εὐρωπαίους δηλαδή καί τούς Ἀμερικανούς[6].



[1]. Βλ. Χρ. Πατρινελη, Ὁ Θεόδωρος Ἀγαλλιανός, ταυτιζόμενος πρός τόν Θεοφάνη Μηδείας καί οἱ ἀνέκδοτοι λόγοι του. Μία νέα ἱστορική πηγή περί τοῦ πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τούς πρώτους μετά τήν ἅλωσιν χρόνους, Ἀθῆναι 1966, σελ. 98.

[2]. Γενναδιου Σχολαριου, Ἅπαντα τά εὑρισκόμενα, ἔκδ. L. Petit-X. Siderides-M. Jugie, τόμ. Ι, σελ. 182.

[3]. N. Iorga, Τό Βυζάντιο μετά τό Βυζάντιο, Ἀθῆνα 1985, σελ. 15-16.

[4]. Β´ Θεσ. 2, 15.

[5]. Ἰω. 17, 21.

[6]. Περισσότερα βλέπε εἰς Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωρος Ζήσης, Ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 136-148 καί εἰς τό βιβλίο τοῦ ἰδίου Φραγκέψαμε. Ἡ Εὐρωπαϊκή μας αἰχμαλωσία, Θεσσαλονίκη 1994.