Φώτη Κόντογλου
Τί ἤτανε, ἀληθινά, ἐκεῖνο τό Βυζάντιο, ἐκείνη ἡ Κωνσταντινούπολη; Παραμυθένιος κόσμος![…]
Στά χρόνια τῶν Βυζαντινῶν «ἡ βασιλεύουσα πόλις» θά εἶχε μία ἐξωτική καί ἀλλόκοτη μεγαλοπρέπεια. Χίλιοι κουμπέδες (τροῦλλοι) καταχρυσοί λαμποκοπούσανε μέσα στη βλογημένη αὐτὴ ἀφεντοπολιτεία. Στή μέση στεκότανε, σάν ἥλιος, ἡ Ἁγιά Σοφιά, καί γύρω της ἤτανε σκορπισμένες οἱ ἄλλες ἐκκλησιές μὲ τούς χρυσούς κουμπέδες, σφαῖρες οὐράνιες, ποὺ λές καὶ γυρίζανε γύρω στόν ἥλιο[…]. Τό Σαββατόβραδο, κατά τό δειλινό, ἡ ἀτμόσφαιρα γέμιζε ἀπό τή γλυκειὰ βουή πού κάνανε χιλιάδες καμπάνες καί πού ἀνέβαινε σάν ψαλμωδία ἀπάνω ἀπό τήν ἁγιασμένη πολιτεία, ἀπό τή Νέα Σιών, «ἦχος καθαρός ἑορταζόντων». Πανηγυρική μεγαλοπρέπεια! Μόνο τό Βυζάντιο κατέβασε στή γῆ τήν οὐράνια ἁρμονία.
Γιά τούς Βυζαντινούς, ἡ πατρίδα τους ἤτανε ἡ Κιβωτός τῆς ἀληθινῆς θρησκείας, καὶ εἴχανε πόθο νὰ τραβήξουνε μέσα σ’ αὐτή ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, καί νά τά σώσουνε φωτισμένα ἀπό τό ἀνέσπερο φῶς τοῦ Εὐαγγελίου[…]. Στό Βυζάντιο ἡ θρησκεία βασίλευε ἀπάνω σέ ὅλα. Μέ ὅλη τή ζωηρή δραστηριότητα πού εἴχανε οἱ Βυζαντινοί στά ἐγκόσμια, ἡ σκέψη τους καί ἡ καρδιά τους ἤτανε πάντα γυρισμένη στήν ἄλλη ζωή, στήν αἰώνια ζωή[…].
Ἀπάνω στὸ Βυζάντιο ἤτανε γραμμένος ὁ λόγος τοῦ Παύλου: «ὁ καυχώμενος, ἐν Κυρίῳ καυχάσθω». Ὅλες οἱ καρδιές, ἀπὸ τόν βασιλιὰ ὣς τόν πιὸ φτωχὸ καντηλανάφτη ἢ βαρκάρη, ἢ στρατιώτη ἢ ξωχάρη, αὐτὰ τὰ λόγια εἴχανε μέσα. Ἡ προσευχὴ ἤτανε ἡ ζωή τους. Καὶ ἡ τυπικὴ ἀκόμα εὐσέβεια σὲ κάποιους αὐτοκράτορες ἢ ἄρχοντες, δείχνει πώς ὑποταζόντανε στόν πνευματικὸ νόμο τῆς θρησκείας κι ἐκεῖνοι ποὺ δεν ἤτανε σὲ θέση νὰ τόν νοιώσουνε καὶ νὰ εὐφρανθοῦνε ἀπὸ τὴ γλυκύτητα «τοῦ ζῶντος ὕδατος τοῦ ἀλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον». Ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ δέν μπορούσανε νὰ νικήσουνε τὴ φυσικὴ κακία τους, ἤτανε εὐλαβεῖς, ἕνα πρᾶγμα παράδοξο.
Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἔκανε κάθε μέρα τήν προσευχή του, καὶ στόν πόλεμο φοροῦσε ἀπὸ μέσα, κάτω ἀπὸ τόν θώρακά του ἕνα παλιοράσο τοῦ θείου του ἀσκητῆ Γεωργίου τοῦ ἐν τῷ Μαλεῷ ποὺ εἶχε ἁγιάσει, γιὰ νὰ τόν φυλάγει. Ὁ Ἀλέξιος Κομνηνός ὅποτε ἤτανε νὰ πάγει σὲ καμμιὰ ἐκστρατεία, ἔβαζε τὰ πολεμικὰ σχέδιά του κάτω ἀπὸ τήν ἁγία Τράπεζα, κι ὅλη τὴ νύχτα προσευχότανε γονατιστός ἀπάνω στὰ σκαλοπάτια τοῦ ἱεροῦ, καὶ τὸ πρωὶ ἔπαιρνε τὸ σχέδιο ποὺ ἔβγαινε κάτω ἀπὸ τὸ σκέπασμα τῆς ἁγίας Τράπεζας, γιατί πίστευε πώς τοῦ τὸ ἔδινε ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Ὁ Ἰωάννης Τσιμισκής γονάτιζε σάν παιδὶ μπροστὰ στήν ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας παρακαλῶντας μὲ δάκρυα νά τοῦ δώσει ὁ Θεός ἕναν ἄγγελο φύλακα ποὺ νὰ τόν φωτίζει κατὰ τόν πόλεμο.
Ὅσο σφίγγεται τὸ Βυζάντιο ἀπὸ τους βαρβάρους, κι ὅσο ἡ ψυχὴ ὑποφέρνει
καὶ πονᾶ, τόσο γυρίζει τὰ μάτια του κατὰ τον οὐρανό. Ὁ βασιλιᾶς
Θεόδωρος Δοῦκας ὁ Λάσκαρις συνέθεσε τόν Μέγαν Παρακλητικὸ Κανόνα στήν
Παναγία, ποὺ εἶναι γεμάτος ἀπὸ συντριβή, ταπείνωση καὶ πίστη. Ὁ Λέων ὁ
Σοφός ἐποίησε τὰ ἐξαίσια Ἑωθινὰ ποὺ τὰ ψέλνουνε στόν ὄρθρο κάθε Κυριακὴ
καὶ ὁ γιός του Κωνσταντῖνος φιλοτέχνησε τὰ Ἐξαποστειλάρια. Κι ἄλλοι
πολλοὶ βασιλιάδες ψέλνανε ἢ ὑμνογραφούσανε. Ἀλλά καὶ οἱ ὁμιλίες ποὺ
κάνανε στούς στρατιῶτες καὶ στόν λαό, εἴχανε κι ἐκεῖνες ὕφος θρησκευτικό
κι ἤτανε γεμάτες εὐλάβεια καὶ πίστη. Ὁ πικραμένος λόγος ποὺ ἔβγαλε ὁ τελευταῖος βασιλιᾶς τοῦ Βυζαντίου, Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος, ἤτανε σάν νεκρώσιμο τροπάρι.
Τὸ
Βυζάντιο εἶναι ἡ προεικόνιση ἀπάνω στὴ γῆ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν,
ὅσο ἤτανε δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἀπὸ τήν ἀνθρώπινη ἀτέλεια μέσα στόν
κόσμο τῆς φθορᾶς.
Μυστικά Ἄνθη, Ἐκδόσεις Ἀδερφῶν Παπαδημητρίου, σ.93-98 – ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ε.ΡΩ. ΤΕΥΧΟΣ 14