Τόν Αὔγουστο πού µᾶς πέρασε, κυκλοφορήθηκε ἕνα νέο βιβλίο, τό ὁποῖο βοηθάει πολύ στήν κατανόηση τῆς Ἱστορίας τῶν Βαλκανίων γενικώτερα καί τῆς Ρουµανίας εἰδικώτερα. Εἶναι γραµµένο ἀπό τόν Paul Kenyon, Βρετανό δηµοσιογράφο και συγγραφέα καί ἔχει τίτλο: THE CHILDREN OF THE NIGHT: The Strange & Epic Story of Modern Romania.
Σκοπός µας δέν εἶναι νά κάνουµε παρουσίαση τοῦ βιβλίου, ἀλλά νά σταθοῦµε σέ ἕνα σηµεῖο πού ἔχει ἰδιαίτερη σηµασία γιά τή σηµερινή µας ζωή καί νοοτροπία. Συγκεκριµένα, νά σταθοῦµε στή δεύτερη βασίλισσα τῆς σύγχρονης Ρουµανικῆς Ἱστορίας, στήν βασίλισσα Marie, σύζυγο τοῦ Φερδινάνδου Α´, ἡ ὁποία εἶχε ἐπέτειο θανάτου στίς 18 Ἰουλίου καί ἡ ὁποία ἔχει καί κάποια ἐκ πλαγίου σχέση µέ τήν χώρα µας, γιατί ἡ κόρη της Ἐλισάβετ, παντρεύτηκε τόν Γεώργιο Β´ τῆς Ἑλλάδος, πού ἔγινε ἔκπτωτος στίς 25 Μαρτίου 1924.
Ὅπως καί στήν πατρίδα µας, ἔτσι καί στή Ρουµανία, οἱ Μεγάλες Δυνάµεις δέν ἐπέτρεψαν νά ἀναλάβει τή βασιλεία κάποιος ἀπό τίς ντόπιες εὐγενεῖς οἰκογένειες, ἀλλά ἐπέλεξαν ξένους καί, κατά προτίµηση Γερµανούς. Ἐνῶ, λοιπόν, ὁ σύζυγός της ἦταν ἀνηψιός τοῦ πρώτου Γερµανοῦ βασιλιά στή Ρουµανία, ἡ Μαρί ἦταν ἐγγονή τῆς Βικτωρίας, τῆς βασίλισσας τῆς Ἀγγλίας, κόρη τοῦ γιοῦ της Ἄλφρεντ, Πρίγκηπα τοῦ Ἐδιµβούργου καί, ἀπό τήν πλευρά τοῦ πατέρα του, Δούκα τοῦSaxe -Coburg and Gotha. Μητέρα της ἦταν ἡ Μεγάλη Δούκισσα Μαρία Ἀλεξάνδροβνα τῆς Ρωσίας.
Ἡ Μαρί παντρεύτηκε 17 χρόνων, ἕναν σύζυγο, πού ἐπελέγη γι᾽ αὐτήν χωρίς τή δική της συµµετοχή καί πού, τόν καιρό τοῦ γάµου τους, ἦταν διάδοχος µιᾶς πρωτοσχηµατιζόµενης χώρας, γιά τήν ὁποία ἡ νεαρή κοπέλλα εἶχε ἐλάχιστη ἕως καθόλου γνώση. Κι ὅµως, παρά τήν πολυκύµαντη καί δύσκολη ζωή της, ἀγάπησε τή νέα πατρίδα της καί τούς ἀνθρώπους της. Καί αὐτό πού πραγµατικά ἐντυπωσιάζει καί παραδειγµατίζει, εἶναι ἡ στάση της, κατά τή διάρκεια τῶν Δευτέρων Βαλκανικῶν Πολέµων, ὅταν τά Ρουµανικά στρατεύµατα ἀποδεκατίζονταν, ὄχι άπό τούς ἐχθρούς, ἀλλά ἀπό τήν (πραγµατική) πανδηµία τῆς χολέρας.
Βασίλισσα Μαρία-1917-Επίσκεψη σ’ενα νοσοκομείο
Τότε, ἐνῶ οἱ σύµβουλοί της τήν προέτρεπαν νά ἀποµονωθεῖ (δέν εἶχε, βλέπετε, ἐφευρεθεῖ τότε ὁ ὅρος lockdown), ἐκείνη ἔφυγε γιά τό µέτωπο, ντυµένη σάν νοσοκόµα καί ἔµεινε ἐκεῖ νά ὑπηρετεῖ, κάτω ἀπό τραγικές συνθῆκες (πολλές φορές γονάτιζε πάνω στή λάσπη καί σέ ἀνθρώπινες ἀκαθαρσίες) φροντίζοντας τούς ἄρρωστους καί τούς ἑτοιµοθάνατους µέ αὐταπάρνηση. Δέν δέχτηκε ποτέ νά φορέσει µάσκα, γιατί, ἔλεγε ὅτι δέν µποροῦσε νά στερήσει, ἀπό τούς ἀνθρώπους πού πέθαιναν, τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ νά βλέπουν, τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους, ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο!
Τό ἴδιο ἀρνιόταν νά φορέσει γάντια, γιατί οἱ στρατιῶτες τῆς κρατούσαν τά χέρια καί τά φιλοῦσαν! Καί, ἔλεγε στούς ἀκολούθους της:
― «Τί θέλετε, νά φιλοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀντί γιά τά χέρια µου, τό καουτσούκ τῶν γαντιῶν;»!
Τήν ἴδια φροντίδα ἔδειξε στούς στρατιῶτες καί στό µέτωπο, κατά τή διάρκεια τοῦ Μεγάλου Πολέµου, ὅταν περιποιόταν τούς τραυµατίες καί τούς σέρβιρε τσάι καί φαγητό. Κι ὅταν, µετά τό τέλος τοῦ πολέµου, ἡ Ρουµανία κινδύνευε να συρρικνωθεῖ, σάν τιµωρία, ἐπειδή συµµάχησε µέ τούς Γερµανούς, ἡ Μαρί ἦταν αὐτή πού σάρωσε ἀκάλεστη ἀλλά καί ἀκάθεκτη µέ τήν παρουσία της τίς διαπραγµατεύσεις στό Παρίσι καί κέρδισε σχεδόν τόν διπλασιασµό τῆς χώρας της. Γι᾽αὐτό, στή στέψη τοῦ συζύγου της, περισσότερες ἦταν οἱ φωνές πού φώναζαν τό δικό της ὄνοµα, Regina Maria, παρά τό δικό του.
Τί ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι µέ τέτοιο ἦθος; Δέν εἶναι ἄξιο ἀπορίας; Αὐτή ἦταν µιά καλοµαθηµένη (ἤ, πιό σωστά, κακοµαθηµένη) γυναῖκα, πού εἶχε κάθε δυνατότητα νά σκέφτεται καί νά φροντίζει µόνο τόν ἑαυτό της καί κανέναν ἄλλον. Κι ὅµως! Μπροστά στή δυστυχία καί στόν πόνο τῶν ἄλλων, δέν ὑπολόγισε οὔτε ζωή, οὔτε καλοπέραση, οὔτε θάνατο.
Πόσες γενεές µᾶς χωρίζουν ἀπό τή δική της; Τέσσερεις; Πέντε τό πολύ. Δικαιολογεῖ αὐτή ἡ ἀπόσταση τή δική µας δειλία; Τόν φόβο γιά τήν πολύτιµη ζωούλα µας, πού µᾶς κάνει νά θεωροῦµε τόν ὅποιον ἄλλον ἄνθρωπο σάν ἀπειλή, πού πρέπει, ἄν ὄχι νά ἐξοντωθεῖ, τουλάχιστον νά ἀποµακρυνθεῖ ὅσο περισσότερο γίνεται;
Κι ἄν, ἐπιτέλους, µέσα σέ λίγες γενεές ὑπέστη τέτοια µετάλλαξη τό ἀνθρώπινο εἶδος, κι ἄν πρόκειται νά ὑποστεῖ καί ἀκόµη µεγαλύτερη, ποιός ὁ λόγος νά τό διασώσουµε; Καλύτερα νά ἐξαφανιστοῦµε, µήπως καί µπορέσουν νά ἐπιβιώσουν τά ταλαίπωρα τά ζωάκια, νά δεῖ καί λίγη ὀµορφιά αὐτός ὁ ἔρηµος ὁ-κάποτε- γαλάζιος πλανήτης, πού εἶχε τήν ἀτυχία νά µᾶς ἔχει κατοίκους του…
Νινέττα Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Ἄρθρου 228-229
Αὔγουστος-Σεμπτέμβριος 2021