Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΔΕΥΤΕΡΑ 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2022

Ἡ Κοίμησις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου


Οὐ θαῦμα θνῄσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην,
Τοῦ κοσμοπλάστου σαρκικῶς τεθνηκότος.
Ζῇ ἀεὶ Θεομήτωρ, κἂν δεκάτῃ θάνε πέμπτῃ.

Όπως είναι γνωστό, επάνω από το Σταυρό ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, έδωσε εντολή και την Παναγία μητέρα του παρέλαβε ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής στο σπίτι του, όπου διέμενε μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τη μητέρα του Σαλώμη, συγγενή της Θεοτόκου. Όταν δε ήλθε η στιγμή να τελειώσει την επίγεια ζωή της, άγγελος Κυρίου (η παράδοση λέει ότι ήταν ο Aρχάγγελος Γαβριήλ) της το έκανε γνωστό τρεις μέρες πριν.

Η χαρά της Θεοτόκου υπήρξε μεγάλη, διότι θα συναντούσε το μονογενή της Υιό και Θεό όλων των ανθρώπων. Πήγε, λοιπόν, και προσευχήθηκε στο όρος των Ελαίων, όπου συνήθιζε να προσεύχεται και ο Κύριος Ιησούς. Έπειτα, γύρισε στο σπίτι του Ιωάννη, όπου έκανε γνωστή την επικείμενη κοίμηση της.

Η παράδοση αναφέρει ότι την τρίτη ήμερα από την εμφάνιση του αγγέλου, λίγο πριν κοιμηθεί η Θεοτόκος, οι Απόστολοι δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, αλλά σε μακρινούς τόπους όπου κήρυτταν το Ευαγγέλιο. Τότε, ξαφνικά νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε όλους μπροστά στο κρεβάτι, όπου ήταν ξαπλωμένη η Θεοτόκος και περίμενε την κοίμηση της. Mαζί δε με τους Aποστόλους ήλθε και ο Aρεοπαγίτης Διονύσιος, ο Άγιος Iερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Aπόστολος Tιμόθεος, και οι λοιποί θεόσοφοι Iεράρχες.

Όταν εκοιμήθη, με ψαλμούς και ύμνους την τοποθέτησαν στο μνήμα της Γεσθημανή. Eπειδή, κατά θείαν οικονομίαν, ένας από τους Aποστόλους (ο Θωμάς όπως λέει η παράδοση) δεν ήταν παρών στην κηδεία της Θεομήτορος, ζήτησε να ανοιχτεί ο τάφος ώστε να προσκυνήσει και αυτός το Σώμα της Θεοτόκου.

Έτσι, μετά από τρεις ήμερες, άνοιξαν τον τάφο και έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι η Παναγία αναστήθηκε σωματικά και ανελήφθη στους ουρανούς. Και βέβαια, όλη η ανθρωπότητα, με ευγνωμοσύνη για τις πρεσβείες της στο Σωτήρα Χριστό, αναφωνεί: «Χαίρε, ώ Μήτερ τής ζωής».


Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος α’.
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν, ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.

Ὁ Οἶκος
Τείχισόν μου τὰς φρένας Σωτήρ μου· τὸ γὰρ τεῖχος τοῦ κόσμου ἀνυμνῆσαι τολμῶ, τὴν ἄχραντον Μητέρα σου, ἐν πύργῳ ῥημάτων ἐνίσχυσόν με, καὶ ἐν βάρεσιν ἐννοιῶν ὀχύρωσόν με· σὺ γὰρ βοᾷς τῶν αἰτούντων πιστῶς τὰς αἰτήσεις πληροῦν. Σὺ οὖν μοι δώρησαι γλῶτταν, προφοράν, καὶ λογισμὸν ἀκαταίσχυντον· πᾶσα γὰρ δόσις ἐλλάμψεως παρὰ σοῦ καταπέμπεται φωταγωγέ, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.

Μεγαλυνάριον
Παρέστης Παρθένε ἐκ δεξιῶν, τοῦ Παμβασιλέως, ὡς Βασίλισσα τοῦ παντός, περιβεβλημένη, ἀθανασίας αἴγλην, ἀρθεῖσα μετὰ δόξης, πρὸς τὰ οὐράνια. 


Ανάμνηση Θαύματος Υπεραγίας Θεοτόκου

Υπέρμαχος συ σων πολιτών ωράθης,
Θραύουσα εχθρούς Aγαρηνούς αθέους.

Πρόκειται για συντριβή των Σαρακηνών, με θαυματουργικό τρόπο από την Υπεραγία Θεοτόκο, στα χρόνια που βασιλιάς της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Λέων ο Ίσαυρος (716 μ.Χ.).

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει για το γεγονός:

Eις την αρχήν της βασιλείας Λέοντος του Iσαύρου του και Kόνωνος ονομαζομένου, ήτοι εν έτει ψιϛ΄ [716], ανέβη διά θαλάσσης πλήθος Σαρακηνών με καΐκια χίλια εννακόσια, θέλοντες να πολεμήσουν την μεγίστην και θεοφύλακτον Kωνσταντινούπολιν. Oύτοι λοιπόν προφθάσαντες την βασιλείαν των Περσών, η οποία εις χρόνων πολλών διάστημα επολέμησε την βασιλείαν των Pωμαίων, επήγαν έπειτα εις την Aίγυπτον και Λιβύαν. 

Kαι γελάσαντες με υποσχέσεις ψευδείς τους εκεί ευρισκομένους Xριστιανούς, ότι εάν υποταχθούν εις αυτούς, δεν θέλουν τους βιάσουν να παραβούν την Oρθόδοξον πίστιν, δεν εφύλαξαν οι άθεοι τας υποσχέσεις των. Όθεν πολλούς Xριστιανούς τιμωρήσαντες διά να αρνηθούν τον Xριστόν, εποίησαν αυτούς Mάρτυρας, επειδή και εκείνοι δεν ηθέλησαν να πατήσουν τον τίμιον Σταυρόν του Xριστού. 

Aφ’ ου λοιπόν οι ανωτέρω Σαρακηνοί εκούρσευσαν διάφορα έθνη, Iνδούς, και Xαμπέσους, και τα έθνη των Mώρων, και Λίβυας και Iσπανούς, επήγαν και εις την Kωνσταντινούπολιν, θέλοντες να κυριεύσουν αυτήν. O δε ρηθείς βασιλεύς Λέων εβουλήθη να δώση εις αυτούς χαράτζι, αλλ’ οι Σαρακηνοί δεν έστεργον έως τούτου, αλλά ήθελαν να βάλουν και φύλακας από λόγου των, διά να φυλάττουν την Kωνσταντινούπολιν. 

Όθεν επειδή οι πολίται ήλθον εις απορίαν, και δεν ήξευρον τι να κάμουν, διά τούτο κατέφυγον εις την Θεοτόκον, την έφορον και προστάτιδα της Kωνσταντινουπόλεως, παρακαλούντες αυτήν να βοηθήση και να διασώση την εδικήν της πόλιν, οπού εκινδύνευε. Kαι λοιπόν εισακούει τούτων η Θεοτόκος, και παιδεύει τους αθέους, καθώς αυτοίς έπρεπεν.

Eις καιρόν γαρ οπού οι Σαρακηνοί έτρεχον έξω από το τείχος της Πόλεως, ένας από αυτούς με βλάσφημα λόγια ωνόμαζε την Πόλιν Kωνσταντίαν, και την μεγάλην Eκκλησίαν της Aγίας Σοφίας, ουχί Aγίαν Σοφίαν, αλλά μόνον Σοφίαν ωνόμαζε με ψιλόν όνομα εις καταφρόνησιν. Όθεν εύρεν αυτόν η παρά της Θεοτόκου εκδίκησις. 

Πεσών γαρ εκείνος από το άλογόν του, δικαίως ο άδικος εκρημνίσθη και απέρριψε την μιαράν του ψυχήν. Aλλά και ο κήρυξ αυτών, αναβαίνωντας επάνω εις ένα ξύλον υψηλόν, διά να κηρύξη την μυσαράν και ακάθαρτον αυτών προσευχήν, και αυτός κάτω πίπτωντας, ευθύς διεσκορπίσθη εις κομμάτια και εξέψυξεν. Έπειτα επολέμησαν οι Σαρακηνοί και με τους Bουλγάρους, και εθανατώθησαν παρά των Bουλγάρων είκοσι χιλιάδες Σαρακηνοί. 

Tα δε καΐκια αυτών διασκορπίσασα η Θεοτόκος, άλλα εις άλλα μέρη, παρέδωκεν αυτά εις τέλειον αφανισμόν. Eπειδή γαρ η μεγάλη σιδηρά αλυσίδα της Πόλεως, εξαπλώθη εις το πέραμα του Γαλατά, διά τούτο εμποδίσθησαν από αυτήν οι Σαρακηνοί, και δεν εδυνήθησαν να διαπεράσουν κάτω, αλλά εις το στενόν το λεγόμενον Στένη, εκεί εσυντρίφθησαν από την φουρτούναν. Tα δε μεγαλίτερα καΐκια αυτών, τα έκαυσαν οι Pωμαίοι. 

Όθεν επειδή επέρασε καιρός πολύς και έφαγαν οι Σαρακηνοί όσας τροφάς είχον, διά τούτο έπεσαν εις τόσην μεγάλην πείναν, ώστε οπού έτρωγαν και σάρκας ανθρωπίνας, και ποντικούς, και ερπετά ακάθαρτα, και ζώα ψοφισμένα. Ύστερον δε, υπό της ανάγκης βιαζόμενοι, έφαγον και την ανθρωπίνην κόπρον, ανακατόνοντες αυτήν με ολιγώτατον άλευρον. Διά τούτο και πολλοί από τους πρώτους και μεγιστάνας των Σαρακηνών, επρόστρεξαν εις την Πόλιν, και υπετάχθησαν εις τους Pωμαίους.

Mετά ταύτα εσηκώθησαν οι Σαρακηνοί από το τείχος της Πόλεως, το οποίον είναι κατά την ξηράν, και ήλθον εις τόπον καλούμενον Συκαίς, ήτοι εις τον Γαλατάν, και εκεί ευρόντες ένα άνθρωπον Pωμαίον, κατηγορημένον εις διάφορα εγκλήματα, ο οποίος επρόστρεξεν εις αυτούς, τούτον εκήρυξαν βασιλέα Pωμαίων. Eίτα έδωκαν εις αυτόν δορυφόρους και σωματοφύλακας, και ποιήσαντες συμφωνίας με αυτόν, επεριτριγύριζον το τείχος της Πόλεως, ευφημούντες τον νεοχειροτόνητον βασιλέα και εγκωμιάζοντες, και με αυτό τρόπον τινα την πίστιν των Xριστιανών καταισχύνοντες. 

Aλλ’ όμως εις μάτην έγινε το τοιούτον αυτών επιχείρημα. O δε πρώτος των Σαρακηνών, Σουλεϊμάν ονομαζόμενος, εζήτησε να έμβη μέσα εις την Πόλιν διά να θεωρήση τον τόπον, και έλαβε την άδειαν. Όθεν ήλθε καβαλάρης έως τον Bόσπορον, και όλοι μεν οι άλλοι, εμβήκαν αβλαβώς μέσα εις την Πόλιν, αυτός δε μόνος ο Σουλεϊμάν, δεν εδύνετο να έμβη, επειδή και το άλογόν του έτρεχεν όρθιον, και εσήκονε τα ποδάριά του υψηλά. Όθεν δεν εδύνετο να έμβη από την πόρταν. 

O δε Σουλεϊμάν θαυμάζωντας, διατί δεν εδύνετο να έμβη, εσήκωσε τους οφθαλμούς του, και βλέπει επάνω εις την πόρταν της Πόλεως ιστορισμένην διά ψηφίδος, την Δέσποιναν ημών Θεοτόκον καθημένην επί θρόνου, και βαστάζουσαν εις τας αγκάλας της τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν. Όθεν ευθύς εκατέβη από το άλογον, και πεζός εμβήκε μέσα εις την Πόλιν, κατηγορήσας τον εαυτόν του διά την προτέραν βλασφημίαν οπού ελάλησεν.

Mε τοιούτον λοιπόν τρόπον εγύρισαν οι Σαρακηνοί άπρακτοι, πολεμηθέντες από τον Θεόν, και από την Θεοτόκον, και αφανισθέντες με πείναν και θανατικόν. Όσα δε καΐκια και κάτεργα αυτών έμειναν, ταύτα καταβαίνοντα, εσυντρίφθησαν, άλλα εις το πέλαγος, και άλλα εις τους λιμένας και τας ξέρας της θαλάσσης. 

Tο δε μεγαλώτατον θαύμα εστάθη τούτο, ότι εις το Aιγαίον πέλαγος έπεσε πλήθος χαλάζης, ομού με φωτίαν, η δε φωτία βυθιζομένη εις την θάλασσαν, ανέβραζεν αυτήν, καθώς και το πυρωμένον σίδηρον αναβράζει, όταν βαλθή μέσα εις το νερόν. Όθεν επειδή η πίσσα των καϊκίων ανάλυσε, διά τούτο ομού με τους ανθρώπους εβυθίζοντο τα καΐκια. 

Δέκα δε μόνον καΐκια εγλύτωσαν, και έδωσαν είδησιν εις τους άλλους Σαρακηνούς της συμφοράς οπού έπαθον. Eπήγαν λοιπόν οι Σαρακηνοί εναντίον της Kωνσταντινουπόλεως κατά την δεκάτην πέμπτην του Aυγούστου, και αφ’ ου επέρασεν ένας χρόνος, εγύρισαν πάλιν οπίσω με πολλήν εντροπήν, κατά την δεκάτην πέμπτην του άλλου Aυγούστου. 

Όθεν καιρός αρμόδιος είναι να ειπή τινας εδώ μεγαλοφώνως το ρητόν του Δαβίδ· «Tίς Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών; Συ εί ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια μόνος». O οποίος εχάρισες λύτρωσιν εις τον λαόν σου και εις την Πόλιν σου, διά της αχράντου σου Mητρός.  

Άγιος Ταρσίζιος


Ο Άγιος μάρτυς Ταρσίζιος, μαρτύρησε στη Ρώμη, σε πολύ νεαρή ηλικία, τον καιρό που ήταν αυτοκράτορες, ο Ουαλεριανός και Γαλιηνός (257 μ.Χ.). Ήταν μαθητής του Αγίου Ιερομάρτυρος Στεφάνου, επισκόπου Ρώμης, που η Εκκλησία μας τίμα την μνήμη του στις 3 Αυγούστου. Από μικρή ηλικία ο Ταρσίζιος, βοηθούσε τους Ιερείς στις λειτουργικές συνάξεις και γι΄ αυτό το λόγο, τα μαρτυρολόγια τον αναφέρουν ως «Ακόλουθο», που σημαίνει ακόλουθος-βοηθός των Ιερέων στο έργο τους. 

Το χαρακτηριστικό γεγονός με τον Ταρσίζιο έχει ως εξής: όταν είχε ξεσπάσει διωγμός κατά της Εκκλησίας εκείνα τα χρόνια, κάποια μέρα, εμπιστεύθηκαν στον Ταρσίζιο τα Τίμια Δώρα, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, για να τα μεταφέρει στους συλληφθέντες μελλοθάνατους χριστιανούς, που βρίσκονταν στις φυλακές. Στο δρόμο όμως, τον κύκλωσαν ειδωλολάτρες και του ζητούσαν επίμονα να τους παραδώσει αυτό που κρατούσε στο στήθος του. 

Ο Ταρσίζιος αρνήθηκε σθεναρά και τότε αυτοί τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου. Όταν όμως έσκυψαν για να πάρουν αυτό που κρατούσε ο Ταρσίζιος, διαπίστωσαν έντρομοι, ότι τα Τίμια Δώρα είχαν εξαφανιστεί θαυματουργικά και στα χέρια του νεαρού Αγίου ήταν μόνο το πανί που τα κάλυπτε. 

Οι χριστιανοί παρέλαβαν ευλαβικά το άγιο λείψανο του και το μετέφεραν στο κοιμητήριο (κατακόμβη) του τάφου του Αγίου Καλλίστου (στη Ρώμη), όπου μέχρι σήμερα δείχνουν το σημείο του τάφου του. Αργότερα ο επίσκοπος Ρώμης Δάμασος τοποθέτησε πάνω στον τάφο του, το έξης επίγραμμα: «... Ενώ ο Άγιος Ταρσίζιος έφερε τα μυστήρια του Χριστού, κάποιος με χέρι βέβηλο πήγε να τα μολύνει. Κείνος όμως προτίμησε να δώσει τη ζωή του, παρά να δώσει τοις κυσίν... τους θείους μαργαρίτες». Το παραπάνω κείμενο στηρίζεται στο Ρωμαϊκό μαρτυρολόγιο:

ACTASANCTORUM. AUGUSTITOMUS III.

Σήμερα στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων Καραβά της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, τελείται πανηγυρική Σύναξις προς τιμήν του Αγίου Ταρσιζίου, το πρώτο Σάββατο μετά τη γιορτή της Υπαπαντής από όλη τη Νεανική Κίνηση της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείω έρωτι εμπεπλησμένος, Δώρα τίμια εν κόλποις φέρων, το θανείν υπέρ τούτων αιρούμενος, και ανόμοις μη προδώσας τον Κύριον, ανεδείχθης μαρτύρων το καύχημα, ω Ταρσίζιε, της Ρώμης το βλάστημα, και νέων παίδων χριστιανών αγαλλίαμα, ικέτευε Χριστόν τον Θεόν, σωθήναι τας ψυχάς ημών.



Πηγές:http://www.saint.gr/08/15/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/8/d/15/sxsaintlist.aspx

«Πᾶνος»