Χορτάσαμε και φέτος την αποθέωση του ανάποδου κόσμου, ακούγοντας τους φαρισαίους παλιάτσους που είπαν ένα βροντερό ΝΑΙ στον ιατροφασισμό να εορτάζουν με πληκτικές τυμπανοκρουσίες το ΟΧΙ στον χιτλερισμό.
Μια περιήγηση στο λεύκωμα του Κώστα Παράσχου με τίτλο «Η κατοχή. Φωτογραφικά τεκμήρια 1941-1944» (έτος εκδόσεως 1973) θα μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε δύο πράγματα: πρώτον, τις μεγάλες διαφορές ανάμεσα στους Έλληνες των ετών 1940-1944 και σε εκείνους των ετών 2020-2022· δεύτερον, τις συγκλονιστικές ομοιότητες ανάμεσα στον χιτλερισμό του τότε και στον ιατροφασισμό του σήμερα.
Στην σελίδα 173 του εν λόγω λευκώματος βρίσκουμε το ακόλουθο χωρίο:
«Σε όλο το διάστημα της Κατοχής, η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ του ελληνικού λαού στην πρωτεύουσα δεν εσταμάτησε. Δεν αναφέρομαι μόνο σ’ όσους ανήκαν σε οργανωμένες ομάδες και εργάζονταν για συγκεκριμένους σκοπούς, αλλά στις μεγάλες μάζες, στον ανώνυμο λαό, όχι μονάχα στους άνδρες, αλλά και στα παιδιά και στις γυναίκες, που με την πρώτη ευκαιρία που τους δινόταν, έδειχναν το μίσος τους για τον κατακτητή. Επαφή με τους στρατιώτες κατοχής δεν υπήρχε, παρά μόνο για να τροφοδοτηθεί η μαύρη αγορά. Ζούσαν, οι ναζίδες και οι φασίστες, σαν απόβλητοι της κοινωνίας. Τα σπίτια ήταν κλειστά γι’ αυτούς. […]
Η πραγματική όμως μαζική αντίσταση στον αστικό πληθυσμό φούντωνε σιγά-σιγά, για να φτάσει σε ομαδικές απεργίες. Άρχισε με μικροσυγκεντρώσεις στα γραφεία, στις τράπεζες, στα Υπουργεία, στους οργανισμούς. Η τρομοκρατία δεν πτοούσε κανέναν. Όταν υπήρχαν ομαδικές διεκδικήσεις, οι συγκεντρώσεις γίνονταν στους δρόμους. Οι κατακτητές δεν εδίσταζαν να χτυπήσουν στο ψαχνό. Ο λαός όμως επέμενε. Έτσι, με διαδηλώσεις και απεργίες, ο λαός νικούσε. Πέτυχε να ματαιωθεί η πολιτική επιστράτευση, που είχαν ζητήσει οι Γερμανοί και την είχε δεχθεί η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου. Κι όταν σκοτώθηκαν αθώοι ηρωικοί πολίτες, δεν εδίστασαν οι ανάπηροι του πολέμου να σηκώσουν μαύρες επιγραφές και να γεμίσουν με λουλούδια τους τάφους τους».
Την σημερινή εποχή η αντίσταση του ελληνικού λαού είναι από πενιχρή έως ανύπαρκτη. Οι μεγάλες μάζες κανένα μίσος δεν δείχνουν προς τον νεοταξίτη κατακτητή, αλλ’ αντιθέτως συνεργάζονται μαζί του ή αποδέχονται με ανακούφιση τα επιδοματικά ψίχουλα που τους πετούν για να διατρανώνουν την επίπλαστη ανθεκτικότητά τους.
Ένα μικρό τμήμα του λαού που βλέπει καθαρά το αληθινό-αποκρουστικό πρόσωπο του κατακτητή, το οποίο κρύβεται πίσω από τις μάσκες (κυριολεκτικώς τε και μεταφορικώς), κηλιδώνεται από τους λεκέδες που του ρίχνουν οι λακέδες, επιλέγοντας από ένα απολύτως προβλέψιμο χουλιγκανικό λεξιλόγιο κλισέ-απαξιωτικούς όρους, όπως: «αρνητές», «συνωμοσιολόγοι», «βλάκες», «αμόρφωτοι» κ.ο.κ. Ο φασισμός, όμως, αρχίζει με την σκέψη ότι όλοι οι άλλοι είναι ανόητοι (Πωλ Βαλερύ).
Στην Κατοχή των ετών 1941-1944 απόβλητοι της κοινωνίας, κατά την περιγραφή του Παράσχου, ήσαν οι ναζίδες και οι φασίστες.
Στην Κατοχή των ετών 2020-2022 ισχύει το ανάποδο: Απόβλητοι της κοινωνίας είναι όσοι δεν προσχωρούν στο στρατόπεδο των ναζίδων και των φασιστών της πολυμορφικής παγκόσμιας δικτατορίας, που ξεκίνησε υπό την μορφή του υγειοναζισμού και σταδιακά μεταλλάσσεται σε ενεργειακή-κλιματική δικτατορία.
Και ενώ ο Παράσχος μάς πληροφορεί ότι επί γερμανικής κατοχής «η τρομοκρατία δεν πτοούσε κανέναν», επί ιατροφασιστικής κατοχής ο μπαμπούλας του «αόρατου εχθρού» προκάλεσε μαζική ψύχωση-υστερία σε μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού.
Ο ανένδοτος λαός του 1940 επέμενε και νικούσε, αναγκάζοντας την δοσίλογη κυβέρνηση να ματαιώνει μέτρα που είχε εξαγγείλει.
Αντιθέτως, ο ευένδοτος λαός του 2020 απέδειξε πόσο υποχωρητικός είναι στους εκβιασμούς του καθεστώτος, εμπιστευόμενος κυβερνητικές καρικατούρες που, φορώντας προβιά, του πούλησαν καλοσύνη, ελπίδες και ασφάλεια, ενώ όλα τα προηγούμενα χρόνια έδειχναν πλήρη αδιαφορία για την υγεία και την ζωή του.
Αρκούσε, λοιπόν, ένας κορωνοϊός για να προκαλέσει την μετάλλαξη του ελληνικού κυβερνητικού DNA: οι μετά την δολοφονία Καποδίστρια ωχαδερφιστές, μοναχοφάηδες, ξενόδουλοι πολιτικοί μας έγιναν ξαφνικά στοργικοί πατερ(κ)ούληδες που έχουν μεγάλη έγνοια μήπως ο «αόρατος εχθρός» εξολοθρεύσει εμάς και τα αγαπημένα μας πρόσωπα, προπάντων τις γιαγιάδες και τους παππούδες, που στο παρελθόν αποτελούσαν ένα βαρύ φορτίο για τα ταμεία και τα νοσοκομεία του κράτους!
Η ουρανομήκης απόσταση που χωρίζει την δύσπιστη κατοχική Ελλάδα των ετών 1940-1944 από την εύπιστη κατοχική Ελλάδα των ετών 2020-2022 αποτυπώνεται και στην σελίδα 159 του ανωτέρω λευκώματος, όπου ο Παράσχος γράφει:
«Οι κυβερνήσεις των Αθηνών στην Κατοχή ήταν διορισμένες από τους κατακτητές. Το μέγεθος της ενοχής και της προδοσίας τους το έκριναν μετά την απελευθέρωση τα δικαστήρια. Προσπαθούσαν να εμφανιστούν ότι φρόντιζαν για τον λαό κι ότι ήταν “ελληνικές”. Κανένας όμως δεν τους πίστευε. Συχνά οι ΚΑΤΟΧΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ έφθαναν σε υπερβολική δουλοπρέπεια, για να υπηρετήσουν τους αφέντες τους και σε πράξεις που έδειχναν ότι δεν είχαν νιώσει το δράμα του λαού μας».
«Στους δρόμους διαβάτες κυκλοφορούν με σακίδια στην πλάτη, όχι για να πάνε εκδρομή, αλλά μήπως βρουν φαγώσιμα για ν’ αγοράσουν στην μαύρη αγορά. Ένα δίχτυ για ψώνια στην τσέπη πάντως ήταν απαραίτητο. […] οι έρημοι δρόμοι της Αθήνας ήταν θέαμα συνηθισμένο. Πολύ λίγα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν και τα πιο πολλά από αυτά ήταν των κατακτητών. […] Συχνές όμως ήταν και οι διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος, με συνέπεια την πολύωρη ή πολυήμερη διακοπή της κυκλοφορίας των τραμ. […]. Την νύχτα η κυκλοφορία απαγορευόταν. Κυκλοφορούσαν μόνο περίπολοι των Ιταλών με αυτοκίνητα. Δεν έλειπαν όμως οι μυστηριώδεις σκιές που κυκλοφορούσαν με κάθε προφύλαξη. Ήταν οι καθυστερημένοι ή όσοι πήγαιναν σε κάποιο γειτονικό σπίτι, για να περάσουν τις άδειες ώρες τους. Ήταν όμως και πατριώτες, που μετέφεραν κάποιο ασύρματο ή παράνομο υλικό από σπίτι σε σπίτι, από συνοικία σε συνοικία και οι νέοι, που έγραφαν στους τοίχους συνθήματα».
«Οι κατακτητές προσπάθησαν ν’ αλλάξουν το φρόνημα του λαού, να του κλονίσουν την πίστη του στην Ελλάδα. Αντιμετώπισαν όμως την φιλοπατρία. Οι μετακινήσεις των κατοίκων ήταν πολύ δύσκολες και στις γειτονικές πόλεις ακόμα. Χρειαζόταν ειδική άδεια από τις αρχές κατοχής, που δεν έβγαινε εύκολα».
Δεν απαιτείται, λοιπόν, ιδιαίτερος κόπος για να αντιληφθούμε πλέον με απόλυτη καθαρότητα ότι η απάνθρωπη διαχείριση της υγειονομικής (και τώρα της ενεργειακής) κρίσης μοιάζει να έχει τον ίδιο σκηνοθέτη, δηλ. τον ίδιο αόρατο μαριονετίστα, που συντόνισε με πανομοιότυπες οδηγίες τους πρωταγωνιστές της γερμανικής κατοχής του 1940: Θαρρείς πως το υγειοναζιστικό καθεστώς ξεπατίκωσε το ναζιστικό καθεστώς στα βασικά σημεία του σχεδίου δράσης του!
Με τα λόγια του Μάριου Πλωρίτη από το κείμενό του «Δημοσία Τάξις και “Νέα τάξις”. Οι γέφυρες του ολοκληρωτισμού» (εις: Πολιτικά 1975-1976, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1980, σελ. 55):
«Τα δακτυλικά αποτυπώματα είναι απαράλλαχτα. Η τεχνική, η κλιμάκωση, η “ιδεολογία”, μένουν ανάλλαχτες – είτε για τη μεσοπολεμική ή μεταπολεμική Ιταλία και Γερμανία πρόκειται, είτε για τη μεταχουντική Ελλάδα: απ’ τις μικρο-ομάδες και τις νυχτερινές, λαθραίες μικρο-επιθέσεις εναντίον γραφείων, βιβλιοπωλείων και τοίχων, στις φανερές μικρο-επιδείξεις θράσους και προκλητικότητας… απ’ τους μοναχικούς τραμπουκισμούς, τραυματισμούς και, [τις] δολοφονίες αντιπάλων, στην ανοιχτή, μαζική τρομοκρατία και, τέλος, στις εκατόμβες και τις ομαδικές σφαγές με την υπόκρουση του παλιού φασιστικού συνθήματος “Me ne frego!” [Δε δίνω δεκάρα για τίποτα!]».
Κοινός παρονομαστής μιας πολεμικής κατοχής και μιας στρατιωτικής δικτατορίας είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη ενός ένστολου κατακτητή. Όταν, όμως, η κατοχή ή η δικτατορία είναι «έξυπνη», ο κατακτητής δεν φορά στολή, αλλά μάσκα! Κι όταν η δικτατορία είναι υγειονομική, οι συνεργάτες του κατακτητή φορούν λευκές ποδιές!
Από το παραπάνω χωρίο αξίζει να συγκρατήσουμε και τις διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος: Αυτές έχουν ήδη αναγγελθεί ή έχουν αρχίσει να υλοποιούνται από τους «έξυπνους» κατακτητές μας με επίκληση την (τεχνητή) ενεργειακή κρίση.
Συνεπώς, δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι κατά τα έτη 2020-2022 η ιστορία επανελήφθη σε μια κατ’ αρχήν «έξυπνη» παραλλαγή της. Όποιος, όμως, ξεφυλλίσει λευκώματα σαν αυτό του Παράσχου ή μελετήσει την ιστορία των πολέμων και των δικτατοριών, θα διαπιστώσει ότι:
οι σημερινοί προβατόσχημοι λύκοι κάτω από την προβιά διατηρούν το βρομερό και μισάνθρωπο δέρμα που ευθύνεται για το αιματοκύλισμα της ανθρωπότητας.
Άλλο ένα κοινό στοιχείο της σημερινής εποχής με εκείνη των ετών 1940-1944 ήταν η χονδροειδής προπαγάνδα στην οποία επιδίδονταν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί για να κλονίσουν το φρόνημα των Ελλήνων (Παράσχος, ό.π., σελ. 141). Όμως:
«η προπαγάνδα των κατακτητών δεν είχε καμιά επίδραση στον λαό, γιατί όλοι άκουγαν τους συμμαχικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς και κυρίως τις ελληνικές εκπομπές του Λονδίνου και του Καΐρου. Τα ραδιόφωνα είχαν δηλωθεί υποχρεωτικά και σφραγίστηκαν από τους Ιταλούς, ώστε ν’ ακούγεται μονάχα ο σταθμός των Αθηνών, που ήταν στον απόλυτο έλεγχο των Γερμανών».
«πράσινη», «βιώσιμη», «ανθεκτική», «συμπεριληπτική», «ουδετερόφιλη», «πατριδοκτόνο»-«εθνομηδενιστική», «οικογενειοδιαλυτική», «παιδοεκμαυλιστική», «χριστομάχο» και, βεβαίως, «ψηφιακή», η οποία έχει σχεδιασθεί κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ο ολοένα και περισσότερο αριθμοποιημένος άνθρωπος να δώσει κάποια στιγμή την θέση του στον άψυχο και τηλεκατευθυνόμενο μετάνθρωπο. Όσοι, όμως, επαγρυπνούν και δεν χάβουν τα παραμύθια των σατανοκίνητων Νεοταξιτών αναζητούν (άραγε έως πότε;) την εναλλακτική πληροφόρησή τους σε διαδικτυακές πλατφόρμες που δεν καθοδηγούνται (καθόλου ή έστω πλήρως) από τους ινστρούχτορες της παγκόσμιας δικτατορίας.
Ο Παράσχος μνημονεύει και το πρόβλημα της έλλειψης βενζίνης (σελ. 131), που υπήρχε μόνο στην μαύρη αγορά και προερχόταν από κλοπές ή από προμήθειες που έκαναν οι στρατιώτες του Άξονα σε μαυραγορίτες. Σύντομα εμφανίσθηκαν και τα περίφημα “γκαζοζέν”.
Αναφερόμενος στην πείνα, ο Παράσχος σχολιάζει (σελ. 39):
«Όλοι έτρεχαν ν’ αγοράσουν ό,τι έβρισκαν και τα καταστήματα άδειαζαν. Έλλειψη πρώτα στα τρόφιμα που εισάγονταν από το εξωτερικό. Κατόπιν και στα εγχώρια προϊόντα. […] Συνηθισμένο καθημερινό θέαμα έγινε και το ψάξιμο των σκουπιδιών. Κάτι ήταν δυνατόν να βρεθεί, που απλώς να μασιέται, κάτι που να κατεβαίνει στο στομάχι – να μη μένει άδειο. Αποτέλεσμα της πείνας και της κακομοιριάς ήταν να εξαπλωθούν οι αρρώστιες. Ο οργανισμός του ανθρώπου αντιστεκόταν όσο μπορούσε με τις δυνάμεις που είχε. Οι ελληνικές υγειονομικές υπηρεσίες με τα ελάχιστα μέσα που διέθεταν και με όσα φάρμακα υπήρχαν, που δεν τα είχαν αρπάξει οι κατακτητές, προσπαθούσαν να σταματήσουν το κακό. Οι θάνατοι αυξήθηκαν. Δεν υπήρχε ξυλεία για φέρετρα και τους νεκρούς τους έθαβαν τυλιγμένους σε λινάτσες και κουρέλια».
Αλλά οι σατανοκίνητοι σκακιστές κάτι θα έχουν προβλέψει και γι’ αυτήν την αντίδραση. Το μισάνθρωπο σχέδιο κατά της ανθρωπότητας δείχνει να είναι μελετημένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια. Αλίμονο στην από δω πλευρά, που είναι σκορποχώρι και ακόμη αγκομαχά για να διακόψει βίαια το ροχαλητό των βρεφοποιημένων πολιτών και να αφαιρέσει τις τσίμπλες τους!
ΥΓ: Μήπως ο παγκόσμιος κυβερνήτης θα κάνει την μεγαλοπρεπή εμφάνισή του, όταν θα ενσκήψει η παγκόσμια επισιτιστική κρίση, ώστε να ενεργήσει ως ψευδοσωτήρας;