Άρθρο του Καθηγουμένου της Ι.Μ Δοχειαρίου Γέροντα Γρηγορίου (†)
Στὸ ξεκίνημα τῶν ἀγώνων τοῦ Μεγάλου σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ὁ διάβολος χρυσὸ τοῦ παρουσίασε. Μία φορὰ φανταστικὸ καὶ δεύτερη φορὰ πραγματικό. Ὅμως τὸν ἀντιπαρῆλθε· ὄχι πρόσκαιρα, ἀλλὰ παντοτινά.
Ὁ στοχαστικὸς καὶ μεγάλος Γέροντας ἐμπιστευτικὰ μοῦ μίλησε: «Ἀπὸ τὸ τίποτα πήραμε μισὸ δὶς καί». Τοῦ ἀπήντησα: «Μιμήσου τὸν Ἀντώνιο καὶ ἀντιπάρελθέ το. Ἔτσι καὶ θὰ ἀποκτήσης εἰρήνη καὶ θὰ δώσης». Μὲ βουτηγμένη ὅμως τὴν ψυχή του μέχρι τὰ μπούνια στὸ μέλι τοῦ χρυσοῦ καὶ τοῦ ἀργύρου, προχώρησε ἀκάθεκτος μὲ ἱμάτια χρυσᾶ καὶ διαμαντένια.
Ἔτσι, μιὰ μέρα ἄνοιξε ἡ αὐλαία τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ ἐνθρονισμένο τὸν χρυσὸ καὶ τὸν ἄργυρο στὸν τόπο τῆς ἀκτημοσύνης! Ἔκθαμβος ὁ κόσμος, ἔκθαμβη ἡ οἰκουμένη εἶδε νὰ ρέη ὁ πλοῦτος. Στὰ χέρια τῶν μοναχῶν νὰ βρίσκεται ὁ θησαυρὸς τοῦ κόσμου. Ἄρχισε νὰ σείεται ὁ κόσμος καὶ νὰ γίνεται παγκόσμιο σκάνδαλο, σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη νὰ συζητιέται ὁ εὔκολος πλουτισμὸς τῶν καλογήρων, νὰ ἐμπλέκωνται καὶ πολιτευτές. Οἱ φτωχοὶ ἀνακεντρίστηκαν ὅπως τὰ ἄλογα καὶ οἱ πλούσιοι βρῆκαν συναδέλφους. Ἀπὸ δῶ νὰ τὰ κρύψουμε, ἀπὸ κεῖ νὰ τὰ φανερώσουμε, ἀπὸ δῶ ὀλυμπιακὸ χωριό, ἀπὸ κεῖ μουρέλα, φάνηκε ὁ πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄρχισε ἡ ἐπένδυση ἢ μᾶλλον οἱ ἐπενδύσεις, οἱ ὁποῖες σιγά-σιγὰ ἔγιναν τόσο ἀπόκρυφες, ποὺ οὔτε ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἀνακαλύψη. Λόγια, λόγια πικρά, ἄλλοτε πραγματικὰ καὶ ἄλλοτε φανταστικά, ἐνῶ μὲ ἕνα «ἀντιπαρέρχομαι» σταματάει τὸ διαβολικό, ἔρχεται ὁ Χριστός, ξυπόλυτος καὶ φτωχός, καὶ κάνει τὶς καλύτερες τοποθετήσεις.
Ἀπὸ τότε, ποιός νὰ φρενάρη; Τὰ δικαστήρια δὲν εἶναι τόσο δυνατὰ καὶ τόσο πιστευτά. Ἡ φαντασία τοῦ ἀνθρώπου δὲν συγκρατιέται. Ἄνοιξαν οἱ μπουκαπόρτες καὶ ὅλη ἡ ἄβυσσος μπῆκε μέσα καὶ πνίγει τὸ καράβι. Τριγμοὶ τὸ συνοδεύουν στὸ ταξίδι του. Ἡ Ἐκκλησία πάλι στὸ στόχαστρο, ἀλλὰ αὐτὴν τὴν στιγμὴ τόσο πυρόβλητη ὅσο ποτὲ ἄλλοτε.
Μπορεῖ νὰ μὴ μᾶς παρέχεται ἡ δυνατότητα νὰ σκύψουμε στὶς κάσες τῶν χρημάτων, ἀλλ᾽ ὅταν μοναστήρια ἔχουν οἰκονομικοὺς καὶ νομικοὺς συμβούλους σὲ ξένες χῶρες, πῶς νὰ συγκρατήσης τὸν λογισμό σου; Καὶ ὅταν ἡγούμενοι συναναστρέφωνται καὶ συμπορεύωνται μὲ τοὺς πλουσιώτερους ἀνθρώπους στὶς μεγάλες πόλεις τῆς οἰκουμένης, κράτα, ἂν εἶσαι πραγματικὰ παλληκάρι τοῦ Χριστοῦ, ἀθόλωτο τὸν νοῦ σου…
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἀκτημοσύνη ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸ ἀμέριμνο, στὴν θεία ἀδολεσχία. Μοναδική του ἀπασχόληση γίνονται τὰ θεϊκὰ πράγματα. Ὁ Μᾶρκος ὁ ἀσκητής, ὅταν μελέτησε τὴν τελεία ἀκτημοσύνη, ἀναλογίσθηκε ὅτι μέσα στὸ κελλί του εἶχε μία Ἁγία Γραφή. Εἶπε καθ᾽ ἑαυτόν: «καὶ αὐτὸ πλοῦτος εἶναι, περιουσία εἶναι», καὶ πῆγε καὶ τό ᾽δωσε κι ἔμεινε μόνον μὲ τὸν ἐπενδύτη του καὶ μὲ μιὰ δερμάτινη ζώνη. Ἔμεινε ὁ Μᾶρκος ὁ ἀσκητής, ὁ Ἀθηναῖος, μόνον μὲ τὸ δέρμα καὶ τὰ κόκκαλα! Δὲν σκέφθηκε νὰ ἐκμεταλλευθῆ τὸ κτῆμα του, γιὰ νὰ κάνη ἐλεημοσύνες. Μοῦ ἔλεγε ἕνας μοναχός μου: «Τί ντροπὴ νὰ πεθαίνη ὁ μοναχὸς καὶ νὰ βρίσκουν στὸ κελλί του πορτοφόλι ἔστω καὶ μὲ μία δραχμή», κι ἔμενε πάντοτε παντελῶς ἀκτήμων. Σήμερα γιατί τόση ἐπιθυμία καὶ τόσος ἀγῶνας γιὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα, ἂν καὶ βαθιὰ μέσα μας ἀκοῦμε τὴν φωνὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου «ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ τὰ πάντα κατέχοντες»;
Πέρασε ἕνας Ἑλβετὸς τὸ καλοκαίρι ἀπὸ ἕνα κελλί. Εἶδε ὅτι ὁ μοναχὸς ποὺ διέμενε ἐκεῖ δὲν εἶχε τίποτα, οὔτε παξιμάδι. Ἐπιστρέφοντας στὴν πατρίδα του, τοῦ ἔστειλε πέντε δραχμές. Καὶ ἄλλος ὅμως προσκυνητὴς εἶδε τὴν ἀκτημοσύνη καὶ ἐτρόμαξε.
– Βάλε –τοῦ λέει– Γέροντα, ἕνα μουσαμᾶ, ἕνα στρωσίδι στὸ τραπέζι σου.
– Δὲν ἔχω νὰ τὸ πάρω, ἂν καὶ μοῦ εἴπανε φθηνὸς εἶναι ὁ μουσαμᾶς.
Αὐτὸς τότε τοῦ ἔστειλε τὸν ὀβολὸ τῆς χήρας. Εἶχε ὅμως λάβει πιὸ μπροστὰ τὴν βοήθεια τοῦ Ἑλβετοῦ. Τοῦ τὰ γύρισε ὀπίσω, λέγοντας:
– Εὐχαριστῶ, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ μοῦ ἔστειλε ὁ πρῶτος περαστικὸς φθάνουν γιὰ μένα γιὰ δύο χρόνια. Πάρε πίσω τὰ χρήματα καὶ διάθεσέ τα ὅπου ἐσὺ θέλεις.
Πόσο γρήγορα ἐξατμίστηκε τὸ πνεῦμα αὐτὸ καὶ θέλει ὁ μοναχὸς νὰ ἔχη στὸ κελλί του μαγαζί.
Ὁ λογισμὸς ποὺ μὲ κρατᾶ σὲ διηνεκῆ ἀπορία εἶναι γιατὶ ὁ διάβολος δὲν βάζει στὸν Ἀντώνιο σὰν πρῶτο δόλωμα τὴν γυναῖκα κι ἔβαλε τὰ χρήματα, ἐνῶ εἶναι τόσο ἐπιρρεπὴς ὁ ἄνθρωπος στὶς ὁρμὲς τῆς σάρκας. Γιατί τόσο ἐπιμένει νὰ τὸν μαγαρίση μὲ τὴν φιλοκτημοσύνη, μὲ τὰ χρήματα καὶ τὰ πλούτη; Ἂν τὰ μελετούσαμε αὐτὰ στὸν νοῦ μας, θὰ ἤμασταν συγκρατημένοι. Ἐμεῖς ὅμως, ἂν καὶ ζοῦμε ὠμὰ τὴν ζημιὰ τῆς φιλοκτημοσύνης, ἐξακολουθοῦμε τὴν δαιμονικὴ πορεία τοῦ κτᾶσθαι καὶ καταντήσαμε, ἀπὸ ὑψιπέτες ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἤμαστε, σὰν τὸν δέσμιο ἀετὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ πιάση τοὺς αἰθέρες.
Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς λυπηθῆ ἐμᾶς τοὺς μοναχοὺς καὶ νὰ μᾶς κρατήση μακριὰ ἀπὸ τὴν προδότρα φιλαργυρία. Ἂν ἀγαπᾶς τὰ πλούτη, ποῦ ἡ ταπεινοφορία, ποῦ ἡ ἐγκράτεια, ποῦ ἡ ξενιτεία; Ποῦ τοῦ Πέτρου ἡ φωνὴ «ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ νομίσματα δὲν ἔχω· ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγειρε καὶ περιπάτει»; Ἡ φιλοκτημοσύνη θὰ ρημάξη τὰ σπήλαια καὶ τὰ καταγώγια τῶν μοναχῶν. Ἂς ἀγαπήσουμε ὅλοι τὸν ἀφιλάργυρο τρόπο ζωῆς.
Δῶσε, Κύριε, σύνεση σὲ μᾶς τοὺς μοναχούς, νὰ κρατηθοῦμε στὴν ἐγκράτεια, στὴν ἀκτημοσύνη, στὴν ξενιτεία –γιατὶ ὄχι καὶ στὴν εὐλογημένη ζητεία, ἡ ὁποία ταπεινώνει τὸν ἄνθρωπο– καὶ στὴν πλήρη ὑπακοή. Ἀμήν.