Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Φώτης Κόντογλου: Κωνσταντινούπολη, η αγιασμένη πολιτεία



Τι ήτανε, αληθινά, εκείνο το Βυζάντιο, εκείνη η Κωνσταντινούπολη; Παραμυθένιος κόσμος! Όχι μοναχά η αρχαία πολιτεία, μα κι η καινούρια, ως του σουλτάν-Χαμίτ τα χρόνια. Είχα γνωρίσει έναν χριστιανό Ανατολίτη κοσμογυρισμένον, που έζησε πολλά χρόνια στην Ευρώπη και στην Αμερική, στη Λόντρα, στο Παρίσι, στη Ρώμη, στη Νέα Υόρκη. «Όλες αυτές οι μεγάλες πολιτείες, μου έλεγε, είναι σπουδαίες, μα σαν την Κωνσταντινόπολη δεν υπάρχει άλλη στην οικουμένη, κι ούτε βρίσκεται στον ντουνιά τέτοια επίσημη αρχοντικιά και βασιλική πολιτεία».
 
Στα χρόνια των Βυζαντινών «η βασιλεύουσα Πόλις» θα είχε μια εξωτική κι αλλόκοτη μεγαλοπρέπεια. Χίλιοι κουμπέδες (τρούλλοι) κατάχρυσοι λαμποκοπούσανε μέσα στη βλογημένη αυτή αφεντοπολιτεία. Στη μέση στεκότανε, σαν ήλιος, η Αγιά Σοφιά, και γύρω της ήτανε σκορπισμένες οι άλλες εκκλησίες με τους χρυσούς κουμπέδες, σφαίρες ουράνιες, που λες και γυρίζανε γύρω στον ήλιο. Δεν φαινόντανε πως ήτανε κτίρια κανωμένα από τον άνθρωπο, αλλά σαν να κατεβήκανε από τον ουρανό και σταθήκανε απάνω στη γη. Κι από μέσα ήτανε καταστολισμένες με ψηφιά, με χρωματιστά μάρμαρα, με σμάλτα, με ζωγραφιές, που θαρρούσε κανένας πως μπαίνει σε ουράνια παλάτια. Είχανε δίκιο οι παλιοί Κινέζοι που λέγανε πως αυτά τα κτίρια ήτανε «κάποια παλάτια μεγάλα και λαμπερά, που από μέσα μοιάζανε σαν τα χρυσά φτερά του φασιανού την ώρα που πετά»….
 
Το Σαββατόβραδο, κατά το δειλινό, η ατμόσφαιρα γέμιζε από τη γλυκειά βουή που κάνανε χιλιάδες καμπάνες και που ανέβαινε σαν ψαλμωδία απάνω από την αγιασμένη πολιτεία, από τη Νέα Σιών, «ήχος καθαρός εορταζόντων». Πανηγυρική μεγαλοπρέπεια! Μοναχά το Βυζάντιο κατέβασε στη γη την ουράνια αρμονία.
Για τους Βυζαντινούς, η πατρίδα τους ήτανε η Κιβωτός της αληθινής θρησκείας, και είχανε πόθο να τραβήξουνε μέσα σ᾿ αυτή όλα τα έθνη της γης, και να τα σώσουνε φωτισμένα από το ανέσπερο φως του Ευαγγελίου.

….. Για όποιον είναι σε θέση να νοιώσει καλά τι είναι αυτό το «λειτουργικό», ποτές άλλη φορά η ομαδική ζωή των ανθρώπων δεν έφταξε σ᾿ ένα τέτοιο πνευματικό ύψος. Όσοι θελήσανε και θέλουνε να κρίνουνε το Βυζάντιο με τον συνηθισμένον χονδροειδή αντιπνευματικόν τρόπο και με τις γνωστές ανόητες ευφυολογίες, και να το γελοιοποιηθούνε σε βαθμό που να ονομάζουνε «βυζαντινισμό» κάθε αφηρημένη συζήτηση και ουτοπία, αυτοί φανερώνουνε μ᾿ αυτό πόσο ανίδεοι είναι από αληθινή πνευματικότητα, με όλους τους ψεύτικους τίτλους της σοφίας και της επιστήμης που είναι στολισμένοι.

Το Βυζάντιο είναι πολύ λεπτό πράγμα για να μπορέσουνε να το πιάσουνε τα χοντροκανωμένα εργαλεία τους. Το Βυζάντιο είναι η αληθινή χριστιανική θρησκεία, ανάμεσα στα ψεύτικα και ελεεινά παραμορφωμένα ομοιώματά της, που τα φτιάξανε λαοί βάρβαροι και υλιστές, ανίκανοι να την καταλάβουνε και να την αισθανθούνε. Για τούτο, το Βυζάντιο κρίνεται από τους λεγόμενους σοφούς του κόσμου όπως κρίνεται το Ευαγγέλιο, δηλ. σαν μωρία, μπροστά στη δική τους γνώση, κι η γνώμη τους ίσια-ίσια, πως το Βυζάντιο είναι «μωρία», πιστοποιεί πως αληθινά στάθηκε η Νέα Σιών, η έμψυχος κιβωτός, που μέσα σ᾿ αυτή φυλάχθηκε η επαγγελία του Θεού προς τους ανθρώπους πως θα γίνουνε τέκνα του, και «η μακαρία ελπίς της αιωνίου ζωής». Όσο νοιώσανε οι υλικοί άνθρωποι τι λέγει ο Παύλος για το Ευαγγέλιο και για τη σοφία του Θεού, άλλο τόσο νοιώσανε κι οι ιστορικοί κι οι επιστήμονες της κοσμικής γνώσης, «οι συζητηταί του αιώνος τούτου» όπως λέγει ο Παύλος, τι είναι το Βυζάντιο.

..Το Βυζάντιο είναι όπως «η Ιερουσαλήμ και η βασιλεία του Θεού,η εντός ημών κεκρυμμένη. Αυτή η χώρα νεφέλη εστί της δόξης του Θεού, εις ην μόνον οι καθαροί τη καρδία εισελεύσονται του θεάσασθαι το πρόσωπον του Δεσπότου και καταυγασθήναι τους νόας αυτών διά της ακτίνος και λαμπηδόνος του φωτός Αυτού».  

(Πηγή : Φώτης Κόντογλου, Μυστικά άνθη Ήγουν: Κείμενα γύρω από τις αθάνατες αξίες της ορθόδοξης ζωής, Ἀθῆναι: Ἐκδόσεις Ἀστήρ,, σσ. 93-99.)

«Πᾶνος» 
====================================
Μπορεί να είναι εικόνα μνημείο και κείμενο

Ὁ βασιλιὰς ἔκλαιγε, ἔκλαιγε κι᾿ ὁ λαὸς καὶ φώναξε: «Ἂς πεθάνουμε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν πατρίδα μας!» Ἀγκαλιαζόντανε καὶ συγχωρνιόντανε. Ὕστερα τραβήξανε στὴν Ἁγια-Σοφιά. Κόσμος, παλαβωμένος ἀπ᾿ τὸ φόβο, τὴν εἶχε γιομίσει κ᾿ οἱ καμάρες ἀντιλαλούσανε ἀπὸ τὸ θρῆνο. Οἱ γυναῖκες κλαίγανε σιγανά, τὰ παιδιὰ ξεφωνίζανε κι᾿ ὅλοι τρέμανε σὰν τὰ καλάμια. Ποιὰ καρδιὰ δὲ θὰ ράγιζε! «Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλον ἄνθρωπος ἢ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι.» Οἱ διάκοι λέγανε μπροστὰ στὴν Ἅγια Πόρτα τὰ Εἰρηνικά, μὰ ἡ ὀχλοβοὴ δὲν ἄφηνε ν᾿ ἀκουστῇ ἡ φωνή τους. Σὰν ἀρχίσανε οἱ ψαλτάδες, τὸ Κοινωνικὸ «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος, ἀλληλούϊα», ὁ βασιλιὰς τράβηξε κατὰ τὸ τέμπλο, ντυμένος μὲ τὰ τριμμένα ροῦχα του, δακρυσμένος, μαραζωμένος, μὲ γένεια καὶ μαλλιὰ ἀχτένιστα σὰν βαρυποινίτης, κ᾿ ἔπεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγιᾶς μ᾿ ἀναστεναγμούς, μουρμουρίζοντας: «Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου μὲ ζάλαι ὥς περ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε, καὶ τὴν ἐμὴν κατασχοῦσαι καρδίαν κατατιτρώσκουσι βέλει τῶν θλίψεων.» Καὶ σὰν ἐβγῆκε ὁ Πατριάρχης μὲ τὸ ποτήρι, πῆγε καὶ μετάλαβε κ᾿ ὕστερα γύρισε κατὰ τὸ λαὸ κ᾿ εἶπε: «Χριστιανοί, συγχωρῆστε τὶς ἁμαρτίες μου, κι᾿ ὁ Θεὸς ἂς συγχωρέσῃ τὶς δικές σας!» Κι᾿ ὁ κόσμος μὲ μιὰ φωνὴ φώναξε: «Συγχωρεμένος!» Μέσα στ᾿ Ἅγιο Βῆμα ὁ Πατριάρχης, σκυμμένος ἀπάνω στὰ τίμια δῶρα, μνημόνευε: «Μνήσθητι, Κύριε, τῆς πόλεως, ἐν ᾗ παροικοῦμεν, καὶ πάσης πόλεως καὶ χώρας, καὶ τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς. Μνήσθητι, Κύριε, πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων. Μνήσθητι, Κύριε, τῶν μεμνημένων τῶν πενήτων, καὶ ἐπὶ πάντας ἡμᾶς τὰ ἐλέη σου ἑξαπόστειλον.»
κυρ Φώτης Κόντογλου