Δὲν ἔχει ἢ δὲν θέλει νὰ ἀντιληφθῆ ὁ Σεβ. Ναυπάκτου ὅτι τὸ Κράτος ἀντιποιεῖται τὸν ρόλον τοῦ πνευματικοῦ; Δὲν δύναται ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι χωρισμένη ἀπὸ τὸ Κράτος, ἀλλὰ τὸ Κράτος ἔχει κάθε δικαίωμα νὰ εἶναι χωρισμένον ἀπὸ τὸν Χριστὸν καὶ π.χ. νὰ κλείνη τοὺς ἱ. ναούς; Τὸν Ἀριστοτέλην ἢ τοὺς Ἁγίους Πατέρας πρέπει νὰ διδάξη; «Παντοῦ ἐπικρατοῦν ἀκραῖες ἀντιλήψεις», ἐννοεῖ καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διότι τὴν Κυβέρνησιν τὴν ἐδικαιολόγησε πλήρως εἰς προηγηθὲν ἄρθρον…; Παραθέτομεν ἀποσπάσματα ἀπὸ ἄρθρον του εἰς τὴν ἐφημερίδα «Βῆμα» τῆς 17ης Μαρτίου 2024:
«Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχύση οὔτε ἡ φράση «σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας», οὔτε ἡ φράση «χωρισμὸς Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας», ἀλλὰ ἡ φράση καὶ ἡ πρακτικὴ «ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης καὶ κρατικῆς διοίκησης».
Αὐτὸ λέγεται ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι κανένας ὀργανισμὸς σὲ μιὰ Χώρα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸ Κράτος. Κάθε ὀργάνωση, ἀκόμη καὶ ἰδιωτική, πρέπει νὰ ἔχει κάποια σχέση μὲ τὸ Κράτος εἴτε Δημοσίου εἴτε Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, ἀλλὰ ἀπολύτως κανένας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι χωρισμένος ἀπὸ αὐτό…
Τὸ βασικὸ εἶναι ὅτι πρέπει νὰ ὑπάρχη διάλογος μεταξὺ τῶν ὑπευθύνων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Κράτους, καὶ αὐτὸς νὰ γίνεται μὲ γνώση, νηφαλιότητα, ψυχραιμία, γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς κοινωνίας. Ὁ διάλογος αὐτὸς εἶναι ἀπαραίτητος, γιατί παντοῦ ἐπικρατοῦν ἀκραῖες ἀντιλήψεις καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ Ἀριστοτελικὴ «μεσότητα» μεταξὺ «ὑπερβολῆς» καὶ «ἐλλείψεως». Κάθε φορὰ ποὺ ἕνας παράγοντας ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν δική του τροχιὰ προκαλεῖ συγκρούσεις. Τὸ «μέτρον» εἶναι πάντοτε τὸ ζητούμενο».