Δικαιολογεῖται – καί μέ ποιόν τρόπο- ἡ ἀνάμειξη τῶν λαϊκῶν, τῶν ἁπλῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας, στά θέματα τῆς Πίστεως; Εἶναι ἡ θεολογία καί ἡ ὁμολογία τῆς Πίστεως ὑπόθεση μόνο τῶν Κληρικῶν καί δή τῶν ὑψηλοβάθμων; Πῶς ἐκφράζεται ἡ συμμετοχή τοῦ πιστοῦ λαοῦ στά θέματα τῆς Πίστεως; Ὑπάρχουν ἱστορικές μαρτυρίες γιά τούς ἀγῶνες τῶν λαϊκῶν Χριστιανῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας;
Εἰσαγωγή
Μποροῦν οἱ λαΐκοί, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού δέν ἔχουν τήν Ἱερωσύνη νά ἀσχολοῦνται μέ θέματα Πίστεως; Δύνανται οἱ λαΐκοί, παρ’ ὅλο πού δέν ἔχουν κανένα ἀξίωμα μυστηριακῆς διακονίας στήν Ἐκκλησία, νά ἐλέγξουν Ἐπισκόπους, ὅταν ἐκεῖνοι παρεκτρέπονται ἀπό τήν ἀλήθεια; Εἶναι δικαιολογημένοι ὅσοι πίσω ἀπό τούς Ἱερεῖς καί τούς Πνευματικούς τους Πατέρες τηροῦν στάση ἀδιαφορίας, ὅταν παραχαράσσονται τό κήρυγμα καί ἡ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή παρομοίως καί οἱ Προεστῶτες καί Πνευματικοί τους Πατέρες, «ἀφοῦ ἔπαθαν κάτι ἀνθρώπινο» δέν μαρτυροῦν καί δέν ὁμολογοῦν τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας;
1) Ἡ Θεολογία μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά προχωρήσουμε στήν ὀρθοπραξία
Ὅ,τι εἶναι ἀπαραίτητο γιά τή σωτηρία μας, ἔχει παραδοθεῖ στήν Ἐκκλησία ἀπό τούς θεωμένους διδασκάλους Της, δηλαδή τούς ἁγίους Προφῆτες, Πατριάρχες, Ἀποστόλους καί Πατέρες καί εὑρίσκεται στήν Ἁγία Γραφή, στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων περί τῶν δογμάτων («Ὅροι») καί περί τοῦ βίου («ἱεροί Κανόνες»), καί στά ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὥστε νά εἶναι εὔληπτο καί κατανοητό ἀπό τόν ἁπλό πιστό, μέ σκοπό ἀπό τήν Ὀρθοδοξία νά περάσει στήν ὀρθοπραξία, ἀποφεύγοντας τό σκόπελο τῶν αἱρέσεων. Οἱ αἱρέσεις μέσῳ τῆς ἀλλοιωμένης πίστεως (αἱρετικῆς πλάνης) καταστρέφουν τήν ὀρθοπραξία καί ἀπομακρύνουν «ὀντολογικῶς» ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι ἀποκόπτονται ἀπό τήν ἐνότητα τῆς Ἐκκλησίας περί τόν Ἐπίσκοπο καί τή Θεία Εὐχαριστία.
(Γιά τίς συνέπειες τῆς αἱρέσεως στή πνευματική ζωή τῶν ἀνθρώπων θά γράψουμε ξεχωριστά σέ ἄλλη ἑνότητα).
2) Τὸ «ἀσφαλῶς θεολογεῖν» δὲν εἶναι μέν γιά ὅλους, ἀλλά τό «φιλοσόφως θεολογεῖν» καί τό «ὁμολογεῖν» τήν ἀποδεδειγμένη Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι γιά ὅλους τούς εὐλαβεῖς.
α. Ἡ Θεολογία
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες θεωροῦν τή Θεολογία ὡς κάτι πολύ βαθύ καί συνάμα ὑψηλό καί τονίζουν ὅτι ἡ ἐνασχολήση μέ αὐτήν ἁρμόζει μόνον σέ ὅσους ἔχουν προοδεύσει στήν κατά Θεόν ζωή, καί εὑρίσκονται σέ κατάσταση τοὐλάχιστον «καθάρσεως» ἀπό τά πάθη, ἄν ὄχι στά ἀνώτερα στάδια τοῦ «φωτισμοῦ» καί τῆς «θεώσεως», καθώς λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Δέν εἶναι γιά τόν καθένα, ἀγαπητοί, τό νά φιλοσοφῇ περί Θεοῦ, δέν εἶναι γιά τόν καθένα· δέν εἶναι τό πρᾶγμα αὐτό τόσο φθηνό καί ὅσων πορεύονται στά χαμηλά» ἀλλά εἶναι γιά ὅσους «ἔχουν ἐξετασθῆ καί περάσει στή θεωρία [δηλ. στή θέα τοῦ Θεοῦ] καί εἶναι κεκαθαρμένοι στήν ψυχή καί τό σῶμα ἤ τοὐλάχιστον καθαίρονται»2.
Ἡ ἐνασχόληση κατ’ ἐξοχήν τῶν Ἐπισκόπων καί λοιπῶν Κληρικῶν μέ τή Θεολογία, νοεῖται ὑπό τήν ἔννοια, ὅτι οἱ Κληρικοί πληροῦν περισσότερο τίς προϋποθέσεις γιά νά φθάσουν στό στάδιο τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, ἐπειδή εἶναι ἐπίλεκτοι χάρις στήν καθαρή τους ζωή. Οἱ Ἱεροί Κανόνες καθορίζουν τήν εὐθύνη πρωτίστως τῶν Ἀρχιερέων γιά τήν ἐνασχόληση μέ τά δόγματα.
Λοιπόν, βάσει τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Παλαμᾶ καί τῶν προγενεστέρων Ἁγίων, τῶν ὁποίων τή διδασκαλία αὐτός συνοψίζει, ὑπάρχουν τρία εἴδη θεολογίας: (α) ἡ ἀσφαλής καί μυστική θεολογία ὅσων ἔφθασαν σέ θεοπτία (θέα Θεοῦ) οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν ἀπό προσωπική ἐμπειρία καί κοινωνία μέ τόν Θεόν, (β) ἡ φιλόσοφος θεολογία, ὅσων δέν ἔχουν μέν προσωπική ἐμπειρία θεοπτίας, ἀλλά μέ ταπείνωση δέχονται τίς ἐμπειρίες καί θεοπτίες τῶν θεοπτῶν καί θεολογοῦν σύμφωνα μέ αὐτές καί (γ) ἡ καινή (καινούργια-καινοτόμος) θεολογία τῶν θρασέων θεολόγων, ὅσων θεολογοῦν διαλεκτικῶς μέ βάση τίς δικές τους φιλοσοφικές ἀρχές καί ἀπορρίπτουν τίς ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων6.
Ἡ μέση ὁδός, τῆς φιλοσόφου θεολογίας, βάσει τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας μας, βασίζεται στόν «ἀποδεικτικό συλλογισμό». Ἐπειδή διά τῶν Ἁγίων Πατέρων (Προφητῶν, Ἀποστόλων, Ὁμολογητῶν, Ἱεραρχῶν κ.λπ.) ἔχουμε διδαχθῆ ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα τίς δογματικές ἀλήθειες, διά τοῦτο εἴμαστε βέβαιοι μέ ἀποδείξεις γιά τό τό πιστεύει ἡ Ἐκκλησία καί δέν περιπίπτουμε σέ «διαλεκτικό συλλογισμό» ἤ ἀγνωστικισμό (ὅτι δηλ. μποροῦμε δῆθεν νά συλλογιζόμαστε διαλεκτικά γιά τά θεῖα πράγματα, ἤ ὅτι δέν μποροῦμε νά προσκομίσουμε βέβαιες θέσεις καί ἀποδείξεις γι’ αὐτά). Τοῦτο ἦταν καί ἕνα βασικό σημεῖο τῆς ἀντιπαραθέσεως τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πρός τόν φιλοσοφοῦντα ψευδο-μοναχό, ἀνθρωπιστή καί ἀγνωστικιστή Βαρλαάμ τόν Καλαβρό.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπεστήριξε ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ἐφαρμόσουμε στή θεολογία τόν διαλεκτικό συλλογισμό, ὁ ὁποῖος πραγματεύεται σχετικῶς μέ τό «νομιζόμενο καί πιθανό καί πού ἐκ φύσεως ἄλλοτε εἶναι ἀλλιῶς καί ἄλλοτε ἀλλιῶς, καί ἄλλοτε ὑπάρχει, ἀλλά ἄλλοτε δέν ὑπάρχει, καί κάποτε εἶναι ἀληθές, καί κάποτε δέν εἶναι». Αὐτό ἔπρατταν οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι στούς ὁποίους ἡ θεολογία κατήντησε πιθανολογία. Ἀντιθέτως, ὁ ἀποδεικτικός συλλογισμός, ὁ ὁποῖος πραγματεύεται «γιά τό ἀναγκαῖο, καί ἐκεῖνο πού πάντοτε ὑπάρχει καί πάντα εἶναι ἀληθινό καί πάντοτε εἶναι τό ἴδιο», εἶναι ἀπαραίτητος στά θεολογικά προβλήματα, ἀλλά καί ἀποτελεσματικός, διότι ὑπάρχουν πλευρές τοῦ θεολογικοῦ προβλήματος πού ἐπιδέχονται ἀπόδειξη. Ἡ ἀπόδειξη στηρίζεται ἀφ’ ἑνός στίς ἀποκαλυμμένες ἀπό τόν Θεό «αὐτόπιστες ἀρχές», ἀφ’ ἐτέρου στίς «κοινές ἔννοιες» καί τά «ἀξιώματα»7.
Συνεπῶς, ὡς Ὀρθόδοξοι μποροῦμε πάντοτε νά προσάγουμε «ἀποδείξεις» γιά τήν καθολική ἀλήθεια περί Θεοῦ, ἀνθρώπου καί κόσμου, ἄν ὄχι βάσει τῆς (ἴσως ἀνύπαρκτης) προσωπικῆς μας μεθέξεως στόν Θεόν, ἀλλά βάσει (α) τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν σέ ἕνωση μέ τόν Θεόν καί (β) τῆς κοινῆς λογικῆς, ἡ ὁποία ἐφαρμόζει τίς διδασκαλίες αὐτές στά νέα προβλήματα πού ἀνακύπτουν.
β. Ἡ ὁμολογία
Ὅπως θά δοῦμε καί παρακάτω σέ ἱστορικά συμβάντα, ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη, τότε ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ «ὁμολογία» τῆς ἀληθείας ἀπό τούς ὀρθοδόξους πιστούς, δέν εἶναι θέμα φιλοσοφήσεως ἤ συζητήσεως, κατά τόν «διαλεκτικό συλλογισμό» πού προαναφέραμε, ἀλλά εἶναι θέμα ἐμμονῆς στή θεολογία πού ἔχει ἀπ’ ἀρχῆς παραδοθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία στούς πιστούς, ὡς θεολογία ἀλάθητη. Στήν ἐμμονή αὐτή, τήν ὁμολογία, δέν ὑπάρχουν διαβαθμίσεις προϊσταμένων καί ὑφισταμένων, κληρικῶν καί λαϊκῶν.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὀ Στουδίτης εἶναι κατηγορηματικός: «Εἶναι ἐντολή Κυρίου νά μή σιωπᾶ κάποιος σέ περίσταση πού κινδυνεύει ἡ Πίστη. Διότι λέγει “Λάλει καί μή σιωπήσῃς” [Πράξ. 18, 9]. Καί “Ἐάν ὑποχωρήσῃ δέν εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου σ’ αὐτόν” [Ἑβρ. 10,38]. Kαί “Ἄν αὐτοί σιωπήσουν, οἱ λίθοι θά κράξουν” [Λουκ. 19, 40]. Ὥστε ὅταν πρόκειται περί πίστεως, δέν εἶναι δυνατόν νά πῇ κανείς “Ἐγώ ποιός εἶμαι;”8.
Καί ἀλλοῦ γράφει: «Kατά τόν καιρό τοῦτο πού διώκεται ὁ Χριστός μέσῳ τῆς Εἰκόνος του, ὀφείλει κάποιος νά ἀγωνίζεται, ὄχι μόνον ἄν εἶναι ὑπέρτερος στό ἀξίωμα καί τή γνώση, ὁμιλώντας καί διδάσκοντας τόν λόγον τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά κι ἄν ἀκόμη εὑρίσκεται σέ θέση μαθητοῦ, ἔχει χρέος νά φανερώνει μέ θάρρος τήν ἀλήθεια καί νά ὁμιλῇ μέ ἐλευθερία. Δέν εἶναι λόγος ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τοῦ θείου Χρυσοστόμου μαζί μέ ἄλλους Πατέρας»9.
Ἄς ἰδοῦμε, λοιπόν μόνον μερικά ἀπό τά πολλά ἱστορικά συμβάντα γιά τήν προάσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό λαϊκούς.
3) Ἱστορικές μαρτυρίες γιά τήν ἐνασχόληση τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας μέ τά θέματα Πίστεως
α. Ὁ Εὐσέβιος, πού μεταγενεστέρως ἔγινεν Ἐπίσκοπος τοῦ Δορυλαίου
Ἕνας ἐκ τῶν πρώτων πού ἀντέδρασαν κατά τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχου Νεστορίου, ὁ λαΐκός ἄνθρωπος Εὐσέβιος, μετέπειτα ἐπίσκοπος Δορυλαίου, δικαιώθηκε τελικῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία κατά τήν καταδίκην τοῦ Νεστορίου. Ὁ Εὐσέβιος (ὄντας λαϊκός) εἶχεν ἀντιδράσει ἀμέσως (τό 429), ἀντικρούοντας τόν αἱρετικό Πατριάρχη ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Κύριλλο, «Ἐπειδή αὐτός [ὁ Νεστόριος] στή μέση τῆς Ἐκκλησίας παρουσίαζε καινούργιες καί βέβηλες διδασκαλίες, κάποιος ἄνδρας ἀπό τούς πολύ ἐπιεικεῖς, καί ὄντας ἀκόμη μεταξύ τῶν λαϊκῶν, ἀλλά ἔχοντας συγκεντρώσει μέσα του θαυμαστή παιδεία, κινημένος ἀπό θερμό καί φιλόθεο ζῆλο, φωνάζοντας ἐντόνως εἶπεν, ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ προαιώνιος Λόγος ὑπέμεινε καί δεύτερη γέννηση, δηλαδή, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση, καί ἀπό γυναῖκα· καί ἐνῷ στά πλήθη γινόταν θόρυβος γι΄ αὐτά καί οἱ μέν περισσότεροι καί συνετοί τόν ἐτιμοῦσαν μέ μεγάλους ἐπαίνους, ὡς εὐσεβῆ καί συνετώτατο καί γνώστην τῆς ὀρθότητος τῶν δογμάτων, ἐνῷ οἱ ἄλλοι ἦταν λυσσασμένοι ἐναντίον του, αὐτός [ὁ Νεστόριος] διακόπτει καί ἀμέσως ἀποδέχεται ἐκείνους τούς ὁποίους καί κατέστρεψε μέ τή διδασκαλία του, στρέφει δέ τήν γλῶσσα του ἐναντίον ἐκείνου [τοῦ Εὐσεβίου] πού δέν ἀνέχθηκε τά λόγια του ἀλλά καί ἐναντίον τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μᾶς θεσμοθέτησαν τόν εὐσεβῆ Ὅρο τῆς Πίστεως, τήν ὁποίαν ἔχομεν ὡς ἄγκυρα τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ καί βεβαία, καθώς ἔχει γραφῆ»10.
Ἀμέσως μετά ὁ Εὐσέβιος τοιχοκόλλησε στό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας καί διέδωσε δημόσιο γραπτό λίβελλο – ἔλεγχο τῆς αἱρέσεως τοῦ Πατριάρχη μέ τήν παρακίνηση: «Ὁρκίζω στήν Ἁγίαν Τριάδα αὐτόν πού λαμβάνει αὐτό τό χαρτί, νά τό παρουσιάσῃ σέ ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους, ἀναγνῶστες, λαϊκούς πού κατοικοῦν τήν Κωνσταντινούπολι, κι ἀκόμη νά τούς δώσῃ καί ἀντίγραφο, πρός ἔλεγχο τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου, ὅτι εἶναι ὁμόφρων τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως πού ἀναθεματίσθηκε πρίν ἀπό ἑκατόν ἑξήκοντα ἔτη ἀπό τούς ὀρθοδόξους Πατέρες Ἐπισκόπους. Καί αὐτά πού λέχθηκαν καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἔχουν ὡς ἑξῆς…»11.
Ἀργότερα, ὁ ἴδιος αὐτός Εὐσέβιος, ὡς Ἐπίσκοπος πλέον τοῦ Δορυλαίου, πρωτοστάτησε μαζί μέ τόν Ἅγιον Φλαβιανόν Πατριάρχην ΚΠόλεως καί στήν ἀντιμετώπιση τοῦ αἱρεσιάρχη Εὐτυχοῦς, ὁ ὁποῖος πρῶτος εἰσήγαγε τόν μονοφυσιτισμό, καί μαζί μέ τόν Ἅγιον Φλαβιανόν ὑπέστη διωγμούς μετά τή μονοφυσιτική καί ληστρική σύνοδο τῆς Ἐφέσου (449 μ.Χ.). Γράφει σχετικῶς ὁ Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής καί Χρονογράφος «ὁ προαναφερθείς Εὐσέβιος ὁ σχολαστικός, πού πρῶτος ἀντιμετώπισε τόν Νεστόριο, ἀφοῦ προήχθη στήν Ἐπισκοπή τοῦ Δορυλαίου, συζητώντας μέ τόν Εὐτυχῆ τόν Ἀρχιμανδρίτη σχετικῶς μέ τήν πίστη, τόν εὑρῆκε νά μή φρονῆ ὀρθῶς. Καί ἀφοῦ τόν παρεκάλεσε πολύ καί τόν παρήνεσε, δέν μπόρεσε νά τόν ὠφελήσῃ. Τότε ὁ Εὐσέβιος ἀνέφερε τά σχετικά μέ αὐτόν στόν Ἐπίσκοπο Φλαβιανό» 12 κ.λπ.
β. Λαϊκοί πού ὁμολόγησαν καί ἐδιώχθησαν ἀπό τόν αἱρεσιάρχη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλως Νεστόριο.
Ἀπό ἐπιστολή τοῦ Πάπα Ρώμης Κελεστίνου πρός τόν Νεστόριο πληροφορούμαστε, ὅτι πολλοί Κωνσταντινουπολῖτες, οἱ ὁποῖοι -ὅπως εἴπαμεἀντέδρασαν στήν αἵρεση του Πατριάρχη τους Νεστορίου, ὑπέστησαν διωγμούς καί ἀκοινωνησία ἀπό τόν αἱρετικό Πατριάρχη. Γράφει ὁ Πάπας πρός τόν αἱρεσιάρχη Πατριάρχη Νεστόριο: «Ἀκούω, ὅτι οἱ κληρικοί ἐκεῖνοι πού φρονοῦν ὅπως ἡ Καθολική [ Ὀρθόδοξος ] Ἐκκλησία, μέ τούς ὁποῖους ἐμεῖς κοινωνοῦμε, ὑπομένουν βία μεγίστη, τόσον ὥστε νά λέγεται ὅτι ἔχουν ἀποκλεισθῆ καί ἔξω ἀπό τήν Πόλη. Χαίρομεν, διότι ἐκέρδισαν τό ἔπαθλο τῆς ὁμολογίας, ἀλλά λυπούμεθα πού ὁ διώκτης εἶναι Ἐπίσκοπος. Ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος ἀπό διώκτης μετηλλάγη σέ κήρυκα· τώρα εἶναι μέγιστο ἀσέβημα ἀπό κήρυκα νά μεταλλαγῆ κανείς σέ διώκτη»13.
Μετά ἀπό τοπική Σύνοδο τῆς Ἀλεξανδρείας ὅπου καταδικάστηκε ἡ καινοφανής διδασκαλία τοῦ Νεστορίου ὡς αἵρεση (430 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔγραψε γράμμα στούς ἁπλούς πιστούς τῆς ΚΠόλεως, ἐνθαρρύνοντάς τους νά ἀπόσχουν ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Νεστόριο, ἄν αὐτός δέν μετανοήσει· ἐκείνους πού αὐτός (ὁ Νεστόριος) εἶχε ἀποκόψει ἀπό τήν κοινωνία μαζί του, ὁ Ἅγιος Κύριλλος τούς θεωροῦσε ὡς κανονικῶς εὑρισκομένους σέ κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία. Γράφει ὁ Ἅγιος σέ ἐπιστολή του στούς Κωνσταντινουπολῖτες «διατηρῆστε τούς ἑαυτούς σας ἀσπίλους καί ἀμώμους, μήτε κοινωνώντας μέ τόν προαναφερόμενο, μήτε προσέχοντάς τον ὡς διδάσκαλον, ἄν παραμείνῃ λύκος ἀντί ποιμένος καί προτιμήσῃ καί μετά ἀπό αὐτήν μας τήν ὑπόμνησι νά φρονῆ τά διεστραμμένα. Ἐμεῖς δέ κοινωνοῦμε μέ τούς κληρικούς ἤ λαϊκούς οἱ ὁποῖοι χάριν τῆς ὀρθῆς Πίστεως χωρίσθηκαν ἤ καθαιρέθηκαν ἀπό αὐτόν, καί δέν ἐπικυρώνουμε τήν ἄδικη ψῆφο ἐκείνου, ἀλλά μᾶλλον ἐπαινοῦμε τούς πάσχοντας, λέγοντας πρός αὐτούς ἐκεῖνο “ἐάν ὀνειδίζεσθε ἐν Κυρίῳ, εἶσθε μακάριοι, διότι τό Πνεῦμα τῆς δυνάμεως καί τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀναπαυθῆ πάνω σας” [Α΄ Πέτρου 4,14]»14.
γ. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὤν ἀκόμη ἀξιωματοῦχος στό Χαλιφᾶτο τῆς Δαμασκοῦ, καί ἐνῷ εἶχε ἐκσπάσει ἡ εἰκονομαχία στήν ΚΠολη, ἔγραψε περί τό 730 μ.Χ. τούς λόγους κατά τῆς Εἰκονομαχίας, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν πολλή ζημία στήν αἵρεση. Καθώς λέγει ὁ Βίος του, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐπλήσθη μέ ζῆλο, ὡς ὁ Προφήτης Ἠλίας, «στούς Ὀρθοδόξους ἐκείνους πού τόν ἐγνώριζαν ἀποστέλλει λόγους σέ μορφή ἐπιστολῶν ὑπέρ τῆς προσκυνήσεως τῶν σεβασμίων Εἰκόνων, ἀποδεικνύοντας στό ἔπακρο, μέ πολλή σοφία, ὅτι εἶναι ἀπαραίτητη ἡ προσκύνηση τῶν θείων ἐκτυπωμάτων [Εἰκόνων]. Καί παρήγγειλε σέ ἐκείνους νά λέγουν τά παρόμοια καί πρός ἄλλους καί νά δείχνουν τίς ἐπιστολές του. Καί μέ ὅλους τούς τρόπους ἔσπευδε ὁ νέος ἀθλητής τῆς ἀληθείας, σάν μέσω κάποιου κύκλου, νά κυκλοφοροῦν οἱ ἐπιστολές του ἀπό χέρι σέ χέρι στούς πιστούς, καί νά δυναμώνη ἡ Ὀρθοδοξία». Ἔτσι ἐξυφάνθηκε ἀπό τόν αἱρετικό Αὐτοκράτορα τῆς ΚΠόλεως Λέοντα Γ’ συκοφαντία κατά τοῦ Ἁγίου Ἰωάνου μέ ἀποτέλεσμα ὁ Ἰωάννης νά τιμωρηθῆ ἀδίκως ἀπό τόν Χαλίφη, ὡς ἐπίδοξος στασιαστής καί ἐπίβουλος τῆς ἀραβικῆς κυριαρχίας καί νά τοῦ ἀποκοπῆ ἡ δεξιά χείρα. Μετά τή θαυματουργό θεραπεία του ἀπό τήν ἱερά Εἰκόνα τῆς Παναγίας ὁ Ἅγιος ἐγκατέλειψε τή θέση του καί ἐμόνασε στή Μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα στά Ἱεροσόλυμα15.
δ. Οἱ Δέκα Μάρτυρες τῆς Χαλκῆς Πύλης ἐναντίον τῆς Εἰκονομαχίας, ἑορταζόμενοι στίς 9 Αὐγούστου.
Τό Συναξάριον τῆς 9ης Αὐγούστου, μνημονεύει τήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Δέκα Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ὑπέστησαν Μαρτύριον χάριν τῆς Εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τῆς τοποθετημένης στήν Χαλκῆ Πύλη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ ἐννέα πρῶτοι ἀπό τούς δέκα αὐτούς Ἁγίους, Ἰουλιανόν, Μαρκιανόν, Ἰωάννην, Ἰάκωβον, Ἀλέξιον, Δημήτριον, Φώτιον, Πέτρον, Λεόντιον καί Μαρίαν τήν Πατρικίαν, ἔλαβαν μέρος στήν ἀντίστασι πού τό πλῆθος ἐκδήλωσε ἐναντίον τοῦ Στρατοῦ, ὅταν ἕνας ἀξιωματικός (σπαθάριος) προσπάθησε νά κατεβάσει τήν ἱερά Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Χαλκῆ Πύλη, ἐπί Λέοντος Γ΄ τοῦ Ἰσαύρου τό ἔτος 730 μ.Χ. μετά τήν ὑπογραφή εἰκονομαχικοῦ διατάγματος16. Μετά ἀπό ὀκτώ μῆνες φυλάκιση καί φρικτές βασάνους οἱ Ἅγιοι ἐκτελέστηκαν χάριν τῆς Ὀρθοδοξίας μαζί μέ τήν ἁγία Μαρία τήν Πατρικία17.
4) Οἱ ἱεροί Κανόνες ἐπιτρέπουν καί ἐνθαρρύνουν τήν ἀντίδραση τῶν λαϊκῶν σέ αἱρετικούς (ψευδο)-ποιμένες
Τό πλέον εὔλαλο κείμενο γιά τό δικαίωμα προασπίσεως τῆς Πίστεως ἀπό τούς πιστούς, ἀκόμη καί ἐναντίον τῶν Ἐπισκόπων, ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι μέσῳ τῆς αἱρέσεως ἀποκαλύπτονται ὡς «ψευδ-επίσκοποι» καί «ψευδο-ποιμένες», ἀποτελεῖ ὁ περιώνυμος 15ος ἱερός Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (Α΄ Φωτιανῆς) τοῦ ἔτους 861 μ.Χ. ἡ ὁποία Σύνοδος θεωρεῖται ἰσόκυρος μέ τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ὁ ἱερός αὐτός Κανών, ἀφοῦ ἐπισημάνει πῶς πρέπει οἱ Χριστιανοί νά ἀντιδροῦν σέ ἐνδεχόμενες παρεκτροπές τοῦ Ἐπισκόπου τῆς περιοχῆς τους, τελειώνει μέ τήν ἑξῆς διευκρίνηση : «Ὅποιοι λόγῳ κάποιας αἱρέσεως κατηγορημένης ἀπό τίς Ἅγιες Συνόδους ἤ τούς Πατέρες χωρίζουν τούς ἑαυτούς τους ἀπό τόν Πρόεδρο (τῆς Ἐκκλησίας, τόν Ἐπίσκοπο), δηλαδή ὅταν ἐκεῖνος κηρύττῃ δημοσίως τήν αἵρεσι καί τή διδάσκει στήν Ἐκκλησία «μέ γυμνήν τήν κεφαλήν», αὐτοί ὄχι μόνον δέν ὑπόκεινται σέ κανονικά ἐπιτίμια πρό συνοδικῆς διαγνώμης, ἐπειδή ἀποτειχίζουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν κοινωνία πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπο, ἀλλά θά ἀξιωθοῦν καί τῆς ἁρμοζούσης τιμῆς ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Διότι κατηγόρησαν ὄχι Ἐπισκόπους, ἀλλά ψευδεπισκόπους καί ψευδο-διδασκάλους, καί δέν κατακομμάτιασαν τήν ἕνωσι τῆς Ἐκκλησίας μέ σχίσμα, ἀλλά ἐμερίμνησαν νά ἐλευθερώσουν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό σχίσματα καί διαμερισμούς»18.
Ὑπάρχουν καί ἄλλοι σχετικοί Κανόνες καί ἑρμηνεῖες κανονολόγων (θά τούς δοῦμε σέ εἰδική ἑνότητα).
5) Ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς Πίστεως τοῦ Ἐπισκόπου ἀπό τούς λαϊκούς
Πολύ ὀρθῶς ἐπισημαίνει ὁ πολύς θεολόγος Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὅτι ναί μέν ὁ Ἐπίσκοπος δέν διδάσκει τήν Πίστη βάσει ἐξουσιοδοτήσεως καί ὑποδείξεων τοῦ ποιμνίου του, δηλ. τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἀλλά οὔτε πάλι μπορεῖ νά λέγει ὅ,τιδήποτε θέλει, διότι «μέσα στήν Ἐκκλησία, «προσωπικές γνῶμες» δέν πρέπει οὔτε καί μπορεῖ νά ὑπάρχουν»19. Λοιπόν ὁ Ἐπίσκοπος καλεῖται καί περιορίζεται στό νά ἐκφράσει τήν διά τῶν αἰώνων καθολική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν δέν ἔχη «συσσωματωθεῖ» ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι σ’ αὐτήν τήν ἐμπειρία, πρᾶγμα πού φαίνεται καί στή διδασκαλία του, θά ὑποστῆ πρεπόντως καί δικαίως τήν ἀντίδραση τοῦ Ποιμνίου. Ἰδού, πῶς ἔχουν ἀκριβῶς τά λόγια του π. Γ. Φλωρόφσκυ : «… ὁ ἐπίσκοπος πρέπει ν΄ ἀγκαλιάσῃ μέσα του ὅλη του τήν Ἐκκλησία· πρέπει νά ἐκδηλώση, νά φανερώση τήν ἐμπειρία καί τήν πίστι της. Δέν πρέπει νά ὁμιλῆ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀλλά ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, «ex consensu ecclesiae». […] Τήν πλήρη ἱκανότητα νά διδάσκῃ δέν τήν ἔχει λάβει ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τό ποίμνιό του, ἀλλά ἀπό τό Χριστό, μέσῳ τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἀλλ’ ἡ πλήρης αὐτή ἱκανότης, πού ἔχει δοθῆ σ’ αὐτόν, εἶναι ἱκανότης τοῦ νά φέρη τή μαρτυρία τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Περιορίζεται ἀπό τήν ἐμπειρία αὐτήν. Ἑπομένως, σέ ἐρωτήματα περί πίστεως, ὁ λαός πρέπει νά κρίνη ἀνάλογα μέ τή διδασκαλία του. Τό καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει νά ἰσχύη, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ξεφεύγῃ ἀπό τό καθολικό πρότυπο, ὁπότε ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα νά τόν κατηγορήση ἀκόμη καί νά τόν καθαιρέση»20.
Γιά τό λόγο τοῦτο ἡ ἀπάντηση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς στόν Πάπα Πῖο τόν 9ο, τό 1848, διεκήρυξε, τή σημασία τοῦ ρόλου τῶν λαϊκῶν στήν διατήρηση τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας : «σέ μᾶς, οὔτε Πατριάρχες, οὔτε Σύνοδοι μπόρεσαν ποτέ νά εἰσαγάγουν νέα [δόγματα καί ἔθη], διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας εἶναι τό ἴδιο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ λαός, ὁ ὁποῖος θέλει τό θρήσκευμά του αἰωνίως ἀμετάβλητο καί ὁμοειδές μέ αὐτό τῶν πατέρων του»21.
Ἑρμηνεύοντας αὐτή τήν ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν πρός τόν Πάπα Πῖο Θ΄ τό 1848, ὅπου ἐπισημαίνεται ὁ ρόλος τῶν λαϊκῶν στή διαφύλαξη τῆς πίστεως, ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ παρατηρεῖ «Τό ὅλο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τό δικαίωμα νά ἐπαληθεύη, ἤ, γιά νά εἴμαστε περισσότερο ἀκριβεῖς, τό δικαίωμα, καί ὄχι μόνο τό δικαίωμα, ἀλλά τό καθῆκον τῆς «ἐπιβεβαιώσεως». Μ’ αὐτήν τήν ἔννοια οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἔγραφαν στή γνωστή Ἐγκύκλιο ἐπιστολή τοῦ 1848 ὅτι «ὁ λαός ὁ ἴδιος ἀπό μόνος του ὑπῆρξεν ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας»»22.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
α. Ἔπαινος μιᾶς ὁμολογητρίας ἀπό τόν Ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη.
Κατά τήν διάρκεια τῆς εἰκονομαχίας ἀνεδείχθησαν μάρτυρες καί ὁμολογητές τῆς Πίστεως μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων λαϊκῶν. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, γράφοντας ἐπιστολή στή διωκομένη ἀξιωματοῦχο (Πατρικία) Εἰρήνη, τήν παρηγορεῖ καί τήν ἐνθαρρύνει μέ τά ἑξῆς λόγια:
«Ποιός δέν γνωρίζει ἀπό τούς ὁμολογητές ὅτι καί σύ συν-ομολόγησες; Ποῦ δέν ἀκούστηκε, ὅτι ὑπάρχει καί μιά συγκλητική μεταξύ τῶν μαρτύρων; Σέ ἐθαύμασαν τά τάγματα τῶν Μοναχῶν καί σέ ἐπήνεσαν οἱ συνάξεις τῶν λαϊκῶν. Ἀλλά, τί ἀξία τάχα ἔχουν αὐτά; Τά ἴδια τά τάγματα τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων εὐφράνθηκαν χάρις εἰς σέ. Καί μή νομίσῃς, ὅτι εἶναι κολακεία τά λόγια μου. Βλέπε, μάρτυς Χριστοῦ, πόσον ἔχεις τιμηθῆ, πόσον ἔχεις ὑψωθῆ: σύγκρινέ μου πηλό καί χρυσό: τόσο πιό μεγάλο καί πολύ περισσότερον εἶναι ἀπό τό ἐπίγειο ἀξίωμα πού ἐγκατέλειψες, τό ἐπουράνιο ἀξίωμα πού σοῦ δωρήθηκε τώρα ἀπό τόν Θεόν, δηλαδή τό νά ἀποκαλεῖσαι μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ὁμολογητής τῆς ἀληθείας».
«Διά τοῦτο σοῦ ὑπενθυμίζω νά μή ξεφύγῃς καθόλου ἀπό τήν ἔνστασι, σύ πού ἔχεις στηριχθῆ πάνω στήν ἀσάλευτη πέτρα τῆς Ὀρθοδοξίας, μήτε νά γίνῃς εὐκολο-πτόητη καί διχόγνωμη, ἐξ αἰτίας τῶν πτώσεων [στήν αἵρεσι] εἴτε λαϊκῶν εἴτε μοναστῶν καί ὅσων νομίζουν ὅτι εἶναι κάτι, ἤ γενικῶς ὁποιουδήποτε ἄλλου. Αὐτοί εἶναι ψευδάδελφοι, ψευδαπόστολοι, πού ἔχουν μόρφωσιν εὐσεβείας, ἀλλά ἔχουν ἀρνηθῆ τή δύναμί της [Β΄Τιμ. 3, 5]. Πολλοί δοκησίσοφοι καί «ἀρχιεροφανεῖς» [φαινομενικοί ἀρχιερεῖς] καί «ἁγιόδοκοι» [φαινομενικοί ἅγιοι] νικήθηκαν στίς παλαιές γενεές· ἀντιθέτως, ἔλαμψαν ὡς φωστῆρες ἐν τῷ κόσμῳ [Φιλιπ. 2, 15] ὀλίγοι καί ἀληθινοί σοφοί, οἱ ὁποῖοι διαβιοῦν μέ φόβο Θεοῦ, ἐπειδή ἀρχή σοφίας εἶναι τό νά βοβῆται κάποιος τόν Κύριο [Ψαλμ. 110, 10], μολονότι δέν ἔχουν θεωρηθῆ καί σπουδαῖοι, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος βλέπει στό πρόσωπο, ἀλλά ὁ Θεός στήν καρδιά»23.
β. Ἡ ἀγωνιστική ὁμολογία τῶν λαϊκῶν μέσα στούς διωγμούς ἀπό τούς αἱρετικούς ἐλέγχει καί κατακρίνει τήν ἀπραξία πολλῶν Μοναχῶν
Πολλά θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ καί ἐδῶ. Ἐμεῖς ἐκλέγουμε μόνο κάτι ἐνδεικτικό ἀπό τόν Ἅγιο Θεόδωρο τό Στουδίτη, πρός τόν φίλο του Ἡγούμενο Θεόφιλο σχετικά μέ τή «μοιχειανική αἵρεση», δηλ. τήν ἐκκλησιαστική ἀνοχή πρός τόν παράνομο (μοιχικό) γάμο τοῦ Βασιλέως Κωνσταντίνου ΣΤ΄ καί τήν μετά ταῦτα συνοδική ἀθώωση τοῦ («μοιχοζεύκτου») Ἡγουμένου Ἰωσήφ πού ἐτέλεσε τόν παράνομο (μοιχικό) γάμο.
«Ἐπειδή λοιπόν ἐξῆλθε μέ Σύνοδο εἰς τό ἐμφανές ἡ αἱρετική ἀσέβεια, πρέπει καί ἡ εὐλάβειά σου μαζί μέ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους νά ἐκφράζεται μέ θάρρος, μέ τό νά μή κοινωνῆ μέ τούς κακοδόξους, μήτε νά μνημονεύῃ κανένα ἀπό αὐτούς πού παρευρέθησαν στή μοιχοσύνοδο ἤ ὁμοφρονοῦν μέ αὐτήν. Καί βεβαίως εἶναι δίκαιον, ὅσιε πάτερ, ἀφοῦ εἶσαι σέ ὅλα θεόφιλος, ὅπως δηλώνει καί τό ὄνομά σου, νά ἀγαπᾶς τόν Θεόν καί σ’ αὐτό. Διότι ὁ Χρυσόστομος μέ ἔντονη καί ἐκτενῆ φωνή ἐχαρακτήρισε ὡς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί ὅσους κοινωνοῦν μ’ αὐτούς. Καί ἐάν ἡ δική σου σταθερότης δέν διασφαλισθῆ, ποιός λοιπόν θά σωθῆ; Καί αὐτός πού μέ τή δύναμι τοῦ Θεοῦ ὡμολόγησε μέ παρρησίαν σάν ἅγιος πλήν ὁλοκληρωθῆ ἡ αἵρεσι, ἐάν τώρα, μετά τήν αἵρεσι ὑποχωρήσῃ, πῶς κάποιος ἄλλος θά τολμήσει νά πῇ «γρῦ»;
«Καί ἐάν τό μοναχικόν τάγμα δέν θά τά θεωρήσῃ ὅλα σκύβαλα [σκουπίδια], ἐννοῶ τά μοναστήρια καί ὅλα τά γύρω ἀπό αὐτά, πῶς ὁ λαϊκός θά καταφρονήσῃ τήν γυναίκα, τά τέκνα καί τά λοιπά;»24.
Εἶναι σαφές τό δικαίωμα ἤ μᾶλλον ἡ ὑποχρέωση τῶν πιστῶν γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως. Σέ ἄλλη ἑνότητα, Θεοῦ θέλοντος, θά διαπραγματευθοῦμε καί τό θέμα τῆς συμβολῆς τῶν Μοναχῶν στά θέματα Πίστεως.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1.Πρβλ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Ἑπόμενοι τοῖς Θείοις Πατράσι-Ἀρχές καί κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Πατερικά 1, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 44.
2.Λόγος 27, Θεολογικός 1, 3, PG 36, 13ἑ. (μεταγλώττιση).
3.Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τόμ. Β΄, ἐκδ. «Σωτήρ», Ἀθῆναι 2003, σελ. 376 (μεταγλώττιση).
4.ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 43.
5.Λόγος ἀποδεικτικός δεύτερος 18 καί 28, ἐκδ. Π. Χρήστου τόμ. 1, 94. 103.
6.ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκαλος τῆς θεώσεως, ἐκδ. Ἱ.Μ. Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 54.
7.ΜΟΝΑΧΟΥ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐκδ. Σπηλιώτη, Θεσσαλονίκη (ἄ.χ.), σελ. 61.
8.Ἐπιστολή (81) Παντολέοντι Λογοθέτῃ, PG 99, 1321Α.Β (μεταγλώττιση).
9.Ἐπιστολή (2) Μονάζουσι, PG 99, 1120Β (μεταγλώττιση).
10.Πεντάβιβλος Ἀντίρρησις κατά τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν 1, 5, PG 76, 41ἑ. (μεταγλώττιση).
11.ACO Ι, 1, 1, 101 (μεταγλώττιση).
12.ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ, Χρονογραφία Α.Μ. 5940, PG 108, 260B.261Β (μεταγλώττιση).
13.Ἐπιστολή Κελεστίνου Νεστορίῳ ACO 1,1,1,81 (μεταγλώττιση).
14.ACO Ι, 1, 1, 113-114 (μεταγλώττιση).
15.Ὁλόκληρος ὁ Βίος ἐν ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Βίος τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, PG 94, 429-489. Τό συγκεκριμένο περιστατικό, ἀπό τήν παράγραφο ΙΔ΄ (PG 94, 449Β) καί ἑξῆς.
16.Βλ. ΙΩ. ΦΕΙΔΑ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 1994, σελ. 774.
17.Μηναῖον τοῦ Αὐγούστου, ἐν Ἐκκλησιαστική Βιβλιοθήκη «ΦΩΣ», ἐκδ. «ΦΩΣ», Ἀθῆναι 19702, σελ. 101.
18.ΑΓΑΠΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΊ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, σελ. 292 (μετγαλώττιση).
19.π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. «Ἄρτος Ζωῆς», Ἀθῆναι 1973, σελ. 208.
20.Αὐτόθι,σελ. 207.208.
21.(§17), ἐν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐν Ἀθήναις 1953, σελ. 920.
22.π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 207.
23.Ἐπιστολή (156) Εἰρήνῃ Πατρικίᾳ, ἐν Theodori Studitae Epistulae, τόμ. Β΄, ἐκδ. De Gruyter, Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Series Berolinensis 31, Berlin 1992, σελ. 276.277 (μεταγλώττιση).
24.Ἐπιστολή (39) Θεοφίλῳ Ἡγουμένῳ, PG 99, 1049Α.Β (μεταγλώττιση).