Τρίτη 2 Απριλίου 2024

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΤΡΙΤΗ 2 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2024


Ὁ Ὅσιος Τίτος ὁ Θαυματουργός


Τὶ τοῦτο, Τίτε; καὶ σὺ λείπεις ἐκ βίου;
Λείπω μεταστάς, δόξαν οὕτω Κυρίῳ.
Δευτερίῃ Τίτοιο ἀπὸ ψυχὴν Νόες ἦραν.

Ο Όσιος Τίτος είχε ψυχή με θερμή αγάπη στο Θεό και τον πλησίον. Όπως ο Κύριος είχε πει στους μαθητές του, «ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με» ( Ιωάν., δ' 34), δικό μου, δηλαδή, φαγητό είναι να πράττω το θέλημα Εκείνου (του Πατέρα Θεού) που με απέστειλε, έτσι συνέβαινε και στον όσιο Τίτο. Τροφή του ήταν να πράττει με κάθε τρόπο το θέλημα του ουρανίου Πατέρα και να χρησιμοποιεί τη ζωή του για την ηθική και πνευματική οικοδομή των αδελφών του.

Όταν έγινε μοναχός, έλαμψε με την φιλάδελφη συμπεριφορά του, την πραότητα και την επιείκεια. Ήταν χαρακτήρας που γνώριζε να παραβλέπει, να μακροθυμεί, να ανέχεται, να συνδιαλέγεται, να διαλύει τις παρεξηγήσεις, να κερδίζει γρήγορα την εμπιστοσύνη και να κατακτά τις καρδιές των άλλων. "Ετσι, έγινε πνευματικός ηγέτης μεγάλης αποδοχής και πλήθος λαϊκών και μοναχών ζητούσαν να ωφεληθούν από την συντροφιά του. Μάλιστα, ο Θεός αντάμειψε την καθαρότητα της ψυχής και της ζωής του με το χάρισμα να θαυματουργεί.

Αφού έμεινε σταθερός στην πίστη μέχρι τέλους της ζωής του, αποδήμησε στον Κύριο, αφήνοντας πίσω του πολλούς μιμητές.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Τίτε τό πνεῦμά σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀνατεθεῖς ἀπὸ παιδὸς τῷ Κυρίῳ, ἀγγελικῶς ἐπολιτεύσω ἐν κόσμῳ, καὶ τῶν θαυμάτων εἴληφας τὴν χάριν ἐκ Θεοῦ, ὅθεν ἐχρημάτισας, Μοναζόντων ἀλείπτης, Τίτε παμμακάριστε, καὶ σοφὸς οἰκονόμος. Ἄλλα μὴ παύση Πάτερ ἐκτενῶς, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, Θεὸν ἰλεούμενος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐγκρατείας ἄνθραξι, σαυτόν καθάρας, ἀρετῶν ἐξήστραψας, φωτοειδεῖς μαρμαρυγάς, καταφαιδρύνων τούς ψάλλοντας· Χαίροις ὦ Τίτε, Πατέρων ἀγλάϊσμα.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δακρύων τοῖς ῥεύμασι, καθάπερ δένδρον σοφέ, ἀεί πιαινόμενος, δικαιοσύνης καρπούς, πλουσίως ἐξήνθησας· ὅθεν σε συνελθόντες, ἐπαξίως τιμῶμεν, Τίτε θαυματοφόρε, ἀσκητῶν ὡραιότης, ἀλλὰ ταῖς ἱκεσίαις ταῖς σαῖς, πάντας περίσῳζε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν τοῦ βίου τάραχον, ἐγκαταλείψας, καὶ ἡσύχως ἅπαντα, ζήσας τὸν βίον σου σοφέ, πρὸς τὸν Θεὸν μεταβέβηκας, θαυματοφόρε Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε.

Οἱ Ἅγιοι Αἰδέσιος καὶ Ἀμφιανὸς οἱ Μάρτυρες


Σῷ συμβυθισθεὶς Ἀμφιανὲ συγγόνῳ,
Ὕδωρ θαλάσσης ἀμφιέννυμαι, λέγε.

Ευλογημένα παραδείγματα πνευματικού αγώνος μέσα στον κόσμο με τις ποικίλες σειρήνες του, αποτελούν και οι δύο φοιτητές Άγιοι Μάρτυρες Aμφιανός και Aιδέσιος. Πηγή πληροφοριών των δύο αδελφών μαρτύρων είναι ο Ευσέβιος Καισαρείας.

Κατάγονται από επιφανείς γονείς που διαμένουν στην Γάζα, σημαντική πόλη της Λυκίας. O μάρτυς Aμφιανός πηγαίνει για σπουδές στα εκπαιδευτήρια της Bηρυττού, πανεπιστημιακής κυψέλης της εποχής, που μάλιστα φημιζόταν για τις νομικές κυρίως σπουδές. Επιστρέφει στην πατρική εστία αλώβητος από τις παγίδες του εχθρού που παραμόνευαν σε μια μεγάλη και κοσμοπολίτικη πόλη, όπως η Bηρυττός.

Μη μπορώντας να υποφέρει τη συμβίωση με την οικογένειά του και τους συγγενείς του λόγω της διαφορετικότητας του πνεύματος που τους διακατείχε, καταφεύγει στην Kαισάρεια της Παλαιστίνης, συγκατοικεί εκεί με τον κατοπινό μάρτυρα Πάμφιλο (βλέπε 5 Νοεμβρίου) και τους μαθητές του και ασκείται μαζί τους.

Το τρίτο έτος του δεύτερου διωγμού κατά των Χριστιανών, γύρω στο 305 μ.X., αποστέλλονται γράμματα από τον αυτοκράτορα Mαξιμίνο τον B’ να θυσιάσουν όλοι οι κάτοικοι ανεξαιρέτως σε ειδωλολατρικούς ναούς. Καθώς ο άρχων της Kαισάρειας της Παλαιστίνης Oυρβανός ετοιμάζεται να θυσιάσει στα είδωλα, τον πλησιάζει ο Aμφιανός προσπερνώντας με τόλμη τη στρατιωτική παράταξη, του πιάνει το χέρι και τον εμποδίζει να τελέσει τη θυσία. 

Ελέγχει τον άρχοντα λέγοντας του ότι δεν μπορεί να θυσιάζει στους δαίμονες και στα είδωλα και να εγκαταλείπει τον ένα και αληθινό Θεό. Oι στρατιώτες του ηγεμόνα τον αρπάζουν, τον χτυπούν, τον κλωτσούν, του σπάζουν το στόμα, τον οδηγούν στο δεσμωτήριο και τον υποβάλλουν στη φάλαγγα. Tην επόμενη, του ξεσκίζουν τα πλευρά, τα σπλάχνα, το πρόσωπο και τον αυχένα ώστε παραμορφώνεται το νεανικό του κάλλος. 

Του περιτυλίσσουν τα πόδια με λινά υφάσματα ποτισμένα με λάδι και τα ανάβουν με φωτιά. O Aμφιανός αντιστέκεται με ανδρεία χωρίς να υποχωρήσει κατ’ ελάχιστον από την πίστη του. Oδηγείται στο δεσμωτήριο και μετά από τρεις ημέρες ρίχνεται στη θάλασσα. Τότε, γίνεται ισχυρός σεισμός και η πόλη ταράσσεται ολόκληρη, ενώ συγχρόνως το σώμα του αγίου εκβράζεται από τη θάλασσα.

Παρόμοια η πίστη και η δυναμικότητα του ομοπάτριου αδελφού του, Aιδέσιου. O Aιδέσιος ήταν περισσότερο μορφωμένος από τον αδελφό του Aμφιανό και είχε μείνει περισσότερο χρόνο κοντά στον Παμφίλο. Συνελήφθη την εποχή του ίδιου διωγμού και είχε παραδοθεί στα μεταλλεία χαλκού της Παλαιστίνης. Μεταβαίνει στη συνέχεια στην Αλεξάνδρεια όπου εκεί τον περιμένει ο θρίαμβος του μαρτυρίου. 

O δικαστής Ιεροκλής (και άρχοντας της Αιγύπτου) δεν περιορίζεται στην εκτέλεση της αυτοκρατορικής διαταγής (θυσία των κατοίκων στα είδωλα), αλλά παραδίδει χριστιανές παρθένους σε πορνοτρόφους να τις ρίξουν στην ασέλγεια. O Aιδέσιος ελέγχει τον Ιεροκλή με τα λόγια του, αλλά και τον γρονθοκοπά με τα ίδια του τα χέρια, τον πληγώνει και τον ρίχνει κάτω, θέλοντας έτσι να τον αποτρέψει από το να προσβάλλει τις δούλες του Θεού. Οι στρατιώτες του ηγεμόνα τον συλλαμβάνουν, τον βασανίζουν και τέλος τον καταβυθίζουν στη θάλασσα, όπως τον αδελφό του Aμφιανό.

Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ὁ Μάρτυρας

Ὡς κλῆμα τμηθεὶς Πολύκαρπος Κυρίου,
Τὸν καρπὸν οὕτω πλείονα Χριστῷ φέρει.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πολύκαρπος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ ἀσεβοῦς Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ὄντας Χριστιανὸς καὶ ἔχοντας πολὺ ζῆλο γιὰ τὸν Θεό, παρατηρώντας κάθε ἡμέρα τοὺς φυλακισμένους νὰ ὁμολογοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ δοκιμάζονται μὲ διάφορα βασανιστήρια, δὲν ἄντεχε νὰ ὑπομένει. 

Καὶ ὅταν κάποια μέρα εἶδε τὸν ἄρχοντα νὰ κάθεται καὶ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων νὰ χύνεται σὰν νερό, ἀφοῦ στάθηκε μπροστά του, τὸν ἔλεγξε καὶ εἶπε: «Γιατί τόσο πολὺ λησμόνησες τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀκόρεστε σκύλε, καὶ κομματιάζεις τοὺς συγγενεῖς καὶ ὁμοεθνεῖς ἀνθρώπους μὲ τὰ ξίφη σὰν ξύλα, ἐπειδὴ κηρύττουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἐλέγχουν τὴν πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅπως καὶ ἐγὼ ποὺ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ;». 

Ἐξαιτίας αὐτῶν καὶ ἐπειδὴ ἐξόργισε τὸν ἄρχοντα, συνελήφθη καὶ βασανίσθηκε. Καὶ ἀφοῦ μέχρι τέλους εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ στὰ χείλη, ἀποκεφαλίσθηκε.

Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν Νικομηδείᾳ ἀσκήσας

Έφιππος άλα Γρηγόριε καθάπερ,
Xέρσον διήλθες, ω τεραστίου ξένου!

Ο Όσιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1190 μ.Χ. και καταγόταν από τα μέρη Βιθυνίας.

Ο Γρηγόριος, από παιδί έζησε ζωή σύμφωνα με τα παραγγέλματα του Ευαγγελίου. Στις σπουδές του αναδείχτηκε ευφυέστατος και επιμελέστατος. Τη μάθηση του αυτή χρησιμοποίησε για την Εκκλησία και για την πνευματική οικοδομή του πλησίον.

Μετά από καιρό ο Γρηγόριος αποσύρθηκε σ' ένα από τα πιο φημισμένα μοναστήρια της εποχής του. Εκεί έλαμψε με την αρετή του. Αλλά μερικοί φθονεροί μοναχοί τον συκοφάντησαν, ότι δήθεν έκλεψε ιερά σκεύη της Μονής. Η αθωότητα του αποδείχτηκε, αλλά ο Γρηγόριος έφυγε από το μοναστήρι εκείνο και πήγε σ' άλλο, οπού μόναζε και ο αδελφός του.

Εκεί ο Γρηγόριος ανέπτυξε ακόμα περισσότερο τις γνώσεις και τις αρετές του, με αποτέλεσμα να τον κάνουν Ιερέα. Κατόπιν πήγε σ' ένα διπλανό χωριό, όπου με τις γνώσεις και την μεγάλη του πνευματικότητα, βοηθούσε τους συνανθρώπους του. Ο σατανάς, μέσω των οργάνων του, του έστησε πολλές παγίδες. Αλλά ο Γρηγόριος, με τη χάρη του Θεού, τις ξεπέρασε άθικτος.

Πέθανε σε ηλικία 50 χρονών την 2α Απριλίου 1240 μ.Χ., αφού αγωνίστηκε με τις γνώσεις του για τον πλησίον μέχρι τελευταίας του πνοής.

Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Παρθενομάρτυς

Σεμνή, καλή τε ἡ Θεοδώρα οὖσα,
Δῶρον προσήχθη εὐάρεστον Κυρίῳ.

Ἡ Ἁγία Θεοδώρα καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Φοινίκης. Σὲ ἡλικία δεκαεπτὰ χρόνων, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανή, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ἄρχοντα τῆς χώρας τῆς Παλαιστίνης, Οὐρβανό, ποὺ ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Κατὰ συνέπεια αὐτοῦ τὴν χτύπησαν στὰ πλευρὰ καὶ στὸ στῆθος. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν πείσθηκε, κλείσθηκε φυλακή. 

Ὁ δεσμοφύλακας εἶχε διαταγὴ ὄχι μόνο νὰ τὴν φυλάσσει μὲ ἀσφάλεια, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν εἰσέρχεται κανεὶς γιὰ νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ, παρὰ μόνο νὰ μεταφέρονται σὲ αὐτὴν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν τροφή, μέχρις ὅτου ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ θυσιάσει στοὺς λεγόμενους Θεούς. 

Μετὰ τὸ πέρασμα πολλῶν ἡμερῶν βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ ἐξαναγκαζόταν νὰ θυσιάσει στοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα δὲν ἀνεχόταν οὔτε νὰ τὸ ἀκούσει. Γι’ αὐτὸ τιμωρήθηκε χωρὶς ἔλεος καὶ στὴν συνέχεια, ἀφοῦ τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο καὶ ἔλαβε τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.

Ἡ Ἁγία Εὔα ἡ Ὁσιοπαρθενομάρτυρας ἡ Νέα

Ἡ Ἁγία Ὀσιοπαρθενομάρτυς Εὔα ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν ἡγούμενη τῆς μονῆς Κόλτινγκχαμ, τῆς μεγαλύτερης μονῆς τῆς Σκωτίας. Ἡ μονὴ αὐτὴ εἶχε ἱδρυθεῖ ὑπὸ τῆς Ὁσίας Εὔας τῆς Πρεσβυτέρας († 25 Αὐγούστου), ἀδελφῆς τῶν βασιλέων Νορθάμπερλαντ Ὀσβάλδου καὶ Ὄσγουϊ.

Τὸ ἔτος 870 μ.Χ., κατὰ τὴν διάρκεια εἰσβολῆς Δανῶν πειρατῶν στὶς ἀκτὲς τῆς μονῆς, ἡ Ὁσία ἀνήσυχη ὄχι γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ζωῆς της ἀλλὰ γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ἁγνότητάς της καθὼς καὶ τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, μόλις οἱ ἐπιδρομεῖς εἰσέβαλαν στὸν περίβολο τῆς μονῆς, συγκέντρωσε τὶς μοναχὲς στὸ ἡγουμενεῖο καὶ μετὰ ἀπὸ συγκινητικὲς συμβουλὲς ἀπέκοψε μὲ λεπίδα τὴν μύτη καὶ τὸ ἄνω χεῖλος της. Τὴν πράξη αὐτὴ μιμήθηκαν ὅλες οἱ ἀδελφές. Οἱ εἰσβολεῖς, ὅταν εἰσῆλθαν στὸ χῶρο ὅπου οἱ μοναχὲς ἦταν συναγμένες, βρέθηκαν μπροστὰ σὲ ἕνα φρικιαστικὸ θέαμα. Αὐτὸ ὅμως δὲν τοὺς ἐμπόδισε νὰ πυρπολήσουν τὴν μονὴ καὶ νὰ κάψουν ζωντανὴ τὴν Ὁσία Εὔα μαζὶ μὲ ὅλες τὶς μοναχές.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος Ἐπίσκοπος Ἀζκουρίας

 
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος (Μαζκουερέλι) ἔζησε μεταξὺ τοῦ 9ου καὶ τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. στὴ Γεωργία καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀζκουρίας. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Σάββας Ἀρχιεπίσκοπος Σουρώζ

Ὁ Ἅγιος Σάββας ἔζησε κατὰ τὸν 12ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν Κριμαία καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σουρώζ, τὸ σημερινὸ Σουδάκ. Ὅτι γνωρίζουμε γι’ αὐτὸν ἔχει σωθεῖ σὲ ὑποσημειώσεις σὲ ἕνα ἑλληνικὸ Μηναῖο τοῦ 12ου αἰῶνος. Πέντε χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Σουρὼζ ὑπάρχει ἕνα ὄρος, τὸ ὁποῖο καλεῖται Ἅγιος Σάββας, ὅπου διατηροῦνται τὰ ὑπολείμματα μιᾶς ἐκκλησίας καὶ μιᾶς σπηλιᾶς. Ἐκεῖ προφανῶς ὁ Ἅγιος πέθανε καὶ ἐνταφιάσθηκε καὶ τὸ ἔτος 1872 βρέθηκε μία εἰκόνα του.