Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

Γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου: ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 8, 40-56] «Η ΠΑΓΓΝΩΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ» 9-11-1980] (Β 38)

 


                                         ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 8, 40-56]

    Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου

                                 με θέμα:

         «Η ΠΑΓΓΝΩΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ»

         [εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-11-1980] (Β 38)                                                                                                  

    Το κύριον περιστατικό της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, αγαπητοί μου, είναι η ανάστασις της κόρης του Ιαείρου. Όταν ο Κύριος παρεκλήθη από τον Ιάειρον να θεραπεύσει την κόρη του και ο Κύριος πηγαίνει προς το σπίτι του Ιαείρου να την θεραπεύσει. Φυσικά εν τω μεταξύ απέθανε η κοπέλα και την ανέστησε. Αυτό είναι το κύριον θέμα της σημερινής ευαγγελικής περικοπής.

   Όμως, παρεμβάλλεται μέσα εις αυτό το κύριον θέμα ένα άλλο μικρότερον θέμα, το οποίον δεν είναι καθόλου μικράς σημασίας.  Ενώ ο Κύριος πηγαίνει προς το σπίτι του Ιαείρου, στον δρόμο όχλος πολύς Τον ακολουθεί. Τόσος πολύς, ώστε τον συνθλίβουν εις τον δρόμον. Μία αιμορροούσα γυναίκα, η οποία δώδεκα χρόνια ηνάλωσε όλον της τον βίο, την περιουσία, για να θεραπευθεί από τους ιατρούς, επίστεψε ότι εάν ήγγιζε το κράσπεδο του ιματίου του Κυρίου, θα εθεραπεύετο. Και πράγματι η γυναίκα αυτή κατάφερε να εισχωρήσει μέσα εις το πλήθος, να προσεγγίσει τον Κύριον και με πολλήν πίστιν να εγγίσει το κράσπεδο του ιματίου Του. Και αμέσως, όπως μας σημειώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς, «ἔστη ἡ ῥύσις αὐτῆς». Δηλαδή εσταμάτησε η αιμορραγία και πλέον δεν είχε τίποτε. Εθεραπεύθη παραχρήμα, αμέσως.

    Τότε ο Κύριος εσταμάτησε, όπως περπατούσε, σταμάτησε και άρχισε να κοιτάζει γύρω Του λέγοντας: «Τίς μου ἥψατο;», «Ποιος με ήγγισε;». Κανείς δεν απήντησε και όλοι, φοβηθέντες, απεμακρύνθησαν. Ο Κύριος επιμένει. «Τίς μου ἥψατο;», «Ποιος με ήγγισε;». Και τότε τολμά ο Απόστολος Πέτρος και οι άλλοι μαθηταί να Του πουν: «Κύριε, ο κόσμος σε συνθλίβει, σε ζουλάει, όπως περπατάμε τώρα. Έχει πέσει απάνω Σου, πραγματικά. Κι Εσύ, λες, ποιος με ήγγισε;». Δηλαδή ως να του έλεγε: «Παράλογο πράγμα ζητάς». Ο Κύριος επιμένει: «Ποιος με ήγγισε; Διότι Εγώ γνωρίζω ότι δύναμις έφυγε από μένα». Η αιμορροούσα γυναίκα αντελήφθη πλέον ότι δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την προσοχή του Κυρίου, γι'αυτό και λέγει: «Κύριε, εγώ είμαι». Βεβαίως τρέμουσα η γυναίκα αυτή, εφοβείτο μήπως ο Κύριος την επιπλήξει, την μαλώσει. Και τότε ο Κύριος της λέγει: «Πορεύου εἰς εἰρήνην». «Πήγαινε στο καλό. Η πίστις σου σε έχει σώσει». Αυτό ήταν το περιστατικόν, αγαπητοί μου, που συνέβη, ενώ ο Κύριος επήγαινε προς το σπίτι του Ιαείρου.

      Όμως αυτό το μικρό περιστατικό, το τόσο χαρακτηριστικό, είναι πλούσιο σε προσφορά και βάθος. Ο Κύριος, ενώ η γυναίκα αυτή σκέπτεται ότι θα εθεραπεύετο οπωσδήποτε εάν ήγγιζε τον Κύριον, όμως δεν ήθελε να φανερώσει την αρρώστιά της και την περίπτωσή της, ο Κύριος την αποκαλύπτει. Εκείνη μυστικά κινείται, ο Κύριος αποκαλυπτικά. Γι'αυτό στέκεται και λέγει: «Ποιος με ήγγισε;». Αλλά την αποκαλύπτει ο Κύριος όχι δια να την επιπλήξει, αλλά για να την επαινέσει. Να επαινέσει την πίστη της. Επιπλέον ο Κύριος θέλει να βοηθήσει και να ενισχύσει τον Ιάειρον, ο οποίος ήδη τον συνοδεύει προς το σπίτι του και την ίδια ώρα φθάνουν υπηρέται και λέγουν εις τον Ιάειρον: «Μην ενοχλείς πλέον τον Κύριον, μην έλθετε στο σπίτι· η κόρη σου πέθανε». Οπότε, βλέποντας ο Ιάειρος ότι η πίστις ήταν εκείνη που έσωσε τη γυναίκα και ο Κύριος αποκαλύπτει ακριβώς την πίστη της γυναικός λέγοντας ότι «η πίστις σου σε έσωσε», να ενισχύσει τώρα την πίστιν του Ιαείρου. Και πράγματι, τόσο εθορυβήθη ο Ιάειρος, ώστε να του πει ο Κύριος: «Μη φοβάσαι, μόνον πίστευε. Δεν έχει σημασία εάν η κόρη σου πέθανε. Μη φοβάσαι. Πίστευε μόνο».

     Ακόμη, ο Κύριος ήθελε, αγαπητοί μου,  να δείξει κάτι άλλο. Ότι εκείνοι που Τον εγγίζουν για να πάρουν την χάρη Του, δεν την παίρνουν όλοι. Αλλά μόνον εκείνοι που εγγίζουν με πίστιν. Και ένα τελευταίο, τέταρτο, ότι ο Κύριος ήθελε με τον τρόπον αυτόν να δείξει ότι είναι παντογνώστης, ότι είναι παντεπόπτης. Ότι τίποτε δεν του διαφεύγει. Ό,τι κι αν υπάρχει, ακόμη και εις τα μύχια της ανθρωπίνης ψυχής και συνειδήσεως.

     Έτσι, πραγματικά, αυτή η μικρή περικοπή μάς δείχνει και μας παρουσιάζει τον παντεπόπτην και παντογνώστην Κύριόν μας. Αλλά εάν, αγαπητοί μου, γνωρίζουμε ότι ο Κύριος είναι παντογνώστης, όλα τα γνωρίζει και όλα τα βλέπει, για μας τι έχει να πει αυτό; Αυτό σημαίνει για μας ότι μας εμποδίζει το να διαπράξομε την αμαρτία. Εάν γνωρίζομε ότι ο Κύριος μάς βλέπει. Είναι θαυμάσιον ανασταλτικόν της αμαρτίας. Αν όλοι οι άνθρωποι κάτω από τον ήλιο, μπορούσαν να γνωρίζουν, να έχουν βαθιά συναίσθηση ότι ο Θεός τούς βλέπει, ω, να είσαστε σίγουροι, κανείς δεν θα αμάρτανε. Αλλά πρώτα θα βγάλομε τον Θεό από τον οπτικό μας ορίζοντα και μετά θα αρχίσομε να αμαρτάνομε. Δηλαδή αν θα θέλαμε να κάνομε κάτι, θα θέλαμε να μην μας βλέπει ούτε ο Θεός ούτε οι άλλοι άνθρωποι.

      Αλλ΄ όταν όμως, αγαπητοί μου, ξέρω ότι όπου και να κρυφτώ, όπου και να βρεθώ, ο Θεός με βλέπει, τότε πώς θα αμαρτήσω; Ωραιότατα αυτό μας το αποκαλύπτει η Αγία Γραφή ως εξής. Λέγει η Σοφία Σειράχ… παρουσιάζει τον αμαρτωλό άνθρωπο και λέγει στον εαυτό του: «Τίς με ὁρᾷ; (:Ποιος με βλέπει;). Σκότος κύκλῳ μου, καὶ οἱ τοῖχοί με καλύπτουσι, καὶ οὐθείς με ὁρᾷ· τί εὐλαβοῦμαι; Τῶν ἁμαρτιῶν μου οὐ μὴ μνησθήσεται ὁ Ὕψιστος (:Ποιος με βλέπει; Σκοτάδι γύρω μου. Τα ντουβάρια, οι τοίχοι του δωματίου μου με καλύπτουν. Τι έχω, λοιπόν, να ευλαβηθώ; Τι έχω να δείξω προσοχή και ευλάβεια αφού κανείς δεν με βλέπει. Ο Ύψιστος; Ο Θεός; Ω… -Εκείνο το «οὐ μὴ μνησθήσεται» σημαίνει - δεν θα θυμηθεί, δεν βλέπει. Δεν έχει γνώση ο Θεός. Με ασφαλίζουν τα ντουβάρια του σπιτιού μου, το σκοτάδι. Μπορώ να κάνω ό,τι θέλω)».

      Πόση αμαρτία διαπράττεται, αγαπητοί μου, στο σκοτάδι μέσα! Πόση αμαρτία! Και όμως. Απαντάει το βιβλίο «Σοφία Σειράχ». Σ’ αυτόν τον άφρονα λόγον του ανοήτου ανθρώπου που νομίζει ότι ο Θεός δεν τον βλέπει: «Ὀφθαλμοὶ Κυρίου μυριοπλασίως ἡλίου φωτεινότεροι».  Αν υποτεθεί ότι ο ήλιος μπορούσε να μπει, να διαχυθεί μες στο δωμάτιό σου, θα το έκανε το δωμάτιό σου όλο φως. «Τα μάτια του Θεού, μυριάδες φορές φωτεινότερα είναι από τον ήλιο και σε βλέπουν». «Ἐπιβλέποντες πάσας ὁδοὺς ἀνθρώπων καὶ κατανοοῦντες εἰς ἀπόκρυφα μέρη(:Βλέπει ο Θεός όλους τους τόπους και τον βίον και την πολιτεία των ανθρώπων και βλέπει και εις τα απόκρυφα μέρη)». Δεν υπάρχει τίποτε, αγαπητοί μου, κρυφό για τον Θεό. Πάντα γυμνά και τετραχηλισμένα. Αν οι άγγελοι μπορούν να βλέπουν διαμέσου της ύλης, αλλά δεν δύνανται να βλέπουν διαμέσου του πνεύματος. Το πνεύμα, το κάθε πνεύμα είναι ένας κλειστός χώρος για κάθε άλλο πνεύμα. Την ψυχή μου, το εσωτερικό μου, δεν το βλέπει ούτε ο άγγελος, ούτε ο διάβολος. Το βλέπει όμως μόνον ο Θεός. Είναι διαφανές το πνεύμα μου εις τον Θεόν.

     Γι'αυτό δεν υπάρχει τίποτε κρυφό, τίποτε καλυμμένο, κρυφό, αλλά τα πάντα γυμνά και αποκεκαλυμμένα ενώπιον του Θεού. Λέγει ωραιότατα ο Ψαλμωδός Δαβίδ με πολλήν σύνεσιν, στον 138 Ψαλμό: «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; (:Πού να πάω; Πού; Παντού με βλέπεις). Σκότος οὐ σκοτισθήσεται ἀπὸ σοῦ, καὶ νὺξ ὡς ἡμέρα φωτισθήσεται (:Το σκοτάδι για Σένα δεν είναι σκοτάδι και η νύχτα για Σένα είναι μέρα φωτεινή)». «Όλα τα βλέπεις, όλα τα ακούς, όλα τα κατανοείς και δεν υπάρχει τίποτε απολύτως που μπορεί να διαπραχθεί κι Εσύ να το αγνοείς».

     Πόσο πρακτική σημασία αυτό για τη ζωή μας έχει, μόλις και ανάγκη να σας το πω. Ένα μόνο παράδειγμα θα σας αναφέρω. Ο μακάριος Ιωσήφ, ο γιος του Ιακώβ, όταν έφθασε εις την Αίγυπτο δεν εγνώριζε ίσως πολλά πράγματα από τον νόμο του Θεού. Δεν υπήρχε καν ο νόμος του Θεού. Ο νόμος εδόθη 4-5 αιώνες μετά. Λοιπόν, όταν του παρουσιάστηκε η αμαρτία, είκοσι χρονώ παλληκάρι, ωραίος, όπως μας λέγει η Αγία Γραφή, «σφόδρα καλὸς τῇ ὄψει», πολύ ωραίο παλληκάρι και τον κύκλωσε η αμαρτία της μοιχείας, όταν η κυρία του, η γυναίκα του Πετεφρή, ήθελε μαζί του να αμαρτήσει, εκείνος τι επεκαλέσθη; Ούτε νόμον «οὐ μοιχεύσεις», άγνωστος νόμος ακόμη, ούτε τίποτε. Και μάλιστα όταν ήταν ήδη δούλος και πουλημένος και μακριά από το σπίτι του και δεν είχε καμίαν, θα έλεγα, ιδιαιτέραν θρησκευτικήν παράδοσιν, έξω από το ότι ο Θεός απεκαλύφθη εις τον πατέρα του και εις τον παππού του.

     Τι είπε ο Ιωσήφ; Εκείνο που τον έσωσε και θα έσωζε κάθε άνθρωπο: «Πῶς ποιήσω τὸ πονηρὸν τοῦτο ρῆμα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ ἁμαρτήσομαι;(:Πώς θα κάνω αυτήν την πονηρή πράξη μπροστά στα μάτια του Θεού και αμαρτήσω;)». Τι είχε μέσα του ο Ιωσήφ; Είχε βαθυτάτη την αίσθηση της απανταχού παρουσίας του Θεού: «Ο Θεός με βλέπει. Δεν έχει σημασία αν είμαι πολύ μακριά από το σπίτι μου, πουλημένος εις την Αίγυπτον, ως δούλος. Ο Θεός με βλέπει. Ο Θεός είναι και εις τα σκηνώματα του Ιακώβ. Ο Θεός είναι και εις την Αίγυπτον. Ο Θεός είναι παντού». Και εις τα βάθη των ωκεανών. Και εις τα βάθη των μορίων και των ατόμων της ύλης. Και εις τους αχανείς ουρανούς. Ο Θεός είναι πανταχού παρών. Δεν είναι το μάτι Του. Αλλά είναι ο Ίδιος παρών. Προσέξατε. Εγώ αυτήν την στιγμή δεν πληρώ τον χώρον του ναού. Είμαι σε ένα σημείο του ναού. Και εποπτεύω τον ναόν, τον βλέπω. Βλέπω κι εσάς. Ο Θεός δεν εποπτεύει. Ο Θεός είναι παρών. Σε κάθε σημείο του χώρου. Χωρίς να έχει σχέση με τον χώρο. Γιατί είναι δημιούργημά Του ο χώρος. Και είναι έξω από τον χώρον, με την έννοια της υφής. Όμως είναι σε κάθε σημείο του χώρου. Και γνωρίζει τα πάντα.  Βλέπει τα πάντα. Ο Θεός είναι όλος μάτια. Αυτό έσωσε τον Ιωσήφ. Αυτό θα σώσει κι εμένα τον φτωχόν, όταν σκέπτομαι ότι ο Θεός με βλέπει και πώς θα διαπράξω την αμαρτία.

       Έχει, όμως, αγαπητοί μου, και την θετικήν όψιν το πράγμα. Όταν ξέρω ότι ο Θεός με βλέπει, τότε κάθε δάκρυ, κάθε κόπος, κάποτε εξαντλητικός κόπος για την αγάπη του Χριστού, κάθε αρετή, καθετί που οι άνθρωποι δεν το είδαν, δεν το αντελήφθησαν, είτε διότι δεν είναι δυνατόν να το ξέρουν, είτε διότι το περιεφρόνησαν, ή ακόμη με αδικούν οι άνθρωποι, τα βλέπει ο Θεός όμως. Δεν έχει σημασία ότι το καλό που κάνω πρέπει να το δουν οι άνθρωποι. Το βλέπει ο Θεός. Και αφού το βλέπει ο Θεός αναπαύομαι. Και ησυχάζω. Και γνωρίζω ότι από του Θεού την γνώση τίποτα δεν πέφτει. Και αφού λοιπόν ο Θεός τα πάντα γνωρίζει αναπαύομαι στο χέρι Του, αναπαύομαι στην αγάπη Του, αναπαύομαι στην παντογνωσία Του. Βλέπετε πόσο μεγάλο πράγμα είναι, αγαπητοί μου, να έχομε αυτήν την αίσθηση; Ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα γνωρίζει;

      Αλλά σήμερα η Εκκλησία μας γιορτάζει και την μνήμη ενός καινοφανούς αγίου· του αγίου Νεκταρίου. Θα ‘θελα να σημειώσω δυο πράγματα, τρία πράγματα, επάνω στη ζωή του, σε σχέση με εκείνα τα οποία σας είπα. Επειδή τον απεκάλεσα «καινοφανή» άγιο, καινούριο, αυτό μου φαίνεται πως προδίδει κάτι, έστω και αν δεν είναι πολύ συνειδητό εις την συνείδησιν της Εκκλησίας. Δηλαδή δεν είναι γνωστό πολύ εις αυτήν την συνείδησιν της Εκκλησίας. Όταν η Εκκλησία αποκαλεί τους αγίους της νεοτέρους, τους αποκαλεί «καινοφανείς» ή «νέους», όπως επί παραδείγματι, μετά από την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, τους μάρτυρες τους αποκαλεί «νεομάρτυρας». Μετά από το 1453. Γιατί; Είναι μια, θα λέγαμε, ιστορική υποδιαίρεσις; Πρόκειται δηλαδή περί μιας διαιρέσεως της Ιστορίας για λόγους διευκολύνσεως, μελέτης και κατατάξεως; Όχι, αγαπητοί. Όχι.

     Αλλά υπονοώ τα εξής: Ότι η Εκκλησία μέσα της ζει τα έσχατα. Ζει έντονα το τέλος. Και ενώ μέχρι τον 15ον αιώνα η Εκκλησία δεν αποκαλεί ούτε τους οσίους, τους οσίως αποβιώσαντας αγίους, ούτε τους μάρτυρας, με κάποιο χαρακτηριστικό που να δείχνει ότι είναι καινούριος, ενώ είχαν περάσει 15 αιώνες από τότε που ήλθε ο Χριστός εις τον κόσμον, μετά από τον 15ον αιώνα, αρχίζει να έχει μία αίσθηση των εσχάτων και να ομιλεί περί «νέων» μαρτύρων και «καινοφανών» αγίων. Μάλιστα αν ακούσατε την ακολουθία: «τὸν ἐν ἐσχάτοις καιροῖς φανέντα ἅγιον». Έτσι λέει το τροπάριό του: «Τὸν ἐν ἐσχάτοις καιροῖς». Ποιοι είναι αυτοί οι «ἔσχατοι καιροί»; Η συνείδησις της Εκκλησίας έχει αυτό: Ζούμε στους εσχάτους καιρούς. Είναι λοιπόν ένας από τους εσχάτους αγίους. Κι εμείς θα αγωνισθούμε και οφείλομε να αγωνισθούμε και θα ανήκομε εις τους εσχάτους αγίους. Δηλαδή είμεθα εις τους εσχάτους χρόνους πια, που θα τελειώσει η Ιστορία. Ένα σημείον είναι αυτό.

      Ένα δεύτερο σημείο είναι το εξής. Ότι ο άγιος Νεκτάριος έζησε μια ζωή που δεν ήταν φανερή εις τους άλλους ανθρώπους. Ήταν ένας πολύ κοινός μεταξύ των ανθρώπων. Βεβαίως επίσκοπος ήτο. Θα μου πείτε, επίσκοποι υπάρχουν πολλοί. Τον μητροπολίτη Πενταπόλεως της Αιγύπτου -βοηθός επίσκοπος του Πατριάρχου- και όμως, ενώ έχομε πάρα πολλούς ανθρώπους που είναι επίσκοποι, σας είπα, όμως όταν, για λόγους αντιζηλίας, τον έδιωξαν από την Αίγυπτο και ήρθε στην Ελλάδα, ήταν ένας επίσκοπος ο οποίος έχασε τον θρόνο του. Αυτήν την στιγμή πόσοι υπάρχουν επίσκοποι που έχουν χάσει τον θρόνο τους; Είτε δικαίως, είτε αδίκως. Κι όμως ποιος υποπτεύεται ποτέ ότι μπορεί ένας επίσκοπος να έχει μέσα του όλο το μέγεθος της αγιότητος.

     Έζησε μία ζωή αφανείας. Όταν ήρθε στην Αθήνα και ανεβοκατέβαινε τις σκάλες των Υπουργείων Παιδείας και Εξωτερικών, να αποκαταστήσει τον εαυτόν του και την φήμη του, και να διορισθεί σε κάποια θέση και κατάφερε ύστερα από πολύ, πολύ καιρό και από πολύ, πολύ αγώνα να διορισθεί –Ποιος θα το ‘κανε αυτό ως επίσκοπος;- ιεροκήρυξ στην Χαλκίδα, στη Λαμία, στην περιοχή μας, στον χώρο τον δικό μας, όπως διορίζεται με κανονικόν διορισμόν ένας ιεροκήρυξ, και έκανε περιοδείες, εγύριζε στα χωριά. Διεσώθη μία φωτογραφία του, η οποία εδημοσιεύθη πρότινος σε μία εφημερίδα θρησκευτική, είναι ο άγιος Νεκτάριος κάπου στην Εύβοια και είναι από πίσω του πάρα πολλοί άνθρωποι σε ένα πανηγύρι. Και είναι μάλιστα πολλοί που φορούν και την ελληνική στολή, φουστανέλα κ.λπ. κ.λπ. κρατούν και κλαρίνα, πανηγύρι ήταν και ο άγιος Νεκτάριος βγήκε μαζί τους φωτογραφία. Προφανώς θα του είπαν: «Να βγούμε μία αναμνηστική φωτογραφία». Ποιος μπορούσε ποτέ να υποπτευθεί ότι αυτός ο ταπεινός ιεράρχης, ο εκπεσών από τον θρόνο του, ο απωλέσας τον θρόνον του, που τώρα είναι σε μία ομήγυρη των λαών του Θεού, που είναι πανηγυριώτες με τα κλαρίνα, ότι αυτός κρύπτει πελώριον όγκον αγιότητος; Αυτό λοιπόν, με τους πειρασμούς του, τις δυσκολίες του, που μόνο εκείνος τις ήξερε, τις έβλεπε και ο Θεός. Και τον έβγαλε στην επιφάνεια. Όπως ακριβώς έβγαλε και την αιμορροούσα γυναίκα στην επιφάνεια. Την απεκάλυψε. Ο Θεός αποκαλύπτει την αρετήν όσο κρυφά και αν γίνεται.

   Και ένα δεύτερο σημείο είναι το εξής. Τι «ἐξῆλθεν ἐκ τῶν ἱματίων» του Κυρίου; Δύναμις. Τι σημαίνει αυτό, ότι «ἐξῆλθεν δύναμις» από τα ιμάτια του Κυρίου; Δύναμις. Τι σημαίνει αυτό, ότι εξήλθεν δύναμις από τα ιμάτια του Κυρίου; Σημαίνει ότι αυτή η δύναμις είναι από την θεότητα. Και την παίρνουν και τα ιμάτια; Δεν το λέγω εγώ. Είναι φανερό στην περιγραφή της Αγίας Γραφής. Τα ιμάτια, ναι, αγαπητοί μου. Η γυναίκα δεν είπε παρά «Θα εγγίσω το άκρον του ιματίου». Ακόμη και το σώμα Του εάν ήγγιζε, και το σώμα Του ήταν ένα δεύτερο ιμάτιον της θεότητος. Υλικό και αυτό. Το σώμα. Ακούσατε.  Υλικό και αυτό. Υλικό λοιπόν το σώμα, με την σάρκα και τα κόκαλα, υλικόν και το ιμάτιον. Αυτό ήγγισε. Διαμέσου λοιπόν αυτής της ύλης εδέχθη την ευεργεσία η γυναίκα. Ε, λοιπόν, το ίδιο πράγμα τώρα κάνει ο Κύριος με τους αγίους Του. Διαμέσου των ιερών αντικειμένων που ήγγισαν οι άγιοι, ήγγισαν, ή των ιερών των λειψάνων, τα οστά τους, παίρνουν θαυματουργίες ποικίλες, ιάσεις και άλλα πολλά. Για να αποδειχθεί ότι ο Χριστός είναι αληθής. Για να αποδειχθεί ότι οι άγιοι ορθώς εβίωσαν εκείνο που ο Χριστός εδίδαξε, το Ευαγγέλιον, και ότι ο Χριστός βλέπει τα πάντα, είναι παντογνώστης, τα πάντα γνωρίζει και δοξάζει και επαινεί εκείνους οι οποίοι έζησαν σύμφωνα με το θέλημά Του.

      Πόσα πράγματα, αγαπητοί μου, βγαίνουν από την περικοπήν αυτήν που ο Κύριος πηγαίνει στον δρόμο, για να αναστήσει πλέον την κόρη του Ιαείρου. Εύχομαι δια πρεσβειών του αγίου Νεκταρίου, που την μνήμη του σήμερα γιορτάζομε και που τον αγαπούμε τόσο πολύ οι Έλληνες και που τόσα θαύματα, χιλιάδες θαύματα έχει κάνει- εγώ θα έλεγα αναρίθμητα θαύματα, γιατί αν χιλιάδες είναι τα γνωστά, πόσοι είναι εκείνοι οι άνθρωποι που εδέχθησαν την ευεργεσία του, χωρίς να γίνει σχετική δημοσίευσις; Πόσοι είναι εκείνοι; Είναι πάρα πολλοί. Είμεθα όλοι, αγαπητοί μου, ευεργετηθέντες από τον άγιον αυτόν του Θεού, όπως ορθότατα εχαρακτηρίσθη ως «ο άγιος του αιώνα μας», που μας δείχνει τον δρόμο όπου και εις τον 20όν αιώνα, και εις τους εσχάτους χρόνους μπορούμε να γίνομε άγιοι, γιατί είναι εντολή του Θεού, που ισχύει έως το τέλος της Ιστορίας: «Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἰμί».

         ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

   και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή

            μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

       ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:

                           Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

·        Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

·        https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_079.mp3