Εἶναι δόγμα: Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁγία καί ἄμωμη. Καί παραμένει τέτοια στούς αἰῶνες. Ἡ ἀλήθεια αὐτή δέν ἀμφισβητεῖται. Τοῦτο ὅμως δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ἅγιοι καί ἄμωμοι στό σύνολό τους καί ὅσοι κατά καιρούς Τήν ἐκπροσωποῦν. Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία δέν ἔχει νά παρουσιάσει τήν καλύτερη εἰκόνα γιά ὁρισμένα πρόσωπα, πού μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο εἰσχώρησαν στό χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας. Αὐτό ἀποτέλεσε ἀνέκαθεν μέγα πρόβλημα γιά τήν Ἐκκλησία, πού χάραξε βλαπτικά τήν αἰώνια πορεία Της.
Σέ μιά ἐποχή πού, γιά τήν παραπάνω ἐκκλησιαστική παθογένεια, τά προβλήματα τῆς τοπικῆς μας Ἑλλαδικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶχαν σωρευθεῖ καί προκαλοῦσαν σημαντική τροχοπέδη στό ἔργο πού ὄφειλε νά ἐπιτελεῖ, ἀναδείχθηκε στό πηδάλιο Αὐτῆς μιά ἐξέχουσα προσωπικότητα, ἡ τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου. Τό ἐπιτελεῖο του ἀποτελέσθηκε ἀπό μορφές ἀνεπανάληπτης πνευματικῆς συγκρότησης, πού κλήθηκαν νά ἀντιμετωπίσουν τίς παρεκτροπές πού εἶχαν κατακλύσει τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Αὐτό ἦταν ἕνας ἐξυγιαντικός ἄθλος, πού «θά χρειαζόταν διακόσια χρόνια» νά ὁλοκληρωθεῖ, κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἑνός ἀπό τούς ἐκλεγέντες στούς ἐπισκοπικούς θρόνους «Ἱερωνυμικούς» Μητροπολίτες, τοῦ πρόσφατα ἐκδημήσαντος στόν Κύριο μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος κυροῦ Νικοδήμου.
Ἡ προσωπικότητα τοῦ τελευταίου, ἀνάμεσα στίς ἄλλες τῆς νέας Ἱεραρχίας πού θά ἔδιναν τήν πνευματική μάχη γιά τήν ἀναγέννηση τῆς Ἐκκλησίας, ἔλαμψε κυριολεκτικά, ξεχώρισε ἀμέσως ἐντυπωσιακά καί ἡ ὑπόσχεση πού ἔδιναν τά σπάνια χαρίσματά του ἐπιβεβαίωνε τήν ἐπερχόμενη ἀνάπλαση, πού μέ λαχτάρα περίμενε ἀπό δεκαετίες ὁ ἀποίμαντος ἤ, ἐπιεικῶς, πλημμελῶς ποιμαινόμενος πνευματικά λαός τοῦ Θεοῦ. Τό ἔργο πού συντελέσθηκε μέσα στά ἑπτά χρόνια τῆς Ἀρχιεπισκοπικῆς ποιμαντορίας τοῦ ἀειμνήστου Ἱερωνύμου καταγράφηκε στήν ἱστορία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί ὑπῆρξε πράγματι καταπληκτικό. Καταγράφηκαν, ὅμως, ὅπως ἦταν φυσικό, καί οἱ ἠχηρές ἀντιδράσεις αὐτῶν πού κατεῖχαν καί ἔχασαν τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση καί ἔβλεπαν νά τούς πλησιάζουν οἱ δυσμενεῖς συνέπειες τῆς ἀπρόσμενης γι’ αὐτούς μεταβολῆς, ἡ ὁποία εἶχε ἀρχίσει τή δραστηριότητά της καί ἀποκάλυπτε τά προσωπεῖα αὐτῶν πού στιγμάτιζαν μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους τό ἄμεμπτο κύρος τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἔργο τῆς ἐποχῆς τῆς Ἱερωνυμικῆς θητείας ἦταν ἔργο ἔμπονο, ἔργο θυσίας, ἄγνωστο σέ ὅσους μετεῖχαν στήν Ἱεραρχία γιά λόγους καί μόνον ἀπόλαυσης τῆς Ἀρχιερατικῆς τους εὐωχίας. Σ’ αὐτούς πρέπει νά ἀναγνωρισθεῖ ὅτι εἶχαν ἐξαιρετικά καλλιεργημένη τή διαβρωτική τους ἱκανότητα, ἀφοῦ βρίσκονταν πάντα στό πλευρό τῆς ὅποιας πολιτικῆς κατάστασης ἐπικρατοῦσε ἑκάστοτε στόν δοκιμασμένο τοῦτο ἑλληνικό τόπο μας.
Ἔπληξαν τόν Ἱερώνυμο γιά ὅσα ὁ ἴδιος στό «Πηδάλιό» του καταγράφει καί τόν ἐξανάγκασαν σέ παραίτηση. Ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος, ὁ ἀπό Ἰωαννίνων Σεραφείμ, ἐκμεταλλεύθηκε τήν εὐκαιρία καί ἀνέκτησε ἔδαφος ἡ «πρεσβυτέρα ἱεραρχία», πού ἐπί τῆς ἐποχῆς Ἱερωνύμου παρακολουθοῦσε ἔκπληκτη καί προβληματισμένη τόν πνευματικό καλπασμό ἐκείνου τοῦ ἀνεπανάληπτου Ἀρχιεπισκόπου καί ἀνέμενε τήν εὐκαιρία νά ἀντεπιτεθεῖ. Ἡ τότε πολιτική κατάσταση τῆς προσέφερε αὐτό πού ἐπιζητοῦσε καί μέ δύο δικτατορικές συντακτικές πράξεις, πού ἀπέκλειαν στά θύματά τους κάθε πρόσβαση στή Δικαιοσύνη, ἀκόμα καί ἄν οἱ ἴδιες οἱ πράξεις παραβιάζονταν, παραχώρησε τό «νομικό ἔρεισμα» νά ἐκδιωχθοῦν δίχως κατηγορία, δίχως δίκη, δίχως κἄν νά ἀκουσθοῦν, κατά κατάφωρη παραβίαση τῶν ἱερῶν κανόνων, οἱ γνωστοί «δώδεκα μητροπολίτες», ὅ,τι τό ἐκλεκτότερο εἶχε τότε στούς κόλπους της ἡ ἐκκλησιαστική ἱεραρχία. Τί καί ἄν ἡ Δικαιοσύνη τούς δικαίωσε, ἡ ἰσχύς τῆς διαπλοκῆς ἦταν δυνατότερη. Εἰς πεῖσμα τῶν δικαστικῶν ἀποφάσεων, ἐφευρέθηκε τό πρωτόγνωρο κανονικο-νομικό ἐξάμβλωμα τῆς, καί πάλι δίχως διαδικασία, ἐπιβολῆς τοῦ «ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας», κατοχυρωμένου στό ἀπυρόβλητο τῆς ἀνυπαρξίας του, ἀφοῦ οὐδείς κανόνας ἤ νόμος τό προέβλεπε. Μέ τίς ἀντιεκκλησιαστικές προσβάσεις πού εἶχαν οἱ ἐξουσιαστές τῆς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας, παρά καί τή νέα κονιορτοποίηση ἀπό τήν ἀνωτάτη δικαιοσύνη τῶν ἀστήρικτων ἄτακτων κατασκευασμάτων τους, κατόρθωναν νά κρατοῦν τούς ἀδικημένους ἱεράρχες μακρυά ἀπό τίς μητροπόλεις τους.
Ὁ Μητροπολίτης Νικόδημος ἦταν ὁ πρῶτος στόχος τους. Δέν τοῦ εὕρισκαν ὅμως κάτι, ἔστω καί τό ἐλάχιστο γιά νά τόν συκοφαντήσουν. Τοῦ κατακρεούργησαν τή Μητρόπολή του ἐν ψυχρῷ, παραβιάζοντας ρητούς ἱερούς κανόνες. Τόν ἔσυραν βίαια καί τόν ἀπομάκρυναν ἀπό τό Ἐπισκοπεῖο του. Τόν κατεξευτέλισαν σέ ἐπίπεδο ἱερομάρτυρος. Τόν ὑποκατέστησαν ἀπό πρόσωπα, κάποια ἀπό τά ὁποῖα δέν ἀπέπνεαν τό ἄρωμα τῶν ὀφειλομένων ἐπισκοπικῶν ἀρετῶν καί τῆς συναίσθησης τῆς εὐθύνης πού ἀνελάμβαναν, μέ ὅρκο μάλιστα, κατά τό μυστήριο τῆς ἀνάδειξής τους στήν ἀρχιερατική τιμή. Προκλήθηκε σάλος στήν Ἐκκλησία.
Οἱ διῶκτες τοῦ μακαριστοῦ Νικοδήμου τοῦ ἀπέδωσαν τή «μομφή» τοῦ «αὐστηροῦ». Πράγματι, ὁ μακαριστός ἦταν ἀσυμβίβαστος σέ ὅ,τι ἦταν ἀντιευαγγελικό καί ἀντικανονικό. Ὁ Νικόδημος ἦταν προσηλωμένος κατά λέξη στό Εὐαγγέλιο καί στούς Ἱερούς Κανόνες πού παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες στήν Ἐκκλησία. Καί τήν προσήλωσή του αὐτή δέν τήν ἐννοοῦσε μόνο σέ ὅσα ἀφοροῦσαν τήν ἐκλογή ἤ τήν ἀπομάκρυνση τῶν Μητροπολιτῶν, ἀλλά σέ ὅλα πού ἀναφέρονται στό ἐκτεταμένο ἱεροκανονικό φάσμα, σχετικά μέ τό ἐπιβαλλόμενο ἦθος τῶν Ἐπισκόπων καί ὅλων τῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας, τό ἀκέραιο τοῦ χαρακτῆρος τους, τήν πτωχεία τους, τήν ἀφιλοχρηματία τους, τήν ἁγνότητά τους, τή συμπεριφορά τους, τήν ἀδελφοσύνη τους, τή δικαιοσύνη τους, τήν ἀγάπη τους, τήν ἀνάληψη τῆς εὐθύνης τους, τήν φιλευσπλαχνία τους, τή θυσία τους, τήν φιλακολουθία τους, τήν πίστη τους στό Θεό καί, γενικά, τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Ὅλα αὐτά κάποιοι τά διέγραψαν μέ τό χαρακτηρισμό τῆς «αὐστηρότητας» τοῦ ἀκέραιου Ἱεράρχη, πού τούς ὑπενθύμιζε τά καθήκοντά τους, πού δέν τά ἐφύλασσαν. Καί ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά τόν ἀτενίζουν κατά πρόσωπο, φρόντισαν καί τόν ἀπομάκρυναν, στήν οὐσία ἀπομακρύνοντας τούς ἑαυτούς τους ἀπό αὐτόν.
Ἔτσι, ὁ μακαριστός Νικόδημος, σέ ἠλικία παραγωγική ἔργου δόξης Θεοῦ, πῆρε τό ραβδί του καί ἀνηφόρισε σέ ἀναζήτηση τόπου νά ἐγκαταστήσει τή δική του «Κουκουσό» σέ μιά ράχη τοῦ βουνοῦ τῆς Πάρνηθας, σέ ἕνα ἀπό τά ἀπώτερα σημεῖα τῆς Μητροπολιτικῆς του περιφέρειας. Ἐκεῖ, ὁ ζηλωτής καί ὁμότροπος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐγκατέστησε τό «στρατηγεῖο» του, τόν ταπεινό χῶρο τῶν συνεχῶν πνευματικῶν του καθηκόντων, πρός τιμήν τῶν «Ἁγίων Πατέρων», στίς παραδόσεις τῶν ὁποίων ἔτρεφε ἐξαιρετική εὐαισθησία. Ἐκεῖ πῆρε στά χέρια του τά «ὅπλα» του τά μοναδικά, τήν πέννα του καί τό χαρτί του. Καί ἀπόθετε στό χαρτί, σάν τή μοσχομύριστη παραγωγή τῶν τραυματισμένων μαστιχόδενδρων, τόν πόνο τῆς Ἐκκλησίας πού ἀπέρρεε ἀπό τά τραύματα τῆς δικῆς του καρδιᾶς. Καί ὅσα ἔγραψε, εἶναι νάματα ζωῆς αἰωνίου, ὁδηγός γιά τούς ἀναγνῶστες, ἐνημέρωση καί βιωματικές ὁδηγίες πρός τίς μέλλουσες γενεές, ἴσως καί κάποιες ἀπό αὐτές, ἀφοῦ θά ἔχουν ἐνημερωθεῖ, ἀνανήψουν καί θελήσουν νά ἐπαναφέρουν τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας στό δείκτη τῆς πυξίδας τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Ἱερῶν Παραδόσεων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων.
Στά χρόνια τῆς ἐξορίας του ὁ ἀείμνηστος ἱεράρχης, ὑπηρετώντας ἀποκλειστικά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔθεσε στήν ὑπηρεσία τῆς διακονίας του τά σπάνια πνευματικά χαρίσματά του. Δόκιμος λογοπλάστης μετέδιδε παραστατικά τό Θεῖο Λόγο καί κρατοῦσε στά τίμια χέρια του ἄοκνα καί δυνατά τό ἄροτρο τῆς σπορᾶς Του. Ζοῦσε καί ἀνέπνεε τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἔμπειρος στή διακονία τῆς ἀνόθευτης ἐκκλησιαστικῆς πράξης, ἐπικοινωνοῦσε πνευματικά μέ τό πλῆθος τοῦ ποιμνίου του, πού τόν ἀναζητοῦσε στή μετάνοιά του, καί, μέ τόν τρόπο πού ἐκεῖνος γνώριζε, καθοδηγοῦσε ψυχές, ἔσωζε ἁμαρτωλούς, ἔκλαιε μέ αὐτούς πού ἔκλαιαν, εὐγνωμονοῦσε τόν Θεό μέ αὐτούς πού Τόν προσκυνοῦσαν. Μάτωνε τά γόνατά του γιά ὅλους καί γιά ὅλα, μέχρι πού καί αὐτά «γονάτισαν» ἀπό τήν ἄσκηση καί δέν σήκωναν πλέον τό ταλαιπωρημένο του σῶμα καί ἀμέσως ἔσβησε. Ὄρθιος. Ξαφνικά. Τόν κάλεσε ὁ καλός Θεός.
Εἶπαν γιά τό Νικόδημο ὅτι δέν τόν κατέστρεψαν αὐτοί πού τόν ἀπομάκρυναν ἀπό τή Μητρόπολή του μέ πληθώρα παρανομιῶν, ἀλλά ὁ ἴδιος κατέστρεψε τόν ἑαυτό του, διότι δέν δέχθηκε νά τοποθετηθεῖ στήν προσωποπαγῆ Μητρόπολη τῆς Ἀμαλιάδος. Βρίσκονται μακράν τοῦ νοήματος τοῦ ἀγώνα Νικοδήμου ὅσοι ἔκαμαν μιά τέτοια σκέψη. Ἦταν δυνατόν ὁ Νικόδημος νά ὑποπέσει σέ τέτοιο κανονικό ὀλίσθημα, νά παραβιάσει τούς ἱερούς κανόνες γιά νά ἀποκτήσει μιά προσωρινή προσωποπαγῆ θέση; Αὐτοί πού συνέλαβαν τήν ἰδέα τῆς προσωποπαγοῦς μητροπολιτικῆς θέσης, δίχως νά ἔχει σημασία τό ἐάν ἦταν ἡ θέση αὐτή σπουδαία ἤ ἀσήμαντη, δέν ἀντιλήφθηκαν ὅτι ἡ πρωτοβουλία ἦταν γιά νά παγιδεύσουν τό Νικόδημο νά συμμετάσχει στό δικό τους κύκλο τῆς ἀντικανονικότητας, ὥστε νά μήν ἔχει πλέον τό ἔρεισμα νά μάχεται γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς τάξης σέ ὅλους τούς τομεῖς πού εἶχε καί ἔχει παραβιασθεῖ. Δέν σκέφθηκαν αὐτοί πού τό εἶπαν ὅτι ὁ Νικόδημος δέν ὑπῆρξε ποτέ ἐπαίτης κάποιας μητροπολιτικῆς θέσης. Κάτι τέτοιο τοῦ ἦταν ἀδιάφορο καί ἐξ ὁρισμοῦ ἀπορριπτέο ὡς ἀντικανονικό. Ὁ Νικόδημος ἐπαιτοῦσε μόνο τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὄχι μονάχα γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά γιά ὅλο τό λαό τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί γιά τούς ἐπισκόπους πού τοῦ συμπεριφέρθηκαν μέ τόση ἀδικία. Ἡ δική του ἡ «Κουκουσός» τοῦ ἦταν ἀρκετή καί μάλιστα ὑπέρτερη ἀπό κάθε -καί ἀπό τήν «καλύτερη»- ἐπισκοπική ἕδρα, διότι σ’ αὐτήν συνέρρεαν τά πλήθη τῶν πιστῶν καί ἀντλοῦσαν ἀπό τό πρόσωπό του τήν πλούσια πρός τούς πάντες ἐκχεόμενη χάρη τῆς πνευματικῆς ἀκτινοβολίας του. Τό αἴτημα τοῦ καλοῦ Ἀρχιερέα κυροῦ Νικοδήμου δέν ἦταν τόσο ἡ ἀποκατάστασή του, ὅσο τό νά ἐπιτύχει τήν ἀφύπνιση τῶν ἀδελφῶν του ἀπό τόν νήδυμο τῆς ἐξουσίας τους καί νά συστρατευθοῦν σέ μιά πραγματικά κανονική διακονία τῆς Ἐκκλησίας στίς ἀνέκαθεν δύσκολες -καί τώρα βέβαια- γενικά συνθῆκες, πού βιώνει ὁ τόπος καί ὁ κόσμος ὅλος. Τό μήνυμα τῶν ἀγώνων Νικοδήμου, πάνω καί πέραν κάθε προσωπικοῦ του συμφέροντος, ἦταν νά παύσουν οἱ πάσης φύσεως ἀπολαύσεις τῶν μακαρίως ἀναπαυομένων στήν ἐπισκοπική τους καθέδρα ἀρχιερέων, γιά νά συναισθανθοῦν τίς εὐθύνες τους, νά ἀναλάβουν πρωτοβουλίες τῆς ἀπαραίτητης ἀλλαγῆς, μέ ξεκίνημα ἀπό τόν ἑαυτό του ἕκαστος, ὥστε νά καταισχυνθοῦν οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ, πού κατέκλυσαν καταστροφικά, κατά τό μέγιστο, τόν εἰς οὐδένα ἀνήκοντα, παρά μονάχα στό Θεό, πάνσεπτο ἐκκλησιαστικό χῶρο.
Αὐτό ἦταν τό μήνυμα τῆς σύγχρονης «Κουκουσοῦ» τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχου. Καί ὅποιος τό ἔλαβε, τό ἔλαβε.
Τώρα, σίγησε πλέον ὁ ἀφυπνιστικός ἦχος τῆς σάλπιγγας τῆς Πάρνηθας. Τώρα, στόν τόπο τῆς ἐξορίας του ὁ μακαριστός, ἀφοῦ εὐτύχησε νά ἔχει μιά σπάνια ἁγιαστική, εἰρηνική τελείωση, ἀπέθεσε στήν τελευταία του κατοικία τό ταλαιπωρημένο σκήνωμά του, φερόμενο μέσα ἀπό τήν ἀγκαλιά τῶν ἀκριβῶν καί ἀγαπημένων του πνευματικῶν παιδιῶν. Πάνω ἀπό τήν ἁγιασμένη σορό του ἑστιάζονταν τά δακρυσμένα βλέμματα τοῦ πλήθους τῶν προσκυνητῶν, πού πρόφθασαν νά πληροφορηθοῦν, στόν ἐλάχιστο διαθέσιμο χρόνο, τήν αἰφνίδια θανή του καί ἔσπευσαν νά τιμήσουν, ὅπως τοῦ ἔπρεπε, τήν ἄχρονη μνήμη του.
Νά μή λησμονοῦν ὅλα τά πνευματικά του παιδιά, ὅτι ἐκεῖ, πλάι στόν τόπο τῆς ταφῆς του, θά κοινωνοῦν σέ κάθε Θεία Λειτουργία καί ἐκεῖνο τό ζωηφόρο «ψιχουλάκι» τοῦ Ἁγίου Δισκαρίου, πού θά ἀποτίθεται ἀπό τόν λειτουργό γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου Ἀρχιερέως Νικοδήμου, τιμίου ἀγωνιστοῦ γιά τήν ἀνόρθωση τῆς Ἐκκλησίας μας, πού δοκιμάσθηκε τόσο σκληρά καί ἄδικα.
Ἀς εὐχηθοῦμε στόν πανάγαθο Θεό νά ἀναπαύσει τόν δοῦλο Του Ἀρχιερέα Νικόδημο, τόν ὁποῖον ἐκάλεσε στά οὐράνια, νά τόν δικαιώσει καί νά τόν κατατάξει μεταξύ τῶν ἁγίων Του.
Ἀμήν.
Δικηγόρος