Στις 26 Νοεμβρίου 1983 αξίωσε ο Θεός εμέ και τη μητέρα μου να συναντήσουμε στη Νέα Σμύρνη έναν άγιο αρχιερέα, τον μακαριστό πλέον κανονικό μητροπολίτη Λαρίσης πατέρα Θεολόγο Πασχαλίδη. Μας φέρθηκε με τόση αγάπη και ταπείνωση, ώστε νομίζαμε πως δεν μιλούσαμε με έναν δεσπότη, αλλά με τον πατέρα μας και ακόμη καλύτερα. Έτσι πέρασαν κοντά του δύο, δυόμιση ώρες χωρίς να το καταλάβουμε.
Κατά τη διάρκεια αυτής της ευλογημένης συναντήσεως, είπε πολλές φορές από την καρδιά του «δόξα τω Θεώ» παρότι είχε πρόβλημα σοβαρό με την καρδιά του και αρκετές άλλες αρρώστιες. Για τον άδικο διωγμό του είπε με απόλυτη ειρήνη: «Με μας τους δώδεκα επισκόπους συνέβη το εξής. Σαν να μπήκαν σε ένα σπίτι και άρπαξαν τον πατέρα χωρίς λόγο».
Έμπειρος ο ίδιος στις θλίψεις και δοκιμασίες της ζωής, μας ενίσχυσε με πολλά εποικοδομητικά και παρηγορητικά λόγια. «Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, είπε, όταν ήταν στην εξορία, διεκήρυξε ότι ο πόνος είναι η ανώτατη ακαδημία από την οποία απεφοίτησαν τα ευγενέστερα πνεύματα της ανθρωπότητος και στην οποία ακαδημία πρέπει να φοιτήσει πάς άνθρωπος. Ο αββάς Δωρόθεος έλεγε: «Θεέ μου σ’ αγαπώ, όχι από φόβο, ούτε γιατί μου έχεις ετοιμάσει τον παράδεισο. Σ’ αγαπώ, γιατί σταυρώθηκες για μένα. Κάποτε, είχε γεμίσει το σώμα του από πληγές κι ο αββάς Δωρόθεος γεμάτος εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού, έλεγε: «Θεέ μου, είμαι έτοιμος να δεχτώ από το χέρι σου ό,τι θέλεις, ό,τι θέλεις, Θεέ μου, ας γίνη. Θέλεις να γίνω λωβός; Θέλεις να γίνω λεπρός; Θέλεις να γίνω σκωληκόβρωτος; Ότι θέλεις, Θεέ μου, θα το δεχτώ. Μόνο ένα σε παρακαλώ μη μου στερήσεις, μη μου κλείσεις την πόρτα του παραδείσου».
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Τρίκκης, Διονύσιος, ήταν πνευματικός μου πατέρας. Τον τελευταίο μήνα της ζωής του κοινωνούσε καθημερινά. Μερικές φορές πήγα εγώ να τον κοινωνήσω. Κάποια μέρα που πήγα, είδα το δωμάτιο γεμάτο λουλούδια. Τότε, ρώτησα την αδελφή του να μου πή τι είχε συμβεί. Κι εκείνη μου είπε: «Το πρωί, ενώ ήμουν έξω από το δωμάτιο ο δεσπότης φώναξε δυνατά: «Αριάδνη!» Μπήκα μέσα ανήσυχη και τον ρώτησα τι θέλει. Κι εκείνος μου είπε: «Τρέξε, Αριάδνη, τρέξε να φέρεις λουλούδια. Έρχεται ο Κύριος!» Κι εγώ υπάκουσα, έφερα λουλούδια και τα σκόρπισα στο δωμάτιο». Σημειωτέον ότι και στο νοσοκομείο που ήταν ο πατήρ Διονύσιος συνέγραφε βιβλία.
Όταν ζούσε ο μακαριστός π. Ευσέβιος Ματθόπουλος έπεσε κάποτε σε μελαγχολία. Οι αδελφοί της αδελφότητος «ΖΩΗΣ» παραξενεύτηκαν και διερωτώντο από ποιά αιτία ήταν τόσο στεναχωρημένος ο π. Ευσέβιος. Κάποια μέρα ένας αδελφός βρήκε το θάρρος και ρώτησε τον π. Ευσέβιο: «Τι συνέβη, πάτερ, και είστε τόσο στεναχωρημένος;». «Ώστε δεν καταλάβατε τίποτε, αδελφοί;», είπε ο π. Ευσέβιος. «Όχι», απάντησαν εκείνοι. Τότε ο π. Ευσέβιος είπε τονισμένα: «Είναι ένας χρόνος που δεν αρρώστησε κανένας και αυτό είναι εγκατάλειψη Θεού».
Την Ζ. Καραϊσκάκη γνώριζα από κοπέλα. Ήταν η προσωποποίηση της αγνότητας. Σπούδασε, έγινε δασκάλα και παντρεύτηκε. Ο Θεός της χάρισε τρία παιδάκια. Σε νεαρά ηλικία αρρώστησε από καρκίνο. Πήγα να την επισκεφτώ στο νοσοκομείο. Στο δρόμο σκεπτόμουν σε ποια κατάσταση ψυχολογική θα την έβρισκα. Ήταν ευδιάθετη και ειρηνική. Κουβεντιάσαμε αρκετή ώρα. Παρατήρησα ότι δίπλα της είχε κάτι χαρτιά. Την ρώτησα τι είναι κι εκείνη μου απάντησε ότι είναι τα τετράδια των μαθητών της, τα οποία φρόντιζε να διορθώσει, για να μην αφήσει εκκρεμότητες. Σήκωσε αγόγγυστα και δοξολογικά τον σταυρό της, δίνοντας κουράγιο η ίδια στους συγγενείς της και εκοιμήθη ειρηνικά σε ηλικία 32 ετών.
Τα δύσκολα προβλήματα τα βάζουν στους καλούς μαθητές, είπε χαριτωμένα κάποια στιγμή ο π. Θεολόγος, εννοώντας τις θλίψεις. Μερικοί άνθρωποι καυχώνται ότι, ενώ ζουν στην αμαρτία, δεν παθαίνουν τίποτε στην υγεία τους. Όμως, το ΑΎΡΙΟ κανείς δεν το ξέρει».
Είναι πολύ ωφέλιμο, είπε ο π. Θεολόγος να διατηρούμε διαρκώς την μνήμη του Θεού και του θανάτου, να αγωνιζόμαστε τον καλό αγώνα και να είμαστε πάντοτε έτοιμοι, όταν μας καλέσει ο Θεός με το θάνατο. Όπως ο απόστολος Παύλος που ηγωνίζετο και έλεγε: «επιθυμώ αναλύσαι και σύν Χριστώ είναι».
Κάποια στιγμή τον ερώτησα: «Γιατί πολλοί άνθρωποι δεν εξομολογούνται;». Κι εκείνος απάντησε: «Οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους πολλοί άνθρωποι δεν εξομολογούνται, είναι η άγνοια, ο εγωισμός και η αμαρτωλή ζωή. Άλλες αιτίες είναι η ιεροκατηγορία και το αντιεκκλησιαστικό πνεύμα της εποχής μας».
Υπάρχει η τάση, παρατήρησε, μερικοί άνθρωποι να θέτουν στην άκρη την αγία Γραφή και να μελετούν τους Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Πρέπει να μελετούμε και την Αγία Γραφή και τους αγίους Πατέρες. Ένα υπέροχο βιβλίο, το καλύτερο στο είδος του, είναι «Το μυστήριο του θανάτου». του κ Ν. Βασιλειάδου.
Στην ερώτηση πώς να αντιμετωπίζουμε τους λογισμούς της υπερηφάνειας, έδωσε την παρακάτω σοφώτατη απάντηση: «Εμείς οι άνθρωποι κάνουμε το λάθος και συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με τους άλλους ανθρώπους, ενώ θα έπρεπε να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους αγίους, οπότε θα βλέπαμε πόσο μηδαμινοί και αμαρτωλοί είμαστε. Έπειτα ο απόστολος Παύλος λέει: «Τι έχεις ο ούκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;». Αλλά έστω ότι φτάσαμε στο πέντε της αρετής. Ντροπή σου, πρέπει να λέμε στον εαυτό μας, διότι μπορούσαμε να είμαστε στο δεκαπέντε ή και στο πενηνταπέντε ακόμη.
Όταν μας εξεθρόνισαν άδικα από τις μητροπόλεις μας, το 1974, συγκεντρωθήκαμε και σκεφτήκαμε τι να κάνουμε. Χτυπήσαμε μερικές πόρτες, για να βρούμε το δίκιο μας. Όμως, όλοι μας περιφρόνησαν. Σε κάποια συγκέντρωση ο αείμνηστος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, Λεωνίδας είπε: «Δεν περιφρονούν εμάς, περιφρονούν το σχήμα μας». Και έπειτα ομολόγησε: «Πενήντα χρόνια εργάστηκα για τον κόσμο, τώρα βρήκα τον εαυτό μου».
Κάποτε, είπε ο π. Θεολόγος, συνάντησα τον κ. Τρεμπέλα, ο οποίος μου ευχήθηκε: «Εύχομαι να γυρίσετε το συντομότερο στη μητρόπολη σας, αγιότερος». Τότε είπα στον εαυτό μου: «Το σπουδαιότερο είναι να γίνω αγιότερος».
Η μητέρα μου είδε την φωτογραφία ενός δεσπότου και ρώτησε ποιος είναι. Ο π.Θεολόγος είπε πως είναι ο μακαριστός μητροπολίτης Λήμνου, Διονύσιος, ο οποίος ήταν πνευματικός πατέρας του μακαριστού μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου. Τότε είπα στον π.Θεολόγο: «Δηλαδή ο μητροπολίτης Λήμνου είναι ο παππούς σας». Και ο π.Θεολόγος είπε χαριτωμένα : «Ναι, Νίκο μου, εγγονάκι του είμαι».
Κάποια ώρα μου είπε: «Νίκο, θέλω να σε παρακαλέσω κάτι». «Ό,τι θέλετε», απάντησα. Και συνέχισε: «Σε παρακαλώ να προσεύχεσαι για μένα». Έμεινα άναυδος με την αξιοθαύμαστη και αξιομίμητη ταπείνωση του και σκέφτηκα: «Ένας δεσπότης παρακαλεί εμένα τον μικρό και αμαρτωλό να προσεύχομαι γι’αυτόν!».
Με πολλή αγάπη μας δώρισε την θαυμάσια «Κλίμακα» του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου και όταν ήλθε η ώρα να αναχωρήσουμε, μας έδωσε την ευλογία του και μας συνόδευσε ως την εξώπορτα. Φύγαμε, και πετούσαμε από χαρά και αγαλλίαση. Από δε τα βάθη της καρδιάς μας ξεπηδούσε ευχαριστία και δοξολογία προς τον άγιο Τριαδικό Θεό γι’ αυτή τη μεγάλη ευλογία.
Από τότε είχαμε συχνή επικοινωνία με το ΤΗΛΈΦΩΝΟ και με αλληλογραφία. Ακόμη μας αξίωσε ο Θεός να τον επισκεφτούμε άλλες δυο φορές στην Ν.Σμύρνη. Τον Δεκέμβριο του 1989 μου διέμηνυσε με την αδελφή μου: «Η ανωτέρα και θετικοτέρα προσφορά είναι η προσευχή».
Όταν έμενε στο Ψυχικό, στο σπίτι του αδελφού του, μερικοί παλαιοημερολογίτες του πρότειναν να γίνει επίσκοπος τους, αλλά εκείνος γνωρίζοντας τα προβλήματα των παλαιοημερολογιτών δεν εδέχθη.
Στα τέλη του 1991 έφυγαν για τον ουρανό οι άγιοι γέροντες Ιάκωβος Τσαλίκης και Πορφύριος Μπαιρακτάρης. Τον Ιανουάριο του 1992 συζητώντας στο τηλέφωνο μου είπε ο π.Θεολόγος: «Τώρα, μόνο ο γέρων Παΐσιος μας έμεινε». Άλλοτε είπε: «Τι σχέση έχω εγώ με τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο;».
Μια χρονιά του αγίου Αλέξιου με ρώτησε: «Ποιός είναι ο άνθρωπος του Θεού;», ενώ ήταν ο ίδιος ο άνθρωπος του Θεού.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1992 μας αξίωσε ο Θεός να τον συναντήσουμε για τέταρτη φορά στη μητρόπολη Λαρίσης. Περιμέναμε λίγο και συζητήσαμε με μια Λαρισαία, η οποία μας είπε: «Εμείς, οι Λαρισαίοι χάρις στον π.Θεολόγο, στον π.Ιγνάτιο Μανδελίδη και τον π.Αθανάσιο Μυτιληναίο στεκόμαστε». Όταν εμφανίστηκε ο π. Θεολόγος, σηκωθήκαμε όλοι με χαρά και σεβασμό. Ήταν πολύ καλά και όλος αγάπη, όπως πάντα. Ερώτησε αν τον ήθελε τίποτε κανένας Λαρισαίος και έπειτα μας οδήγησε στο γραφείο του, όπου συζητήσαμε αρκετή ώρα.
Μεταξύ των άλλων μας είπε αρκετά για τον γέροντα Γαβριήλ ηγούμενο μιας μονής της μητροπόλεως Δημητριάδος: «Όταν ήμουν μητροπολίτης από το 1968-1974 όλο και έλεγα θα πάω να τον επισκεφτώ, αλλά τελικά δεν τα κατάφερα. Αργότερα, όταν έμενα στην Ν.Σμύρνη, μου τηλεφώνησε ένας Λαρισαίος και μου είπε πως ήθελε να έλθει να με δει μαζί με έναν ιερομόναχο. Ευχαρίστως, τους είπα και ήλθαν. Ο πατήρ Γαβριήλ ήταν ένα παπαδάκι, πολύ χαριτωμένο. Ήταν εβδομήντα ετών, αλλά το πρόσωπό του ήταν σα μικρού παιδιού. Είχε πάει στην μονή Λογγοβάρδας με την οποία είχε πνευματικό σύνδεσμο. Τον ρώτησα ποιο βιβλίο να διαβάσω κι εκείνος μου είπε: «Εγώ θα σας πώ ποιο βιβλίο να διαβάσετε;». Αφού επέμενα, μου είπε: «Έχετε διαβάσει τον Αόρατο Πόλεμο;». Απήντησα ναι. «Πόσες φορές;». Μία. Τότε έσκασε τα γέλια και μου είπε : «Ο Τρεμπέλας είχε διαβάσει τον Αόρατο Πόλεμο εκατό φορές». Κάποια στιγμή τον ρώτησα κάτι, που στο βάθος δεν το πίστευα: Ο Θεός θα επέμβει σαν τιμωρός ή ως πατέρας; Κι ο π. Γαβριήλ είπε με έμφαση : «Τιμωρός, τιμωρός ο Θεός! Όχι, ο Θεός είναι Αγάπη. Μπορεί να επέμβει ο Θεός ως παιδαγωγός, αλλά ποτέ σαν τιμωρός».
Μας μίλησε ακόμη για την Πέμπτη φάλαγγα,
δηλαδή την παραπληροφόρηση, με την οποία τα αντίχριστα και μασονικά κανάλια και εφημερίδες αλλοιώνουν και διαστρεβλώνουν την αλήθεια.
Η οσιακή κοίμησίς του στις 31 Ιουλίου 1996 συγκίνησε και συγκλόνισε ολόκληρο τον ευσεβή Ελληνικό λαό. Η λαοθάλασσα που πλημμύρισε τον μητροπολιτικό ναό αγίου Αχιλλίου Λαρίσης στην κηδεία του στις 3 Αυγούστου, θα διαλαλεί στις επερχόμενες γενεές πόσο άξιος, γνήσιος, αληθινός, καλός και άγιος Ποιμήν ήταν ο π. Θεολόγος.
Στον επικήδειο λόγο του ο μακαριστός πλέον π. Αθανάσιος Μυτιληναίος είπε: «Όταν εκλήθην να δώσω μαρτυρική κατάθεση στην Ιερά Σύνοδο μεταξύ των άλλων είπα, και αυτό κατεγράφη. Ο επίσκοπός μας, Θεολόγος, θα σταθεί ένας άγιος Νεκτάριος σε δεύτερη έκδοση».
Δύο από τις ομοιότητες του π.Θεολόγου με τον άγιο Νεκτάριο, που ανέφερε σε ομιλία του στα εννιάμερα ο π. Αθανάσιος Μυτιληναίος σημειώνω εδώ: α)ο Θεολόγος στάθηκε φτωχός με την ίδια του την προαίρεση. Είχε την δυνατότητα να πλουτίσει, αλλά δεν το θέλησε ποτέ. Με αποτροπιασμό έδιωχνε τον πειρασμό του πλουτισμού. Ήταν αληθινά φτωχός σε απίθανο βαθμό. Πλούτιζε όμως από τα αγαθά της Βασιλείας του Θεού. β) Ο Θεολόγος πάντοτε συγχωρούσε τους σταυρωτάς, του ηύχετο γι’ αυτούς επικαλούμενος το έλεος του Θεού και την μετάνοιά τους.
Είθε με τις ευχές του αειμνήστου και μακαριστού μητροπολίτου Λαρίσης Θεολόγου ο άγιος Τριαδικός Θεός να χαρίσει στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας πολλούς αγίους Ποιμένας και είθε όλοι μας να έχουμε την ευχή και την ευλογία του.