Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Άρθρο του Καθηγουμένου της Ι.Μ Δοχειαρίου Γέροντα Γρηγορίου: ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗ


Δυστυχς μως, διακήρυξη τς κατατάξεως το σίου μφιλοχίου στς δέλτους τς κκλησίας γινε π πίσκοπο, πο οτε τν συναναστράφηκε οτε στν δρόμο του περπάτησε. π μακρόθεν κοίταζε, λλ δν προσήγγιζε.
 Άρθρο του Καθηγουμένου της Ι.Μ Δοχειαρίου Γέροντα Γρηγορίου
                    ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗ



Στος σχατους ατος καιρος πο ζομε, που κοιτάξης, σκις θ δς κα ποστροφ το φυσικο κα το καλο. λλαξε τ φος κα τ θος τν νθρώπων κα μ περισσότερο θάρρος μπορες ν περπατς σ ρημους τόπους, παρ κε πο κατοικον νθρωποι. «Εδα τν νθρωπό μου· εδα τν Θεό μουΑτ δν χει σήμερα καμμι σχύ.

Τ Παράκλητο Πνεμα μως δν μς φήνει παρηγόρητους κα ατ τ ζομε μ τν μφάνιση γίων νθρώπων στν ποχή μας.Σπεύδουμε τά πλήθη τν πιστν ν σπαστομε τος τάφους τους κα ν ναζητήσουμε τν νάβλυση τν αμάτων κα τν κάθαρση τν ψυχν μας. Πόσα σύγχρονα προσκυνήματα χουμε. άσεις μέσα στν ξηρασία πο περνμε.

Τν γιότητα τν σίων ατν καταγγέλλει πρτα λαός. Ατς εναι τ στόμα τς κκλησίας κα τν φωνή του πισημοποιε κκλησία μέσα π τς Συνόδους. Πολλο μ ρωτονε:

Τ επε κκλησία;

Τ διατυμπανίζει λαός.

Κα πολλς φορς φαίνεται τι βιάζεται κα κτίζει ναος κα κάνει πανηγύρια. λας πάντα πάει μπροστά. πειτα βέβαια, ταν ρχεται κκλησία κα σφραγίζει τ θαμα τς γιότητας, πισημοποιε τ τραγούδια πο συνέταξε λαός, γι ν μνήση τν πατέρα κα τν γιο.
Ποιός θ πάη σήμερα στν Πάρο κα δν θ κούση γι τ παλαίσματα, τος γνες κα τ θλήματα το γέροντος ΦιλοθέουΛυπούμαστε βέβαια πο πίσημη κκλησία κωφεύει κα δν μς δίνει τν σφραγδα.
Τετάρτη, 29η το μηνς Αγούστου, Σύνοδος το Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σφράγισε τν πίστη το λαο κα ναγνώρισε πίσημα τν γιότητα το σίου μφιλοχίου το Πατμίου. σα μέρη τν γνώριζαν χτύπησαν πανηγυρικ τς καμπάνες κα δόξασαν τν Θεό, πο εδαν τν εκόνα το μφιλοχίου νηρτημένη στ προσκυνητάρι. λα ατ μς χαροποίησαν πολλά, μς γέμισαν εφροσύνη κα λοι γαλλομέν ποδ ψάλλουμε τ τροπάριό του, πο τ εχαμε στ σεντούκι μέσα κα περιμέναμε ν κυματίση σημαία τς σιότητάς του.
«Τ γάπ το Λόγου λος πυρούμενος, ξ παλν σου νύχων φωσιώθης Θε, ελαβείας, μφιλόχιε, θησαύρισμα· π τ στήθει ησο ξιώθης προσπεσεν μετ το γαπημένου, κκεθεν ντλησας, μάκαρ, θεολογίας νθεα νάματα
Δυστυχς μως, διακήρυξη τς κατατάξεως το σίου μφιλοχίου στς δέλτους τς κκλησίας γινε π πίσκοπο, πο οτε τν συναναστράφηκε οτε στν δρόμο του περπάτησε. π μακρόθεν κοίταζε, λλ δν προσήγγιζε. Γέροντα τν νόμασε στς μιλίες του, λλ ποτ δν σπάσθηκε τ κράσπεδα τν ματίων του. Ο μιλίες του δν μς καρδίωσαν κα δυστυχς οδες ερέθη ν τν σταματήση. Λόγος πομπώδης κα δικανικός, πο δν εχε τίποτε ν κουμπήση στν καρδιά μας.
Εναι κρμα μες ο κληρικο ν προσπαθομε ν διδάξουμε τος νθρώπους μ κούφια λόγια. σάκις μαζεύω καρύδια κα τ βρίσκω κούφια, στενοχωρομαι. Βλέπω τν θεόρατο κορμ τς καρυδις κα τν οκτίρω. τσι, κούγαμε κα τν μιλητ κα σφιγξε καρδιά μας, χι βέβαια γι τν σιο, λλ γιατ μς μιλάει γι τ μέλι, πόσο νόστιμο εναι, χωρς ν τ χει δοκιμάσει ποτέ.
Ποιό τανε τ μυστικ τς γιότητας το γέροντος μφιλοχίου; Εχε ζήσει τν περιφρόνηση τν νθρώπων, τν συνασκητν του, κα ατ τν κανε ετυχισμένο. Μέσα στν καταφρόνια τν βλεπες ετυχ, χαρούμενο, νεπιτήδευτο. Κα λα ατ τ πέμεινε μ πομονή, μ καρτερία τν μελλόντων γαθν, γόγγυστα, κατάκριτα. Οδέποτε, ν το λαλούσαμε τ σχημα τν δελφν, συμφωνοσε μαζί μας, λλ κλινε τν κουβέντα: « τν ελογημένο. γκατάλειψη Θεο παθε. Κάνετε προσευχή. χει νάγκη ν τν καλύψουμε μ τ πι πολύτιμο βλατίο πο κρατ κάθε νθρωπος στ χέρια του
φο ποτ δν τν εδες ν μετανίζη μέχρι τ βαθιά του γεράματα, δν τν παρατήρησες τι τ μάτια του ταν πάντοτε βουρκωμένα ταν λειτουργοσε, δν τν πήλαυσες ν προσφέρη τν φιλοξενία κα τν λεημοσύνη τόσο πλόχερα, πο ο πλησίον του διερωτντο «Τί το μεινε μετ π ατ τ δοσίματα;», φο δν ξέρεις τ πατήματά του, γιατί πλησιάζεις τ ρος ν τ νεβς κα ν νεβάσης κι μς;
Ζοσε τν κτημοσύνη κα τν φτώχεια πως τ ποσχέθηκε στν μοναχική του κουρά. Δύο πράγματα κουγες ν ψιθυρίζη: τ «Κύριε ησο Χριστέ» κα «δελφοί μου, πάρχει χρεία πομονς». λόγος του ταν μετρημένος· οτε περβολς λεγε οτε ράματα κα προφητεες. Δίδασκε μ τν παρουσία του σα σπάνια κομε π νθρώπους. κενο πο τν διέκρινε περισσότερο π τος λλους Γέροντες ταν ελάβεια. Σ λη του τν ζω σέβιζε κα μπροστ στν Θε κα μπροστ στος νθρώπους. φυγε πλήρης ργων γαθν.
ν μς δινε μιλητς στω κα κάτι μικρ π τν ζωή του, θ φεύγαμε λοι μ πολλς ναμνήσεις. Τώρα, κούσαμε τ μαγγανοπήγαδο ν γυρίζη, λλ δν νέβαζε στς σέσουλες νερό. Μακάρι ν βρεθ ατς πο θ μς δώση τν δροσι τν λόγων κα τς ζως το σίου μφιλοχίου. Μακάρι ν μ τσιγγουνευθ Θες ν στέλνη σ μς, δ σ ατν τν κόσμο πο ζομε, νθη μυρίπνοα.
Ατ πο γράφω, δν τ γραψα π τν Πάτμο, λλ π να ρημητήριο πο βρίσκεται στος πρόποδες το ρους Βερτίσκου. Στάθηκα μακριά, γιατ φοβήθηκα τν αυτό μου τι θ χαλάσω τν γιορτή... π δ, φωνάζω κα μόνον σιος μ βλέπει κα μ κούει. Στος πόνους μου, ατν πικαλομαι. Ατς εναι συντροφιά μου κα παρηγορία μου.
Τας το σίου μφιλοχίου πρεσβείαις, Κύριε, λέησον μς. μήν.

Γρηγόριος ρχιπελαγίτης