Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

«Μηδέ κοινώνει αμαρτίαις αλλοτρίαις» (Α΄ Τιμόθ. ε΄ 22)

Τί περὶ τοῦ ρητοῦ αὐτοῦ (καὶ γενικὰ περὶ κοινωνίας) διδάσκουν

 ὁ ἅγ. Νικόδημος καὶ ὁ Μ. Βασίλειος
  «Διὰ τί ὁ Ἀρχιερεὺς καὶ Ἱερεὺς μετέχει ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας ὁποῦ κάμουν οἱ ἄλλοι καὶ ἂν μόνον ἕνας Χριστιανὸς μείνῃ ἀδίδακτος ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἀκατήχητος καὶ ἀπολεσθῇ, αὐτὸς ἀφανίζει τὴν σωτηρίαν τοῦ Ἀρχιερέως»!
                         [Ἂς τὰ μεταφέρει κάθε πιστὸς αὐτὰ εἰς τοὺς ἱερωμένους, ποὺ σκανδαλωδῶς ἀρνοῦνται πολλὰ ποιμαντικά των καθήκοντα, κυρίως δὲ σήμερα, τὴν ἐνημέρωση τῶν πιστῶν διὰ τὴν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν ὑποχρέωση ποὺ ἔχουν νὰ ἀπομακρυνθοῦν (μὲ ὅποιο τρόπο δύνανται) ἐξ αὐτῶν].

  Ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὁ Ἁγιορείτης, στὴν ἑρμηνεία τῆς Α΄ Πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολῆς, μιλᾶ γιὰ τὴν εὐθύνη ποὺ ἀναλαμβάνουν οἱ Ἀρχιερεῖς, ὅταν χειροτονοῦν ἀναξίους καὶ πονηροὺς ἐν γνώσει τους.
Ἐκεῖ, ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις», μᾶς βοηθεῖ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὸ θέμα τῆς μετὰ τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας. Γράφει:
«Μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις».  Μὴ χειροτονς, λέγει, τινὰ ταχέως, ὦ Τιμόθεε διατὶ ὄχι μόνον γίνεσαι αἴτιος τῶν ἁμαρτιῶν ἐκείνων, ὁποῦ μέλλει νὰ πράξῃ ὁ ὑπὸ σοῦ οὕτω χειροτονούμενος (καθὼς γὰρ συγκοινωνεῖς τῶν κατορθωμάτων, ὁποῦ μέλλει νὰ πράξῃ ὁ ὑπὸ σοῦ νομίμως χειροτονηθείς, οὕτως ἐκ τοῦ ἐναντίου συγκοινωνεῖς καὶ τῶν μελλόντων ἁμαρτημάτων του)· ἀλλὰ ἀκόμη ἐνέχεσαι καὶ εἰς τὰς ἀπερασμένας ἁμαρτίας, ὁποῦ αὐτὸς ἔκαμε, διατὶ ἐσὺ τὰς ἐπαράβλεψες καὶ ἔκαμες τὸ σκότος φῶς· καὶ δὲν ἀφῆκες αὐτὸν νὰ πενθ καὶ νὰ κλαί διὰ τὰς ἁμαρτίας του ταύτας.
[Καὶ σὲ ὑποσημείωση (τὴν 130) σημειώνει: Ἀλλ’ ἤθελεν εἰπ τινας Ἀρχιερεύς· καὶ διὰ τί ὁ χειροτονούμενος νὰ σφάλῃ καὶ ἐγὼ ὁ χειροτονῶν νὰ μετέχω ἀπὸ τὰ σφάλματα ἐκείνου καὶ τὴν τιμωρίαν; Εἰς τοῦτον ἀποκρινόμενος ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ναὶ λέγει, μετέχεις ἀπὸ τὰ σφάλματα ἐκείνου, διὰ τί ἐσὺ ἔδωκες τὴν ἐξουσίαν καὶ Ἱερωσύνην εἰς αὐτόν, πονηρὸν καὶ κακοποιὸν ὄντα· καὶ καθὼς ἐκεῖνος ὁποῦ δώσῃ σπαθὶ εἰς ἕνα τρελὸν καὶ ἔξω φρενῶν, μετέχει ἀπὸ τοὺς φόνους ἐκείνους ὁποῦ ὁ τρελὸς ἤθελε κάμη· ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ὅπου δώσῃ τὴν ἐξουσίαν τῆς Ἱερωσύνης εἰς τὸν πονηρὸν καὶ ἀνάξιον ἄνθρωπον, μετέχει ἀπὸ ὅλα τὰ κακὰ ὁποῦ ἐκεῖνος ἤθελε κάμῃ· «ὅτι πονηρία τὴν ἐξουσίαν παρέσχες· καὶ καθάπερ τις μαινομένῳ καὶ παραπαίοντι ξίφος ἐγχειρίσας ἠκονημένον, ὃν ἂν ἐργάσηται φόνον ὁ μεμηνώς, ἐκεῖνος ὑφίσταται τὴν αἰτίαν· οὕτω καὶ ἀνθρώπῳ τις πονηρίᾳ συζῶντι τὴν ἀπό της ἀρχῆς τούτης ἐξουσίαν παρασχών, τὸ πῦρ ἁπάντων τῶν ἁμαρτημάτων ἐκείνου καὶ τῶν τολμημάτων, ἐπὶ τὴν οἰκείαν ἕλκει κεφαλήν· ὁ γὰρ τὴν ρίζαν παρασχὼν πανταχοῦ, οὗτος τῶν ἐξ αὐτῆς φυομένων ἔστιν αἴτιος» (Λόγος περὶ Ἱερωσύνης).
Καὶ ἀλλαχοῦ φανερὰ λέγει ὁ αὐτὸς Χρυσόστομος, ὅτι διὰ ὅσας ἁμαρτίας κάμουν, ἢ ἔκαμαν οἱ ἀναξίως χειροτονηθέντες, διὰ ὅλας αὐτὰς ἔχουν νὰ δώσουν ἀπολογίαν καὶ νὰ παιδευθοῦν οἱ χειροτονήσαντες αὐτοὺς Ἀρχιερεῖς «μὴ γάρ μοι εἴπῃς ὅτι ὁ Πρεσβύτερος ἥμαρτε, μηδὲ ὅτι ὁ Διάκονος· πάντων τούτων ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῶν χειροτονησάντων αἱ αἰτίαι φέρονται» (Λόγος εἰς τὰς Πράξεις).
Διὰ τοῦτο δίκαιον εἶχεν ὁ αὐτὸς Χρυσορρήμων νὰ εἰπ τοῦτον τὸν φοβερὸν λόγον, ὅτι δὲν ἔχουν νὰ σωθοῦν πολλοὶ ἀπό τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς, ἀλλὰ οἱ περισσότεροι ἔχουν νὰ κολασθοῦν· διὰ τί ἡ ἀξία τῆς Ἱερωσύνης χρειάζεται μεγάλην ψυχὴν καὶ μυρίους ὀφθαλμούς· διὰ τί ὁ Ἀρχιερεὺς καὶ Ἱερεὺς μετέχει ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας ὁποῦ κάμουν οἱ ἄλλοι καὶ ἂν μόνον ἕνας Χριστιανὸς μείνῃ ἀδίδακτος ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἀκατήχητος καὶ ἀπολεσθ, αὐτὸς ἀφανίζει τὴν σωτηρίαν τοῦ Ἀρχιερέως καὶ Ἱερέως· «οὐκ ἄλλως λέγω, ἀλλ’ ὡς ἔχω καὶ διάκειμαι, οὐκ οἶμαι εἶναι πολλοὺς ἐν τοῖς ἱερεῦσι τοὺς σωζομένους, ἀλλὰ πολλῷ πλείους τοὺς ἀπολλυμένους· τὸ δὲ αἴτιον, ὅτι μεγάλης τὸ πράγμα δεῖται ψυχῆς καὶ πολλὰς ἀνάγκας ἔχει τὰς ἐξαγούσας τοῦ οἰκείου ἔθους καὶ μυρίων αὐτῷ πανταχόθεν ὀφθαλμῶν καὶ τῶν τοῖς ἄλλοις ἁμαρτανομένων, αὐτὸς ἔχει τὰς αἰτίας· οὐ λέγω τῶν ἄλλων οὐδέν· ἂν εἷς μόνον ἀπέλθῃ ἀμύητος, οὐχὶ πᾶσαν αὐτοῦ κατέστρεψε τὴν σωτηρίαν; Ψυχῆς γὰρ ἀπώλεια μίας, τοσαύτην ἔχει ζημίαν, ὅσην οὐδεὶς παραστῆσαι δύναται λόγος» (Λόγος Γ΄ εἰς τὰς Πράξεις).
Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος: «“Σὺ δὲ λάλει ἃ πρέπει τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ” (Τίτ. 2,1). Ὅτι ὁ πιστευθεὶς τὸν λόγον τῆς τοῦ Κυρίου διδασκαλίας, ἐὰν σιωπήσῃ τι τῶν ἀναγκαίων εἰς τὴν πρὸς Θεὸν εὐαρέστησιν, ἔνοχός ἐστι τοῦ αἵματος τῶν κινδυνευόντων, ἤτοι ὑπὸ τῆς ἐργασίας τῶν ἀπηγορευμένων, ἢ καὶ ὑπὲρ τῆς ἐλλείψεως τῶν κατορθωθῆναι ὀφειλόντων». (Μ. Βασιλείου, Πίναξ τῶν Ἠθικῶν Κανόνων, Ὅρος Ο΄)]. 
    Καὶ λίγο παρακάτω γράφει ὁ ἴδιος:
«Τινῶν ἀνθρώπων αἱ ἁμαρτίαι πρόδηλοί εἰσι, προάγουσαι εἰς κρίσιν· τισὶ δὲ καὶ ἐπακολουθοῦσιν».
Ἐπειδὴ ἀνωτέρω διατάσσοντας ὁ θεῖος Ἀπόστολος περὶ χειροτονιῶν, εἶπε «μὴ κοινώνει ἀλλοτρίαις ἁμαρτίαις» ἀκόλουθον ἦτον νὰ ἀποκριθ ὁ Τιμόθεος καὶ νὰ εἰπ· τί λοιπὸν νὰ κάμω, ἂν δὲν ἠξεύρω τὰς ἁμαρτίας τῶν χειροτονουμένων; Τοῦτο δὲ διορθώνοντας ὁ Παῦλος λέγει· ὅτι μερικοὶ μὲν ἄνθρωποι ἁμαρτάνουσι φανερῶς πρόδηλα καὶ δημόσια ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα προάγουσιν αὐτοὺς εἰς τὴν τοῦ Θεοῦ κρίσιν, ἤτοι ἀπὸ ἐδῶ ἀκόμη κατακρίνουσιν αὐτοὺς καὶ προτοῦ νὰ ἀποθάνουν, διατὶ αὐτὰ προπορεύονται ἔμπροσθέν τους καὶ τοὺς καλοῦν εἰς τὴν κρίσιν τοῦ Θεοῦ· ταῦτα δὲ τὰ ἁμαρτήματα καὶ ἐσὺ ὦ Τιμόθεε, θέλεις τὰ γνωρίσεις ὡς φανερὰ ὄντα· ἄλλοι δὲ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουσιν ἄδηλα καὶ κρύφια ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα ἐσὺ ἐξετάζοντας, ἴσως θέλεις τὰ εὕρῃς καὶ νὰ τὰ γνωρίσης· τὸ γὰρ «ἐπακολουθοῦσιν» ἕνα τοιοῦτον νόημα φανερώνει. Εἶναι δυνατὸν λοιπὸν καὶ ἀπὸ τούτους τοὺς κρυφίους ἁμαρτάνοντας νὰ φυλάττεσαι καὶ νὰ μὴ τοὺς χειροτονς· ἢ καὶ ἄλλως νοεῖται τοῦτο· ὅτι αὐτοὶ οἱ κρυφίως ἁμαρτάνοντες, κὰν καὶ ἐδῶ σε λανθάσουν καὶ τοὺς χειροτονήσῃς, ἐσὺ μὲν εἶσαι ἀναίτιος βέβαια, αὐτοὶ δέ, δὲν θέλουν κρυφθοῦν ἐκεῖ ἐν τ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἐπειδὴ αἱ κρυφίαι αὐτῶν ἁμαρτίαι, δὲν διαλύονται μαζὶ μὲ τὴν παροῦσαν ζωήν, ἀλλὰ μένουσαι, ἀκολουθοῦσιν εἰς αὐτοὺς καὶ μετὰ θάνατον
[Ὑποσ. 133: Ὁ δὲ Οἰκουμένιος λέγει, ὅτι εἰς μὲν τὰς ἁμαρτίας τῶν φανερῶς ἁμαρτησάντων πρὸ τῆς χειροτονίας, θέλεις συγκοινωνήσεις, ὦ Τιμόθεε, διὰ τί ἠμέλησες καὶ δὲν τὰς ἔμαθες· εἰς δὲ τὰς ἁμαρτίας, ὁποῦ κάμουν μετὰ τὴν μετάνοιαν, ἐσὺ δὲν συγκοινωνεῖς, ἐπειδὴ καὶ δὲν δύνασαι νὰ τοὺς ἠξεύρῃς. Ὁ αὐτὸς δὲ Οἰκουμένιος λέγει ὅτι ἀνέγνωσαν εἰς ἕνα Ἅγιον καὶ τοιαύτην ἑρμηνείαν τοῦ ρητοῦ τούτου· οἱ ἄνθρωποι, λέγει, τῶν ὁποίων αἱ ἁμαρτίαι προάγουσιν εἰς κρίσιν, αὐτοὶ εἶναι φανεροὶ εἰς ὅλους, λοιπὸν ἂς εἶναι καὶ εἰς ἐσὲ φανεροί· εἰς δὲ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ ἀκολουθοῦν αἱ ἁμαρτίαι, ἀπὸ τούτους θέλεις φυλαχθς, προβλέποντας αὐτοὺς μὲ τὸν διορατικὸν τοῦ νοός σου ὀφθαλμόν· καὶ ὅ,τι ἂν ἤθελες κάμῃς ἔξω ἀπὸ τοῦτο, θέλεις συγκοινωνήσει εἰς τὰς ἁμαρτίας. Ὁ δὲ Θεοδώρητος οὕτως ἑρμηνεύει «οὐ πάντες φησι προφανῶς ἁμαρτάνουσιν· εἰσὶ γὰρ οἳ καὶ κρύβδην παρανομοῦσιν· ἀλλ’ ὅμως τὸ σήμερον λανθάνον, τῷ χρόνῳ φωρᾶται· ἀνάμενε τοίνυν τὴν ἀπὸ τῆς πείρας διδασκαλίαν»].
Ὁ δὲ μέγας Βασίλειος ἔτσι ἐνόησε τὸ ρητὸν τοῦτο, ὡς αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸν χωριστὸν κεφάλαιον καὶ ὡς μὴ συναπτόμενον μὲ τὸν λόγον τῶν ἀνωτέρω χειροτονιῶν· δηλαδή, ὅτι πορνεύει μὲν τυχὸν ἕνας, ἢ κλέπτει· τοῦτον λοιπὸν ἡ ἁμαρτία τῆς πορνείας του ἢ κλεψιᾶς του, προάγει καὶ προκαλεῖ εἰς τὴν κρίσιν τοῦ Θεοῦ, τραβίζουσα αὐτὸν μόνον· ἕνας δὲ ἄλλος, διδάσκει ἀκόμη καὶ τοὺς ἄνθρωπους νὰ πορνεύουν καὶ νὰ κλέπτουν καὶ ἄλλας κακίας νὰ κάμνουν καὶ κατασταίνει ὁ ἄθλιος σχολεῖον κακίας, διὰ βλάβην ψυχικὴν τῶν διδασκομένων· τούτου λοιπὸν ἡ ἁμαρτία ἐπακολουθεῖ εἰς αὐτόν· ἐπειδὴ αὐτὴ δὲν συνδιαλύεται μαζὶ μὲ αὐτόν, διατὶ μένουν ὕστερα ἀπὸ αὐτόν ἐκεῖνοι, ὁποῦ διεδέχθησαν τὴν ψυχοβλαβῆ του διδασκαλίαν· καθὼς ἐστάθησαν τοιοῦτοι οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοὶ καὶ καθὼς τοιοῦτοι ἐχρημάτισαν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἀρχηγοὶ τῶν αἱρέσεων, ὁποῦ συνέγραψαν ἔξω ἀπὸ τὰ ὀρθὰ τῆς Ἐκκλησίας δόγματα, ὁ Σαβέλλιος δηλαδή, ὁ Ἄρειος, ὁ Μακεδόνιος, ὁ Νεστόριος καὶ οἱ λοιποί, διότι οὗτοι θέλουν κατακριθοῦν, ὄχι μόνον διατὶ αὐτοὶ ἐπλανήθησαν καὶ φρονήματα αἱρετικὰ ἀπόκτησαν, ἀλλὰ καὶ διατὶ εἰς τοὺς ἀκολούθους αὐτῶν ἔγιναν αἴτιοι τῆς πλάνης καὶ τῆς αἱρέσεως.
 (Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ΄ Ἐπιστολὰς τοῦ Ἀποστ. Παύλου, τόμ. Γ΄, σελ. 253-257).

    Φρίττει κανείς μελετώντας ὅσα οἱ Ἅγιοι (κι ἐδῶ ὁ ἅγιος Νικόδημος) μᾶς διδάσκουν γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ ἀπορεῖ γιὰ τὴν σπουδὴ καὶ μανία τῶν συγχρόνων ἀρχιμανδριτῶν νὰ γίνουν Ἐπίσκοποι.
     Ἀλλά,
    ἂν τόσο φοβερὸ εἶναι νὰ χειροτονήσει κάποιος Ἐπίσκοπος ἀνάξιο ἱερέα, διότι κοινωνεῖ καὶ "μετέχει" στὰ σφάλματα τοῦ ὑπ' αὐτοῦ χειροτονηθέντος· καὶ ἂν θὰ δώσει λόγο στὸν Κριτὴ Θεὸ ἀκόμα καὶ γιατὶ ἀδιαφόρησε, καὶ δὲν νουθέτησε καὶ δὲν δίδαξε τὴν Πίστη σὲ ἕνα πιστό,
     πόσο μεγαλύτερη εὐθύνη ἔχει, καὶ πόσο μεγαλύτερη ἁμαρτία διαπράττει, ὅταν ὁ ἴδιος ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως καὶ ἀφήνει τοὺς αἱρετικοὺς νὰ διαφθείρουν καὶ τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν καὶ νὰ ἀλλοιώνουν τὴν Πίστη; Ἀκόμα δὲ περισσότερο, ὅταν ὁ ἴδιος διδάσκει τὴν αἵρεση;

Αὐτὰ ὁ ἅγιος Νικόδημος.
  Ἂς δοῦμε τώρα καὶ τί γράφει ὁ Μ. Βασίλειος.
Ὅπως φάνηκε καὶ σὲ παλαιότερες ἀναρτήσεις, ἡ Ἁγία Γραφή (μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους Πατέρες) εἶναι ξεκάθαρη στὸ θέμα τῆς κοινωνίας (ἐπικοινωνίας) καὶ τὸ βλέπει ἀπὸ πολλὲς πλευρές. Ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ἀναλυτικὸς στὸ θέμα αὐτό, ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύοντας τὴ φράση τοῦ ἀποστ. Παύλου "μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις" παρουσιάζει μιὰ ἀκόμα πλευρὰ τοῦ θέματος.
Ὁ Μ. Βασίλειος, λοιπόν, θεωρεῖ ὅτι συνεργάζεται καὶ «κοινωνεῖ» κανεὶς μὲ κάποιον, κατὰ τρεῖς τρόπους.
Πρῶτον, ὅταν συμμετέχει στὸ ἴδιο ἔργο: «Κατὰ τὸ ἔργον, ὅταν ἀλλήλοις ἐπὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ συλλαμβάνωνται πρὸς τὴν ἐνέργειαν».
Δεύτερον, ὅταν κάποιος δὲν συμμετέχει μέν, ἀλλὰ ἀποδέχεται τὴν γνώμη ἐκείνου ποὺ ἐνεργεῖ κάποιο ἔργο, καὶ τότε κοινωνεῖ: «Κατὰ δὲ γνώμην, ὅταν συγκατάθηταί τις τῇ διαθέσει τοῦ ποιοῦντος, καὶ συναρεσθῇ».
Τρίτον·  ὑπάρχει, λέγει, κι ἕνας ἀκόμα τρόπος κοινωνίας, ποὺ πολλοὶ δὲν τὸν ἀντιλαμβάνονται, ἀλλὰ μᾶς τὸ ὑποδεικνύει ἡ Ἁγία Γραφή. Λογίζεται, δηλαδή, ὅτι κοινωνεῖ κανεὶς μὲ τὸ κακὸ καὶ τὴν αἵρεση, ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση πού, ναὶ μὲν δὲν συνεργάζεται, ναὶ μὲν δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸν κακὸ ποὺ διαπράττεται καὶ τὴν αἵρεση ποὺ διδάσκεται ἀπὸ τὸν αἱρετικό, ἀλλ’ ὅμως, ἐνῶ γνωρίζει τὸ κακὸ ποὺ γίνεται, ἐφησυχάζει, καὶ δὲν ἐλέγχει: «Ἑτέρα δὲ κοινωνία τοὺς πολλοὺς λανθάνουσα ἐμφαίνεται τῇ ἀκριβολογίᾳ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς· ὅταν μήτε συνεργασάμενος, μήτε συγκαταθέμενος τῇ διαθέσει, γνοὺς δὲ τὴν κακίαν τῆς γνώμης ἀφ' ἧς ποιεῖ, ἐφησυχάσῃ, καὶ μὴ ἐλέγξῃ».
   Ἀλλὰ στὸ τέλος διακρίνει καὶ μιὰ ἄλλη περίπτωση «μὴ κοινωνίας» ὅμως ἐδῶ. Αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ συμβαίνει, ὅταν κάποιος συνεργάζεται μὲν μὲ κάποιον ποὺ φαίνεται ὅτι κάνει κάτι καλό, χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅμως ὅτι αὐτός, ὁ φαινομενικὰ καλός, δὲν ἔχει καλὴ διάθεση καὶ καλὸ σκοπό. «Ὁ δὲ συνεργαζόμενος μέν τινι τὸ ἀγαθὸν ἀγαθῇ γνώμῃ, ἀγνοῶν δὲ αὐτοῦ τὴν κακίαν τῆς τε διαθέσεως καὶ τοῦ σκοποῦ, οὐκ ἐν τῷ συνεργάζεσθαι ἔγκλημα ἕξει κοινωνίας, ἀλλ' ἐν τῷ κεχωρίσθαι τῆς τοῦ ἀλλοτρίου διαθέσεως, φυλάσσειν δὲ ἑαυτὸν ἐν τῷ κανόνι τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης» (Μ. Βασιλείου, Περὶ βαπτίσματος, Λόγος δεύτερος, ἐρώτησις Θ΄. Εἰ χρὴ συγκοινωνεῖν τοῖς παρανομοῦσιν, ἦ τοῖς ἀκάρποις ἔργοις τοῦ σκότους, κἂν μὴ ὦσι τῶν ἐμοὶ πιστευθέντων οἱ τοιοῦτοι).
                                                              Π.Σ.