Η ΑΞΙΑ ΚΑΙ Η ΑΠΑΞΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΘΡΟΝΟ
[Ἄμετρα-Μέτρα καί σκλάβοι]
Μέ ἀφορμή τήν ἔκθυμο καί φανατική ὑποστήριξι τῶν Κρατικῶν
σκοτεινῶν Ἀντιεκκλησιαστικῶν “Ἀμέτρων Μέτρων” γιά τήν «Πανδημία», ἀπό πολλούς ρασοφόρους,
δεχόμεθα πλῆθος ἀγωνιωδῶν ἐρωτημάτων ἀπό τούς πιστούς ἀδελφούς.
-Γιατί οἱ Ἐπίσκοποι, νά εἶναι τόσο ὑποταγμένοι στήν Κυβέρνησι;
-Γιατί οἱ ἴδιοι ἑκουσίως νά ὁμιλοῦν καί νά
ἀποφασίζουν ὡς Ἐπρόσωποι τῆς Ξενόδουλης Ἐξουσίας;
Ἀντί ἄλλης ἀπαντήσεως, ἀνασύρουμε και Ἐπικαιροποιοῦμε ἕνα παλαιό κείμενο.
Καί ὁ καθένας δικαιοῦται νά κάνη τούς λογικούς συλλογισμούς του. Νά τούς προσαρμώση μέ πρόσωπα καί
καταστάστεις, καί στή συνέχεια νά ἐξάγη τά δικά του ἀντίστοιχα καί ἀναλογικά Συμπεράσματα.
[Εὐτελισμοί γιά τό δεσποτηλίκι]
«Ἄν ἤξερες πόσο φτηνόν καί περιφρονημένον πρᾶγμα εἶναι τό φαινόμενο πού λέγεται Ἀρχιμανδρίτης. Πιό πολύ κι ἀπ' τόν ἁπλό παπά, γιατί ὀρέγεται τό
δεσποτηλίκι. Μαρτύριο... καί νἄχεις τό διάβολο μέσα
σου, νά θές νά γίνῃς Δεσπότης.
Μή μοῦ πεῖς ὅτι "καλοῦ ἔργου ἐπιθυμεῖ". Δέν ξέρω γιά ἄλλες ἐποχές, ἀλλά σήμερα εἶναι
φρίκη. Τί ἐξευτελισμούς περνᾶς, πόσα φαρμάκια καταπίνεις, πόσες φορές σοῦ ζητοῦν κι ἀναγκάζεσαι
νά πουλήσεις τήν ψυχή σου καί τό κορμί σου,
θά τρόμαζες.
Πνίγεσαι ἀπό τή ζήλεια τῶν
ἄλλων, σέ κυνηγοῦν τά Δεσποτάρια κι οἱ ἀνιψιές τῶν Δεσποτάδων, τό σκυλολόϊ ἀπό τό συγγενολόϊ κι ἐσύ βουβός βουλιάζεις στό μίσος σου καί τσαλαβουτᾶς στίς πλεκτάνες καί τίς βρωμιές, μαχαιρώνεσαι ἀπό λόγια καί ξεσκίζεις τά ὄνειρα καί
τά ἰδανικά σου, ὥσπου σιγά-σιγά νά μεταλλάξεις σέ πονηρό ζούμπερο, μέ γλυκά χείλια καί τροχισμένα δόντια, νά χωνεύεις
ὅτι κι ἄν ἀκούσεις βρώμικο, χωρίς νά σβήσῃς τό ἀγγελικό χαμόγελο ἀπ' τό στόμα.
[Ὡς δεσπότης ἔγινε σοφός]
Καί ξαφνικά ἀπ' τή μιά στιγμή στήν ἄλλη γίνεσαι Δεσπότης. Σάν νά σ' ἄγγιξε μαγικό ραβδί, μεταμορφώνεσαι. Γίνεσαι ὄμορφος, μιλᾶς θεσπέσια, βαδίζεις παραδείσια. Τό κοντό μπόϊ σου μέτρο, τ' ἀλλοίθωρα μάτια σου διαμάντια κι ὁ σκεμπές τῆς κοιλιᾶς σου
τέλειο μαξιλαράκι, γιά ν' ἀναπαύεται τό ἐγκόλπιο.
Μιλᾶς σοφία. Δέν μιλᾶς, σοφία. Δέν καταδέχεσαι τόν "ὄχλο", χρηστότης. Ἀγκαλιάζεις τούς μπουμποῦνες καί
τούς σκάρτους, θειότης. Καλοτρῶς γιά τήν κοιλιά σου, ἀρχοντοσύνη. Κακοτρῶς γιά νά
θησαυρίζεις, ἀκτημοσύνη. Ἄχου Παπᾶ-Χαραλάμπη, αὐτός πού ἦταν ἀπό κλώτσου καί ἀπό μπάτσου, διωγμένος ἀπό Μητρόπολη σέ Μητρόπολη
ἐπειδή ἄλλαξαν ἤ πέθαιναν Ἀρχιεπίσκοποι, ξαφνικά τἄχει ὅλα.
[Ὅλα τά δῶρα στό δεσπότη]
Ἀπό τή μιά μέρα στήν ἄλλη, ἀπό τή μιά στιγμή στήν
ἄλλη. Ἕνα Μέγαρο, δύο. Αὐτοκίνητα δύο, τρία. Χιλιάδες πολλές ἀπό
μισθό καί τυχερά. Ὅλα τά Μοναστήρια μέ τήν περιουσία τους, δικά του. Σ' ὅλες τίς
ἐνορίες οἱ παπάδες ἕτοιμοι νά στρώσουν τραπέζι καί κρεββάτι.
Τόν Σεπτέμβρη φροῦτα, τά
Χριστούγεννα τυριά, τό Πάσχα ἀρνιά, τόν Αὔγουστο κρασιά. Αὐτός πού πρίν μέ
δυσκολία σταύρωνε μερικές "καλημέρες" τώρα... τόν Δεσπότη ἀπό δῶ, τόν προσκυνοῦμε
ἀπό κεῖ. Χειροφιλήματα οἱ γριοῦλες, ξελιγώματα οἱ καλοκυράδες, δεῦτε
προσκυνοῦμεν οἱ παπάδες. Τηλέφωνο ὁ Δήμαρχος, ἐπίσκεψη ὁ Νομάρχης, τραπέζι ὁ προύχοντας, σέ
σουαρέ ὁ ἐφοπλιστής.
[Χωρίς δεσπότη ὅλα ἄνοστα]
Αὐτόν πού κανείς δέν ὑπολόγιζε καί κανείς δέν
καταδεχόταν νά ρωτήσει τή γνώμη του, τώρα... κόκκορας γεννᾶ, τόν Δεσπότη συμβουλευτῆτε. Σεισμός γίνεται, στόν Δεσπότη κρεμαστεῖτε. Ἀνομβρία ἔπεσε, νά εὐλογήσει. Πόλεμος γίνεται, τόν Δεσπότη καί Ἀρχιερέα
μπρός. Παρέλαση θέμε καί Δοξολογία,
στολίστε τό Παγώνι, πιᾶστε τά ἑξαπτέρυγα καί πᾶμε.
Κάθε ἐκδήλωση χωρίς τήν παρουσία του κατάντησε νά
θεωρεῖται ἄνοστη. Βλέπεις ὁ καθένας, δέν εἶναι εὔκολο νά μασκαρεύεται ὅλη τήν ὥρα, ἐνῶ ὁ Δεσπότης τὄμαθε τό μάθημα. Πῆρε
τόν ἀέρα τοῦ κουδουνάτου καί συγκρατημό δέν ἔχει πιά. Κλέβουν καί
δέρνουν εὔνομα οἱ Διχτάτορες, τόν Δεσπότη φωνάχτε νά μᾶς σκεπάσει. Διαφθείρουν τήν ἀλήθεια καί πορνεύουν τό δίκαιο οἱ
ἐκμεταλευτές, καλέστε τό Δεσπότη κι αὐτός μ' ἕνα ἀνάθεμα βλακείας, θά σφραγίσει
σάν νἄναι ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ, κάθε ἀντίδραση.
[Ἡ δόξα τρελαίνει]
Ὅλα ταῦτα ἀπό τή μιά στιγμή στήν ἄλλη. Πάει τρελλάθηκε ὁ φτωχός. Μήν καργάρεις Παπᾶ-Χαραλάμπη, μή μοῦ κορδώνεσαι
γιατί κι ἐσύ στή θέση του τό ἴδιο θά πάθαινες. Ἐδῶ μιά κληρονομιά μεγάλη
σοὔρχεται ξαφνικά καί τά χάνεις. ῎Οχι νά σοῦ τύχει αὐτός ὁ πακτωλός, αὐτή ἡ ἄφρονη δόξα.
Καθίζει ὁ διάβολος στό
σβέρκο σου κι ἄντε νά τόν ξεκάτσεις. Δέν φταίει ὁ φτωχός. Εἶναι τό ξεκοιλισμένο θύμα τῆς κακιᾶς ὥρας. Νά διευθύνει ἀνθρώπους, ποτέ
δέν τὄμαθε καί τώρα πρέπει νά ὁρίζει τά ὄνειρα καί τή μοῖρα τους.
......
[Δεσπότης ὑποτακτικός στίς Ἐξουσίες]
Ἔβγαλε κουτσά στραβά τή
Θεολογική Σχολή, ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ νομοθέτης. Πώς δέν ἀρωτοῦν καλλίτερα τόν γάιδαρο τοῦ Καραγκιόζη. Ἀστειεύεσαι,
αὐτός καμμιά φορά κλωτσᾶ ἄγαρμπα, ἐνῶ ὁ Δεσπότης ποτέ δέν θά ἀντιμιλήσει στόν ἰσχυρό δικό του Παράγοντα. Τόν ἀνέστησε ἀπό
τήν κοπριά τῆς ἀρχιμαντρωσύνης καί τώρα τόν βάζει σέ Ἐπιτροπές καί Συμβούλια γιά
νἄχει τήν ψῆφο του.
Ἐκεῖ πιά πού ἡ κωμωδία γίνεται ρεζιλίκι εἶναι ὅταν
σέρνει τά μεταξωτά του ράσα στά μεγάλα σαλόνια. Δέν
ξέρει πώς νά σταθεῖ, πού νά σταθεῖ καί πόσο νά ὑποταχθεῖ.
Ἄν εἶναι "πίσω τοῦ κόσμου" τά θαλασσώνει. Ἄν κάνει τό μάγκα, φέρνει
ἀναγοῦλες. Ἄν εἶναι "μή ἅπτου", τότε ὅλες οἱ ξαφρισμένες ὑπάρξεις καί ὅλες
καί ὅλες οἱ ξεπουπουλισμένες φραγκόκοτες πέφτουν ἀπάνω του μέ τά γλαρά τους μάτια, ὅλο
λιγώματα μπογιά καί ἐμετικές μυρωδιές. Καί αὐτός πιά νά ρητορεύει μέ γλυκούς λαρυγγισμούς περί εὐμεταδοτικομαλαγνείας».
(Γ. Διλμπόη, Η
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ).