Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

Άγιος Αχίλλειος Λαρίσης ο Θαυματουργός

agiosaxillios-03Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου στην Romfea.gr
Θεολόγου - Καθηγητού

Ξεχωριστή χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας είναι όσοι έλαβαν μέρος στις Μεγάλες Οικουμενικές Συνόδους, στις οποίες, με την καθοδήγηση και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, καθόρισαν τα όρια της σωστικής ορθοδόξους πίστεώς μας.
Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Αχίλλειος, επίσκοπος Λαρίσης, ο οποίος είχε τη δική του συμβολή στις εργασίες της Αγίας Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Καταγόταν από την Καππαδοκία και γεννήθηκε περί το 270 μ. Χ. Δεν γνωρίζουμε πολλά για την καταγωγή του και την παιδική του ηλικία.
Φαίνεται πως ήταν γόνος εύπορων και ευσεβών γονέων, οι οποίοι φρόντισαν να τον σπουδάσουν στα ονομαστά σχολεία της περιοχής.
Περισσότερο όμως φρόντισαν να τον μορφώσουν πνευματικά. Να του ενσταλάξουν στην παιδική του ψυχή την ακράδαντη πίστη στον αληθινό Τριαδικό Θεό, στον Σωτήρα Χριστό και τα σωτήρια διδάγματα του Ευαγγελίου.
Να γίνει συνειδητό μέλος της αγίας μας Εκκλησίας. Και πράγματι ο Αχίλλειος έγινε μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, που τον έκανε να διαφέρει από τα παιδιά των εθνικών, τα οποία ρίχνονταν νωρίς στην ακολασία και την ειδωλολατρική δεισιδαιμονία.

Μετά το θάνατο των γονέων του ο Αχίλλειος, μοίρασε τη μεγάλη πατρική του περιουσία στους ενδεείς της περιοχής και αναχώρησε για τους Αγίους Τόπους, για να ζήσει εκεί που έζησε ο Λυτρωτής μας Χριστός, κοντά στον Πανάγιο Τάφο, που ακόμη τότε βρισκόταν κάτω από τον βέβηλο ναό της πορνικής «θεάς» Αφροδίτης.
Μετά από καιρό επισκέφτηκε ασκητήρια, προκειμένου να ωφεληθεί από τους αγίους γέροντες ασκητές. Μαζί τους ασκήθηκε στη νηστεία, την προσευχή και την αγρυπνία, καλλιεργώντας τις θείες αρετές.
Μετά από καιρό μετέβηκε στην Ρώμη, πρωτεύουσα ακόμη του απέραντου Ρωμαϊκού Κράτους, όπου είχε συναντήσεις με τους Χριστιανούς της μεγάλης πόλεως και οι οποίοι δοκίμασαν τους χειρότερους διωγμούς, επειδή βρισκόταν κοντά στη αντίχριστη εξουσία, η οποία δίωκε την Εκκλησία του Χριστού. Κατόπιν ήρθε στην Ελλάδα και κατέληξε στη Θεσσαλία, την οποία διάλεξε ως τόπο της ιεραποστολής του.
Με το ένθερμο κήρυγμά του, με το παράδειγμά του και με τα θαύματα, που αξιώθηκε από το Θεό να κάνει, έκαμε πολλούς ειδωλολάτρες να ασπασθούν τη νέα πίστη.
Περί το 320 χήρεψε ο επισκοπικός θρόνος της Λαρίσης. Οι Χριστιανοί της περιοχής πρότειναν στον άγιο Αχίλλειο να αναλάβει ποιμενάρχης τους.
Παρά τους δισταγμούς του, δέχτηκε το μεγάλο φορτίο. Άρχισε αμέσως ένα σπουδαίο ποιμαντικό έργο, εν μέσω ανυπέρβλητων δυσκολιών, διότι, αν και οι φοβεροί διωγμοί εναντίον των Χριστιανών είχαν τυπικά σταματήσει, με το περίφημο Διάταγμα των Μεδιολάνων (313), περί ανεξιθρησκίας, του Μ. Κωνσταντίνου, εν τούτοις η ειδωλολατρία ανθίστατο στην ελληνική ενδοχώρα. Τα σκοταδιστικά ειδωλολατρικά ιερατεία προκαλούσαν σοβαρά προβλήματα ακόμη στους Χριστιανούς.
Αλλά ο άγιος Επίσκοπος έδειχνε, όχι απλά ανοχή και ανεξικακία στους φανατικούς διώκτες τους, αλλά τους ευεργετούσε, όπως ευεργετούσε τους πιστούς. Αυτό είχε ως συνέπεια πολύ σύντομα να μεταστραφούν στην Εκκλησία πλήθη ειδωλολατρών.
Την εποχή όμως αυτή η Εκκλησία δοκιμάζονταν και σπαράσσονταν από την φοβερή αίρεση του αρειανισμού. Ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, για να επιλυθεί συνοδικά το μεγάλο αυτό θεολογικό πρόβλημα, το οποίο απειλούσε αυτή την ίδια την ύπαρξη της Εκκλησίας.
Κλήθηκαν 318 Επίσκοποι από τα πέρατα της οικουμένης, να λάβουν μέρος στη Μεγάλη Σύνοδο. Μεταξύ αυτών ήταν και ο άγιος Αχίλλειος. Η φήμη του, ως αγίου Επισκόπου, είχε φτάσει ως τη Βασιλεύουσα.
Γι’ αυτό όταν έφτασε τον υποδέχτηκαν με τιμές ο αυτοκράτορας και οι άλλοι Επίσκοποι. Έλαβε μέρος στις συζητήσεις και με την ευρυμάθειά του και την άρτια θεολογική του κατάρτιση κατατρόπωσε τους αιρετικούς αρειανούς.
Ο Θεός τον αξίωσε μάλιστα να επιτελέσει στη Σύνοδο και θαύμα, για να δείξει ότι η πίστη των Ορθοδόξων είναι η αληθινή και ευάρεστη στο Θεό. Με τις ευχές του ανάβλυσε λάδι από μια πέτρα. Σε σπάνιο χειρόγραφο που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων αναφέρεται πως «Τον Θεόν επικαλεσάμενος και έλαιον δι’ ευχής βλύσαι ποιεί».
Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου και τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ζήτησε την ευλογία του αγίου Αχιλλείου και τον ξεπροβόδησε με πλούσια δώρα, να τα χρησιμοποιήσει για έργα φιλανθρωπίας και ανεγέρσεις ναών στην επισκοπή του.
Μετά από 35 χρόνια ποιμαντορίας, το έτος 355 ο άγιος Επίσκοπος κοιμήθηκε ειρηνικά. Λίγο πριν την κοίμησή του ο Θεός τον αξίωσε να προαισθανθεί την αναχώρησή του από τον κόσμο αυτό. Κάλεσε τον κλήρο και το λαό, δίνοντάς τους τις τελευταίες συμβουλές του και προαναγγέλλοντας την κοίμησή του.
Οι πιστοί θρήνησαν τον άγιο Ιεράρχη τους και τον κήδεψαν με μεγάλες τιμές και τοποθέτησαν το σεπτό του σκήνωμα σε λάρνακα που ο ίδιος είχε κατασκευάσει.
Το τίμιο λείψανό του πραγματοποιούσε πολλά θαύματα. Το 985 ο τσάρος των Βουλγάρων Σαμουήλ το άρπαξε και το μετέφερε στα ανάκτορά του στις Πέσπες, όπου είχε χτίσει μεγαλόπρεπη βασιλική, της οποίας σώζοντα ως τα σήμερα ερείπια. Οι κάτοικοι της Λάρισας συνέχιζαν να τιμούν τον άγιο και μετά την αρπαγή των λειψάνων του.
Του έκτισαν μεγαλοπρεπή ναό και τον έκαμαν προστάτη και πολιούχο της πόλεώς τους. Επιτελούνταν δε εκεί πολλά θαύματα.
Σε αυτόν τον ναό συνάζονταν οι επίσκοποι της Θεσσαλίας για να εκλέξουν τους επισκόπους των χηρευουσών θρόνων. Στα 1204, οι αιρετικοί Φράγκοι κατέστρεψαν τη Λάρισα και μετέβαλαν το ναό σε ορμητήριο ληστών.
Ενώ στις 12 Ιουνίου 1769 οι φανατισμένοι τούρκοι τον πυρπόλησαν. Το 1965 έγινε ανασκαφή και βρέθηκε ο τάφος του αγίου και κτίστηκε ο σημερινός ναός.
Τέλος στις 14 Μαΐου 1981 επέστρεψαν τα λείψανά του στη Λάρισα, όπου φυλάσσονται στον ομώνυμο ναό του και θαυματουργούν. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαΐου.
===============================================

ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 15 ΜΑΪΟΥ 2020

Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ὁ Μέγας


Ὁ Παχώμιος, λεπτύνων σαρκὸς πάχος,
Ψυχῇ συνῆγε πρὶν μεταστῆναι στέαρ
Πέμπτῃ καὶ δεκάτῃ Παχώμιον ἔνθεν ἄειραν.

Ὁ Ὅσιος Παχώμιος γεννήθηκε τὸ 292 μ.Χ. στὴν Κάτω Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.). Στὸ στρατό, στὸν ὁποῖο κατετάγη, γνωρίσθηκε μὲ Χριστιανοὺς στρατιῶτες καὶ διδάχθηκε ἀπὸ αὐτοὺς τὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Ὅταν δὲ ἀπολύθηκε ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἀφοῦ μετέβη στὴν Ἄνω Θηβαΐδα, βαπτίσθηκε καὶ ἐκάρη μοναχός.
Ἐπιθυμώντας μεγαλύτερη ἡσυχία, γιὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄσκηση, κατέφυγε στὴν ἔρημο καὶ ἐτέθη ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ περίφημου ἡσυχαστοῦ Παλάμονος († 12 Αὐγούστου), τοῦ ὁποίου ἔγινε τέλειος μιμητής.

Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, περὶ τὸ 320 μ.Χ., κατέφυγε σὲ ἔρημο νησίδα τοῦ Νείλου, στὴ νῆσο Ταβέννη τῆς Ἄνω Θηβαΐδος, ὅπου βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὸν ἀσπασθέντα τὸ μοναχικὸ σχῆμα ἀδελφό του Ἰωάννη, ἵδρυσε μικρὴ μονή.

Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς συνέσεώς του, εἵλκυσε πολλοὺς μοναχούς, ἐξαιτίας δὲ τούτου ὁλοένα καὶ μεγάλωνε τὴ μονή του, ὥστε σὲ διάστημα ὀλίγων ἐτῶν αὐτὴ νὰ ἀριθμεῖ περισσότερους ἀπὸ 14.000 μοναχούς. Ἔτσι ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους οἰκιστὲς καὶ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου.

Ὁ Ὅσιος Παχώμιος θεωρεῖται θεμελιωτὴς τῆς κοινοβιακῆς ὀργανώσεως τῶν ἀσκητῶν. Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ Λαυσαϊκὴ Ἱστορία, βιβλίο ποὺ ἔγραψε ὁ Παλλάδιος περὶ τὸ 420 μ.Χ., οἱ μοναχοὶ τοῦ Παχωμίου, ποὺ ὀνομάζονταν Ταβεννησιῶτες, ζοῦσαν ἀνὰ τρεῖς σὲ μικρὰ οἰκήματα. Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἐπέβαλε στοὺς μοναχοὺς κοινὴ προσευχὴ κάθε πρωὶ καὶ βράδυ (συνολικὰ βέβαια οἱ μοναχοὶ προσεύχονταν, σύμφωνα μὲ τὸν Κανόνα, δώδεκα φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ δώδεκα τὴ νύχτα), κοινὴ ἐργασία, κοινὰ ἔσοδα, κοινὲς δαπάνες, κοινὰ γεύματα καὶ ὁμοιόμορφη ἐνδυμασία. Τὰ γεύματά τους ἀποτελοῦνταν ἀπὸ φυτικὲς τροφὲς καὶ τυρί. 

Κατ’ αὐτὰ οἱ μοναχοὶ δὲν μιλοῦσαν μεταξύ τους καί, γι’ αὐτό, συνεννοοῦνταν μὲ νεύματα. Κάλυπταν δὲ τὰ πρόσωπά τους κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ βλέπουν μόνο τὴν τράπεζα. Ἡ ὁμοιόμορφη στολή τους ἀποτελεῖτο ἀπὸ τὰ ἑξῆς ἐνδύματα: λινὸ χιτώνα («λεβιτωνάριο»), ποὺ ἔφθανε λίγο κάτω ἀπὸ τὰ γόνατα καὶ ζωνόταν μὲ ζώνη, λευκὸ μαλλοφόρο ἔνδυμα αἰγὸς ἢ προβάτου («μηλωτή»), ἐπίσης ζωσμένο, ποὺ ἔφθανε ὡς τὰ γόνατα καὶ εἶχε τὴ μαλλοφόρο ὄψη πρὸς τὰ ἔξω, κωνοειδὲς κουκούλιο, ποὺ στὸ πίσω μέρος ἔφθανε ὡς τοὺς ὤμους, καὶ μικρὸ λινὸ ὠμοφόριο («μαφόριον» ἢ «μαφόριον»), ποὺ κάλυπτε συνήθως τὸν αὐχένα καὶ τοὺς ὤμους. Ὑποδήματα σπανίως χρησιμοποιοῦσαν.

Οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοὶ κοιμοῦνταν καθήμενοι καὶ κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κάθε Σάββατο καὶ Κυριακή. Διαιροῦνταν σὲ εἴκοσι τέσσερα τάγματα, καθένα ἀπὸ τὰ ὁποία χαρακτηρίζονταν μὲ ἕνα γράμμα τῆς ἀλφαβήτου, ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση καὶ τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς ἐκείνων ποὺ τὸ ἀποτελοῦσαν.

Πνεῦμα ὀργανωτικὸ καὶ ἀπαράμιλλος στὴν καθοδήγηση καὶ διακυβέρνηση προσώπων καὶ πραγμάτων, κατόρθωσε νὰ διατηρήσει μεταξὺ τοῦ πλήθους τῆς περὶ αὐτὸν ἀδελφότητας πειθαρχία καὶ ἀγάπη, φροντίζοντας ὡς φιλόστοργος πατέρας γιὰ τὶς πνευματικὲς καὶ ὑλικές τους ἀνάγκες, διὰ δὲ τῶν σοφῶν συμβουλῶν του καὶ τοῦ παραδείγματός του νὰ τοὺς ἐνθερρύνει στὸν ἀγῶνα πρὸς τὴν ἁγιότητα. Λόγω τῆς θεοσεβείας καὶ τῆς θεοφιλοῦς δράσεώς του ὁ Ὅσιος Παχώμιος προικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς χάριτος τῆς θαυματουργίας καὶ ἐπιτέλεσε πλεῖστα ὅσα θαύματα.
Τὸ 348 μ.Χ. περιποιούμενος ὁ ἴδιος τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἀσθένησαν ἀπὸ πανώλη, ἀρρώστησε καὶ ὁ ἴδιος καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε. Τὸν Ὅσιο Παχώμιο διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Ἡγιασμένος († 16 Μαΐου).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγελάρχης ἐδείχθης τοῦ Ἀρχιποίμενος, Μοναστῶν τᾶς ἀγέλας Πάτερ Παχώμιε, πρὸς τὴν μάνδραν ὁδηγῶν τὴν ἐπουράνιον, καὶ τὸ πρέπον ἀσκηταῖς, ἐκεῖθεν σχῆμα μυηθείς, καὶ τοῦτο πάλιν μυήσας· νῦν δὲ σὺν τούτοις ἀγάλλῃ, καὶ συγχορεύεις ἐν οὐρανίαις σκηναῖς.

Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὴν τῶν Ἀγγέλων ἐν σώματι πολιτείαν, ἐπιδειξάμενος Παχώμιε θεοφόρε, τούτων καὶ τῆς εὐκλείας ἠξίωσαι, τῷ τοῦ Δεσπότου θρόνῳ, σὺν αὐτοῖς παριστάμενος, καὶ πᾶσι πρεσβεύων θείαν ἄφεσιν.

Μεγαλυνάριον.
Πάχος ἀπορρίψας τὸ γεηρόν, πρὸς γνόφον εἰσέδυς, τῶν ἀΰλων θεωριῶν· ὅθεν ἐκομίσω, τὰς θεογράφους πλάκας, Παχώμιε παμμάκαρ, ζωῆς τῆς κρείττονος.