Τις προάλλες μιλήσαμε για τον Άγιο Ασώματο στα Σκαλιά (ή πιο σωστά: στα Σκαλία), ένα εκκλησάκι στο Μοναστηράκι, που κατεδαφίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, και αναφέραμε ότι είναι ένα από τα 72 παμπάλαια εκκλησάκια της Αθήνας, που κατέστρεψαν μετά την απελευθέρωσή τους από τον τουρκικό ζυγό, οι ίδιοι οι Έλληνες.
Τα τελευταία εκατό χρόνια της τουρκοκρατίας η Αθήνα είχε εκατόν εβδομήντα οικοδομικά τετράγωνα και εκατόν τριάντα έξι εκκλησίες. Κάποιες από αυτές ήταν ωραία αρχιτεκτονικά δημιουργήματα της βυζαντινής εποχής των Αθηνών, οι περισσότερες όμως ήταν απλά και φτωχικά εκκλησάκια, χτισμένα κατά τους χρόνους της δουλείας, ανάλογα με την ψυχική και υλική κατάσταση των κατοίκων εκείνων των χρόνων. Ο Κώστας Μπίρης, που παραδίδει αυτές τις πληροφορίες, προσθέτει με συγκίνηση ότι οι εκκλησίες αυτές ήταν καντηλάκια, στα οποία έκαιγε χαμηλωμένη και ταπεινή η φλόγα της πίστης.
Οι Τούρκοι, ως δυνάστες μας επί τετρακόσια χρόνια, έχουν κατηγορηθεί για βαρβαρότητα ως προς τον τρόπο που αντιμετώπισαν το ζήτημα της θρησκείας των υπόδουλων. Το γεγονός όμως είναι πως επί τουρκοκρατίας η Αθήνα είχε εκατόν τριάντα έξι εκκλησίες. Ας δούμε πώς φέρθηκαν στις εκκλησίες αυτές οι ίδιοι οι Έλληνες μετά την απελευθέρωσή τους.
Όταν ήρθαν στην Αθήνα οι δύο πρώτοι ρυμοτόμοι της πόλης, ο Σταμάτης Κλεάνθης και ο Εδουάρδος Σάουμπερτ, το 1831, βρήκαν τις εκκλησίες ερειπωμένες μέσα στην ερειπωμένη πόλη. Τις σημείωσαν και τις κατέγραψαν στο τοπογραφικό σχέδιο που σύνταξαν και φρόντισαν, μέσα στο πολεοδομικό τους σχέδιο και στο υπόμνημα που το συνόδευε, να σώσουν όσες περισσότερες μπορούσαν, με την ελπίδα ότι δεν θ’ αργούσε η ώρα της επισκευής τους.
Οφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε, ως δείγμα της παιδείας και αισθητικής τους ανωτερότητας, το γεγονός ότι παρά την αρχαιολατρία τους, που ήταν άλλωστε και το πνεύμα της εποχής, αντιλήφθηκαν αμέσως την αξία της παλαιότητας και την ανάγκη διατήρησης των ιστορικών μνημείων.
Τα πράγματα όμως δεν προχώρησαν προς αυτή την κατεύθυνση.
Τον επόμενο χρόνο ήρθε στην Ελλάδα ο Λεο φον Κλέντσε (Leo von Klenze), ο οποίος άλλαξε το πολεοδομικό σχέδιο των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, που πρόβλεπε μια όμορφη πόλη με φαρδιούς δρόμους, πλατείες και πάρκα. Ο Κλέντσε πίστευε ότι η πολεοδομία δεν μπορεί να στηρίζεται σε καλλιτεχνικές ιδέες. Στένεψε τους δρόμους, κατάργησε τους ελεύθερους χώρους και πρότεινε τη συνεχή δόμηση. Πόσο εύστοχος ήταν το αποδεικνύει το χάος που σύντομα άρχισε να επικρατεί στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα, όταν άρχισε ν’ αναπτύσσεται ραγδαία και να πυκνώνει ο πληθυσμός της. Χάος που τη συνοδεύει μέχρι σήμερα.
Ο Κλέντσε καταδίκασε σε κατεδάφιση πολλές από τις παλιές εκκλησίες, ανάμεσα τους και την Καπνικαρέα.
Στο μεταξύ η βαυαρική φρουρά και οι άλλες κρατικές αρχές έσπευσαν να μετακομίσουν από το Ναύπλιο στη Αθήνα. Η νέα πρωτεύουσα δεν είχε κτίρια για να τους στεγάσει. Επιτάχθηκαν οι εκκλησίες. Όσες ήταν σε καλή κατάσταση κάλυψαν τις κρατικές ανάγκες ως δημόσια καταστήματα, αλλά και ως καταλύματα του στρατού.
Έτσι η Αγία Ελεούσα έγινε κακουργιοδικείο, η Αγιά Σωτείρα στρατώνας του πεζικού, ο Άγιος Ασώματος στα Σκαλιά μουσείο, οι Άγιοι Ασώματοι φαρμακείο, ο Ταξιάρχης και ο Προφήτης Ηλίας νοσοκομεία, ο Άγιος Ελευθέριος αποθήκη αρχαιοτήτων και κατόπιν δημόσια βιβλιοθήκη.
Όσες εκκλησίες χρησιμοποιήθηκαν για κρατικές ανάγκες γλίτωσαν από τις λεηλασίες. Γιατί από τις άλλες εκκλησίες, οι διάφοροι αφαιρούσαν τ’ αγκωνάρια και χτίζανε τα σπίτια τους. Όπως μας πληροφορεί ο Κώστας Μπίρης, δεν γλίτωσε από την επίθεση ούτε η Καπνικαρέα. Ο Ιταλός κόντε Μποτσάρι ξεκόλλησε τ’ αγκωνάρια, αλλά εξεγέρθηκε η ελληνική κοινότητα και τον σταμάτησε. Και η μεν Καπνικαρέα σώθηκε, όμως διάφορα άλλα εκκλησάκια λεηλατήθηκαν εξοντωτικά και χάθηκαν χωρίς ν’ αφήσουν κανένα σημάδι της ύπαρξής τους.
Η ιστορία συνεχίζεται με ακόμα περισσότερες καταστροφές. Ξέσπασε διαμάχη μεταξύ Δήμου και Δημοσίου πάνω στην κυριότητα των εκκλησιών. Κέρδισε ο Δήμος, ο οποίος είχε δικαίωμα να κατεδαφίσει όσες ήταν κατεστραμμένες. Πουλώντας τα οικόπεδα, τα «εκκλησιόπεδα», θα αποζημίωνε με το τίμημά τους τις ρυμοτομούμενες ιδιοκτησίες. Από το 1842 μέχρι το 1860 βάλθηκε να πουλάει τις εκκλησίες, όχι μονάχα τις ερειπωμένες, αλλά και τις καλά διατηρημένες, για οικόπεδα. Με τον τρόπο αυτό έγιναν παρανάλωμα της παραφροσύνης του καιρού εβδομήντα δύο εκκλησίες. Κι αυτό είναι το μόνο εξακριβωμένο πράγμα που διασώθηκε. Το ξεπούλημα έγινε με τέτοια αδιαφορία, που δεν προηγήθηκε καμία μελέτη ή περιγραφή των εκκλησιών.
Ποιος ήταν ο λόγος αυτού του ξεπουλήματος;
Η βιασύνη για την κατασκευή του νέου και επιβλητικού μητροπολιτικού ναού. Νέες καταστροφές! Όλα τα πέριξ κτίρια κατεδαφίστηκαν, εκτός από την Παναγία τη Γοργοεπήκοο. Η Μητρόπολη άρχισε να χτίζεται το 1842 με τα υλικά των 72 κατεδαφισμένων ναών, πάνω σε σχέδια του Θεόφιλου Χάνσεν (Theophil Hansen). Όταν έφυγε ο Χάνσεν, έγινε διαγωνισμός και κέρδισε ο αρχιτέκτονας Δημήτριος Ζέζος, που πρόσθεσε νέα στοιχεία στα αρχικά σχέδια. Μετά τον θάνατό του η επίβλεψη του έργου πέρασε στον Γάλλο αρχιτέκτονα Φρανσουά Μπουλανζέ (François Boulanger). Όταν επιτέλους, μετά από είκοσι χρόνια αποπερατώθηκε το έργο, το αποτέλεσμα δεν είχε καμία αρχιτεκτονική συνέπεια. Οι εξωραϊσμοί και οι ανακαινίσεις, που ακολούθησαν, μάλλον τα αντίθετα αποτελέσματα έφεραν.
Λοιπόν, 72 εκκλησίες γκρεμίστηκαν για να δώσουν τα υλικά τους στην άχρωμη Μητρόπολη και για να γεμίσουν τον μπεζαχτά του Δήμου Αθηναίων. Και πόσες άλλες καταστράφηκαν από τις λεηλασίες των πολιτών… Ο Μπίρης ανεβάζει τον συνολικό αριθμό σε εκατό!
Γιατί όμως τόση ασέβεια και μένος κατά των ιστορικών μνημείων;
Χαρακτηριστικό της εποχής ήταν η αρχαιολατρία –αρχαιομανία την αποκαλεί ο Καμπούρογλου– και σύνθημα η ανάδειξη του αρχαίου πολιτισμού και κάλλους. Μπροστά στην αρχαιότητα η παλαιότητα δεν είχε καμία αξία. Αυτή η παραφροσύνη είχε σαν συνέπεια την απαξίωση σημαντικών ιστορικών μνημείων, τον χαρακτηρισμό τους ως βαρβαρότητες και την ανελέητη καταστροφή τους. Με την ευκαιρία, ας σημειώσουμε ότι η περιφρόνηση της παλαιότητας χαρακτηρίζει την Αθήνα ως τις μέρες μας, στο όνομα του εκσυγχρονισμού και της προόδου.
Στην κατρακύλα έβαλε τέλος μία σταυροφορία του αναπτυγμένου κόσμου κι έτσι σώθηκαν οι παλιές εκκλησίες που είχαν απομείνει, ενώ συγχρόνως δημιουργήθηκε ένα ευρύτερο ενδιαφέρον για την ιστορική Αθήνα.
Το 1866 ήρθε στη Ελλάδα ο Αύγουστος Μόμσεν, πρώτος απόστολος του φιλικού πνεύματος προς την παλαιότητα. Μελέτησε τα παλιά σχέδια της Αθήνας και στο έργο του «Athenae Christianae» δίνει ονόματα και περιγραφές των εξαφανισμένων και μη εκκλησιών της πόλης. (Μόνο που το σύγγραμμα είναι γραμμένο στα λατινικά).
Εκείνος που ερεύνησε την ιστορία και τους θρύλους των περισσότερων εκκλησιών είναι ο ακούραστος και πολυγραφότατος ερευνητής της παλαιότητας των Αθηνών, ο αθηναιογράφος Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου. Δικηγόρος, συγγραφέας, ποιητής, ιστοριοδίφης, ακαδημαϊκός, αγαπούσε βαθιά την Αθήνα και κατέγραψε την ιστορία της αφήνοντάς μας πολύτιμα έργα.
Επίσης το «Ευρετήριο των Μεσαιωνικών Μνημείων» του αρχιτέκτονα, αρχαιολόγου, ακαδημαϊκού, καθηγητή Αναστάσιου Ορλάνδου, που εκδόθηκε το 1933 από το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, είναι σημαντική πηγή πληροφοριών.
Το άρθρο στηρίχθηκε σ’ ένα ενδιαφέρον άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος την 1η Οκτωβρίου 1938, με τίτλο Από την Οθωνική Πρωτεύουσα-Εκκλησίες της παλιάς Αθήνας-Πώς εσώθησαν οι σημερινές, και με υπογραφή Π. ΚΑΤ.
Posted in Ιστορικά σημεία