του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου
Μία γυναίκα που υπέφερε δώδεκα χρόνια από αιμορραγία, χωρίς να βρει πουθενά ίαση, πλησίασε τον Κύριο κρυφά από πίσω, μη θέλοντας να φανερώσει το νόσημά της, άγγιξε την άκρη του ενδύματός του Κυρίου ελπίζοντας στο θαύμα. Ντρεπόταν για την αρρώστια, επειδή νόμιζε ότι είναι ακάθαρτη, σύμφωνα και με το νόμο της Π. Διαθήκης. Και πράγματι, αμέσως το θαύμα έγινε, σταμάτησε η αιμορραγία της! Τότε ο Κύριος άρχισε να ρωτά: Ποιος με άγγιξε; Κι επειδή κανείς δεν αποκρινόταν, είπαν οι μαθητές: “Διδάσκαλε, τόσα πλήθη λαού Σε έχουν περικυκλώσει και Σε πιέζουν, κι Εσύ ρωτάς: ποιος με άγγιξε;” Μα ο Κύριος επιμένει: “Κάποιος με άγγιξε. Αισθάνθηκα να βγαίνει από πάνω μου δύναμη θαυματουργική”. Τότε η γυναίκα, ήλθε τρέμοντας κι αφού έπεσε γονατιστή, ομολόγησε μπροστά σ’ όλους το θαύμα. Και ο Κύριος της είπε:” Κόρη μου, η πίστη σου σε έχει θεραπεύσει. Πήγαινε στο καλό”.
Η
ΠΙΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ:
Ο Κύριος ασφαλώς ήξερε ποιος Τον άγγιξε. Αλλά ήθελε να δείξει ότι δεν αγνοούσε
το γεγονός κι ότι η γυναίκα αυτή δεν “υπέκλεψε” τη θεραπεία της, αλλά την έλαβε
από την πανάγαθη θέλησή Του, επειδή εκείνη έδειξε μεγάλη πίστη. Αυτήν ακριβώς
την πίστη της ήθελε να επιβραβεύσει, για να διδαχθεί το πλήθος και, πολύ
περισσότερο, ο σκληρά δοκιμαζόμενος αρχισυνάγωγος. Ακόμη, έτσι ο Κύριος κάνει
τη γυναίκα αυτή αιώνιο παράδειγμα πίστεως. Την ονομάζει «κόρη του», διότι με
την πίστη αυτή η γυναίκα δεν βρήκε μόνο τη θεραπεία του σώματός της αλλά κυρίως
τη σωτηρία της ψυχής της. Πίστεψε ολοκληρωτικά στον Κύριο και έγινε αγία της
Εκκλησίας μας, η αγία Βερονίκη, και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή της διακήρυττε το
θαύμα του Κυρίου. Και μας εμπνέει η αγία Βερονίκη να έχουμε κι εμείς την πίστη,
τη βεβαιότητά της, ότι μόνο στον Χριστό μπορούμε να βρούμε λύτρωση και σωτηρία.
Ακόμη κι όταν καταφεύγουμε στους γιατρούς, να έχουμε τη βεβαιότητα ότι ο
Χριστός είναι ο μέγας ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας.
ΠΙΣΤΗ
ΠΟΥ ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ:
Καθώς ο Κύριος συνέχιζε την πορεία του, ήλθε κάποιος από το σπίτι του
αρχισυναγώγου λέγοντάς του: “Η κόρη σου πέθανε· μην κουράζεις άλλο τον
διδάσκαλο”. Τι θα ένιωσε τη φοβερή εκείνη ώρα ο δύστυχος πατέρας; Όμως ο
Κύριος, ακόυγοντας την είδηση, του είπε: “Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα
σωθεί η κόρη σου”. Όταν έφθασε στο σπίτι του Ιαείρου, αντίκρισε ένα σπαρακτικό
θέαμα. Έκλαιγαν όλοι χτυπώντας τα στήθη και τα κεφάλια τους για τη νεκρή. Όμως,
Αυτός τότε τους είπε: “Μην κλαίτε· δεν πέθανε, αλλά κοιμάται”. Εκείνοι
δυσπιστούσαν και τον περιγελούσαν. Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω,
άφησε να μείνουν στο δωμάτιο της νεκρής μόνο ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης
και οι γονείς του παιδιού. Εκεί ο Κύριος έπιασε το χέρι του κοριτσιού και
φώναξε: “Κόρη, σήκω επάνω!”. Η στιγμή συγκλονιστική: Το πρόσωπο της μικρής
ροδίζει, τα ακίνητα πριν μάτια της ανοίγουν, η χλωμάδα του θανάτου σβήνει και
το φως της ζωής επανέρχεται! Ο Χριστός, κύριος της ζωής και του θανάτου,
ανέστησε νεκρούς, αναστήθηκε και ο ίδιος, για να μας δείξει ότι είναι ο
καθαιρέτης του Άδη, η ζωή των απάντων. Η πίστη αυτή πρέπει να κυριαρχεί διαρκώς
στη σκέψη μας, να αλλάξει τη ζωή μας. «Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ηµέραι αυτού,
ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει». Κι όμως, δεν τρέμουμε μπροστά στο
θάνατο, δεν τον φοβόμαστε όπως όσοι ζουν χωρίς ελπίδα. Δεν είμαστε πλασμένοι
για τα λίγα χρόνια της επίγειας ζωής μας. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος αλλά η
αρχή μιας άλλης, ατελεύτητης ζωής. Η γήινη ζωή είναι ένα μικρό επεισόδιο, ή,
καλύτερα, ένα σχολείο, μπροστά στην αιωνιότητα. Κάποτε θα αναστήσει ο Κύριος
όλους μάς. Θα ακούσουμε τη φωνή του να μας καλεί και πάλι στη ζωή, στην αιώνια
πια ζωή. Η ζωή μας νοηματοδοτείται μόνο επειδή υπάρχει ο Χριστός, που είναι «η
ζωή και η ανάστασις». Συνεπώς, με την προοπτική της αιωνιότητας, ο πιστός δε
φοβάται παρά μόνο το κακό, προσμένοντας και τη δική του ανάσταση.
Αιτία της πραγμάτωσης των
δύο αυτών θαυμάτων ήταν η θερμή πίστη, που επέδειξαν τόσο η αιμορραγούσα, όσο
και ο πονεμένος πατέρας, επιβεβαιώνοντας την ευαγγελική ρήση, που λέγει: «ο
πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται». Η
αληθινή, η θερμή, η ζέουσα πίστη στο Θεό και το «γίνου πιστός άχρι θανάτου
και δώσω σοι τον στέφανο της ζωής», καθιστά τον άνθρωπο ήρωα, ισχυρό, άγιο,
ενάρετο, τέλειο και τον οδηγεί σε μεγάλα κατορθώματα και προπάντων στην αγκαλιά
του Θεού Πατέρα. Όμως η Χριστιανική πίστη δεν είναι μία απλή γνώση ή θεωρία,
δεν είναι ένα σύστημα φιλοσοφικό, διατυπωμένο από ανθρώπους, αλλά είναι θεία
δύναμη, είναι θάρρος και φλόγα που φωτίζει. Η πίστη, κατά τον Απ. Παύλο, είναι «ελπιζομένων
υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Πίστη, δηλαδή, στον εν
Τριάδι Θεό, στον Πατέρα, στο σαρκωμένο Λόγο και στο Άγιο Πνεύμα. Πιστεύουμε στη
Μία, Αγία, Καθολική, Αποστολική Ορθόδοξο Εκκλησία. Ακόμη, η πίστη μας αυτή δεν
είναι πείραμα, που μπορεί να γίνει στο επιστημονικό εργαστήριο και έτσι να
αποκτήσουμε γνώση και εμπειρία των φαινομένων, που ακολουθούν. Δεν είναι
επιστημονική μάθηση, δεν είναι ατομική ή υποκειμενική γνώμη. Η αληθινή πίστη
είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Το θέμα γνώσεως και πίστεως
αποτελεί για πολλούς δίλημμα, το οποίο προβάλλει το επιχείρημα ότι όποιος
πιστεύει, εγκαταλείπει τη γνώση(!). Υπάρχει επίσης, και η αντίληψη ότι η
γνώση προπορεύεται της πίστεως, καθώς και η αντίθετη αντίληψη ότι η πίστη
προπορεύεται της γνώσεως και αναζητεί τη λογική της, (ιερός Αυγουστίνος). Η
απάντηση σε αυτό το δίλημμα είναι ότι εάν δεν γνωρίσεις, δεν μπορείς να
αγαπήσεις. Δηλαδή, δεν μπορούμε να αγαπήσουμε κάτι, που δεν το γνωρίζουμε.
Επομένως η σχέση που δημιουργούμε με ένα ον προϋποθέτει την αντικειμενική
αναγνώριση αυτού του όντος. Αυτό στηρίζεται στην προϋπόθεση, ότι η γνώση είναι
θέμα διανόησης, ενώ η αγάπη είναι θέμα συναισθήματος . Όμως δεν μπορεί να
σταθεί αυτό, ως σωστό, ούτε επίσης να λέμε, ότι η γνώση προηγείται της αγάπης,
αλλά ούτε, ότι η αγάπη προηγείται της γνώσεως. Δεν αγαπάμε για να γνωρίσουμε,
διότι αυτά τα δύο ταυτίζονται. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για την πίστη.
Η πίστη και η γνώση βασικά ταυτίζονται. Είναι το ίδιο πράγμα. Πίστη, λοιπόν,
δεν είναι κάθε τι, που μας φανερώνεται, ως υποχρεωτική γνώση ή φύση των
πραγμάτων, ούτε οτιδήποτε μας επιβάλλει, ως υποχρεωτική γνώση η εμπειρία και η
ιστορία, αλλά αυτό που μας έρχεται, ως υπόσταση, από τα μέλλοντα, που δεν
προέρχεται από την ιστορία και την εμπειρία, ή από τα μη βλεπόμενα. Αυτό
σημαίνει ότι δεν προέρχεται η πίστη από τα ελεγχόμενα της φύσης μας και των
αισθήσεών μας, γι’ αυτό και ερμηνεύεται, ως εμπιστοσύνη, που έχει κάποιος προς
κάποιον άλλον. Αυτή όμως η εμπιστοσύνη δεν μπορεί να αποτελέσει τον ορισμό της
πίστεως, διότι δεν στηρίζεται η πίστη στην εμπειρία των ήδη βεβαιωμένων
πραγμάτων. Αλλά προέρχεται από τη στροφή προς τα πράγματα, τα οποία δεν
ελέγχονται με τις αισθήσεις. Πίστη λοιπόν είναι να μη στηρίζεται η ασφάλειά
μας, η υπόστασή μας, σε ό,τι ελέγχεται λογικά με τις αισθήσεις ή με την
εμπειρία, διότι αυτό συνεπάγεται αναγκαστικότητα. Η πίστη στηρίζεται στην
κατάσταση των ελπιζομένων και μη βλεπομένων, τα οποία καλούμαστε να τα
αναγνωρίσουμε, ως όντα. Ο Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ, λέγει ότι η
πίστη στο Θεό «δεν είναι το συμπέρασμα σε μια σειρά συλλογισμών ή η λύση
σ’ ένα μαθηματικό πρόβλημα». Πίστη δεν σημαίνει απλά βαθιά πεποίθηση, αλλά
υποδηλώνει κάτι πολύ βαθύτερο και αμεσότερο. Δεν είναι παθητική έννοια, αλλά
κατεξοχήν ενεργητική. Δεν είναι στάση, αλλά «κίνηση». Είναι «γίγνεσθαι» που
προϋποθέτει επαφή, αναφορά, εμπειρία προσωπικής αντάμωσης. Εκφράζεται δε
καλύτερα, μέσω της αυτογνωσίας μας, στην κατάφαση της παρακλήσεως «βοήθει
μοι τη απιστία”! Στην εποχή μας επικρατεί σύγχυση, ως προς το
«είδος» της χριστιανικής μας πίστεως και τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της, που
επηρεάζει και κατευθύνει ολόκληρη τη ζωή και πορεία του πιστού στην Εκκλησία.
Γι’ αυτό εμείς ας αντιληφθούμε, ότι η χριστιανική πίστη βοήθησε τον άνθρωπο,
ανύψωσε τον άνθρωπο, κατέλυσε τις κοινωνικές ανισότητες, καθιέρωσε την αρχή της
φιλανθρωπίας, δημιούργησε τις μεγάλες και θεάρεστες πράξεις και εμφύτευσε στον
άνθρωπο έργα αγάπης και φιλαλληλίας.
περισσότερα στο βιντεο που ακολουθεί:
https://www.youtube.com/watch?v=Qy7_kAhlR8E&list=PLBIjTiUGfNYDDM0ugzN34HKwAw1XMq7t0&index=5