Α΄ Κυριακή των Νηστειών - της Ορθοδοξίας
Η αγία αυτή ημέρα είναι ξεχωριστή, διότι παρά το κατανυκτικό κλίμα της
Μεγάλης Τεσσαρακοστής, εορτάζει λαμπρά η Ορθοδοξία μας, η αληθινή
Εκκλησία του Χριστού. Ποιούμε ανάμνηση του κορυφαίου γεγονότος της
εκκλησιαστικής μας ιστορίας, της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, το
οποίο επισυνέβη το 843 μ.Χ. στο Βυζάντιο, χάρις στην αποφασιστική
συμβολή της βασιλίσσης και μετέπειτα αγίας Θεοδώρας, συζύγου του
αυτοκράτορα Θεοφίλου (840 - 843 μ.Χ.).
Αναφερόμαστε στη μεγάλη εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε κυριολεκτικά την Εκκλησία μας για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το 726 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ' ο Ίσαυρος (717 - 741 μ.Χ.) αποφάσισε να επιφέρει στο κράτος ριζικές μεταρρυθμίσεις. Μια από αυτές ήταν η απαγόρευση προσκύνησης των ιερών εικόνων, επειδή, παίρνοντας αφορμή από ορισμένα ακραία φαινόμενα εικονολατρίας, πίστευε πως η χριστιανική πίστη παρέκλινε στην ειδωλολατρία. Στην ουσία όμως εξέφραζε δικές του ανεικονικές απόψεις, οι οποίες ήταν βαθύτατα επηρεασμένες από την ανεικονική ιουδαϊκή και ισλαμική πίστη. Η αναταραχή ήταν αφάνταστη. Η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο φοβερά αντιμαχόμενες ομάδες, τους εικονομάχους και τους εικονολάτρες. Οι διώξεις φοβερές. Μεγάλες πατερικές μορφές ανάλαβαν να υπερασπίσουν την ορθόδοξη πίστη. Στα 787 μ.Χ. συγκλήθηκε η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία διατύπωσε με ακρίβεια την οφειλόμενη τιμή στις ιερές εικόνες. Σε αυτή επίσης διευκρινίστηκαν και άλλα δυσνόητα σημεία της χριστιανικής πίστεως, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη αποκρυστάλλωση του ορθοδόξου δόγματος και να ομιλούμε για θρίαμβο της Ορθοδοξίας μας.
Η εικόνα στην Ορθοδοξία μας δεν αποτελεί αντικείμενο λατρείας, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσον τιμής του εικονιζόμενου προσώπου. Ακόμα και ο Χριστός μπορεί να εικονισθεί, διότι έγινε άνθρωπος. Μάλιστα όποιος αρνείται τον εικονισμό του Χριστού αρνείται ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση Του! Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια. Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, διότι η τιμή δεν απευθύνεται στην ύλη, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P . G . 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P . G .94 1356). Η ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.
Η εικόνα έχει τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείον.
Βεβαίως η ηρεμία δεν αποκαταστάθηκε, διότι εξακολουθούσαν να βασιλεύουν εικονομάχοι αυτοκράτορες. Στα 843 η ευσεβής αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επίτροπος του ανήλικου γιου της Μιχαήλ του Γ΄, έθεσε τέρμα στην εικονομαχική έριδα και συνετέλεσε στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας.
Οι Πατέρες όρισαν να εορτάζεται ο θρίαμβος του ορθοδόξου δόγματος την πρώτη Κυριακή των Νηστειών για να δείξει στους πιστούς πως ο πνευματικός μας αγώνας θα πρέπει να συνδυάζεται με την ορθή πίστη για να είναι πραγματικά αποτελεσματικός. Νηστεία και ασκητική ζωή έχουν και άλλες αιρέσεις ή θρησκείες, και μάλιστα με πολύ αυστηρότερους κανόνες άσκησης. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να σωθούν και να ενωθούν με το Θεό. Η σωτηρία είναι συνώνυμη με την αλήθεια, αντίθετα η πλάνη και το ψεύδος οδηγούν σε αδιέξοδα και εν τέλει στην απώλεια.
Αναφερόμαστε στη μεγάλη εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε κυριολεκτικά την Εκκλησία μας για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το 726 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ' ο Ίσαυρος (717 - 741 μ.Χ.) αποφάσισε να επιφέρει στο κράτος ριζικές μεταρρυθμίσεις. Μια από αυτές ήταν η απαγόρευση προσκύνησης των ιερών εικόνων, επειδή, παίρνοντας αφορμή από ορισμένα ακραία φαινόμενα εικονολατρίας, πίστευε πως η χριστιανική πίστη παρέκλινε στην ειδωλολατρία. Στην ουσία όμως εξέφραζε δικές του ανεικονικές απόψεις, οι οποίες ήταν βαθύτατα επηρεασμένες από την ανεικονική ιουδαϊκή και ισλαμική πίστη. Η αναταραχή ήταν αφάνταστη. Η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο φοβερά αντιμαχόμενες ομάδες, τους εικονομάχους και τους εικονολάτρες. Οι διώξεις φοβερές. Μεγάλες πατερικές μορφές ανάλαβαν να υπερασπίσουν την ορθόδοξη πίστη. Στα 787 μ.Χ. συγκλήθηκε η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία διατύπωσε με ακρίβεια την οφειλόμενη τιμή στις ιερές εικόνες. Σε αυτή επίσης διευκρινίστηκαν και άλλα δυσνόητα σημεία της χριστιανικής πίστεως, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη αποκρυστάλλωση του ορθοδόξου δόγματος και να ομιλούμε για θρίαμβο της Ορθοδοξίας μας.
Η εικόνα στην Ορθοδοξία μας δεν αποτελεί αντικείμενο λατρείας, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσον τιμής του εικονιζόμενου προσώπου. Ακόμα και ο Χριστός μπορεί να εικονισθεί, διότι έγινε άνθρωπος. Μάλιστα όποιος αρνείται τον εικονισμό του Χριστού αρνείται ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση Του! Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια. Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, διότι η τιμή δεν απευθύνεται στην ύλη, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P . G . 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P . G .94 1356). Η ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.
Η εικόνα έχει τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείον.
Βεβαίως η ηρεμία δεν αποκαταστάθηκε, διότι εξακολουθούσαν να βασιλεύουν εικονομάχοι αυτοκράτορες. Στα 843 η ευσεβής αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επίτροπος του ανήλικου γιου της Μιχαήλ του Γ΄, έθεσε τέρμα στην εικονομαχική έριδα και συνετέλεσε στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας.
Οι Πατέρες όρισαν να εορτάζεται ο θρίαμβος του ορθοδόξου δόγματος την πρώτη Κυριακή των Νηστειών για να δείξει στους πιστούς πως ο πνευματικός μας αγώνας θα πρέπει να συνδυάζεται με την ορθή πίστη για να είναι πραγματικά αποτελεσματικός. Νηστεία και ασκητική ζωή έχουν και άλλες αιρέσεις ή θρησκείες, και μάλιστα με πολύ αυστηρότερους κανόνες άσκησης. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να σωθούν και να ενωθούν με το Θεό. Η σωτηρία είναι συνώνυμη με την αλήθεια, αντίθετα η πλάνη και το ψεύδος οδηγούν σε αδιέξοδα και εν τέλει στην απώλεια.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ήχος β'.
Την άχραντον εικόνα σου προσκυνούμεν αγαθέ, Αιτούμενοι συγχώρεσιν των πταισμάτων ημών βουλήσει γαρ ηυδόκησας ανελθείν εν τω Σταυρώ ίνα ρύση ους έπλασες εκ της δουλείας του εχθρού όθεν ευχαρίστως βοώμεν χαράς επλήρωσας τα πάντα ο σωτήρ ημών ο παραγενόμενος εις το σώσαι τον κόσμον.
Ήχος β'.
Την άχραντον εικόνα σου προσκυνούμεν αγαθέ, Αιτούμενοι συγχώρεσιν των πταισμάτων ημών βουλήσει γαρ ηυδόκησας ανελθείν εν τω Σταυρώ ίνα ρύση ους έπλασες εκ της δουλείας του εχθρού όθεν ευχαρίστως βοώμεν χαράς επλήρωσας τα πάντα ο σωτήρ ημών ο παραγενόμενος εις το σώσαι τον κόσμον.
Ὁ Ἅγιος Κόνων ὁ Ἴσαυρος
Ἥκεις πρὸς αὐτὸν τὸν Θεόν, Θεὸς θέσει,
Εἰς γῆν ἀφείς σου τὴν κόνιν, Κόνων Πάτερ.
Πέμπτῃ καρτερόφρων ψυχὴν ὁ Κόνων ἀφέηκεν.
Ὁ Ἅγιος Κόνων γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 1ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Βαδινή, χωριὸ τῆς Ἰσαυρίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησε στοὺς Ἀποστολικοὺς χρόνους. Οἱ γονεῖς του, Νέστωρ καὶ Νάδα ἦταν ἀρχικὰ εἰδωλολάτρες. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔγινε Χριστιανὸς καὶ ὅταν οἱ γονεῖς του τὸν πίεσαν νὰ νυμφευθεῖ, συμφώνησε μὲ τὴ σύζυγό του νὰ ζοῦν ὡς ἀδελφοὶ ἀφιερωμένοι στὸν Θεό.
Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται, ὅτι τὸν Ἅγιο καθοδηγοῦσε ὁ Ἀρχιστράτηγος Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν βάπτισε, τοῦ δίδαξε τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, μετέδωσε τὰ Θεία Μυστήρια σὲ αὐτόν, μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, τοῦ συμπαραστεκόταν καὶ τοῦ χορήγησε μάλιστα καὶ τὴ χάρη τῶν παράδοξων θαυμάτων.
Ὁ Ἅγιος Κόνων ὁδήγησε στὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ τοὺς γονεῖς του, ὁ δὲ πατέρας του Νέστωρ μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστό. Ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἕλληνες, ποὺ ἀντιστέκονταν σὲ αὐτὸν καὶ ἔλεγαν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεὸς ἐκτὸς τῶν εἰδώλων, τοὺς ἔπεισε καὶ τοὺς προετοίμασε νὰ ὁμολογήσουν μὲ μεγάλη φωνὴ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ βαπτισθοῦν. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἅγιος ὑπέταξε καὶ τοὺς δαίμονες καὶ ἄλλοι μὲν μὲ ἐντολή του προστάτευαν τοὺς ἀγρούς, ἄλλοι δὲ ἐγκλείστηκαν σὲ πιθάρια.
Ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες συμπολίτες του ἀντιμετώπιζαν μὲ μεγάλη δυσαρέσκεια τὴν ἱεραποστολικὴ δραστηριότητά του και τὴν ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦσε πάνω στοὺς Ἐθνικούς. Κάποια μέρα ὁ Ἅγιος ἐπισκέφθηκε ἕναν εἰδωλολατρικὸ ναό, ὅπου προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Κύριο. Ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ γίνουν κομμάτια ὅλα τὰ εἴδωλα τοῦ ναοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Μάγνο καὶ βασανίσθηκε. Ὅταν ἀφέθη ἐλεύθερος, οἱ Χριστιανοὶ τὸν περιέθαλψαν καὶ τὸν περιέβαλαν μὲ τὸ σεβασμό τους.
Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια, ὁ Ἅγιος Κόνων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη παραδίδοντας τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό.
Ἴσως στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Κόνωνος νὰ ὑπῆρχε ναός, ὁ ὁποῖος ἔκειτο πέραν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀναφέρεται ὡς μονὴ κατὰ τὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α’ (527 – 565 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ἐνδεδυμένος σοφέ, τὸ κράτος διέλυσας, τῆς ἀσεβείας στερρῶς, ἐκλάμπων τοῖς θαύμασιν· ὅθεν πεφοινιγμένος, ταῖς ῥοαῖς τῶν αἱμάτων, Κόνων Ὁσιομάρτυς, τὸν Δεσπότην δοξάζεις, τὸν παρέχοντα ἡμῖν διὰ σοῦ, χάριν καὶ ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀγγελικῆς ἀξιωθεὶς ὀπτασίας, τὴν ἐν Χριστῷ μεμυσταγώγησαι πίστιν, καὶ τῶν θαυμάτων εἴληφας τὴν δύναμιν σοφέ·ὅθεν καθυπέταξας, τὴν ὀφρὺν τῶν δαιμόνων, καὶ τῆς πλάνης ἔσβεσας, ἐναθλήσας τὴν φλόγα. Ὁσιομάρτυς Κόνων Ἀθλητά, ἐξευμενίζου, ἡμῖν τὸν Φιλάνθρωπον.
Μεγαλυνάριον.
Βίον καθαρώτατον γεωργῶν, χαίρων προσελάβου, ὡς βασίλειον στολισμόν, ἄθλησιν τὴν θείαν, Ὁσιομάρτυς Κόνων, ἀνθ’ ὧν διπλοῦν ἐδέξω, θεόθεν στέφανον.
Σιγάς ὁ Mᾶρκος τῷ τεθνηκότων νόμῳ,
Ἀλλ’ οὐ σιγῇ δώσω σε καὶ τεθνηκότα.
Ο Όσιος Μάρκος ήταν Αθηναίος και έζησε τον 4ο αιώνα μ.Χ. Αφού έλαβε αξιόλογη μόρφωση, εγκατέλειψε την Αθήνα και πήγε στην Αντιόχεια, όπου μαθήτευσε κοντά στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο (βλέπε 13 Νοεμβρίου). Αργότερα εκάρη μοναχός και αφιέρωσε τον εαυτό του στην μελέτη των Θείων Γραφών και έφθασε στον ύψιστο βαθμό της αρετής. Φανερές αποδείξεις και οι λόγοι που εγράφησαν από αυτόν για την ωφέλεια και την ενέργεια των θαυμάτων. Γιατί κάποτε, ενώ ησύχαζε, πλησίασε αυτόν μια ύαινα που είχε το παιδί της τυφλό, με ταπεινή στάση σαν να παρακαλούσε να την ευσπλαχνισθεί για την τύφλωση του μικρού της. Και ο Όσιος, αφού κατάλαβε, έπτυσε στα μάτια του ζώου και αυτό βρήκε την όρασή του. Μετά από ημέρες ήλθε πάλι η ύαινα στον Άγιο, μεταφέροντάς του το δέρμα ενός μεγάλου κριαριού ως ανταπόδοση για την θεραπεία. Αυτός όμως δεν δεχόταν να το λάβει, προτού το θηρίο υποσχεθεί να μην βλάπτει πια τα πρόβατα των πτωχών.
Ο Όσιος είχε φθάσει σε τέτοια ύψη αρετής, ώστε ο πρεσβύτερος της μονής έλεγε ότι ποτέ αυτός δεν μετέδωσε Θεία Κοινωνία στον Όσιο, αλλά την παρείχε σε αυτόν χέρι Αγγέλου.
Ο Όσιος Μάρκος κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας.
Από τα έργα του σώζονται μόνο μερικοί λόγοι, επιστολές και συμβουλευτικές πραγματείες. Είναι δε τόση η πρακτικότητα και η ωφέλεια τους, ώστε ελέχθη για τον συγγραφέα τους, ότι: «Πάντα πώλησαν καὶ Μᾶρκον ἀγόρασαν». Να όμως, και μερικά από τα πολύτιμα παραγγέλματα του:
«Προτιμότερον να σε βλάπτουν οι άνθρωποι παρά να σε εξουσιάζουν οι δαίμονες».
«Ο απλούς, αλλά ταπεινόφρων άνθρωπος είναι σοφότερος από τους σοφούς».
«Όποιος ενθυμείται τα προηγούμενα σφάλματα του, προφυλάσσεται από τα μέλλοντα».
«Εάν δεν υπέστης θλίψεις να μη νομίζεις ότι έχεις αρετήν. Διότι δεν είναι τίποτε ό,τι φύεται μέσα εις την άνεσιν».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἄγγελος ἔζησας, ἐν τῇ ἐρήμῳ σοφέ, καὶ ὤφθης ἀνάπλεως, τῶν ἐκ Θεοῦ δωρεῶν, ὦ Μᾶρκε Πατὴρ ἡμῶν· ὅθεν ἐν σοὶ ἐξέστη, Σεραπίων ὁ θεῖος, καὶ ἤγγειλε τοῖς ἐν κόσμῳ, τὴν ἁγίαν ζωήν σου· μεθ’ οὗ ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ πόλεως ἤνθησας, τῶν Ἀθηνῶν τῆς λαμπρᾶς, καὶ βίον ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω ἐν γῇ, τρωθεὶς θείῳ ἔρωτι· ὅθεν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὁ ἀββᾶς Σεραπίων, εὗρέ σε θείᾳ νεύσει, Ὁσιώτατε Μᾶρκε· διὸ τῆς πολιτείας σου, τὸν τρόπον ἀγάμεθα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν ἐρήμῳ Ὅσιε, στερρῶς ἀσκήσας, καὶ τραφεὶς ὡς ἄγγελος, ἀπ’ οὐρανοῦ ὑπερφυῶς, Ἀγγέλων ὤφθης ἰσότιμος, Μᾶρκε παμμάκαρ, Ὁσίων ἀγλάϊσμα.
Μεγαλυνάριον
Βλάστημα ὑπάρχων τῶν Ἀθηνῶν, ἄνθος τῆς ἐρήμου, διὰ βίου ἀγγελικοῦ, Μᾶρκε ἀνεδείχθης, καὶ κόσμῳ διαπνέεις, τῶν ἀρετῶν σου Πάτερ, ὀσμὴν τὴν κρείττονα.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Ραψάνης
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ἀνῆκε σὲ ἀνώτερη, κοινωνικὰ καὶ οἰκονομικὰ, οἰκογένεια τῆς Ραψάνης. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Χατζηλάσκαρης καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀναστασίου Ψάλτου.
Δὲν εἶναι γνωστὸ ὅμως ἂν τὸ Ψάλτου εἶναι ἐπώνυμο ἢ ἰδιότητα τοῦ Ἀναστασίου. Ἡ μητέρα τοῦ Νεομάρτυρα εἶχε τὸ ὄνομα Σμαράγδα καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Θεόδωρου Σακελλαρίδου. Σὲ κωνικὸ πῶμα παλαιᾶς – πρὶν τὸ 1900 – ἀργυρῆς λειψανοθήκης, ἡ ὁποία ἀντικατέστησε ἀκόμη παλαιότερη πρόχειρη καὶ ἁπλὴ κατασκευή, εἶναι χαραγμένα μὲ κεφαλαῖα γράμματα ἀκριβῶς
τὰ ἑξῆς:
Δὲν εἶναι γνωστὸ ὅμως ἂν τὸ Ψάλτου εἶναι ἐπώνυμο ἢ ἰδιότητα τοῦ Ἀναστασίου. Ἡ μητέρα τοῦ Νεομάρτυρα εἶχε τὸ ὄνομα Σμαράγδα καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Θεόδωρου Σακελλαρίδου. Σὲ κωνικὸ πῶμα παλαιᾶς – πρὶν τὸ 1900 – ἀργυρῆς λειψανοθήκης, ἡ ὁποία ἀντικατέστησε ἀκόμη παλαιότερη πρόχειρη καὶ ἁπλὴ κατασκευή, εἶναι χαραγμένα μὲ κεφαλαῖα γράμματα ἀκριβῶς
τὰ ἑξῆς:
Ο ΕΝΔΟΞΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΑΘΛΗΣΑΣ ΕΝ ΤΥΡΝΑΒΩ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ
1818 ΕΠΙ ΒΑΛΗ ΠΑΣΙΑ ΥΙΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΙΑ
ΗΤΟΝ ΥΙΟΣ ΧΑΤΖΗ ΛΑΣΚΑΡΕΩΣ ΥΙΟΥ
ΑΝΑΣΤΑΣΕΙΟΥ ΨΑΛΤΟΥ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΣ
ΣΜΑΡΑΓΔΑΣ ΘΥΓΑΤΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΟΥ.
Δὲν εἶναι γνωστὸ ἂν εἶχε ἢ πόσα ἀδέλφια εἶχε ὁ Νεομάρτυς. Ὅμως ἡ παράδοση ὁμόφωνα παρουσιάζει τὸν Γεώργιο νὰ συνδέεται συγγενικὰ μὲ τὸ λογιότατο κληρικὸ τῆς Ραψάνης «παπὰ κὺρ Χριστόδουλον» Καραζήση, ποὺ ἦταν οἰκονόμος.
Ἕνα πωλητήριο ἔγγραφο τοῦ 1852, τὸ ὁποῖο βρέθηκε μαζὶ μὲ ἄλλα ἔγγραφα στὴν παλαιὰ βιβλιοθήκη ποὺ φυλασσόταν στὴν παλαιὰ καὶ ἀρχοντικὴ οἰκία Καραβασίλη, εἶναι ἀρκετὰ διαφωτιστικό. Σὲ αὐτὸ παρουσιάζεται «ὁ ἐλάχιστος ἱερεὺς καὶ οἰκονόμος (Χριστόδουλος) υἱὸς Χατζηβασιλείου Καραζήση καὶ Κερασίνης θυγατρὸς παπᾶ Ἀθανασίου Γεροπασχάλη» νὰ πωλεῖ «πρὸς ἀνεψιὸν αὐτοῦ Βασίλειον Χαδούλη Γογούρα» κτήματα, τὰ ὁποία στὸ ἑξῆς «ὑπάρχουσιν… ἰδιοκτησίαι τοῦ ρηθέντος ἀνεψιοῦ αὐτοῦ Βασιλείου ἀναπόσπαστοί τε καὶ ἀναφαίρετοι παρὰ παντὸς ἑτέρου κληρονόμου αὐτοῦ καὶ τῆς μακαρίτιδος συζύγου αὐτοῦ Μαρίας Α. Χατζηλασκάρεως…».
Ἀπὸ αὐτὸ συνεπάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Νεομάρτυς εἶχε τουλάχιστον μία ἀδελφή, τὴ Μαρία, τὸν δὲ παπὰ κὺρ Χριστόδουλο Καραζήση, γαμπρὸ ἀπὸ τὴν ἀδελφή του. Ἀξίζει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι τὴν ἐξ ἀγχιστείας αὐτὴ συγγένεια συμπλήρωσε ἡ πνευματική, γιατί ὁ Χριστόδουλος ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Γεωργίου. Μόνο δὲν γνωρίζουμε ἀκριβῶς ποιὰ ὑπῆρξε πρώτη ἢ ἐὰν ἡ μία συγγένεια προκάλεσε τὴν ἄλλη.
Ὁ Γεώργιος παρουσιάζεται ἀπὸ τὴν παράδοση ὡς τρόφιμος καὶ ἀπόφοιτος τῆς ἀνωτέρου ἐπιπέδου Σχολῆς Ραψάνης, στὴν ὁποία χρημάτισε διδάσκαλος καὶ ὁ κὺρ Χριστόδουλος Καραζήσης. Σύμφωνα μὲ τὶς ὑπάρχουσες πληροφορίες, ἡ ὀρεινὴ κωμόπολη τῆς Ραψάνης ἄκμαζε οἰκονομικὰ τὸν 18ο αἰῶνα, ὅπως καὶ ὁ Τύρναβος καὶ τὰ Ἀμπελάκια. Εἶχε βιομηχανία, ἔκανε ἐξαγωγὴ ἐξαίρετου κρασιοῦ καὶ ἀποτελοῦσε πόλο ἕλξεως γιὰ τὰ γύρω χωριὰ τοῦ κάτω Ὀλύμπου.
Ἐνῷ λοιπὸν ὑπῆρχαν οἱ οἰκονομικὲς προϋποθέσεις, ὁ λογιότατος καὶ ἰδιαίτερα δραστήριος Ἐπίσκοπος Πλαταμῶνος καὶ Λυκοστομίου Διονύσιος, ὁ ὁποῖος θεμελίωσε καὶ προστάτευσε καὶ τὴ σπουδαία Σχολὴ στὰ Ἀμπελάκια, προέβη στὴν ἵδρυση καὶ τῆς ἐν λόγῳ Σχολῆς στὴ Ραψάνη τὸ ἔτος 1767. Ὀνομαστὸ ὑπῆρξε τὸ πνευματικὸ αὐτὸ Ἵδρυμα. Στὴν ἀκμή του συγκρινόταν μὲ τὶς Σχολὲς τῶν Μηλέων, τῆς Ζαγορᾶς, τῶν Ἀμπελακίων, τοῦ Τυρνάβου κ.ἄ. Σὲ αὐτὴ μαθήτευσαν καὶ ὁ Βασίλειος ὁ Ραψανιώτης, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄριστους μαθητὲς στὴν Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία (1753 – 1758) τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη καὶ ὁ Ἰωνᾶς Σπερμιώτης, ἕνας ἀπὸ τοὺς διακεκριμένους δασκάλους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ περιζήτητος γι’ αὐτὸ στὴ Μακεδονία καὶ στὴ Θεσσαλία καὶ ἄλλοι. Κατὰ τὴν Ἐπανάσταση καὶ λίγο πρὶν ἀπὸ αὐτή, σταμάτησε νὰ λειτουργεῖ ἡ Σχολὴ καὶ ἐπαναλειτούργησε τὸ 1830.
Μὲ τὸ δεδομένο ὅτι ὁ Νεομάρτυς ἄθλησε τὸ 1818, θὰ πρέπει νὰ συμπεράνουμε μὲ ἀσφάλεια ὅτι ἀποφοίτησε ἀπὸ τὴ Σχολὴ τὸ 1815 – 16. Ἀφοῦ ἀποφοίτησε ὁ Γεώργιος ἀπὸ τὴ Σχολή, ἀσκοῦσε στὴν γενέτειρά του τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γραμματοδιδασκάλου μὲ ζῆλο ἔνθεο καὶ νεανικὸ σφρίγος, ἐμπνέοντας τοὺς νεαροὺς μαθητές του καὶ δημιουργώντας στὶς ἀδιαμόρφωτες ψυχές τους ζωηρὰ ἱερὰ καὶ ἐθνικὰ βιώματα.
Ἀναφέραμε πρὶν ὅτι ἡ Ραψάνη ἀποτελοῦσε πόλο ἕλξεως γιὰ τὰ χωριὰ τοῦ κάτω Ὀλύμπου. Αὐτὸ συνέβαινε γιὰ πολλὲς δεκαετίες μέχρι καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα. Καὶ βέβαια ὄχι μόνο γιὰ τὴν ὑλικὴ εὐπορία καὶ τὴν ἐμπορικὴ καὶ βιομηχανική της κίνηση, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πνευματική της ἄνθηση καὶ καλλιέργεια τῶν γραμμάτων, ὅπως ἐλέχθη. Ἀποτελοῦσε ἀφορμὴ καυχήσεως γιὰ ἕνα γονέα νὰ ἀποστέλλει γιὰ σπουδὲς τὸν υἱό του στὴ Ραψάνη. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, γιὰ τὴν ὁποία κάνουμε λόγο, τὰ παραποτάμια χωριὰ τῆς περιοχῆς κατοικοῦνταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ Ὀθωμανούς, ποὺ συναλλάσσονταν, μέχρι καὶ συνδέονταν ἀκόμη σὲ περιορισμένη βέβαια κλίμακα, μὲ Ἕλληνες Χριστιανούς.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, κάτοικος τῆς κωμοπόλεως Δερελὶ (Γόννοι) καὶ οἰκογενειάρχης, ἐπιθυμώντας ὁ υἱός του νὰ τύχει ἀξιόλογης παιδείας, τὸν ἀπέστειλε οἰκότροφο σὲ φίλο του ποὺ διέμενε στὴ Ραψάνη. Ἄρχισε ἔτσι τὸ τουρκόπουλο νὰ παρακολουθεῖ καὶ νὰ μαθαίνει τὰ στοιχειώδη γράμματα μαζὶ μὲ τὰ ἑλληνόπουλα, στὰ πόδια τοῦ γραμματοδιδάσκαλου Γεωργίου.
Ὁ μικρὸς Ἀγαρηνὸς προσαρμόστηκε σύντομα στὸ κλίμα τοῦ σχολείου καὶ συναγωνιζόταν τοὺς συμμαθητές του, ἐνθαρρυνόμενος καὶ ἀπὸ τὸν διδάσκαλό του, ἴσως τυγχάνοντας ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ ἰδιαίτερης φροντίδας.
Μὲ τὸ δεδομένο ὅτι αἰῶνες πρὶν ἡ Ἑλληνικὴ παιδεία μὲ δυσκολία διαχωριζόταν ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ κατήχηση, ὁ μικρὸς ἀλλοεθνής, συγχρόνως πρὸς τὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση, λίγο – λίγο ἀλλὰ σταθερὰ ἐπηρεαζόταν ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή. Σὲ αὐτὸ ἀσφαλῶς καὶ ἀποφασιστικὰ συνέβαλε καὶ ἡ προσωπικότητα τοῦ δασκάλου του. Συνέβαλε ὅμως καὶ ἡ γοητεία τῶν ἐκκλησιαστικῶν Ἀκολουθιῶν, τὶς ὁποῖες ὡς αὐτοπρόβλητος κατηχούμενος παρακολουθοῦσε.
Ἀλλὰ ἡ σημειούμενη ἀλλαγὴ τοῦ μικροῦ Ἀγαρηνοῦ, στὰ φρονήματα, τὶς πεποιθήσεις καὶ τὰ ἤθη, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μείνει ἀπαρατήρητη. Ἀρχικὰ στὸ οἰκογενειακό του περιβάλλον, κάθε φορὰ ποὺ μετέβαινε γιὰ διακοπὲς στὸ Δερελί, καὶ στὴ συνέχεια στὸ συγγενικὸ καὶ εὐρύτερο κύκλο γινόταν αἰσθητὴ ἡ μεταβολή, κάτι ποὺ δημιουργοῦσε ἀνησυχίες καὶ ἐρέθιζε τοὺς Ὀθωμανούς. Ἀλλὰ ἡ πρόκληση ἔγινε μεγαλύτερη καὶ ἡ δυσφορία τῶν Ἀγαρηνῶν ἀφόρητη, ὅταν μὲ τὸν καιρὸ ὁ μικρὸς καὶ αὐθόρμητος προσήλυτος ὄχι μόνο ἐκφραζόταν μὲ ἐκτίμηση γιὰ τὰ ἱερὰ τῶν Ρωμιῶν, ἀλλὰ καί, ἀντιδιαστέλλοντας αὐτὰ πρὸς τὰ ἀντίστοιχα τῶν ὁμοεθνῶν του, ὑποτιμοῦσε τὰ ἱερὰ τῶν Μωαμεθανῶν καὶ τὰ περιφρονοῦσε.
Ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ὅσοι ἐξοργίσθηκαν ἀναζήτησαν τὸν ἔνοχο τῆς «προσβολῆς». Τὸν ἐντόπισαν στὸ σχολεῖο τῆς Ραψάνης. Τὸν ἔσυραν δέσμιο γιὰ τὰ περαιτέρω στὸν Τύρναβο, ὅπου ἀπὸ τὸ 1811 εἶχε ἕδρα του ὁ διορισμένος Σατράπης τῆς Θεσσαλίας, Βελῆ Πασᾶς, υἱὸς τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ τοῦ Τεπελενλῆ, ἀφοῦ ἡ Ὑψηλὴ Πύλη τὸν μετέθεσε ἐκεῖ ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο.
Ἡ κατηγορία ἐναντίων τοῦ κατηγορουμένου ἦταν συγκεκριμένη, σαφὴς καί, σύμφωνα μὲ ὅσα ἴσχυαν στοὺς Ὀθωμανούς, βαρύτατη: ἀπόπειρα ἐκχριστιανισμοῦ μουσουλμανόπαιδος. Αὐτὸ καὶ μόνο, ἀνεξάρτητα τοῦ ἀποτελέσματος τῆς προσπάθειας, συνεπαγόταν ἀνελέητη καταδίκη σὲ μαρτυρικὸ θάνατο.
Στὸν Τύρναβο εἶχε τὴν ἕδρα του Στρατοδικεῖο. Δὲν εἶναι, ἐν τούτοις, γνωστὸ ἂν τὸν Γεώργιο τὸν δίκασε στρατοδίκης, προσωπικὰ ὁ Βελῆ Πασᾶς, κάποιος ἄλλος μουλᾶς (δικαστής) ἢ δικαστήριο μὲ πολυμελὴ σύνθεση, ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Γεδεῶν, ποὺ μαρτύρησε τὸ ἴδιο ἔτος στὸν Τύρναβο.
Γνωστὸ εἶναι ὅτι ἡ διαδικασία ἦταν σύντομη καὶ τελεσίδικη. Ἡ ἀπόφαση δὲν ἦταν ἡ προβλεπόμενη καὶ ἡ συνηθισμένη σὲ παρόμοιες ἀφορμές: ἐκτέλεση διὰ βασανισμοῦ. Συγκεκριμένα ὁ Νεομάρτυς Γεώργιος ἀποκεφαλίσθηκε, ἀφοῦ προηγουμένως ὑπέστη πολλὰ καὶ ποικίλα ὀδυνηρότατα μαρτύρια.
Τὸν ἔκλεισαν σὲ πυρακτωμένο λουτρό, γυμνὸ ἀπὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια. Τὸν τρύπησαν μὲ σιδερένια νύχια. Τοῦ κάρφωσαν τὰ πόδια σὲ πέταλα. Τὸν διαπόμπευσαν σὲ ὅλο τὸν Τύρναβο. Τὸν κάρφωσαν σὲ τετράγωνο στῦλο ἴσο στὸ ὕψος μὲ τὸν Μάρτυρα καὶ ἀφοῦ τὸν περιτύλιξαν μὲ σχοινιὰ βουτηγμένα στὴν πίσσα, στὴ νάφθα (ἀκάθαρτο πετρέλαιο) καὶ σὲ ἄλλα ἐλαιώδη καὶ οἰνοπνευματώδη ὑγρά, τὸν παρέδωσαν στὴ φωτιά. Ὅμως μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, πρὸς ἐνίσχυση τοῦ Ἁγίου, ὁ Μάρτυρας δὲν ἔπαθε τίποτα.
Στὶς ἱστορήσεις τῶν εἰκόνων παρουσιάζονται συμπληρωματικὰ καὶ ἄλλες σκηνὲς βασανισμῶν. Στραγγαλισμοί, ἐξαρθρώσεις, κτυπήματα μὲ τὸ σπαθί, μέχρι καὶ τοποθέτηση πυρακτωμένου σιδερένιου στεφανιοῦ πάνω στὸ γυμνὸ σῶμα τοῦ Νεομάρτυρος.
Στὶς ἱστορήσεις τῶν εἰκόνων, ἐπίσης, παρουσιάζεται ὁ ἀθλητὴς τῆς πίστεως Γεώργιος, ἔχοντας τὸ κεφάλι στοὺς ὤμους, νὰ μεταφέρεται πρὸς ἐνταφιασμό, παρουσία κάποιου ἱερέα ὀνόματι Δημητρίου ποὺ θυμιάζει καὶ ὁ ὁποῖος εἶχε προσκληθεῖ καὶ διαταχθεῖ εἰδικὰ γιὰ τὸ λόγο αὐτό. Σύμφωνα μὲ ἄλλη παράδοση ὁ Νεομάρτυς ἀποκεφαλίζεται προτοῦ προλάβει νὰ πεθάνει ἀπὸ τὰ μαρτύρια ποὺ ἤδη εἶχαν γίνει. Σὲ αὐτὸ συνηγορεῖ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι μεταξὺ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου δὲν ὑπάρχει ἡ ἁγία του κάρα, ἀφοῦ ἐξαφανίσθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς.
Τὸ ἔτος τῆς ἀθλήσεως τοῦ Νεομάρτυρα Γεωργίου εἶναι τὸ 1818. Τότε ὁ Ἅγιος βρισκόταν στὸ εἰκοστό, τουλάχιστον, ἔτος τῆς ἡλικίας του.
Ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα στοιχεῖα ὑποδηλώνεται ὅτι ἡ ἀρχὴ τοῦ μαρτυρίου ἔγινε σὲ κάποιο διοικητικὸ κτίριο στὸν Τύρναβο. Ἴσως, ὅπως καὶ τοῦ Ὁσιομάρτυρα Γεδεῶν, «εἰς τὸ τοῦ Ἡγεμόνος Παλάτιον». Ἀκολούθως καὶ «ἐπειδὴ τοῖς ἀνωτέρω βασάνοις οὐκ ἐνέδωκε (ὁ Γεώργιος), δι’ ἐπιταγῆς τοῦ Βαλῆ πασιᾶ, δι’ ὤλου τοῦ Τυρνάβου πομπευθεὶς καὶ τοῦ ποταμοῦ (Τιταρησίου) περαιωθείς…», ὁδηγήθηκε στὴ δεύτερη καὶ σκληρότερη φάση τῶν βασανιστηρίων του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν ἄλλοι δήμιοι ἐκεῖ, ὁ Ἀγὰ Σεβράνι καὶ κάποιος Φράγκος.
Ἀπὸ τὰ παλαιότατα χρόνια μέχρι καὶ σήμερα, ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ Τιταρησίου (ἢ Σαλαμπριᾶ ἀποκαλούμενου) ποταμοῦ, ὑπῆρχαν στρατῶνες. Ἐκεῖ λοιπὸν καὶ κοντὰ στὴ μακρὰ γέφυρα, ἄθλησε καὶ ἐνταφιάσθηκε ὁ Νεομάρτυς Γεώργιος. Ἡ ἄποψη αὐτὴ ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ τὸ λόγο ὅτι καὶ στὶς δύο ἱστορήσεις στὶς ἅγιες εἰκόνες, στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου εἰκονίζεται ἡ ἐν λόγῳ γέφυρα.
Τὴν πρώτη ἤδη ἐκείνη νύχτα εἶδαν οἱ Τοῦρκοι σκοποὶ τῶν στρατώνων «οὐρανομήκη» στήλη φωτός, ποὺ σημάδευε τὸν τάφο τοῦ Νεομάρτυρα. Τὴν ἑπόμενη ἐνημέρωσαν γι’ αὐτὸ τοὺς προϊσταμένους τους. Ἐκεῖνοι καὶ μὲ τὰ ἴδια τὰ μάτια τους διαπίστωσαν τὴν φωτοφάνεια καὶ κατὰ τὴν δεύτερη νύχτα καὶ ἀνέφεραν σχετικὰ τὴν ἑπόμενη στὸν Βελῆ πασᾶ, τὸν ὁποῖο καὶ προκαλοῦσαν, ἐὰν ἐπιθυμοῦσε, νὰ διαπιστώσει καὶ προσωπικὰ τὸ ἐξαίσιο φαινόμενο.
Ἐκεῖνος ὁ ὑπερφίαλος, ἀφοῦ ἀπαξίωσε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ συγκεκριμένο γεγονός, διέταξε νὰ προσκληθοῦν τὸ συντομότερο στὴ Ραψάνη οἱ συγγενεῖς τοῦ Νεομάρτυρα, νὰ ξεθάψουν καὶ νὰ παραλάβουν τὸ ἱερὸ σκήνωμά του, πράγμα τὸ ὁποῖο καὶ ἔγινε.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ κατάνυξη, τὰ ἅγια λείψανα μετακομίσθηκαν ἀπὸ τὸ κοιμητήριο τῆς Ραψάνης, τὸ ὁποῖο ἦταν στὸ χῶρο γύρω ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στὴν εὐρύχωρη ἀρχοντικὴ οἰκία Καραζήση ποὺ βρισκόταν κοντά.
Ἐκεῖ βρίσκονται μέχρι σήμερα θησαυρισμένα σὲ εἰδικὰ γι’ αὐτὸ τὸν σκοπὸ ἀφιερωμένο δωμάτιο, τὸ ὁποῖο φωτίζεται ἀπὸ ἄσβεστο καντήλι μὲ ἱλαρὸ φῶς καὶ εἶναι προσιτὸ σὲ κάθε εὐλαβὴ προσκυνητή.
Πραγματικά, ἐφαρμόστηκαν πλήρως καὶ οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοὺς ὁποίους ἔγραψε στὸ Νέο Μαρτυρολόγιο καὶ τοὺς ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς Νεομάρτυρες: «Τὰ τίμια λείψανά σας θέλει δοξάσει (ὁ Θεός) ἐδῶ κάτω εἰς τὴν γῆν ἢ μὲ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Φωτός του ἢ καὶ μὲ ἄλλα σημεῖα καὶ θαύματα, καθὼς ἤθελε κρίνει ἡ θεία δικαιοσύνη Του, ἢ τὸ ὀλιγώτερον ὀλιγώτερον θέλει τὰ τιμήσῃ μὲ τὴν παρὰ τῶν Χριστιανῶν προσκύνησιν καὶ εὐλάβειαν…».
Ὁ Ἅγιος Κόνων ὁ Κηπουρὸς
Ἥλων τύπους φέροντι Κυρίῳ Κόνων,
Ἥλων τύπους πρόσεισιν εἰς πόδας φέρων.
Ἥλων τύπους πρόσεισιν εἰς πόδας φέρων.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κόνων καταγόταν ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἔζησε κατὰ τὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Ἀφοῦ ἦλθε στὴν χώρα τῆς Παμφυλίας καὶ διάλεξε μικρὸ τόπο, τὸν μετασκεύασε σὲ κῆπο φυτεύοντας λάχανα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα προμήθευε τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς πτωχοὺς ξένους μὲ τροφή. Ἦταν στὸ χαρακτήρα ἁπλός, ὥστε καὶ αὐτοὺς ἀκόμα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν ἄρχοντα, γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανός, ὅταν τὸν ἀσπάσθηκαν μὲ περιπαικτικὸ τρόπο, καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἀνταπέδωσε τὸν ἀσπασμό. Καὶ ὅταν τοῦ εἶπαν, ὅτι σὲ καλεῖ ὁ ἡγεμόνας, ἀποκρίθηκε: «Γιατί; Ποιὰ ἀνάγκη ἔχει ἐκεῖνος ἀπὸ μένα καὶ περισσότερο ποὺ εἶμαι Χριστιανός;». Οἱ στρατιῶτες τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος. Ἐκεῖνος τὸν προέτρεψε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος τότε εἶπε πρὸς τὸν ἡγεμόνα μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία: «Μακάρι, ἡγεμόνα καὶ ἐσὺ νὰ μποροῦσες νὰ ἀπαρνηθεῖς τὰ εἴδωλα καὶ νὰ προσέλθεις στὸν Χριστό». Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν βασανίσουν. Τοῦ τρύπησαν τοὺς ἀστραγάλους, τὸν καθήλωσαν μὲ σιδερένια καρφιὰ καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ τρέχει μπροστὰ ἀπὸ ἅρμα ἀλόγων.
Ἔτσι μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Κόνων καὶ εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου του.
Ἔτσι μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Κόνων καὶ εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου του.
Όσιος Μάρκος ο Αθηναίος
Φὺς ἐξ Ἀθηνῶν ὦ Μᾶρκε θεοφόρε,
ὡς ἄγγελος ἔζησας ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Πέμπτῃ Μᾶρκος θεουδὴς γαῖαν ἔλιπε πολυβότειραν.
ὡς ἄγγελος ἔζησας ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Πέμπτῃ Μᾶρκος θεουδὴς γαῖαν ἔλιπε πολυβότειραν.
Συγκεχυμένες και ασαφείς οι πληροφορίες για τη ζωή του Οσίου Μάρκου του Αθηναίου. Από διήγηση του Όσιου Σεραπίωνος μαθαίνουμε ότι ασκήτευσε τον 4ο αιώνα μ.Χ. στην έρημο πέραν της χώρας των Χετταίων, μάλλον πέραν της Αιγύπτου, στο όρος της Θράκης (όχι βέβαια της ελληνικής) για 95 ολόκληρα χρόνια. Πατρίδα του ήταν η Αθήνα. Απεβίωσε ειρηνικά. Ίσως να είναι το ίδιο πρόσωπο με τον όσιο Μάρκο τον Ασκητή (βλέπε ίδια ημέρα).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ πόλεως ἤνθησας τῶν Ἀθηνῶν τῆς λαμπρᾶς, καὶ βίον ἰσάγγελον ἐπολίτευσω ἐν γῇ, τρωθεὶς θείῳ ἔρωτι, ὅθεν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὁ Ἀββᾶς Σεραπίων, εὗρέ σε νεύσει θείᾳ, ὁσιώτατε Μάρκε, διὸ τῆς πολιτείας σου τὸν τρόπον ἀγάμεθα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἄγγελος ἔζησας ἐν τῇ ἐρήμῳ σοφέ, καὶ ὤφθης ἀνάπλεως τῶν ἐκ Θεοῦ δωρεῶν, ὦ Μᾶρκε Πατὴρ ἡμῶν· ὅθεν ἐν σοὶ ἐξέστη, Σεραπίων ὁ θεῖος, καὶ ἤγγειλε τοῖς ἐν κόσμῳ, τὴν ἁγίαν ζωήν σου, μεθ’ οὗ ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν ἐρήμῳ Ὅσιε, στεῤῥῶς ἀσκήσας, καὶ τραφεὶς ὡς ἄγγελος, ἀπ’ οὐρανοῦ ὑπερφυῶς, Ἀγγέλων ὤφθης ἰσότιμος, Μᾶρκε παμμάκαρ, Ὁσίων ἀγλάϊσμα.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α’ Στιχολογία
Λιπὼν τὰ ἐπὶ γῆς, θεολήπτῳ καρδίᾳ, ἐσκήνωσας σοφέ, ἐν ἐρήμῳ ἀβάτῳ, καὶ βίον τὸν ἰσάγγελον, μετὰ σώματος ἔζησας Μᾶρκε Ὅσιε· ὅθεν συνήφθης Ἀγγέλοις, μεθ’ ὧν πρέσβευε, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν τελούντων, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.
Μετὰ τὴν β’ Στιχολογία
Ὁδηγηθεὶς τῇ τοῦ Θεοῦ προμηθείᾳ, πρὸς σὲ ἀφῖκται Σεραπίων ὁ θεῖος, καὶ τῆς ζωῆς τὸ τρόπον σου ἐθαύμασεν· ὅθεν καὶ κηδεύσας σου, Πάτερ Μᾶρκε τὸ σκῆνος, τὰ λαμπρά σου τρόπαια, ἀνεκήρυξε πᾶσι· μεθ’ οὗ δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ἡμῖν διδόναι, πταισμάτων συγχώρησιν.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Ἐν ἐρήμῳ σκηνώσας νοὸς στεῤῥότητι, ἀπενέκρωσας πάσας τὰς τῆς σαρκὸς ἡδονάς, δι’ ἀγώνων καρτερῶν Μᾶρκε μακάριε, καὶ τῶν ἐνθέων δωρεῶν, σκεῦος τίμιον φανείς, παρέχεις ἑνὶ ἑκάστῳ, τῇ πρὸς Χριστὸν ἱκεσίᾳ, τῶν αἰτημάτων τὴν ἐκπλήρωσιν.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὴν τοῦ σώματος πρόνοιαν ὁλικῶς, ἀρνησάμενος πόθῳ τῷ θεϊκῷ, ὡς ἄσαρκος ἔζησας, ἐν ἐρήμῳ μακάριε, καὶ οὐρανίῳ ἄρτῳ, τραφεὶς θείῳ νεύματι, ἐγνώσθης μετὰ τέλος, ὁ πρὶν ἀγνοούμενος· ὅθεν καὶ τελέσας, τὸν ἀγῶνα ὁσίως, τῆς ἀνω λαμπρότητος, ἀνεδείχθης συμμέτοχος, Πάτερ Μᾶρκε θεόσοφε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὰ ἐν κόσμῳ ἐμφρόνως κατέλιπες, καὶ Χριστῷ ἀκλινῶς ἠκολούθησας, ἀρνησάμενος σαυτόν, ἀνενδοιάστῳ λογισμῷ, καὶ θεολήπτῳ γνῶμῃ· καὶ ἐν βαρείᾳ ἐρήμῳ θεόθεν ὁδηγηθείς, ἠγωνίσω ἐν αὐτῇ ὑπερφυέσι πόνοις, μόνος μόνῳ Θεῷ συγγινόμενος, καὶ τὰς θείας δωρεὰς παρ’ Αὐτοῦ δεχόμενος· ἄρτῳ γὰρ οὐρανίῳ ἐτρέφου, καὶ τὸ τῆς ἐρήμου ἐπίπονον καὶ σκληρόν, ὡς τρυφὴν ἡγοῦ, τῇ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ἐλπίδι καὶ μεθέξει· ὅθεν προσελθών σοι θαυμαστῶς ὁ θεῖος Σεραπίων, ἐξέστη ἐν σοί· καὶ τὸ σεπτόν σου σῶμα κηδεύσας ἀνύμνει σε, Μᾶρκε παμμάκαρ, Ὁσίων ἀγλάϊσμα.
Μεγαλυνάριον
Βλάστημα ὑπάρχων τῶν Ἀθηνῶν, ἄνθος τῆς ἐρήμου, διὰ βίου ἀγγελικοῦ, Μᾶρκε ἀνεδείχθης, καὶ κόσμῳ διαπνέεις, τῶν ἀρετῶν σου Πάτερ, ὀσμὴν τὴν κρείττονα.
Άγιος Παρθένιος Παρθενιάδης
Ο Άγιος Παρθένιος Παρθενιάδης ήταν μέλος του κινήματος των Κολλυβάδων και όταν έπρεπε να αφήσουν το Άγιο Όρος, πήγε στο Μοναστήρι του Ευαγγελισμού στην Ικαρία.
Το 1798 μ.Χ. έφτασε στην Πάτμο και με τη βοήθεια κτιστών από τη Σάμο, έχτισε ένα μικρό μοναστήρι στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή με το όνομα «Λιβάδι Καλογήρων». Για την ολοκλήρωση των εργασιών χρειάστηκε περισσότερους πόρους και για τον λόγο αυτό πήγε στη Θράκη, ώστε να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα χρήματα.
Στη Θράκη, εργάστηκε ως ιερέας και κάποια στιγμή συμβούλεψε μια νεαρή Χριστιανή να αποφύγει μια σχέση με ένα μουσουλμάνο Τούρκο. Ο Μουσουλμάνος μαθαίνοντάς το, θύμωσε και σκότωσε τον Παρθένιο την 5η Μαρτίου 1805 μ.Χ.
Το 1798 μ.Χ. έφτασε στην Πάτμο και με τη βοήθεια κτιστών από τη Σάμο, έχτισε ένα μικρό μοναστήρι στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή με το όνομα «Λιβάδι Καλογήρων». Για την ολοκλήρωση των εργασιών χρειάστηκε περισσότερους πόρους και για τον λόγο αυτό πήγε στη Θράκη, ώστε να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα χρήματα.
Στη Θράκη, εργάστηκε ως ιερέας και κάποια στιγμή συμβούλεψε μια νεαρή Χριστιανή να αποφύγει μια σχέση με ένα μουσουλμάνο Τούρκο. Ο Μουσουλμάνος μαθαίνοντάς το, θύμωσε και σκότωσε τον Παρθένιο την 5η Μαρτίου 1805 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος ὁ Μάρτυρας
Τὸν Εὐλόγιον εὐλογεῖ πᾶσα κτίσις,
Κτίστου χάριν σοῦ τὴν κάραν τετμημένου.
Κτίστου χάριν σοῦ τὴν κάραν τετμημένου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐλόγιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ ἦταν υἱὸς πλούσιων εἰδωλολατρῶν γονέων. Ὁ ἴδιος, ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκε, μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του, διαμοίρασε τὰ πλούτη του στοὺς πτωχοὺς καὶ περιερχόταν σὲ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὴ χώρα, διδάσκοντας στοὺς εἰδωλολάτρες τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ βαπτίζοντας πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ὅμως κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες στὸν ἄρχοντα τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του. Ὁ Ἅγιος μὲ θάρρος καὶ παρρησία ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἀμέσως ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν, τὸν κτύπησαν βίαια μὲ σκληρὲς χορδὲς ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν καὶ στὴν συνέχεια ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ αὐτοῦ.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος ἔλαβε τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθε στὴν οὐράνια ζωὴ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες στὸν ἄρχοντα τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του. Ὁ Ἅγιος μὲ θάρρος καὶ παρρησία ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἀμέσως ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν, τὸν κτύπησαν βίαια μὲ σκληρὲς χορδὲς ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν καὶ στὴν συνέχεια ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ αὐτοῦ.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος ἔλαβε τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθε στὴν οὐράνια ζωὴ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Εὐλάμπιος ὁ Μάρτυρας
Τράχηλον Εὐλάμπιος ἐκτμηθεὶς ξίφει,
Τραχηλιῶσαν δυσσέβειαν αἰσχύνει.
Οι Άγιοι Φώτιος και Κύριλλος μάλλον άνηκαν στους 152 Μάρτυρες, που μαρτύρησαν μαζί με τον Άγιο Αρχέλαο (βλέπε ίδια ημέρα).
Τραχηλιῶσαν δυσσέβειαν αἰσχύνει.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐλάμπιος μαρτύρησε στὴν Παλαιστίνη διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Ἀρχέλαος, Κύριλλος, Φώτιος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς
Θεὶς πρῶτος Ἀρχέλαος αὐχένα ξίφει,
Ἄρχει τομῆς σοι, λαὲ θεῖε Κυρίου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἀριθμοῦνται στὰ Μηναῖα σὲ 142, στοὺς δὲ Συναξαριστὲς σὲ 152.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τῶν Ἁγίων.
Άγιοι Φώτιος και Κύριλλος
Οι Άγιοι Φώτιος και Κύριλλος μάλλον άνηκαν στους 152 Μάρτυρες, που μαρτύρησαν μαζί με τον Άγιο Αρχέλαο (βλέπε ίδια ημέρα).
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος καὶ Ζίτσης
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος γεννήθηκε στὶς 23 Δεκεμβρίου 1880 στὸ χωριὸ Λέλιτς τῆς κεντροδυτικῆς Σερβίας. Ἦταν τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ ἐννέα τέκνα τῶν εὐσεβῶν ἀγροτῶν Δραγομίρου καὶ Αἰκατερίνης. Ἀσθενικὸς στὴν σωματική του διάπλαση καὶ κράση, ἐπέδειξε ἀπὸ μικρὸς τὴν εὐφυΐα του, τὴ μεγάλη του ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν κλίση πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Σπούδασε, παρὰ τὸ γεγονὸς τῆς μεγάλης πτωχείας τῆς οἰκογένειάς του, στὴ θεολογικὴ σχολὴ Βελιγραδίου, ἀνακηρύχθηκε διδάκτωρ τῆς Θεολογίας στὴ Βέρνη τῆς Ἐλβετίας (1908), διδάκτωρ στὴν Ὀξφόρδη τῆς Ἀγγλίας (1909) καὶ τὸ Χάλλε τῆς Γερμανίας (1911). Γνώριζε ἑπτὰ γλῶσσες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὴν ἑλληνική.
Ὁ Νικόλαος λάτρευε τὸν Θεὸ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἰσχῦος καὶ διανοίας αὐτοῦ, καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε στόμα καὶ σοφία ἀσυναγώνιστο καὶ ἀκαταγώνιστο. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὴ μονὴ Ρακόβιτσα, κοντὰ στὸ Βελιγράδι, τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 1909. Εἶχε ἀρρωστήσει βαριὰ ἀπὸ δυσεντερία καὶ ἔταξε, ἐὰν ὁ Κύριος τὸν θεραπεύσει, νὰ Τοῦ ἀφιερωθεῖ διὰ βίου μὲ ὅλη του τὴν ὕπαρξη, ὅπως καὶ ἔγινε.
Κατὰ τὴν περίοδο 1915 – 1919 ἀπεστάλη στὴν Ἀμερικὴ καὶ στὴν Ἀγγλία, γιὰ νὰ συντρέξει καὶ νὰ ἐνισχύσει τὸν πολύπαθο Σερβικὸ λαό. Τὸ ἔτος 1919 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ζίτσης στὴν κεντρικὴ Σερβία καὶ τὸ ἔτος 1920 μεταφέρθηκε στὴν Ἀχρίδα, ὅπου ἀνέπτυξε ἕνα τεράστιο ἱεραποστολικό, ποιμαντικό, κοινωνικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο.
Ὁ Ἐπίσκοπος Νικόλαος, παρὰ τὴν τεράστια μόρφωσή του καὶ τὰ πολλά του χαρίσματα, διακρινόταν γιὰ τὴν ἁπλότητα τοῦ ἤθους του, τὴν καλοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη του. Ἡ ἀρετή, ἡ ὁποία κατ’ ἐξοχὴν τὸν στόλιζε, ἦταν ἡ ταπείνωση. Ἡ μελέτη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ συναναστροφή του μὲ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐπλούτιζαν τὴν πνευματικότητά του. Μὲ τὰ συγγράμματά του καὶ τὴν πνευματική του καθοδήγηση ὁ λαὸς ἀναγεννιέται πνευματικὰ καὶ ὁ μοναχισμὸς ἀνθίζει.
Τὸ 1941 οἱ ἀρχὲς κατοχῆς τῆς χώρας του, οἱ Γερμανοί, τὸν συλλαμβάνουν, τὸν περιορίζουν καὶ τὸ 1944 τὸν στέλνουν στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τοῦ Νταχάου στὴ Γερμανία, ὅπου ὑπέστη πάνδεινα βασανιστήρια. Ὁ δοῦλος τοῦ Κυρίου βάσταζε τὰ στίγματα τοῦ μαρτυρίου στὸ σῶμα του, ποὺ ὅλο εἶχε γίνει μία πληγή. Μάλιστα δέρμα στὴν πλάτη καὶ στὰ πέλματα δὲν ὑπῆρχε.
Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, τὸ Μάιο τοῦ 1945, δὲν θέλησε πλέον νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα του. Τὸ τότε καθεστὼς τὸν θεωροῦσε ἀνεπιθύμητο πρόσωπο. Πῆγε, λοιπόν, στὴν Ἀμερικὴ καὶ παρὰ τὴν κλονισμένη ὑγεία του συνέχισε τὸ φιλανθρωπικὸ καὶ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Δίδαξε στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα στὸ Λίμπερτβιλ τοῦ Ἰλλινόις καὶ ἀπὸ τὸ 1951 ἐγκαταστάθηκε στὴ Ρωσικὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Τύχωνος στὴν Πενσυλβάνια, ὅπου καθοδηγοῦσε τοὺς μοναχοὺς καὶ διηύθυνε τὸ θεολογικὸ σεμινάριο τῆς μονῆς. Οἱ δυσκολίες καὶ τὰ προβλήματα δὲν τὸν ἀποθάρρυναν ποτέ. Αἰσθανόταν ἔντονα τὴν παρουσία τῆς Θείας Πρόνοιας στὸ βίο του καὶ αὐτὸ τοῦ ἔδινε δύναμη, ἀνδρεία καὶ χαρά.
Ἡ προσευχή του ἦταν ἀδιάλειπτη καὶ ἔρεε ὡς ποταμὸς τοῦ παραδείσου. Πενθοῦσε ἀβίαστα καὶ ἔχυνε δάκρυα μετάνοιας, παρακλήσεως, μεσιτείας καὶ δοξολογίας. Προσευχόμενος τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς τοῦ ἔτους 5 Μαρτίου του 1956 στὸ ταπεινὸ κελί του καὶ προετοιμαζόμενος νά λειτουργήσει, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Νικόλαος λάτρευε τὸν Θεὸ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἰσχῦος καὶ διανοίας αὐτοῦ, καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε στόμα καὶ σοφία ἀσυναγώνιστο καὶ ἀκαταγώνιστο. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὴ μονὴ Ρακόβιτσα, κοντὰ στὸ Βελιγράδι, τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 1909. Εἶχε ἀρρωστήσει βαριὰ ἀπὸ δυσεντερία καὶ ἔταξε, ἐὰν ὁ Κύριος τὸν θεραπεύσει, νὰ Τοῦ ἀφιερωθεῖ διὰ βίου μὲ ὅλη του τὴν ὕπαρξη, ὅπως καὶ ἔγινε.
Κατὰ τὴν περίοδο 1915 – 1919 ἀπεστάλη στὴν Ἀμερικὴ καὶ στὴν Ἀγγλία, γιὰ νὰ συντρέξει καὶ νὰ ἐνισχύσει τὸν πολύπαθο Σερβικὸ λαό. Τὸ ἔτος 1919 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ζίτσης στὴν κεντρικὴ Σερβία καὶ τὸ ἔτος 1920 μεταφέρθηκε στὴν Ἀχρίδα, ὅπου ἀνέπτυξε ἕνα τεράστιο ἱεραποστολικό, ποιμαντικό, κοινωνικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο.
Ὁ Ἐπίσκοπος Νικόλαος, παρὰ τὴν τεράστια μόρφωσή του καὶ τὰ πολλά του χαρίσματα, διακρινόταν γιὰ τὴν ἁπλότητα τοῦ ἤθους του, τὴν καλοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη του. Ἡ ἀρετή, ἡ ὁποία κατ’ ἐξοχὴν τὸν στόλιζε, ἦταν ἡ ταπείνωση. Ἡ μελέτη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ συναναστροφή του μὲ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐπλούτιζαν τὴν πνευματικότητά του. Μὲ τὰ συγγράμματά του καὶ τὴν πνευματική του καθοδήγηση ὁ λαὸς ἀναγεννιέται πνευματικὰ καὶ ὁ μοναχισμὸς ἀνθίζει.
Τὸ 1941 οἱ ἀρχὲς κατοχῆς τῆς χώρας του, οἱ Γερμανοί, τὸν συλλαμβάνουν, τὸν περιορίζουν καὶ τὸ 1944 τὸν στέλνουν στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τοῦ Νταχάου στὴ Γερμανία, ὅπου ὑπέστη πάνδεινα βασανιστήρια. Ὁ δοῦλος τοῦ Κυρίου βάσταζε τὰ στίγματα τοῦ μαρτυρίου στὸ σῶμα του, ποὺ ὅλο εἶχε γίνει μία πληγή. Μάλιστα δέρμα στὴν πλάτη καὶ στὰ πέλματα δὲν ὑπῆρχε.
Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, τὸ Μάιο τοῦ 1945, δὲν θέλησε πλέον νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα του. Τὸ τότε καθεστὼς τὸν θεωροῦσε ἀνεπιθύμητο πρόσωπο. Πῆγε, λοιπόν, στὴν Ἀμερικὴ καὶ παρὰ τὴν κλονισμένη ὑγεία του συνέχισε τὸ φιλανθρωπικὸ καὶ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Δίδαξε στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα στὸ Λίμπερτβιλ τοῦ Ἰλλινόις καὶ ἀπὸ τὸ 1951 ἐγκαταστάθηκε στὴ Ρωσικὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Τύχωνος στὴν Πενσυλβάνια, ὅπου καθοδηγοῦσε τοὺς μοναχοὺς καὶ διηύθυνε τὸ θεολογικὸ σεμινάριο τῆς μονῆς. Οἱ δυσκολίες καὶ τὰ προβλήματα δὲν τὸν ἀποθάρρυναν ποτέ. Αἰσθανόταν ἔντονα τὴν παρουσία τῆς Θείας Πρόνοιας στὸ βίο του καὶ αὐτὸ τοῦ ἔδινε δύναμη, ἀνδρεία καὶ χαρά.
Ἡ προσευχή του ἦταν ἀδιάλειπτη καὶ ἔρεε ὡς ποταμὸς τοῦ παραδείσου. Πενθοῦσε ἀβίαστα καὶ ἔχυνε δάκρυα μετάνοιας, παρακλήσεως, μεσιτείας καὶ δοξολογίας. Προσευχόμενος τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς τοῦ ἔτους 5 Μαρτίου του 1956 στὸ ταπεινὸ κελί του καὶ προετοιμαζόμενος νά λειτουργήσει, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Κόνων ἐκ Κύπρου
Ὁ Ὅσιος Κόνων ἔζησε περὶ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Γεννήθηκε στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀκάμα τῆς Κύπρου, λίγα χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Ἰλαρίωνος τοῦ Μεγάλου († 21 Ὀκτωβρίου), ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀρετή. Ἔτσι ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ σὲ ἕνα σπήλαιο μακριὰ ἀπὸ τὸ χωριό του.
Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἀγωνιζόταν τὸν καλὸ ἀγῶνα καὶ προέκοπτε στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή. Σιγὰ – σιγὰ γύρω του συγκεντρώθηκε μία ὁμάδα νέων ἀνθρώπων καὶ ἔτσι δημιουργήθηκε μία μοναστικὴ ἀδελφότητα.
Τὰ χρόνια ἦταν δύσκολα. Ἡ φτώχεια καὶ οἱ ἀσθένειες ταλαιπωροῦσαν τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι ὁ Ὅσιος, τὸν ὁποῖο χαρακτήριζε ἡ φιλοθεΐα καὶ ἡ φιλανθρωπία, φρόντισε νὰ ἱδρύσει γύρω ἀπὸ τὴ μονὴ ἕνα νοσοκομεῖο, τὸ γνωστὸ Πτωχεῖο, γιὰ νὰ βρίσκουν ἐκεῖ ἐλπίδα καὶ καταφύγιο οἱ ἀσθενεῖς καὶ οἱ πτωχοί.
Ὁ Ὅσιος Κόνων, ἀφοῦ ἀγωνίσθηκε θεοφιλῶς μὲ τέλεια ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας. Ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται στὶς μονὲς Κύκκου καὶ Μαχαιρᾶ τῆς Κύπρου.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προ κατάλαβε.
Ιδρώσιν ασκήσεως Κόνων ηγίασας γήν, Ακόμα και έβαλες ως Θεοφόρον φυτόν, εν ώ κατασκήνωσαν, σμήνη των αρετών σου, κατευφραίνοντα πάντας, όσοι κατατρυφώσι, σων αγώνων τρισμάκαρ, διό και χάριν είληφας, την των ιάσεων.
Κοντάκιον
Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.
Θεϊκοίς αθλήμασι πάθη απέκτεινας, πάτερ, και φαιδρώς κεκόσμησαι, χαροποιώ απάθεια, έδραμες προς τον Δεσπότην σου ακαμάτως, ύδωρ ζών επιποθών και εύρων πλουσίως εξ ου δίδου, θείε Κόνων, τοις προσκυνούσι, την πάντιμον κάραν σου.
Μεγαλυνάριον
Πάντων των ηδέων και των φθαρτών, ως περ κόνιν Κόνων, υπερείδες δια Χριστόν, ω ακολουθήσας, ασκήσει ζωηφόρω, ηγίασας Ακάμαν, Κύπρου αγλάϊσμα.
Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἀγωνιζόταν τὸν καλὸ ἀγῶνα καὶ προέκοπτε στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή. Σιγὰ – σιγὰ γύρω του συγκεντρώθηκε μία ὁμάδα νέων ἀνθρώπων καὶ ἔτσι δημιουργήθηκε μία μοναστικὴ ἀδελφότητα.
Τὰ χρόνια ἦταν δύσκολα. Ἡ φτώχεια καὶ οἱ ἀσθένειες ταλαιπωροῦσαν τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι ὁ Ὅσιος, τὸν ὁποῖο χαρακτήριζε ἡ φιλοθεΐα καὶ ἡ φιλανθρωπία, φρόντισε νὰ ἱδρύσει γύρω ἀπὸ τὴ μονὴ ἕνα νοσοκομεῖο, τὸ γνωστὸ Πτωχεῖο, γιὰ νὰ βρίσκουν ἐκεῖ ἐλπίδα καὶ καταφύγιο οἱ ἀσθενεῖς καὶ οἱ πτωχοί.
Ὁ Ὅσιος Κόνων, ἀφοῦ ἀγωνίσθηκε θεοφιλῶς μὲ τέλεια ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας. Ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται στὶς μονὲς Κύκκου καὶ Μαχαιρᾶ τῆς Κύπρου.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προ κατάλαβε.
Ιδρώσιν ασκήσεως Κόνων ηγίασας γήν, Ακόμα και έβαλες ως Θεοφόρον φυτόν, εν ώ κατασκήνωσαν, σμήνη των αρετών σου, κατευφραίνοντα πάντας, όσοι κατατρυφώσι, σων αγώνων τρισμάκαρ, διό και χάριν είληφας, την των ιάσεων.
Κοντάκιον
Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.
Θεϊκοίς αθλήμασι πάθη απέκτεινας, πάτερ, και φαιδρώς κεκόσμησαι, χαροποιώ απάθεια, έδραμες προς τον Δεσπότην σου ακαμάτως, ύδωρ ζών επιποθών και εύρων πλουσίως εξ ου δίδου, θείε Κόνων, τοις προσκυνούσι, την πάντιμον κάραν σου.
Μεγαλυνάριον
Πάντων των ηδέων και των φθαρτών, ως περ κόνιν Κόνων, υπερείδες δια Χριστόν, ω ακολουθήσας, ασκήσει ζωηφόρω, ηγίασας Ακάμαν, Κύπρου αγλάϊσμα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Βουλγαρίας
Σταυρόν τι τυποίς ω Iωάννη μάκαρ;
Ότι μαθητής ειμί φησι Kυρίου.
Ότι μαθητής ειμί φησι Kυρίου.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴ Βουλγαρία καὶ ἦταν ὡραῖος στὴν ὄψη καὶ ἐγγράμματος. Κάποτε ἐνεπλάκη σὲ μία περιπέτεια καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Αἰσθανόμενος ὅμως τύψεις γιὰ τὴν ἀποστασία του, ἔφυγε ἀπὸ τὴ Βουλγαρία καὶ ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔκανε ὑπακοὴ σὲ κάποιον ἀνάπηρο κατὰ τὸ ἕνα χέρι μοναχὸ στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἐνδύθηκε τουρκικὰ ἐνδύματα καὶ εἰσῆλθε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ποὺ εἶχε μετατραπεῖ σὲ τέμενος (τζαμί). Ἐνώπιον τῶν Τούρκων ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ προσκύνησε στὸ ναὸ χριστιανοπρεπῶς.
Οἱ Τοῦρκοι ἀμέσως τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν πίεσαν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὴν πατρώα εὐσέβεια. Ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας τὸ ἔτος 1784.
Οἱ Τοῦρκοι ἀμέσως τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν πίεσαν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὴν πατρώα εὐσέβεια. Ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας τὸ ἔτος 1784.
Ὁ Ἅγιος Νέστωρ ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νέστωρ ἦταν πατέρας τοῦ Ἁγίου Κόνωνος τοῦ Ἰσαύρου. Σύζυγός του ἦταν ἡ Νάδα. Στὴν ἀρχὴ ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὅμως μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ υἱός του Ἅγιος Κόνων τοὺς ὁδήγησε στὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ τοὺς βάπτισε.
Ὁ Ἅγιος Νέστωρ μαρτύρησε λαμβάνοντας τὸ στέφανο τῆς δόξης τοῦ Κυρίου.
Ὁ Ἅγιος Νέστωρ μαρτύρησε λαμβάνοντας τὸ στέφανο τῆς δόξης τοῦ Κυρίου.
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Καισαρείας
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ἦταν Ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης. Ἔλαβε μέρος σὲ Σύνοδο ποὺ συγκλήθηκε στὴν Παλαιστίνη γιὰ τὸν καθορισμὸ τῆς ἡμέρας τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Κομμόδου (180 – 192 μ.Χ.).
Οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς καὶ Λεωνίδας οἱ Μάρτυρες ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἀδριανὸς τοῦ Ποσεσόνε ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο αἰῶνα μ.Χ. Ἀρχικὰ μόνασε στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Κορνηλίου τῆς περιοχῆς Κομέλ, ὅταν τὸ 1540 εἶδε σὲ ὅραμα ἕνα γηραιὸ μοναχὸ μὲ τὸ ὄνομα Βεστούζ, ποὺ τὸν καλοῦσε νὰ ἱδρύσει ἕνα καινούργιο μοναστήρι.
Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, ποὺ τοῦ παρέδωσε μία εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὁ Ὅσιος Ἀδριανὸς καὶ ὁ μαθητής του Ὅσιος Λεωνίδας, ἄφησαν τὴ μοναστικὴ κοινότητά τους.
Φθάνοντας στὰ βάθη ἑνὸς δάσους, οἱ δυὸ μοναχοὶ τοποθέτησαν τὴν εἰκόνα πάνω σὲ μία ψηλὴ βελανιδιὰ καὶ ἀπομακρύνθηκαν, γιὰ νὰ διαλέξουν τὸ νέο τόπο τῆς ἀσκήσεώς τους. Πέρασαν ὅμως ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο κάποιοι ψαράδες καὶ βλέποντας τὴν εἰκόνα προσπάθησαν νὰ τὴν πάρουν. Μία μυστικὴ δύναμη ὅμως τοὺς ἀπωθοῦσε. Τρομαγμένοι ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς ἄφησαν ψωμὶ καὶ ψάρια κάτω στὸ δένδρο. Οἱ μοναχοὶ εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ θεόσταλτο αὐτὸ δῶρο καὶ κατάλαβαν ὅτι ἐκεῖνο ἦταν τὸ μέρος ποὺ τοὺς παραχωρήθηκε γιὰ νὰ οἰκοδομήσουν τὸ νέο μοναστήρι, πρὸς τιμὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ὁ Ὅσιος Λεωνίδας, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1549.
Δέκα χρόνια μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς μονῆς, στὶς 5 Μαρτίου 1550, μία συμμορία ληστῶν λεηλάτησε τὸ μοναστήρι, βασάνισε καὶ φόνευσε τὸν ἡγούμενο Ὅσιο Ἀδριανό.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου Ἀδριανοῦ εὑρέθησαν τὸ ἔτος 1626 καὶ μὲ εὐλάβεια, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Πατριάρχου Φιλάρετου, μετεκομίσθησαν στὸ μοναστήρι ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε στὴν πόλη τοῦ Ποσεσόνε.
Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, ποὺ τοῦ παρέδωσε μία εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὁ Ὅσιος Ἀδριανὸς καὶ ὁ μαθητής του Ὅσιος Λεωνίδας, ἄφησαν τὴ μοναστικὴ κοινότητά τους.
Φθάνοντας στὰ βάθη ἑνὸς δάσους, οἱ δυὸ μοναχοὶ τοποθέτησαν τὴν εἰκόνα πάνω σὲ μία ψηλὴ βελανιδιὰ καὶ ἀπομακρύνθηκαν, γιὰ νὰ διαλέξουν τὸ νέο τόπο τῆς ἀσκήσεώς τους. Πέρασαν ὅμως ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο κάποιοι ψαράδες καὶ βλέποντας τὴν εἰκόνα προσπάθησαν νὰ τὴν πάρουν. Μία μυστικὴ δύναμη ὅμως τοὺς ἀπωθοῦσε. Τρομαγμένοι ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς ἄφησαν ψωμὶ καὶ ψάρια κάτω στὸ δένδρο. Οἱ μοναχοὶ εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ θεόσταλτο αὐτὸ δῶρο καὶ κατάλαβαν ὅτι ἐκεῖνο ἦταν τὸ μέρος ποὺ τοὺς παραχωρήθηκε γιὰ νὰ οἰκοδομήσουν τὸ νέο μοναστήρι, πρὸς τιμὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ὁ Ὅσιος Λεωνίδας, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1549.
Δέκα χρόνια μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς μονῆς, στὶς 5 Μαρτίου 1550, μία συμμορία ληστῶν λεηλάτησε τὸ μοναστήρι, βασάνισε καὶ φόνευσε τὸν ἡγούμενο Ὅσιο Ἀδριανό.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου Ἀδριανοῦ εὑρέθησαν τὸ ἔτος 1626 καὶ μὲ εὐλάβεια, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Πατριάρχου Φιλάρετου, μετεκομίσθησαν στὸ μοναστήρι ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε στὴν πόλη τοῦ Ποσεσόνε.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Πρίγκιπος καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ Δαβὶδ καὶ Κωνσταντίνου
Ἡ μνήμη τοὺς τιμᾶται στὶς 19 Σεπτεμβρίου. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἀνακομιδῆς τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τους.
Σύναξη της Παναγιάς της Παντάνασσας στην Σίκινο
Η Παναγία η Παντάνασσα είναι η προστάτις της Σικίνου. Για την εύρεση της
εικόνας της Θεοτόκου γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Σπυρίδων Βουρλάκος,
Αρχιερατικός Επίτροπος Σικίνου.
«Τα παλιά τα χρόνια, στο μικρό νησί της Σίκινου, που βρίσκεται μεταξύ των νησιών Ίου και Φολεγάνδρου και βόρεια της Σαντορίνης, υπήρχαν πολλές ιδιόκτητες εκκλησίες, οι οποίες είχαν και τον εφημέριό τους. Στον εφημέριο λοιπόν μίας εξ αυτών των εκκλησιών, που ήταν αφιερωμένη στον Τίμιο Πρόδρομο, συνέβη το παρακάτω θαυμαστό γεγονός.
Ένα βράδυ είδε στον ύπνο του μία θαυμάσια και μεγαλοπρεπή γυναίκα, η οποία τον προέτρεπε να πάει στο βόρειο μέρος του νησιού, στη θέση του Καρρά, στο αυλάκι να την παραλάβει. Το πρωί ο Ιερέας διηγήθηκε το όνειρό του στην πρεσβυτέρα και η οποία όμως τον συμβούλευσε να μην δίνει προσοχή στα όνειρα. Αυτό το όνειρο επαναλήφθηκε και την επομένη βραδιά και ο Ιερέας πάλι επηρεασμένος από την αποτροπή της πρεσβυτέρας του, αδιαφόρησε. Την τρίτη βραδιά παρουσιάστηκε και πάλι η οπτασία αυτής της θαυμαστής γυναίκας, η οποία τον έλεγξε για την απιστία του και του είπε ότι αν δεν πάει, θα πάθει μεγάλο κακό.
Έντρομος ο Ιερέας ξύπνησε, φόρεσε το ράσο του και χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα, έφυγε αμέσως για το μέρος που του είχε υποδείξει η γυναίκα στον ύπνο του. Μόλις έφτασε στο μέρος εκείνο, που ήταν βραχώδες και παραθαλάσσιο, είδε φως (σαν καντήλι) πάνω στη θάλασσα και κοντά στην ακτή. Όταν πλησίασε, αντί του φωτός είδε μία εικόνα που στεκόταν όρθια πάνω στη θάλασσα. Αμέσως έβγαλε τα υποδήματά του, ανασκούμπωσε το ράσο του και μπήκε στη θάλασσα για να πιάσει την εικόνα. Όσο όμως ο ιερέας πλησίαζε, τόσο απομακρύνονταν η Αγία Εικόνα στη θάλασσα. Ενώ συνέχισε κολυμπώντας, όλες οι προσπάθειες απέβαιναν μάταιες.
Απελπισμένος ο Ιερέας βγήκε από τη θάλασσα και αναχώρησε για την κωμόπολη. Εκεί ανακοίνωσε το γεγονός και με κωδωνοκρουσίες όλοι οι ιερείς ενδεδυμένοι με τα άμφιά τους καθώς και ο λαός με λαμπάδες και εξαπτέρυγα αναχώρησαν για το προαναφερθέν σημείο και είδαν την αγία εικόνα να στέκεται όρθια επί της θαλάσσης. Τότε ο ιερέας που είχε δει το όραμα, γονάτισε και προσευχήθηκε. Έτσι μπόρεσε και παρέλαβε από τη θάλασσα την Αγία Εικόνα της Θεοτόκου. Στην συνέχεια εν πομπή και με ψαλμούς μετέφεραν την αγία εικόνα της Θεοτόκου στην εκκλησία του Αγίου Προδρόμου, όπου ήταν εφημέριος ο Ιερέας.
Την επομένη όμως το πρωί η εικόνα δεν ήταν στο ναό που την είχαν εναποθέσει και όλοι οι κάτοικοι ανησύχησαν ότι κάποιοι έκλεψαν το Ιερό Εικόνισμα. Κατόπιν ερευνών βρέθηκε η εικόνα στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο κέντρο της κωμόπολης στη θέση Κάστρο, όρθια πάνω σε στασίδι, παραπλεύρως της αριστεράς θύρας του Ταξιάρχη. Τότε άρχισε φιλονικία μεταξύ των ιδιοκτητών των δύο εκκλησιών. Η δε εικόνα μετεφέρθη και πάλι στην προηγουμένη εκκλησία. Αυτό το γεγονός όμως επαναλήφθηκε και την επομένη νύχτα και αποφάσισαν να μείνουν το βράδυ στο γυναικωνίτη κρυμμένοι δύο άντρες για να δουν ποιός παίρνει την εικόνα. Τα μεσάνυχτα άκουσαν να ανοίγει η κλειδωμένη πόρτα της εκκλησίας και η εικόνα να φεύγει μόνη της και να εισέρχεται στην άλλη εκκλησία. Τότε κατανόησαν την θέληση της Θεοτόκου να παραμείνει στην άλλη εκκλησία και ανακοίνωσωσαν στον λαό την θαυματουργό μετάβασή της. Έτσι αποφάσισαν οι κάτοικοι να παραμείνει στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ενθρονισμένη. Ο ιδιοκτήτης του ναού σε ένδειξη σεβασμού προς την Θεοτόκο κατασκεύασε ξύλινο θρόνο και την τοποθέτησαν στο αριστερό μέρος του ναού, τον οποίο η ίδια η Παναγία είχε επιλέξει.
Η Σύναξη της ιεράς εικόνος της Παναγίας Παντανάσσης τελείται με ιδιαίτερο τυπικό την ημέρα της ευρέσεώς της, Α´ Κυριακή των Νηστειών, της Ορθοδοξίας».
«Τα παλιά τα χρόνια, στο μικρό νησί της Σίκινου, που βρίσκεται μεταξύ των νησιών Ίου και Φολεγάνδρου και βόρεια της Σαντορίνης, υπήρχαν πολλές ιδιόκτητες εκκλησίες, οι οποίες είχαν και τον εφημέριό τους. Στον εφημέριο λοιπόν μίας εξ αυτών των εκκλησιών, που ήταν αφιερωμένη στον Τίμιο Πρόδρομο, συνέβη το παρακάτω θαυμαστό γεγονός.
Ένα βράδυ είδε στον ύπνο του μία θαυμάσια και μεγαλοπρεπή γυναίκα, η οποία τον προέτρεπε να πάει στο βόρειο μέρος του νησιού, στη θέση του Καρρά, στο αυλάκι να την παραλάβει. Το πρωί ο Ιερέας διηγήθηκε το όνειρό του στην πρεσβυτέρα και η οποία όμως τον συμβούλευσε να μην δίνει προσοχή στα όνειρα. Αυτό το όνειρο επαναλήφθηκε και την επομένη βραδιά και ο Ιερέας πάλι επηρεασμένος από την αποτροπή της πρεσβυτέρας του, αδιαφόρησε. Την τρίτη βραδιά παρουσιάστηκε και πάλι η οπτασία αυτής της θαυμαστής γυναίκας, η οποία τον έλεγξε για την απιστία του και του είπε ότι αν δεν πάει, θα πάθει μεγάλο κακό.
Έντρομος ο Ιερέας ξύπνησε, φόρεσε το ράσο του και χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα, έφυγε αμέσως για το μέρος που του είχε υποδείξει η γυναίκα στον ύπνο του. Μόλις έφτασε στο μέρος εκείνο, που ήταν βραχώδες και παραθαλάσσιο, είδε φως (σαν καντήλι) πάνω στη θάλασσα και κοντά στην ακτή. Όταν πλησίασε, αντί του φωτός είδε μία εικόνα που στεκόταν όρθια πάνω στη θάλασσα. Αμέσως έβγαλε τα υποδήματά του, ανασκούμπωσε το ράσο του και μπήκε στη θάλασσα για να πιάσει την εικόνα. Όσο όμως ο ιερέας πλησίαζε, τόσο απομακρύνονταν η Αγία Εικόνα στη θάλασσα. Ενώ συνέχισε κολυμπώντας, όλες οι προσπάθειες απέβαιναν μάταιες.
Απελπισμένος ο Ιερέας βγήκε από τη θάλασσα και αναχώρησε για την κωμόπολη. Εκεί ανακοίνωσε το γεγονός και με κωδωνοκρουσίες όλοι οι ιερείς ενδεδυμένοι με τα άμφιά τους καθώς και ο λαός με λαμπάδες και εξαπτέρυγα αναχώρησαν για το προαναφερθέν σημείο και είδαν την αγία εικόνα να στέκεται όρθια επί της θαλάσσης. Τότε ο ιερέας που είχε δει το όραμα, γονάτισε και προσευχήθηκε. Έτσι μπόρεσε και παρέλαβε από τη θάλασσα την Αγία Εικόνα της Θεοτόκου. Στην συνέχεια εν πομπή και με ψαλμούς μετέφεραν την αγία εικόνα της Θεοτόκου στην εκκλησία του Αγίου Προδρόμου, όπου ήταν εφημέριος ο Ιερέας.
Την επομένη όμως το πρωί η εικόνα δεν ήταν στο ναό που την είχαν εναποθέσει και όλοι οι κάτοικοι ανησύχησαν ότι κάποιοι έκλεψαν το Ιερό Εικόνισμα. Κατόπιν ερευνών βρέθηκε η εικόνα στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο κέντρο της κωμόπολης στη θέση Κάστρο, όρθια πάνω σε στασίδι, παραπλεύρως της αριστεράς θύρας του Ταξιάρχη. Τότε άρχισε φιλονικία μεταξύ των ιδιοκτητών των δύο εκκλησιών. Η δε εικόνα μετεφέρθη και πάλι στην προηγουμένη εκκλησία. Αυτό το γεγονός όμως επαναλήφθηκε και την επομένη νύχτα και αποφάσισαν να μείνουν το βράδυ στο γυναικωνίτη κρυμμένοι δύο άντρες για να δουν ποιός παίρνει την εικόνα. Τα μεσάνυχτα άκουσαν να ανοίγει η κλειδωμένη πόρτα της εκκλησίας και η εικόνα να φεύγει μόνη της και να εισέρχεται στην άλλη εκκλησία. Τότε κατανόησαν την θέληση της Θεοτόκου να παραμείνει στην άλλη εκκλησία και ανακοίνωσωσαν στον λαό την θαυματουργό μετάβασή της. Έτσι αποφάσισαν οι κάτοικοι να παραμείνει στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ενθρονισμένη. Ο ιδιοκτήτης του ναού σε ένδειξη σεβασμού προς την Θεοτόκο κατασκεύασε ξύλινο θρόνο και την τοποθέτησαν στο αριστερό μέρος του ναού, τον οποίο η ίδια η Παναγία είχε επιλέξει.
Η Σύναξη της ιεράς εικόνος της Παναγίας Παντανάσσης τελείται με ιδιαίτερο τυπικό την ημέρα της ευρέσεώς της, Α´ Κυριακή των Νηστειών, της Ορθοδοξίας».
«Πᾶνος»