Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

Ἰωάννης Λίτινας: Ὁ Ἐσταυρωμένος στό Ἱερό Βῆμα (β) και (γ)

 

Ἰωάννης Λίτινας: Ὁ Ἐσταυρωμένος στό Ἱερό Βῆμα (γ)

μελέτημα περί τῆς ἐπιχειρούμενης ἀποβολῆς Του

 

Τὰ μέρη (α) ΕΔΩ κα (β) ΕΔΩ
 
Γράφει ὁ  Ἰωάννης Λίτινας

 

3. Θέα καὶ προσκύνηση τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ τῆς θυσίας Του στὰ μυστήρια καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Οἱ θεωθέντες ἅγιοι δὲν ἐπισημαίνουν καμμία βλάβη ἀπὸ τὴν ὕπαρξή Του ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης.

 

Προκειμένου ἡ προσπάθεια ἐξοβελισμοῦ τοῦ Ἐσταυρωμένου νὰ περιβληθῆ μὲ ἕνα πέπλο «ὀρθόδοξης εὐαισθησίας» ὑποστηρίζεται ὅτι ἀλλοιώνει τὴν λειτουργικὴ ἐσχατολογική προοπτικὴ τῶν πιστῶν. Ἡ ἀποδιδόμενη ὅμως βλάβη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος στὴν εἰκονικὴ ἀναζωγράφηση τοῦ Ἐσταυρωμένου, στὴ θέση του στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ στὴ χρήση του στὴν λειτουργικὴ πρακτική, ἐκτὸς τῆς ἐπικινδυνότητας γιὰ βλασφημία ποὺ ἐνέχει ἀπὸ μόνη της (πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ μορφὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ νὰ προκαλῆ βλάβη;), δὲν ἀπαντᾶται στὴν διδασκαλία καὶ πράξη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ οὔτε κατεδείχθη ποτὲ ἀπὸ τοὺς ἁγίους ποὺ θεώθηκαν τηρώντας αὐτὴν τὴν παράδοση στὴν λειτουργικὴ τους ζωή.

 

Ἡ ὀρθόδοξη Λατρεία μὲ ἀποκορύφωμα τὴν Θεία Εὐχαριστία ἔχει κέντρο της τὸν Χριστὸ καὶ ἰδιαιτέρως τὴν θυσία Του ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ καθὼς τὸ Ποτήριον φέρει αὐτὸ τὸ Αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ ποὺ ἔρευσε ἀπὸ τὴν ἁγία πλευρὰ Του. Αὐτὸν ἀτενίζουν πρὸς ἀνατολὰς οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ λαός, ἐπὶ  τοῦ Σταυροῦ καὶ ἔτσι Τὸν προσκυνοῦν.

 

Ἀπὸ τοὺς Πατέρες διδασκόμαστε ἐπίσης ὅτι τὸ εὐαγγέλιο, συμβολίζοντας τὸν Χριστό, τοποθετεῖται πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα «διὰ νὰ φαίνεται καθαρῶς ὅλα» καὶ ὅτι «Διὰ τῶν μυστηρίων φαίνεται ὁ Δεσπότης κείμενος καὶ θυσιαζόμενος»[1]. Μὲ τὴν σωματικὴ θεωρία ἄλλωστε ἀναγόμεθα στὴν πνευματική. Βλέποντας τὸν Χριστὸ καὶ τὰ πάθη Του ἁγιαζόμαστε∙ γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἐχθρὸς διάβολος μᾶς φθονεῖ. Ἡ μορφὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ εἰκονίζει καὶ προβάλλει ἐναργῶς τὰ πάθη Του εἰς τρόπον ὥστε νὰ τὰ βλέπουν οἱ πιστοί, νὰ τὰ δοξάζουν, νὰ τὰ θαυμάζουν καὶ νὰ ἀναπτύσσουν ἅμιλλα. Ἔτσι ἀτενίζουν στὰ ἔσχατα ὅπου «ὁ Ἐσταυρωμένος Χριστὸς ἔρχεται κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς». Ἂς δοῦμε αὐτὲς τὶς διδαχὲς:

 

(Τὸ θυσιαστήριον) «αὐτὸν τυποῖ, τὸν Χριστὸν ἐσφαγμένον καὶ ζῶντα, καὶ νοητῶς ἐκεῖσε θυόμενον κείμενον, καὶ ἀπαύστως ἱερουργούμενον»[2] παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Συμεών.

 

Στὴν ὕψωση τοῦ ἁγίου ἄρτου δίδεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἡ ἔννοια τῆς ὕψωσης ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σώματος τοῦ Κυρίου: «Εἶτα ὑψοῦται ἐν ταῖς χερσὶ τοῦ ἱερέως ὡς ἐπὶ σταυροῦ καὶ διαδίδοται κλώμενον, καὶ οὕτως ἐν ἡμῖν θάπτεται, καὶ συναφθαρτίζει ἡμᾶς»[3].

Καὶ ἔτσι ἡ ὕψωσις αὐτή, «τὴν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ δηλοῖ  (μαρτυρεῖ) ὕψωσιν τοῦ Ἰησοῦ. Διὸ καὶ τὸ ποτήριον πρόκειται αὐτὸ τὸ ἀπὸ τῆς ἁγίας αὐτοῦ ρεῦσαν πλευρᾶς φέρον αἷμα καὶ ὕδωρ».[4]

 

Καὶ πάλιν ἑρμηνεύει πώς «ἡ τοῦ ζωηφόρου ἄρτου γίνεται ὕψωσις, αὐτὴν τυποῦσα τὴν ὑπὲρ ἡμῶν τοῦ Σωτήρος σταύρωσιν∙ καὶ τὸ αὐτὸν τὸν Χριστὸν ἐλθεῖν, καὶ ἑαυτοῦ ἡμῖν μεταδοῦναι, ὅτι καὶ οὗτός ἐστιν ὁ ὑπὲρ ἡμῶν σταυρωθεὶς, καὶ αὐτὸν δείκνυσιν ἡμῖν μυστικῶς ὑπὲρ ἡμῶν πεπονθότα. Διὸ καὶ “Πρόσχωμεν” ἐκβοᾷ, ὥστε γνῶναι ἡμᾶς τὸ μυστήριον. Καὶ ἐπάγει, “Τὰ Ἅγια τοῖς ἁγίοις”, δηλῶν ὡς ὁ σταυρωθείς ἅγιος, καὶ οἱ τούτου μέτοχοι ἅγιοι ὀφείλουσιν εἶναι».[5]

 

Ἂν ἡ θέα τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ἀλλοίωνε τὴν ἐσχατολογική προοπτικὴ τῶν πιστῶν, δὲν θὰ δίδασκε ὁ ἱερὸς πατὴρ στὰ περὶ τοῦ μελισμοῦ τοῦ Ἄρτου σὲ τέσσερα μέρη, ὅτι καὶ μὲ τούτη τὴν πράξη ὁ ἱερεὺς «ἐσταυρωμένον βλέπη τὸν Ἰησοῦν. Οὐδὲ γὰρ ἄλλη τὶς οὕτω θαυμαστὴ θεωρία, ὡς τὸν ὑψηλὸν Θεὸν οὕτω θεωρεῖν ὑπὲρ ἡμῶν ταπεινὸν».[6] Καμμία ἄλλη θέαση δὲν εἶναι τόσο θαυμάσια ὅσο τὸ νὰ βλέπει κανεὶς τὸν ὑψηλὸν Θεὸν νὰ ταπεινώνεται μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο - σταυρούμενος - ὑπὲρ ἡμῶν.

 

Ὁ Ἐσταυρωμένος ἀφοῦ ἔβλεπε πρὸς τὴν δύση, ἐμεῖς πρέπει νὰ Τὸν ἀτενίζουμε καὶ προσκυνοῦμε πρὸς τὴν ἀνατολή, νουθετεῖ ὁ ἱερὸς Δαμασκηνός: «Ἀλλὰ μὴν καὶ ὁ Κύριος σταυρούμενος ἐπί δυσμὰς ἑώρα, καὶ οὕτω προσκυνοῦμεν πρός Αὐτὸν ἀτενίζοντες».[7] Διά τοῦτο «ποθοῦμεν γὰρ αὐτοῦ ἰδεῖν τὸν χαρακτῆρα»∙[8] ποθοῦμε νὰ βλέπουμε τὴν μορφὴ Του. Χωρὶς ἀμφιβολίαν, ἐνῶ πολλὲς φορὲς δὲν ἔχομεν εἰς τὸν νοῦν μας τὸ πάθος τοῦ Κυρίου, μόλις ἰδοῦμεν τὴν εἰκόνα τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἐνθυμούμεθα τὸ σωτήριον πάθος, πέφτομεν εἰς τὴν γῆν καὶ προσκυνοῦμεν ὄχι τὴν ὕλην, ἀλλὰ τὸν εἰκονιζόμενον, ὅπως καὶ δὲν προσκυνοῦμεν τὴν ὕλην τοῦ Εὐαγγελίου, οὔτε τὴν ὕλην τοῦ σταυροῦ, ἀλλὰ τὸ σχῆμα[9], σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης. 

 

Αὐτὴν τὴν διδασκαλία ἐσφράγισε ἄλλωστε καὶ ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος: «Ὅσῳ γὰρ συνεχῶς δι’ εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως ὁρῶνται (ὁ Χριστός καὶ οἱ ἅγιοι), τοσοῦτον καὶ οἱ ταύτας (τὰς εἰκόνας) θεώμενοι (βλέποντες) διανίστανται πρὸς τὴν τῶν πρωτοτύπων μνήμην τε καὶ ἐπιπόθησιν, καὶ ταύταις ἀσπασμὸν καὶ τιμητικὴν προσκύνησιν ἀπονέμειν».[10]

 

Ἡ θέα τοῦ Ἐσταυρωμένου εἶναι τὸ μέσο ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ἀνερχόμαστε σὲ πνευματικὴ θεωρία διότι «εἶναι ἀδύνατο νὰ φθάσουμε στὰ νοητὰ ἔξω ἀπὸ τὰ σωματικά. Ὅπως λοιπὸν μέσω αἰσθητῶν λόγων ἀκοῦμε μὲ  σωματικὰ αὐτιὰ καὶ ἐννοοῦμε τὰ πνευματικά, ἔτσι καὶ μὲ τὴν  σωματικὴ θέα φθάνουμε στὴ θέα τὴν πνευματική».[11]

 

«Βλέπουμε», λοιπόν, «τὸ ἀποτύπωμα τῆς σωματικῆς μορφῆς Του καὶ τῶν θαυμάτων Του καὶ τῶν παθημάτων Του καὶ ἁγιαζόμαστε καὶ διδασκόμαστε καὶ χαιρόμαστε καὶ μακαριζόμαστε καὶ σεβόμαστε καὶ τιμᾶμε καὶ προσκυνᾶμε τὴ σωματικὴ μορφή Του».[12] Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, διευκρινίζει ὁ ἱερὸς Δαμασκηνός, τὰ παιδιὰ τῶν Χριστιανῶν προσκυνώντας τὸν τύπο τοῦ σταυροῦ, δὲν προσκυνοῦμε τὴν φύσιν τοῦ ξύλου, ἀλλὰ βλέποντας τὴν σφραγῖδα καὶ τὸ δαχτυλίδι καὶ τὴν μορφὴν τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, μέσω αὐτοῦ ἀσπαζόμαστε καὶ προσκυνοῦμε Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε πάνω σ᾽ αὐτόν.[13] Καὶ ἐξιστάμενος λέει : «Μακριὰ ἀπὸ σένα, φθονερὲ Διάβολε! Μᾶς φθονεῖς ἐπειδὴ μποροῦμε νὰ βλέπουμε τὸ ὁμοίωμα τοῦ Δεσπότη μας καὶ μέσω αὐτοῦ νὰ ἁγιασθοῦμε, νὰ δοῦμε τὰ σωτήρια πάθη του καὶ νὰ θαυμάζουμε τὴ συγκατάβασή του, νὰ βλέπουμε τὰ θαύματά του καὶ νὰ κατανοοῦμε καὶ νὰ δοξάζουμε τὴ δύναμη τῆς θεότητάς του».[14]

 

Στὴν συμφωνία αὐτὴ τῶν Πατέρων (consensus patrum) ἔρχεται καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας νὰ ἐπισημάνει πόσο σημαντικὸ εἶναι τὸ νὰ βλέπουμε καὶ μὲ τὰ μάτια μας τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ: «Γι’ αὐτὸ ἔπρεπε κατὰ τὴ διάταξι τῆς ἱερουργίας νὰ σημαίνεται καὶ ἡ θεωρία ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ἐμβάλη αὐτὰ τὰ αἰσθήματα, γιὰ νὰ μὴ σκεπτώμαστε μόνο μὲ τὸ νοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ βλέπωμε κατὰ κάποιο τρόπο μὲ τοὺς ὀφθαλμούς…τά πάθη τοῦ ἀπαθοῦς πόσο ἐμισήθηκε, πόσο ἀγάπησε∙ πόσος ἦταν, πόσο ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτό του∙ ἔπειτα ἀπὸ πόσα πάθη καὶ ἔργα ἑτοίμασε  ἐμπρὸς μας αὐτὴ τὴν τράπεζα;»[15] Διότι ὁ ἄρτος τοῦ Σώματος τοῦ Κυρίου εἶναι «αὐτὸ τοῦ Δεσπότου τὸ πανάγιον σῶμα τὸ πάντα ἀληθῶς ἐκεῖνα δεξάμενον τὰ ὀνείδη, τὰς ὕβρεις, τοὺς μώλωπας, τὸ σταυρωθέν, τὸ σφαγέν, τὸ μαρτυρῆσαν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν, τὸ ραπισθέν, τὸ αἰκισθέν, τὸ ἐμπτυσμάτων ἀνασχόμενον, τὸ χολῆς γευσάμενον. Ὁμοίως καὶ ὁ οἶνος αὐτὸ τὸ αἷμα τὸ ἐκπηδῆσαν σφαττομένου τοῦ σώματος. Τοῦτο τὸ σῶμα, τοῦτο τὸ αἷμα, τὸ συστὰν ἐκ Πνεύματος ἁγίου, τὸ γεννηθὲν ἀπὸ τῆς Μαρίας Παρθένου, τὸ ταφέν, τὸ ἀναστὰν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, τὸ ἀνελθὸν εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός».[16]

 

Τὰ μάτια μας λοιπὸν καθαγιάζονται μὲ τὴν ἐνατένιση τοῦ Σταυροῦ. «Ἡ τῶν ἱερῶν εἰκόνων διὰ χρωμάτων ἀναστήλωσις ἐν ταύταις γὰρ τὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ ἡμῶν ἅπαντα μυστήρια τοῖς εὑσεβέσιν ὁρῶνται καθιστορούμενα»[17] ἑρμηνεύει ὁ Θεόδωρος Ἀνδίδων καὶ συμφωνεῖ ὁ πατριάρχης Γερμανός: «Ὅτι τοίνυν ὀφθαλμοί μεν τῶν πιστῶν, ὀπτικὰς  ἀπορροίας ἐξακοντίσαντες ἐπὶ τὸν σταυρὸν, καθηγιάσθησαν».[18] Καὶ ἐπισημαίνει ὅτι κατὰ τὰ ἔσχατα «ὁ Ἐσταυρωμένος Χριστὸς ἔρχεται κρῖναι ζῶντας καὶ νεκροὺς».[19] Τόσο ζωντανὸ ἦταν τὸ βίωμα τῶν πρώτων χριστιανῶν ὥστε κατὰ τὴν θεία μετάληψη ἀπὸ τὸ κοινὸ ποτήριο ἡ αἴσθησή τους ἦταν σὰν νὰ ἀγγίζουν μὲ τὸ στόμα τους τὴν ζωοπάροχο πλευρὰ τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ∙ «τῶν μεταλαμβανόντων τῆ θηλῇ τοῦ ποτηρίου, ὡς αὐτῇ τῇ ζωοπαρόχῳ πλευρᾷ ψαυόντων».[20]

 

Καὶ αὐτὰ ὅσον ἀφορᾶ τὴν θεωρία.

 

Στὴν πράξη διαπιστώνουμε ὅτι οἱ ἅγιοι Νεκτάριος[21], Νικόλαος Πλανᾶς, Ἰάκωβος Τσαλίκης, Πορφύριος, Γεώργιος Καρσλίδης, Εὐμένιος, Καλλίνικος Ἐδέσσης κ.α. οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦσαν μὲ τὴν σημερινὴ πρακτική, ποτὲ δὲν ἀνέφεραν τὸν παραμικρὸ προβληματισμὸ σχετικά. Ἐὰν ὑφίστατο κάποια ἀλλοίωση στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ Σταυροῦ μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο, αὐτοί, πρῶτοι ἀπ’ ὅλους, θὰ τὴν διέκριναν καὶ φυσικὰ θὰ τὴν κατήγγειλαν. Ἐὰν πάλι ἰσχυριστοῦμε ὅτι κάτι τέτοιο διέφυγε τῆς προσοχῆς τους - πρᾶγμα ἄτοπο καθὼς οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ ἐξόχως φωτισθέντες ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ διακριτικοὶ τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας- θὰ παρατηρεῖτο, κατὰ συνέπεια, ἀπουσία θεωθέντων ἁγίων ποὺ λειτουργήθηκαν μὲ τὴν πρακτικὴ αὐτὴ σὲ ἰσχύ. Ἂν ὅμως ἀνεδείχθησαν ἅγιοι στὶς Ἐκκλησίες Ἀντιοχείας, Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ἑλλάδος -ὅπως καὶ ἀνεδείχθησαν- τότε κάθε ἰσχυρισμὸς γιὰ ἀλλοίωση ἀποβαίνει ἄκυρος.

 

Ἐὰν τὸ ἐγχείρημα ἐπιστροφῆς στὴν παλαιὰ παράδοση καθίσταται δῆθεν ἀναγκαῖο, καθὼς προβάλλεται ἐπιπλέον ἕνας ἄλλος ἰσχυρισμὸς - ὅτι ἡ σημερινὴ πρακτικὴ τῆς ἀκολουθίας τῶν Παθῶν καὶ τῆς Ἀποκαθήλωσης εἶναι αἱρετικὴ ἢ ἐπιλήψιμη ὡς ἐπιβληθεῖσα στὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τοὺς παπικοὺς κατὰ τὴν λατινοκρατία (1098-1268), τότε (ἐφόσον ἐπαληθεύεται ἱστορικῶς) πρέπει ἐπίσης νὰ καταδειχθῆ ποιὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ αἱρετικὸ – ἐπιλήψιμο ἐκεῖνο στοιχεῖο, βάσει τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων.

 

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος καὶ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ἔμπροσθεν τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Διακρίνεται ὁ Σταυρός μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο ὄπισθεν τοῦ θυσιαστηρίου.

 

Παράλληλα, ἐὰν δεχθοῦμε τὴν ὑπόθεση αὐτή, δημιουργεῖται ἡ ἴδια εὔλογη ἀπορία: Γιὰ ποιὸ λόγο οἱ ἅγιοι δὲν τὴν κατέδειξαν ὡς αἱρετικὴ καὶ γιὰ ποι λόγο ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών -ὁ ὁποῖος ὡς πατριάρχης Ἀντιοχείας ἀναθεώρησε τὴν λειτουργικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, προσεγγίζοντάς την στὴ βυζαντινὴ καὶ ἀπομακρύνοντας κάθε ξένο στοιχεῖο- δὲν ἀπομάκρυνε ὡς ξένον, ἀντορθόδοξον καὶ βλαπτικὸν τὸν Ἐσταυρωμένον ἀλλὰ τὸν ἄφησε ἐκεῖ ὡς στοιχεῖο συμβατὸ στὴν ὀρθόδοξη λατρεία.

 

Ἡ εἰσχώρηση ὅμως αὐτῶν τῶν τελετουργικῶν (Ἔξοδος Σταυροῦ, Ἀποκαθήλωση, Ἐπιτάφιος) κατὰ τοὺς χρόνους τῆς δουλείας στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο δὲν ἐπεβλήθη ἔξωθεν ἀλλὰ ἔγινε «λόγω τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἀναβιώσεως ὑπὸ τοῦ χριστιανικοῦ κοινοῦ τῶν σκηνῶν, εἰς τὰς ὁποίας τοῦτο ἐνετρύφα ἄλλοτε, τόσον ἐλευθέρως καὶ ἐπὶ ὁλόκληρον ἑβδομάδα».[22]

Συνεπῶς δὲν προκύπτει καμμία εἴδους ἑτερόδοξη ἐπιβολὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ τοῦ τελετουργικοῦ τῶν Παθῶν στὴν Ἐκκλησία.

 

 

Ὁ ἅγιος Καλλίνικος Ἐδέσσης ἱερουργῶν. Διακρίνεται ἡ μορφή τοῦ Ἐσταυρωμένου στὴν κόγχη τοῦ ἱεροῡ βήματος.

 

Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σημερινὴ πρακτικὴ ζεῖ χωρὶς αἰτιάσεις τόσους αἰῶνες δεικνύει ὅτι δὲν προσέκρουσε στὴ δογματικὴ συνείδηση τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ οὔτε ἐπεσημάνθη ὡς βλαπτικὴ ἀπὸ μέλη ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Ἀντιθέτως, ἡ ὕπαρξη καὶ θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου ὡς ἔχει σήμερα, συνάδει ἀπόλυτα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων, καὶ εἶναι ἱεροκανονικῶς νόμιμη, ἔχουσα πλέον ἰσχὺ ἐθιμικοῦ δικαίου ὡς παράδοση, κατὰ τὴν θέση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὸ ΚΑ΄ Ἱερὸ Κανόνα ὅτι «ἡ συνήθεια οὕτω κεκράτηκεν».

 

Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὄχι μόνο δὲν ὑπέστη ἀλλοίωση στὴν «ἐσχατολογική του προοπτικὴ» ἀλλὰ ἀντιθέτως, καίτοι θεόπτης, ὅταν ἐνοχλεῖτο μία νύχτα ἀπὸ τοὺς δαίμονες κατέφυγε στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ ὅπως διηγεῖτο: «Μπῆκα στὸ Ἱερό, γιὰ νὰ μὴν ἀκούω, καὶ ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, κοντὰ στὸν Ἐσταυρωμένο, ἔμεινα μέχρι τὸ πρωί»[23].    

   Ὁ δὲ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἐν Εὐβοία μαρτυρεῖται ὅτι «τὸν περισσότερο καιρὸ τὸν περνοῦσε καθιστὸς καὶ γονατισμένος μπροστὰ ἐκεῖ στὸν Ἐσταυρωμένο...»[24]

 

ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἐν Εὐβοία.

 

Οἱ Ἅγιοι ὡς οἱ κατεξοχὴν φωτισθέντες ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι αὐτοὶ ποὺ διακρίνουν μὲ ἀσφάλεια τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας, τὶς αἱρετικὲς μεθοδεύσεις καὶ τὶς πλάνες καὶ κρούουν πρῶτοι τὸν συναγερμὸ ἀσφάλισης τῆς πίστεως.Ἔτσι, καὶ μόνο ἡ δικὴ τοὺς ἀποδοχὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου εἶναι γιὰ τοὺς πιστοὺς ἀσφάλεια ὅτι μποροῦν νὰ ἀκολουθήσουν χωρὶς κανένα δισταγμό τὸν ἴδιο δρόμο σωτηρίας.

 

(συνεχίζεται)



[1] Νεοελ. ἀπόδ. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφάλαιο ΡΛΓ´, Τί τὸ καταπέτασμα καὶ οἱ τέσσαρες τούτου στῦλοι, PG 155, 341.

[2] ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφάλαιο ϟΗ΄, Τί τὸ ἅγιον δηλοῖ βῆμα, καὶ τί ἡ Ἱερὰ Τράπεζα, PG 155, 293.

[3] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥΠερὶ τοῦ ἀχράντου σώματος, οὗ μεταλαμβάνομεν, PG 95, 409.

[4] ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφάλαιο ϟΒ΄, Τί τὸ ἀνυψῶσαι τὸν θεῖον ἄρτον δηλοῖ, PG 155, 741.

[5] ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφάλαιο ϞΘ΄, Ὅτι ὡς καὶ ἐν οὐρανοῖς, καὶ ἐπί γῆς κατὰ τάξιν ἵστανται καί κοινωνοῦσι τῶν μυστηρίων, ἐν τε τῷ βήματι καί ἐκτός, ἱερωμένοι καί λαϊκοί, PG 155, 297.

[6] ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφάλαιο ϟΓ΄, Διατί εἰς τέσσαρα μελίζει τὸν θεῖον ἄρτον καί σταυροειδῶς αὐτὸν τίθησι, PG 155, 741.

[7] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ,Ἔκδοσις Ἀκριβῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Δ (12) 85, ΕΠΕ 1, 458.

[8] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Περί τῶν εἰκόνων. Λόγος Γ’, ΕΠΕ 3, 196.

[9] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Δ (16) 89, ΕΠΕ 1, 499.

[10] ΚΑΡΜΙΡΗΣ Ι. (1960), Τὰ  Δογματικά καί Συμβολικά  Μνημεῖα  τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Τόμος I, σελ.240.

[11] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Περί τῶν εἰκόνων. Λόγος Γ΄.ΕΠΕ 3,222. «Ἀδύνατον ἡμᾶς ἐκτὸς τῶν σωματικῶν ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ νοητά. Ὤσπερ οὖν διὰ λόγων αἰσθητῶν ἀκούομεν ὡσὶ σωματικοῖς καὶ νοοῦμεν τὰ πνευματικά, οὕτω καὶ διὰ σωματικῆς θεωρίας ἐρχόμεθα ἐπὶ τὴν πνευματικὴν θεωρίαν».

[12] Ὅ.π. σελ. 220, 222: «Διὰ γραφῆς εἰκόνων θεωροῦμεν τὸ ἐκτύπωμα τοῦ σωματικοῦ χαρακτῆρος αὐτοῦ…».

[13] Ὅ.π. σελ. 301: «Οὕτω καὶ Χριστιανῶν παῖδες τῷ τύπῳ τοῦ σταυροῦ προσκυνοῦντες οὐ τὴν φύσιν τοῦ ξύλου προσκυνοῦμεν…».

[14] Ὅ.π. σελ.199: «Ὤ ἀπὸ σοῦ, φθονερὲ διἁβολε, φθονεῖς ἡμῖν ἰδεῖν τὸ τοῦ Δεσπότου ήμῶν ὁμοίωμα καὶ δι᾽ αὐτοῦ ἁγιασθῆναι καὶ ἰδεῖν αὐτοῦ τὰ σωτήρια πάθη…».

[15] Φιλοκαλία, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, ΕΠΕ 22, 43: «Διὰ τοῦτο ἐχρῆν τὴν ταῦτα ἡμῖν ἐνθεῖναι δυναμένην θεωρίαν ἐν τῇ συντάξει τῆς ἱερουργίας σημαίνεσθαι, ἵνα μὴ τῷ νῷ λογιζώμεθα μόνον, ἀλλὰ καὶ βλέπωμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς…».

[16] Ὅ.π. σελ.142.

[17] ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΝΔΙΔΩΝ, Προθεωρία Κεφαλαιώδης. Περί τῶν ἐν τῆ Θεία Λειτουργία..PG 140, 420.

[18] ΓΕΡΜΑΝΟΥ Β΄ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ, Τῇ τρίτῃ κυριακῇ τῶν νηστειῶν καὶ εἰς τον ζωοποιὸν σταυρόν, PG 140,645.

[19] ὅ.π. σελ.657.

[21] Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἐκπόνησε ἱστορικὴ μελέτη περὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὅπου δὲν κάνει καμμία ἀρνητικὴ παρατήρηση γιὰ τὴν χρήση τοῦ Ἐσταυρωμένου.

[22] XΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, Δελτίον Νο1 (1932), Περίοδος Γ΄, Β. ΚΩΤΤΑ, σελ. 138.

[23] Γέροντος ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Λόγοι ΣΤ΄, Περί Προσευχής, ἔκδοση Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2012, σελ.64

[24] Σισανίου καί Σιατίστης ΠΑΥΛΟΥ, Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης ὅπως τὸν ἔζησα. Πρβλ. καὶ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Σ. (2005). Ὁ μακαριστός Ἰάκωβος Τσαλίκης, Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαβίδ τοῦ Γέροντος, σελ. 157: «…Ὁ ἴδιος ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ προσευχήθηκε πολὺ ὥρα, μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο. Τί τοῦ εἶπε, δὲν ἄκουσε, δὲν κατάλαβε ὁ Λευτέρης. Καμμιὰ φορά, σηκώθηκε ἀνακουφισμένος ὁ γέροντας».




Ἰωάννης Λίτινας: Ὁ Ἐσταυρωμένος στό Ἱερό Βῆμα (β)

μελέτημα περί τῆς ἐπιχειρούμενης ἀποβολῆς Του

 

Τὸ πρῶτο μέρος ΕΔΩ
 
Γράφει ὁ  Ἰωάννης Λίτινας
 

 

Πρὶν συνεχίσουμε στὸ δεύτερο μέρος τοῦ μελετήματος, χρήσιμο εἶναι νὰ παρουσιαστεῖ ἕνα διάγραμμα τῶν ἐπιμέρους τμημάτων του:

                                                                                                                                                                                                                                     

1. Προλεγόμενα. Ἡ σημασία τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Ὀρθοδόξου πιστοῦ.        

 

2. Παλαιόθεν ἡ ὕπαρξη Σταυροῦ στὸ Ἱερό Βῆμα. Ὅπου  ὁ ὁ Σταυρός, ἐκεῖ καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος. 

  

3. Θέα καὶ προσκύνηση τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ τῆς θυσίας Του στὰ μυστήρια καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Οἱ θεωθέντες ἅγιοι δὲν ἐπισημαίνουν καμμία βλάβη ἀπὸ τὴν ὕπαρξή Του ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης.  

                                                                                                           

4. Ἡ Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας ἐξαίρει τὴν θέα τοῦ Ἐσταυρωμένου.

                                      

5. Σταύρωση καὶ Ἀνάσταση εἶναι ἄρρηκτα ἑνωμένες καὶ ὅλη ἡ θεία Οἰκονομία περιγράφεται στὴ Θεία Εὐχαριστία. Ἡ Βασιλεία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστημένου Χριστοῦ.                                                                                                                                   

 

 

6. Ἡ Ἁγία τράπεζα ὡς τάφος. Ἀπόλυτα σύμφωνη ἡ παρουσία τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐγγὺς αὐτῆς.

 

7. Ἱεροκανονικὸς ἔλεγχος τῆς ἀποβολῆς τοῡ Ἐσταυρωμένου.

 

8. Ἀρχαῖες ἐγκαταλελειμμένες πρακτικὲς. Κριτήρια  ἀναγκαιότητας ἐπιστροφῆς σ’ αὐτὲς.          

 

  9. Ἐπιλεγόμενα.
 

2. Παλαιόθεν ἡ ὕπαρξη Σταυροῦ στὸ Ἱερό Βῆμα. Ὅπου ὁ Σταυρός, ἐκεῖ καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος.

 

Στὴν πράξη τῆς ἀποβολῆς τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα παρατηρεῖται ὅτι ἀφαιρεῖται συνάμα καὶ ὁ Σταυρὸς μαζί. Πρᾶγμα ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ συμβαίνει, ἂν ἦταν στόχος ἡ ἀκριβὴς ἐπιστροφὴ στὴν παλαιότερη παράδοση. Ὁ Σταυρὸς (μὲ ζωγραφισμένο τὸν Ἐσταυρωμένο ἢ χωρὶς) στὴ θέση Του πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ἢ στὴ κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὑφίσταται ἀπὸ πολὺ παλαιά∙ πολὺ παλαιότερα τοῦ 15ου αἰ. σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖ τὴν ἀρχαία λειτουργικὴ πρακτικὴ στὰ κείμενά του. Ὁ ἅγιος σαφῶς καταδεικνύει τὴν θέση τοῦ Σταυροῦ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα: «Καὶ τὸ θυσιαστήριον εἰσελθὼν, κακεῖ θυμιάσας, καὶ ἀποθέμενος τὸ θυμιατήριον, λαμβάνει τὸν τίμιον Σταυρὸν, ὄπισθεν ἱστάμενον τοῦ ἱεροῦ Θυσιαστηρίου»[1].

Περιγράφοντας τοὺς συμβολισμοὺς ποὺ ἀφοροῦν τὰ τῆς Ἁγίας Τραπέζης καταλήγει λέγοντας ὅτι πάνω ἀπ᾽ ὅλα τοποθετεῖται τὸ εὐαγγέλιο-Χριστός, ὥστε νὰ φαίνονται καθαρῶς ὅλα, αὐτὸς ὁ Δεσπότης μας δηλαδή, καὶ ὅσα ἀποβλέπουν εἰς αὐτόν∙ καὶ «διὰ τοῦτο καὶ ἵσταται ἐξ ἀνατολῶν ὄπισθεν τοῦ Θυσιαστηρίου, αὐτὸ τὸ  εὐλογημένον ὄργανον τῆς Θυσίας, ὁ Θεῖος Σταυρός».[2] Ὁ ἱερὸς ναὸς εἶναι ἀληθῶς ἄλλος Παράδεισος, διδάσκει ὁ ἅγιος Πατήρ, καθότι ὡς Παράδεισος ἔχει εἰς τὸ μέσον τοῦ Βήματος, στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, τὸ ξύλον τῆς ζωῆς αὐτὸν τὸν Χριστὸν ἱερουργούμενον, καὶ τὸν Σταυρὸν Του τὸν πανάγιον. «Καὶ γάρ ὡς μέν παράδεισος ἐν μέσῳ τοῦ βήματος, τῷ ἱερῷ θυσιαστηρίῳ τὸ τῆς ζωῆς ξύλον κέκτηται ἱερουργούμενον τὸν Χριστὸν, καὶ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ τὸν πανάγιον».[3]

 

Πηδάλιον. Εἰκονογραφία τοῦ παλαιοῦ ναοῦ.

               

Στὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Κωνσταντινουπόλεως (798-877 μ.Χ.) γίνεται ἀναφορὰ στὸν Σταυρὸ ποὺ ὑπῆρχε κρεμάμενος «ὑπεράνω τῆς ἁγίας τραπέζης»[4] καθὼς καὶ πάνω στὸ κιβώριο τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπως μαρτυρεῖται στὸ βίο τῶν ἁγίων Δαβίδ, Συμεών καὶ Γεωργίου τῶν ἐν Λέσβω (863-865 μ.Χ).[5]
 
 Στὸ Πηδάλιον τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ἀποτυπώνεται στὶς τελευταῖες σελίδες εἰκονογραφία – κάτοψη τοῦ ἀρχαίου ναοῦ ὅπου διακρίνεται καθαρὰ ἡ ὕπαρξη τοῦ Σταυροῦ ἀκριβῶς πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Σὲ Εὐχολόγιο, ἀκόμα, τοῦ 1730 ἀναφέρεται στὸ κεφάλαιο Περὶ Σταυροπηγίου τοῦ ἱεροῦ ναοῦ ὅτι μπήγεται στέρεα «ὄπισθεν τῆς ἁγίας τραπέζης».[6]
 
Διδάσκοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς τὸ ἀπαραίτητο τῆς προσκύνησης τοῦ Σταυροῦ, παρατηρεῖ ὅτι «ὁ ἄγγελος τῆς ἀναστάσεως ἔλεγεν εἰς τὰς γυναῖκας∙ “Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνόν, τὸν ἐσταυρωμένον;” Καὶ ὁ ἀπόστολος∙ “Ἡμεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον”. Πολλοὶ βέβαια Χριστοὶ καὶ Ἰησοῖ, ἀλλά ἕνας εἶναι ὁ ἐσταυρωμένος. Δὲν εἶπεν αὐτὸν ποὺ ἐλογχίσθη, ἀλλὰ “τὸν ἐσταυρωμένον”. Πρέπει λοιπὸν νὰ προσκυνοῦμεν τὸ σύμβολον τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅπου τυχὸν ὑπάρχει τὸ σύμβολον, ἐκεῖ θὰ εὑρίσκεται καὶ ὁ ἴδιος».[7] Καὶ πολύ φυσικά διερωτᾶται: «Διότι κατὰ τί διαφέρει ὁ σταυρὸς ποὺ δὲν ἔχει τὴν ἀπεικόνισιν τοῦ Κυρίου ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει;»[8] - «Καμμία διαφορά», σπεύδουμε νὰ ἀπαντήσουμε μαζὶ του.

Τί πιὸ ἁρμόζον λοιπὸν ἀπὸ τὴν μορφὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου πάνω στὸν Σταυρό; Τί πιὸ ὀρθὸν ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος; Τὸν Σταυρὸ ἄλλωστε εἰκόνιζε τὸ ξύλο τῆς ζωῆς στὸν Παράδεισο. «Τοῦτον τὸν τίμιον σταυρὸν προετύπωσε τὸ ξύλον τῆς ζωῆς τὸ ἐν τῷ Παραδείσῳ ὑπό Θεοῦ πεφυτευμένον».[9]

Ὅταν βλέπουμε τὸν Σταυρὸ ἐννοοῦμε μαζὶ του καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο, θὰ συμφωνήσει καὶ ὁ Γερμανὸς Β΄ Κωνσταντινουπόλεως: «Τῷ γὰρ σταυρῷ συνεννοεῖται καὶ ὁ σταυρωθείς»[10]. Καὶ εἶναι ἀπόλυτα σωστό, ἀφοῦ ὁ Σταυρὸς εἶναι «τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. 24, 30).

       Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἐπίσης μία ἀναφορὰ τοῦ μακαριστοῦ ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτη γιὰ τὴν θέση τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ Ἐσταυρωμένου, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία φανερώνεται μεταξὺ ἄλλων ἡ θερμὴ του ἀγάπη πρὸς Ἐκεῖνον.  Δίνοντας ὁδηγίες σὲ ἐγκύκλιο γιὰ τὴν περὶ τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τάξιν ἀναφέρει:

«Ὀλίγον τί ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης θὰ εἶναι εἰς τὸ μέσον ὁ Τίμιος Σταυρὸς καὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἑξαπτέρυγα καλῶς τοποθετημένα ἐπὶ βάσεων, καὶ ὄπισθεν τούτων εἰς τὸ βάθος τοῦ ἱεροῦ Βήματος θὰ εἶναι τοποθετημένος ὁ Ἐσταυρωμένος (ἐζωγραφισμένος κατὰ βυζαντινὰ πρότυπα), καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ θὰ εἶναι ἀνηρτημένη καθαρὰ κανδήλα, ἡ λεγόμενη ἀκοίμητος κανδήλα, καθ’ ὅσον οὐδέποτε ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι ἐσβησμένη. Θρυαλλὶς τροφοδοτουμένη μὲ καθαρὸν ἔλαιον θὰ διαχέει γλυκύτατον φῶς, ὡς σύμβολον τοῦ γλυκύτατου Φωτὸς ποὺ διαχέει εἰς ὅλον τὸν πνευματικὸν κόσμον ὁ Ἐσταυρωμένος».[11] 

Γιὰ τοὺς Πατέρες, λοιπόν, ὅπου ὑπάρχει ὁ Σταυρὸς ἐκεῖ βρίσκεται καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος. Ἡ προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ διαβαίνει στὸν σταυρωθέντα Κύριον. Στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἡ προσοχὴ εἶναι στραμμένη στὸν θυσιαζόμενον Χριστόν καὶ δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ὁ Σταυρὸς ποὺ δὲν ἔχει τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Κυρίου ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει.  

(συνεχίζεται)


[1] ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφάλαιο ΤΝ´, Περὶ τῶν ἐν τῷ νάρθηκι λεγομένων εὐχῶν, καὶ τοῦ γινομένου ἐκεῖσε θυμιάματος, καί τῆς εἰσόδου. Καί τί ταῦτα σημαίνει. PG 155, 641.

[2] Νεοελ. ἀπόδ. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφάλαιο ΡΛΓ´, Τί τὸ καταπέτασμα καὶ οἱ τέσσαρες τούτου στύλοι, PG 155, 341.

[3] ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφάλαιο ΤΜΘ´, Περί τοῦ ἀσματικοὓ ὄρθρου, PG 155, 636.

[4] ΝΙΚΗΤΑ ΠΑΦΛΑΓΩΝΟΣ, Τοῦ ἐν Ἁγίοις ἡμῶν Ἰγνατίου ἀρχιεπισκόπου  Κωνσταντινουπόλεως Βίος, ἤτοι ἄθλησις. PG 105, 552 : «Ὦπταί ποτε κραδαινόμενος καὶ ὁ ὑπεράνω τῆς ἁγίας τραπέζης ἀπαιωρούμενος σταυρός».

[5] ANALECTA BOLLANDIANA 18 (1899), Bioς καὶ πολιτεία καὶ διήγησις περὶ τῶν τρισμακάρων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν Δαβίδ, Συμεὼν καὶ Γεωργίου, τῶν ἐν παλαιοῖς καὶ δεινοῖς χρόνοις φωστήρων ἀναλαμψάντων, σελ. 226 : «ὁ ἐν τῷ ὕπερθεν κιβωρίῳ τῆς ἁγίας τραπέζης πεπηγμένος σταυρὸς πολλῷ τῷ ῥοΐζῳ ἀνασπασθεὶς τῆς ἀψίδος ἐφήψατο».

[6] R.P.JGOARΕYΧΟΛΟΓΙΟΝ sive rituale graecorum complectens ritus et ordines divinae liturgiae, VeniceTypographia Bartholomaei Javarina, 1730, σελ. 487: «Ὅταν δὲ ποιήσῃ τὴν καθιέρωσιν, πήγνυσι καὶ τὸν σταυρόν, ὄπισθεν τῆς ἁγίας τραπέζης…» 

[7] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Δ (11) 84,  ΕΠΕ 1, 455.

[8] Ὅ.π. σελ. 499.

[9] Ὅ.π. σελ. 454

[10] ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ, Εἰς τήν Ὕψωσιν τοῦ τιμίου σταυροῦPG 140, 640.

[11] ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ, Πρός Κλῆρον καί Λαόν, σελ. 93.