Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024

 Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς Ἐπίσκοπος Ἐφέσου 

 
Κρατεί μεν Άτλας μυθικώς ώμοις πόλον,
Κρατεί δ’ αληθώς Μάρκος Oρθοδοξίαν.


Ὁ Ἅγιος Μάρκος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1392 καὶ 1393 «ἔκ τινος πατρωνυμίας Εὐγενικὸς καλούμενος». Ὁ πατέρας του Γεώργιος ἦταν διάκονος καὶ σακελλίων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, μετέπειτα δὲ ἔγινε πρωτέκδικος, πρωτονοτάριος καὶ μέγας χαρτοφύλαξ, ἡ δὲ μητέρα του ὀνομαζόταν Μαρία καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ ἰατροῦ Λουκᾶ.

Σπούδασε σὲ μεγάλους διδασκάλους, στὸν Γεώργιο Πλήθωνα, τὸν Μητροπολίτη Σηλυβρίας Χορτασμένο, τὸν Μανουὴλ Χρυσόκκο, τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο καὶ ἄλλους καὶ εἶχε ἔξοχη παιδεία.

Στὴ συνέχεια προσῆλθε στὸ μοναχικὸ βίο, κατὰ τὸ ἔτος 1418, σὲ κάποια μονὴ στὰ Πριγκηπόννησα καὶ τάχθηκε ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἐπιστασία τοῦ ἐνάρετου μοναχοῦ Συμεών, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τὸν μετονόμασε ἀπὸ Μανουήλ, Μᾶρκο.

Μόνασε κυρίως στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴν ἱερὰ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνέγραψε τὰ πρῶτα, δογματικοῦ κυρίως περιεχομένου, ἔργα του. Τὸ ἔτος 1437 ἔγινε Ἐπίσκοπος Ἐφέσου καὶ ἔλαβε μέρος στὴν ἑνωτικὴ Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438 – 1439). Κατὰ τὸν Γεννάδιο Σχολάριο, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀναδείχθηκε Ἔξαρχος τῆς Συνόδου καὶ ἐκπροσώπησε σὲ αὐτὴ τοὺς Πατριάρχες Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων. Στὴν ἀρχὴ τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου συνέστησε στοὺς Λατίνους νὰ ἀποβάλλουν τὸ τραχὺ καὶ ἀνένδοτο τοῦ τρόπου τους καὶ τῆς διαθέσεώς τους, διότι ἀπέβλεπε στὴν εἰρήνευση, τὴν ἄρση τοῦ Σχίσματος καὶ τὴν ἐπανένωση τῆς Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Εἶπε μάλιστα χαρακτηριστικά: «Πρῶτον μὲν ὅπως ἐστὶν ἀναγκαιότατη ἡ εἰρήνη ἣν κατέλιπεν ἡμῖν ὁ δεσπότης ἡμῶν ὁ Χριστὸς καὶ ἀγάπη, δεύτερον ὅτι παρέβλεψεν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν ἀγάπην καὶ διελύθη καὶ ἡ εἰρήνη, τρίτον ὅτι ἀνακαλουμένη νῦν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν τότε καταληφθεῖσαν ἀγάπην, ἐσπούδασεν ἵνα ἔλθωμεν ἐνταῦθα καὶ ἐξετάσωμεν τὰς μεταξὺ ἡμῶν διαφοράς, τέταρτον ὅτι ἀδύνατόν ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τὴν εἰρήνην ἐὰν μὴ λυθῇ τὸ τοῦ σχίσματος αἴτιον, καὶ πέμπτον, ἵνα καὶ οἱ ὅροι τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἀναγνωσθῶσιν, ὡς ἂν φανῶμεν καὶ ἡμεῖς σύμφωνοι τοῖς ἐν ἐκείναις πατράσι καὶ ἡ παροῦσα σύνοδος ἐκείναις ἀκόλουθος…».

Ἀντιλήφθηκε ὅμως ἐγκαίρως, ὅτι οἱ Λατίνοι δὲν ἐπιθυμοῦσαν τὴν ἐξέταση τῶν διαφορῶν καὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ Σχίσματος καὶ γενικὰ ἀληθινὴ ἐκκλησιαστικὴ ἕνωση, ἀλλὰ ἐπεδίωκαν τὴν καθυπόταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸν Πάπα καὶ τὴν παραδοχὴ ἐκ μέρους αὐτῆς τῶν λατινικῶν ἐτεροδιδασκαλιῶν, ἐγκαταλειπομένων τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων. Ἔτσι θεώρησε χρέος του νὰ ἡγηθεῖ τῆς πανορθοδόξου ἀντιδράσεως κατὰ τῶν λατινικῶν σχεδίων καὶ τέθηκε ἐπικεφαλῆς τῶν ἀποκληθέντων Ἀνθενωτικῶν, ὄχι μόνο κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Κωνσταντινούπολη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπέκρουσε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν συνοδικῶν συζητήσεων τὶς ἀξιώσεις καὶ τὴν ἐπιχειρηματολογία τῶν Λατίνων καὶ ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει τὸν ὅρο τῆς ἐπιβληθείσης ψευδοενώσεως. Ἡ μὴ ὑπογραφὴ τοῦ ἀπαράδεκτου γιὰ τὴν κοινὴ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, κειμένου ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου Μάρκου, εἶχε τόσο μεγάλη σημασία, ὥστε μόλις ὁ Πάπας Εὐγένιος Δ’ (1431 – 1447) τὸ πληροφορήθηκε ἀναφώνησε περίλυπος : «Ἐποιήσαμεν λοιπὸν οὐδέν».
Λίγο ἀργότερα ὁ αὐτοκράτορας προσέφερε στὸν Ἅγιο τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, ἀλλὰ αὐτὸς ἀρνήθηκε. Ἐπειδὴ δέ, δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ συλλειτουργήσει μὲ τὸν λατινόφρονα Πατριάρχη Μητροφάνη τὸν ἀπὸ Κυζίκου, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς του ἔτους 1440 καὶ ἦλθε στὴν Ἔφεσο. Καὶ ἐκεῖ ὅμως δεχόταν ἐνοχλήσεις ἀπὸ τοὺς ἑνωτικούς. Γι’ αὐτὸ ἀναχώρησε μὲ προορισμὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Καθ’ ὁδόν, διερχόμενος διὰ τῆς νήσου Λήμνου, κρατήθηκε καὶ περιορίσθηκε ἐκεῖ, μὲ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα. Στὴ Λῆμνο παρέμεινε δύο χρόνια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐξαπέλυσε τὴ σπουδαία ἐγκύκλιό του «τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὐρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς». Μετὰ ὁ θεοειδὴς στὴν ψυχὴ καὶ τὴν προαίρεση Ἅγιος, ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 23 Ἰουνίου τοῦ 1444 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων. Ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, τὸ 1456 μ.Χ., ὅρισε διὰ συνοδικῆς πράξεως, νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου στὶς 19 Ἰανουαρίου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, ὁμολογίᾳ, μέγαν εὕρατο, ἡ Ἐκκλησία, ζηλωτήν σε θεῖε Μᾶρκε πανεύφημε, ὑπερμαχοῦντα πατρῴου φρονήματος, καὶ καθαιροῦντα τοῦ σκότους ὑψώματα. Ὅθεν ἄφεσιν, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τοῖς σὲ γεραίρουσι.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Πανοπλίαν ἄμαχον, ἐνδεδυμένος θεόφρον, τὴν ὀφρῦν κατέσπασας, τῆς Δυτικῆς ἀνταρσίας, ὄργανον, τοῦ Παρακλήτου γεγενημένος, πρόμαχος, Ὀρθοδοξίας προβεβλημένος· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μᾶρκε, Ὀρθοδόξων καύχημα.

Μεγαλυνάριον.
Τῆς Ὀρθοδοξίας ταῖς ἀστραπαῖς, λάμψας ἐν τῇ Δύσει, ἐξεθάμβησας ἐμφανῶς, Δυτικῶς τὰς ὄψεις, τοὺς ὅρους τῶν Πατέρων, ὦ Μᾶρκε ῥητορεύων, πυρίνῃ γλώττῃ σου.

Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ὁ Ἀναχωρητὴς



Ὁ Ὅσιος Μακάριος γεννήθηκε περὶ τὸ 300 μ.Χ. σὲ κάποιο χωριὸ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία 30 χρόνων ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας καὶ στὴ Συρία, ὅπου παρέμεινε γιὰ ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια καὶ ἀπέκτησε μεγάλη φήμη γιὰ τὸν ἀσκητικό του βίο καὶ τὶς ἄλλες θαυμαστὲς ἀρετές του. Ἐπειδή, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, προέκοπτε στὶς ἀρετὲς ὀνομάσθηκε «παιδαριογέρων».

Στὴν ἔρημο γνώρισε τὸν Μέγα Ἀντώνιο τοῦ ὁποίου ἔγινε μαθητής. Σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ λόγω τῆς ἐνάρετης ζωῆς του ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ λάβει τὸ χάρισμα τῆς θεραπείας τῶν ἀσθενῶν καὶ τῆς προφητείας. Λέγεται ὅτι συνεχῶς ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Θεὸ «καὶ μᾶλλον τῷ πλείονι χρόνῳ προσδιατρίβειν Θεῷ ἢ τοῖς ὑπ’ οὐρανὸν πράγμασιν».

Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ὑπῆρξε γέννημα θρέμμα τῆς ἐρήμου. Γιὰ νὰ εἶναι, λοιπόν, ἀπερίσπαστος καὶ νὰ βρίσκεται σὲ συνεχὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἔσκαψε ὁ ἴδιος καὶ ἄνοιξε μία ὑπόγεια στοά, ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὸ κελί του καὶ εἶχε μῆκος ἑκατὸ περίπου μέτρα. Στὴν ἄκρη τῆς στοᾶς διεύρυνε τὸν χῶρο καὶ διαμόρφωσε ἕνα σπήλαιο. Ἔτσι εἶχε τὴν δυνατότητα ὅταν προσέρχονταν σὲ αὐτὸν πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ τὸν ἐνοχλοῦσαν, νὰ κατεβαίνει στὴ στοά, χωρὶς νὰ τὸν παίρνουν εἴδηση καὶ μέσω αὐτῆς νὰ πηγαίνει στὸ σπήλαιο καὶ νὰ κρύβεται, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸν βρεῖ κανένας.

Ὁ Ὅσιος στὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸν κόσμο, φαίνεται σὰν νὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ ἐγκαταλείπει τὴν κοινωνία καὶ νὰ ἀποκόπτεται ἀπὸ αὐτή. Ἡ πνευματική του αὐτὴ πράξη ἑρμηνεύεται, συνήθως καὶ ὡς ἐνέργεια περιφρονητικὴ πρὸς τὴν κοινωνία, ἐνῶ στὴν οὐσία εἶναι μία κίνηση γιὰ τὴν ἀνακάλυψη ἢ τὴν δημιουργία μιᾶς σωστῆς κοινωνίας ἀνθρώπων, ὅπου ἡ ἀγάπη καὶ ἡ διακονία εἶναι ἀνθρώπινες δυνατότητες καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος λειτουργοῦν κατὰ τρόπο ἁπλὸ καὶ φυσικὸ καὶ τίθενται στὴν διάθεση ὅλης τῆς κοινότητας. Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν κοινωνία, ὅλες οἱ ἐνέργειες καὶ πράξεις, ὅλα τὰ ἔργα καταξιώνονται πνευματικὰ καὶ κοινωνικά. Τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ ἢ σωματικὰ ἔργα εἶναι οὐσιαστικὰ ἅγια διακονήματα μέσα στὴν πολιτεία τους καὶ ὅλα ἀναφέρονται μυστηριακὰ καὶ λειτουργικὰ στὸν κοινὸ σκοπὸ γιὰ τὴν δημιουργία μιᾶς κοινωνίας ἀγάπης καὶ γιὰ τὴν εἴσοδο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Τὸ μήνυμα τὸ ὁποῖο, λοιπόν, μᾶς δίδει μὲ αὐτὴ τὴ φυγὴ εἶναι μία κοινὴ καὶ αἰώνια παρακαταθήκη τῆς Ἐκκλησίας καὶ μιᾶς ἀληθινῆς κοινωνίας ἀνθρώπων, μέσα στὸν ἱστορικὸ χρόνο, ποὺ κάθε ἔργο, κάθε λειτουργία, κάθε ἀνθρώπινη δυνατότητα καὶ θεῖο χάρισμα, εἶναι γιὰ τὴν ἱστορικὴ προκοπὴ τῆς κοινότητας καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ ὅλων. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου Μακαρίου ἔχουμε μία εἰκόνα τῆς ἐκκλησιολογικῆς κοινωνίας καὶ συνειδήσεως τῶν πιστῶν, ποὺ προσκομίζουν στὸν κόσμο τὰ σημεῖα ἐλεύσεως στὴ γῆ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ εἰκόνα τῆς ψυχῆς τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, ὁ ὁποῖος ὡς γνήσιος φορέας τοῦ Ὀρθοδόξου Ἀνατολικοῦ Μοναχισμοῦ, καταφεύγει σὲ αὐτὴ τὴ φαινομενικὰ ἀκραία ἀσκητικὴ φυγή.

Κάποτε πῆγε καὶ συνάντησε τὸν Ἅγιο Μακάριο ἕνας αἱρετικός, ποὺ εἶχε μέσα του δαιμόνιο καὶ ἰσχυριζόταν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει ἀνάσταση νεκρῶν. Ὁ Ἅγιος τότε, προκειμένου νὰ τὸν πείσει, ἀνέστησε ἕνα νεκρό. Ἔλεγε δὲ ὅτι ὑπάρχουν δύο τάγματα δαιμόνων. Ἀπὸ αὐτά, τὸ ἕνα πολεμᾶ τοὺς ἀνθρώπους, παρασύροντάς τους σὲ πάθη τερατώδη καὶ ἀκατονόμαστα, ἐνῶ τὸ ἄλλο, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται καὶ «ἀρχικό», δημιουργεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων διάφορες κακοδοξίες καὶ πλάνες. Αὐτούς, μάλιστα, τοὺς δαίμονες τοῦ δεύτερου τάγματος, τοὺς ξεχωρίζει ὁ Σατανᾶς καὶ τοὺς ἀποστέλλει στοὺς μάγους καὶ στοὺς αἱρεσιάρχες.

Ἐπίσης, κάποτε ἕνας μαθητὴς τοῦ Ὁσίου ἔκλεβε τὰ πράγματα φτωχῶν ἀνθρώπων καί, παρὰ τὶς συμβουλές του, δὲν διόρθωνε τὸ πάθος του αὐτό. Μὲ τὸ προορατικό του λοιπὸν χάρισμα ὁ Ὅσιος, προεῖπε ὅτι θὰ ξεσποῦσε ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου ἐναντίων του. Καὶ πραγματικά, ὁ μαθητὴς του προσβλήθηκε ἀπὸ μία φοβερὴ ἀρρώστια, τὴν ἐλεφαντίαση. Τὸ δέρμα τοῦ σώματός του δηλαδή, ξεράθηκε καὶ ζάρωσε.

Εἶναι πρὸς πνευματική μας ὠφέλεια νὰ ἀναφέρουμε καὶ ἕνα ἄλλο θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβη μὲ τὸν Ὅσιο Μακάριο: κάποτε ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε στὴν ἔρημο βρῆκε ἕνα κρανίο. Ἦταν κάποιου ποὺ εἶχε διατελέσει ἱερέας τῶν εἰδώλων. Μόλις ὁ Μακάριος πλησίασε καὶ τὸν ρώτησε, ἄκουσε νὰ τοῦ λέει ὅτι μὲ τὶς προσευχὲς του ἔνιωθαν κάποια μικρὴ ἀνακούφιση στὸν πόνο τους, οἱ βρισκόμενοι στὴν κόλαση, ὅταν τύχαινε ὁ Ὅσιος καὶ προσευχόταν ὑπὲρ αὐτῶν.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος σὲ προχωρημένη ἡλικία ἐξορίσθηκε σὲ νησίδα τοῦ Νείλου ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Λούκιο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ζωῆς τῆς μακαρίας φερωνύμως ἐτύχετε, ὡς πολιτευθέντες ὁσίως, θεοφόροι Μακάριοι· ἐν νόμῳ γὰρ τῷ θείῳ εὐσεβῶς, ἰθύναντες τὰς τρίβους τῆς ζωῆς, θείας δόξης ἀνεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἱάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος τῆς ἐγκρατείας, ὡς ἀστέρας ἔθετο, ὑμᾶς Πατέρες ἀπλανεῖς, φωταγωγοῦντας τὰ πέρατα, φωτὶ ἀΰλῳ, Μακάριοι Ὅσιοι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου γόνος σεπτός, Μακάριε Πάτερ, τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή· χαίροις θεοφόρε, Μακάριε παμμάκαρ, Ἀλεξανδρείας κλέος, καὶ θεῖον βλάστημα.


Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρεύς
 

Ὁ Ὅσιος Μακάριος, ὁ Ἀλεξανδρεύς, χρημάτισε ἱερέας τῶν λεγόμενων κελιῶν. Ὑπῆρξε ὑπόδειγμα ἐγκράτειας καὶ ὑπομονῆς καὶ ἔτσι προικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Τὶς ἀρετές του τὶς θαύμασε καὶ αὐτὸς ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ εἶπε: «Ἰδού, ἐπαναπαύθηκε ἐπὶ σὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι κληρονόμος τῶν ἀγώνων μου».

Κάθε φορὰ ποὺ ὁ Ὅσιος ἀντιλαμβανόταν ὅτι κάποιος ἐπιτελοῦσε ἕνα σπουδαῖο ἀσκητικὸ ἀγώνισμα, ὑποκινούμενος ἀπὸ ἕναν Ἅγιο ζῆλο, τὸν μιμεῖτο καὶ ἔκανε καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιο ἀγώνισμα. Ἔτσι, ὅταν ἄκουσε ὅτι οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοί, καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἔτρωγαν ἄβραστο φαγητό, πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια δὲν ἔφαγε κανένα μαγειρευμένο φαγητό. Τρεφόταν μόνο μὲ λάχανα ὠμὰ καὶ ὄσπρια. Ἐπίσης καὶ τὸν ὕπνο του ἀγωνίσθηκε νὰ περιορίσει στὸ ἐλάχιστο. Καί, γιὰ νὰ τὸ κατορθώσει αὐτό, δὲν μπῆκε κάτω ἀπὸ στέγη ἐπὶ εἴκοσι ὁλόκληρα ἡμερόνυχτα, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ ξεπαγιάζοντας ἀπὸ τὸ ψύχος τῆς νύχτας.

Μιὰ φορὰ ὁ Ὅσιος ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς πορνείας καί, προκειμένου νὰ ἐξουδετερώσει τὸν δαίμονα αὐτό, κατέφυγε σὲ ἕνα ἐντελῶς ἔρημο καὶ ἑλώδη τόπο, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ ἕξι μῆνες. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν κουνούπια πολὺ μεγάλα, σὰν σφῆκες, τὰ ὁποία μὲ τὰ τσιμπήματά τους τὸν καταπλήγωναν σὲ ὅλο του τὸ σῶμα. Ὅταν, λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἕξι μῆνες γύρισε στὸ κελί του, ἀναγνωριζόταν μόνο ἀπὸ τὴν φωνή του, ἀφοῦ τὸ σῶμα του ἐξωτερικὰ εἶχε παραμορφωθεῖ καὶ ἔμοιαζαν μὲ τὸ σῶμα ἀνθρώπων ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς ἐλεφαντίασης.

Κάποια φορὰ ὁ Ὅσιος καθόταν στὴν αὐλὴ καὶ ἔλεγε λόγους ὠφέλιμους σὲ παρευρισκόμενους ἐκεῖ Χριστιανούς. Τότε μία ὕαινα, ἀφοῦ πῆρε μαζί της τὸ νεογνό της, τὸ ὁποῖο ἦταν τυφλό, πλησίασε τὸν Ἅγιο καὶ τὸ ἔριξε στὰ πόδια του. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔπτυσε στὰ μάτια τοῦ μικροῦ ζώου, τοῦ χάρισε τὸ φῶς. Ἔτσι, θεραπευμένο πλέον, τὸ πῆρε ἡ ὕαινα καὶ ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωί – πρωὶ ὅμως, αὐτὴ γύρισε πάλι στὸν Ἅγιο, φέρνοντάς του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη μία μεγάλη προβιὰ γιὰ στρῶμα. Ἐκεῖνος ὅμως εἶπε στὴν ὕαινα: «πράγματα προερχόμενα ἀπὸ ἀδικία ἐγὼ δὲν τὰ δέχομαι». Ἐκείνη τότε, ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν αὐλή.
Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ ἀσκήθηκε ὁ Ὅσιος Μακάριος καὶ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ζωῆς τῆς μακαρίας φερωνύμως ἐτύχετε, ὡς πολιτευθέντες ὁσίως, θεοφόροι Μακάριοι· ἐν νόμῳ γὰρ τῷ θείῳ εὐσεβῶς, ἰθύναντες τὰς τρίβους τῆς ζωῆς, θείας δόξης ἀνεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἱάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος τῆς ἐγκρατείας, ὡς ἀστέρας ἔθετο, ὑμᾶς Πατέρες ἀπλανεῖς, φωταγωγοῦντας τὰ πέρατα, φωτὶ ἀΰλῳ, Μακάριοι Ὅσιοι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου γόνος σεπτός, Μακάριε Πάτερ, τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή· χαίροις θεοφόρε, Μακάριε παμμάκαρ, Ἀλεξανδρείας κλέος, καὶ θεῖον βλάστημα.


Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Ἀρχιεπίσκοπος Κερκύρας



Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Β’ (867 – 886 μ.Χ.) στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ πατέρας του καταγόταν ἀπὸ τὴν ἁγία Πόλη καὶ ἡ μητέρα του ἀπὸ τὴν Βιθυνία. Σὲ μικρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια, ὅπου διδασκόταν τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ σὲ νεαρὰ ἡλικία ἐκάρη μοναχός.

Ἀργότερα ἔφυγε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ μετέβη στὴ Σελεύκεια, ὅπου χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Μετὰ τὴν χειροτονία του ἐπανῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Πατριάρχης Τρύφων (928 – 931 μ.Χ.) τὸν διόρισε σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τῆς Πόλης, ὡς ἱερέα, ὁ δὲ διάδοχός του Πατριάρχης Θεοφύλακτος (933 – 956 μ.Χ.) τὸν ἐξέλεξε, γιὰ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου του, Ἐπίσκοπο Κερκύρας.
Ὡς ποιμένας διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀποστολική του δράση καὶ ἀφοσιώθηκε μὲ ἀγάπη ἐξ’ ὁλοκλήρου στὸ ποίμνιό του. Κάποια στιγμή, ἄγνωστο γιατί, ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος ὁ Πορφυρογέννητος (911 – 959 μ.Χ.), ζήτησε νὰ μεταβοῦν στὴν Κωνσταντινούπολη οἱ ἄρχοντες τῆς Κέρκυρας. Ὁ Ἅγιος, σὲ βαθὺ γῆρας, ἀνέλαβε νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ διευθετήσει τὰ πράγματα. Κατὰ τὴν ἐπιστροφή του παράδωσε, κοντὰ στὴν Κόρινθο, τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸ Θεό. Τὸ ἱερὸ λείψανό του μετακομίσθηκε στὴν Κέρκυρα καὶ εἶναι πηγὴ πολλῶν θαυμάτων καὶ ἰάσεων.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τὰς χάριτας, καρποφορήσας πιστῶς, ποιμὴν ἱερώτατος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Ἀρσένιε· ὅθεν ἐν τῇ Κερκύρᾳ, εὐκλεῶς διαπρέψας, ἴθυνας τὸν λαόν σου, πρὸς νομὰς ἀληθείας. Καὶ νῦν ταῖς σαῖς ἱκεσίαις, σῶζε τοὺς δούλους σου.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱεράρχης ὅσιος Πάτερ ἐδείχθης, ἐπὶ γῆς ὡς ἄγγελος, ἱερατεύσας ἀληθῶς, τῷ ἐν ὑψίστοις Ἀρσένιε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Χάριτι τῇ θείᾳ ἀνατραφείς, ηὔξασαι εἰς μέτρον, ἡλικίας πνευματικῆς, καὶ ἱεραρχίας, ἐκλάμψας ταῖς ἀκτῖσιν, Ἀρσένιε Κερκύρας, φωστὴρ γεγένησαι.


Ἡ Ἁγία Εὐφρασία ἡ Μάρτυς


Ψεύδει σοφῷ φυγοῦσα σαρκὸς τὴν ὕβριν,
Ἀθλεῖς ἀληθῶς ἐκ ξίφους Εὐφρασία.


Ἡ Ἁγία Μάρτυς Εὐφρασία καταγόταν ἀπὸ τὴ Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Προερχόταν ἀπὸ ἐπίσημη γενιὰ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν σωφροσύνη καὶ τὸ χρηστό της ἦθος.

Τὴν Εὐφρασία τὴν κατήγγειλαν ὅτι πιστεύει στὸν Χριστό. Τότε οἱ εἰδωλολάτρες τῆς ζήτησαν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἐκείνη ὅμως ἔμεινε σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη στὴν πίστη της. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὴν παρέδωσαν σὲ ἕναν ἄντρα ἄξεστο καὶ βάρβαρο νὰ τὴν ἀτιμάσει. Ἡ Ἁγία ὅμως ἀπέφυγε τὴν ἀτίμωση μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: ὑποσχέθηκε στὸν ἄξεστο καὶ βάρβαρο ἐκεῖνον ἄνθρωπο ὅτι, ἂν δὲν τὴν πειράξει, θὰ τοῦ δώσει ἕνα φάρμακο, τὸ ὁποῖο νὰ χρησιμοποιεῖ στὶς μάχες, ὥστε νὰ μὴν πληγώνεται ἀπὸ τὰ ξίφη καὶ τὰ ἀκόντια τῶν ἐχθρῶν του. Καὶ γιὰ νὰ τὸν πείσει ὅτι αὐτὸ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ἔχει βάση, ἔσκυψε τὸ κεφάλι της καὶ τοῦ εἶπε νὰ τὴν χτυπήσει μὲ τὸ ξίφος στὸν αὐχένα της, ὥστε ἀμέσως νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει. Ἐκεῖνος σχημάτισε τὴν γνώμη ὅτι ἀνταποκρινόταν στὴν πραγματικότητα αὐτὸ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ἡ Ἁγία καί, ἀφοῦ σήκωσε τὸ ξίφος του, τὴν κτύπησε δυνατότερα στὸν αὐχένα, μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι αὐτὴ δὲν θὰ πάθαινε τίποτα.
Ἔτσι τὸ σχέδιο τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Εὐφρασίας πέτυχε. Δηλαδὴ κόπηκε μὲν τὸ κεφάλι της ἀπὸ τὸ ξίφος τοῦ δημίου, ὅμως αὐτὴ διέσωσε τὴν ἁγνότητά της καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου


Ἔχει νεκρὸν σὸν ἡ καλὴ μετοικία,
Καλῶ γάρ, ὡς σύ, τοὺς Ἀποστόλους Πάτερ.


Ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἔγινε ἐκ Ναζιανζοῦ κατὰ τὴν ἄποψη ὁρισμένων ἐρευνητῶν, ἐπὶ Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) ἢ Θεοδοσίου Β’ (408 – 450 μ.Χ.) ἢ ἐπὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου (911 – 959 μ.Χ.) καὶ κατατέθηκε στὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἡ τιμία κάρα φυλάσσεται μὲ εὐλάβια στὴ μονὴ Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους. Τεμάχια ἐκ τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου κατεῖχε μέχρι τὸ ἔτος 1204, ἔτος τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὁ ναὸς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας.


Μνήμη Θαύματος Μεγάλου Βασιλείου

Πώς ουκ αν ήρε Βασίλειε τας πύλας,
Μέγας Ναός σοι τω ναώ τω εμψύχω.


Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, τελεῖται ἡ ἀνάμνησις τοῦ ἐν Νίκαιᾳ μεγίστου θαύματος, ὅτε ὁ Μέγας Βασίλειος διὰ προσευχῆς ἀνέῳξε τὰς πύλας τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ παρέθετο αὐτὴν τοῖς Ὀρθοδόξοις.


Ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ Ὁμολογητής ὁ Γαλησιώτης


Κτείνει Δαβίδ μεν, αλλόφυλον σφενδόνη,
Κτείνει δε Μελέτιος Aυσόνων πλάνην.


Ὁ Ὅσιος Μελέτιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1206 στὴν πόλη Θεόδοτο τοῦ Πόντου καὶ οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Γεώργιος καὶ Μαρία. Ὁ πατέρας του ἦταν στρατιωτικός. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὸ μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, ἔγινε μοναχὸς στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ στὴ συνέχεια ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους, τὴν Αἴγυπτο καὶ διάφορα μοναστήρια τῆς Δαμασκοῦ. Τελικὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου στὸ ὄρος τοῦ Γαλησίου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου διῆλθε τὸ βίο του μὲ ἄσκηση, προσευχὴ καὶ νηστεία.

Μετὰ τὸ 1261 ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀσκήτευε στὸ ὄρος τοῦ Αὐξεντίου. Παράλληλα περιερχόταν στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ καὶ στήριζε τοὺς Χριστιανοὺς στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ ἀνῆκε στὴν ὑπὸ τὸν μετέπειτα Πατριάρχη Γεώργιο Κύπριο (1283 – 1289) ἀνθενωτικὴ μερίδα καὶ ἀγωνίσθηκε κατὰ τῶν ἑνωτικῶν ἐνεργειῶν τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγου στὴ Σύνοδο τῆς Λυῶνος (1274 μ.Χ.).

Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1271 καὶ 1274, ἐπὶ τῆς νησίδος πρὸ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἀκρίτα, ἵδρυσε μονὴ ποὺ τὴν ἀφιέρωσε στὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα τὸν Πρωτόκλητο.

Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ὁ Παλαιολόγος τὸν ἐξόρισε στὴ νῆσο τῆς Σκύρου μαζὶ μὲ τὸν μοναχὸ Γαλακτίωνα τὸν Γαλησιώτη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπέστρεψε λίγα χρόνια ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ (1267 – 1275, 1282 – 1283) θέλησε νὰ τὸν χειροτονήσει Πρεσβύτερο, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Ἔγραψε πολλὰ κατὰ τῶν Λατίνων καὶ ἔπαθε γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη του πολλά. Γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζεται ὡς Ὁμολογητής.

Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1283 σὲ ἡλικία 77 ἐτῶν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου.
Τὸ σπουδαιότερο ἀπὸ τὰ ἔργα του εἶναι ἡ «Ἀλφαβηταλφάβητος», ἕνα μεγάλο ποίημα ἀπὸ 13.000 περίπου στίχους, στὸ ὁποῖο ἐκτίθενται θεολογικὲς σκέψεις καὶ ἰδέες. Ἔγραψε δὲ καὶ περὶ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Τριάδος.


Ὁ Ὅσιος Κοσμᾶς ὁ Χρυσοστόματος


Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Κοσμᾶ, ἀναφέρεται στὸ Τυπικὸ τὴς μονῆς Χρυσοστόμου τῆς Κύπρου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Χρυσοστόμου, γι’ αὐτὸ καλεῖται καὶ Χρυσοστόματος. Ἔζησε ὁσιακὰ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.


Ὁ Ὅσιος Μακάριος Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ

 
Ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος Μακάριος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 – 337 μ.Χ.), Θεοδοσίου (379 – 395 μ.Χ.) καὶ Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.). Ἦταν ὁ πρῶτος, κατὰ πᾶσα πιθανότητα,

Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ τῆς Χαλκιδικῆς καὶ θεωρεῖται κτήτορας τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας, συναντήθηκε μὲ τὸν Μέγα Κωνσταντἰνο, ὁ ὁποῖος ἐπιζητοῦσε νὰ κτίσει τὴ Νέα Ρώμη κοντὰ στὸν Ἀκάνθιο ἰσθμό, ποὺ κεῖται κοντὰ στὴν Ἱερισσὸ καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μὲ τὴν

σοφία τῶν λόγων του ἔπεισε τὸν βασιλέα νὰ μὴν προχωρήσει στὴν ὑλοποίηση τῶν σχεδίων του καὶ ἔτσι διέσωσε τὸ φιλήσυχο τῆς περιοχῆς καὶ μάλιστα τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ἐπὶ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου ὁ Ἅγιος καταδιώχθηκε καὶ κατέφυγε στὸν Ἄθωνα. Θεωρεῖται δὲ δεύτερος κτήτορας τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ).


Άγιος Μακάριος ο Καλογεράς

   
Ο Αγιος Μακάριος ο Καλογεράς, ο Εθνοδιδάσκαλος γεννήθηκε στην Πάτμο το 1688 μ.Χ., και ήταν γόνος εύπορης οικογένειας. Αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη για σπουδές και ήρθε σ΄ επαφή με σημαντικές οικογένειες και κληρικούς της Βασιλεύουσας. Μετά το τέλος των πολυετών σπουδών του υπηρέτησε ως Διάκονος πλάι στο Μητροπολίτη Νικομήδειας.

Καθώς ο Μακάριος ενδιαφερόταν πολύ για τη διδασκαλία και τη διαπαιδαγώγηση των υπόδουλων Ελλήνων, επέστρεψε στην Πάτμο το 1713 μ.Χ. και ίδρυσε την Πατμιάδα Σχολή. Τα μαθήματα στη σχολή παρέχονταν δωρεάν σε όλους τους μαθητές και αρχικά ο Μακάριος δίδασκε μόνος του. Μετά από μερικά χρόνια, οι καλύτεροι των μαθητών επιλέχθηκαν ως διδάσκαλοι της σχολής. Οι μαθητές αυτοί κατάγονταν από την Πάτμο και από άλλα μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι κύριοι συνεργάτες του ήταν ο μοναχός Κοσμάς από τη Λήμνο και ο μοναχός Γεράσιμος ο Βυζάντιος. Ο αριθμός των μαθητών αυξήθηκε σε εκατό, γι' αυτό και θεωρήθηκε απαραίτητη η δημιουργία νέων κτηρίων, τα οποία δημιουργήθηκαν με τη βοήθεια εύπορων δωρητών από την Κωνσταντινούπολη. Η Πατμιάδα μετεξελίχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες σχολές του Ελληνισμού.

Ο Μακάριος, ο οποίος είχε εξασθενημένο οργανισμό, απεβίωσε στην Πάτμο το 1737 μ.Χ. , αλλά η έντονη δράση και το έργο του διέσωσαν το όνομά του. Η Ιερωσύνη του δεν ανήλθε ποτέ πέραν του βαθμού του Διακόνου, επειδή αρεσκόταν περισσότερο, όπως ο ίδιος έλεγε να διακονεί παρά να διακονείται.


Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Νηστευτὴς ἐκ Ρωσίας


Ὁ Ὅσιος Μακάριος μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τῆς Μεγάλης Λαύρας τοῦ Κιέβου. Ἔζησε καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 12ο αἰώνα μ.Χ.


Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Διάκονος ἐκ Ρωσίας

   
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἔζησε μεταξὺ 13ου καὶ 14ου αἰώνα μ.Χ.. Μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ὁ Θεός, γιὰ τὸν πνευματικό του ἀγώνα, τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.


Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός τοῦ Νόβγκοροντ


Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἀπὸ μικρὸς ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1392 στὴ Ρωσία.


Όσιοι Μάξιμος και Δομέτιος οι αυτάδελφοι


Εὐχῇ, νεανίαι, καθηγιάσθητε
Μάξιμε καὶ Δομέτιε, αὐτάδελφοι.


Ο μεγάλος απόστολος των εθνών Παύλος στην επιστολή του προς τους Θεσσαλονικείς μας μεταφέρει την επιθυμία του Θεού για πνευματική μας τελείωση γράφοντας: «Τοῦτό ἐστι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμὸς ὑμῶν» (Κεφ. δ ́ 3) και μας προτρέπει για την επιτυχία αυτού του στόχου νύκτα και ημέρα να προσευχόμαστε: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Κεφ. ε ́ 17). Με τη συνεχή προσευχή ο νούς μεταρσιώνεται και επικοινωνεί με το θείο, από το οποίο και τρυγά το νέκταρ της ψυχικής αγαλλιάσεως και της επιτυχίας του εφετού. Η προσευχή ζωογονεί, ενώνει τη γη με τον ουρανό και αγιάζει τους εραστές της.

Δύο ζηλωτές της προσκαρτερήσεως στην προσευχή, δύο νεαροί αδελφοί, που πέτυχαν την υπέρβαση της καθηλώσεως της νεότητας στις άτακτες ορμές της ηλικίας και στις γήινες απολαύσεις, δύο ακάματοι εργάτες της νοεράς προσευχής, που με άροτρο αυτήν όργωσαν τον αγρό της καρδιάς τους, για να φυτρώσουν τα αμάραντα κρίνα της αγιότητας, είναι οι όσιοι Δομέτιος και Μάξιμος. Βλαστοί ευθαλέστατοι αρχοντικής ρίζας, ανατράφηκαν με όλες τις ανέσεις, την ευμάρεια και τις τιμές που τους προσέδιδε η αυτοκρατορική θέση του πατέρα τους. Το εντυπωσιακό παρουσιαστικό τους και η καλοπέραση, που ήταν χαραγμένη στο πρόσωπό τους, δε μαρτυρούσε το ταπεινό και αγωνιστικό φρόνημα της καρδιά τους. Η όψη τους ξεγελούσε και δεν άφηνε να καταλάβει κανείς τη μυστική τους πνευματικότητα και να δει τα πολύτιμα διαμάντια της αποταγής του κόσμου και της αγάπης του Θεού, που κρύβονταν μέσα σ’ αυτές. τα διαμάντια αυτά τα έκρυβαν με τόση επιμέλεια, που δεν τα διέκρινε ούτε και ο μεγάλος ασκητής της Νιτρίας, Μακάριος (βλέπε ίδια ημέρα).

Οι νεαροί αδελφοί με πόθο μοναχικής ζωής, που προήλθε από την αγάπη τους προς το Θεάνθρωπο Ιησού, προσήλθαν κάποτε στον Αββά Μακάριο ζητώντας να τους δεχθεί ως μαθητές και συνασκητές του. Το έμπειρο μάτι του καθηγητού της ερήμου αυτή τη φορά ξεγελάστηκε. Η όψη τους δεν αντανακλούσε το εσωτερικό τους περιεχόμενο και έφερνε στο νου του το μαθητή της αγάπης, που γράφει: «Μὴ κρίνετε κατὰ ὄψιν» (Ἰω. ζ ́ 24). Έτσι, αν και σκέφθηκε ότι αυτοί ως καλοαναθρεμμένοι νέοι δε θα άντεχαν τη σκληρή δοκιμασία της ερήμου, δεν τους απέπεμψε υπακούοντας στο λογισμό του, που του έλεγε: «Γιατί να τους διώξεις και να τους σκανδαλίσεις; Άφησέ τους να μείνουν και, αν δεν αντέξουν, θα φύγουν μόνοι τους». Με αυτό το σκεπτικό τους υπέδειξε ένα μέρος, για να κτίσουν ένα λιθόκτιστο κελλάκι και τους εφοδίασε με ένα πέλεκυ, ένα σακκούλι γεμάτο ψωμιά και αλάτι, τους έδειξε πως να πλέκουν ζεμπίλια με βαγιές από ένα κοντινό έλος και τους υπέδειξε να τα δίνουν στους φύλακες, οι οποίοι στη συνέχεια θα τα πωλούσαν και έτσι θα εξασφάλιζαν τον «ἐπιούσιον ἄρτον» (Ματθ. στ ́ 11).

Για τρία ολόκληρα χρόνια οι νεαροί αγωνίσθηκαν υπεράνθρωπα και έφθασαν σε μέτρα αρετής πολύ υψηλά. Δεν έδωσαν όμως σημείο ζωής στον Αββά Μακάριο, αφού μόνο στην εκκλησιά πήγαιναν, να μεταλάβουν και εκεί σιωπώντας. Τη μυστική τους αρετή ήξερε μόνο ο αγωνοθέτης και στεφοδότης Χριστός. Μετά από θερμή προσευχή ο Αββάς Μακάριος ξεκίνησε να τους επισκεφθεί, για να γνωρίσει την κρυφή τους, αν υπήρχε, πρόοδο. Όταν έφθασε στο κελλί τους, τον υποδέχθηκαν και τον ασπάσθηκαν με σιωπή, ενώ ο μικρότερος με νεύμα του μεγάλου συνέχισε την πλοκή των ζεμπιλιών του. Μετά την ενάτη παρέθεσαν λίγο λιτό φαγητό και τρία παξιμάδια για δείπνο. Σιωπώντας πάλι κάλεσαν τον Αββά Μακάριο στο τραπέζι και μετά από αυτό τον ρώτησαν αν θα έφευγε ή θα έμενε μαζί τους το βράδυ. Η σιωπή τους τον είχε μαγνητίσει και του έφερνε στο νου το σοφό Σειραχίδη, που λέει: «Ἄνθρωπος σοφὸς σιωπήσει ἄχρι καιροῦ» (Σοφ. Σειρ. κ, 7). Έτσι, στη διερευνητική του επιθυμία να γνωρίσει τον εσωτερικό τους κόσμο, έδωσε καταφατική απάντηση. Εκείνοι τότε έστρωσαν ένα ψαθί για τον επισκέπτη τους και ένα άλλο στην άλλη άκρη της καλύβας για τον εαυτό τους. Μόλις πλάγιασαν, ο Αββάς Μακάριος προσευχήθηκε στο Θεό να του αποκαλύψει την εργασία τους. Τότε άνοιξε η στέγη και έγινε φως, σαν να ήταν ημέρα. Οι δύο αδελφοί όμως δεν έβλεπαν το φως και, πιστεύοντας ότι ο Αββάς Μακάριος κοιμήθηκε, σηκώθηκαν και απλώνοντας τα χέρια στον ουρανό άρχισαν να προσεύχονται. Έβλεπε τότε ο καθηγητής της ερήμου μύγες να προσπαθούν τα πλησιάσουν τον μικρότερο αδελφό, που τον περιτείχιζε Άγγελος Κυρίου κρατώντας πύρινη ρομφαία. Το μεγαλύτερο αδελφό δεν τον πλησίασαν.

Κατά το πρωί ξεκίνησαν όλοι μαζί την ορθρινή προσευχή. Και έβλεπε πάλι στη διάρκειά της ο Αββάς Μακάριος, σε κάθε στίχο του ψαλτηρίου που έλεγαν, να βγαίνει λαμπάδα φωτιάς από το στόμα τους που έφθανε ως τον ουρανό ως «φλόγα πυρός» (Ἀποκ. β ́ 18). Μετά το τέλος της προσευχής ο μέγας Μακάριος έκπληκτος για το υπερφυέστατο θέαμα τους ζήτησε να εύχονται γι’ αυτόν και αυτοί πάλι σιωπώντας πήραν την ευχή του και τον χαιρέτησαν. Ο Γέροντας απομακρύνθηκε, αφού είχε διαπιστώσει ότι ο μεγαλύτερος αδελφός είχε φθάσει στην τελειότητα, ενώ ο μικρότερος δεχόταν ακόμη επιθέσεις από τον πονηρό, από τις οποίες όμως προστατευόταν από Άγγελο για την υπερφυσική του άσκηση και τον πόθο του για πνευματική τελείωση.

Ύστερα από λίγες ημέρες κοιμήθηκε ο μεγάλος αδελφός τον ύπνο των δικαίων και μετά από τρείς ημέρες και ο μικρότερος. Ο Αββάς Μακάριος έκτοτε τους παρουσίαζε σαν πρότυπα ασκήσεως και έδειχνε τον τόπο τους για παραδειγματισμό στους άλλους ασκητές λέγοντας: «Ελάτε τα δείτε τον τόπο μαρτυρίου των νεαρών, που αγίασαν με την αδιάλειπτη προσευχή και τη σιωπή».

Οι αδελφοί αυτοί, Μάξιμος και Δομέτιος, τιμώνται πολύ στην έρημο της Νιτρίας και το μοναστήρι που δημιουργήθηκε στον τόπο της ασκήσεώς τους ονομάζεται από τους Αιγυπτίους σήμερα «Μονή Baramous», που σημαίνει «Μονή των Ρωμιών», των νεαρών χριστιανών βασιλοπαίδων, των εραστών της νοεράς προσευχής. Στους Οσίους αυτούς έτρεφε μεγάλη ευλάβεια ο μακαριστός π. Ευσέβιος Βίττης, ο οποίος και στο ερημητήριό του, στα δάση της Φαιάς Πέτρας, είχε πήξει προς τιμή τους ευκτήριο οίκο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μαθηταὶ Μακαρίου τοῦ οὐρανόφρονος, θεοειδεῖς νεανίαι, εὐχῆς ἀόκνου φανοί, ἐν Νιτρίᾳ οἱ ἐκλάμψαντες, ὁμαίμονες, Μάξιμε, φάος σιωπῆς καὶ Δομέτιε, λαμπὰς ὑπέρφωτε ἡσυχίας, Χριστῷ σκεδάσαι σκοτίαν παθῶν ἡμῶν θερμῶς πρεσβεύσατε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Νεανιῶν τὴν ξυνωρίδα τὴν αὐτάδελφον, ἁγιασθεῖσαν δι’ εὐχῆς ἀνευφημήσωμεν, ἐν Νιτρίᾳ καθυπείκουσαν Μακαρίῳ τῷ Μεγάλῳ ἐν πατράσιν οὐρανόφροσι, θεῖον Μάξιμον καὶ πάσεπτον Δομέτιον, πόθῳ κράζοντες· Χαίροις, ζεῦγος μακάριον.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον Σου, Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν
Εὐχῆς καρδιακῆς ἐργαστήρια θεῖα, ταμεῖα σιωπῆς, ταπεινώσεως οἶκοι καὶ νήψεως μέλαθρα, νεανίαι αὐτάδελφοι, μὴ ἐλλίπητε ὑπὲρ ἡμῶν δυσωποῦντες τὸν Παντάνακτα Θεόν, Δομέτιε σῶφρον καὶ πάνσοφε Μάξιμε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὴν β’ Στιχολογίαν
Τρυφὰς ἀπωσάμενοι καταγωγῆς εὐγενοῦς τιμὰς καὶ εὐμάρειαν διὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἀγάπην, αὐτάδελφοι, καὶ παριδόντες τάχος τῆς νεότητος κάλλος καὶ τὴν ἀκμὴν ἀσκήσει κατετήξατε σάρκα, Δομέτιε, συντόνου εὐχῆς λύχνε καὶ Μάξιμε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Σεμνοὺς οἰκήτορας Νιτρίας μέλψωμεν ἐρήμου ᾄσμασιν, εὐχῆς τὰ πρότυπα, τῆς σιωπῆς ὑπογραμμοὺς καὶ νήψεως τὰ πυξία, ἱερὸν Δομέτιον καὶ θεόφρονα Μάξιμον, αὐταδέλφων σύστημα, ἐν ἀκμῇ τῆς νεότητος τὸ φρόνησιν κατέχον γερόντων, χαῖρε, αὐτῷ ἀναβοῶντες.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ἐργαστήρια εὐχῆς ἀόκνου, μάκαρ Μάξιμε σὺν Δομετίῳ, νεανίαι θεοφόροι, αὐτάδελφοι, ὑμῶν εὐχὰς ὡς πυρὸς φλόγα πάμφωτον, ἣν ἡ πνοὴ τοῦ ἀέρος οὐκ ἔσειεν, ὁ θειότατος κατεῖδε πατὴρ Μακάριος ὑμᾶς, θεοειδεῖς, ἐπισκεψάμενος.

Ὁ Οἶκος
Ἄμεμπτοι νεανίαι, προσευχῆς ἐκμαγεῖα, Δομέτιε καὶ Μάξιμε, θεῖοι, τῆς Νιτρίας φανοὶ τηλαυγεῖς, ἀδελφῶν ὁσίων τιμαλφῆ μάργαρα καὶ σιωπῆς κοσμήτορες, ἀκούετε πιστῶν βοώντων·

Χαῖρε, φωστὴρ ὁσίων, Δομέτιε·
χαῖρε, λαμπτὴρ συνέσεως, Μάξιμε.

Χαῖρε, ξυνωρὶς αὐταδέλφων ἰσάγγελος·
χαῖρε, προσευχῆς ἡ δυὰς ἡ ὑπέρφωτος.

Χαῖρε, ἔνθεε Δομέτιε, σιωπῆς ἡ λαμπηδών·
χαῖρε, λύχνε θεῖε Μάξιμε ἐγκρατείας καὶ εἰκών.

Χαῖρε, τοῦ Παντεπόπτου, ὦ Δομέτιε, φίλος·
χαῖρε, τοῦ μισοκάλου, μάκαρ Μάξιμε, τρόμος.

Χαῖρε, πρηστὴρ ἐχθίστου, Δομέτιε·
χαῖρε, σβεστὴρ κακότητος, Μάξιμε.

Χαῖρε, Δομέτιε, γέρας Νιτρίας·
χαῖρε, ὦ Μάξιμε, δᾷς ἐγκρατείας·

Χαίροις, ζεῦγος μακάριον.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις, αὐταδέλφων νεανιῶν ξυνωρίς ὁσία, προσευχῇ τε καὶ σιωπῇ ἡ ἁγιασθεῖσα, Δομέτιε τρισμάκαρ καὶ Μάξιμε θεόφρον, πίστεως πρόβολοι.

Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α’.
Δεῦτε, ἀγαλλιώμενοι εὐσεβῶν οἱ δῆμοι, τοὺς ἐραστὰς εὐχῆς τῆς ἀδιαλείπτου τιμήσωμεν, σιωπῇ καὶ ταπεινῷ φρονήματι τὴν κλίμακα τῆς ἀρετῆς ἀνελθόντας εὐλαβῶς κραυγάζοντες· Δομέτιε καὶ Μάξιμε, αὐτάδελφοι νεανίαι, ἀξιοθαύμαστοι, οἱ καλῶς τὸν ἀγῶνα ἐν τῇ Νιτρίᾳ τελέσαντες καὶ οὐρανοπολῖται γενόμενοι, ἀξιώσατε καὶ ἡμᾶς εὔχεσθαι καὶ νήφειν ἀενάως, ἵνα τῆς σὺν ὑμῖν ἀπολαύσωμεν μακαριότητος.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β’.
Καταλιπόντες τὴν κλεινὴν τοῦ φωτὸς πόλιν καὶ τὴν τρυφὴν καὶ τιμὰς τῆς ἀρχούσης τάξεως ὡς ἔσχατοι τῶν ἀνθρώπων καὶ δὴ ἐν ἀκμῇ τῆς νεότητος ἐπολιτεύσασθε ἐν τῇ ἐρήμῳ, Μάξιμε καὶ Δομέτιε· διὸ καὶ ὁ σοφὸς ἀγωνοθέτης καὶ Κύριος τὸ ἔνθερμον τῶν ὑμῶν προσευχῶν καὶ δεήσεων δεξάμενος ὡς πυρὸς φλόγας τοὺς ὡς μυίας ὑμᾶς ἐνοχλοῦντας ἑσμοὺς τοῦ ἐχθίστου ἀπήλασεν, ὅσιοι· δεξάμενος οὖν ὑμᾶς ἐν τῇ ἀλήκτῳ εὐφροσύνῃ χάριν ὑμῖν ἔδωκε παρέχειν τοῖς ὑμᾶς μακαρίζουσι τὸ Αὐτοῦ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος γ’.
Ἐν σμικρᾷ λιθοκτίστῳ κέλλῃ ἀσκούμενοι, ἐν τόπῳ ὑμῖν ὑποδειχθέντι ὑπὸ Μακαρίου τοῦ Μεγάλου, σειρὰς βαΐων ἐπλέκατε καὶ ἀδιαλείπτως τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν ἀνετείνατε Χριστοῦ ἐκλιπαροῦντες τὸ ἔλεος, νεανίαι ὁμαίμονες, Μάξιμε καὶ Δομέτιε· θανατώσαντες οὖν τὸν ὡς λέοντα ὠρυόμενον ζητοῦντα ὑμᾶς καταπιεῖν μισόκαλον δαίμονα τὰς τῆς σαρκὸς κατεστείλατε ἐπαναστάσεις καὶ τὸ πνεῦμα ἐζωώσατε· μεταστάντες οὖν πρὸς ζωὴν τὴν ἀγήρω πρότυπα εὐχῆς ἀδιαλείπτου γεγόνατε καὶ πρεσβευταὶ πρὸς Κύριον πάντων τῶν ὑμᾶς τιμώντων ἐν ᾄσμασι.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ’.
Ὡς καρπὸν τῆς ἡσυχαστικῆς ὑμῶν πορείας ἀπηλαύσατε ἀπαθείας, ὅσιοι νεανίαι, Μάξιμε καὶ Δομέτιε· αὐτῆς καὶ ἡμᾶς ἀξιώσατε ἀπολαῦσαι τοὺς ὡς σιωπῆς καὶ νήψεως λαμπηδόνας ὑμᾶς μέλποντας, φωτιζούσας πάντας τοὺς ὑμῶν τιμῶντας πολιτείαν τὴν ἰσάγγελον, νεανίαι θεόσοφοι.


Οἱ Ἅγιοι Παῦλος, Γερόντιος, Ἰανουάριος, Σατουρνῖνος, Σακκέσιος, Ἰούλιος, Κάτιος, Πῖος καὶ Γερμανὸς οἱ Μάρτυρες


Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μάρτυρες, μαρτύρησαν στὴν Ἀφρική. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων αὐτῶν Μαρτύρων.


Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος Ἐπίσκοπος Κυρήνειας
 

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Θεοδότου, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου (307 – 323 μ.Χ.), ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα δυὸ φορές: τὴ 19η ἢ 17η Ἰανουαρίου, ἡμέρα τῆς ἀπελευθερώσεώς του ἀπὸ τὴ φυλακή, καὶ τὴ 2α Μαρτίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.
Ὁ Ἅγιος ἐκδιώχθηκε καὶ ἔπαθε πολλὰ γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, ἴσως ἐπὶ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου.


Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ρωμαῖος


Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἔζησε μεταξὺ τοῦ 15ου καὶ 16ου αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὸ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας.


Πηγὲς:http://www.saint.gr/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/1/d/19/sxsaintlist.aspx

«Πᾶνος»