«Αλλοτρίας δε βοτάνης απέχεσθαι, ήτις
εστίν αίρεσις»
(Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος – Προς
Τραλλιανοίς VI, 37-38)
(και η αγάπη του προς τον Χριστόν)
ΜΕΡΟΣ Δ΄
Μέγας Θεολόγος ο Άγιος Ιγνάτιος όταν υπογραμμίζει,
για το Μυστήριο της Σαρκώσεως του Χριστού (Λόγου), και τα εξής: «Και έλαθεν τον
άρχοντα του αιώνος τούτου η παρθενία Μαρίας και
ο τοκετός αυτής, ομοίως και ο θάνατος του Κυρίου∙
τρία μυστήρια κραυγής, άτινα εν ησυχία Θεού επράχθη»
(Προς Εφεσίους ΧΙΧ, 39-40).
1ο Σχόλιο
Διαχρονικής αξίας (και άξια θαυμασμού) η χαρισματική θεολογική δύναμη του Αγίου και ο λεκτικός του ορίζοντας.
Για «τρία μυστήρια κραυγής» γράφει, δηλ. για την
δυναμική εισβολή των σχεδίων της Θείας οικονομίας στον κόσμο, χωρίς να πάρει
είδηση ο διάβολος∙ σήμερα, βέβαια, τα τρία αυτά Μυστήρια είναι διάφανα και
ορατά στον ορίζοντα της Εκκλησίας, ως όροι σωτηρίας, που ξεπερνούν, όμως, την
ανθρώπινη νοητική ενέργεια (Λογική).
Υπογραμμίζουν οι Πατέρες:
Α) «Πάντα γαρ τα του Θεού, υπέρ φύσιν εισί και λόγον
και έννοιαν» (Ιωάν. Δαμασκηνός – Έκδοσις Ορθοδόξου Πίστεως – Κεφ. Δ, πη΄).
Β) «Ουδέποτε ψυχή δύναται προς γνώσιν εκταθήναι
Θεού, ειμή αυτός ο Θεός, συγκαταβάσει χρησάμενος, όψηται αυτής και αναγάγη προς
εαυτόν» (Μάξιμος Ομολογητής – περί θεολογίας – εκατ. α΄, λα΄- Φιλοκαλία, τόμος
Β΄, σελ. 56).
Αναπήδησε σωτήρια μέσα στην Εκκλησία – Ιστορία αυτή
η κραυγή των τριών αυτών Μυστηρίων, ως έκφραση της Θεϊκής στοργής για τον
άνθρωπο∙ κραυγή που μας καθοδηγεί σε κάθε μας πράξη απ’ το σήμερα εως της
συντελείας.
Εντύπωση προκαλεί το σονέτο του ποιητή Τζον Νταν,
όπου υπενθυμίζει, συνοψίζει και υπομνηματίζει ποιητικά την σωτήρια αυτή κραυγή
των Μυστηρίων του Θεού, ως εξής:
«Θάνατε, μην κομπορρημονείς» - αυτός είναι ο τίτλος
του. Επί πλήττει τον θάνατο (ο Τζον Νταν) με την συμβουλή να μην υπερηφανεύεται
που σαρώνει τη ζωή, διότι και αυτός έχει γίνει θνητός.
Χαρακτηριστικός ο επίλογος του σονέτου:
«Μεσολαβεί ένας βραχύβιος ύπνος και ύστερα αφυπνιζόμαστε, εισερχόμαστε στην αιώνια ζωή.
Και τότε ο θάνατος δεν υπάρχει πια. Τότε, θάνατε, πεθαίνεις».
Τονίζει ο Άγιος Ιγνάτιος και το ουσιαστικό σημείο
αρχής των τριών μυστηρίων «άτινα εν ησυχία Θεού επράχθη»∙ ακολουθεί δηλ.
χειροπιαστά την ερμηνευτική οδό του Αποστόλου Παύλου, που ομιλεί για
«σεσιγημένο Μυστήριο» (Ρωμ. 16, 25).
Η θεολογική – κανονιστική ορθολογικότητα του Αγίου
είναι ο Χριστός και η Εκκλησία Του∙ αυτές είναι οι κεντρικές εστίες της
θεολογίας του. Στις άκρως εκλεπτυσμένες αναφορές του, είναι φανερή – εναργής η
αγάπη του στον Κύριο.
Ιδίως η προς Ρωμαίους επιστολή του (κεφ. V έως ΙΧ), φανερώνει το
συνειδησιακό βάθος της αγάπης του προς τον Χριστό. Για να μην υπάρχει περιθώριο
άγνοιας, παραθέτουμε το πολύτιμο/σπάνιο για πολλούς, κείμενό του:
V. Από Συρίας μέχρι Ρώμης θηριομαχώ, δια γης και
θαλάσσης, νυκτός και ημέρας, δεδεμένος δέκα λεοπάρδοις, ό εστιν στρατιωτικόν
τάγμα· οί και ευεργετούμενοι χείρους γίνονται. Εν δε τοις αδικήμασιν αυτών
μάλλον μαθητεύομαι, αλλ’ ου παρά τούτο δεδικαίωμαι. Οναίμην των θηρίων των εμοί
ητοιμασμένων και εύχομαι σύντομά μοι ευρέθήναι· α και κολακεύσω, συντόμως με
καταφαγείν, ουχ ώσπερ τινών δειλαινόμενα ουχ ήψαντο. Καν αυτά δε άκοντα μη
θελήση, εγώ προσβιάσομαι. 3. Συγγνώμην μοι έχετε· τι μοι συμφέρει, εγώ γινώσκω,
νυν άρχομαι μαθητής είναι, μηδέν με ζηλώσαι των ορατών και αοράτων, ίνα Ιησού
Χριστού επιτύχω. Πυρ και σταυρός θηρίων τε συστάσεις, ανατομαί, διαιρέσεις,
σκρπισμοί οστέων, συγκοπή μελών, αλεσμοί όλου του σώματος, κακαί κολάσεις του
διαβόλου επ’ εμέ ερχέσθωσαν, μόνον ίνα Ιησού Χριστού επιτύχω.
VI. Ουδέν μοι ωφελήσει τα τερπνά του κόσμου ουδέ αι
βασιλείαι του αιώνος τούτου. Καλόν μοι αποθανείν εις Χριστόν Ιησούν, ή
βασιλεύειν των περάτων της γης. Εκείνον ζητώ, τον υπέρ ημών αποθανόντα· εκείνον
θέλω, τον δι’ ημάς αναστάντα. Ο δε τοκετός μοι επίκειται. 2. Σύγγνωτέ μοι,
αδελφοί· μη εμποδίσητέ μοι ζήσαι, μη θελήσητέ με αποθανείν· τον του Θεού
θέλοντα είναι κόσμω μη χαρίσησθε, μηδέ ύλη εξαπατήσητε· άφετέ με καθαρόν φως
λαβείν· εκεί παραγενόμενος άνθρωπος έσομαι. 3. Επιτρέψατέ μοι μιμητήν είναι του
πάθους του Θεού μου. Ει τις αυτόν εν εαυτώ έχει, νοησάτω ό θέλω, και συμπαθείτω
μοι ειδώς τα συνέχοντά με.
VII. Ο άρχων του αιώνος τούτου διαρπάσαι με βούλεται
και την εις Θεόν μου γνώμην διαφθείραι∙ μηδείς ουν των παρόντων υμών βοηθείτω
αυτώ· μάλλον εμού γίνεσθε, τουτέστιν του Θεού. Μη λαλείτε Ιησούν Χριστόν,
κόσμον δε επιθυμείτε. 2. Βασκανία εν υμίν μη κατοικείτω. Μηδ’ αν εγώ παρών
παρακαλώ υμάς, πεισθητέ μοι· τούτοις δε μάλλον πείσθητε, οίς γράφω υμίν. ζων
γαρ γράφω υμίν, ερών του αποθανείν. Ο εμός έρως εσταύρωται, και ουκ έστιν εν
εμοί πυρ φιλόϋλον· ύδωρ δε ζων και λαλούν εν εμοί, έσωθέν μοι λέγον: Δεύρο προς
τον πατέρα. 3. Ουχ ήδομαι τροφή φθοράς, ουδέ ηδοναίς του βίου τούτου. άρτον
θεού θέλω, ό εστιν σάρξ Ιησού Χριστού του εκ σπέρματος Δαυίδ, και πόμα θέλω το
αίμα αυτού, ό εστιν αγάπη άφθαρτος.
VIII. Ουκέτι θέλω κατά ανθρώπους ζην. Τούτο δε
έσται, εάν υμείς θελήσητε. Θελήσατε, ίνα και υμείς θεληθήτε. 2. Δι’ ολίγων
γραμμάτων αιτούμαι υμάς· πιστεύσατέ μοι. Ιησούς δε Χριστός υμίν ταύτα
φανερώσει, ότι αληθώς λέγω· το αψευδές στόμα, εν ω ο πατήρ ελάλησεν αληθώς. 3. Αιτήσασθε
περί εμού, ίνα επιτύχω. Ου κατά σάρκα υμίν έγραψα, αλλά κατά γνώμην Θεού∙ εάν
πάθω, ηθελήσατε· εάν αποδοκιμασθώ, εμισήσατε.
IX. Μνημονεύετε εν τη προσευχή υμών της εν Συρία
εκκλησίας, ήτις αντί εμού ποιμένι τω θεώ χρήται. Μόνος αυτήν Ιησούς Χριστός
επισκοπήσει και η υμών αγάπη. 2. Εγώ δε αισχύνομαι εξ αυτών λέγεσθαι∙ ουδέ γαρ
άξιός ειμι, ων έσχατος αυτών και έκτρωμα. Αλλ’ ηλέημαί τις είναι, εάν θεού
επιτύχω. 3. Ασπάζεται υμάς το εμόν πνεύμα και η αγάπη των εκκλησιών των
δεξαμένων με εις όνομα Ιησού Χριστού, ουχ ως παροδεύοντα. Και γαρ αι μη
προσήκουσαί μοι τη οδώ τη κατά σάρκα, κατά πόλιν με προήγον (Τέλος κειμένου).
Οποιοσδήποτε επιχειρήσει να μελετήσει τις επιστολές
του Αγίου Ιγνατίου, θα αντιληφθεί άμεσα τις πολυπληθείς αναφορές του Αγίου στο
πρόσωπο του Χριστού και την προβολή της ορθής πίστεως∙ δυο στοιχεία – θεμέλια
της πνευματικής εν Χριστώ ζωής. Υπογραμμίζω (επιλεκτικά) ορισμένες θεολογικές –
επιβλητικές Χριστολογικές αναφορές του.
Α) «Εγώ γαρ και μετά την ανάστασιν εν σαρκί αυτόν
οίδα και πιστεύω όντα» (Σμυρναίου Ιγνάτιος ΙΙΙ, 15).
Β) «Προσδόκα χριστόν τον Υιόν του Θεού∙ τον άχρονον
εν χρόνω∙ τον αόρατον τη φύσει, ορατόν εν σαρκί∙ τον αψηλάφητον και αναφή, ως
ασώματον, δι’ ημάς δε απτόν και ψηλαφητόν εν σώματι∙ τον απαθή, ως Θεόν, δι’
ημάς δε παθητόν, ως άνθρωπον, τον κατά πάντα τρόπον δι’ ημάς υπομείναντα» (Προς
Πολύκαρπνο Σμύρνης – ΙΙΙ, 36-40). Θεωρώ ως καθήκον, να υπογραμμίσω τη
διαχρονική συμβουλή του Αγίου Ιγνατίου, ως αυθεντικός εκκλησιαστικό λόγος,
έναντι των αιρέσεων. Ο λόγος του δημιουργεί σταθερή ομόνοια στους σημερινούς
(συνειδητούς) αντι-οικουμενιστές, τους οποίους το διοικητικό σύστημα
(εκκλησιαστικό και πολιτικό), δεν τους «θέλει» στο χώρο των
«μαζικοδημοκρατικών» οικουμενιστικών προσδοκιών. Ιδίως η φλύαρη, δακρύβρεκτη
και ψευδοεκκλησιαστική ουκουμενική κίνηση (αίρεση), τους θεωρεί πλανεμένους,
σχισματικούς κ.λ.π. Γράφει ο Άγιος:
«οι δοκούντες
αξιόπιστοι είναι, και ετεροδιδασκαλούντες, μη σε καταπλησσέτωσαν. Στήθι δε
εδραίος, ως άκμων τυπτόμενος. Μεγάλου εστίν αθλητού, δέρεσθαι, και νικάν…»
(Προς Πολύκαρπον Σμύρνης – ΙΙΙ, 30).
Συν Θεώ, τους εκκλησιολογικούς – θεωρητικούς (και
πρακτικούς) άξονες της συμβουλής του, θα τους αναλύσουμε στο επόμενο άρθρο
(Συνεχίζεται).
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
«Αλλοτρίας δε βοτάνης απέχεσθαι, ήτις
εστίν αίρεσις»
(Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος – Προς
Τραλλιανοίς VI, 37-38)
ΜΕΡΟΣ Γ΄
Σήμερα, ο οικουμενισμός προωθεί σε πλανητική
επέκταση τη διάδοση της δυτικής τεχνικής της «αγάπης» στο όνομα του Χριστού.
Αυτή, βέβαια, η μορφή αγάπης δεν θέτει φραγμό στην (υλιστική) καταναλωτική
όρεξη της παγκοσμιοποίησης.
Είδαμε (πρόσφατα, σχετικά) και στο Ελληνικό
Κοινοβούλιο το πανδαιμόνιο των «αγαπητικών» αξιών της παγκοσμιοποίησης με την
ψήφιση του νόμου περί «γάμου» ομοφυλοφύλων.
Με τα «αγαπητικά» κριτήρια των «μορφωμένων» οικουμενιστών επισκόπων, οι χαρακτηρισμοί του Αγίου Ιγνατίου για τις αιρέσεις είναι απαράδεκτες!...
Εμείς, χαρτογραφώντας την ερμηνευτική πορεία της
σκέψης των Αγίων Αποστόλων και των Πατέρων περί ποιμένων και αιρέσεων (στο κατά
Ιωάν. 7-13), υπογραμμίζουμε (επιλεκτικά) σε βραχείς αναφορές τα εξής σημαντικά.
Α) Από τις Αποστολικές Διαταγές (Για τους
αιρετικούς – ΣΤ, V, 5)
α) «Φευκτέοι γαρ εισίν ως αληθώς οι βλασφημούντες
θεόν∙ οι μεν γαρ πλείστοι των ασεβών άγνοιαν έχουσιν θεού, ούτοι δε κακόνοιαν
ως θεομάχοι νοσούσιν∙ εκ γαρ της κακίας των
αιρεσιωτών «εξήλθεν μόλυσμα επί πάσαν την γην», ως φησίν
Ιερεμίας ο προφήτης (Ιερ. 23, 15)».
β) «Τους αθέους αιρεσιώτας αμετανοήτως έχοντας
διαστείλαντες αφορίσατε από των πιστών και της εκκλησίας του Θεού εκκηρύκτους
ποιήσατε, και παραγγείλατε τοις πιστοίς παντοίως αυτών απέχεσθαι και μήτε λόγω
μήτε προσευχαίς κοινωνείν αυτοίς∙ «ούτοι γαρ εισίν
αντίδικοι και επίβουλοι της Εκκλησίας, οι διαφθείροντες το
ποίμνιον και μολύνοντες την κληρονομίαν…» (ΣΤ΄, XVIII, 3-5).
γ) «Επίσκοπος ή
πρεσβύτερος ή διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον αφοριζέσθωσαν∙ ει δε και επέτρεψαν αυτοίς ως κληρικοίς ενεργήσαι τι, καθαιρείσθωσαν»
(Αποστολικός Κανών ΜΕ΄).
δ) «Να φεύγετε τους ποιμένες που διαφθείρουν και να
μη λέγετε ότι εγώ είμαι πρόβατο και όχι ποιμένας» (Αποστολικές Διαταγές – Β΄,
ΧΙΧ).
1ο Σχόλιο
Υπογραμμίζουμε εκ των ανωτέρω ενοτήτων τα εξής:
1) «Εκ γαρ της κακίας των αιρεσιωτών “εξήλθε μόλυσμα
επί πάσαν την γην”».
2) Για τους αιρετικούς που δεν μετανοούν, συνιστά η
Αποστολική Διαταγή:
I) «αφορίσατε από των πιστών και της Εκκλησίας του Θεού»
ii) «παραγγείλατε τοις πιστοίς παντοίων αυτών απέχεσθαι»
iii) «μήτε προσευχαίς κοινωνείν αυτοίς»
3) Τους χαρακτηρίζει (η Αποστολική Διαταγή) ως:
Iv) «επίβουλους της Εκκλησίας»
v) «διαφθείροντες το ποίμνιον»
vi) «μολύνοντες την κληρονομίαν»
Ουσιαστικά , ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος αναπτύσσει
(εφαρμόζει) στο έπακρο τις Διαταγές των Αποστόλων.
Αντίθετα, τα κύρια χαρακτηριστικά της σύγχρονης
«επισκοπικής» ποιμαντικής, είναι η
«συνοδική» κατοχύρωση των αιρέσεων.
Στο Χρονολόγιο των θεμάτων της «Ακαδημίας θεολογικών
σπουδών – Βόλου», γίνεται συστηματική ανατοποθέτηση έναντι των αιρέσεων, γι’
αυτό και οι τιμητικές διακρίσεις – αναφορές σε Ζηζιούλα και Νησιώτη,
«κορυφαίων» οικουμενιστών φιλοσόφων (τέλος σχολίου).
Η Εκκλησιαστική Ιστορία – Θεολογία δεν καταπίνει,
όμως, τις σωστικές τοποθετήσεις (επί των αιρέσεων) των Πατέρων, οι οποίες σε
διατηρούν στα πραγματικά όρια της Εκκλησίας.
Παράδειγμα ο Μ. Βασίλειος, ως έχων (πιστεύω) πρωτείο
αντιαιρετικού βίου – διδασκαλίας.
Στην Επιστολή του (28), προς «την Εκκλησία
Νεοκαισαρείας Παραμυθητική», γράφει:
«Νυν εν καιρώ των εκείνου (του αποθανόντος
επισκόπου) φωνών υπομνήσθητε, ός, εκκλησιάζων υμίν αεί διεστέλλετο∙ “Βλέπετε,
λέγων, τους κύνας, βλέπετε τους κακούς εργάτας”. Πολλοί οι κύνες. Τι λέγω
κύνες; Λύκοι μεν ουν βαρείς, εν επιφανεία προβάτων το δολερόν υποκρύπτοντες,
πανταχού της οικουμένης το Χριστού ποίμνιον διασπώσιν. Ους φυλακτέον υμίν
εγρηγορικού τινός ποιμένος επιστασία» (Μ. Βασιλείου – Ε.Π.Ε. 3 – Σελ. 152 –
153).
Ερμηνεία: «Τώρα είναι καιρός να
ενθυμηθήτε τους λόγους εκείνου, ο οποίος εις τας συναθρίσεις σας δεν έπαυε να
σας προτρέπη∙ «Βλέπετε τους κύνας, βλέπετε τους κακούς εργάτες (Φιλιππ. 3, 2).
Πολλοί είναι οι σκύλοι, τι λέγω σκύλοι;
Λύκοι άγριοι μάλιστα, κρύπτοντες την δολιότητα με ένδυμα προβάτων, διασπούν το
ποίμνιον του Χριστού εις όλα τα σημεία της οικουμένης∙ Πρέπει να προφυλαχθήτε
από αυτούς με την επιστασίαν ενός ξυπνητού ποιμένος».
2ο Σχόλιο: Από το ανωτέρω Χρονολόγιο της Πατερικής αντιαιρετικής θεολογίας –
εκκλησιολογίας, υπογραμμίζουμε τους χαρακτηρισμούς «κύνας», «κακούς εργάτας»,
«λύκοι βαρείς», «επιφανεία προβάτων το δολερόν υποκρύπτοντες».
Σήμερα, δυστυχώς, οι «ποιμένες» οικουμενιστές, όχι
μόνο ανέχονται τους αιρετικούς ως «εκκλησίες», αλλά συντελούν στη δημιουργία
τους, την διάδοσή τους και στην αποδοχή τους (τέλος σχολίου).
Ποιος πράγματι είναι Ορθόδοξος ποιμένας, το
επισκοπικό ΔΕΟΝ, το τονίζει ο Μ. Βασίλειος αναφερόμενος στον Επίσκοπο Μουσώνιο,
αυθεντικό συνεχιστή του Γρηγορίου του θαυματουργού:
«Απεδήμησεν ένας άνδρας που ολοφάνερα υπερέβαλλεν
όλους τους συγχρόνους του εις όλα μαζί τα ανθρώπινα ιδιώματα, έρεισμα της πατρίδος, στόλισμα των Εκκλησιών, στύλος και εδραίωμα της αληθείας,
στερέωμα της εις Χριστόν πίστεως, ασφάλεια των οικείων, δυσπολέμητος από τους
αντιπάλους, φύλακας των πατρικών θεσμών, εχθρός του νεωτερισμού∙ εδείκνυε δι’
εαυτού την παλαιάν μορφήν της Εκκλησίας, διαμορφώνων σαν εις μίαν ιεροπρεπή
εικόνα της αρχαίας καταστάσεως το είδος της υπό την διαποίμανσή του Εκκλησίας,
ώστε εκείνοι που εζούσαν μαζί του να νομίζουν ότι ζουν με τους άνδρας που
έλαμψαν σαν φωστήρες προ διακοσίων και άνω ετών» (Επιστολή (28) – Ε.Π.Ε. 3, σελ. 149 – «Προς Εκκλησία Νεοκαισαρείας»).
3ο Σχόλιο: Η Επιστολή αυτή έχει γραφτεί το 368. Η αναφορά του Μ. Βασιλείου «Εις
τους άνδρας που έλαμψαν σαν φωστήρες προ
διακοσίων και άνω ετών, μας τοποθετεί στους Αποστολικούς Πατέρες.
Αντιλαμβανόμεθα, έτσι, την Εκκλησιολογική –
πνευματική συνέχεια – συνάφεια του Μ. Βασιλείου με όλους τους τομείς της πνευματικής παραγωγής των Αγίων Αποστόλων
και των Αποστολικών Πατέρων, όπως του Αγίου Ιγνατίου – για παράδειγμα (τέλος
σχολίου).
Στις ημέρες μας δεν γίνεται, δυστυχώς, μια σοβαρή
προσπάθεια (εκ μέρους του πληρώματος) βαθύτερης κατανόησης της διδασκαλίας των
Πατέρων.
Αυτή η άγνοια διευκόλυνε, μέχρι τώρα, την εξάπλωση
της αιρέσεως οικουμενισμός.
Χωρίς την θεολογική υπεραναπλήρωση, δηλ. χωρίς την
έμπρακτη θεολογική φόρτιση από την διδασκαλία των Αγίων: Χρυσοστόμου,
Γρηγορίου, Μ. Βασιλείου, Μ. Φωτίου, Μ. Αθανασίου, Αμφιλοχίου Ικονίου, Αγ.
Νικολάου, Ι. Δαμασκηνού, Θεοδώρου Στουδίτου, Ιουστίνου Πόποβιτς, Γρηγορίου
Παλαμά, Μαξίμου Ομολογητού, Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μάρκου Ευγενικού, ο
οικουμενισμός δεν αντιμετωπίζεται.
Αυτοί, δηλ. η διδασκαλία τους, φέρνει στο προσκήνιο
την απαραίτητη θεολογική – εκκλησιολογική γνώση για την αντιμετώπιση της
αιρέσεως.
«Της συμφωνίας της προς τους αγίους φρόντιζε» (Αγ.
Ιγνάτιος ο Θεοφόρος – «Προς Διάκονο Ήρωνα – Ι, 27) (Συνεχίζεται).
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
«Αλλοτρίας δε βοτάνης απέχεσθαι, ήτις
εστίν αίρεσις»
(Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος – Προς
Τραλλιανοίς VI, 37-38)
ΜΕΡΟΣ Β΄
Βασική επιθυμία μας είναι η παρουσίαση κεντρικών
σημείων της εκκλησιολογίας – θεολογίας του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου μέσα στο
πλαίσιο των επιστολών του.
Ο Πολύκαρπος Σμύρνης, σύγχρονος του Αγίου Ιγνατίου,
στην προς Φιλιππησίους Επιστολή του, γράφει:
«Τας επιστολάς Ιγνατίου… επέμψαμεν υμίν… εξ ων μεγάλα ωφεληθήναι δυνήσεσθε∙ περιέχουσι γαρ πίστιν και υπομονήν και πάσαν οικοδομήν, την εις τον Κύριον ημών ανήκουσα» (Κεφ. ιγ΄).
Να υπογραμμίσουμε ότι πολλά εδάφια από τις επιστολές
του Αγίου Ιγνατίου συναντούμε και σε συγγραφές αρχαίων εκκλησιαστικών
συγγραφέων. Έχω την αίσθηση – εντύπωση, ότι όλες οι παράμετροι και οι άξονες
της ζωής της Εκκλησίας ευρίσκονται, συμπυκνωμένα, στο εδάφιο (4, 1) της επιστολής του προς Εφεσίους:
«Χρήσιμον ουν εστίν υμάς εν αμώμω ενότητι είναι,
ίνα και Θεού πάντοτε μετέχετε»∙ πιο συγκεκριμένα:
Α) «Χρήσιμον ουν εστίν υμάς»
Απευθύνεται στο πλήρωμα σε επίπεδο σωτηρίας, αιωνίου
ζωής, στο τι πρέπει να προσέξουν οι Χριστιανοί∙ απευθύνεται (παρακάτω) σε σχήμα
που συνδυάζει θεολογική πληρότητα και εκκλησιολογική σωτηριώδη κατεύθυνση, δηλ.
«εν αμώμω ενότητι είναι» και «πάντοτε μετέχετε».
Β) «Εν αμώμω ενότητι είναι»
Η πρώτη συγκολλητική ύλη του πληρώματος, είναι η
«άμωμος» ενότητα πίστεως, της ορθής πίστεως. Πίστεως καθαράς, όπως την παρέδωσε
ο Χριστός στους Αποστόλους, ώστε να επηρεάζει τη ζωή μας και την μορφή της
σωτήρια∙ πίστεως, ώστε «ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς…». Δεν είναι υπερβολή
(νομίζω), ότι το εδάφιο (Εφεσ. 4, 1) του Αγίου Ιγνατίου αποτελεί συμπύκνωση
(χαρισματική) της Αρχιερατικής προσευχής του Χριστού (Ιωαν. 17, 1 – 13). Προφητικά,
το εδάφιο αυτό συντονίζεται, δικαιώνεται από το συνοδικό έργο των Πατέρων στη
Σύνοδο της Νικαίας∙ έργο για την ενότητα της Εκκλησίας, για την διατήρηση της ταυτότητάς της ως Ορθοδοξία.
Στις επιστολές του ο Άγιος Ιγνάτιος προσδιορίζει τις
προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την ενότητα του Εκκλησιαστικού Σώματος.
Οι προϋποθέσεις αυτές – άξονες, ως απλή απαρίθμηση,
δεν εξαντλούν το θέμα. Εμπεριέχουν σειρά λεπτών πνευματικών παρατηρήσεων ώστε,
τηρούμενες, σε σχέση αίτιο – αιτιατό, να ισχύει:
Γ) «Θεού πάντοτε μετέχετε»
Συνιστά δηλ. το «νυν» της σωτηρίας, το «σήμερον» της
Θείας ευλογίας – χάριτος. Γράφει, σχετικά:
«Μη ουν αναισθητώμεν της
χρηστότητας αυτού. Αν γαρ ημάς μιμήσεται, καθά πράσσομεν, ουκέτι εσμέν∙ δια
τούτο, μαθηταί αυτού γενόμενοι, μάθωμεν κατά
Χριστιανισμόν ζην∙ ος γαρ άλλω ονόματι καλείται πλέον τούτου, ουκ εστιν του Θεού.
1ο Σχόλιο: Oμιλεί για τη συλλογική συνείδηση των πιστών, που πρέπει να έχει επίκεντρο
το Χριστό∙ ομιλεί για την Ορθοδοξία ως ζωή («μάθωμεν κατά Χριστιανισμόν ζην»).
Όπου Χριστός, εκεί η σωτηρία, διότι Αυτός είναι «το
αληθινόν ημών ζην» (Επιστολή προς Σμυρναίους, IV, 1). Χριστοκεντρικό
θέλει το πλήρωμα ο Άγιος Ιγνάτιος.
Απαραίτητος όρος σωτηρίας, σημειώνει ο Άγιος
Ιγνάτιος, είναι η θεμελίωση της πνευματικής ζωής «εις το όνομα του Χριστού».
«Ός γαρ άλλω ονόματι καλείται πλέον τούτου, ουκ εστιν του Θεού», υπογραμμίζει,
ως τροφοδοσία της ελπίδας προς σωτηρία.
Οι οικουμενιστές, προσαρμοσμένοι στην ιδιοτυπία
(δαιμονική) της αιρέσεως, αναγνωρίζουν και άλλους «κανόνες» σωτηρίας, έξω από
την Ορθοδοξία, στο χώρο δηλ. της πανθρησκείας∙ βλέπουν δηλ. και το κοράνιο ως
δρόμο σωτηρίας, «άλλω ονόματι» δηλ.! (τέλος σχολίου).
Ξεκαθαρίζει ο Άγιος Ιγνάτιος ότι «ειώθασι γαρ τινες
δόλω πονηρώ το όνομα περιφέρειν, αλλά τινά πράσσοντες ανάξια Θεού» (Προς
Εφεσίους VII, 30).
Δεν χρησιμοποιούν το όνομα του Χριστού στη φυσική,
θεία και αβίαστη περί Χριστού αποκάλυψη της Γραφής και της διδασκαλίας των
Αγίων Αποστόλων.
Παράλληλα, όμως, ο Άγιος Ιγνάτιος διδάσκει:
«Σπουδάζετε ουν βεβαιωθήναι εν τοις δόγμασιν του Κυρίου και των Αποστόλων, ίνα “πάντα, όσα ποιείτε κατευοδωθή”» (Μαγνησιεύσιν XII, 8-9. Πρβλ και Ψαλμ. 1,
3).
Κατανοούμε, τώρα, και τους προειδοποιητικούς –
προφητικούς λόγους του Κυρίου:
Α. «Τότε εάν τις υμίν είπη∙ ιδού ώδε ο Χριστός ή
ώδε, μη πιστεύσητε∙ Εγερθήσονται γαρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και δώσουσι
σημεία μεγάλα και τέρατα, ώστε πλανήσαι, ει δυνατόν, και εκλεκτούς∙ Ιδού προείρηκα υμίν» (Ματθ. 24, 23-25).
Β. «Και τότε εάν τις υμίν είπη, ιδού ώδε ο Χριστός,
ιδού εκεί, μη πιστεύσητε. Εγερθήσονται γαρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και
δώσουσι σημεία και τέρατα προς το αποπλανείν, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς.
Υμείς δε βλέπετε∙ ιδού προείρηκα υμίν πάντα» (Μαρκ. 13, 21-23).
2ο Σχόλιο: Αναμφίβολα, οι αιρέσεις (Παπισμός, Προτεσταντισμός, Οικουμενισμός
κ.λ.π) παρουσιάζονται ως αλήθεια. Ομιλούν για το Χριστό και για σχετικά εδάφια
της Γραφής, παρακάμπτωντες την Αποστολική διδασκαλία.
Η φωνή του Αγίου Ιγνατίου (Αποστολικού Πατρός) είναι
διαχρονική, κριτήριο Ορθοδόξου βάθους, απόρροια Θείου Φωτισμού: «Σπουδάζετε ουν
βεβαιωθήναι εν τοις δόγμασιν του Κυρίου και των Αποστόλων, ίνα «πάντα όσα
ποιείτε κατευοδώθη». Τα Δόγματα και την διδασκαλία των Αγίων Αποστόλων τα
σκιάζουν – αλλοιώνουν, σήμερα, τα νεότερα νεφελώματα του υποκειμενισμού, οποίος
είναι και ο οικουμενισμός (τέλος σχολίου).
Από τη σύγχρονη γλώσσα της πανειρέσεως του
οικουμενισμού, στην ψευδοσύνοδο της Κρήτης, απουσιάζει ο όρος «αίρεση». Εκεί
υπήρξε πελέκημα του ορθοδόξου λόγου και λάξευση αιρετικού στοχασμού. Αντίθετα,
στους ομολογιακούς λόγους του Αγίου Ιγνατίου, στις θεολογικές – θεοφόρες
σκέψεις του, η άρθρωση του όρου αίρεση ευρίσκεται στο χώρο πολυεπίπεδων
θεολογικών επιχειρημάτων – χαρακτηρισμών, όπως:
α) Χαρακτηρίζει τους Εβιωνίτες (Ιουδαΐζοντες
αιρετικοί) ως «στύλας και τάφους νεκρών» (Φιλαδελφείς, VI, 10).
β) Τους χαρακτηρίζει τους αιρετικούς, ως «θηρία
ανθρωπόμορφα», «βλάσφημους», «ψευδοδιδάσκαλους», «νεκροφόρους», «λύκους», οι
οποίοι (αιρετικοί) «ηδονή κακή αιχμαλωτίζουσι τους θεοδρόμους (χριστιανούς).
Τους ονομάζει επίσης «οικοφθόρους», «κύνες
λυσσώντες, λαθροδήκται», που είναι (οι αιρετικοί) «οι άπιστοι του κόσμου τούτου»∙
οι «άθεοι».
γ) Δεν θεωρεί ασθενέστερο κίνδυνο τον Ιουδαϊσμό∙
γράφει: «Εάν τις Ιουδαϊσμόν ερμηνεύει υμίν, μη ακούετε αυτού» (Φιλαδελφείς, VI, 1).
δ) Επί εκκλησιολογικής βάσεως συνιστούσε καμμία
επικοινωνία χριστιανών και αιρετικών: «Ταύτα δε παραινώ υμίν, αγαπητοί, ειδώς
ότι και υμείς ούτως έχετε. Προφυλάσσω δε υμάς από των θηρίων των ανθρωπομόρφων
(τους αιρετικούς, δηλ.), ους ου μόνον δει υμάς μη παραδέχεσθαι, αλλ’ ει δυνατόν
μηδέ συναντάν, όπερ δύσκολον» (Προς Σμυρναίους IV, 1).
3ο Σχόλιο: Στη «σύνοδο» της Κρήτης αποφεύχθηκαν (συστηματικά) λέξεις δόγμα,
αίρεσις, αιρετικός, που είναι φορτισμένες με ηθικές – κανονιστικές λογικές, που
απασχόλησαν τις προηγούμενες άγιες συνόδους, ως προβληματική του Είναι της
Ορθοδοξίας, και ως πορεία στον άξονα του Δέοντος. Με απλά λόγια: Δεν
εκφράσθηκαν στην Κρήτη με δογματική επιγραμματικότητα υπέρ της Ορθοδοξίας, αλλά
υπέρ της αιρέσεως οικουμενισμός (τέλος σχολίου).
Όταν στη διδασκαλία του Αγίου Ιγνατίου παρατηρούμε
μια συνεχή αποκήρυξη – διύλιση των αιρέσεων και την αποφυγή των αιρετικών, ως
κανόνας Ορθοδόξου Ήθους, και εάν λάβουμε (κατά γράμμα) τα λόγια του Αγίου περί
υπακοής στον Επίσκοπο, τότε υπάρχει αντίφαση∙ καταλήγουμε στην υπακοή της
αιρέσεως, όταν ο Επίσκοπος είναι αιρετικός. Γίνεται εύκολα αντιληπτό, ότι ο
Άγιος συνιστά υπακοή μόνο σε ορθοδόξους επισκόπους∙ όχι σε αιρετικούς
(Συνεχίζεται).
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
«Αλλοτρίας δε βοτάνης απέχεσθαι, ήτις
εστίν αίρεσις»
(Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος – Προς
Τραλλιανοίς VI, 37-38)
ΜΕΡΟΣ Α΄
Προκατειλημμένες (εσφαλμένες) στην ουσία τους είναι
οι αναφορές των Οικουμενιστών και πολλών αντι-οικουμενιστών (;) στην
εκκλησιολογία – διδασκαλία του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου «περί Εκκλησίας και
Επισκόπου».
Οι αναφορές τους είναι μια ασύμμετρη (λαθεμένη) ανάπτυξη της εκκλησιολογίας του Αγίου, ξεκινώντας από μια διάθεση απόκρυψης της αλήθειας∙ διάθεση απλουστευτική, που συνοψίζει το φρόνημά τους, το οποίο στερείται της πνευματικής καθαρότητας που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα.
Ακόμη και η κοσμική φιλοσοφία, υπογραμμίζει:
«συνοψίζω, σημαίνει, μοιραία, απλουστεύω, και
απλουστεύω σημαίνει, κατά ένα ποσοστό, προδίνω» (Αγγ. Τερζάκης).
Βλέπουμε συχνά τους οικουμενιστές επισκόπους και
κληρικούς, να καταγγέλλουν τις ορθόδοξες αντιστάσεις των πιστών, τις Κανονικές,
ως στάσεις παρακοής έναντι της Εκκλησίας και του επισκόπου, επικαλούμενοι λόγια
του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, (παράδειγμα) όπως:
«Τω Επισκόπω προσέχετε και τω πρεσβυτερίω και
διακόνοις» (Φιλαδελφεύσιν Ιγνάτιος, VII, 24).
Έχουμε, όμως, την Πατερική εξέγερση μπροστά στην
ευτέλεια των οικουμενιστών. Δυστυχώς, τη ζάλη του κενού που δημιουργεί αυτή η
παναίρεση του οικουμενισμού, ο πολύς κόσμος δεν την καταλαβαίνει, δεν τη
νιώθει. Γι’ αυτό καταφεύγουμε στις μεγαλόπνοες (φωτισμένες) ορθόδοξες
συνειδήσεις της Εκκλησίας μας, ως ευθέως απαραίτητο καθήκον μας διάγνωσης της
αλήθειας.
Α) Ι. Χρυσόστομος:
«Μη γαρ δη τούτο μόνον εξετάσωμεν, αλλά και την
ακολουθίαν άπασαν και υπέρ τίνων είρηται και παρά τίνος και προς τίνα και διατί
και πότε και πως∙ ου γαρ αρκεί το λέγειν ότι εν ταις Γραφαίς γέγραπται, ουδέ
απλώς παρασπώντας ρήματα και σπαράσσοντας τα μέλη του σώματος των θεοπνεύστων
Γραφών, έρημα και γυμνά της οικείας αυτών συναφείας, λαβόντας επ’ εξουσίας και
αδείας επηρεάζειν αυτοίς∙ ούτω γαρ πολλά δόγματα διεφθαρμένα εις τον βίον
εισενήνεκται τον ημέτερον, του διαβόλου πείθοντος τους ραθυμοτέρους
διεσταλμένως απεγγέλειν τα εν ταις Γραφαίς κείμενα ή προστιθέντας ή υφαιρούντας
επιζοφούν την αλήθειαν» (Λόγος 28, τόμος 5).
Ερμηνεία Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου
«Ήγουν. Δεν πρέπει να εξετάζωμεν μόνον το ρητόν αυτό
καθ’ εαυτό, αλλά να στοχαζώμεθα και όλην την ακολουθίαν του λόγου, και δια
ποίους ερρέθη και από ποίον και προς ποίον και διατί και πότε και πως. Επειδή
δεν είναι μόνον αρκετόν το να είπη τις ότι είναι γεγραμμένον εις τας Γραφάς
ούτε απλώς και ως έτυχε να χωρίζη τα λόγια και να τα διασπαράσση από τα λοιπά
μέλη του σώματος και της αρμονίας των∙ και λαμβάνων αυτά έρημα και γυμνά από
την συνάφειά των, να τα παρασαλεύη τολμηρώς. Διότι με τέτοιον τρόπον πολλά
πονηρά και διεφθαρμένα δόγματα εμβήκαν και επροχώρησαν εις την ζωήν μας, επειδή
πείθει ο διάβολος τους αμελεστέρους να λέγωσι κεχωρισμένα τα ρητά των αγίων
Γραφών, και ή να προσθέτουν ή να αφαιρούν, και ούτω να σκοτίζουν την αλήθειαν».
(Βιβλίο «περί συνεχούς μεταλήψεως» - Σελ. 81 – Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη).
1ο Σχόλιο: Η δύναμη των όρων «Εκκλησία» και «Επίσκοπος», δημιουργεί έντονα
συναισθηματικό κλίμα εκκλησιολογίας, που στους «ράθυμους», όπως βεβαιώνει
(ανωτέρω) ο Αγ. Νικόδημος, δημιουργεί περιφρόνηση στη συνηγορία της λογικής, η
οποία βλέπει τα αιρετικά φρονήματα των σημερινών επισκόπων. Αυτοί οι «ράθυμοι»
πιστοί, ράθυμοι ως προς την μελέτη των κειμένων των Πατέρων, αρκούνται στο
«άρωμα» της δικαιολογίας: «Δεν τους έχει καταδικάσει συνοδικά η Εκκλησία, οπότε
έχουμε υπακοή στον Επίσκοπο, με εκκλησιαστική κοινωνία, δεν είμαστε
σχισματικοί». Όταν ακούν αυτά οι Άγιοι λυπούνται, που το πλήρωμα κατρακυλάει
ζερβόδεξα, σα να θέλει να κρύψει τις ευθύνες του. (Τέλος σχολίου)
Γι’ αυτό ο Αγ. Νικόδημος, αναφερόμενος στον Άγιο
Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, γράφει: «ο δε θεοφόρος Ιγνάτιος λέγει∙ «πας ο λέγων παρά
τα διατεταγμένα, καν αξιόπιστος ή, καν νηστεύη καν παρθενεύη καν σημεία ποιή
καν προφητεύη, λύκος σοι φαινέσθω εν προβάτου δορά,, προβάτων φθοράν
κατεργαζόμενος» (Προς Ήρωνα, ΙΙ, Σελ. 330 – Β.Ε.Π.).
Ερμηνεία Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου
«Ήγουν∙ όστις λέγει έξω από εκείνα όπου προστάζει ο
Θεός, καν αξιόπιστος είναι, καν νηστεύη, και ασκητεύη, καν θαύματα κάμνη, καν
προφητεύη ας σου φαίνεται ως ένας λύκος, ο οποίος ενδεδυμένος με δέρμα
προβάτου, φθείρει και αφανίζει τα πρόβατα» («Περί συνεχούς Θείας Μεταλήψεως» -
Σελ. 111).
Συνεχίζει ο Άγιος Νικόδημος εναντίον εκείνων που
υπονομεύουν τα θεμέλια της ορθής πίστεως, της ζωτικής εκκλησιολογίας,
αναφέροντας τη φεγγοβολή του Ομολογητού Μελετίου. Στη σελ. 111, διαβάζουμε∙ «ο
δε Ομολογητής θείος Μελέτιος λέγει∙ «Μη πείθεσθε μονάζουσι μηδέ τοις
πρεσβυτέροις. Εφ’ οις ανόμως λέγουσι, κακίστως εισηγούνται. Και τι φημι
μονάζουσι; και τι τοις πρεσβυτέροις; Μηδ’ Επισκόποις είκετε τα μη λυσιτελούντα,
πράτειν, και λέγειν, και φρονείν δολίως παραινούσι».
Ερμηνεία Αγίου Νικοδήμου
«Ήγουν∙ μη υπακούετε ούτε εις μοναχούς, ούτε εις
ιερείς εις όσα κακώς σας συμβουλεύουσι∙ και τι λέγω εις μοναχούς και ιερείς;
ούτε εις τους επισκόπους να πείθεσθε, όταν σας συμβουλεύουν να κάμνετε και να
λέγετε και να φρονήτε, όσα δεν είναι
ωφέλιμα εις την ψυχήν σας» (Σελ. 111).
2ο Σχόλιο: Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος υποχρεώνει τους Ορθοδόξους Χριστιανούς να
υπακούουν στον Επίσκοπο μόνο στα πλαίσια ορισμένης, με προϋποθέσεις,
πνευματικής πειθαρχίας, που καθορίζει η Γραφή και οι παραδόσεις των Αγίων
Αποστόλων. Στις προϋποθέσεις αυτές οι οικουμενιστές επίσκοποι επιβάλλουν
πνευματική σιγή, δυστυχώς! (Τέλος σχολίου)
Στη σελ. 113 ο Αγ. Νικόδημος, υπογραμμίζει οποίο
πρέπει να είναι το ήθος και ο κανόνας ζωής ενός αληθινού Ορθοδόξου Επισκόπου,
αναφερόμενος (πάλι) στον Άγιο Ιγνάτιο. Γράφει, σχετικά:
«Δια τούτο γενναίος τις των αρχαίων, (Ιγνάτιος δε ήν
όνομα αυτώ), ιερωσύνη και μαρτυρίω διαπρέψας, επιστέλλων τινί ιερεί έλεγε∙ “μηδέν
άνευ γνώμης σου γινέσθω∙ μηδέ συ άνευ γνώμης Θεού τι πράττε∙ το τοίνυν έχειν
τον Αρχιερέα το Ευαγγέλιον, σημείον εστι το υπ’ εξουσίαν είναι”».
Ερμηνεία Αγίου Νικοδήμου
«Ήγουν∙ Επειδή ο Αρχιερεύς του παλαιού νόμου ήτο
κεφαλή του λαού, έπρεπε δε ο κεφαλή ών, εις την κεφαλήν να έχη και την εξουσίαν
(διότι εξουσία μη υποκειμένη εις άλλην εξουσίαν ανωτέραν, είναι ανυπόφορος∙ δια
τούτο έχει το σημείον της δεσποτείας εις την κεφαλήν, δια να φαίνεται ότι είναι
υποκάτω εις νόμον)∙ προστάσσει λοιπόν ο νόμος να μη είναι γυμνή η κεφαλή του Αρχιερέως,
αλλά σκεπασμένη, δια να μάθη η κεφαλή του λαού, ότι έχει άλλην κεφαλήν
μεγαλητέραν.
3ο Σχόλιο Συνιστούμε το βιβλίο περί της «Συνεχούς Μεταλήψεως», των Αγίων Μακαρίου
του Νοταρά και Νικοδήμου του Αγιορείτου. Αξιόλογη είναι η έκδοση (1961) της
«Αγιορείτικης Βιβλιοθήκης», υπό του μακαριστού Σωτηρίου Ν. Σχοινά (Βόλος)
Σε υποσημείωση ο Σ. Σχοινάς, αναφερόμενος στα
ανωτέρω, γράφει: «Ακουέτω ταύτα ο Πάπας και οι περί αυτόν Παπολάτραι, οι το
αλάθητον και την απολυταρχίαν υπεράνω του Υψίστου άραντες»! (Tέλος σχολίου)
Οι επιστολές του Αγίου Ιγνατίου ελέγχουν τη σημερινή
πνευματική ασυναρτησία των οικουμενιστών επισκόπων. Η αυταρέσκειά τους δεν τους
αφήνει να καταλάβουν, ότι η αναφορά του περί υπακοής στους επισκόπους, αφορά
τον επίσκοπον τον «ορθοτομούντα τον λόγο της αληθείας», διότι αυτός αποτελεί
εγγύηση Ορθοδοξίας και όχι οι σημερινοί παραχαράκτες της Ορθοδοξίας. Συν Θεώ,
στο επόμενο θα υπογραμμίσουμε αρκετές πτυχές του μεγαλείου της Εκκλησιολογίας
του Αγίου Ιγνατίου.
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ