ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ματθ.9,1-8]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«Ὂχλος καὶ ἂρχοντες»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 26-7-1992]
(Β265)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μᾶς διηγεῖται τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας ἑνὸς παραλυτικοῦ. Εἶδε ὁ Κύριος τὴν πίστιν ἐκείνων ποὺ μετέφεραν τὸν παράλυτο καὶ εἶπε σὲ αὐτόν: «Θάρσει, τέκνον (:Πᾶρε θάρρος, παιδὶ μου)· ἀφέωνταί σοi αἱ ἁμαρτίαι σου. (:Σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου)».
Ἐκεῖ πλάϊ, ὅπως συνήθως πάντοτε, εὑρίσκοντο μερικοὶ Γραμματεῖς, ποὺ ὅταν ἄκουσαν ὅτι συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες τοῦ παραλύτου, εἶπε ὁ καθένας ἀπὸ μέσα τοy: «Οὗτος βλασφημεῖ. Καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; (:''Αὐτὸς βλασφημεῖ. Ποιός ἔχει δικαίωμα νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες;''. Ὁ Κύριος γνωρίζοντας τί ἐσκέφθησαν, τοὺς λέγει: ''Γιατί ἐσεῖς σκέπτεσθε πονηρὰ πράγματα;'')». Καὶ τί λέγει ὁ Κύριος; «Τί γὰρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν (:«Γιατί», λέγει, «τί εἶναι εὐκολότερο νὰ εἰπεῖ κανείς»), ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; (:Δὲν εἶναι εὐκολότερο πρᾶγμα νὰ θεραπεύσεις κάποιον ἀπὸ τοῦ νὰ τοῦ ἀφήσεις ἁμαρτίες;)». Διότι ἐπιτέλους, μία θεραπεία, βέβαια μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, πλὴν ὅμως, μιὰ θεραπεία κάνει καὶ ἡ Ἰατρική. Ἀλλὰ αὐτὸ βεβαίως δὲν εἶναι εὐκολότερον; Παρὰ τοῦ νὰ πεῖ κανεὶς σὲ κάποιον: «σοῦ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι», κάτι ποὺ προσωπικὰ ἀνήκει στὸν Θεό;- «ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας (:Γιὰ νὰ δεῖτε ὅτι ἔχει ἐξουσία ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπάνω στὴ γῆ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες)». Καὶ εὐθὺς λέγει εἰς τὸν παράλυτον νὰ σηκωθεῖ, νὰ πάρει τὸ κρεβάτι του καὶ νὰ πάει στὸ σπίτι του.
Μία μικρὴ παρένθεση. Πῶς μπορεῖ νὰ ξέρομε ὅτι συγχωρήθηκαν οἱ ἁμαρτίες αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου; Θὰ ἐρωτήσετε. Διότι δὲν εἶναι ἕνα σκοτεινὸ πρᾶγμα; Πᾶμε στὴν ἐξομολόγηση καὶ δεχόμεθα τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ποῦθε ξέρομε ὅτι συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες μας; Ἐδῶ λοιπὸν πῶς μποροῦσε νὰ γνωρίζει κανεὶς ὅτι συγχωρήθηκαν οἱ ἁμαρτίες ἐκείνου τοῦ παραλύτου; Ἀπὸ τὸ ἀκολουθοῦν θαῦμα. Διότι Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε μὲ τόσην εὐκολία «Σήκω καὶ περπάτα», προφανῶς κατέχει καὶ τὸ ἄλλο. Κι Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς», δηλαδὴ στὸ μυστήριο πιὰ τῆς Ἐξομολογήσεως, ὁ ἴδιος εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες.
Ὅταν οἱ ὄχλοι εἶδαν τὸ θαῦμα «ἐθαύμασαν -σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος- καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις». Ἔτσι βλέπομε ἀπὸ τὴ μία μεριὰ τοὺς ἄρχοντες -ἄλλος Εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι ἤτανε ὄχι μόνον Γραμματεῖς, ἀλλὰ καὶ Φαρισαῖοι- νὰ σκέπτονται πονηρὰ καὶ ὑποτιμητικὰ διὰ τὸν Χριστὸν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ ὄχλος νὰ θαυμάζει καὶ νὰ δοξάζει τὸν Θεό. Δυὸ διαφορετικὲς συμπεριφορὲς ἔναντι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ ἐκπληκτικὸν εἶναι ὅτι μέσα στὴν Ἱστορία, ἐκτὸς ἐξαιρέσεων, διατηρεῖται αὐτὴ ἡ ἰδία σχέσις ἔναντι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόσο ἀπὸ τὸν λαό, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τοῦ λαοῦ. Ἡ ἰδία σχέσις. Μέσ᾿ τοὺς αἰῶνες.
Οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ. Ὅλοι γνωρίζομε πόσο ἀρνητικὴ ἦταν ἡ συμπεριφορὰ τῶν ἀρχόντων ἔναντι τοῦ Ἰησοῦ, ἐκτὸς βέβαια κάποιων ἐξαιρέσεων. Ὅταν οἱ ἄρχοντες ἔβλεπαν τὸν λαὸν νὰ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριον καὶ Ἐκεῖνος νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα, κατελήφθησαν ἀπὸ φθόνο. Μᾶς τὸ λέγουν αὐτὸ οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελισταί. Ἰδιαίτατα ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Μὲ κάθε τρόπο προσπαθοῦσαν νὰ τὸν μειώσουν εἰς τὰ μάτια τοῦ λαοῦ. Ἔτσι, ἔλεγαν οἱ Φαρισαῖοι: «Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια». Δηλαδή: «Σὲ ποιόν πηγαίνετε νὰ σᾶς θεραπεύσει; Αὐτός; Αὐτὸς εἶναι ἀρχιβεελζεβούλ, ἀρχιδιάβολος εἶναι. Καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ διαβόλου βγάζει τὰ δαιμόνια». Ὅταν ἔστειλαν κάποτε τοὺς ὑπηρέτας των οἱ ἄρχοντες, γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Ἰησοῦν, ἐκεῖνοι γύρισαν καὶ εἶπαν: «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος». «Ποτὲ ἄνθρωπος δὲν μίλησε ἔτσι, ὅπως μίλησε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος». Ἐκεῖνοι τί ἀπήντησαν; «Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; (:Μήπως καὶ ἐσεῖς ἔχετε πλανηθεῖ;). Μὴ τίς ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; (:«Μήπως κανείς», λέει, «ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες ἢ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους ἐπίστευσε εἰς αὐτόν;»)· ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος (:Νά, αὐτὸς ὁ ὄχλος) ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! (:Αὐτοί, ὁ λαός, ὁ ὄχλος, ποὺ δὲν γνωρίζει τὸν νόμο καὶ εἶναι βέβαια ἐπικατάρατοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸν νόμον· αὐτοὶ ἀκολουθοῦν τὸν Ἰησοῦν)».
Βλέπετε λοιπὸν πῶς ὑποτιμοῦσαν τὸν Ἰησοῦν οἱ ἄρχοντες; Οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ ἱερεῖς τοῦ ναοῦ, οἱ Φαρισαῖοι, οἱ Γραμματεῖς, ἀπὸ πλευρᾶς βέβαια, θρησκείας. Ἀπὸ δὲ πλευρᾶς πολιτείας, ὁ Ἡρώδης, ὁ ἐγγονὸς τοῦ μεγάλου Ἡρώδου, ὁ Πιλάτος, ὁ Πόντιος Πιλάτος καὶ ὅλοι αὐτοὶ στάθηκαν ἐχθροὶ τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν Τὸν σταύρωσαν οἱ ἀρχιερεῖς, πῆγαν ἀπὸ κάτω καὶ οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καὶ τί ἔκαναν; «Ἐξεμυκτήριζον δὲ καὶ οἱ ἄρχοντες λέγοντες (:Τὸν κορόϊδευαν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, Τὸν κορόϊδευαν...)· ἄλλους ἔσωσεν σωσάτω ἑαυτόν, εἰ οὗτος ἐστιν ὁ χριστὸς τοῦ θεοῦ ὁ ἐκλεκτός». «Ἄς τὸν σώσει λοιπὸν ὁ Θεός, ἂν εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ, ἂν τὸν παραδέχεται ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας». Καὶ ὅταν οἱ στρατιῶται, ποὺ φυλούσαν τὸν τάφον, πληροφοροῦν τοὺς ἀρχιερεῖς ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνεστήθῃ, ἐκεῖνοι -ἀχρεῖοι ἄνθρωποι, ἀχρεῖοι...- τοὺς πλήρωσαν νὰ διαφημίσουν ὅτι οἱ μαθηταὶ ἔκλεψαν τὸ σῶμα νυκτός.
Ὅλη αὐτὴ ἡ ἐχθρικὴ στάσις, ἀγαπητοί μου, τόσο τῶν θρησκευτικῶν, ὅσο καὶ τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων, συνοψίζεται μέσα σὲ μία φράση προφητικῶς εἰς τὸν 2ον ψαλμόν: «Παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ χριστοῦ αὐτοῦ».
Τὴν αὐτὴν συμπεριφοράν, προσέξατε, ἐκτὸς βέβαια ἐξαιρέσεων, ἔχουν δείξει οἱ ἄρχοντες ὅλων τῶν λαῶν ἔναντι τοῦ Ἰησοῦ. Μέχρι σήμερα. Οἱ ἄρχοντες τῶν λαῶν, ὅπως καὶ ἂν λέγονται, πολιτικοί, διοικητικοί, δὲν ἔχουν σχέσεις ἀγαθὲς μὲ τὸν Ἰησοῦν. Στὴν ἑλληνική μας πραγματικότητα, ἀκούσατε ποτέ, ἄρχοντες τοῦ λαοῦ, πολιτικοί, διοικητικοί, ὅλοι αὐτοί, ἀκούσατε ποτὲ νὰ μιλᾶνε διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν; Σὲ κάποια ὁμιλία τους, προεκλογικὴ ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλη ὁμιλία τους, τοὺς ἀκούσατε νὰ ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἐγὼ δὲν ἄκουσα ποτέ. Κι ἂν καμιὰ φορὰ ἀκουστεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀκουστεῖ ἕνα «Δόξα τῷ Θεῷ», ἀκούγεται κάπου-κάπου, ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ (λέγει), πήγαμε καλά· δόξα τῷ Θεῷ...», δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζομε σὲ τί Θεὸ πιστεύουν. Λέγει ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς -γιατί εἶναι παρμένο ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή-: «Ἄν δὲν ὁμολογήσεις Χριστόν, Θεὸν δὲν ὁμολογεῖς». Καὶ ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Ἐὰν δὲν ἔχεις τὸν Υἱόν, οὔτε τὸν Πατέρα ἔχεις». Ἔτσι, δὲν ξέρομε σὲ τί Θεὸ πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί. Γιατί μὰ ποτὲ δὲν ἀκούστηκε σὲ δημόσιο χῶρο ἀπὸ τὰ χείλη ἀρχόντων, δημάρχων, ξέρω ᾿γώ, τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς Χριστός». Τὸ ἀκούσατε ποτέ; Ἐλᾶτε νά μοῦ τὸ πεῖτε. Ἡ Μασονία, ἀγαπητοί μου, ἐδῶ τὸ βλέπει κανεὶς καθαρά, κυριολεκτικῶς ἔχει ἁλώσει τοὺς ἄρχοντές μας, ἐκτὸς βεβαίως ἐξαιρέσεων. Κι ἐπειδὴ ἔγινε μόδα, συρμός, νὰ μὴν ἀκούγεται τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, κι ἐκεῖνοι ποὺ τυχὸν δὲν εἶναι τέκτονες, δὲν εἶναι Μασόνοι, περιστέλλουν τὸν ἑαυτόν τους καὶ δὲν ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀθεΐα; Τὸ ἴδιο. Καὶ ὁ φορέας τῆς ἀθεΐας, ὁ ὑλισμός; Ναί. Σπάνια στὴν Ἱστορία ὑπῆρξαν ἡγέται φιλικῶς διακείμενοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Σπάνια.
Καὶ κάτι χειρότερο. Σύγχρονο αὐτό. Ἄν δὲν εἶναι καὶ παλαιό. Πάντως εἶναι σύγχρονο. Χωρὶς νὰ πιστεύουν στὸν Χριστὸ οἱ ἄρχοντες, μιλοῦν γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Εἴδατε αὐτὸν τὸν καιρὸ πόσος λόγος γίνεται γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία τῶν Ἀνατολικῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης; Αὐτὴ τὴν στιγμή, πολιτικῶς, ἡ Ὀρθοδοξία θεωρεῖται ὅτι εἶναι μία πολὺ σημαντικὴ δύναμις. Ἔτσι, τί ἀλήθεια, τραγικό, γίνεται πολιτικὴ ἐκμετάλλευσις. Προσπαθοῦμε δηλαδή, διεγείροντες τὸ αἴσθημα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, νὰ σταθοῦμε κατ᾿ ἔναντι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι, κι αὐτοὶ Χριστιανοί, ἡ Δύσις, ἀλλὰ σὲ ἄλλο κλίμα, ποὺ ἀνήκουν στὴ Δυτικήν, θὰ λέγαμε, Ἐκκλησίαν.
Οὔτε στοὺς κύκλους τῶν ἀρχόντων γίνεται κουβέντα διὰ τὸν Χριστόν. Θεωρεῖται μία ξεπερασμένη ὑπόθεσις, πολὺ ξεπερασμένη. Ἀξία περιφρονήσεως καὶ ἀξία εἰρωνείας διὰ τὸν Χριστόν. Βρεθήκατε ποτὲ σὲ κύκλους ἀρχόντων; Μιλοῦν γιὰ τὸν Χριστό; Ἀκόμη καὶ οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέται, ὅπως τότε, στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέται τῆς Δύσεως, εἶναι ἀμφίβολο ἂν πιστεύουν εἰς τὸν Χριστό. Εἶναι ἀμφίβολον. Πῶς καὶ γιατί; Ὅταν χαλκεύουν τὸν Οἰκουμενισμό, ὁ ὁποῖος εἶναι Συγκρητισμός-τὸ κρη μὲ ἦτα, ὄχι ἀπὸ τὸ συγκρίνω ἀλλὰ ἀπό τὸ σὺν καὶ Κρῆτες-, ὁ Συγκρητισμὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία χοάνη, μέσα στὴν ὁποία πέφτουν ὅλες οἱ θρησκεῖες. Ἐὰν λοιπὸν ὑποστηρίζομε τὸν Οἰκουμενισμόν, καὶ ὄχι λίγοι τῆς Ἀνατολικῆς μας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύουν εἰς τὸν Οἰκουμενισμὸν καὶ μάλιστα ὑψηλὰ ἱστάμενοι, ρωτοῦμε, πιστεύουν τελικὰ στὸν Χριστόν; Ὅταν μποροῦν νὰ βάζουν στὸ ἴδιο ὕψος τὸν Χριστὸν μὲ τὸν Μωάμεθ ἢ τὸν Βούδα, ἐρωτῶ, μποροῦν αὐτοὶ νὰ λέγονται ὅτι εἶναι Χριστιανοί; Πιστεύουν στὸν Χριστό; Εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ πιστεύουν εἰς τὸν Χριστόν; Καί, ὅπως ἀποδεικνύουν τὰ τελευταῖα γεγονότα στὴ Βαλκανική -δὲν κάνω πολιτικὴ μὲ αὐτὰ ποὺ λέγω- ὅπως ἀποδεικνύουν, θρησκευτικοὶ ἡγέτες -ξέρετε ὅτι εἶναι θρησκευτικὸς πόλεμος οὐσιαστικά... Τὸ ἔχετε ἀντιληφθεῖ ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ ταραχὴ στὰ Βαλκάνια εἶναι θρησκευτικὸς πόλεμος; Τὸ ἔχετε ἀντιληφθεῖ; Πίσω δὲ ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν θρησκευτικὸν πόλεμον κρύβονται ἀβυσσαλέα συμφέροντα... Τὸ ἔχετε ἀντιληφθεῖ;- Λοιπόν, ξέρετε ὅτι οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέται -καταλαβαίνετε, ἂς μὴν πῶ τὸ ὄνομα- ξεκινοῦν καὶ συντηροῦν αὐτὲς τίς πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις; Τὸ φαντάζεστε αὐτό; Πιστεύουν εἰς τὸν Χριστὸ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί; Εἶναι δυνατὸν νὰ πιστεύουν; Θὰ λέγαμε, «Ὦ Κύριε, ἄρχοντες καὶ τῆς πολιτείας, τῶν πολιτειῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας Σου καὶ οἱ πολιτικοὶ καὶ οἱ πάντες, σὲ πρόδωσαν».
Μένει καὶ ὁ ὄχλος. Ὁ ὄχλος... Πολὺ συχνὰ γίνεται λόγος στὰ Εὐαγγέλια γιὰ τὸν ὄχλο, τοὺς ὄχλους, ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν Ἰησοῦν. Στὴ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, γράφει ὁ Ματθαῖος ὅτι «ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι -Τί εἶδαν; Τὸ θαῦμα- ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις»· «ποὺ ἔδωσε», λέγει, «τέτοια ἐξουσία εἰς τοὺς ἀνθρώπους». Τί ἔκαναν; Ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν.
Βέβαια, προσέξτε ἐδῶ κάτι. Ὅταν ἀκοῦμε «ὄχλο», δεχόμεθα τὴν ἔννοια μὲ τὴν κακή της σημασία. Δηλαδὴ ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «Δῆμος ὀχλώδης». «Λαὸς τσοκαρία», ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ αὐτὴ ἡ ἔκφραση. «Ἄ, ἀγράμματοι ἄνθρωποι, παρασυρόμενοι, φωνάζουν, ὀχλοκρατία». Μία περιγραφὴ μιᾶς τέτοιας ὀχλοκρατίας μᾶς δίδει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὰ ἐπεισόδια στὴ Θεσσαλονίκη. Ὅταν πῆγε ὁ Παῦλος ἐκεῖ, τότε, γράφει, ὅτι «Προσλαβόμενοι δὲ οἱ ἀπειθοῦντες Ἰουδαῖοι τῶν ἀγοραίων τινὰς ἄνδρας πονηροὺς -Εἴδατε; Ἄνδρες πονηροί, ἀγοραῖοι, ἄ, τῆς ἀγορᾶς ἄνθρωποι- καὶ ὀχλοποιήσαντες (:συνέστησαν ὄχλον) ἐθορύβουν τὴν πόλιν... βοῶντες ὅτι οἱ τὴν οἰκουμένην ἀναστατώσαντες οὗτοι καὶ ἐνθάδε πάρεισιν». «Ἐκεῖνοι ποὺ ἀναστάτωσαν τὴν οἰκουμένη, οἱ Ἀπόστολοι, ἦρθαν καὶ ἐδῶ, ἦρθαν στὴν πόλη μας». Μ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοιαν «ὄχλος», τὴν κακὴν σημασία, θὰ λέγαμε «αὐτοὶ εἶναι ὄχλος».
Ἡ ἔννοια «ὄχλος» ὅμως στὴν Καινὴ Διαθήκη σημαίνει λαός. Καὶ μάλιστα λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ. Συχνὰ ἐναλλάσσονται λοιπὸν οἱ ὅροι «λαὸς» καὶ «ὄχλος». Δὲν θὰ ποῦμε συνεπῶς τὴ λέξη «ὄχλος» μὲ τὴν κακὴ σημασία. Θὰ πεῖ ὁ Κύριος στὸν Παῦλο στὴν Κόρινθο: «Μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς, διότι λαὸς ἐστὶ μοὶ πολὺς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ». «Ἐδῶ ὑπάρχει λαὸς δικός μου πολύς». Καὶ βέβαια αὐτὸς ὁ λαὸς ἦτο δυνάμει. Ἀκόμη δὲν εἶχε ἀκούσει τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου. Ὅπως καὶ ἐδῶ τώρα, αὐτοὶ ποὺ θαυμάζουν τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι λαὸς δυνάμει τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ εἴτε ἐνεργείᾳ λαός, εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου. Εἶναι «λαὸς Κυριακός», ὅπως λέγει ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς. Δηλαδὴ ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου.
Ἡ στάση τοῦ λαοῦ ἢ τοῦ ὄχλου ἔναντι τοῦ Κυρίου ἦταν θαυμαστῆ, θαυμαστῆ· ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀρχόντων. Ἔτσι ἔχομε πολλὲς ἀποχρώσεις συμπεριφορᾶς τοῦ λαοῦ ἔναντι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφήν, καὶ μᾶς ἐκπλήσσει. Ἔτσι δειγματοληπτικά: «Καὶ ἦν διδάσκων τὸ καθ᾿ ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ· οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς ἐζήτουν αὐτὸν ἀπολέσαι καὶ οἱ πρῶτοι τοῦ λαοῦ, (:Ζητοῦσαν νὰ τὸν σκοτώσουν οἱ ἄρχοντες) ὁ λαὸς γὰρ ἅπας ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούων. (:Ἀκούγοντας, κρεμόταν ἀπὸ τὰ χείλη του)». Βλέπετε κι ἐμεῖς ἔχομε τὴν φράσῃ αὐτή: «Κρέμομαι ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ ὁμιλοῦντος». «Ἐξεκρέματο», λέει ἀπὸ τὸ στόμα Του.
Ἀκόμη: «Καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἤρχετο πρὸς αὐτόν· -Πήγαινε. Οἱ ἄλλοι; Οἱ ἄρχοντες; Πήγαιναν γιὰ νὰ κατηγορήσουν. Πήγαιναν γιὰ νὰ κατασκοπεύσουν. Πήγαιναν γιὰ νὰ βροῦν μία αἰτία γιὰ νὰ θανατώσουν τὸν Ἰησοῦν-. Καὶ καθίσας ἐδίδασκεν αὐτούς».
Ἀκόμη: «Καὶ πᾶς ὁ ὂχλος ὂρθριζεν πρὸς αὐτὸν ἐν τῷ ὃρει, ἀκούων αὐτοῦ». Πήγαινε ἀπὸ ξημερώματα, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσει.
Ἀκόμη: «Καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν Θεόν». Δηλαδὴ παραδέχθηκαν τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπαν: «Σωστὰ τὰ λέει: Ὁ Θεὸς τὸν ἔστειλε τὸν Ἰησοῦν».
Ἀκόμη: «Καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ». Ὅταν εἶδε κι ἔβλεπε τὰ θαύματα, ἔδινε αἶνον, δοξολογία στὸν Θεό.
Ἀκόμη: «Ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ». Οἱ ὄχλοι; Ἐξεπλήσσοντο. «Τί εἶναι αὐτὴ ἡ διδασκαλία! Τί καταπληκτική!». Ἐκεῖνο ποὺ εἶπαν καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν ἀρχόντων. «Ποτὲ δὲν λάλησε ἄνθρωπος, ὅπως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος».
Καὶ τέλος, ἄν, τέλος...: «Καὶ ὁ πολὺς ὄχλος ἤκουεν αὐτοῦ ἡδέως». «Ὁ πολὺς ὄχλος τὸν ἄκουγε εὐχαρίστως, τὸν ἄκουγε γλυκά».
Ἐξάλλου καὶ μέσα ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν ὄχλον, ἀκούστηκε καὶ μία γυναικεία φωνὴ κάποτε, ποὺ ἐμακάρισε τὴν Θεοτόκον: Κι ἐμεῖς στὴν Ἐκκλησία μας, σὲ κάθε γιορτὴ τῆς Παναγίας, τὴν φωνὴν αὐτὴν τὴν ἔχομε τρόπαιον· ὅταν εἶπε: «Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ (:σήκωσε κάποια γυνὴ) φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου (:σήκωσε φωνή, φώναξε) εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας». Δηλαδή: «Εὐτυχισμένη ἡ μάνα ποὺ σὲ γέννησε καὶ σὲ ἀνέθρεψε». Ἔτσι ἄκουγε ὁ ὄχλος, ἔτσι ἄκουγε ὁ λαός. Εἶναι καταπληκτικό.
Βέβαια οἱ ἄρχοντες, στὴν ἀποδοχὴ αὐτὴ τοῦ λαοῦ, ἔλεγαν καὶ κατηγοροῦσαν καὶ εὕρισκαν ἄγνοια εἰς τὸν λαόν. «Ἄ», ἔλεγαν: «μὴ τίς ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι!». Ἄ, ὥστε ἔτσι; «Ὁ λαὸς ποὺ δὲν ξέρει τὸν νόμο, εἶναι ἐπικατάρατοι». Ταλαίπωροι ἄρχοντες, αὐτὸ εἶναι τὸ ἐπιχείρημά σας; Ἀλλὰ τὸ ἐπιχείρημά σας αὐτὸ στρέφεται ἐναντίον σας. Γιατί; Εἴσαστε οἱ ἐντεταλμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ διδάξετε τὸν λαό. Καὶ νὰ παρηγορήσετε τὸν λαό. Καὶ νὰ τὸν βοηθήσετε. Τὸν διδάξατε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ; Καὶ τώρα λέτε ὅτι ἀγνοεῖ ὁ λαός, ὁ ὄχλος τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς εἶναι ἐπικατάρατοι; Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, σεῖς οἱ ἄρχοντες τοὺς λέτε «ἐπικαταράτους»;
Γι᾿ αυτὸ ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου, εἶδε τὸν λαὸ παρατημένο καὶ παραπεταμένο καὶ εἶπε: «Εὐσπλαχνίζομαι, τοὺς λυπᾶμαι. Εἶναι σὰν νὰ μὴν ἔχουν ποιμένα, ποίμνιο ποὺ δὲν ἔχει ποιμένα». Ἀπὸ δῶ ξεκινᾷ καὶ ἡ παμμεγίστη εὐθύνη τῶν ἀρχόντων.
Ἀγαπητοί, καθ᾿ ὅλο τὸ μῆκος τῆς Καινῆς Διαθήκης, παρατηροῦμε μία ἰσχυρὴ ἀντίθεση μεταξὺ ἀρχόντων πολιτικῶν ἢ θρησκευτικῶν καὶ λαοῦ. Προσέξτε· ἢ θρησκευτικῶν. Στὸ κάτω κάτω τῆς Γραφῆς, στὴ δίκη τοῦ Ἰησοῦ, οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες ἔδειξαν βέβαια μία ὀλιγωρία. Τί ἔλεγε ὁ Πιλάτος; «Δὲν βρίσκω τίποτε σὲ Αὐτόν». Τί ἔλεγε ὁ Ἡρώδης; Ποὺ τὸν ἔστειλε ὁ Πιλάτος στὸν Ἡρώδη. Δὲν τοῦ βρῆκε τίποτα. Μὲ φανατισμὸ τὸν ἐσταύρωσαν οἱ θρησκευτικοὶ ἄρχοντες, οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντες. Ναί, ναί. Καλῶς εἰπώθηκε, ἀπὸ ἕναν ἀρνητὴ τῆς πίστεως βέβαια εἰπώθηκε, ἀλλὰ ἦταν σωστὸ αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε· σύγχρονου λογοτέχνη. Ὅτι ἂν ξαναερχόταν ὁ Χριστός, οἱ ἐκκλησιαστικοὶ θὰ τὸν ξανασταύρωναν. Αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια.
Ἀλλὰ τί σημαίνει ἐδῶ; Ὅτι οἱ ἄρχοντες εἶχαν τότε ἀλλοτριωθεῖ, εἶχαν ἀποξενωθεῖ. Κι αὐτὸ γίνεται καθ᾿ ὅλο τὸ μῆκος τῆς Ἱστορίας. Θὰ ἐπαναλάβω, ἐκτὸς ἐξαιρέσεων. Οἱ ἄρχοντες, καὶ στὴν ἐποχή μας, πολιτικοί, ἐκκλησιαστικοί, ἔχουν ἀλλοτριωθεῖ, ἔχουν ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ὑπάρχει μία μυωπικὴ δοξομανία. Ὑπάρχουν ὑλικὰ συμφέροντα. Ὑπάρχει κάλυψις εὐημεροῦντος βίου καὶ ἡδονῶν. Ἄν θὰ ἔλθει ὁ Ἰησοῦς, θὰ μᾶς θέλει νὰ εἴμεθα ἀσκητικότεροι, λιτότεροι, ἔ, δὲν τὸν θέλομε. Τὸ βλέπομε αὐτό, ἀγαπητοί μου, στοὺς ἄρχοντες τοὺς ἐκκλησιαστικούς. Ἄν κάποιοι τηροῦν τὸ Εὐαγγέλιο σωστά, οἱ κάποιοι ἄλλοι, ἐκκλησιαστικοὶ πάλι, τοὺς βλέπουν στραβά, τοὺς ἐχθρεύονται καὶ τοὺς διώκουν. Αὐτὸ θὰ ἔκαναν ξανὰ εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ὁ λαὸς βέβαια πολλὲς φορὲς παρασύρεται καὶ ἀκολουθεῖ τὸ κακό τους παράδειγμα. Καὶ δυστυχῶς πολλὲς φορὲς ὁ λαὸς γίνεται «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» τῶν ἀρχόντων του. Καί... «Ὅποιος εἶναι ὁ λαός -λέει μία κουβέντα- τέτοιοι εἶναι καὶ οἱ ἄρχοντες». Καὶ ἀντίστροφα. «Ὅποιοι εἶναι οἱ ἄρχοντες, εἶναι καὶ ὁ λαός». Βέβαια ὀφείλει ὁ λαὸς σεβασμὸ εἰς τοὺς ἄρχοντάς του. Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ τοὺς μιμεῖται. Ὁ λαὸς δὲν εἶναι πρόβατα ἄλογα. Εἶναι ἄνθρωποι. Ἔχουν λογική, ἔχουν κρίση. Καὶ μάλιστα στὴν ἐποχή μας, ὁ λαὸς εἶναι, πολλοὶ ἐξ αὐτῶν, μορφωμένοι ἄνθρωποι, ἐγγράμματοι ἄνθρωποι. Συνεπῶς, δὲν μποροῦν νὰ κρίνουν; Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: «Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε (:Ὅ,τι σᾶς λέγουν, κάτι καλό, κάντε το), κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε (:Κατὰ τὴ ζωή τους ὅμως, ὄχι)· λέγουσι γάρ, καὶ οὐ ποιοῦσι (:Λένε ἀλλὰ δὲν πράττουν)». Ἀλλὰ τὸ αἰσθητήριο καὶ τὸ κριτήριο, ἀγαπητοί μου, τοῦ λαοῦ, στὴν πλειονότητά του, εἶναι ἀλάνθαστον! Προσέξατέ το, εἶναι ἀλάνθαστο. Ὁ λαὸς διαισθάνεται ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια, ποῦ εἶναι τὸ γνήσιο. Τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ εἰς τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, χωρὶς νὰ μακρύνω περισσότερο τὸν λόγον.
Ἀγαπητοί, οἱ ἄρχοντες, πολιτικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοὶ χάλασαν. Ὄχι μόνον τὴν ζωή τους, ποὺ εἶπε ὁ Κύριος, ἀλλὰ χάλασαν καὶ στὰ λόγια τους, λέγουν στραβὰ πράγματα, λέγουν περίεργα πράγματα. Γιατί ἔχασαν ἀκόμη καὶ τὴν δημοσία ντροπή. Οἱ πολλοί, οἱ πιὸ πολλοὶ εἶναι χαλασμένοι καὶ ἀδόκιμοι. Ἔτσι, θὰ σᾶς ἔλεγα, κάνοντας μιὰ ἔκκληση, προσέχετε ἐμᾶς, κληρικὸς εἶμαι καὶ σᾶς ὁμιλῶ, ποὺ σημαίνει εἶμαι ἄρχοντας ἐκκλησιαστικὸς γιὰ μιὰ στιγμή, μὲ λύπη μου τὸ λέω, προσέχετε τί σᾶς λέμε. Μὴν σκανδαλίζεσθε. Προχωρᾶτε. Λυπηθεῖτε μας, λυπηθεῖτε μας, θὰ παρακαλέσω πολύ. Καὶ προσεύχεσθε ἀκόμη γιά μᾶς. Γιατί χαλάσαμε. Καὶ ἡ ὅλη κατάστασις αὐτή, ἐπιπλέον, πρέπει νά σᾶς τὸ πῶ, καὶ μὴν πυρώνεστε, ἀνάβετε ἀπὸ μέσα σας, εἶναι καὶ σημεῖον τῶν ἐσχάτων. Ναί, σημεῖον τῶν ἐσχάτων. Λέγει τὸ βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως ὅτι ἡ οὐρὰ τοῦ δράκοντος, τοῦ φιδιοῦ, τοῦ θηρίου, ὁ δράκων ὁ ἀρχαῖος, ὁ μέγας, ὁ διάβολος, σηκώθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ ἔσυρε τὸ τρίτον τῶν ἀστέρων. Νά. «Καὶ ἡ οὐρὰ αὐτοῦ σύρει τὸ τρίτον τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν». Στὸ 12ο κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως. Πρόκειται γιὰ τὴν πτώση τῶν ἀρχόντων. «Ἀστέρες» εἶναι οἱ ἄρχοντες. Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἂς ἀκολουθεῖ τὸν Χριστόν, ἔστω κι ἂν οἱ ἄρχοντές του καὶ δὴ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντές του Τὸν ἔχουν προδώσει. «Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, -λέει ὁ Ἀπόστολος στοὺς Κορινθίους- τὸ κάλεσμά σας), ἀδελφοί, τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ». Ἐσᾶς, τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους. Εἶπαν ὅτι ὁ Παῦλος μάζεψε τὰ σαρίδια, λέει, τῆς Μεσογείου. Πρὸς τιμήν του εἶναι. Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦρθε νὰ καταισχύνει τοὺς ἰσχυροὺς καὶ τοὺς εὐγενεῖς. Τὰ «μωρὰ τοῦ κόσμου» εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἂς εὐχηθοῦμε νὰ εἴμεθα πάντοτε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ ἀκοῦμε τὴν φωνή Του καὶ θὰ Τὸν ἀκολουθοῦμε.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriak
vn_535.mp3
__________________________________