6 Αὐγούστου
«Καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5)
ΥΠΑΚΟΥΗ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
ΕΟΡΤΗ,
ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ δεσποτική. Καὶ ὀνομάζεται δεσποτική, διότι σήμερα
ἑορτάζει ὁ Δεσπότης. Ὁ κόσμος, ὅταν ἀκούῃ «δεσπότης», ἐννοεῖ τὸν
ἐπίσκοπο, τὸ μητροπολίτη, τὸν ἀρχιεπίσκοπο, τὸν πατριάρχη. Κακῶς αὐτοὶ
λέγονται ἔτσι. Δεσπότης εἶνε ἕνας καὶ μόνο, ὁ Χριστός, ὄχι ἄλλος·
αὐτὸς εἶνε ὁ Ἀφέντης, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
Δεσπότης εἶνε αὐτὸς ποὺ ἐξουσιάζει. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει
ὅ,τι βλέπουμε καὶ δὲ βλέπουμε· ξηρὰ καὶ θάλασσα, γῆ καὶ οὐρανό, ἥλιο
καὶ ἄστρα, ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους. Ἀλλ᾽ ἐνῷ εἶνε «ὁ βασιλεὺς τῶν
βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15), ἐν τούτοις στὴ
γῆ δὲν παρουσιάστηκε μὲ τὰ ἐμβλήματα τῆς ἐξουσίας, ὡς δυνατός,
πλούσιος, ἔνδοξος· παρουσιάστηκε ὡς ὁ πλέον ταπεινὸς καὶ φτωχὸς
ἄνθρωπος. Γεννήθηκε σὲ μιὰ σπηλιά. Ἔζησε μὲ σύντροφο τὴ φτώχεια.
Δούλευε σὰν τελευταῖος ἐργάτης. Ἦταν γνωστὸς σὰν υἱὸς τῆς Μαρίας καὶ
τοῦ τέκτονος. Κι ὅταν κάποτε τὸν ρώτησαν «Ποῦ μένεις;» ἀπήντησε·
«Ἐλᾶτε νὰ δῆτε» (Ἰω. 1,38). Καὶ σὲ κάποιον ποὺ ἤθελε νὰ γίνῃ ἀκόλουθός
του εἶπε· «Τὰ κοράκια ἔχουν φωλιές, ἀλλὰ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει
ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» ( Ματθ. 8,20). Καὶ πράγματι στὸ τέλος ἔκλινε
τὴν κεφαλὴ στὸ σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ. Κανείς ἄλλος δὲν ἔζησε τόσο
φτωχικά. Γι᾽ αὐτό, ἐνῷ ἄλλοι παρουσιάζονται ὡς προστάτες τῶν
ἀδυνάτων ἀλλὰ ζοῦν σὲ παλάτια καὶ κρεμλῖνα, αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς
προστάτης τῶν φτωχῶν.
Κάτω ὅμως ἀπὸ τὸ ταπεινὸ σχῆμα τοῦ Ναζωραίου κρυβόταν τὸ
μεγαλεῖο τῆς Θεότητος. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος· ἦταν Θεός. Τὸ
φωνάζουν ἡ διδασκαλία του, τὰ θαύματά του, ἡ ἁγία ζωή του· εἶνε ὁ μόνος
ἐπὶ τῆς γῆς ποὺ μπορεῖ νὰ πῇ «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;»,
ποιός ἀπὸ σᾶς μπορεῖ νὰ μὲ ἐλέγξῃ γιὰ ἁμαρτία; (Ἰω. 8,46).
Ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς τὸ φωνάζει καὶ τὸ θαῦμα ποὺ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
* * *
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, ἀνέβηκε
στὸ ὄρος Θαβώρ. Ἐκεῖ μέχρι σήμερα σῴζεται ναὸς τῆς Μεταμορφώσεως, ποὺ
ἔχουν χτίσει Ἕλληνες καὶ ἑορτάζει τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα.
Πῆρε μαζί του τρεῖς ἀγαπημένους μαθητάς, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο
καὶ τὸν Ἰωάννη. Καὶ ἐκεῖ ἔγινε τὸ θαῦμα – ἂς μὴν πιστεύουν οἱ
ἄπιστοι, δικαίωμά τους, ἀλλὰ καὶ δικαίωμα δικό μας εἶνε νὰ πιστεύουμε.
Ξαφνικὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ τὰ ροῦχα
του, τὰ φτωχὰ ροῦχα ποὺ εἶχε ὑφάνει στὸν ἀργαλειὸ ἡ Παναγία μητέρα του,
ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς.
Καὶ ἄλλο θαυμαστό. Ὅπως κοντὰ στοὺς βασιλεῖς στέκονται
στρατηγοὶ καὶ ἄλλοι ἀξιωματοῦχοι, ἔτσι καὶ κοντὰ στὸν πραγματικὸ
βασιλέα τοῦ κόσμου, τρόπον τινὰ ὡς ὑπασπισταί, στάθηκαν δύο μεγάλες
φυσιογνωμίες τοῦ ἀρχαίου κόσμου· ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας. Ὁ Μωϋσῆς εἶχε
πεθάνει πρὶν ἀπὸ χίλια χρόνια καὶ ὁ Ἠλίας πρὶν πρὸ ὀχτακόσα χρόνια, καὶ
τώρα ὁλοζώντανοι συζητοῦσαν μαζί του!
Ἂς τ᾽ ἀκούσουν αὐτὸ οἱ χιλιασταί, ποὺ λένε ὅτι ὁ ἄνθρωπος
σβήνει, ὅτι δὲν ἔχει ψυχή. Ποῦ βρέθηκαν λοιπὸν οἱ δύο αὐτοί; Ζοῦσαν. Δὲν
σβήνει ὁ ἄνθρωπος. Δὲν εἶνε σὰν τὸ ἄλογο ζῷο καὶ τὸ ἄψυχο δέντρο· ἔχει
ψυχὴ ἀθάνατη καὶ αἰωνία. Ὁ Θεὸς εἶνε Κύριος ζώντων ἀλλὰ καὶ νεκρῶν. Αὐτὸ
μαρτυρεῖ καὶ ἡ ἐμφάνισις τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων φυσιογνωμιῶν.
Ὅταν ὁ Πέτρος εἶδε αὐτὴ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, θαμπώθηκε καὶ
κατάπληκτος εἶπε· Κύριε, ἐδῶ νὰ μείνουμε. Νὰ μὴν πᾶμε πλέον κάτω στὶς
πολιτεῖες, νὰ μείνουμε ἐδῶ γιὰ πάντα· καὶ νὰ φτειάξουμε τρεῖς σκηνές,
μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸ Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία. Προσέξτε· γιὰ τὸν
ἑαυτό του δὲν ἐνδιαφέρεται· μόνη του χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις εἶνε νὰ βλέπῃ
τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Λέει ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ Δαυΐδ· «Χορτασθήσομαι ἐν τῷ
ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν σου», θὰ χορτάσω βλέποντας τὴ δόξα σου (Ψαλμ.
16,15).
Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο. Ἐνῷ ὁ οὐρανὸς ἦταν αἴθριος, «νεφέλη
φωτεινή», ἕνα φωτεινὸ σύννεφο, ἦρθε καὶ κάλυψε τὴν κορυφὴ τοῦ Θαβώρ,
καὶ μέσα ἀπ᾽ τὸ σύννεφο ἐκεῖνο, ὄχι ἀστραπὲς καὶ βροντὲς ὅπως ἄλλοτε
στὴν κορυφὴ τοῦ Σινά, ἀλλὰ μιὰ φωνὴ γλυκυτάτη καὶ ἐπιβλητικὴ ἀκούστηκε.
Ἦταν ἡ ἴδια φωνὴ ποὺ εἶχε ἀκουστῆ ἄλλοτε στὸν Ἰορδάνη ποταμό· «Οὗτός
ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε»· αὐτὸς εἶνε ὁ
Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς στὸν ὁποῖο ἀναπαύομαι, σ᾽ αὐτὸν νὰ ὑπακούετε (Ματθ.
17,5).
* * *
Αὐτὸ, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ περιεχόμενο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς.
Ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Χριστοῦ, πέρασαν
–μετρῆστε– δυὸ χιλιάδες χρόνια. Μέσα στὸ διάστημα αὐτὸ πολλὰ συνέβησαν
στὴ γῆ· ἔπεσαν βασιλεῖες καὶ αὐτοκρατορίες, ἄνω – κάτω ἔγινε ὁ κόσμος.
Ἀλλὰ μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ νὰ ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ
βεβαιώνει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ὁδηγὸς τῆς ἀνθρωπότητος, ὁ Κύριος καὶ
Δεσπότης, καὶ προστάζει νὰ τὸν ὑπακούουμε. Ὅπως τὸ μικρὸ παιδὶ ἀκούει
τὸν πατέρα κι ὁ μαθητὴς τὸ δάσκαλο κι ὁ ἄρρωστος τὸ γιατρὸ κι ὁ
στρατιώτης τὸν ἀξιωματικὸ καὶ ἐκτελεῖ τὶς διαταγές του, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς
πρέπει νὰ στεκώμαστε μὲ ὑπακοὴ μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ νὰ τοῦ λέμε·
«Λάλει, Κύριε, κι ὁ δοῦλός σου ἀκούει» (Α΄ Βασ. 3,9).
Ἀκοῦτε; Μᾶς λέει, ν᾽ ἀνοίξουμε τ᾽
αὐτιά μας καὶ ν᾽ ἀκοῦμε τὸ Χριστό. Τὸ κάνουμε; Δυστυχῶς ὄχι.
Στὴν ἐποχή μας συμβαίνει ἐκεῖνο ποὺ εἶπαν οἱ προφητεῖες, ὅτι οἱ ἄνθρωποι
θὰ κλείσουν τ᾽ αὐτιά τους νὰ μὴν ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ τ᾽
ἀνοίξουν στὴ φωνὴ τοῦ διαβόλου. Τί μᾶς λέει λοιπὸν ὁ Χριστός, τί μᾶς
λέει τὸ Εὐαγγέλιο, τί μᾶς λέγει ὁ δεκάλογος;
⃝ Μᾶς λέει νὰ σεβώμεθα τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τὸ «ὑπὲρ πᾶν ὄνομα»
(Φιλ. 2,9). Κ᾽ ἐμεῖς; Κάποτε στὴν πατρίδα μας, ἑκατὸ χρόνια νὰ ζοῦσες,
δὲν ἄκουγες κανένα νὰ βλαστημάῃ· τώρα παντοῦ ἀκούγεται βλαστήμια. Οἱ
Τοῦρκοι δὲ βλαστημοῦν Ἀλλάχ· στὴν Περσία, ἂν κανεὶς βλαστημήσῃ, ὁ
χομεϊνὶ τὸν ἐκτελεῖ. Αὐτοί, ἐνῷ ἔχουν ψεύτικη θρησκεία, τὴν τιμοῦν·
ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε τὴν ἀλήθεια, δὲν τὴν τιμοῦμε.
⃝ Μᾶς λέει ὁ Θεός· «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα
σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10.
Δευτ. 5,13-14), ὅτι πρέπει κάθε Κυριακὴ νὰ ἐκκλησιαζώμεθα. Παλαιότερα
ἄκουγαν τὴν καμπάνα ἢ καὶ χωρὶς καμπάνα (δὲν ἄφηνε ὁ Τοῦρκος νὰ
χτυποῦν), καὶ μόλις ἔβγαινε ὁ ἥλιος ἔτρεχαν ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Τώρα ἀπὸ
τοὺς ἑκατὸ ἐνορῖτες δύο μὲ τρεῖς ἐκκλησιάζονται.
⃝ Μᾶς λέει ὁ Χριστός, νὰ σεβώμεθα τὴν περιουσία τοῦ ἄλλου. Κι
ὅμως ἐμεῖς κλέβουμε καὶ τὸν ἰδιωτικὸ καὶ τὸ δημόσιο πλοῦτο. Ποιός π.χ.
πληρώνει κανονικὰ φόρους; Σβήσαμε τὸ «οὐ κλέψεις» (Ἔξ. 20,14. Δευτ.
5,19) καὶ γράψαμε ἕναν ἄλλο νόμο· «ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς».
⃝ Μᾶς εἶπε ὁ Χριστός μας, ὅτι πρέπει τὰ παιδιὰ ν᾽ ἀγαποῦν τοὺς
γονεῖς. Καὶ τώρα τὰ παιδιὰ σηκώνουν χέρι στὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα.
⃝ Μᾶς εἶπε ὁ Χριστός, τὰ ἀντρόγυνα νὰ εἶνε ἀγαπημένα κι ὅτι
μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χωρίζει τὸ ἀντρόγυνο. Καὶ ἐνῷ στὰ παλιὰ τὰ
χρόνια τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο, τώρα ἡ βουλὴ ψήφισε νόμους γιὰ νὰ
χωρίζουν εὐκολώτερα τὰ ἀντρόγυνα.
⃝ Καὶ τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα ποιό εἶνε; Μᾶς καλεῖ ὁ Χριστὸς νὰ
μετανοήσουμε, καὶ δὲ μετανοοῦμε. Δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς διότι
ἁμαρτάνουμε· τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲ
μετανοῦμε, καὶ ἡ ἀμετανοησία εἶνε δαιμονική· ὁ διάβολος μόνο μένει
ἀμετανόητος.
* * *
Ἂς ἀκούσουμε, ἀδελφοί μου, τὴν
πρόσκλησι τοῦ Χριστοῦ, ἂς μετανοήσουμε καὶ ἂς κλάψουμε. Φοβοῦμαι ὅτι
κάποια μεγάλη συμφορὰ θὰ μᾶς ἔρθῃ. Διότι ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι,
φτωχοὶ καὶ πλούσιοι, παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, βουλευταὶ καὶ ὑπουργοί,
πρωθυπουργοὶ καὶ πρόεδροι δημοκρατίας, ἐγκαταλείψαμε τὸ λόγο καὶ τὸ νόμο
τοῦ Θεοῦ. Κλείσαμε τ᾽ αὐτιά μας μὲ βουλοκέρι, νὰ μὴν ἀκοῦμε τί λέει ὁ
Χριστός μας, κι ἀνοίξαμε τ᾽ αὐτιά μας στὶς φωνὲς τῶν δαιμόνων. Στὴν
ἐκκλησία δὲ στεκόμαστε μισὴ ὥρα ν᾽ ἀκούσουμε τὴ θεία λειτουργία, ἀλλὰ
κάθε βράδυ τ᾽ αὐτιά μας εἶνε κολλημένα στὰ ῥαδιόφωνα καὶ τὰ μάτια μας
καρφωμένα στὶς τηλεοράσεις, ν᾽ ἀκοῦμε ὅ,τι αἰσχρὸ καὶ ἀκατονόμαστο.
Σήμερα, τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα, ἂς δώσουμε ὑπόσχεσι στὸν Κύριο,
ὅτι στὸ ἑξῆς θά ᾽χουμε ἀνοιχτὰ τὰ αὐτιὰ καὶ τὶς καρδιές μας καὶ θ᾽
ἀκοῦμε τὸ λόγο του. Τότε ὁ Χριστὸς θὰ εἶνε μαζί μας, καὶ θὰ εἴμαστοι
πράγματι εὐτυχεῖς καὶ εὐδαίμονες ὅπως οἱ πρόγονοί μας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ιερό ναό Μεταμορφώσεως Ἀρδάσσης – Ἑορδαίας, Δευτέρα 6-8-1979)