Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «Διότι, ἐὰν “προπαρασκευασθῇ” κατὰ τὸν περιγραφέντα τρόπον καὶ συνέλθη μεθαύριον, ὃ μὴ γένοιτο,μία τοιαύτη Σύνοδος, ἓν μόνον ἀποτέλεσμα δυνάμεθα νὰ ἀναμένωμεν ἐξ αὐτῆς: σχίσματα, ἢ καὶ αἱρέσεις, καὶ ὁπωσδήποτεἀπώλειαν πολλῶν, δυσαριθμήτων ψυχῶν»!
Στὴν Σύνοδο θὰ γίνει ὅ,τι στηλιτεύει καὶ ἀπαγορεύει ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, ποὺ αὐτοὶ ἁγιοκατάταξαν! Ἄρα γιὰ ποιά Σύνοδο μιλᾶμε;
Καὶ ποιά Σύνοδο εὔχονται καὶ ἀναμένουν οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς γιὰ νὰ διαφοροποιηθοῦν; Δὲν ἐπαρκοῦν οἱ διαπιστώσεις τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς; Δὲν τοὺς φτάνει ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν ἀναγνωρίζει τοὺς Οἰκουμενιστὲς ὡς ἐκπροσώπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ὡς ψευδο-ποιμένες;
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΣΥΝΟΔΟΝ
ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
(Ὅπως δημοσιεύτηκε στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» τοῦ 1978)
Α΄ μέρος
Πανιερώτατε,
Προσφάτως ἐπραγματοποιήθη ἐν Σάμπεζυ τῆς Γενεύης ἡ "Πρώτη Προσυνοδικὴ Διάσκεψις" (21-28 Νοεμβρίου 1976). Λαβὼν εἰς χεῖρας καὶ μελετήσας τὰ Πρακτικὰ καὶ τὰς Ἀποφάσεις τῆς Διασκέψεως ταύτης, αἰσθάνομαι τὴν εὐαγγελικὴν ἀνάγκην, ὅπως, κατὰ τὴν συνείδησίν μου, ὡς μέλος τῆς Ἁγίας καὶ Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καίτοι ὁ ἐλάχιστος ἐκ τῶν λειτουργῶν Αὐτῆς, ἀπευθυνθῶ διὰ τοῦ παρόντος ἱκετευτικοῦ ὑπομνήματός μου πρὸς τὴν Ὑμετέραν Πανιερότητα καὶ δι’ Ὑμῶν πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ὀρθοδόξου Σερβικῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρων τὰς διαπιστώσεις καὶ παρατηρήσεις μου ὡς πρὸς τὴν προετοιμασίαν τῆς ἐν λόγῳ μελλούσης Συνόδου. Παρακαλῶ τὴν Ὑμετέραν Πανιερότητα καὶ τοὺς λοιποὺς Πανιερωτάτους Ἀρχιερεῖς, ὅπως μετ’ εὐαγγελικῆς ἀγάπης καὶ προσοχῆς ἀκούσητε τὴν φωνὴν ταύτην μιᾶς ὀρθοδόξου συνειδήσεως, τοσούτῳ μᾶλλον, καθ’ ὅσον ἡ φωνὴ αὕτη, δόξα τῷ Θεῷ, σήμερον οὐδόλως εἶναι μία, οὔτε ἀπομονωμένη εἰς τὸν ὀρθόδοξον κόσμον προκειμένου περὶ τῆς ἐν λόγῳ μελλούσης Συνόδου.
Ἐκ τῶν Πρακτικῶν καὶ τῶν Ἀποφάσεων αὐτῆς τῆς νῦν ὀνομαζομένης "Πρώτης Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως", λαβούσης χώραν, –ἀγνοῶ διὰ ποῖον λόγον,– ἐν Γενεύῃ, ὅπου μόλις ὀλίγαι ἑκατοντάδες ὀρθοδόξων ὑπάρχουν, φαίνεται, ὅτι αὕτη ἔχει ἀποφασίσει καὶ ἑτοιμάσει ἕνα καινουργῆ κατάλογον τῶν θεμάτων διὰ τὴν μέλλουσαν ”Μεγάλην Σύνοδον” τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἐν λόγῳ πρόσφατος Διάσκεψις δὲν ὑπῆρξε πλέον μία ἐκ τῶν λεγομένων "Πανορθοδόξων Διασκέψεων", ὅπως ἦσαν αἱ Διασκέψεις τῆς Ρόδου καὶ αἱ μετ’ αὐτάς, οὔτε πάλιν ὑπῆρξεν ἡ οὕτω καλουμένη "Προσύνοδος", διὰ τὴν ὁποίαν μέχρι πρό τινος εἰργάζοντο, ἀλλ’ ἦτο ἡ "Πρώτη Προσυνοδικὴ Διάσκεψις", εἰσερχομένη πλέον εἰς τὸ στάδιον τῆς ἀμέσου προετοιμασίας τῆς πραγματοποιήσεως τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἡ Διάσκεψις αὕτη δὲν εἰργάσθη πλέον βάσει τοῦ προτέρου "Καταλόγου θεμάτων", ὁρισθέντος εἰς τὴν Α΄ Πανορθόδοξον Διάσκεψιν τῆς Ρόδου τῷ 1961, καὶ παραμείναντος ὑπὸ ὑπεξεργασίαν μέχρι καὶ τοῦ ἔτους 1971, ἀλλὰ προέβη εἰς "ἀναθεώρησιν" ἐκείνου καὶ καθώρισε νέον, ἰδικόν της, "Κατάλογον θεμάτων" διὰ τὴν Σύνοδον. Ἐν τούτοις φαίνεται, ὅτι οὔτε αὐτὸς εἶναι ὁ τελικὸς κατάλογος, ἀλλ’ ἐνδέχεται μάλλον νὰ ὑποστῇ καὶ αὐτὸς ἀλλαγήν τινα ἢ νὰ συμπληρωθῇ.
Ἡ Διάσκεψις ἔχει περαιτέρω ἀναθεωρήσει καὶ τὴν ἕως προσφάτως τηρουμένην "μεθοδολογίαν" ἐπεξεργασίας καὶ τελικῆς προετοιμασίας τῶν θεμάτων διὰ τὴν Σύνοδον, συντομεύσασα τὴν ὅλην ”διαδικασίαν”,λόγῳ τῆς καταφανοῦς σπουδῆς καὶ βίας ὡρισμένων πρὸς σύγκλησιντῆς Συνόδου ὅσον τὸ δυνατὸν ταχύτερον. Διότι, κατὰ τὴν κατηγορηματικὴν δήλωσιν τοῦ προεδρεύοντος εἰς τὴν Διάσκεψιν ταύτην μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἄλλοι τινὲς ἐπείγονται, ἵνα "τὸ ταχύτερον συγκληθῇ" καὶ πραγματοποιηθῇ ἡ μέλλουσα Σύνοδος.
Ἡ Σύνοδος, λέγεται, πρέπει νὰ εἶναι "βραχείας διαρκείας", νὰ ἀπασχοληθῇ "μὲ περιορισμένον ἀριθμὸν θεμάτων", καὶ ἀκόμη, κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Μελίτωνος, "ἡ Σύνοδος πρέπει νὰ ἐγκύψῃ εἰς φλέγοντα προβλήματα παρακωλύοντα τὴν ὁμαλὴν λειτουργίαν τοῦ συνειρμοῦ τοῦ συστήματος τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ὡς μιᾶς ἑνιαίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας..." (Πρακτικά, σ. 55).
—Ταῦτα πάντα θέτουν ἐνώπιον ἡμῶν τὸ ἐρώτημα: Τί πρέπει νὰ σημαίνουν ὅλα αὐτά; Πρὸς τί δὲ αἱ ἐσπευσμέναι αὗται ἐνέργειαι; Καὶ ποῦ ὁδηγοῦν αὐταί;
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ τῆς προετοιμασίας καὶ τῆς συγκροτήσεως νέας "Οἰκουμενικῆς Συνόδου" τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὔτε νέον οὔτε πρόσφατον εἶναι κατὰ τὸν παρόντα ἡμέτερον αἰῶνα τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ θέμα ἀνεκινήθη ἤδη ἐπὶ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μελετίου Μεταξάκη, —γνωστοῦ ὡς ὑψηλόφρονος "μοντερνιστοῦ" καὶ μεταρρυθμιστοῦ, ἐξ οὗ καὶ σχισματοποιοῦ ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ,— καὶ δὴ εἰς τὸ
ὑπ’ αὐτοῦ συγκληθὲν ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ ἔτος 1923 οὕτω καλούμενον "Πανορθόδοξον Συνέδριον"...
Μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιον πόλεμον ἦλθεν εἰς τὸ προσκήνιον ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρας καὶ συνεκάλεσε τὰς ἐν Ρόδῳ "Πανορθοδόξους Διασκέψεις". Ἡ πρώτη ἐξ αὐτῶν, ἡ ὁποία ἔγινε τῷ 1961, ἀνεκίνησε καὶ πάλιν τὸ θέμα τῆς προετοιμασίας τῆς "Πανορθοδόξου Συνόδου", ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν νὰ γίνῃ προηγουμένως μία "Προσύνοδος", καὶ ἐνέκρινε τὸν ὑπὸ τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑποβληθέντα τότε ἕτοιμον "Κατάλογον θεμάτων" διὰ τὴν Προσύνοδον.
Εἶναι ὁ γνωστὸς "Κατάλογος θεμάτων τῆς Ρόδου": ὀκτὼ μεγάλα κεφάλαια, περιέχοντα τεσσαράκοντα περίπου κύρια θέματα καὶ διπλάσιον ἀριθμὸν παραγράφων καὶ ὑποπαραγράφων. Μετὰ τὰς ἐφεξῆς Διασκέψεις τῆς Ρόδου, τὴν Β΄ (1963) καὶ τὴν Γ΄ (1964), ἠκολούθησεν ἡ "Διάσκεψις τοῦ Βελιγραδίου" τῷ 1966.
Αὕτη κατ’ ἀρχὰς μὲν ἐπωνομάσθη "Τετάρτη Πανορθόδοξος Διάσκεψις", ὕστερον δὲ ὑπεβιβάσθη ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως εἰς τὸ ἐπίπεδον "Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς", διὰ καταλάβῃ ἀντ’ αὐτῆς τὴν θέσιν καὶ τὴν ὀνομασίαν τῆς "Τετάρτης Πανορθοδόξου Διασκέψεως" ἡ ἑπομένη διάσκεψις, λαβοῦσα χώραν ἐπὶ τοῦ "ἐδάφους" τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (εἰς τὸ "ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου" ἐν Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης) τὸ ἔτος 1968. Εἰς αὐτὴν τὴν Δ΄ Διάσκεψιν τῆς Γενεύης ἔσπευσαν οἱ ὀργανωταὶ αὐτῆς, μᾶλλον ὡς ἐξ ἀνυπομονησίας, ὅπως συντομεύσουν τὴν πρὸς Οἰκουμενικὴν Σύνοδον πορείαν των, διὸ καὶ λαβόντες εἰς χεῖρας τὸν ὑπέρογκον καὶ ἀσυνάρτητον Κατάλογον τῆς Ρόδου (κατασκεύασμα, σημειωθήτω πάλιν, αὐτῶν τῶν ἰδίων, οὐχὶ ἑτέρου τινός), ἐπέλεξαν καὶ ἐχώρισαν ἐξ αὐτοῦ "τὰ πρῶτα ἓξ θέματα" πρὸς συντομωτέραν ἐπεξεργασίαν, ὥρισαν δὲ ἐν ταὐτῷ καὶ νέαν "διαδικασίαν" ἐργασίας καὶ προετοιμασίας.
Εὐκαιρίας δοθείσης, ἐσχηματίσθη τότε καὶ ἓν νέον σῶμα, ὑπὸ τὴν ἐπωνυμίαν "Ἡ Διορθόδοξος Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπή". Αὕτη θὰ ἐφρόντιζε περὶ τοῦ ”συντονισμοῦ” τῆς ἐπεξεργασίας τῶν θεμάτων.
Ταυτοχρόνως συνεστήθη καὶ ἡ "Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου", δηλαδὴ διωρίσθη εἰς τὴν πραγματικότητα ὑπὸ τῆς Συνόδου τῆς Κων/πόλεως εἷς ἐπίσκοπος τοῦ κλίματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὡς γραμματεύς, ἔχων ἕδραν τὸ εἰρημένον Κέντρον ἐν Σαμπεζὺ Γενεύης, ἐνῶ ἀπερρίφθησαν αἱ προτάσεις περὶ ἐντάξεως καὶ συμμετοχῆς καὶ ἄλλων ὀρθοδόξων μελῶν, προερχομένων ἐκ τῶν ὑπολοίπων ὁμοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἰς τὴν ἐν λόγῳ "Γραμματείαν". Ἡ "Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ" καὶ ἡ Γραμματεία ἐπραγμάτωσαν τὴν συνεδρίαν των, κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἰς τὸ αὐτὸ κέντρον τῆς Γενεύης, κατὰ τὸν Ἰούνιον τοῦ 1971.
Εἰς τὴν συνεδρίαν αὐτὴν ἐθεωρήθησαν ἀπὸ κοινοῦ αἱ ὑποβληθεῖσαιἕτοιμαι εἰσηγήσεις ἐπὶ τῶν μνημονευθέντων ἓξ θεμάτων, "ἐνηρμονίσθησαν” καὶ ”ἐνεκρίθησαν" πρὸς δημοσίευσιν εἰς περισσοτέρας γλώσσας. Δημοσιευθεῖσαι δέ, συνήντησαν —ὡς καὶ ὅλη γενικῶς ἡ μέχρι τότε ἐργασία ἐπὶ τῆς προετοιμασίας τῆς Συνόδου καὶ τῶν θεμάτων αὐτῆς— αὐστηρὰν μέν, ἀλλ’ ὀρθὴν κριτικὴν ἐκ μέρους τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων.
Αἱ γενόμεναι κριτικαὶ αὗται τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων (εἰς τὰς ὁποίας ἀνήκει καὶ τὸ σχετικὸν Ὑπόμνημά μου, ἀπευθυνθὲν ὑπ’ ἐμοῦ, ἀρχὰς Μαΐου 1971, διὰ τῆς Ὑμετέρας Πανιερότητος πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας, ἐπιδοκιμασθὲν καὶ ὑποστηριχθὲν ὑφ’ Ὑμῶν, κατόπιν δὲ καὶ ὑπὸ ἀρκούντως ἀξιολόγου ἀριθμοῦ ἐπιφανῶν ὀρθοδόξων θεολόγων, οὕτως ὥστε νὰ δημοσιευθῇ τοῦτο εἰς περισσοτέρας γλώσσας καὶ χώρας τοῦ ὀρθοδόξου κόσμου) φαίνεται ὅτιἐπέδρασαν, ὥστε ἡ ἀπόφασις τῆς προμνηστευθείσης Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ τῆς Γραμματείας περὶ τῆς ταχείας συγκλήσεως τῆς "Πρώτης Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως" κατὰ τὸ ἔτος 1072 εἰς τὴν Γενεύην, πρὸς ἀναθεώρησιν τοῦ Καταλόγου τῆς Ρόδου, νὰ μὴ πραγματοποιηθῇ ἐντὸς τῆς τακτῆς προθεσμίας, ἀλλ’ἀρκούντως καθυστερημένως, καὶ μάλιστα μόλις προσφάτως.
Καὶ ἰδού, αὕτη ἡ "Πρώτη Προσυνοδικὴ Διάσκεψις" ἐπραγματοποιήθη λοιπὸν μόλις τὸν Νοέμβριον 1976 (ἐπὶ τοῦ "ἐδάφους" καὶ πάλιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἰς τὴν Γενεύην, ὅπου οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ εἶναιἐλάχιστοι). Ὅπως δὲ φαίνεται ἐκ τῶν νεωστὶ δημοσιευθέντων (κείμενον πολυγραφημένον) Πρακτικῶν καὶ Ἀποφάσεων τῆς Διασκέψεως, τὰς ὁποίας, καθὼς εἶπον, ἐμελέτησα, αὕτη"ἀναθεώρησε" τὸν Κατάλογον τῆς Ρόδου κατὰ τὸν ἀκόλουθον τρόπον: αἱ συμμετασχοῦσαι ἀντιπροσωπεῖαι ἐψήφισαν διὰ τῶν ἐπιτροπῶν των δέκα μόνον θέματα διὰ τὴν μέλλουσαν Σύνοδον (εἰς τὰ ὁποῖα συμπεριελήφθησαν μόνον τρία ἐξ ἐκείνων τῶν προηγουμένων ἓξ θεμάτων!), ἐνῶ ἄλλα τριάκοντα περίπου θέματα, μὴ ψηφισθέντα ὁμοφώνως, "παραπέμπονται εἰς ἰδιαιτέραν μελέτην τῶν ἐπὶ μέρους Ἐκκλησιῶν" ὡς "προβληματολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας" (κατ’ οὐσίαν ὅμως ἐντελῶς ξένην πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν), οὕτως ὥστε καὶ τὰ θέματα ταῦτα δύνανται "νὰ τύχωσι μελλοντικῆς διορθοδόξου ἐξετάσεως" καὶ νὰ ἐνταχθοῦν ἴσως εἰς τὸν νέον τοῦτον Κατάλογον (Πρακτικά, σσ. 186-188).
Ἡ Διάσκεψις αὕτη, ὡς εἴπομεν ἤδη, ἤλλαξεν ἐπίσης τὴν"διαδικασίαν" καὶ τὴν "μεθοδολογίαν" τῆς ἐπεξεργασίας τῶν θεμάτων –καὶ ἄρα καὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου, ὡς πρὸς τὴν ὁποίαν, ἐπαναλαμβάνω, ἀγωνίζονται οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἀλλαχοῦ ὀργανωταί της, ὅπως συγκληθῇ "τὸ ταχύτερον δυνατὸν" καὶ γίνει "βραχείας διαρκείας".
Ἐξ ὅλων ὅμως αὐτῶν φαίνεται σαφῶς εἰς ἕκαστον νηφάλιον ὀρθόδοξον Χριστιανόν, μάλιστα δὲ εἰς τὸν ὀρθόδοξον θεολόγον, ὅτι ἡΠρώτη Προσυνοδικὴ Διάσκεψις οὐδὲν τὸ πραγματικῶς νέον καὶ οὐσιαστικὸν ἔχει πράξει ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ συνεχίζει μόνον τὴν δημαγωγίαν τῶν πρὸ αὐτῆς διασκέψεων, παρασύρουσα καὶ αὐτὴ πολλὰς ὀρθοδόξους ψυχὰς καὶ συνειδήσεις εἰς νέους λαβυρύνθουςφιλοδοξιῶν ὡρισμένων ἀνθρώπων, πρὸς χάριν τῶν ὁποίωνφιλοδοξιῶν καὶ ἑτοιμάζεται κυρίως, ὡς φαίνεται, ἤδη ἀπὸ τοῦ ἔτους1923 Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, τῆς πρὸς αὐτὴν πορείας σήμερον ἐπιταχυνομένης καὶ συντομευομένης».
(Ἐδῶ τελειώνει τὸ Α΄ μέρος τοῦ Ὑπομνήματος τοῦ ἁγ. Ἰουστίνου, ποὺ δημοσιεύτηκε ἐν ἔτει 1978 στὸ φύλλο 303 τοῦ «Ὀρθόδοξου Τύπου, σελ. 1η καὶ 4η).
Πρὶν παραθέσουμε τὸ Β΄ μέρος, παρεμβάλλουμε μερικὲς φράσεις, ὅσων ἀποκάλυψε στὸ Συνέδριο γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ στὴ Θεσσαλονίκη, τὸ 2004, ὁ Κύπριος καθηγητὴς Παπαβασιλείου Ἀνδρέας (ποὺ συμμετεῖχε σὲ ἀνάλογους Διαλόγους μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδόνιους), γιατὶ εἶναι ἀποκαλυπτικὰ καὶ ἐπιβεβαιωτικὰ ἐκείνων τῶν πονηρῶν μεθοδεύσεων ποὺ καταγγέλλει καὶ ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος.
Ἤμουν μέλος (γράφει) τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς καὶ ἔλαβα μέρος στὶς “Προπαρασκευαστικὲς Διασκέψεις”. Ὅταν ὁ Μητροπολίτης Ἑλβετίας Δαμασκηνὸς Παπανδρέου μᾶς ἐπέβαλε ἔμμεσα τὶς θέσεις ὑπὲρ τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν Ἀντι-Χαλκηδονίων ὡς ὀρθοδόξων, «τὰ νέα μέλη δὲν μποροῦσαν νὰ γνωρίζουν ὅσα μέχρι τότε διαμείφθησαν» ἡ δὲ «ἀνυπαρξία Πρακτικῶν “συνέβαλε”, ὥστε μερικὰ μέλη νὰ διαφοροποιήσουν τὶς ἀρχικές τους θέσεις» καὶ τελικὰ νὰ ἀποδεχθοῦν τὶς θέσεις ποὺ ἤθελε τὸ Φανάρι. Ἐγὼ προσωπικά, γράφει, «κατὰ τὴ διεξαγωγὴ τοῦ Διαλόγου δὲν εἶχα τὴν εὐχέρεια, οὔτε καὶ τὴ δυνατότητα, γιὰ νὰ συνδράμω στὴν ἱερὴ αὐτὴ προσπάθεια..., ἐπειδὴ δὲν ἀνῆκα στὴν "ἡγετικὴ" αὐτὴ "ὁμάδα" τῆς Ἐπιτροπῆς» καὶ ὑπέγραψα τὰ «συνταχθέντα κείμενα τῶν δύο "Κοινῶν Δηλώσεων". Τώρα ὅμως «ἂν τὸ κείμενο τῆς συμφωνίας αὐτῆς ἐτίθετο ξανὰ μπροστά μας γιὰ ἀποδοχὴ ἢ μή, θὰ ἀρνούμασταν τὴν ἐπικύρωσή του»! (Παπαβασιλείου Ἀνδρέας, Κριτικὴ Ἀποτίμηση τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους, στὸ συλλογικὸ τόμο,Οἰκουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, τόμ. Β΄ , Ἐκδ. “Θεοδρομία”, σελ. 568-571).
Ἐξ ἄλλου, γράφει, ἦταν δύσκολο νὰ ἀντιδράσουμε ἐμεῖς, ὅταν στὶς συναντήσεις αὐτὲς συμμετεῖχαν «Ὀρθόδοξοι θεολόγοι ...μὲ λυπαρὴ θεολογικὴ κατάρτιση, πλούσια θεολογικὴ παραγωγὴ καὶ ἀξιόλογες θεολογικὲς διακρίσεις. Ἑπομένως ἦταν ἀναπόφευκτο, ἐφόσον αὐτοὶ ἦσαν φορεῖς τοῦ κλίματος καὶ τοῦ πνεύματος τῶν ἀνεπισήμων αὐτῶν Συναντήσεων (σ.σ. ποὺ κατηύθυνε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο), ἐμεῖς νὰ τελούσαμε ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν ὅσων συμφωνήθηκαν σ’ αὐτές»!!! (στὸ ἴδιο, σελ. 576).
Μὲ αὐτή, λοιπόν, τὴν σατανικὴ μέθοδο δούλευαν. Παρέπεμπαν τὴν ἀπόφαση σὲ κάθε ἀντιπροσωπεία, κι ὄχι σὲ ἐκκλησιαστικὴ Σύνοδο, ὅπως ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν ἔκανε ἀπὸ τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ἐπηρεάζουν τὶς μεμονωμένες Ἐπιτροπὲς ἢ τὰ ἄτομα ποὺ συμμετεῖχαν (καὶ ποὺ οἱ ἴδιοι διόριζαν), ἀναγκάζοντάς τους νὰ ἀκολουθήσουν τὴν θέληση τοῦ Φαναρίου ὡς ὑπακοή! Καὶ οἱ κατὰ τόπους Ἐπίσκοποι ἄφησαν τὰ πράγματα νὰ πορεύονται κατὰ τὶς θελήσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν του Φαναρίου, καὶ βέβαια ὅσων τοὺς καθοδηγοῦσαν (καὶ τοὺς καθοδηγοῦν), ἀπὸ τὸ Βατικανό, τὸ Π.Σ.Ε. καὶ τὰ ἄλλα κέντρα ἀποφάσεων!
Δηλ. τὸ Φανάρι γιὰ νὰ πάρει τὴν ἔγκριση γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως, ἔβαλε ἄλλα θέματα (τὸ δόλωμα τοῦ ὄφεως) ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν κατὰ νοῦν νὰ συζητήσουν καὶ νὰ ἀποφασίσουν. Ἂν ἔβαζαν ἐξ ἀρχῆς τὰ 6 τελικὰ θέματα, οὐδεὶς ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσωπειῶν θὰ τὰ ἐψήφιζε! Δηλ. ὑφάρπασαν ἐνσυνειδήτως τὴν ψῆφον!
Καὶ σήμερα (μετὰ ἀπὸ 50 χρόνια, οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καὶ ὅσοι ἀντι-Οἰκουμενιστὲς ἐσύρθησαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν Σύγκλησιν τῆς Συνόδου, νὰ τὴν ἐπιθυμοῦν μάλιστα, διότι ἔτσι θὰ ξεκαθαρίσουν -τάχα- τὰ πράγματα! Δὲν κατανοοῦν ὅτι, ἐὰν τώρα ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀπόφασις Συνόδου, διστάζουν καὶ ἀναβάλλουν τὸν ἀγώνα κατὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν, τότε ποὺ ὅλα θὰ καλυφθοῦν κάτω ἀπὸ ἔγκριση Συνόδου Ἐπισκόπων (Ἐπισκόπων ποὺ τώρα αὐτοὶ ἀποδέχονται ὡς Ὀρθόδοξους), τὸ κακὸ θὰ ἔχει γίνει: ὁ ἀποίμαντος καὶ ἀνενημέρωτος λαός, θὰ ἀπορροφηθεῖ ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές!
Καὶ τί θὰ κάνουν τότε; Θὰ διακόψουν τὸ Μνημόσυνο τῶν Οἰκουμενιστῶν οἱ ἐλάχιστοι; Καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν πολλῶν ποιός θὰ ἔχει τὴν εὐθύνη; Θὰ τοὺς ἐμπνεύσει καὶ θὰ τοὺς ἐνισχύσει τότε ἡ θεία Χάρις, ὥστε νὰ κάνουν ὅ,τι δὲν κάνουν τώρα: νὰ ἀποτειχιστοῦν καὶ νὰ διακόψουν τὸ μνημόσυνον τῶν Οἰκουμενιστῶν; Ἤ, χωρὶς τὴν ἐξ ὕψους δύναμιν θὰ δικαιολογήσουν τὴν παραμονή τους μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές (μὲ κάποια εὑρηματικὴ δικαιολογία) πρὸς χάριν τάχα τοῦ λαοῦ;
(Ἀκολουθεῖ τὸ Β΄ μέρος)