Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ εὐδιάκριτα σημεῖα τῆς πτώσης ποὺ ἐπέφερε ἡ Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι ὁ εὐτελισμὸς τοῦ τίτλου «πατέρας».
Πατέρες ὀνομάζουμε
στὴν Ἐκκλησία ὅλους τοὺς ρασοφόρους, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο μέχρι τὸν ἁπλὸ μοναχό. Αὐτοὶ
εἶναι οἱ πατέρες καὶ ἐμεῖς οἱ λαϊκοὶ εἴμαστε τὰ τέκνα τους. Ὀνομάσθηκαν πατέρες
διότι θεωροῦνται ὡς διδάσκαλοι τῆς ἐν Χριστῷ θείας ἀποκαλύψεως καὶ διάδοχοι τῶν
ἁγίων Πατέρων, τῶν ἀποστόλων καί, μέσῳ αὐτῶν, τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἴδιου. Γι’ αὐτὸ
καὶ δικαίως (ἀπο)λαμβάνουν τὶς τιμὲς ποὺ ἐπιβάλλει αὐτὸς ὁ τίτλος. Αὐτὸ σημαίνει
πρωτίστως, ὅτι οἱ κάτοχοι αὐτοῦ τοῦ τίτλου διασώζουν ἀλλὰ καὶ μεταδίδουν τὴν
Θεία διδασκαλία ἀνόθευτη, ὅπως τὴν παρέλαβαν ἀπὸ καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς ἁγίους προκάτοχούς
τους, «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν»: «Οὐ νῦν κανόνες καὶ τύποι τῆς Ἐκκλησίας ἐδόθησαν, ἀλλὰ ἐκ τῶν
Πατέρων ἡμῶν καλῶς καὶ βεβαίως παρεδόθησαν» (Μ. Ἀθανάσιος,
PG 25, 225).
Συγχρόνως ὅμως
σημαίνει, ὅτι οἱ κάτοχοι αὐτοῦ τοῦ τίτλου, ὡς πατέρες τῆς ἐκκλησίας, διὰ τοῦ ἁγίου
παραδείγματός τους, διὰ τοῦ ἐν Χριστῷ βίου καὶ διὰ τῆς ἀγάπης φροντίζουν γιὰ τὴν
ἐν Χριστῷ αὔξηση, πρόοδο, προστασία καὶ ἀνάδειξη τῶν τέκνων τους, ποὺ τοὺς ἐμπιστεύτηκε
ὁ Χριστός, ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας (βλ. καὶ Βασιλείου Δεντάκη «Ἐκλόγιον πατερικῶν
κειμένων», 1972, σελ. 6-12).
Οἱ κάτοχοι τοῦ
τίτλου «πατέρας» δὲν εἶναι ἁπλῶς διδάσκαλοι, εἰδήμονες καὶ μεταδότες γνώσεως. Εἶναι
ταυτόχρονα ποιμένες, πατέρες γεμᾶτοι στοργὴ καὶ ἀγάπη γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους
μὲ γνώμονα πάντα τὴν πίστη καὶ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν ποὺ τοὺς ἔχουν ἐμπιστευτεῖ.
Φροντίζουν γιὰ τὴν σωτηρία ἀκόμα καὶ αὐτῶν τῶν πλανεμένων. Δὲν ἀρνοῦνται τὸν
κόπο καὶ
τὴν κούραση, ἀλλὰ συμμετέχουν ἐκ βάθους ψυχῆς στὶς δυσκολίες, στὶς
θλίψεις καὶ στοὺς κόπους τῶν τέκνων τους. Χαίρονται καὶ λυποῦνται μαζί τους. Τοὺς
παρέχουν ἀσφαλὲς λιμάνι στὶς ἀμφιβολίες τους. Τοὺς προσφέρουν τὸ χέρι στὶς
πτώσεις τους. Οἱ λόγοι τους δὲν ἀποσκοποῦν στὴν προσωπικὴ δικαίωση, ἀλλὰ στὴν
σωτηρία τῶν τέκνων τους. Ἀπορρίπτουν τὸ ἴδιο συμφέρον, τὴν ἰδιοτέλεια, καὶ ἀποσκοποῦν
στὸ συμφέρον τῶν ἄλλων καὶ στὴν ἀνιδιοτέλεια. Δὲν καπηλεύονται τὴν διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας καὶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Δὲν αἰσθάνονται φόβο νὰ τὸν κηρύξουν, οὔτε
κάνουν διακρίσεις μεταξὺ ἰσχυρῶν καὶ ἀδυνάτων, ἀφοῦ ὅλες εἶναι ψυχές, γιὰ τὶς ὁποῖες
ἔχουν τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ κηρύττουν ἀδιαλλείπτως τὴν Μία Ἀλήθεια.
Ἀκολούθως οἱ
πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν συμβιβάζονται μὲ τὸ ψέμα, τὸν Μιθριδατισμό, τὸν
συμβιβασμό. Δὲν φιλοσοφοῦν τὴν Ἀλήθεια. Ζοῦν τὴν Ἀλήθεια τὴν ὁποία διδάσκουν καὶ
μὲ τὸν βίο τους καὶ τὸν λόγο τους ἀποδεικνύουν τὸ ἀληθές, τὸ ἀδιαπραγμάτευτο καὶ
τὸ σωτήριο τῶν δογμάτων καὶ τῆς Πίστεως. Δὲν ἐπιτρέπουν τὴν ὁποιαδήποτε
κακοδοξία, οὔτε μποροῦν νὰ ζοῦν μαζί της. Ὡς καλοὶ πατέρες, διδάσκαλοι καὶ
ποιμένες προστατεύουν τὸ ποίμνιό τους ἀπὸ τὸν μέγιστο κίνδυνο τῆς ὁποιαδήποτε
πλάνης, ἀστοχίας καὶ πτώσης στὰ θέματα τῆς Πίστεως, ἀπὸ ὅπου κι ἂν αὐτὴ
προέρχεται. Ὡς πατέρες ἔχουν συνεχῶς στὸν νοῦ τους, ὅτι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι θὰ
δώσουν πρῶτοι λόγο στὸν Θεὸ γιὰ κάθε χαμένη ψυχή. Ἡ στάση τους αὐτὴ στήριξε καὶ
θὰ στηρίζει τὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως ἐχθροῦ καὶ περιστάσεων, ἀφοῦ
τὸ παράδειγμά τους θὰ ἀπομακρύνει κάθε ἀμφιβολία καὶ κάθε φόβο, θὰ διαλύει τὰ
σύννεφα τῆς ἀπιστίας καὶ θὰ ἐνδυναμώνει τοὺς ἀδύναμους.
Στὴν Ἐκκλησία μας
ὅποιος θέλει νὰ ἀποκαλεῖται πατέρας ἀλλὰ δὲν πληρεῖ –ἢ τουλάχιστον δὲν προσπαθεῖ
νὰ πληρεῖ, παρὰ τὶς ὅποιες σὰν ἄνθρωπος ἀδυναμίες του– τὶς παραπάνω ἐντολὲς καὶ
προϋποθέσεις, δὲν θεωρεῖται πατέρας, ἀλλὰ ψευδοπατέρας·
δὲν θεωρεῖται διδάσκαλος, ἀλλὰ ψευδοδιδάσκαλος·
δὲν θεωρεῖται ποιμένας, ἀλλὰ ψευδοποιμένας.
Σ’ αὐτὴν τὴν
κατηγορία ἀνήκουν καὶ οἱ Οἰκουμενιστές, ὅπως ἔχει ἀποδειχθεῖ σὲ τόσα καὶ τόσα
κείμενα. Οἱ Οἰκουμενιστὲς κάνουν τὰ ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπὸ ὅσα διδάσκει ἡ Ἐκκλησία
μας περὶ τῆς στάσεως καὶ τῶν χαρακτῆρα, ὅσων ἔχουν τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐθύνη νὰ
φέρουν τὸν τίτλο «πατέρας».
Οἱ Οἰκουμενιστές,
ὅμως, ὡς αἱρετικοὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ πράξουν ἀλλιῶς. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
διαστρεβλώνει κάποιος τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ εἶναι παράλληλα ἀληθινὸς
πατέρας. Γι’ αὐτό, ἐκεῖνο ποὺ ἰδιαιτέρως θλίβει τοὺς πιστούς, καὶ συντελεῖ στὸν
εὐτελισμὸ τοῦ τίτλου «πατέρας» –ἐκτὸς λαμπρῶν, λαμπροτάτων ἐξαιρέσεων– εἶναι ἡ
διαπίστωση ὅτι παρόμοια συμπεριφορὰ ἐπιδεικνύουν καὶ οἱ ἀντιοικουμενιστές. Αὐτοὶ
δηλαδὴ ποὺ ὑποτίθεται ὅτι πολεμοῦν τὴν αἵρεση καὶ διαφυλάσσουν τὴν διδασκαλία
ποὺ παρέλαβαν, ἀλλὰ οἱ πράξεις τους ἀποδεικνύουν τὸ ἀντίθετο.
Ὄχι μόνο δὲν
συμμετέχουν στὶς ἀνησυχίες καὶ στὸν αγῶνα τοῦ ποιμνίου, ἀλλὰ τὸ ὁμαδοποιοῦν καὶ
μόλις τολμήσει κάποιος ἀπὸ αὐτὸ νὰ ἐκφράσει τὶς ἀνησυχίες του ἢ ἀκόμα καὶ τὶς ἀντιρρήσεις
του τὸν καταδικάζουν οἱ ἴδιοι ἢ μέσῳ ἄλλων, χωρὶς νὰ ἀναζητοῦν τὸν διάλογο ποὺ
τουλάχιστον νὰ ἀποσκοπεῖ στὴν σωτηρία του, ὅπως ἀκριβῶς πράττουν οἱ Οἰκουμενιστές.
Ὄχι μόνο δὲν ἀφουγκράζονται
τὶς φωνὲς τῶν τέκνων τους, ἀλλὰ μόλις γίνουν πιὸ ἔντονες, δὲν ρωτοῦν τὸ γιατί,
παρὰ τὶς ἀπομονώνουν καὶ τὶς στιγματίζουν μὲ χαρακτηρισμούς, ποὺ μόνο ἕνας
πατέρας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφέρει, ὅπως ἀκριβῶς πράττουν οἱ Οἰκουμενιστές.
Ὄχι μόνο δὲν
διδάσκουν διὰ τοῦ βίου τους, ἀλλὰ συμπαρασύρουν τὸ ποίμνιο στὴν δική τους ὀλέθρια
στάση, ὅπως ἀκριβῶς πράττουν οἱ Οἰκουμενιστές.
Ὄχι μόνο δὲν ζητοῦν
τὸ ἀνιδιοτελὲς καὶ τὸ ἀσύμφερον, ἀλλὰ προβάλλουν πρωτεῖα, ἴδια συμφέροντα καὶ ἀνάγκες,
ὅπως ἀκριβῶς πράττουν οἱ Οἰκουμενιστές.
Ὄχι μόνο δὲν ἀρνοῦνται
τὴν κακοδοξία καὶ τὴ αἵρεση, ἀλλὰ συζοῦν μαζί της καί, ἐνῶ λόγοις τὴν
καταδικάζουν, ἔργοις τὴν ὑποθάλπτουν καὶ τὴν ὑποστηρίζουν, ὅπως ἀκριβῶς
πράττουν οἱ Οἰκουμενιστές.
Ὄχι μόνο δὲν ὁμολογοῦν
μπροστὰ στοὺς δυνατούς, ἀλλὰ διδάσκουν τὴν δειλία καὶ τὸν συμβιβασμό,
διακρίνουν σὲ σπουδαίους καὶ ἀσήμαντους καὶ ἱεραρχοῦν τὸ ποίμνιο τους, ὅπως ἀκριβῶς
πράττουν οἱ Οἰκουμενιστές.
Ὄχι μόνο δὲν ὑπερασπίζονται
τὴν Ἀλήθεια ἀλλὰ τὴν μεταβάλουν κατὰ τὸ δοκοῦν, λέγοντας ἄλλα πρὶν καὶ ἄλλα
μετά, λὲς καὶ ἡ πίστη μας μπορεῖ νὰ μεταβάλλεται κατὰ τὸ δοκοῦν, ὅπως ἀκριβῶς
πράττουν οἱ Οἰκουμενιστές.
Ἡ ἐποχή μας ὀνομάζεται
ἀντι–, μεταπατερικὴ ὄχι μόνο γιατὶ ἡ αἵρεση προωθεῖ αὐτὴν τὴν στάση ἀλλὰ καὶ
γιατὶ οἱ ὀρθόδοξοι εὐτελίζουν τὸν τίτλο καὶ προβάλλουν τὶς τιμές. Ὅσο δὲν ὑπάρχουν
πατέρες ἡ πτώση θὰ εἶναι ἀκάθεκτη.
Ἂς ἐλπίσουμε, ὅτι
οἱ φωνὲς καὶ οἱ ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου θὰ σταματίσουν τὸν εὐτελισμὸ καὶ οἱ
πατέρες θὰ ἀναλάβουν τὶς εὐθῦνες τους.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου