(Τμῆμα ἀπὸ εὐρύτερο κείμενο)
Οἱ
σήμερα ἑορταζόμενοι Ἅγιοι Πατέρες
(ἐκτὸς τῶν ἄλλων) μᾶς διαφωτίζουν γιὰ τὸν χρόνο ἀπωλείας τοῦ χαρίσματος
τῆς ἱερωσύνης τῶν αἱρετικῶν. Οἱ αἱρετικοί -συγκεριμένα ἐδῶ ὁ Διόσκορος-
εἶναι ὑπόδικοι
στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλά, ἀνεξάρτητα
ἀπὸ τὴν ἀνάγκη ἀπομακρύνσεως ἀπ’ αὐτούς (ἀφοῦ ἡ
μετ’ αὐτῶν κοινωνία μολύνει, σύμφωνα
μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων) μέχρι τὴν καθαίρεσή τους ἔχουν τὸ ἱερατικὸ
ἀξίωμα.
Τοῦτο βλέπουμε νὰ ἰσχύει καὶ μὲ τὴ στάση τῶν Πατέρων
καὶ σὲ ἄλλες Συνόδους· π.χ. στὴν περίπτωση τῶν τριῶν Ἐπισκόπων ποὺ ὑπεστήριζαν τὸν Ἄρειο, στὴν περίπτωση τῶν πιστῶν
τῆς Κων/πόλεως ποὺ ἐπαινοῦνται ἀπὸ τὸν
ἅγιο Κύριλλο γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσή τους ἐκ τοῦ Νεστορίου, ἀλλὰ ὁ ἅγιος θεωρεῖ τὸν
Νεστόριο ὡς ἔχοντα τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης, τὸ ὁποῖο ἡ Σύνοδος, μὲ τὸ νὰ τὸν
καθαιρέσει, τοῦ τὸ ἀφαίρεσε.
Παρατηροῦμε, λοιπόν, στὰ Πρακτικὰ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ὅτι ὁ αἱρετικὸς Διόσκορος καὶ Πρόεδρος τῆς Ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449 (ἀντίστοιχος τοῦ
Βαρθολομαίου τοῦ Κολυμπαρίου Κρήτης) ἀρχικὰ περιλαμβάνεται στὸ
κατάλογο τῶν Ἐπισκόπων, καὶ μάλιστα μετὰ τὸν Ἀνατόλιο Κων/πόλεως καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ
ὀνόματα τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων:
«Ἀρχὴ
τῆς συνόδου Χαλκηδόνου
Ὑπατείᾳ τοῦ δεσπότου ἡμῶν Μαρκιανοῦ…, καὶ Ἀνατολίου τοῦ
ὁσιωτάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς μεγαλωνύμου πόλεως Κων/πόλεως Νέας Ρώμης καὶ Διοσκόρου τοῦ θεοφιλεστάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς
μεγαλοπόλεως Ἀλεξανδρείας, καὶ τῶν λοιπῶν ὁσιωτάτων καὶ εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων,
τουτέστιν Μαξίμου Ἀντιοχείας Συρίας, Ἰουβεναλίου Ἱεροσολύμων…».
Συνεχίζεται στὰ Πρακτικὰ ἡ παράθεση τῶν ὀνομάτων ὅλων
τῶν μαγίστρων, ἐπάρχων, ὑπάτων καὶ ἐν τέλει τῶν Ἐπισκόπων (πάνω ἀπὸ 680
περίπου
πρόσωπα). Μόλις τελειώνει ὁ μακρὺς αὐτὸς κατάλογος στὰ πρακτικὰ μὲ τὰ
ὀνόματα, κάθονται στὰ ἀριστέρα οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Ρώμης Λέοντος, ὁ
Κων/πόλεως Ἀνατόλιος, ὁ
Ἀντιοχείας Μάξιμος… καὶ οἱ λοιποὶ τῶν «εὐλαβεστάτων
ἐπισκόπων τῆς τε Ἀνατολικῆς καὶ Ποντικῆς καὶ Ἀσιανῆς καὶ Θρακικῆς…, ἐκ δὲ τοῦ
δεξιοῦ αὐτῶν μέρους καθεσθέντων Διοσκόρου τοῦ εὐλαβεστάτου ἀρχιεπισκόπου
Ἀλεξανδρείας καὶ Ἰουβεναλίου τοῦ εὐλαβεστάτου
ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων…».
Ἀφοῦ
κάθισαν, ὁ
ἀντιπρόσωπος τοῦ Πάπα Λέοντος Πασχασῖνος δηλώνει ὅτι ἔχει ἐντολὴ ἀπὸ τὸν
Πάπα νὰ «ἀποχωρήση ἀπὸ τὴν αἴθουσα, ἂν παρέμενε στὶς θέσεις τῶν
συνοδικῶν κριτῶν ὁ
Διόσκορος:
«Τοῦ ἀποστολικοῦ
ἐπισκόπου τῆς Ρωμαίων πόλεως κεφαλῆς ὑπάρχοντος πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν… προστάξεις
ἔχομεν… ὅπως Διόσκορος μὴ συγκαθεσθῇ τῷ συνεδρίῳ, εἰ δὲ ἐπιχειρήσοι τοῦτο τολμῆσαι,
ἐκβληθείη… εἰ παρίσταται τοίνυν τῇ ὑμετέρᾳ μεγαλειότητι, ἢ ἐκεῖνος ἐξέλθῃ ἢ ἡμεῖς
ἔξιμεν» (T.LG.,
Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451:
Tomëvolumëpart 2,1,1, page 65, line 17).
Οἱ διεξάγοντες τὶς συζητήσεις τῆς Συνόδου ἄρχοντες παρενέβησαν
καὶ τὸ θέμα ἔληξε, ἀφοῦ δέχτηκαν οἱ παπικοὶ ἀντιπρόσωποι «νὰ μετατεθῆ ὁ Διόσκορος στὸ κέντρον τῆς αἰθούσης ὡς μὴ ἔχων
δικαίωμα ψήφου» (Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Α΄, 2015, σελ.
642).
«Οἱ ἐνδοξότατοι
ἄρχοντες καὶ περιφανέστατοι συγκλητικοὶ εἶπον· Ποία γὰρ εἰδικὴ μέμψις ἐπάγεται
Διοσκόρῳ τῷ εὐλαβεστάτῳ ἐπισκόπῳ;». Τὸ κατηγορητήριο διεσάφησε «Εὐσέβιος ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος τῆς Δορυλαέων πόλεως» ὁ
ὁποῖος μεταξὺ ἄλλων εἶπεν: «…ὁ χρηστὸς Διόσκορος
παρ’ οὐδὲν θέμενος τὸν τοῦ δικαίου λόγον καὶ τὸν τοῦ Θεοῦ φόβον, ὁμόδοξος ὢν καὶ
ὁμόφρων Εὐτυχοῦς τοῦ ματαιόφρονος καὶ αἱρετικοῦ… τὴν κακοδοξίαν Εὐτυχοῦς …ἐβεβαίωσεν.
…δεόμεθα καὶ προσπίπτομεν τῷ ἡμετέρῳ κράτει
θεσπίσαι τὸν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον Διόσκορον ἀπολογήσασθαι τοῖς παρ’ ἡμῶν αὐτῶ ἐπαγομένοις…, δι ὧν
δυνάμεθα ἀποδεῖξαι αὐτὸν καὶ ἀλλότριον ὄντα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ αἵρεσιν ἀσεβείας
πεπληρωμένην κρατύναντα καὶ ἀδίκως ἡμᾶς καθελόντα» (T.LG.,
Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451:
Tomëvolumëpart 2,1,1, page 66, line 20).
Βλέπουμε λοιπόν, ἀπὸ πολλὰ σημεῖα τῶν Πρακτικῶν ὅτι τὸν
Διόσκορο, ποὺ ἦταν ἀποδεδειγμένα αἱρετικός, καὶ μάλιστα αἱρεσιάρχης, καὶ κυρίως ἦταν ὁ Πρόεδρος τῆς Ληστρικῆς
Συνόδου, ποὺ εἶχε ἀναγνωρίσει συνοδικὰ τὶς κακοδοξίες, ἡ Σύνοδος τὸν ἀποδέχεται
καὶ τὸν δικάζει ὡς Ἐπίσκοπο μὲ ἔγκυρα μυστήρια.
Στὴ συνέχεια τῆς διαδικασίας, βέβαια, ὡς γνωστὸν ἡ
πλάστιγγα ἔγειρε ἐναντίον τοῦ Διοσκόρου, ἀφοῦ κατεδείχθησαν οἱ πλάνες του καὶ ἡ
ἀνυπακοή-περιφρόνηση τῆς Συνόδου, καὶ ἡ ποινὴ ποὺ προβλεπόταν ἦταν ἡ καθαίρεση.
Ἐπειδὴ ὁ Διόσκορος ἀντελήφθη ὅτι ἐπίκειται ἡ
καθαίρεσή του δὲν προσῆλθε στὴ Σύνοδο.
«Πασχασῖνος ὁ ἐπίσκοπος
εἶπεν· Ἐπειδήπερ οὐχ ὁρῶμεν παρόντα Διόσκορον τὸν Ἀλεξανδρείας ἁγιώτατον ἐπίσκοπον…». (T.LG., Concilia Oecumenica
(ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,2, page
9, line 39).
Ἡ Σύνοδος τὸν καλεῖ τρεῖς φορές, πάντα ἀποκαλώντας
τον ἐπίσκοπο:
«Ἡ Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος τῷ
θεοφιλεστάτῳ ἐπισκόπῳ Ἀλεξανδρέων Διοσκόρῳ…» (T.LG., Concilia Oecumenica
(ACO): Concilium universale
Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,2, page 12, line 31).
Καὶ στὴν 3η
πρόσκληση:
«Ἡ Ἁγιωτάτη καὶ
Οἰκουμενικὴ μεγάλη Σύνοδος τῷ ὁσιωτάτῳ ἐπισκόπῳ Διοσκόρῳ…». (T.LG., Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451 :
Tomëvolumëpart 2,1,2, page 25, line 7).
Ἀφοῦ ὁ Διόσκορος ἐπέλεξε νὰ μὴν προσέλθει, ἡ Σύνοδος τὸν καθαίρεσε καὶ τώρα πλέον, δὲν τὸν ἀποκαλεῖ ἐπίσκοπο, ἀλλ’ ἁπλῶς Διόσκορον!
Ὁ Διόσκορος «αὐτὸς καθ’ ἑαυτοῦ τὴν ψῆφον ἐξήνεγκεν… ὅθεν ὁ ἁιώτατος …Ρώμης Λέων δι’ ἡμῶν καὶ τῆς παρούσης ἁγιωτάτης συνόδου… ἐγύμνωσεν αὐτὸν τῆς τοῦ ἐπισκόπου καὶ πάσης ἱερατικῆς ἠλλοτρίωσεν ἀξίας»
(T.LG., Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale
Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,2, page 29, line 7).
«Ἀνατόλιος ἐπίσκοπος
τῆς βασιλευούσης Κων/πόλεως νέας Ρώμης εἶπεν· …σύμψηφος κἀγὼ γίνομαι ἐπὶ τῇ καθαιρέσει Διοσκόρου τοῦ γενομένου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρέων μεγαλοπόλεως ἑαυτὸν
πάσης ἱερατικῆς λειτουργίας ἀλλότριον ἀποδείξαντος».
(T.LG., Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale
Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,2, page 29, line 21).
Διαβάζουμε στὰ Πρακτικά:
«Καθαίρεσις
πεμφθεῖσα παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου Διοσκόρῳ.
Ἡ ἁγία καὶ
μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος ἡ χάριτι Θεοῦ κατὰ θέσπισμα τῶν εὐσεβεστάτων καὶ
θεοφιλεστάτων βασιλέων ἡμῶν συναχθεῖσα ἐν τῇ Χαλκηδονέων πόλι τῆς Βιθυνίας ἐν τῷ
μαρτυρίῳ τῆς ἁγιωτάτης καὶ καλλινίκου μάρτυρος Εὐφημίας Διοσκόρῳ.
Γίνωσκε σαυτὸν
διὰ τὴν κατὰ τῶν θείων κανόνων ὑπεροψίαν καὶ διὰ τὴν ἀπείθειάν σου τὴν περὶ τὴν
ἁγίαν ταύτην καὶ οἰκουμενικὴν σύνοδον …καὶ τοῖς ἄλλοις σου πλημμελήμασιν… Ὀκτωβρίου
μηνὸς τοῦ ἐνεστῶτος τρισκαιδεκάτῃ (σ.σ.: δηλ. τὴν 13η Ὀκτωβρίου τοῦ 451
μ.Χ.) παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου καθαιρεῖσθαι
τῆς ἐπισκοπῆς καὶ παντὸς ἐκκλησιαστικοῦ θεσμοῦ ὑπάρχειν ἀλλότριον»
(T.LG., Concilia Oecumenica (ACO): Concilium
universale Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,2, page 41, line 33, σελ.
229-230).
Ἀμέσως παρακάτω διαβάζουμε καὶ τὰ ἑξῆς:
«Τοῖς κληρικοῖς
Ἀλεξανδρείας περὶ τῆς καθαιρέσεως Διοσκόρου. Ἡ ἁγία καὶ μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ
σύνοδος ἡ χάριτι Θεοῦ κατὰ θέσπισμα… Γινωσκέτω ὑμῶν ἡ εὐλάβεια Διόσκορον τὸν
γενόμενον ὑμῶν ἐπίσκοπον… κατὰ τὴν χθὲς ἡμέραν, ἤτοι τοῦ ἐνεστῶτος μηνὸς Ὀκτωβρίου τρισκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ σαββάτου,
παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου κατὰ τὸ δοκοῦν τῇ ἐκκλησιαστικῇ
καταστάσει καθαιρεῖσθαι
τῆς ἐπισκοπῆς καὶ παντὸς ἐκκλησιαστικοῦ βαθμοῦ γενέσθαι ἀλλότριον»
(T.LG., Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,2,
page 42, line 4,
σελ. 230).
Αὐτὸ φαίνεται καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν Πρακτικῶν· ὅταν
κάποιοι Ἀρχιμανδρῖτες παρουσιάστηκαν
στὴν Σύνοδο γιὰ νὰ παρακαλέσουν ὑπὲρ τοῦ
Διοσκόρου καὶ εἶπαν μεταξὺ ἄλλων: «…δεόμεθα τῆς ἁγιωσύνης ἡμῶν πάντα ἀκολούθως
προβῆναι καὶ παρεῖναι κατὰ τὸ συνέδριον τοῦτο τὸν ἁγιώτατον
ἀρχιεπίσκοπον Διόσκορον…», μόλις ἄρχισαν
νὰ λένε αὐτά, τοὺς διέκοψαν οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Συνόδου:
«…οἱ εὐλαβέστατοι
ἐπίσκοποι ἐβόησαν· Ἀνάθεμα Διοσκόρῳ.
Διόσκορον ὁ Χριστὸς καθεῖλεν. Τούτους ἔξω βάλε. ἆρον ὕβριν τῆς συνόδου… Τῶν
δεήσεων τούτων οὐκ ἔστι τῆς συνόδου ἀκοῦσαι. Τὸν καθαιρεθέντα παρὰ πάσης ὁμοῦ τῆς συνόδου ἐπίσκοπον ἐτόλμησαν
ὀνομάσαι· οἱ κανόνες διὰ
τί πατοῦνται;» (T.LG., Concilia Oecumenica (ACO):Concilium universale Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,2,
page 117, line 9,
σελ. 300).
«Πρόθεμα κατὰ
Διοσκόρου
Ἡ ἁγία καὶ
μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος ἡ χάριτι Θεοῦ κατὰ θέσπισμα τῶν εὐσεβεστάτων καὶ
θεοφιλεστάτων… Ἦλθεν εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην σύνοδον ὡς μετὰ τὴν ἐκ τῶν θείων
κανόνων τῆς ἱερωσύνης ἀφαίρεσιν Διόσκορος ὁ γενόμενος τῆς Ἀλεξανδρείας
μεγαλοπόλεως ἐπίσκοπος ἐπιχειρήσας
διαθρυλεῖν αὖθις ἀπολαβεῖν τὴν ἱερωσύνην, ἣν πρότερον ἔχων οὐκ εἰς θεραπείαν τοῦ
δεδωκότος Χριστοῦ, ἀλλ’ εἰς ἀδικίαν καὶ λύμην τῶν θείων κανόνων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς
τάξεως ταύτῃ ἀπεχρήσατο. ἵνα τοίνυν ἅπαντες οἱ τῆς εὐαγοῦς πίστεως τρόφιμοι ἀναμφίβολον ἔχητε τὴν ἔνδικον ἐπ’
αὐτῷ παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου τῆς καθαιρέσεως ψῆφον, τόδε τὸ
γράμμα ἐδικαιώσαμεν προτεθῆναι διασημαίνοντες ὡς ὁ παρὰ τοῦ δεσπότου Θεοῦ καὶ
παρὰ τοσαύτης πληθύος ἐπισκόπων δι’ ὧν ἀσύγγνωστα δέδρακεν, τῆς κατὰ τὴν ἱερωσύνην χάριτος ἀφαιρεθεὶς οὐδεμίαν τὸ
σύνολον ἔχει ἀποκαταστάσεως ἐλπίδα ὡς μετὰ τῆς αὐτοῦ ἀποβολῆς παυσαμένων καὶ τῶν
σκανδάλων. Πεπλήρωται ἡ β΄ πρᾶξις τῶν ἐν Χαλκηδόνι συνελθόντων ἁγίων καὶ
μακαρίων πατέρων» (T.LG., Concilia Oecumenica (ACO): Concilium
universale Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,2, page 42, line 20, σελ.
230).
Ἐκ τούτων καθίσταται φανερὸ ὅτι καθαίρεση ἀπὸ τὴν Σύνοδο σημαίνει
ἀφαίρεση τῆς ἱερωσύνης.
Ἄρα δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι ἐπίσκοπος καὶ νὰ τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια ὁ Διόσκορος πρὶν
τὴν καθαίρεσή του. Ἀπὸ τὴν συγκεκριμένη ἡμέρα, ὅμως, τῆς καθαιρέσεώς του,
καθότι ἡ Ἐκκλησία ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης τοῦ τὸ ἀφαίρεσε, δὲν
καλεῖται ὁ Διόσκορος ἐπίσκοπος. Πρέπει βέβαια νὰ ἐπαναληφθῆ πώς, τὸ ὅτι δὲν εἶχε
καθαιρεθεῖ, δὲν σήμαινε ὅτι δὲν ἦταν αἱρετικός, ὅτι δὲν μόλυνε τοὺς πιστοὺς μὲ
τὴν διδασκαλία του. Καὶ αἱρετικὸς ἦταν καὶ τὸν μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως μετέδιδε «ὡς πανοῦκλαν» (κατὰ τὸν ἅγιον Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη) καὶ διὰ τοῦτο ὄφειλαν
οἱ πιστοὶ νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὡς «ἀπὸ ὄφεως», ὅπως ὀφείλουν
καὶ σήμερα, ἀπὸ τοὺς συγχρόνους αἱρετικοὺς νὰ ἀπομακρύνονται, διότι εἴτε εἶναι καταδικασμένος
ὁ αἱρετικός, εἴτε δὲν εἶναι καταδικασμένος, ἡ ζημιὰ ποὺ προκαλεῖ στοὺς πιστοὺς
καὶ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα, εἶναι μεγάλη.
Σημάτης Παναγιώτης