Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

Περί τῆς λιτανεὐσεως ἢ μή τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος.


Ἐγκύκλιος : Περί τῆς λιτανεὐσεως ἢ μή τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἐπειδή κατετέθη εἰς τό Γραφεῖον μας ἐρώτησις σχετικῶς μέ τό ἐάν πρέπει ἢ ὂχι νά λιτανεύεται ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος , ὁ θεολογικός σύμβουλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μάνης καθηγητής τῆς Λειτουργικῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Γ. Φίλιας, στόν ὁποῖο θέσαμε τό παραπάνω ἐρώτημα, ἒδωκε τήν παρακάτω ἀπάντησιν, τήν ὁποίαν καί προσυπογράφουμε.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
Ο ΜΑΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Γ'
Η ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
§1 Ἡ ἀπεικόνισις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἀπότοκος τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ καταγράφει τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν τριῶν Προσώπων. Εἶναι γνωστὸν ὅτι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Εἰκονολογίαν ἐπιτρεπτὴ εἶναι ἡ ἀπεικόνισις μόνον ὅσων εἴδαμεν καὶ συνέβησαν ἱστορικῶς, τῶν προφητικῶν ὁράσεων καὶ συμβόλων τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων.

Εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἡ ἀπεικόνισις τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀπαγορευμένες, ἐπειδὴ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀπαγορεύει σὲ πολλὰ ἐδάφια τὶς ἀπεικονίσεις τῆς ἀόρατης Θεότητας1. Σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἡ Ἐνσάρκωσις τοῦ Λόγου δίδει τὴν δυνατότητα ἀπεικονίσεως μόνον τοῦ Υἱοῦ, καὶ μόνον κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν Του. Μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου, κατὰ τὴν τελευταίαν βυζαντινὴν περίοδον καὶ ἑξῆς, ἤρχισε νὰ ὑποστηρίζεται ἡ ἄποψις ὅτι καὶ ὁ ἄναρχος Πατὴρ πρέπει νὰ ζωγραφίζεται καθὼς ἐφάνη εἰς τὸν προφήτην Δανιὴλ ὡς «Παλαιὸς τῶν Ἡμερῶν».
Ἡ ἀπεικόνισις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς περιστεριοῦ ἐπιτρέπεται μόνον εἰς τὴν εἰκόνα τῶν Θεοφανείων, ὅπου τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐμφανίστηκε «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Ἐπιτρέπεται, ἐπίσης, ἡ ἀπεικόνισις τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν Πεντηκοστήν, ὅταν «διεμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός» ἦλθον καὶ ἐστάθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς τῶν Ἀποστόλων (Πράξεις 2, 3).
§2 Εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὑπάρχουν δύο ἀπεικονίσεις τοῦ συνόλου τῆς Ἁγίας Τριάδος: ἡ πρώτη εἶναι ἡ παράστασις τῶν τριῶν Ἀγγέλων καὶ φέρει τὴν ἐπιγραφὴν «Ἡ Ἁγία Τριάς» ἤ «Ἡ φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ». Ἡ ἀπεικόνισις αὐτὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ παραδοσιακὴ καὶ γενικῶς ἡ πλέον ἀποδεκτή.
Ἡ δευτέρα ἀπεικόνισις εἶναι ἡ παράστασις τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλαδὴ τοῦ Πατρὸς ὡς γέροντος μὲ λευκὰ μαλλιὰ καὶ γένια, τοῦ Υἱοῦ ποὺ εἰκονίζεται καθισμένος εἰς τὰ δεξιά Του καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴ μορφὴν περιστερᾶς νὰ ἵπταται ἀνάμεσά τους. Ὁ τύπος αὐτὸς τῆς ἀπεικονίσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος μαρτυρεῖται (ὅπως προανεφέρθη) εἰς τοὺς ἔσχατους βυζαντινοὺς καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τοὺς μεταβυζαντινοὺς χρόνους ἐξαιτίας δυτικῆς ἐπιδράσεως.
Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη ἀπεικόνισις, εἰς τὴν ὁποίαν παρουσιάζεται ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάς, χωρὶς ὡστόσο τὸ ἀντικείμενον τῆς εἰκόνος νὰ ἀναφέρεται εἰς Αὐτήν. Εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου, ποὺ ἴσως νὰ εἶναι καὶ ἡ πλέον ἀντιπροσωπευτικὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος.
§3 Νὰ ἐπιμείνομεν εἰδικότερον περὶ τῆς ἀπεικονίσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος μέσῳ τοῦ γεγονότος τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ.
Διὰ τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ρητὲς μαρτυρίες τῆς Καινῆς Διαθήκης, μαρτυροῦνται καὶ ὑπαινιγμοὶ εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ἡ εμφάνισις τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν Ἀβραὰμ ὑπὸ τὴν μορφὴν τριῶν ἀνδρῶν.
Εἰς τὴν Γένεσιν (18,1) ἀναφέρεται ὅτι ἐνῶ ὁ Ἀβραὰμ ἐκάθητο πλησίον τῆς δρυὸς τοῦ Μαμβρῆ, ὅπου εἶχε κατασκηνώσει, τὸν ἐπεσκέφθηκαν τρεῖς ἄγνωστοι ἄνδρες. Ὁ Ἀβραὰμ τοὺς ὑπεδέχθη μὲ ἐγκαρδιότητα καὶ ἀγάπη, ἐν συνεχείᾳ δὲ τοὺς παρέθεσε πλούσιον γεῦμα. Κατὰ τὴν συζήτησιν οἱ ἄγνωστοι ἐπισκέπται ἀνήγγειλαν εἰς τὸν Ἀβραὰμ ὅτι ἡ γυναίκα του, Σάρρα, θὰ ἀποκτήσει συντόμως παιδί, ὅπως καὶ ἔγινε.


Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ βιβλικὸν αὐτὸ γεγονὸς εἶδον μίαν προτύπωσιν τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖον ἀπεκαλύφθη πλήρως εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην. Ἐπειδὴ- εἰς τὴν συνέχειαν τῆς βιβλικῆς διηγήσεως- οἱ δύο ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἄνδρας ἐμφανίζονται ὡς Ἄγγελοι, ἐπεκράτησε νὰ εἰκονίζονται καὶ οἱ τρεῖς μὲ τὴν ἀγγελικὴν μορφήν. Παρόμοια εἰκόνα ὑπῆρχε καὶ ἐτιμᾶτο εἰς τοὺς ἀρχαίους καιροὺς εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἔγινε ἡ φιλοξενία τοῦ Ἀβραὰμ κατὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας. 

Ἡ ὑπεροχὴ τοῦ μέσου Ἀγγέλου ἐπεκράτησε εἰς πολλὰς εἰκόνας τῆς φιλοξενίας. Αὐτὸ ὀφείλεται εἰς τὴν ἑρμηνείαν, τὴν ὁποίαν ἔδωσαν ὁρισμένοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός) εἰς τὸ γεγονός.
Οἱ Πατέρες εἶδαν (εἰς τὸ γεγονὸς τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ) τὴν ἐμφάνισιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ συνοδευομένου ὑπὸ δύο Ἀγγέλων, ἐνῶ ἄλλοι Πατέρες (Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας, Ἀμβρόσιος ὁ Μεδιολάνων) ἑρμήνευσαν τὴν ἐπίσκεψιν τῶν τριῶν ἀνδρῶν ὡς προτύπωσιν ὁλοκλήρου τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Εἶναι ἄξιον παρατηρήσεως, ὅτι ὁ μέσος Ἄγγελος ὄχι μόνον ὑπερέχει εἰς μέγεθος τῶν δύο ἄλλων, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ μόνος ποὺ κρατᾶ εἰλητάριον. Αὐτὸ ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸν στοιχεῖον τῆς εἰκονογραφίας τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους· διὰ τοῦτο καὶ ὑπεστηρίχθη ὅτι, ἐπειδὴ μάλιστα ἔχει καὶ ἔνσταυρον φωτοστέφανον, συμβολίζει τὸν Χριστὸν ἤ κατ᾿ ἄλλους τὸν Θεὸν Πατέρα.
Εἰς τὴν δευτέραν περίπτωσιν (κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Ἄγγελοι εἰκονίζονται ὡς ἰσοκέφαλοι, χωρὶς δηλαδὴ διάκρισιν μεγέθους καὶ ἄλλων χαρακτηριστικῶν), ἡ εἰκόνα θέλει νὰ δηλώσει τὴν ἰσοτιμίαν τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
 Ἡ πατερικὴ ἑρμηνεία τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραὰμ ὡς συμβολισμοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπηρέασε καὶ τὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι, ἕνα τροπάριον τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου παρουσιάζει ὡραιότατα τὸν συμβολισμόν: «Μέτοικος ὑπάρχων ὁ Ἀβραάμ, κατηξιώθη τυπικῶς ὑποδέξασθαι, ἑνικὸν μὲν Κύριον ἐν τρισὶν ὑποστάσεσιν, ὑπερούσιον, ἀνδρικαῖς δέ μορφώσεσιν» (Κανὼν Μεσονυκτικοῦ, ᾠδὴ στ´).
§4 Ἄς ἐπιμείνομεν περισσότερον εἰς τὴν θεολογικὴν ἑρμηνείαν τοῦ γεγονότος τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραὰμ ὡς ἀπεικονίσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ποῖα τὰ σημάδια ὅτι οἱ τρεῖς ξένοι εἶναι ὁ Θεός; Ὁ Ἀβραὰμ τρέχει καὶ τοὺς προσκυνᾶ ὡς τὸ ἔδαφος. Προσκύνησις καὶ μάλιστα ἐδαφιέα, οἱ Ἑβραῖοι ἐπεφύλασσαν μόνον εἰς τὸν Θεόν. Ἄς θυμηθοῦμε τοὺς τρεῖς παίδας ἐν καμίνῳ, οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν διότι δὲν προσεκύνησαν τὸν Ναβουχοδονόσωρα καὶ τὴν εἰκόνα του. Συνεπῶς, ἡ ἐδαφιέα προσκύνησις μαρτυρεῖ ὅτι τὸ πρόσωπον ποὺ προσκυνεῖται εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Ἀβραὰμ ἀποκαλεῖ τὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς τρεῖς ὡς «Κύριο». Εἰς τὴν Π. Διαθήκην, «Κύριος» εἶναι μόνον ὁ Γιαχβέ, ὁ Θεός. Συνεπῶς, ὁ Ἀβραὰμ ἔχει θεοφάνειαν καὶ ἀναγνωρίζει εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἑνὸς Ἀγγέλου τὸν Θεόν.
Τὸ δεύτερον ἐρώτημα, τὸ ὁποῖον προκύπτει ἀπὸ τὴν διήγησιν εἶναι τὸ ἀκόλουθον: οἱ τρεῖς αὐτοὶ ἄνδρες εἶναι τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος; Σαφῶς καὶ ὄχι. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι μόνον ὁ ἕνας (ὁ μεσαῖος ἄνδρας). Γιατὶ αὐτὸν ἀπεκάλεσεν ὡς «Κύριον» ὁ Ἀβραάμ. Εἰς τὸ κείμενον ὑπάρχουν τρεῖς ἄνδρες, ὁ Ἀβραὰμ ὅμως ἀπευθύνεται μόνον πρὸς τὸν ἕνα καὶ τὸν ἀποκαλεῖ ὡς «Κύριον». Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἄνδρες; Ὅπως θὰ ἀποκαλυφθεῖ εἰς τὸ κείμενον ἀπὸ τὴν διήγησιν τῶν Σοδόμων καὶ τῶν Γομόρων (τὸ ὁποῖον ἀκολουθεῖ μετὰ τὴν διήγησιν περὶ τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ), οἱ δύο ἀπὸ τοὺς τρεῖς εἶναι Ἄγγελοι. Ὁ τρίτος εἶναι ὁ ἄσαρκος Λόγος, τὸ δεύτερον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος. Διότι, οἱ προφῆται καὶ οἱ θεούμενοι (εἰς τὴν Π. Διαθήκην), καθὼς καὶ οἱ Ἀπόστολοι εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, βλέπουν μόνον τὸν Λόγον· ἄσαρκον εἰς τὴν Παλαιὰν καὶ σαρκωμένον εἰς τὴν Καινήν. Ὁ «μελέκ-Γιαχβέ» («Ἄγγελος Κυρίου»), ὁ «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος» εἰς τὴν Π. Διαθήκην, εἶναι ὁ ἄσαρκος Λόγος.
Ἔτσι, ὁ θεόπτης Μωυσῆς, μέσα εἰς τὴν φλεγομένην καὶ μὴ καιομένην βάτον, συνομιλεῖ μὲ τὸν «μελέκ-Γιαχβέ», τὸν ἄσαρκον Λόγον, τὸν Υἱὸν τοῦ Πατρός. Ἔτσι καὶ ὁ Ἀβραὰμ βλέπει καὶ προσκυνεῖ τὸν ἄσαρκον Λόγον, τὸν Υἱὸν τοῦ Πατρός. Ὅμως, ὅπως γνωρίζομεν ἀποκαλυπτικῶς πλέον ἀπὸ τὴν Καινὴν Διαθήκην, μέσα εἰς τὸν Υἱὸν εὑρίσκεται καὶ ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὅταν ὁ Φίλιππος λέγει εἰς τὸν Χριστόν: «Δεῖξε μας τὸν Πατέρα», ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾶ: «Τόσον καιρὸ εὑρίσκεσαι μαζί μου Φίλιππε καὶ δὲν βλέπεις τὸν Πατέρα; Ὁ ἐμὲ ἑωρακώς, ἑώρακε καὶ τὸν Πατέρα» (Ἰω. ιδ´: 8-9). «Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί εστι» (Ἰω. ιδ´: 10). Δηλαδή, λέγει ὁ Χριστὸς: «Αὐτὸς ποὺ βλέπει ἐμένα, βλέπει καὶ τὸν Πατέρα. Γιατὶ ἐγὼ εὑρίσκομαι μέσα εἰς τὸν Πατέρα καὶ ὁ Πατέρας μέσα σὲ ἐμένα». Καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος γράφει πρὸς τοὺς Κολασσαεῖς: «Μέσα στον Χριστὸ κατοικεῖ ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (β´: 9). Δηλαδή, μέσα εἰς τὸν Χριστὸν κατοικεῖ ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάς. Ἔτσι, οἱ θεούμενοι καὶ οἱ προφῆται τῆς Π. Διαθήκης ἔβλεπαν τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μέσα εἰς τὸν ἄσαρκον Λόγον. Βλέποντας τὸν ἄσαρκον Λόγον, ἀντιλαμβάνονταν καὶ τὴν ὕπαρξιν τῶν ἄλλων δύο Προσώπων. Ἔτσι καὶ ὁ Ἀβραάμ, ἀξιώθηκε νὰ φιλοξενήσῃ τὴν Ἁγίαν Τριάδα εἰς τὸ Πρόσωπον τοῦ ἄσαρκου Λόγου.
 §5 Εἰς τὴν εἰκόνα τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου παρουσιάζεται ὁλόκληρος ἡ Ἁγία Τριάς, χωρὶς ὡστόσο τὸ ἀντικείμενον τῆς εἰκόνος νὰ ἀναφέρεται εἰς Αὐτήν.
Εἰς τὸ ἄνω τμῆμα τῆς εἰκόνος ὑπάρχει ἕνα ἡμικύκλιον, τὸ ὁποῖον συμβολίζει τὸ ἄνοιγμα τῶν οὐρανῶν. Ἀπὸ αὐτὸ ἐξέρχονται ἀκτίνες καὶ κατεβαίνει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Χριστοῦ «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Οἱ οὐρανοὶ εἶναι ὁ τόπος τοῦ Θεοῦ-Πατέρα, ὁ ὁποῖος εἰς ὁρισμένας εἰκόνας τῆς Βαπτίσεως (ὅπως π.χ. εἰς τὴν Βάπτισιν τῆς Μονῆς τοῦ Δαφνίου καὶ τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ εἰς τὴν Φωκίδα) σημαίνεται μὲ ἕνα χέρι ποὺ εὐλογεῖ. Ἡ φανέρωσις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι τὸ σημαντικότερο σὲ σημασία στοιχεῖο εἰς τὴν εἰκόνα τῆς Βαπτίσεως.
 Ἡ εἰκόνα τῆς Βαπτίσεως ἀποτελεῖ μίαν ὀρθὴν ἀπεικόνισιν τῆς Ἁγίας Τριάδος (ἄν καὶ ὄχι τὴν πλέον ἐνδεδειγμένην), διότι εἰς τὴν εἰκόνα ἀπεικονίζεται ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μὲ τὴ μορφὴν περιστερᾶς καὶ ὁ Πατέρας εἰς τὸν οὐρανόν, εἴτε εὐλογῶν διὰ τῆς χειρός, εἴτε ὄχι. Ἄλλωστε, ἡ μορφὴ τοῦ Πατρὸς δὲν μαρτυρεῖται εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν, παρὰ μόνον ἡ παράστασις τοῦ Θεοῦ Πατέρα ὡς «Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν», εἰς τὸ προφητικὸν βιβλίον τοῦ Δανιήλ (7,9).
§6 Ὁ δεύτερος τύπος τῆς εἰκόνος εἶναι ἡ παράστασις τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλαδὴ τοῦ Πατρὸς ὡς γέροντος, τοῦ Υἱοῦ ποὺ εἰκονίζεται ἀπὸ τὰ δεξιά Του καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν μορφὴν περιστερᾶς. Ὁ τύπος αὐτὸς τῆς ἀπεικονίσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀναφέρεται (ὅπως προαναφέρθηκε) εἰς τοὺς ἐσχάτους βυζαντινοὺς καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τοὺς μεταβυζαντινοὺς χρόνους ἐξαιτίας δυτικῆς ἐπιδράσεως.
 Εἰς τὴν βυζαντινὴν ἁγιογραφίαν ὁ Πατὴρ δὲν εἰκονίζεται, ἀλλ᾿ ἀντιπροσωπεύεται κατὰ κανόνα ἀπὸ τὸν Υἱὸν γιὰ δύο λόγους: πρῶτον, διότι ὁ Πατὴρ δὲν σαρκώθηκε, ὅπως ὁ Υἱὸς μὲ τὴν Ἐνανθρώπησίν Του καὶ συνεπῶς οὐδεὶς ἔχει δεῖ τὸν Θεὸν Πατέρα. Δεύτερον, διότι ἕκαστον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ὁλόκληρος ὁ Θεός. Ἐξαίρεσιν ἀπὸ τὸν κανόνα αὐτὸν ἀποτελεῖ (ὅπως προανεφέρθη) ἡ παράστασις τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ὡς «Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν (Δανιήλ, ζ´: 9).
§7 Εἰς τὸν ναὸν τῆς Παναγίας Κουμπελίδικης εἰς τὴν Καστο-ριά (περίπου 1260-1280) ὑπάρχει μία πολὺ ἐνδιαφέρουσα καὶ σπάνια ἀπεικόνισις τῆς Ἁγίας Τριάδoς. Ἡ ἀπεικόνισις αὐτὴ καταλαμβάνει τὸν θόλον τοῦ ἐσωνάρθηκος τοῦ ναοῦ καὶ ὁ εἰκονογραφικός της τύπος εἶναι αὐτός «τῆς Πατρότητος». Ὁ Θεὸς Πατέρας, ὁλόσωμος, μὲ τὴν μορφὴν τοῦ «Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν», κάθεται ἐπὶ ἑνὸς οὐρανίου τόξου κρατώντας εἰς τὴν ἀγκαλιάν του ἕνα γενειοφόρον Χριστὸν εἰς ὥριμον ἡλικίαν. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μὲ τὴν μορφὴν περιστερᾶς ἔχει τοποθετηθεῖ εἰς τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ μέσα σὲ ἕνα «μετάλλιο» φωτός. Ὁ Θεὸς Πατέρας φέρει φωτοστέφανον σὲ σχῆμα σταυροῦ.
Αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἀπεικονίσεως, ὅπου τὰ τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀναπαριστῶνται σὲ κάθετον ἄξονα, εἶναι σπάνιον εἰς τὴν Δυτικὴν καὶ Ἀνατολικὴν χριστιανικὴν τέχνην πρὶν ἀπὸ τὸν 13ο αἰώνα.
§8 Σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ «Πηδαλίου» (σσ. 320-321), «καὶ ὁ ἄναρχος Πατὴρ πρέπει νὰ ζωγραφίζεται καθὼς ἐφάνη εἰς τὸν προφήτην Δανιὴλ ὡς παλαιός ἡμερῶν» καὶ «τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πρέπει νὰ ζωγραφίζεται ἐν εἴδει περιστερᾶς».
Συμπερασματικῶς
1. Εἰς τὴν ὀρθόδοξον ἁγιογραφίαν ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ. Ἡ ἁγιογραφία δὲν εἶναι ζωγραφική, ἀλλὰ εἶναι θεολογία. Ὁ ἁγιογράφος θεολογεῖ μέσα ἀπὸ τὴν εἰκόνα.
Ἡ ἀπεικόνισις τῆς Ἁγίας Τριάδος διὰ τοῦ γέροντος Πατρός, τοῦ νεώτερου Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡσεὶ περιστερᾶς εἶναι εἰκόνα ξένη πρὸς τὴν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων, μεταφερθεῖσα εἰς τὸν ὀρθόδοξον χῶρον ἀπὸ τὴν Δύσιν, μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντι-νουπόλεως καὶ ἐμπερικλείει σοβαρὲς ἀνακολουθίες θεολογίας καὶ πίστεως.
Πρῶτον λάθος, ὅτι τὰ πρόσωπα δὲν εἶναι ὅμοια, ἐφόσον οἱ δύο εἶναι ἄνθρωποι καὶ τὸ τρίτον εἶναι πτηνόν. Ἑπομένως, δὲν ὑπάρχει ὁμοουσιότητα εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα. Ἄλλο λάθος εἶναι ὅτι ὁ Πατὴρ εἰκονίζεται μὲ ἄσπρα μαλλιὰ καὶ ὁ Υἱὸς μὲ μαῦρα. Συνεπῶς, ὁ ἕνας εἶναι γεροντότερος καὶ ὁ ἄλλος νεώτερος. Τοῦτο σημαίνει ὅτι τοποθετοῦμε κτιστὸν χρόνον εἰς τὴν ἄκτιστον Ἁγίαν Τριάδα (ὅπως ἔπραξεν ὁ Ἄρειος καὶ διακηρύσσουν οἱ νεο-Ἀρειανοὶ Μάρτυρες τοῦ Ἱεχωβᾶ). Ἄλλο λάθος εἶναι ὅτι εἰκονίζονται ὁ Πατέρας καὶ τὸ Πνεῦμα μὲ σάρκα. Ἐμεῖς γνωρίζομεν, ὅμως, ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅτι μόνον ὁ Υἱὸς σαρκώθηκε. Ἐὰν ἐσαρκοῦντο καὶ τὰ ἄλλα δύο Πρόσωπα, τότε θὰ εἴχομεν πρόβλημα εἰς τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, δηλαδὴ εἰς τὰ προσωπικὰ γνωρίσματα τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱὸν καὶ ἐκπορεύει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐὰν σαρκώνονται, δηλαδὴ γεννῶνται καὶ τὰ ἄλλα δύο Πρόσωπα, τότε ἔχομεν σύγχυσιν Προσώπων μέσα εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα, μὲ πολυθεϊστικὲς προεκτάσεις.
Ἀλλά, ἐπίσης, ἡ ἀπεικόνισις αὐτὴ ἀποτελεῖ συγκεκαλυμμένην εἰδωλολατρίαν, καθὼς μέσα ἀπὸ ὀρθολογιστικὲς διαδικασίες περιθέτει σωματικὰ σχήματα εἰς τὴν θεότητα. Ἡ ἀποτύπωσις τῶν ἐνδοτριαδικῶν σχέσεων εὐνοεῖ τὴν παπικὴν ἀντίληψιν περὶ τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδὴ ἐκπορευομένου ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱόν (ἡ γνωστὴ πλάνη του filioque).
2. Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀσχολήθηκε, ὡς γνωστόν, ἀποκλειστικῶς μὲ τὸ θέμα τῶν εἰκόνων. Τὸ θέμα τῆς ἀπεικονίσεως τοῦ Θεοῦ Πατέρα ὡς «Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν» ὑπῆρξε ἀντικείμενον ἐξετάσεως κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐκεῖ οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου ἐρωτοῦν: «Διὰ τὶ τὸν πατέρα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ οὐχ ἱστοροῦμεν καὶ ζωγραφοῦμεν;»· διὰ νὰ δώσουν ἀμέσως τὴν ἀπάντησιν: «Ἐπειδὴ οὐκ οἴδαμεν τὶς εστιν (…) καὶ εἰ ἐθεασάμεθα καὶ ἐγνωρίσαμεν καθὼς τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ, κακεῖνον ἄν εἴχομεν ἱστορῆσαι καὶ ζωγραφῆσαι».
Ἐπίσης, διὰ τὴν ἀπεικόνισιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος ἀναφέρει: «… καίτοι τῶν εὐαγγελικῶν οὐδαμῶς παραδεδοκότων γραμμάτων, ὅτι γέγονε περιστερὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλ᾽ ὅτι ἐν εἴδει περιστερᾶς ὤφθη ποτέ».
Πρέπει νὰ σημειωθοῦν ἐδῶ δύο στάσεις συμπληρωματικὲς τῶν ἀνωτέρω κειμένων τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, δύο ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ἁγίου Μακαρίου Καλογερᾶ ἐκ Πάτμου καὶ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου. Ὁ πρῶτος, ἐπικρίνοντας τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ἐρωτᾶ: «Εἶναι χριστιανοὶ αὐτοί, ποὺ ἀντίθετα πρὸς τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἀναπαριστάνουν τὸν ἀόρατον Πατέρα;». Ἀπὸ τὴν πλευράν του, ὁ ἅγιος Νικόδημος παρατηρεῖ: «Συμπεραίνεται ὅτι ὁ ἄναρχος Πατὴρ πρέπει νὰ ζωγραφίζεται καθὼς ἐφάνη εἰς τὸν προφήτην Δανιὴλ ὡς παλαιὸς τῶν ἡμερῶν. Εἰ δὲ καὶ Πάπας Γρηγόριος ἐν τῇ πρὸς τὸν Ἴσαυρον Λέοντα ἐπιστολὴν λέγει, ὅτι δὲν ἱστοροῦμεν τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τοῦτο λέγει ἁπλῶς, ἀλλ’ ὅτι δὲν ἐζωγραφοῦμεν αὐτὸν κατὰ τὴν θείαν φύσιν» (Πηδάλιον, σελ. 320).
Ἀλλὰ τὸ θέμα τῆς ἀπεικονίσεως  τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχει λήξει τελεσιδίκως εἰς τὴν Μεγάλην Σύνοδον τῆς Μόσχας τὸ 1666, τῆς ὁποίας τὸ κεφάλαιον 43 εἶναι ἀφιερωμένον εἰς τὸ θέμα τῆς ἀπεικονίσεως τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Αὐτὸ τὸ κεφάλαιον ἔχει τὸν τίτλον: «Περὶ τῶν εἰκονογράφων καὶ τοῦ Σαβαώθ».
Εἰς τὰς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου περὶ τοῦ συγκεκριμένου θέματος ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς:
«Ἐντελλόμεθα νὰ μὴν ζωγραφίζεται στὸ ἑξῆς ἡ εἰκόνα τοῦ Κυρίου Σαβαὼθ σύμφωνα μὲ μὴ λογοκριμένες ὁράσεις καὶ ἀνάρμοστες, διότι οὐδεὶς ἔχει δεῖ τὸν Κύριο Σαβαώθ (δηλαδὴ τὸν Θεὸ Πατέρα) μὲ σάρκα. Μόνος ὁ Χριστὸς ἔχει εἰκονιστεῖ, ὅπως τὸν εἶδαν σαρκωμένο, δηλαδὴ ἀναπαριστανόμενο μὲ τὸ σῶμα Του καὶ ὄχι κατὰ τὴν θεότητά Του… Εἶναι ἐντελῶς παράλογο νὰ εἰκονογραφοῦν τὸν Κύριο Σαβαώθ (δηλαδὴ τὸν Πατέρα), μὲ ἄσπρα γένια, μὲ τὸν μονογενὴ Υἱὸ στὸ στῆθος Του καὶ ἕνα περιστέρι ἀνάμεσά Τους, διότι οὐδεὶς εἶδε τὸν Πατέρα μέσα εἰς τὴν Θεότητά Του. Ὁ Πατέρας, πράγματι, δὲν ἔχει σάρκα καὶ ὁ Υἱὸς δὲν ἐγεννήθη κατὰ σάρκα ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὸ τῶν αἰώνων. Κι’ ἄν ὁ προφήτης Δαβίδ λέει: «ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησά σε» (Ψαλμ. ΡΘ΄ 3), αὐτὴ ἡ γέννηση, σίγουρα, δὲν εἶναι σωματική· αὐτὴ ἦταν ἀνέκφραστη καὶ ἀπερινόητη. Διότι, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέγει εἰς τὸ Εὐαγγέλιο: «οὐδεὶς γινώσκει τὸν Πατέρα εἰ μὴ ὁ Υἱός». Καὶ ὁ προφήτης Ἠσαΐας ζητᾶ εἰς τὸ 40ο κεφάλαιο: «τίνι ὡμοιώσατε κύριον καὶ τίνι ὁμοιώματι ὡμοιώσατε αὐτόν; μὴ εἰκόνα ἐποίησεν τέκτων ἤ χρυσοχόος χωνεύσας χρυσίον περιεχρύσωσεν αὐτὸν ὁμοίωμα κατασκεύασεν αυτόν; (18-19)». Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος λέγει εἰς τὸ κεφάλαιο 17 τῶν Πράξεων: «γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἤ ἀργύρῳ ἤ λίθῳ χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον».
3. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέγει ἐπίσης (Περὶ οὐρανοῦ, κεφ. 20): «Μόνον δὲ τὸ Θεῖον ἀπερίγραπτόν εστι πάντα πληροῦν καὶ πάντα περιέχον καὶ πάντα περιορίζον ὡς ὑπὲρ πάντα ὄν καὶ πάντα δημιουργήσαν». Ἐξ ἄλλου, εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσόστομου χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ εὐχή, στὴν ὁποία ὑποδηλώνεται τὸ ἀδύνατον τῆς ἀναπαραστάσεως τοῦ Κυρίου Σαβαώθ: «Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος…..«.
Καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴ φύση Του ἕνα περιστέρι, ἀλλὰ Θεός. Οὐδείς, λοιπόν, εἶδε τὸν Θεόν, καθὼς μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος εὐαγγελιστὴς καὶ θεολόγος Ἰωάννης. Ὡστόσο, εἰς τὴν ἁγίαν Βάπτισιν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐφάνη μὲ τὴν μορφὴν περιστερᾶς καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς μποροῦμε νὰ τὸ ἀναπαριστάνουμε μὲ τὴν μορφὴν αυτὴν εἰς τὴν ἀπεικόνισιν τῆς Βαπτίσεως.
Συνεπῶς, ἡ μόνη ὀρθὴ ἀπεικόνισις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ ἀπεικόνισις τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ.
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ἀποφαινόμεθα ὅτι μπορεῖ νὰ λιτανευθῇ ἡ εἰκὼν τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ, ἐφόσον τὸ θρησκευτικὸν συναίσθημα τοῦ λαοῦ μας ἔχει συνδέσει τὴν λιτάνευσιν μὲ τοὺς πανηγυρίζοντας ἱεροὺς Ναούς, τοὺς ἀφιερωμένους εἰς τιμὴν τῆς Ἁγίας Τριάδος.
1[1] Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρομεν τὰ ἀκόλουθα:
«οὐκ εἴδετε ὁμοίωμα ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐκ μέσου τοῦ πυρός» (Δευτ. δ΄: 15-17). «Γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ, οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἤ ἀργύρῳ ἤ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον» (Πράξεις ιζ΄: 29.) «Τίνι ὡμοιώσατε Κύριον καὶ τίνι ὁμοιώματι ὡμοιώσατε αὐτόν;” (Ἠσαΐα μ΄: 18). «Οὐχ ὅτι τὸν Πατέρα τις ἑώρακεν» (Ἰω. στ΄: 46). «Τὶς ἑώρακεν αὐτὸν καὶ ἐκδιηγήσεται;» (Σοφία Σειράχ μγ΄: 31). «Ὅν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων, οὐδὲ ἰδεῖν δύναται”. (Α΄ Τιμ., στ΄: 16). «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πόποτε» (Ἰω. α΄: 18).
Ιερά Μητρόπολη Μάνης -im-manis.gr