Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΚΑΙ Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ (Αντιπλοίαρχος Γ. Παπαγιάννης)

Ο Ναυτικός Διοικητής Κύπρου το 1974 (ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ) γράφει …

ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΚΑΙ Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
(Αντιπλοίαρχος Γ. Παπαγιάννης)

Ο Αντιπλοίαρχος Παπαγιάννης είχε καταγράψει τις εμπλοκές του Ελληνοκυπριακού Ναυτικού (στην συντριπτική πλειοψηφία εξ Ελλάδος) στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και στην εισβολή των Τούρκων στη συνέχεια.
Ο γιος τού αποβιώσαντος το 2010 αξιωματικού βεβαιώνει για την πιστότητα του εγγράφου με κάθε σοβαρότητα αλλά και πικρία.[1]
Η ανάρτηση αυτή πραγματοποιείται στα πλαίσια της δημοσιοποίησης σειράς κειμένων από έγγραφα και συνεντεύξεις που αφορούν τη δικτατορία και το Κυπριακό. Εκτιμήθηκε ως επιβεβλημένη η λογοκρισία του κειμένου του τότε ΝΔΚ  (τα σημεία είναι τα εντός παρενθέσεων με τελείες) λέξεων και φράσεων ακραίων έως υβριστικών για αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού. Δεν τροποποιήθηκε ούτε η ορθογραφία ούτε το συντακτικό της μαρτυρίας.

Η ελληνική πολιτεία απαγόρευσε τη δικαστική εξέταση του Κυπριακού δράματος. Οι λόγοι εκτιμάται πως αφορούν τον κίνδυνο αποκάλυψης του ρόλου των Άγγλων, των Αμερικανών και της τότε στρατιωτικής και κυρίως πολιτικής ηγεσίας της χώρας μας πριν κατά και στη συνέχεια των γεγονότων. Οι Τούρκοι παραβίασαν ανοιχτές θύρες και άρπαξαν, όχι χωρίς απώλειες, ό,τι από χρόνια σχεδίαζαν. Οι υπεύθυνοι έμειναν ατιμώρητοι αλλά η κοινή γνώμη καθώς και η ιστορία σταδιακά ενημερώνονται για την πραγματικότητα. Η πειθαρχική προσέγγιση και εξέταση μέχρι του σταδίου των Ενόρκων Διοικητικών Εξετάσεων (ΕΔΕ) δεν εξάντλησε τα ζητήματα, δεν άγγιξε την ουσιαστικότερη πλευρά ούτε ικανοποίησε το δημόσιο αίσθημα και την απαίτηση για απονομή ευθυνών και δικαιοσύνης.
Ο Παπαγιάννης στο κείμενό του αποσυνδέει των συνεπειών, ήτοι της εισβολής των Τούρκων και της κατοχής μεγάλου τμήματος του νησιού, και υποβαθμίζει ως καθοριστικό παράγοντα το πραξικόπημα, όπου συμμετείχε ως ΝΔΚ καθόσον υπήρξε μυημένος και ένα από τα βασικά πρόσωπα του δράματος. Ωσαύτως υποβαθμίζει και τις ευθύνες όσων εκ των στελεχών τον ακολούθησαν στην στήριξή του με συγκεκριμένες δράσεις, υιοθετώντας την άποψη πως ο στρατιωτικός που εκτελεί διαταγές απαλλάσσεται ευθυνών από τις πράξεις του.  Αντίθετα προβάλει το ρόλο του, καθώς και των λοιπών υποστηρικτών, ως πολεμιστών κατά την εισβολή των Τούρκων. Παράλληλα επιτίθεται κατά όσων δεν συνέπραξαν στο πραξικόπημα, ενώ χρησιμοποιεί ακραίους έως υβριστικούς χαρακτηρισμούς, περιγράφοντας γεγονότα κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Τούρκους για τα οποία όμως οι ΕΔΕ εξέδωσαν πορίσματα γνωστά για τις απαλλαγές από τις κατηγορίες.
Το πολεμικό Ναυτικό πολέμησε τους Τούρκους στην εισβολή, γενναία και με αυτοθυσίες. Εκείνοι που δεν συνέπραξαν ανάλογα το γνωρίζουν αυτό καλύτερα απ’ όλους. Είναι άδικο ό,τι η ποινική δικαιοσύνη δεν προσέγγισε ούτε ξεκαθάρισε το τοπίο για όλους, και κυρίως για τους απλούς αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτες, τα συνήθη και εύκολα θύματα των ισχυρών και επώνυμων.
Σκοπός των δημοσιεύσεων αυτών δεν είναι να απονείμει εύσημα ή κόλαφο σε κανέναν, αλλά να εκθέσει τα στοιχεία που προκύπτουν από τέτοιους είδους κείμενα στους ερευνητές και όσους κοιτάζουν την ιστορία με καθαρό και κριτικό ακόμα βλέμμα. Ο γράφων εξάλλου έχει τοποθετηθεί από χρόνια στην προσπάθεια να ερευνήσει τα γεγονότα εκείνα όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες και οι περιορισμένες ικανότητές του.[2] Στα πλαίσια αυτά (όχι χωρίς βάσανο) προστίθεται και η παρούσα ανάρτηση.

Πρόλογος  Παν. Παπαγιάννη στο κείμενο Αντιπλοιάρχου
 Γ. Παπαγιάννη
Έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια από εκείνο το μαύρο καλοκαίρι που σημάδευσε την μαρτυρική Κύπρο και τον Ελληνισμό.  Από τότε έχουν γραφτεί ατελείωτες σελίδες για την Κυπριακή Τραγωδία.  Το ζήτημα, δυστυχώς, είναι ακόμη δέσμιο πολιτικών παθών και παρουσιάζεται και ερμηνεύεται στην βιβλιογραφία και στον τύπο ανάλογα με τις πεποιθήσεις του εκάστοτε συγγραφέα.  Για ορισμένα πρόσωπα, τα οποία όχι μόνο συμμετείχαν αλλά και διαμόρφωσαν την εξέλιξη των γεγονότων, είναι αναμενόμενο να έχει διαμορφωθεί πλήθος απόψεων, συχνώς αντικρουομένων.  Για τον Αντιπλοίαρχο Μελέτιο Γεώργιο Παπαγιάννη, Ναυτικό Διοικητή Κύπρου κατά την διάρκεια εκείνων των ταραγμένων ημερών, έχουν εκφραστεί αμέτρητα σχόλια ενώ του έχουν αποδοθεί ή αμφισβητηθεί πλήθος αποφάσεων και ενεργειών.
Τον Ιούλιο του 1972, μετά το πέρας των μαθημάτων της Σχολής Εθνικής Αμύνης, ο πατέρας μου, αποδέχθηκε με ενθουσιασμό την μετάθεσή του στην Κύπρο, ως Ναυτικός Διοικητής.  Σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί τι του επιφύλασσε η τύχη.  Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1974, το υπόλοιπο της ζωής του, ουσιαστικά, σημαδεύτηκε από την «Κύπρο».  Για αυτόν, τους συμπολεμιστές του και τις οικογένειές τους που ζήσαμε από κοντά τα γεγονότα, η Κύπρος δεν ήταν απλά ένα μέρος της ζωής μας.  Στην Κύπρο αφήσαμε ένα κομμάτι της ζωής μας.
Η στρατιωτική ηγεσία, σε περιόδους κρίσης, καλείται να λάβει σημαντικές αποφάσεις.  Ο Διοικητής έχει πάντα την τελική ευθύνη για πράξεις και παραλείψεις, οι δε επιπτώσεις τους διαμορφώνουν τις απόψεις τρίτων για τον αυτόν και τις μονάδες του.  Η βίαιη ανάμιξη του Ναυτικού στα εσωτερικά ζητήματα της Κύπρου είναι αναπόφευκτο να αποτελεί θέμα έντονων αντιπαραθέσεων μέχρι και σήμερα.  Πεδίο προβληματισμών και αναζητήσεων αποτελεί και η πολεμική δράση του Ναυτικού στην Κύπρο κατά την εισβολή των εξ Ανατολών εχθρών μας.  Παρά τα εμπόδια και τις προκαταλήψεις, ορισμένοι ερευνητές έχουν το θάρρος να διενεργούν σοβαρή αντικειμενική έρευνα στα ζητήματα αυτά.  Για τους μελετητές αυτούς, η πρόσβαση στην μαρτυρία ενός ανθρώπου που βίωσε και έλαβε σημαντικές αποφάσεις κατά τα γεγονότα της Κύπρου πιστεύω ότι είναι ένα σημαντικό βοήθημα.
Ο Αντιπλοίαρχος Γεώργιος Παπαγιάννης, συνέταξε πριν μερικά χρόνια, την μαρτυρία του για τα γεγονότα της Κύπρου.  Μέχρι και τον θάνατό του, το 2010, δεν είχε προχωρήσει σε δημοσίευση της.  Εκτιμώ ότι τον κατέβαλε μία προσωπική «πικρία» για αρκετά από όσα συνέβησαν όχι μόνο κατά τα γεγονότα αλλά και μετά από αυτά.  Την ίδια ακριβώς «πικρία» που ένιωσαν και αρκετοί συμπολεμιστές του, ίσως για διαφορετικούς λόγους ο καθένας.  Προσωπικά, ούτε εμένα μου αρέσει να συζητώ για τα γεγονότα της Κύπρου.  Η λήθη όμως δεν είναι ποτέ ορθή επιλογή.  Οφείλουμε να μελετούμε το παρελθόν, όσο και αν αυτό μας ενοχλεί, και να αναγνωρίζουμε το σωστό και το λάθος.  Είμαι πάντα ανοικτός στην παροχή ιστορικών στοιχείων σε όποιον σοβαρό ερευνητή, ανεξαρτήτου θέσεων και πεποιθήσεων, τα ζητήσει, είτε αυτά είναι καταγεγραμμένα από τον Αντιπλοίαρχο Γεώργιο Παπαγιάννη είτε έχουν περάσει στην γνώση μου προφορικώς.  Ο κύριος Αντώνης Κακαράς είχε την ευγενή καλοσύνη να ζητήσει πρόσβαση στην μαρτυρία του πατέρα μου.  Μου πρότεινε την δημοσίευσή της μαζί με άλλες μαρτυρίες στρατιωτικών της εποχής εκείνης, τις οποίες ο ίδιος έχει συγκεντρώσει, και αποδέχθηκα την πρότασή του.
Η μαρτυρία του Αντιπλοιάρχου Γεωργίου Παπαγιάννη, συντάχθηκε σε ηλεκτρονικό υπολογιστή από τον ίδιο με σκοπό να παραμείνει σε στενό κύκλο προσώπων και όχι για ευρεία δημοσίευση.  Για τον λόγο αυτό δεν έχει τύχει «φιλολογικής φροντίδας», με ότι συνεπάγεται αυτό.  Η μαρτυρία του είναι μία απλή εξιστόρηση γεγονότων, ίσως ορισμένοι να την χαρακτήριζαν ως «άκομψα απομνημονεύματα».  Στην εξιστόρησή του αναπόφευκτα εξέφρασε ορισμένες απόψεις του και παρέθεσε τις πολιτικές του θέσεις.  Επίσης, αναφέρθηκε σε οικογενειακές και προσωπικές στιγμές.  Εκτιμώ ότι αυτό το έκανε για να διατηρήσει την δική μας οικογενειακή μνήμη.  Αποφάσισα να μην αφαιρέσω τα τμήματα αυτά.  Εκτιμώ ότι ίσως και αυτά να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για κάποιους αναγνώστες.
Θα ήταν επιθυμία μου (όπως πιστεύω και του πατέρα μου) να προχωρήσει η λεπτομερής έρευνα και ανάλυση της δράσης του Πολεμικού Ναυτικού στην Κύπρο.  Πιστεύω, σύντομα να ακολουθήσουν και άλλες μαρτυρίες στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού που έλαβαν μέρος στα γεγονότα εκείνα καθώς και στις λιγότερο γνωστές κρίσεις και συμπλοκές με τους Τούρκους και Τουρκοκυπρίους στην δεκαετία του ’60.

Κείμενο του Ναυτικού Διοικητή Κύπρου κατά το 1974 Αντιπλοιάρχου Γ.Παπαγιάννη


Τον Ιούλιο του 1972 τα μαθήματα της Σχολής Εθνικής Αμύνης τελείωναν. Από το ΓΕΝ και εν όψει των μεταθέσεων με ερώτησαν εάν θέλω να τοποθετηθώ στην Κύπρο, ως Ναυτικός Διοικητής Κύπρου, και απάντησα θετικά. Σε μία εβδομάδα η Λίλυ και ο Παναγιώτης έβγαλαν διαβατήρια, γιατί εγώ θα είχα υπηρεσιακό διαβατήριο, και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε, για την νέα μου θέση.
Στις 25 Ιουλίου τελείωσε και η φοίτησίς μου στην ΣΕΘΑ, και σε τελετή στην Στρατιωτική Λέσχη, μας απένειμε τα πτυχία μας, ο αντιβασιλεύς  Γεώργιος Παπαδόπουλος. Φαίνεται ότι είχα αποφοιτήσει με υψηλή βαθμολογία, παρόλο που η ΣΕΘΑ ποτέ δεν γνωστοποιούσε σειρά αποφοιτήσεως και τα πτυχία απονέμοντο κατά σειρά αρχαιότητος των αξιωματικών, διότι μετά 20 ημέρες έλαβα ένα έγγραφο από το U.S. Naval Institute, που μου εγνώριζε ότι με έκανε επίτιμο μέλος του, λόγω των επιδόσεών μου στην ΣΕΘΑ, και μου έστειλε και το σχετικό Δίπλωμα.
Επί δέκα ημέρες μετά την αποφοίτησή μου, είχα ενημερώσεις στο ΓΕΕΘΑ στο ΓΕΝ, στο ΓΕΑ, και την ΚΥΠ, σχετικά με την υπηρεσία μου στην Κύπρο, και στις 10 Αυγούστου 1972, αφού πούλησα το αυτοκίνητό μου την LANCIA, αναχώρησα αεροπορικώς για το νησί, μόνος μου, ενώ η Λίλυ και ο Παναγιώτης θα ερχόντουσταν αργότερα.
Έφθασα αεροπορικώς στην Κύπρο το απόγευμα της 10ης Αυγούστου 1972, και στο αεροδρόμιο με υπεδέχθει ο αντιπλοίαρχος Ε. Καραβάς (μία τάξις αρχαιότερός μου), τον οποίο θα αντικαθιστούσα. Πέρασα έλεγχο διαβατηρίων και από το τελωνείο χωρίς βέβαια να μου κάνουν έλεγχο. Το διαβατήριό μου είχε το κανονικό μου όνομα και όχι ψευδώνυμο όπως γινόταν στους υπηρετούντας στην Κύπρο, διότι ήδη οι Τούρκοι που ενδιαφέροντο για τέτοιου είδους πληροφορίες, είχαν πλήρες βιογραφικό μου και φωτογραφίες μου, από την υπηρεσία μου στην Ελληνική Πρεσβεία στην Άγκυρα (1968-1970), και θα μάθαιναν πολύ γρήγορα ποίος είναι ο νέος Ναυτικός Διοικητής.  Με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο του Ναυτικού Διοικητού – ένα MAZDA με κανονικούς αριθμούς κυκλοφορίας – πήγαμε με τον Καραβά στο ξενοδοχείο «Κλεοπάτρα» όπου και θα έμενα προσωρινά.
Την επομένη ημέρα εν στολή παρουσιάστηκα στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) στον διοικητή Αντιστράτηγο Χαραλαμπόπουλο, επισκέφτηκα, για να γνωρισθώ, με τους άλλους αξιωματικού του Σ.Ξ. και της αεροπορίας που υπηρετούσαν στο ΓΕΕΦ, και τέλος μου παρουσιάστηκαν οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, και ναύτες, που υπηρετούσαν στα γραφεία του επιτελείου μου, και τα οποία ήταν ένας θάλαμος επιχειρήσεων, το γραφείο μου με ένα προθάλαμο, το γραφείο του επιμελητού της ΝΔΚ, ένας θάλαμος υπαξιωματικών και ναυτών, και ένας δωμάτιο με τους ασυρμάτους για τις επικοινωνίες, με τις άλλες υπηρεσίες μου και τα πλοία. Τα τέσσερα αυτά δωμάτια ευρίσκοντο στον δεύτερο όροφο του ΓΕΕΦ και εις το τέλος του νοτίου διαδρόμου, ενώ στον βόρρειο διάδρομο υπήρχαν γραφεία της Κυπριακής αστυνομίας.
Εκτός από το επιτελείο μου, είχα ακόμη υπό τας διαταγάς μου, πέντε παλαιές τορπιλλακάτους Ρωσικής κατασκευής, ένα περιπολικό παράκτιο, μία ναυτική βάση -ένας Ναύσταθμος σε μικρογραφία- κοντά στην Αμμόχωστο, ένα ναυτικό σταθμό στην Κυρήνεια, ένα ναυτικό σταθμό στην Πάφο, ένα παράρτημα του επιτελείου μου μέσα στο στρατόπεδο «Καποτά» του Σ.Ξ. στην Λευκωσία, όπου διανυκτέρευαν και ενδιαιτούντο οι ανύπαντροι υπαξιωματικοί και οι ναύτες του επιτελείου μου, και τέσσερεις Στάθμούς Εγκαίρου Προειδοποιήσεως (ΣΕΠ) με ραντάρ σε συνεχή λειτουργία κατά σειρά στο ακρωτήριο αποστόλου Ανδρέα (ΒΑ του νησιού), στο ακρωτήριο Κορμακίτης (ΒΔ του νησιού), στην Λεμεσό, που εκάλυπτε την νοτιοανατολική περιοχή της νήσου, και στην Πάφο ( ΝΔ του νησιού). Επίσης μία παλαιά ξύλινη τορπιλλάκατος Γιουγκοσλαβικής κατασκευής, χωρίς καθόλου οπλισμό που την είχε αγοράσει η Κυπριακή κυβέρνησις, με επιθυμία να την …κάνουμε πολεμικό πλοίο, ενώ στην ουσία είχε αγορασθεί για να εξυπηρετηθεί ο πωλητής της, μεγαλοεπιχειρηματίας της Κύπρου, ονομαζόμενος Καϊσής. Το προσωπικό που είχα έφθανε τους 200 άνδρες εκ των οποίων οι 130-140 ήταν προσωπικό του Ναυτικού από την Ελλάδα, κυρίως αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, και οι υπόλοιποι 60-70 κληρωτοί από την Κύπρο. Μετά την Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) που είχε περίπου 1000 άνδρες, μόνο από την Ελλάδα, η δική μου υπηρεσία ερχόταν δεύτερη σε αριθμό Ελλαδιτών, και αυτό λόγω της φύσεως του όπλου, που απαιτούσε εξειδίκευση και ειδική εκπαίδευση. Τις δύο πρώτες ημέρες ενημερώθηκα σχετικά με το επιτελείο μου, και με την λειτουργία του ΓΕΕΦ γενικώτερα, και από τις πρώτες ημέρες κατάλαβα, ότι το κόκκινο σηματάκι του αποφοίτου της Σχολής Εθνικής Αμύνης, που έφερα στο δεξιό μέρος του στήθος μου, έκανε τους αξιωματικούς του Σ.Ξ. να με βλέπουν με σεβασμό για να μη πω, με κάποια ζήλεια, και αυτό γιατί οι απόφοιτοι της ΣΕΘΑ, θεωρούντο ως οι «ολοκληρωμένοι» αξιωματικοί με προοπτική καταλήψεως των ανωτάτων βαθμίδων της στρατιωτικής ιεραρχίας, και μόνο το 10-15% των αξιωματικών των Ε.Δ. αποφοιτούσαν από την σχολή αυτή. Στο ΓΕΕΦ απόφοιτοι της ΣΕΘΑ ήταν ο στρατηγός-διοικητής, ο επιτελάρχης του ταξίαρχος, και εγώ. Επίσης ήταν ο συνταγματάρχης Κονδύλης διοικητής της ΕΛΔΥΚ που ήταν και συμμαθητής μου στην ΣΕΘΑ.
Μετά μερικές ημέρες ενοικίασα μία επιπλωμένη μονοκατοικία στην περιοχή <Εγκωμη> της Λευκωσίας, και ειδοποίησα την Λίλυ ότι μπορούσε να έλθει με τον Παναγιώτη. Στις 17 Αυγούστου ήλθαν αεροπορικώς και τους παρέλαβα από το αεροδρόμιο.
Με τον Καραβά επιθεώρησα όλες τις υπηρεσίες μου και τα πλοία μου, και έτσι απέκτησα και γνώσεις για ολόκληρο το νησί, που ήταν τα τουρκοκρατούμενα μέρη, και πια δρομολόγια δεν έπρεπε να ακολουθούμε, για να μη βρεθούμε σε τουρκικές περιοχές. Οι υπηρεσίες και τα πλοία που επιθεώρησα, ακολουθούσαν τα πρότυπα των αντιστοίχων στην Ελλάδα. Δηλαδή ανθισμένα κηπάρια, μπρούτζα γυαλισμένα, διάδρομοι χαραγμένοι με ασπρισμένα τούβλα, ασβεστομένα κτίρια, πινακίδες να σε οδηγούν στις αποθήκες πυρομαχικών, στην λέσχη, στα δωμάτια αξιωματικών στα συνεργεία επισκευών, στα τορπιλλοστάσια κλπ.. Επί πλέον τα Ραντάρ στους ΣΕΠ είχαν τοποθετηθεί σε ασβεστομένες τσιμεντένιες βάσεις και τα αυτοκίνητα που τα έσερναν είχαν επιστραφεί στην Εθνική Φρουρά. Γνωρίζοντας από την υπηρεσία μου στην Άγκυρα τις βλέψεις των Τούρκων για το νησί και τις συνεχείς προετοιμασίες τους για μία εισβολή σε αυτό, προβληματίστηκα με την κατάσταση ευφορίας και εφησυχασμού που επικρατούσε στο προσωπικό μου. Αργότερα παρατήρησα ότι το ίδιο συνέβαινε και με τις περισσότερες μονάδες τις Εθνικής Φρουράς, και μόνο οι καταδρομείς και η ΕΛΔΥΚ, είχαν επίγνωση της αποστολής των. Κατά τις διαδρομές μου στο νησί παρετήρησα ότι τα μόνιμα πυροβολεία που είχε κατασκευάσει παλαιότερα ο Στρατηγός Γρίβας στις παραλίες του νησιού ήταν εγκαταλελειμμένα, και πολλά από αυτά με άδεια της κυβερνήσεως είχαν καταστραφεί για να κτισθούν παραλιακά ξενοδοχεία, η ακόμη και σπίτια.
Στις 20 Αυγούστου εδόθει δεξίωσις στην λέσχη αξιωματικών της Λευκωσίας, για να αποχαιρετήσουν τον αποχωρούντα Ναυτικό Διοικητή και να «καλώς ορίσουν» εμένα και την Λίλυ. Ήταν εκείνη την ημέρα το κοσμικό γεγονός της Λευκωσίας. Παρέστη ο Υπουργός Εσωτερικών της Κύπρου, όλοι οι αξιωματικοί του ΓΕΕΦ με τις συζύγους τους, πολλοί πολίτες γνωστοί του αποχωρούντος διοικητού, καθώς και ο επιτετραμμένος της Ελληνικής πρεσβείας και εκτελών χρέη πρέσβεως, από τριμήνου, Αλέκος Ζαφειρίου παλαιός μου φίλος, που συνυπηρετούσαμε μαζί στην Άγκυρα, καθώς και ο συνταγματολόγος, μέλος του συμβουλίου της επικρατείας, Μιχαήλ Δεκλερής, που τον είχε στείλει η Ελληνική Κυβέρνησις στην Κύπρο, ως εκπρόσωπό της στις τότε ειρηνευτικές συνομιλίες.
Την επομένη ημέρα ο Καραβάς αναχώρησε με πλοίο για την Ελλάδα, και εγώ έπιασα δουλειά.
Πρώτα από όλα αναδιάρθρωσα το επιτελείο μου στο οποίο προσέθεσα έναν υποπλοίαρχο μηχανικό, και τρείς εφέδρους σημαιοφόρους, και ο θάλαμος επιχειρήσεων λειτουργούσε πλέον σε 24ωρη βάση, παίρνωντας συνεχώς πληροφορίες από τα ΣΕΠ, και τηρώντας λεπτομερή υποτύπωση των στόχων, σε μεγάλο χάρτη που είχαμε αναρτήσει στον ένα τοίχο του θαλάμου. Κάθε πρωί που ερχόμουνα στο γραφείο μου έπρεπε να μου παραδίδουν πίνακα των εντοπισθέντων στόχων, καθώς και να μου παρουσιάζουν το τηρούμενο ημερολόγιο συμβάντων.
Με διαταγή μου προς τα πλοία μου και τις υπηρεσίες καθώρισα τις μηνιαίες εν πλώ ασκήσεις των πλοίων, τις περιπολίες του περιπολικού, καθώς και τις ασκήσεις σκοποβολής του προσωπικού ξηράς, την πραγματοποίηση πραγματικών αντιαεροπορικών βολών κλπ. Επι πλέον με βασική διαταγή μου καθώρισα τις οδηγίες μάχης για τα πλοία και τις υπηρεσίες της ΝΔΚ. Από τα πρώτα που διέταξα ήταν η απαγόρευσις χρήσεως ασβέστου ή λευκού χρώματος για την βαφή των κτιρίων, ή επισήμανση των διαδρόμων, και η αντικατάστασις του με χρώματα παραλλαγής, ώστε να μη είναι εμφανή από αεροσκάφη, καθώς και η καθαίρεσις οιασδήποτε πινακίδος που «πρόδιδε» την ύπαρξη στρατοπέδου, η στρατιωτικής εγκαταστάσεως. Έδωσα ακόμη εντολή τα μπρούντζα των πλοίων να μη είναι γυαλισμένα αλλά βαμμένα με το χρώμα του σκάφους, το δε στηλίδιο της πλώρης να είναι επι μονίμου βάσεως αναδιπλωμένο ώστε να μη δυσχεραίνει την βολή  των πολυβόλων προς τα εμπρός, τα δε πολυβόλα να είναι πάντα σε κατάσταση ετοιμότητος, με τα πυρομαχικά στα ενθέμια του καταστρώματος.
Αργότερα ζήτησα από το υπουργείο Εσωτερικών στο οποίο υπήγετο η Εθνική Φρουρά, και μου έδωσαν 4 αυτοκίνητα <τράκτορες> τα οποία μπορούσαν να σύρουν τα ραντάρ των ΣΕΠ, και την ηλεκτρογεννήτριά τους, και έτσι τα ραντάρ εγκατέλειψαν τις ασβεστομένες βάσεις τους, και κάθε 24 ώρες μετακινούντο με τα αυτοκίνητα σε άλλη θέση, στον πλησίον χώρο, βαμμένα με χρώματα παραλλαγής.
Τουλάχιστον μία φορά κάθε μήνα επισκεπτόμουνα και επιθεωρούσα τις υπηρεσίες και τα πλοία τα οποία ήταν κατανεμημένα ως εξής. Τρείς τορπιλλάκατοι (Τ/Α) στην ναυτική βάση της Αμμοχώστου, εκ των οποίων οι δύο συνεχώς σε ενέργεια και η τρίτη σε επισκευή, με ετοιμότητα τριών ημερών.  Στον ναυτικό σταθμό Κυρηνείας, που ευρίσκετο μέσα στο μεσαιωνικό φρούριο της πόλεως δύο τορπιλάκατοι συνεχώς σε ενέργεια, στο εμπορικό λιμάνι της Αμμοχώστου, το παράκτιο περιπολικό, και τέλος η παλαιά ξύλινη τορπιλλάκατος στην ναυτική βάση σχεδόν εγκαταλελειμμένη. Αποθήκες τορπιλλών και πυρομαχικών υπήρχαν στην Ναυτική βάση, και στους ναυτικούς σταθμούς Κυρηνείας και Πάφου, και μόνο πυρομαχικών στους ΣΕΠ. Τα συνεργεία της ναυτικής βάσεως αναλάμβαναν, οτιδήποτε είδους επισκευές χρειαζόντουσαν, τα πλοία και οι υπηρεσίες. Η τροφοδοσία των πλοίων και των υπηρεσιών εγένετο από την πλησιέστερη προς αυτά μονάδος του Σ.Ξ. Η μισθοδοσία του προσωπικού γινόταν μέσω του οικονομικού αξιωματικού του επιτελείου μου, υποπλοιάρχου (ο)Τζεφεράκου, ο οποίος ησχολείτο και με τα θέματα διοικητικής μερίμνης, της ναυτικής διοικήσεως. Ο μηχανικός του επιτελείου μου υποπλοίαρχος (μηχ) Γεώργιος Παπαργύρης εκτελούσε χρέη αρχιμηχανικού της διοικήσεως και είχε και την μέριμνα της καλής λειτουργίας του θαλάμου επιχειρήσεων. Και οι δύο ήταν πολύτιμοι βοηθοί. Στην ναυτική βάση βορρείως της Αμμοχώστου στην περιοχή «Μπογάζι», και η οποία ονομάζετο Ναυτική Βάσις «Χρυσούλης» (ΝΒΧ) εις μνήμην του φονευθέντος κατά τους Τουρκικούς βομβαρδισμούς τον Αύγουστο του 1964 υπάρχου του περιπολικού <Φαέθων>, εφ. σημ. Π. Χρυσούλη, υπηρετούσε το μεγαλύτερο μέρος του ναυτικού προσωπικού (100-120 άτομα). Διοικητής ήταν ο πλωτάρχης Παπαδάκης (Τρείς τάξεις νεώτερός μου), και επιτελείο και κυβερνήτες των πλοίων πέντε υποπλοίαρχοι μάχιμοι, ( Ένας Υποδιοικητής και κυβερνήτης της υπό επισκευή Τ/Α, δύο κυβερνήται Τ/Α, ένας κυβερνήτης του περιπολικού, και ένας βατραχάνθρωπος) ένας υποπλοίαρχος και ένας ανθυποπλοίαρχος μηχανικοί, ένας ανθυποπλοίαρχος (ΠΥ) βατραχάνθρωπος, και 4-5 έφεδροι σημαιοφόροι.
Στον Ναυτικό σταθμό Κυρηνείας επί κεφαλής και κυβερνήτης της μίας τορπιλλακάτου, ήταν υποπλοίαρχος μάχιμος, και κυβερνήτης της δεύτερης τορπιλλακάτου εφ. σημαιοφόρος, λόγω περικοπής της οργανικής δυνάμεως της ΝΔΚ από το ΓΕΝ κατά ένα υποπλοίαρχο μάχιμο. Τέλος στους ΣΕΠ και Ναυτικό Σταθμό Πάφου επί κεφαλής ήταν εφ. σημαιοφόροι. Όλοι οι παραπάνω αξιωματικοί ήταν Ελλαδίτες και ανήκαν εις το Β.Ν. Οι μόνιμοι και οι λίγοι στρατεύσιμοι υπαξιωματικοί, του Β.Ν. που υπηρετούσαν τότε εκεί ήταν περίπου 80-90, καθώς και 10-15 Ελλαδίτες ναύτες κρισίμων ειδικοτήτων.
Ο Παπαδάκης (ένας αρκετά μικρόσωμος αξιωματικός) που ήταν αμέσως κάτω από εμένα στην αρχαιότητα, δεν ενέπνεε και μεγάλη εμπιστοσύνη. Δυσκολευόταν να επιβληθεί στους κατωτέρους του και ήταν άβουλος. Οι υποπλοίαρχοι ήταν πολύ καλοί αξιωματικοί, και ιδιαιτέρως ο Β. Πτερούδης  (υποδιοικητής της Ναυτικής Βάσεως) ο Θ. Γιούργας (κυβερνήτης Τ/Α) και ο Γ. Λυμπερόπουλος (Διοικητής Ναυτικού Σταθμού Κυρηνείας και κυβερνήτης Τ/Α). Δυστυχώς οι εξαίρετοι αυτοί αξιωματικοί μετατέθηκαν τον επόμενο χρόνο διότι είχαν συμπληρώσει δύο χρόνια υπηρεσίας στην Κύπρο. Οι αντικαταστάτες τους με εξαίρεση τον υποπλοίαρχο Ε. Τσομάκη και τον Σ. Ταβλαρίδη ήταν μέτριοι έως κακοί αξιωματικοί.
Στις 6 Δεκεμβρίου του 1972 ημέρα του Αγ. Νικολάου, το πρωί έγινε στην Ναυτική βάση παρουσία μου η καθιερωμένη γιορτή του Ναυτικού παρουσία της στρατιωτικής ηγεσίας της Εθνικής Φρουράς, του Προέδρου της Βουλής Γλαύκου Κληρίδη, Υπουργών, του διοικητού της ΕΛΔΥΚ, και Κυπρίων συγγενών των στρατευσίμων της Ναυτικής Διοικήσεως. Έγινε δοξολογία, κατάθεσις στεφάνων στο μνημείο των πεσόντων μέχρι τότε στην Κύπρο ανδρών του Β.Ν( ένας εφ. σημαιοφόρος, τρείς μόνιμοι υπαξιωματικοί, και τέσσερεις ναύτες), που είχαμε φτιάξει στην πλατεία της Ναυτικής βάσεως, «Χρυσούλης» (ΝΒΧ) και ανέγνωσα την ημερησία διαταγή μου για την επέτειο. Στην συνέχεια εγένετο επίδειξις τορπιλλακάτων εν πλώ, αντιαεροπορικές βολές, και επιδείξεις βατραχανθρώπων. Και η τελετή έκλεισε με μικρή δεξίωση στο καρέ των αξιωματικών της ΝΒΧ. Το βράδυ παρέθεσα δεξίωση στην λέσχη αξιωματικών της Λευκωσίας, που είχε τεράστια επιτυχία ως κοσμικό γεγονός, διότι πλήν των συνήθως καλεσμένων, είχα καλέσει και τους στρατιωτικούς ακολούθους των ξένων πρεσβειών, οι οποίοι προσήλθαν όλοι εν στολή, και πολύ ευχαριστημένοι, διότι ήταν η πρώτη φορά που εκαλούντο σε εκδηλώσεις της Εθνικής Φρουράς. Ο στρατηγός Χαραλαμπόπουλος (αρχηγός ΓΕΕΦ) μου έδωσε συγχαρητήρια τόσο για την πρωινή εκδήλωση όσο και για την δεξίωση.
Βεβαίως σε όλες αυτές τις εκδηλώσεις με συνόδευε η Λίλυ, και με την πείρα που είχε αποκτήσει από την Άγκυρα, βοηθούσε σε πολλά πράγματα.  Τα απογεύματα όταν δεν ήμουν στην υπηρεσία μου βγαίναμε βόλτα η Λίλυ, εγώ και ο Παναγιώτης, περπατώντας στους δρόμους της Λευκωσίας. Ο Παναγιώτης έπαιζε συνήθως στην αυλή του σπιτιού έξω από την κουζίνα για να τον βλέπει η Λίλυ.
Τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1973, υπήρχε μία από τις πολλές κρίσεις στις σχέσεις της Ελληνικής κυβερνήσεως και του Μακαρίου, με αφορμή απαίτηση των μητροπολιτών της Κύπρου, να εγκαταλήψει ο Μακάριος την Προεδρία και να ασχοληθεί μόνο με τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα, θέση με την οποία συμφωνούσε -όχι βέβαια επισήμως- και η Ελληνική κυβέρνησις. Ο Μακάριος τελικά με σύγκλιση μίας συνόδου από μητροπολίτες άλλων χωρών, καθήρεσε τους μητροπολίτες Κυρηνείας, Πάφου, και Αμμοχώστου, και εξέλεξε στις θέσεις τους εμπίστους σε αυτόν, ως νέους μητροπολίτες. Οι μισοί σχεδόν Κύπριοι δεν αναγνώριζαν τους νέους μητροπολίτες, και ήθελαν τους καθαιρεθέντας, ( αυτοί ήταν κυρίως οι λεγόμενοι «ενωτικοί», που ήθελαν την ένωση με την Ελλάδα). Η Ελλάδα φαινομενικά τηρούσε ουδέτερη στάση αλλά στην ουσία είχε αρχικά προτρέψει τους μητροπολίτας στην κίνησή τους για αποχώρηση του Μακαρίου από τα Προεδρικά του καθήκοντα. Οι καθαιρεθέντες φέρωντας κανονικά το σχήμα τους ανεχώρησαν στην Ελλάδα. Εκείνες τις ημέρες, λόγω και της πείρας που είχα αποκτήσει στην Τουρκία αντελήφθην ότι με παρακολουθούσαν στις μετακινήσεις μου με  αυτοκίνητο,  και είχα πεί στον οδηγό του υπηρεσιακού μου αυτοκινήτου να προσέχει, και να καταγράφει τους αριθμούς κυκλοφορίας των αυτοκινήτων που μας παρακολουθούσαν. Το ανέφερα στον διοικητή του ΓΕΕΦ, και αυτός έλαβε μυστικά διάφορα μέτρα και απεκαλύφθει ότι το πλείστον των αξιωματικών είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση από τις υπηρεσίες ασφαλείας του Μακαρίου. Εκεί είχαμε φθάσει. Είχαμε έλθει στο νησί για να το υπερασπιστούμε από Τουρκική εισβολή, και τώρα αισθανόμεθα ότι είμαστε σε μάλλον εχθρικό έδαφος. Η κρίση με την Ελληνική κυβέρνηση εκτονώθηκε τελικά, λόγω της μετριοπάθειας του Γεωργίου Παπαδοπούλου, αλλά οι παρακολουθήσεις συνεχίζοντο, ίσως χωρίς την αρχική ένταση. Εκείνη την εποχή ήλθε κρυφά στην Κύπρο από την Ελλάδα ο Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας, και δημιούργησε την μυστική οργάνωση ΕΟΚΑ Β’, η οποία με το σύνθημα «Ενωσις» (δηλ. με την Ελλάδα) άρχισε ένοπλη δράση κατά των υποστηρικτών του Μακαρίου, οι οποίοι ήθελαν «Ανεξάρτητη Κύπρο» και «αδέσμευτη» όπως έλεγαν, που εκείνη την εποχή σήμαινε πιθανή <πρόσδεση> στον Κομμουνιστικό κόσμο.
Με διαταγή της Ελληνικής κυβερνήσεως προσπαθήσαμε να παραμείνουμε όσο το δυνατόν ουδέτεροι στην ενδοκυπριακή διαμάχη, ασχολούμενοι αυστηρά με τα στρατιωτικά μας καθήκοντα, παρόλο που πολύ συχνά μας προκαλούσαν να πάρουμε θέση τόσο η μία όσο και η άλλη πλευρά.
Ο Μακάριος για να αντιμετωπίσει δήθεν την ΕΟΚΑ Β’ άρχισε την δημιουργία του λεγομένου «Εφεδρικού» σώματος της αστυνομίας, που στην ουσία ήταν μία δύναμις με στρατιωτική δομή, -αντίπαλο δέος προς την Εθνική Φρουρά- ουδεμία σχέση έχουσα με αστυνομικά καθήκοντα, αποτελουμένη από υποστηρικτάς του, και άρχισε σιγά-σιγά να την εξοπλίζει με πολύ σύγχρονο ελαφρύ οπλισμό, με βαρέα πολυβόλα, αντιαρματικά, διόπτρες νυκτερινής σκοπεύσεως κλπ  προς μεγάλη απογοήτευσή μας, διότι όλες μας οι αιτήσεις για εκσυγχρονισμό του οπλισμού της Εθνικής Φρουράς, δεν ικανοποιούντο από την Κυπριακή κυβέρνηση. Οι άνδρες της Ε.Φ. είχανε όπλα ΕΝΦΗΛΤ 301 του Β’ παγκοσμίου πολέμου, ενώ οι εφεδρικοί είχαν τελευταίου τύπου  Καλάσνικωφ, διόπτρες νυκτερινής σκοπεύσεως, ή μοντέρνα αντιαρματικά, που εμείς ούτε σε καταλόγους  στρατιωτικών εξοπλισμών δεν είχαμε ιδεί. Η δύναμις των εφεδρικών ανήλθε σιγά-σιγά στους 5.000 άνδρες. Η Εθνική Φρουρά μαζί με την ΕΛΔΥΚ είχαν περί τους 10.000 άνδρες σε καιρό ειρήνης.
Τον Απρίλιο του 1973 μου τελείωνε το πετρέλαιο που χρησιμοποιούσαν οι Ρωσικές τορπιλλάκατοι που είχα, και είχα επίσης ανάγκη σε κρίσιμα ανταλλακτικά των. Το κοινό πετρέλαιο ντήζελ ήταν ακατάλληλο για την κίνηση των τορπιλλακάτων, διότι οι μηχανές τους χρησιμοποιούσαν ειδικά επεξεργασμένο Ρωσικό πετρέλαιο, τα δε ανταλλακτικά ήταν ρωσικές πατέντες, που δεν κυκλοφορούσαν στο ελεύθερο εμπόριο. Με αίτησή μου στην Κυπριακή κυβέρνηση, ζήτησα ανεφοδιασμό. Μέχρι τον Ιούλιο του ιδίου έτους, δεν είχε γίνει τίποτα, με αποτέλεσμα να σταματήσω τις ασκήσεις των τορπιλλακάτων και την εν πλω εκπαίδευσή τους. Σε ενοχλήσεις μου προς το Υπουργείο Εσωτερικών, μου απαντούσαν ότι οι Ρώσοι δεν τους είχαν απαντήσει ακόμη για τον εφοδιασμό. Με προσωπική πρωτοβουλία πήγα στην Πρεσβεία της ΕΣΣΔ, και ζήτησα να δω τον Ναυτικό Ακόλουθο με τον οποίο είχαμε γνωρισθεί. Του έθεσα το πρόβλημα που είχα, και έκπληκτος έλαβα την απάντηση ότι η κυβέρνησις δεν είχε υποβάλλει αίτηση ανεφοδιασμού. Μου υπεσχέθει να μου στείλει πετρέλαιο και ανταλλακτικά, άμεσα, και να ακολουθήσει η αίτησις. Τον ευχαρίστησα και πήγα κατευθείαν στον ίδιο τον Υπουργό Εσωτερικών όπου του ανέφερα τις κινήσεις μου και τον παρεκάλεσα να στείλει τώρα την αίτηση στην Σοβιετική  πρεσβεία. Εκανε δήθεν τον έκπληκτο που δεν είχαν στείλει την αίτηση, και μου υπεσχέθει να το τακτοποιήσει αμέσως το ζήτημα, αφού επιπλήξει !! τους υπευθύνους της καθυστερήσεως. Δεν με ενδιέφερε τι θα έκανε. Εγώ είχα κάνει την δουλειά μου και σε μία εβδομάδα είχα και πετρέλαιο και ανταλλακτικά.
Εκείνες τις ημέρες έγιναν και οι μεταθέσεις αξιωματικών της Ε.Φ.  Ο διοικητής της στρατηγός Χαραλαμπόπουλος, αντεκατεστάθει από τον Στρατηγό Ντενίση – πατέρα της γνωστής ηθοποιού – που εγκατεστάθει στην Λευκωσία με την Κυπριακής καταγωγής σύζυγό του. Στην Ναυτική Διοικηση αντικαταστάθηκαν οι υποπλοίαρχοι Πτερούδης, Λυμπερόπουλος, Γιούργας, και Δαμηλάτης, και στην θέση τους ήλθαν νεοπροαχθέντες υποπλοίαρχοι, οι Τσομάκης, Τσαταλός, Κανδαλέπας, και Ταβλαρίδης. Ο πρώτος, εξαιρετικός άνθρωπος και καλός αξιωματικός ανέλαβε διοικητής Ν.Σ. Κυρηνείας και κυβερνήτης Τ/Α, ο τέταρτος και αυτός καλός αξιωματικός κυβερνήτης του περιπολικού «Λεβέντης» και οι άλλοι δύο ως κυβερνήται Τ/Α. Οι δύο Τσαταλός, και Κανδαλέπας, δεν μου έκαναν καλή εντύπωση από την πρώτη ημέρα, διότι όπως είχα μάθει ο ένας έλεγε ότι ήλθε στην Κύπρο για να μαζέψει χρήματα και να αγοράσει ηλεκτρικές συσκευές, και αυτοκίνητο,  και ο άλλος για να μαζέψει χρήματα ώστε όταν επιστρέψει στην Ελλάδα να ανοίξει η γυναίκα του μία μπουτίκ ενδυμάτων. Και οι δύο επέτυχαν τους στόχους τους, όπως έμαθα μετά αρκετά χρόνια, (…..), και γλύτωσαν το Ναυτοδικείο λόγω της αποστρατείας μου. Εκτός από τους αξιωματικούς έγινε και αντικατάστασις του 50% περίπου των υπαξιωματικών, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν πολύ καλοί και τους περισσοτέρους τους είχα ναυτόπαιδες όταν ήμουν στην Σχολή τους, στον Πόρο.
Την περίοδο αυτή, με ενέργειές μου στο υπουργείο Εσωτερικών αγόρασα για τα πλοία και τις υπηρεσίες μου νέους ισχυρούς ασυρμάτους RAYCALL, (60 WATT) για τηλεγραφία και ραδιοτηλεφωνία, και τους εγκατέστησα σε όλα τα πλοία και τις υπηρεσίες μου, με σταθμό βάσεως στο επιτελείο μου, και πλέον μέσω σταθμού αναμεταδόσεως που εγκατέστησα στην κορυφή του όρους Τρόοδος, είχα ανά πάσα στιγμή εξαιρετική επικοινωνία δια φωνής με ολόκληρο το νησί και τον θαλάσσιο χώρο του, και επί πλέον μιλούσα και με το ΓΕΝ στην Ελλάδα, χωρίς να παρεμβάλονται τα μηχανήματα Λίαν Υψηλής Συχνότητος του ΓΕΕΦ, αποκτώντας έτσι τις καλλίτερες επικοινωνίες της Ε.Φ. Μία συσκευή είχα εγκαταστήσει και στο υπηρεσιακό αυτοκίνητό μου, και έτσι ακόμη και όταν ήμουν σε αυτό, είχα πλήρη επικοινωνία και έλεγχο των πλοίων και υπηρεσιών μου.  Επί πλέον εφοδιάστηκα με οκτώ συσκευές ραδιοτηλεφωνίας, μικρής ισχύος που εγκατεστάθησαν στα πλοία και εχρησιμοποιούντο ως τακτικό δίκτυο επικοινωνιών κατά τις ασκήσεις τους
Ζήτησα επίσης από το Υπουργείο και πήρα ένα μεγάλο κλειστό φορτηγό αυτοκίνητο, και μία ηλεκτρογεννήτρια επί τροχών, την οποία ρυμουλκούσε το φορτηγό. Το αυτοκίνητο αυτό το μετέτρεψα σε κινητό θάλαμο επιχειρήσεων, εγκαθιστώντας σε αυτό μεγάλους χάρτες υποτυπώσεως, τραπέζι εργασίας, και συσκευές ασυρμάτου, όπως επίσης και μία συσκευή μεγάλης ισχύος (500 WATT) ραδιοτηλεφωνίας που ζήτησα και μου έστειλαν από το ΓΕΝ, με την οποία είχα εξαιρετική και πιο αξιόπιστη επικοινωνία με την Ελλάδα, και με Ελληνικά πλοία που έπλεαν ακόμη και στο Αιγαίον. Έτσι το επιτελείο μου ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εγκαταλήψει το κτίριο του ΓΕΕΦ, και να κινηθεί με αυτοκίνητα οπουδήποτε εξακολουθώντας να έχει τον πλήρη έλεγχο στα πλοία και τις υπηρεσίες μου, όπως επίσης και με το ΓΕΝ.
Επί πλέον σε ένα παλαιό τράκτωρα φορτηγού εγκατέστησα ένα δίδυμο αντιαεροπορικό «΄έρλικον» μαζί με ενθέμια πυρομαχικών το οποίο θα παρείχε την απαραίτητη αντιαεροπορική προστασία στην ομάδα των οχημάτων. Όλες αυτές οι κατασκευές και εγκαταστάσεις εγένοντο από το προσωπικό μου στα συνεργεία της ΝΒΧ.
Τον Μάϊο του 1973 έγινε στην Ελλάδα το περίφημο «κίνημα του Ναυτικού», το οποίο στην Κύπρο το πληροφορηθήκαμε από τις εφημερίδες, διότι η Κυπριακή τηλεόρασις, δεν ασχολήθηκε λεπτομερώς με το θέμα. Στην ΝΔΚ δεν είχαμε προβλήματα και δεν μας άγγιξε το γεγονός. Μόνο ο πλωτάρχης Παπαδάκης εδήλωνε την φιλοεπαναστατική του προτίμηση, καταφερόμενος κατά συμμαθητού του που είχε λάβει μέρος στο κίνημα. Πάντως μετά την μεταπολίτευση αυτός ήταν από τους πρώτους που δήλωσε αντιστασιακός….
Μετά από λίγο έγινε στην Ελλάδα το δημοψήφισμα για την έγκριση του νεόυ Συντάγματος και την κατάργηση της Βασιλείας στην Ελλάδα, όπου με έξαιρετικά μεγάλη πλειοψηφία ενεκρίθησαν και τα δύο. Ο υποπλοίαρχος Παπαργύρης την επομένη του δημοψηφίσματος, μπήκε στον γραφείο μου, λέγοντας «Τα μάθατε, κατηργήθει η Βασιλεία στην Ελλάδα». Στενοχωρημένος για τις εξελίξεις αυτές και τις επιλογές της Ελληνικής Κυβέρνησης, του απάντησα με μία φράση «Γιώργο, αρχή δεινών για τον τόπο».  Με λύπη μου, σε μερικές ημέρες αλλάξαμε το στέμμα από το καπέλο μας και τα κουμπιά της στολής και το αντικαταστήσαμε με το σύμβολο της 21ης Απριλίου. ( Τον αναγεννόμενο από τις στάχτες φοίνικα)
Κρατιώμαστε όσο το δυνατόν μακρυά από τις διαμάχες της ΕΟΚΑ Β’ και του εφεδρικού, οι οποίες με τον καιρό γινόντουσαν όλο και πιο βίαιες, με ανατινάξεις αστυνομικών σταθμών, ένοπλες συμπλοκές, με ανθρώπινα θύματα εκατέρωθεν, και βασανιστήρια των συλλαμβανομένων από τους εφεδρικούς μελών της ΕΟΚΑ Β’.
Με τον νέο διοικητή της Ε.Φ. οι σχέσεις μου ήταν τυπικές. Ο άνθρωπος δεν ήταν του επιπέδου του Χαραλαμπόπουλου, παρίστανε τον «επαναστάτη» υποστηρικτή της 21ης Απριλίου, και μετά το κίνημα του Ναυτικού, θεωρούσε ότι υπάρχει μόνο Σ.Ξ., και αγνοούσε το Ναυτικό και την Αεροπορία. Προσωπικά για εμένα δεν έβλεπε με καλό μάτι τις επαφές που είχα με τους ξένους στρατιωτικούς ακολούθους -διότι πλην της Ελληνικής, δεν ήξερε άλλη γλώσσα- καθώς και τις επαφές μου με τον Υπουργό Εσωτερικών και τους παράγοντες του υπουργείου του.
Ευτυχώς η συνεργασία μου με τον επιτελάρχη του ΓΕΕΦ ταξίαρχο Παύλο Παπαδάκη (ο οποίος εδήλωνε αλλά και ήταν ιδεολογικά πραγματικός «επαναστάτης» και υποστηρικτής των συνταγματαρχών)  ήταν εξαιρετική (παρά το γεγονός ότι εγώ ήμουν πιστός “βασιλικός”) και έτσι ότι πρόβλημα είχα το επέλυα με την βοήθειά του.
Τον Αύγουστο του 1973 ο Ντενίσης διέταξε το 3ο Ε.Γ. του ΓΕΕΦ να συντάξει και να εκδόσει προς όλες τις δυνάμεις της Ε.Φ. οδηγίες μάχης και εμπλοκής. Μετά 15 ημέρες έλαβα από το 3ο Ε.Γ. γραφείο του ΓΕΕΦ τις οδηγίες μάχης, και με έκπληξη μου είδα ότι περιελάμβανε και οδηγίες μάχης για τα πλοία μου, (αστείες και ανεφάρμοστες από πλοία), που είχαν συνταχθεί εν αγνοία μου, και από ένα αντισυνταγματάρχη, ο οποίος ως ήτο φυσικό δεν είχε γνώση του αντικειμένου. Έγινα έξαλλος, τόσο για το περιεχόμενο των οδηγιών, όσο και για το γεγονός ότι δεν είχα κληθεί να συνεργαστώ για την σύνταξή των, και επί πλέον έφεραν φαρδιά πλατιά από κάτω την υπογραφή του Ντενίση, για άμεση εφαρμογή. Αμέσως συνέταξα ένα έγγραφο προς το 3ο Ε.Γ. γραφείο της Ε.Φ. με κοινοποίηση στον Αρχηγό και στον Επιτελάρχη  της Ε.Φ. με το οποίο επέστρεφα «ως απαράδεκτο» το κείμενο των οδηγιών που αφορούσε την ΝΔΚ, διότι αυτές ήταν ανεφάρμοστες για πλοία, είχαν συνταχθεί από αξιωματικό που δεν είχε γνώσει του αντικειμένου, και υπενθύμιζα ότι ο μόνος αρμόδιος για έκδοση οδηγιών μάχης και εμπλοκής για το Ναυτικό ήμουν εγώ, και κανείς άλλος.  Όταν πήρε το έγγραφό μου ο Ντενίσης, του «ηλθε το αίμα στο κεφάλι». Με εκάλεσε στο γραφείο του, για να με επιπλήξει, και  με απείλησε ότι θα με τιμωρήσει. Εγώ σοβαρός, και σε στάση προσοχής του απήντησα, ότι δεν έχω απαλλοτριώσει τις γνώσεις μου για το «όπλο» μου, ούτε τα δικαιώματά μου, υπέρ οιουδήποτε, και ότι επιμένω στα γραφόμενά μου, διότι ήδη από έτους έχω εκδόσει τις σχετικές οδηγίες, προς τα πλοία μου και τις υπηρεσίες μου, και εάν επιμείνει στις οδηγίες του 3ου Ε.Γ. τότε θα ζητήσω τον επαναπατρισμό μου στην Ελλάδα, αναφέροντας τους λόγους, και ας στείλουν άλλο Ναυτικό Διοικητή, που να αποδεχθεί τις οδηγίες του. Στην διένεξη μας, η οποία είχε φθάσει πλέον στα όρια της εκρήξεως επενέβει ο Επιτελάρχης Παπαδάκης, ο οποίος μου έδωσε δίκαιο σε ότι έλεγα, αλλά μου είπε ότι το έγγραφό μου ήταν οξύ,( και ήταν όντως), και συνέστησε να τηρήσω τις δικές μου οδηγίες μάχης και να μή λάβω υπ’ όψιν τις αντίστοιχές του 3ου Ε.Γ. τις οποίες θα ακυρώσει ως προς το Ναυτικό. Εγώ συμφώνησα και η συζήτησις τελείωσε. Επειδή όμως έβλεπα μία τάση από τον Ντενίση να μη υπολογίζει τα άλλα «όπλα» περίμενα και συνέχεια. Όντως μετά μερικές ημέρες ο Ντενίσης με ειδοποίησε ότι ήθελε να επιθεωρήσει την Ναυτική Βάση «Χρυσούλης». Ειδοποίησα σχετικά τον διοικητή της να ετοιμάσει την βάση για επιθεώρηση, και μετά δύο ημέρες, πήγαμε με τον στρατηγό για την επιθεώρηση. Η κατάστασις στο στρατόπεδο ήταν από εξαιρετική έως αρίστη. Τα πάντα ήταν άψογα. Στην επιθεώρηση του προσωπικού ο Ντενίσης  ρωτούσε τους υπαξιωματικούς και ναύτες τα συνηθισμένα. Από που κατάγονται και τι ειδικότητα έχουν. Άκουγε τεχνίτης πυροβόλων, ή τορπιλών, αρμενιστής, σηματωρός, κλπ. οπότε γυρίζει και μου λέει με κάπως υποτιμητικό τρόπο. Μα καλά δεν έχεις μαχίμους στο Ναυτικό, όπως πεζικάριους κλπ. Ο άνθρωπος φαινόταν ότι ήταν «λίγος». Του απάντησα ότι στο ναυτικό όλοι είναι μάχιμοι, ακόμα και οι μάγειροι, οι οποίοι εξοπλίζουν μαζί με άλλους μάχιμες θέσεις στα πλοία και τις υπηρεσίες, και πολεμούν.  Δεν ξαναείπε τίποτα. Μόνο θέλησε να τιμωρήσει με φυλάκιση έναν υποπλοίαρχο (τον Κανδαλέπα), γιατί είχε πολλά μαλλιά. Του εξήγησα ότι φυλάκισις στους αξιωματικούς του Ναυτικού επιβάλλεται σύμφωνα με τις Διατάξεις του Β.Ν. για πάρα πολύ σοβαρά παραπτώματα και πρέπει να εκτελείται δια εγκλεισμού σε κελί στρατιωτικής φυλακής, σε αντίθεση με τους αξιωματικούς του στρατού, που εκτελούν την ποινή όπως εμείς τον περιορισμό. Κατόπιν τούτου τιμώρησε τον υποπλοίαρχο με περιορισμό 5 ημερών. Αλλά και εγώ του την φύλαγα. Είχα παρατηρήσει ότι προσερχόμενος στο ΓΕΕΦ κάθε πρωί με το υπηρεσιακό μου αυτοκίνητο, οι νέοι οπλίτες της ΕΣΑ που ήταν στην πύλη δεν με χαιρετούσαν, ενώ χαιρετούσαν κανονικά ακόμη και εισερχομένους ανθυπολοχαγούς. Ένα πρωί σταμάτησα το αυτοκίνητο στην πύλη κάλεσα κοντά μου το οπλίτη και τον ρώτησα γιατί δεν με χαιρετάει όταν εισέρχομαι στο ΓΕΕΦ. Μου απάντησε απορρημένος και φοβισμένος «Δεν ξέρω τι είστε, και τι βαθμό φέρετε». Ανέβηκα στο γραφείο μου, και έγραψα μία αναφορά προς το ΓΕΕΦ, αναφέροντας το γεγονός, και σημειώνοντας ειρωνικά ότι υπάρχουν και αξιωματικοί και άλλων όπλων πλην του Σ.Ξ., και ότι θα πρέπει οι οπλίτες της Ε.Φ. να το γνωρίζουν, και εφόσον δεν το ξέρουν να τους γίνουν μαθήματα στις μονάδες τους. Εφόσον δε το επιθυμούν είμαι διατεθειμένος να τους αποστείλω έγχρωμους πίνακες με τα διακριτικά των αξιωματικών του Ναυτικού και της Αεροπορίας σε αντιστοιχία με τα ίδια του Σ.Ξ. Σε μερικές ημέρες το ΓΕΕΦ εξέδωσε διαταγή προς όλες τις μονάδες του με τους πίνακες αντιστοιχίας των βαθμών, και έτσι τόσο εμείς του Ναυτικού όσο και οι συνάδελφοί μας αεροπόροι λαμβάναμε τον χαιρετισμό που εδικαιούμεθα.
Από ότι μου είπε ο φίλος μου αντισυνταγματάρχης διευθυντής του 1ου Ε.Γ. ο Ντενίσης δεν ήθελε να βγάλει τέτοια διαταγή, για να μη <μειωθεί> !!!
Από την ημέρα που είχα έλθει στην Κύπρο προσπαθούσα να αξιοποιήσω την παλαιά ξύλινη τορπιλλάκατο, που μας είχε δώσει η Κυπριακή κυβέρνησις, αλλά χωρίς επιτυχία.Το ξύλινο σκάφος λόγω πολυκαιρίας παρουσίαζε διαρροές. Η μηχανή παρόλες τις επισκευές που της κάναμε, δεν απέδιδε και δεν μπορούσε να κρατήσει πολλές στροφές με αποτέλεσμα η ταχύτης του σκάφους να είναι μόνο 10-12 κόμβους, μόλις ανεβάζαμε στροφές για μεγαλύτερη ταχύτητα ξεμπλοκάριζε η μηχανή και δούλευε χωρίς να γυρίζει η προπέλα. Έκανα ένα έγγραφο στο υπουργείο εσωτερικών και τους ζήτησα να πάρουν πίσω το σκάφος, και να το χρησιμοποιήσουν όπως αυτοί θέλουν, γιατί είναι ακατάλληλο για πολεμικό. Ενοχλήθηκαν και έστειλαν μία επιτροπή στην Ναυτική βάση, μαζί με το πωλητή του σκάφους μεγαλοεπιχειρηματία Καϊσή, για να εξετάση το σκάφος. Είδαν το χάλι του, και συμφώνησαν μαζί μου, πλην του πωλητού, ο οποίος προέτινε, να το αλλάξη με ένα άλλο του ιδίου τύπου, αλλά βέβαια της ιδίας ηλικίας. Οι υπάλληλοι του υπουργείου έδειξαν να συμφωνούν, εγώ αντέδρασα και τους είπα ότι δεν το θέλω, και ότι επιθυμώ να έχω πολεμικά πλοία και όχι σκάφη scrap, κατάλληλα ίσως για θαλαμηγοί αναψυχής, και τους ζήτησα να το πάρουν πίσω και ας το δώσουν στην αστυνομία ή στους πλοηγούς των λιμανιών. Φύγανε μουδιασμένοι, ο δε Καϊσής ούτε που με χαιρέτησε.
Μετά μερικές ημέρες με εντολή του υπουργείου παρέδωσα το σκάφος στην αστυνομία Αμμοχώστου, και απηλλάγην από αυτόν τον μπελά.
Με το πέρασμα του χρόνου η κατάστασις στην Κύπρο από τις επιχειρήσεις της ΕΟΚΑ Β’, κατά του Μακαρίου, και των εφεδρικών κατά της ΕΟΚΑ Β’ είχε εκτραχυνθεί μέχρι που δεν πήγαινε άλλο. Μάχες, στα ορεινά, οδομαχίες στις πόλεις, ανατινάξεις κυβερνητικών κυρίως κτιρίων, και γενικώτερα μία κατάστασις πολύ άσχημη. Οι υπηρεσίες του Μακαρίου είχαν εντείνει τις παρακολουθήσεις μας, καθώς θεωρούσαν ότι όλοι οι Ελλαδίτες ήταν μαζί με την ΕΟΚΑ Β’. Ένα απόγευμα του Σεπτεμβρίου δύο διμοιρίες καταδρομέων γύριζαν στο στρατόπεδό τους από ασκήσεις, με τρία φορτηγά αυτοκίνητα, τραγουδώντας εμβατήρια, και φωνάζοντας «Ενωσις». Στο κέντρο της Λευκωσίας, τους μπλόκαραν τρεις διμοιρίες εφεδρικών με βαρέα όπλα, σταμάτησαν τα φορτηγά και αξίωσαν να μη ξανακουστεί η κραυγή «Ενωσις». Ο επί κεφαλής Έλλην υπολοχαγός, κρατώντας την ψυχραιμία του τους εκάλεσε να ανοίξουν αμέσως τον δρόμο, ενώ οι επί κεφαλής ανθυπολοχαγοί (Κύπριοι) και οι καταδρομείς ετοίμασαν τα όπλα τους για μάχη. Ο υπολοχαγός τηλεφώνησε αμέσως στον διοικητή του αντισυνταγματάρχη Κομπόκη, και αυτός ειδοποίησε αμέσως τον Ντενίση, αφού έκανε αρκετή ώρα να τον εντοπίσει διότι έπαιζε χαρτιά σε φιλικό του σπίτι. Ο Κομπόκης στο μεταξύ πήγε στον τόπο του επεισοδίου και συγκράτησε τους καταδρομείς οι οποίοι είχαν θεωρήσει μεγάλη προσβολή αυτό που είχε γίνει, και ήταν έτοιμοι να επιτεθούν στους εφεδρικούς. Ο Ντενίσης όταν αντελήφθη το κρίσιμο της καταστάσεως, ήλθε σε επαφή με τον υπουργό εσωτερικών και αυτός με τον Μακάριο, και τελικά απεχώρησαν οι εφεδρικοί μετά δύο ώρες, κραυγάζοντες Μακάριος, Μακάριος, ενώ οι καταδρομείς ανταπαντούσαν Ενωσις, Ενωσις.
Ο Ντενίσης την επομένη έκανε μία χλιαρή διαμαρτυρία στον υπουργό εσωτερικών, αλλά αυτός του απήντησε ότι το εφεδρικό σώμα της αστυνομίας τυπικά μόνον ανήκε στο υπουργείο του, και στην ουσία έπαιρνε διαταγές από τον Μακάριο απ’ευθείας. Σε σύσκεψη που είχαμε στο ΓΕΕΦ επί του επεισοδίου, προετάθει από ορισμένους να εκδοθεί διαταγή και να απαγορευθεί η λέξις «Ενωσις» ως σύνθημα, αλλά αντιδράσαμε η πλειοψηφία των παρισταμένων αξιωματικών και η πρότασις απεσύρθει. Το επεισόδιο μας είχε πεισμώσει. Δεν είχαμε έλθει στην Κύπρο για να εξυπηρετήσουμε τις προσωπικές φιλοδοξίες του Μακαρίου, αλλά για να προστατεύσουμε την Νήσο από εξωτερικό εχθρό!
Μετά μία εβδομάδα, με ένα νέο νόμο ο Μακάριος, κατήργησε και την Ελληνική ιθαγένεια στους Κυπρίους από τις ταυτότητές τους. Μέχρι τότε στις ταυτότητές τους ανεγράφετο Υπηκοότης. Κυπριακή, και Ιθαγένεια. Ελληνική (για τους Ελληνοκυπρίους) ή Τουρκική(για τους Τουρκοκυπρίους). Με τον νέο νόμο υπήρχε η λέξις Κυπριακή και στην υπηκοότητα και στην ιθαγένεια. Αυτό βέβαια για τους Ελληνοκυπρίους. Διότι οι Τουρκοκύπριοι δεν εδέχοντο την αλλαγή. Σιγά- σιγά αρχίσαμε να αισθανόμεθα ότι είμεθα ανεπιθύμητοι στο νησί. Βεβαίως οι «ενωτικοί» Κύπριοι οι οποίοι εκείνη την εποχή ήσαν περίπου το 60% του πληθυσμού, δεν συμφωνούσαν με τους χειρισμούς του Μακαρίου, και ανοικτά μας έδιναν την υποστήριξή τους σε κάθε ευκαιρία. Επί πλέον το επιβαλλόμενο άνωθεν ανθελληνικό πνεύμα, και οι παρακολουθήσεις που μας εγένοντο μας έκαναν να διακείμεθα φιλικά προς την ΕΟΚΑ Β’ παρόλο που αυτή δεν είχε καλές σχέσεις με την τότε Ελληνική κυβέρνηση.
Τον Σεπτέμβριο του 1973 ένας γείτονας «ενωτικός» με επληροφόρησε ότι κάθε βράδυ το σπίτι το παρακολουθούν οι εφεδρικοί. Τον ευχαρίστησα και του είπα ότι το ξέρω.
Τον Οκτώβριο έκανα μία επιθεώρηση στο ΣΕΠ του ακρωτηρίου ‘Απόστολος Ανδρέας’. Πηγαίνωντας εν στολή με το υπηρεσιακό μου αυτοκίνητο και με πινακίδα που να γράφει ΝΔΚ, στον δρόμο προς το Ριζοκάρπασσο υπήρχε ένα μπλόκο των εφεδρικών. Ένας από αυτούς έκανε σήμα να σταματήσω παρά την πινακίδα του αυτοκινήτου και τις χαρακτηριστικές μεγάλες κεραίες που είχε. Είπα στον οδηγό μου να τον αγνοήσει και να συνεχίσει τον δρόμο του. Ενώ τον είχαμε προσπεράσει περί τα 50 μέτρα αντελήφθην ότι πυροβόλησε στον αέρα. Είπα στον οδηγό μου να σταματήσει και να κάνει όπισθεν. Μόλις τον πλησιάσαμε πετάχτηκα έξαλλος έξω κρατώντας στο χέρι το πιστόλι μου, και του λέω «κοίταξε καθίκι, εγώ δεν σηκώνω τέτοια, θα πάρω το καλάσνικωφ που έχεις και θα στο βάλω στον κ….  σου». Επενέβη ένας λοχίας και μου ζήτησε συγνώμη για την αβλεψία του υφισταμένου του. Τους ξαναέβρισα και έφυγα. Όταν γύρισα στο γραφείο μου στην ΝΔΚ, εξέδωσα γραπτή διαταγή προς τις υπηρεσίες μου, με την οποία τους διέτασσα να μη δεχθούν επί ουδενί λόγω οιονδήποτε έλεγχον από εφεδρικούς σε οποιονδήποτε μέρος της Κύπρου, και επι πλέον διέτασσα την ΝΒΧ να έχει πάντοτε σε ετοιμότητα ομάδα εκ 15 υπαξιωματικών και ναυτών, υπό αξιωματικό, απάντων ενόπλων, και να επέμβη κατόπιν διαταγής μου, σε περίπτωση που οιοσδήποτε εκ των ανδρών της ΝΔΚ βρεθεί σε δύσκολη θέση. Την διαταγή μου την κοινοποίησα στον αρχηγό του ΓΕΕΦ, με παράκληση να την κοινοποιήσει στο υπουργείο εσωτερικών. Ο Ντενίσης μου  είπε ότι δεν μπορεί να την κοινοποιήσει (ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί), και μου προσέθεσε «Εσείς οι ναυταίοι δεν σηκώνετε μύγα στο σπαθί σας». Δεν του απήντησα, αλλά μετά μερικές ημέρες παρόμοια διαταγή έβγαλε και ο Κομπόκης για τους καταδρομείς.
Μετά μερικές ημέρες ένας ναύτης μου Κύπριος έχοντας κανονική άδεια πήγαινε εν στολή από την Αμμόχωστο στην Λάρνακα. Στον δρόμο τον σταμάτησαν οι εφεδρικοί, και βρίζοντας την Εθνική Φρουρά ,την Ελλάδα, το Ναυτικό, εμένα προσωπικά, και το…. ΝΑΤΟ, τον εκτύπησαν βίαια. Μετά μία περίπου ώρα ο ναύτης με πήρε  @τηλέφωνο και μου ανέφερε το γεγονός. Έστειλα αμέσως το άγημα από την ΝΒΧ με εντολή να συλλάβουν τους εφεδρικούς και να τους μεταφέρουν στην ΝΒΧ. Όταν το άγημα έφθασε στο σημείο του μπλόκου οι εφεδρικοί είχαν φύγει. Ο επί κεφαλής εφ. Σημαιοφόρος (Ελλαδίτης) πήγε με το άγημα στον σταθμό των εφεδρικών στην Αμμόχωστο και απαίτησε από τον διοικητή του να του παραδώσει τους άνδρες του που ήταν στο μπλόκο. Αυτός του απήντησε (ψευδώς) ότι δεν είχε στείλει καμία ομάδα για μπλόκο εκείνη την ημέρα και ότι προφανώς ο ναύτης κάπου αλλού θα είχε ξυλοκοπηθεί. Από την ημέρα εκείνη και βλέποντας τις αντιδράσεις μας, δεν ξαναενοχλήθηκε προσωπικό της ΝΔΚ, ενώ αντιθέτως γινόντουσταν πολλά παρόμοια επεισόδια με άνδρες του Σ.Ξ.
Παρακολουθούσαμε από τις ειδήσεις τις αλλαγές που γινόντουσαν στην Ελλάδα, με τον σχηματισμό κυβερνήσεως από τον Μαρκεζίνη.  Ήταν φανερό ότι κάτι θα γινόταν, και η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Αργότερα έγιναν τα γεγονότα του πολυτεχνείου, που τα βλέπαμε στην κυπριακή τηλεόραση. Οι “μακαριακοί” χαιρόντουσαν με την πτώση του μισητού, για αυτούς, Παπαδόπουλου, αλλά δεν μπορούσαν να φανταστούν την τροπή των γεγονότων από την ημέρα εκείνη και μετά.  Όταν έγινε η ανάληψη της διακυβερνήσεως στην ουσία από τον Ταξίαρχο Ιωαννίδη, με πρωθυπουργό τον Ανδρουτσόπουλο, και πρόεδρο δημοκρατίας τον στρατηγό Γκιζίκη, παραμείναμε σε επιφυλακή όλη την ημέρα στο ΓΕΕΦ.  Και τον Ανδρουτσόπουλο και τον Ιωαννίδη τους εγνώριζα υπηρεσιακώς και μου είχαν και οι δύο μεγάλη εκτίμηση.  Περισσότερο χαρούμενος ήταν ο επιτελάρχης του ΓΕΕΦ ταξίαρχος Παύλος Παπαδάκης (ουδεμία σχέση έχων με τον πλωτάρχη υφιστάμενόν μου, πλην της συνωνυμίας) ο οποίος ήταν προσωπικός φίλος του Ιωαννίδη. Τον Ντενίση είχαν αρχίσει να τον ζώνουν τα φίδια γιατί όλο αυτό τα διάστημα παρίστανε τον φίλο του Παπαδοπούλου, αν και μετά την μεταπολίτευση δήλωσε και αυτός όπως και πολλοί άλλοι ‘αντιστασιακός’.
Ο Μακάριος μετά την αλλαγή στην Ελλάδα σκλήρυνε την στάση του απέναντί μας. Οι παρακολουθήσεις μας ήταν πιο εντατικές και επί πλέον κάθε βράδυ εφεδρικοί παρακολουθούσαν και τα στρατόπεδα της εθνικής φρουράς.
Τέλος Νοεμβρίου ήλθα για μερικές ημέρες στην Ελλάδα μαζί με την Λίλυ και τον Παναγιώτη. Πήγα στο ΓΕΝ και συναντήθηκα με τον Αρχηγό Ναυτικού αντιναύαρχο Αραπάκη, με τον οποίο συνεζήτησα πιθανότητες να με ενισχύσει το Ναυτικό με τορπιλλακάτους. Δυστυχώς το Ναυτικό δεν είχε δυνατότητα ενισχύσεως μου εκείνη την εποχή, αλλά μου συνέστησε να προσπαθήσω μέσω της Κυπριακής να αγοράσω καινούργιες τορπιλλακάτους. Πήγα εν συνεχεία στο ΓΕΕΘΑ και ζήτησε να με δεί ο ταξίαρχος Ιωαννίδης, ο οποίος με ερώτησε για την κατάσταση που επικρατούσε στην Κύπρο, κυρίως όσον αφορά στην δράση των Εφεδρικών, και μου συνέστησε να «είμαι κοντά» στον επιτελάρχη του ΓΕΕΦ ταξίαρχο Παπαδάκη, από τον οποίο όπως μου είπε έχει ακούσει τα καλλίτερα λόγια για εμένα. Στην συνέχεια συναντήθηκα με τον κουμπάρο μου Μανωλόπουλο εν αποστρατεία πλέον αντιναύαρχο, και του ζήτησα την συμβουλή του για αγορά νέων ταχέων σκαφών. Μου επρότεινε να αγοράσω μικρά περιπολικά σκάφη με κατευθυνόμενα βλήματα, που ήταν πιο αποτελεσματικά για την άμυνα της Κύπρου, από τις τορπιλλακάτους.
Στις 6 Δεκεμβρίου ημέρα του Αγίου Νικολάου, έγινε στην ΝΒΧ η καθιερωμένη γιορτή του Ναυτικού. Είχα καλέσει και τον Μακάριο, ο οποίος με επληροφόρησε ότι «λόγω άλλων υποχρεώσεών του» δεν μπορούσε να έλθει και ώριζε ως αντικαταστάτη του τον πρόεδρο της Βουλής Γλ. Κληρίδη. Η τελετή ήταν άψογη από πάσης πλευράς με παρελάση των ναυτών, με επιδείξεις βατραχανθρώπων και ανατίναξη υποβρυχίου στόχου, με επιδείξεις τορπιλλακάτων και πραγματική βολή τορπίλλης. Μετά την δοξολογία που χοροστάτησε ο μητροπολίτης Αμμοχώστου, εγένοντο καταθέσεις στεφάνων στο υπάρχων εκεί μνημείο για τους πεσόντας άνδρας του Ναυτικού στην Κύπρο, και εν συνεχεία εδιάβασα την Ημερησία διαταγή μου για την επέτειο. Η διαταγή μου έκανε εντύπωση, διότι για πρώτη φορά ανεφέρετο ότι όλοι μας είμαστε έτοιμοι να θυσιαστούμε αμυνόμενοι της Κύπρου, και να δώσουμε και την τελευταία ρανίδα του αίματός μας για την πραγμάτωση των δικαίων της νήσου. Ο ραδιοφωνικός σταθμός (ΡΙΚ) στις βραδυνές ειδήσεις του αναμετάδωσε ηχογραφημένη την ανάγνωση της διαταγής από εμέ, και είχε εκτενές ρεπορτάζ από την τελετή, οι δε εφημερίδες της επομένης, με εξαίρεση αυτή του κομμουνιστικού κόμματος, είχαν την ημερησία διαταγή μου με ευμενή σχόλια στην πρώτη τους σελίδα. Με παράκληση μου στούς δημοσιογράφους εζήτησα να μη αναφέρονται το όνομα μου όπως και όνομα οιουδήποτε αξιωματικού μου, όπως και να μη προβάλουν από την τηλεόραση σκηνές από την τελετή για λόγους ασφαλείας. Συνεμορφώθησαν προς τιμή τους όλοι.  Μετά μερικές ημέρες ένας γνωστός επιχειρηματίας της Κύπρου στενά συνδεδεμένος με τον Γρίβα μου διαβίβασε τα συγχαρητήρια του Γρίβα για τα όσα είχα πεί στην διαταγή μου.
Μετά από μελέτη διατιθεμένων περιπολικών κατευθυνομένων βλημάτων, είχα καταλήξει στον τύπο των Γαλλικών ESTEREL με βλήματα SS12. Έστειλα μία επιστολή στην Γαλλία στα Ναυπηγεία ESTEREL αναφέροντας το ενδιαφέρον μας. Σε μερικές ημέρες ήλθαν στην Λευκωσία, τρεις Γάλλοι από τα Ναυπηγεία για συζητήσεις. Ο Ντενίσης ήταν αρνητικός στο να αποκτηθούν πλοία. Σε συζήτηση που είχα μαζί του εδήλωσε ότι δεν εγκρίνη διάθεση κονδυλίων από τον προϋπολογισμό της Ε.Φ. για πλοία και προτιμά να δώσει τα χρήματα αυτά για να αγοράσει πολυβόλα!!! Του απάντησα ότι εγώ θα προχωρήσω και θα βρώ χρήματα για τα πλοία που θέλω. Βασιζόμουνα στην εκτίμηση, ότι ο Μακάριος δεν θα ενέκρινε αγορά πολυβόλων, που θα μπορούσαν, ίσως να χρησιμοποιηθούν εναντίον των εφεδρικών, ενώ ένα πολεμικό πλοίο με κατευθυνόμενα βλήματα δεν είχε δυνατότητα για κάτι τέτοιο, και επί πλέον θα έδειχνε στην Ελληνική κυβέρνηση, ότι ενδιαφέρεται για την άμυνα της Κύπρου, χωρίς να τίθεται εν κινδύνω η πρόθεσίς του για ανάπτυξη του αντιπάλου δέους της Ε.Φ. δηλαδή του εφεδρικού σώματος του οποίου η δύναμις είχε ήδη φθάσει τους 7.000. Με την βοήθεια του Επιτελάρχου, μου διετέθει η αίθουσα συνεδριάσεων της Ε.Φ. και οι Γάλλοι προέβαλαν σε ταινία τα υπόψιν πλοία και τις δυνατότητες τους, στους διευθυντάς των επιτελικών γραφείων της Ε.Φ., στους διοικητάς Πυροβολικού, Καταδρομών, και Διαβιβάσεων, και σε όλους τους μόνιμους  αξιωματικούς της ΝΔΚ. Τα πλοία πραγματικά είχαν καλές, για την τιμή τους, δυνατότητες, αλλά οπωσδήποτε πολύ πιο καλές από τις υπάρχουσες Ρωσσικές τορπιλλακάτους που ήταν ήδη 25 ετών πλοία, και η ταχύτητά τους μετά βίας έφθανε πλέον τα 15-17 μίλλια την ώρα, από 50 που είχαν τα σκάφη, όταν ήταν καινούργια. Επί πλέον μπορούσε να κτυπήσεις στόχο σε απόσταση 15-20 μίλλια, και δεν χρειαζόταν να πλησιάσεις στο ένα μίλι για να ρίξεις τορπίλλη, όπως  γινόταν με τα υπάρχοντα πλοία. Η ταχύτης τους έφθανε τα 25 μίλλια την ώρα. Όλοι οι παριστάμενοι συμφώνησαν ότι τα πλοία αυτά θα βοηθούσαν τα μέγιστα στην αποστολή της Ε.Φ. Όλοι πλην του Ντενίση που ήθελε πολυβόλα, και όχι κατευθυνόμενα βλήματα !!! Τον αγνόησα και πήγαμε με τον επιτελάρχη στον υπουργό εσωτερικών όπου του θέσαμε το θέμα. Ο υπουργός μας είπε ότι θα θέσει το θέμα στον Μακάριο, και θα μας απαντήσει, διότι το ποσόν που απαιτείται ( περίπου ένα εκατομμύριο Λίρες) είναι αρκετά μεγάλο και θέλει να έχει την έγκρισή του. Το υπουργείο πήρε την έγκριση του Μακαρίου, και άρχισε συνομιλίες με τους Γάλλους, πάντοτε παρουσία μου, για να επιτύχει καλλίτερες τιμές αγοράς. Ο Ντενίσης επέμενε να πάρει πολυβόλα. Η απάντηση του Υπουργείου ήταν ότι το θέμα εξετάζεται και θα του απαντήσουν εν καιρώ. Φαίνεται ότι η εκτίμησίς μου, όσον αφορά τις προθέσεις του Μακαρίου για αγορά πολυβόλων, ήταν σωστή. Άλλωστε ο Ντενίσης δεν προέτινε κάποιο συγκεκριμένο τύπο για αγορά, αλλά γενικώς έλεγε για πολυβόλα, χωρίς να έχει κάνει έστω μία διερεύνηση αγοράς ώστε να ξέρει τι ζητάει ακριβώς.
Οι συνομιλίες κράτησαν περίπου ένα μήνα, και τελικά συνεφωνήθει η αγορά δύο περιπολικών κατευθυνομένων βλημάτων, υπεγράφησαν τα σχετικά συμβόλαια, και σε λίγες ημέρες εδώθει η σχετική προκαταβολή με επιταγή που υπέγραφε ο ίδιος ο Μακάριος, με κόκκινο μελάνι, δικαίωμα που είχε εκχωρηθεί στον εκάστοτε αρχιεπίσκοπο Κύπρου, από Βυζαντινό αυτοκράτωρα εδώ και 6 αιώνες. Την επιταγή μου την έδειξε ο Υπουργός την ημέρα που την έδωσε στους Γάλλους. Με ένα δείπνο σε κοσμικό εστιατόριο της Λευκωσίας, επισφραγίσαμε την συμφωνία όλοι οι εμπλεκόμενοι σε αυτήν. Η συμφωνία αυτή και «η νίκη» μου κατά κάποιο τρόπο, έναντι του Ντενίση, είχε ανεβάσει «ψηλά» τις μετοχές μου μεταξύ των αξιωματικών του Σ.Ξ. της Ε.Φ. Όλοι μου εφέροντο πιο φιλικά από πριν, και πολλές φορές ζητούσαν την συμβουλή μου σε πολλά θέματα που τους απασχολούσαν. Στην ουσία με θαύμαζαν, και η δικαιολογημένη «έπαρσίς» των έναντι των αξιωματικών των άλλων κλάδων των Ε.Δ. λόγω της “επαναστάσεως” της 21ης Απριλίου, δεν είχε εφαρμογή σε εμένα, εάν δε κανείς τολμούσε να πεί κάτι, τον έβαζα αμέσως στην θέση του, χωρίς πολλές κουβέντες. Με είχαν όλοι σε μεγάλη εκτίμηση, καθώς και σε όλο το προσωπικό της ΝΔΚ. Το πρώτο από τα νέα μας πλοία θα παραδινόταν τον Αύγουστο του 1974 και το δεύτερο τον Οκτώβριο του ιδίου έτους. Δεκαπέντε ημέρες προ της παραδόσεως των πλοίων, θα έπρεπε να στείλω τα πληρώματα παραλαβής στην Γαλλία για να εκπαιδευτούν στα συστήματα των σκαφών.
Στο διάστημα που συνομιλούσαμε για την αγορά των πλοίων, ο Αρχηγός Ναυτικού, που τον τηρούσα ενήμερο σχετικά με την αγορά των νέων σκαφών, έστειλε τον Διευθυντή του 2ου Κλάδου του ΓΕΝ, τον Αρχιπλοίαρχο Δ.Σταμούλη, για να επιθεωρήσει την ΝΔΚ, και να με συνδράμει όπως είχα ζητήσει, στην επιτυχή εξέλιξη των συνομιλιών.  Έμεινε στην Κύπρο τέσσερεις ημέρες, επιθεώρησε όλες τις υπηρεσίες και τα πλοία μου, είδε τον Υπουργό εσωτερικών, τον Ντενίση, και παρεκάθησε με την γυναίκα του, σε δείπνο στο σπίτι μου, όπου είχα καλέσει, τον επιτελάρχη ΓΕΕΦ, τους διευθυντάς των Ε.Γ. του ΓΕΕΦ, με τις συζύγους τους, και τον παιδικό φίλο μου ταξίαρχο αεροπορίας Σπύρο Αλευρά, που ευρίσκετο για υπηρεσιακούς λόγους στην Κύπρο. Περάσαμε πολύ καλά σε μία πραγματική φιλική ατμόσφαιρα. Ο Σταμούλης έφυγε κατενθουσιασμένος, από όσα είχε ιδεί, και είχε ακούσει, όσον αφορά στο Ναυτικό στην Κύπρο. Όταν επέστρεψε στο ΓΕΝ, εγγράφως μου έστειλε τα συγχαρητήρια του και την ευαρέσκειά του, και μου έγγραφε ότι στην Κύπρο αισθάνθηκε υπερήφανος ως αξιωματικός του Ναυτικού για το υψηλό επίπεδο που ευρίσκοντο τα πλοία μου και οι υπηρεσίες μου, αλλά και για τον σεβασμό που οι αξιωματικοί του Σ.Ξ. έδειχναν προς το πρόσωπό μου, και το προσωπικό μου γενικώτερα.
Μετά οκτώ μήνες με την μεταπολίτευση, ο ίδιος ξεχνόντας όλα αυτά, υπέγραψε την τιμωρία μου, με αργία δια προσκαίρου παύσεως, που του είχε ζητήσει ο Αβέρωφ, χωρίς ίχνος τροπής.
Την εποχή εκείνη πέθανε λόγω των κακουχιών, και της σχετικά μεγάλης του ηλικίας (78 ετών), ο αρχηγός της ΕΟΚΑ Β’ στρατηγός Γρίβας. Το νέο έπεσε σαν βόμβα στην Κύπρο. Ότι και να ήταν ο Γρίβας, ήταν ο άνθρωπος που πολέμησε τους Άγγλους, κα έδωσε την ελευθερία στο νησί. Όλοι το αναγνώριζαν αυτό, ακόμα και οι Μακαριακοί που κατά βάθος επίχαιραν για τον θάνατό του, διότι η προσπάθειά τους για ανεξάρτητη και αδέσμευτη Κύπρο ( και όχι η ένωσις με την Ελλάδα), θα ήταν πλέον πιο εύκολη.  Άλλωστε ο Μακάριος όπως είχε κάποτε δηλώσει, προτιμούσε να είναι πρόεδρος ενός ανεξαρτήτου νησιού, παρά να ενωθεί αυτό με την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να παραμείνει μόνο αρχιεπίσκοπος, χωρίς κοσμική εξουσία. Τώρα λοιπόν του δινόταν η ευκαιρία να το κάνει χωρίς να έχει ουσιαστική αντίσταση. Στα κρυφά σχέδιά του ( τα οποία είχαμε μάθει στην Ε.Φ. πιθανόν διότι ήθελε να τα μάθουμε) ήταν να διώξει όλους τους Έλληνες αξιωματικούς, υπαξιωματικούς, και Έλληνες ναύτες που είχα στην ΝΔΚ, και να δημιουργήσει Στρατό με βάση το Εφεδρικό Σώμα, διοικούμενο αποκλειστικά από Κυπρίους, και με την συμμετοχή μισθοφόρων κυρίως από κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, όταν τα κενά δεν θα μπορούσε να τα καλύψει με Κυπρίους. Αυτούς που δεν ήθελε ήταν τους Έλληνες.
Η κηδεία του Γρίβα έγινε στην Λεμεσό, κοντά στο κρησφύγετο όπου διέμενε, και ήταν επίσημη. Του απεδώθησαν τιμές στρατηγού εν ενεργεία,  όπου προσήλθαν όλοι οι αξιωματικοί της Ε.Φ. με στολή και τα ξίφη μας, και χιλιάδες κόσμου, οι οποίοι με δάκρυα στα μάτια, μας αγκάλιαζαν όταν προσερχόμεθα, μας ασπάζοντο, φωνάζοντας «ένωσις-ένωσις», και απαιτούσαν να μη εγκαταλείψουμε ποτέ την Κύπρο, έστω και εάν ο Μακάριος το ζητούσε. Κατά την διάρκεια της νεκρωσίμου ακολουθίας, τέσσερεις ανώτεροι αξιωματικοί κρατούσαν τις τέσσερεις γαλανόλευκες ταινίες που είχε το φέρετρο. Ένας από αυτούς ήμουν και εγώ. Ένας πέμπτος αξιωματικός του Σ.Ξ. κρατούσε σε ένα μαξιλαράκι τα παράσημα και μετάλλια του Γρίβα. Εκ μέρους του Μακαρίου παρέστη ένας εκ των υπουργών της κυβερνήσεως, ο οποίος και απεδοκιμάσθει από το πλήθος κατά την προσέλευσή του. Ως εκπρόσωποι των Ελληνικών Ε.Δ. είχαν έλθει από την Αθήνα, ένας υποστράτηγος και τέσσερεις συνταγματάρχαι, οι οποίοι είχαν συνεργασθεί με τον Γρίβα στην οργάνωση Χ κατά την κατοχή στην Αθήνα, αλλά και το 1964-1967 στην Κύπρο.
Οι Μακαριακοί είχαν ‘εξαφανιστεί’ εκείνες τις ημέρες. Το μεγάλος πλήθος του ‘αγριεμένου’ κόσμου που ήταν στην κηδεία, και η σύσσωμη παρουσία της Εθνικής Φρουράς σε αυτήν, δημιουργούσαν προβλήματα στα σχέδια του Μακαρίου, που σκεπτόταν πλέον με πιο τρόπο θα τα θέσει σε εφαρμογή, με τέτοιες αντιδράσεις του κόσμου, και βεβαίως την διαφαινομένη αντίδραση της Ε.Φ. Την άλλη ημέρα τόσο οι εφημερίδες της Κύπρου όσο και της Ελλάδος είχαν εκτενείς περιγραφές από την κηδεία, και στις περισσότερες υπήρχε η φωτογραφία μου κρατώντας την ταινία του φερέτρου, παρά το ότι είχαμε ζητήσει από τους δημοσιογράφους να μη δημοσιεύουν φωτογραφίες μας για λόγους ασφαλείας.
Μετά μερικές ημέρες, ο Ιωαννίδης από την Ελλάδα, αποφάσισε να εγκαταλήψει την πραγματική ουδετερότητα που κρατούσε μέχρι τότε το ΓΕΕΘΑ έναντι της ΕΟΚΑ Β’ και να την βοηθήσει πλέον στον αγώνα της κατά του Μακαρίου, όχι βέβαια φανερά. Αυτό έγινε γνωστό σε περιορισμένο αριθμό αξιωματικών στην Κύπρο, (εξαιρουμένου του Ντενίση) μεταξύ των οποίων ήμουν και εγώ. Μετά μερικές ημέρες εζητήθει από το ΓΕΕΘΑ η αποχώρησις του υπαρχηγού του Γρίβα αποστράτου αντισυνταγματάρχου Καρούσου και η επιστροφή του στην Αθήνα, διότι ο εν λόγω αξιωματικός ήτο αντίθετος προς στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών. ( Μετά την μεταπολίτευση επανήλθε στον Στρατό και έφθασε μέχρι τον βαθμό του αντιστρατήγου). Την αρχηγία της ΕΟΚΑ Β’ ανέλαβε άλλος συνεργάτης του Γρίβα (Κύπριος) αλλά στην ουσία αρχηγός ήταν πλέον Έλλην αντισυνταγματάρχης εν ενεργεία του  Σ.Ξ. υπασπιστής του Γρίβα το 1964-1965, ο οποίος ερχόταν από την Αθήνα στην Λευκωσία, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, ως επίσημος ‘Ταχυδρόμος’ μεταξύ ΓΕΕΘΑ και ΓΕΕΦ. Εν τω μεταξύ συνεχώς λαμβάναμε πληροφορίες για αφίξεις οπλισμού στην Κύπρο, για εξοπλισμό του εφεδρικού σώματος. Μου είχαν αναθέσει να ερευνήσω ένα ‘Μότορσιπ’ στο λιμάνι της Λάρνακας, διότι είχαμε πληροφορίες ότι θα έφερνε όπλα. Πήρα μαζί μου τον Παπαργύρη, δύο υπαξιωματικούς, και δύο ναύτες, και πήγαμε στην Λάρνακα, μπήκαμε στο λιμάνι αδιαφορώντας για τους αστυνομικούς και τελωνειακούς που ήταν εκεί, τοποθέτησα τους δύο ναύτες ένοπλους στην είσοδο του πλοίου με εντολή να απαγορεύσουν την είσοδο και την έξοδο σε οιονδήποτε, και ζήτησα από τον ‘έντρομο’ πλοίαρχο του ‘μότορσιπ’ να μου δώσει τα σχέδια φορτώσεως του φορτίου που έφερε, ενώ ο Παπαργύρης και οι δύο υπαξιωματικοί ερεύνησαν όλο το πλοίο και το φορτίο του, αλλά δεν βρήκαν όπλα. Η πληροφορία που μας είχε έλθει δεν ήταν αληθής. Ζήτησα συγνώμη από τον πλοίαρχο για την ενόχληση και γυρίσαμε στην Λευκωσία. Μετά μερικές ημέρες λάβαμε την πληροφορία ότι είχαν εκφορτωθεί όπλα στο ακρωτήριο Κορμακίτης και τα είχαν αποθηκεύσει στο κτίριο του εκεί ευρισκομένου φάρου. Από την μελέτη των αναφορών που είχα από το εκεί ευρισκόμενο ραντάρ μου, προέκυπτε ότι δεν είχε προσεγγίσει πλοίο στην περιοχή το τελευταίο δεκαήμερο, παρά ταύτα με μία ομάδα 15 ανδρών της ΝΔΚ πήγαμε νύκτα και ερευνήσαμε όλο το κτίριο του φάρου χωρίς να βρούμε τίποτα. Από τον σταθμό του ραντάρ μου είπαν ότι προ 20ημέρου είχαν παρατηρήσει μεγάλη κίνηση από αυτοκίνητα του εφεδρικού στην περιοχή, και ενόμιζαν ότι ήταν μία από τις συνήθεις επιχειρήσεις του κατά της ΕΟΚΑ Β’. Φαίνεται ότι όταν πήγαμε εμείς τα όπλα είχαν ήδη μεταφερθεί.
Τον Απρίλιο προγραμμάτισα και έκανα μία άσκηση  επειγούσης μεταφοράς του επιτελείου μου από τον χώρο που κατείχε στο κτίριο της Ε.Φ., στα οχήματα που είχα ετοιμάσει για αυτό τον σκοπό, και εγκατάσταση του επιτελείου σε υπαίθριο χώρο μακριά από την Λευκωσία. Κατά της 9 το πρωί της ημέρας της ασκήσεως το φορτηγό-κλούβα που είχε μονίμως εγκατεστημένους τους ασυρμάτους και τον θάλαμο επιχειρήσεων, ο τράκτορας με το αντιαεροπορικό ‘έρλικον’, η γεννήτρια  επ’αυτοκινήτου, τρία LAND ROVER για την μεταφορά του προσωπικού, και το αυτοκίνητό μου, ήλθαν κάτω από τα γραφεία μας, και αφού μεταφέραμε τους απαραίτητους κώδικες και την άκρως απόρρητη αλληλογραφία στην κλούβα, επιβιβαστήκαμε ένοπλοι στα αυτοκίνητα, και ξεκινήσαμε προς μία περιοχή 5 περίπου χλμ. μακρυά από την Λευκωσία στον δρόμο προς την Λάρνακα, όπου υπήρχε πυκνή συστάδα υψηλών δένδρων. Προηγείτο ένα αυτοκίνητο με τρείς ναύτες Ν/Α, οι οποίοι στις διασταυρώσεις σταματούσαν την κυκλοφορία για να περάσουμε.  Μόλις είχαμε βγή από την Λευκωσία δύο αυτοκίνητα με εφεδρικούς, «κόλλησαν» πίσω από την φάλαγγα. Σταμάτησα την φάλαγγα στην άκρη του δρόμου και έστειλα δύο Ν/Α να τους πούν,  να προχωρήσουν στον ‘προορισμό’ τους προσπερνώντας μας. Τι να κάνουν, μας προσπέρασαν κανονικά με κατεύθυνση την Λάρνακα. Συνεχίσαμε την πορεία μας και φθάσαμε στο χώρο που είχαμε επιλέξει. Εγκαταστήσαμε αμέσως περιμετρικά ένοπλους ναύτες και υπαξιωματικούς, και σε ένα λοφίσκο το αντιαεροπορικό, υψώσαμε τις κεραίες επικοινωνιών, τροφοδοτήσαμε με ρεύμα την κλούβα από την γεννήτρια, ενεργοποιήσαμε τα μέσα επικοινωνιών μας, ήλθαμε σε ραδιοτηλεφωνική επαφή με όλα τα πλοία και τις υπηρεσίες μου,  με το ΓΕΝ στην Αθήνα, καθώς και με δύο τορπιλλακάτους του Β.Ν. που συμπτωματικά έκαναν ασκήσεις στο Αιγαίον. Δουλέψαμε περίπου τρείς ώρες ανταλλάσοντας σήματα με απόλυτη ευκολία σαν να βρισκόμαστε στα γραφεία μας στο ΓΕΕΦ. Από το κινητό ‘στρατηγείο’ μου είχα πλήρη έλεγχο των μονάδων μου, και μπορούσα να εξασκήσω πλήρη επιχειρησιακό έλεγχο σε πλοία του Β.Ν. που θα ευρίσκοντο στην περιοχή ευθύνης μου που ήταν ανατολικά του μεσημβρινού των 31 μοιρών ανατολικού μήκους. Με το πέρας της ασκήσεως μαζέψαμε πάλι όλα τα πράγματά μας και επιστρέψαμε στο στρατόπεδο ‘Καποττά’ στην Λευκωσία όπου παρέμεναν τα οχήματα της ΝΔΚ, και το προσωπικό στην συνέχεια μετεφέρθει πίσω στα γραφεία μας.
Τέλος Μαΐου είχα προγραμματίσει επιθεώρηση της ΝΒΧ, και πήγαινα εκεί με το υπηρεσιακό μου αυτοκίνητο, με εμφανή την πινακίδα «Ναυτικός Διοικητής Κύπρου» με τον οδηγό μου και ένα ναύτη Ν/Α οπλισμένο συνοδεία μου. Την ίδια ημέρα ο Μακάριος, επρόκειτο να πάει σε μία εκδήλωση στην Αμμόχωστο. Ο δρόμος από την Λευκωσία στην Αμμόχωστο και από τις δύο πλευρές του, ήταν γεμάτος από ενόπλους εφεδρικούς ένας κάθε περίπου 100 μέτρα, ενώ ένα ελαφρύ αεροσκάφος έκανε συνέχεια διαδρομές από πάνω του, και υπήρχαν και 3-4 σημεία αστυνομικού ελέγχου στην διαδρομή. Με το που μπήκα στον δρόμο αυτό για να πάω στην ΝΒΧ, παρατήρησα ότι ένα αυτοκίνητο – προφανώς της Κυπριακής ΚΥΠ – παρακολουθούσε διακριτικά το δικό μου. Έφθασα στην ΝΒΧ, και γύρισα πίσω στην Λευκωσία χωρίς κανείς να με ενοχλήσει ή σταματήσει το αυτοκίνητο μου στα σημεία ελέγχου.
Φαίνεται ότι είχαν μάθει το μάθημά τους όσον αφορά στο προσωπικό του Ναυτικού στην Κύπρο.
Τον Ιούνιο έγιναν οι ετήσιες μεταθέσεις των αξιωματικών του Σ.Ξ. που υπηρετούσαν στην Κύπρο ήδη δύο χρόνια, και μετετέθει στην Ελλάδα ο επιτελάρχης του ΓΕΕΦ, που είχε ήδη προαχθεί σε υποστράτηγο, αντικατασταθείς από τον συμμαθητή μου στην ΣΕΕΘΑ ταξίαρχο Γιαννακόδημο, καθώς και ο μέχρι τότε διοικητής της ΕΛΔΥΚ συνταγματάρχης Κονδύλης που αντεκατεστάθει από τον ομοιόβαθμό του Νικολαίδη που ήταν μέχρι τότε διευθυντής του 3ου Ε.Γ. του ΓΕΕΦ ( με τον οποίο είχα συγκρουστεί για τις περίφημες οδηγίες μάχης που είχε εκδόσει χωρίς να με ρωτήσει). Πριν φύγει ο Παπαδάκης είχε συγκεντρώσει ορισμένους αξιωματικούς μεταξύ των οποίων και εμένα, και μας είπε ότι η Ελληνική κυβέρνησις ( δηλ. ο Ιωαννίδης) θα σκλήρυνε την στάση της κατά του Μακαρίου, και ίσως φθάναμε στο σημείο να διαταχθεί η ανατροπή του. Όλοι δηλώσαμε έτοιμοι για κάτι τέτοιο, καθώς απόρρητα σχέδια για μία ενέργεια αυτής της μορφής, υπήρχαν από πενταετίας στο ΓΕΕΦ, γνωστά σε μία μόνο μικρή ομάδα αξιωματικών.
Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ
Η κατάστασις τον Ιούνιο του 1974 είχε φθάσει στο απροχώρητο. Όλοι οι αξιωματικοί αισθανόμεθα σαν να είμαστε σε εχθρικό κράτος. Ακόμα και ο Ντενίσης, που λόγω συζύγου, ήταν πιο κοντά προς τους Κυπρίους, καταλάβαινε ότι γρήγορα θα ξεσπούσε η καταιγίδα. Οι φιλικές προς τον Μακάριο εφημερίδες, και γενικώς η πλειονότης του Κυπριακού τύπου, ο οποίος χρηματοδοτείτο ως συνήθως από τον έχοντα την εξουσία, με δύο ή τρείς εξαιρέσεις, καθημερινά είχε άρθρα συγκεκαλυμμένα κατά της παρουσίας Ελλήνων αξιωματικών στην Κύπρο. Οι Τούρκοι τα διαβάζανε και χαιρόντουσταν. Οι παρακολουθήσεις μας από την Κυπριακή ΚΥΠ ήταν συνεχείς ακόμα και όταν πηγαίναμε για διασκέδαση. Οι επιχειρήσεις κατά της ακεφάλου ΕΟΚΑ Β’ είχαν ενταθεί και με την βοήθεια καταδοτών, είχαν συλληφθεί όλοι σχεδόν οι επικεφαλείς των τομέων της. Στις 15 Ιουνίου παρουσιάστηκε για κατάταξη στην Ε.Φ. η νέα κληρουχία. Από τους καταταχθέντας ένας αριθμός περί τους 60 θα εγένοντο, σύμφωνα με τον νόμο περί Ε.Φ., έφεδροι ανθυπολοχαγοί. Οι άνδρες αυτοί, συνήθως με πανεπιστημιακή μόρφωση, επελέγοντο από τους αρμοδίους του 1ου Ε.Γ. της Ε.Φ. και φοιτούσαν για 6 μήνες στην σχολή εφέδρων αξιωματικών στο Ηράκλειο της Κρήτης, και μετά επανήρχοντο στην Κύπρο και αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους ως ανθυπολοχαγοί – διμοιρίτες. Ο κατάλογος στελνόταν από το ΓΕΕΦ στον υπουργό εσωτερικών ο οποίος εξέδιδε την σχετική διαταγή για την εκπαίδευσή τους στο εξωτερικό. Όταν ο κατάλογος υπεβλήθει στον Υπουργό, αυτός τον έδωσε στον Μακάριο που τον ζήτησε, και σε μερικές ημέρες επεστράφει στο ΓΕΕΦ με διεγραμμένα περί τα 45 ονόματα με την παρατήρηση ότι αυτοί δεν μπορούν να γίνουν αξιωματικοί διότι είναι «ενωτικοί». Προετίνετο δε να συμπληρωθεί ο κατάλογος από το υπουργείο με νέα ονόματα χωρίς να παρεμβάλλεται η Ε.Φ. στην επιλογή τους. Αυτό δεν είχε γίνει ποτέ από της ιδρύσεως της Ε.Φ.  το 1964. Ο Ντενίσης ηρνήθει να συμμορφωθεί, και εδήλωσε στον υπουργό ότι εμμένει στον συνταχθέντα από την Ε.Φ. κατάλογο, και ότι εάν δεν χορηγηθεί διαβατήριο στους υποψηφίους για να πάνε στο Ηράκλειο θα τους εκπαιδεύσει στις μονάδες της Ε.Φ. στην Κύπρο. Το θέμα είχε παραμείνει σε εκκρεμότητα μέχρι τις αρχές Ιουλίου, όπου τα επακολουθήσαντα γεγονότα έθεσαν το πρόβλημα στις καλένδες.  Ο Μακάριος ο οποίος είχε πλέον εξοπλίσει καλά το εφεδρικό σώμα, που αριθμούσε περί τους 8.000 άνδρες στο τέλος Ιουνίου έκρινε ότι ήλθε η στιγμή να μας διώξει από την Κύπρο.
Στις αρχές Ιουλίου, αντίθετα από οποιανδήποτε δεοντολογία, κοινοποίησε στον τύπο απόρρητη του επιστολή που είχε στείλει στον πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας στρατηγό Γκιζίκη, με την οποία τον καλούσε να ανακαλέσει μέχρι τις 15 Ιουλίου στην Ελλάδα όλο το Ελλαδικό προσωπικό της Ε.Φ. με την δικαιολογία ότι συνομωτούσαμε εναντίον του, και συνεργαζόμεθα με την ΕΟΚΑ Β’ για την ανατροπή του, χωρίς βέβαια να παρουσιάζει οποιανδήποτε απόδειξη των ισχυρισμών του. Επί πλέον με διάταγμά του περιόριζε την θητεία των οπλιτών της Ε.Φ. στους 12 μήνες από 30 που ήταν, με αποτέλεσμα η οροφή της Ε.Φ. από 12.000 άνδρες να πέσει στους 4.000. Σε ερώτηση δημοσιογράφων σχετικά με την εξασθένηση της Κυπριακής αμύνης απάντησε ότι δεν διαβλέπει κίνδυνο από την Τουρκία, και ότι το κενό των 400 περίπου Ελλαδιτών αξιωματικών,  θα το καλύψει με Κυπρίους ( που ήταν περί τους 30 και πλαισίωναν το εφεδρικό) και με ξένους αξιωματικούς που θα ερχόντουσταν εθελοντικώς (!!!) να υπηρετήσουν στην Κύπρο.
Μετά την λήψη της επιστολής στην Ελλάδα απεφασίσθει η ανατροπή του Μακαρίου, από το Ελληνικό ΓΕΕΘΑ και τον πρόεδρο Γκιζίκη. Με ένα ταγματάρχη που υπηρετούσε στην Κύπρο, και είχε κληθεί στο ΓΕΕΘΑ για ‘ταχυδρομείο’ η απόφασις έγινε γνωστή σε μικρό κύκλο αξιωματικών της Ε.Φ. μεταξύ των οποίων και εμού, από τον ‘ταχυδρόμο’ άμα τη επιστροφή του στην Κύπρο στις 5 Ιουλίου. Η επιχείρησις θα γινόταν στις 15 Ιουλίου, και επί κεφαλής θα ήταν ο αμέσως μετά τον Ντενίση στην αρχαιότητα ταξίαρχος Γεωργίτσης, και ο Ντενίσης – τον οποίο δεν εμπιστεύετο ο Ιωαννίδης – θα εκαλείτο εκείνη την ημέρα στην Αθήνα για σύσκεψη, ώστε να απουσιάζει από την Κύπρο κατά την επιχείρηση. Είχαμε δέκα ημέρες να προετοιμαστούμε. Κάναμε 2-3 μυστικές συναντήσεις στις οποίες καταστρώσαμε το πλάνο της ενεργείας, τους αντικειμενικούς σκοπούς, και την αποστολή κάθε μονάδος που θα ελάμβανε μέρος, βασιζόμενοι σε ήδη υπάρχον από το 1968 απόρρητο σχέδιο επί του αντικειμένου, που υπήρχε στα αρχεία της Ε.Φ.. Το μεγαλύτερο βάρος είχε πέσει στην επιλαρχία αρμάτων που είχε κυρίως Ελλαδίτες, στους καταδρομείς ( τρία τάγματα) που ήταν στην πλειοψηφία τους καλά εκπαιδευμένοι και «ενωτικοί’, στην ΝΔΚ που το προσωπικό της ήταν κατά 85% από την Ελλάδα, και στην ΕΛΔΥΚ που ήταν αμιγώς Ελληνικό σύνταγμα. Το εγχείρημα όπως αποφασίσαμε δεν θα γινόταν νυκτερινές ώρες, όπως συνήθως συμβαίνει με τέτοιου είδος επιχειρήσεις, διότι ολόκληρα τα βράδια τα στρατόπεδά μας ήταν υπό παρακολούθηση από τους εφεδρικούς, και αυτή σταματούσε κατά τις έξη το πρωί, για να ξαναρχίσει κατά τις οκτώ το βράδυ. Θα γινόταν αφού οι παρακολουθούντες εφεδρικοί έφευγαν το πρωί, και το ΓΕΕΘΑ είχε ορίσει, να είναι η 7η πρωινή η ώρα έναρξις του εγχειρήματος. Επειδή όμως από  06.45 έως 07.45 υπήρχε μεγάλο τράφικ στους δρόμους από το πλήθος που πήγαινε στις δουλειές του ( Μαγαζιά,  επιχειρήσεις, γραφεία, τράπεζες άνοιγαν μεταξύ 07.45 -08.00) που θα δυσχέραινε την κίνηση των αρμάτων και των στρατιωτικών οχημάτων που θα χρησιμοποιούσαμε, απεφασίσθει τελικά η ώρα ενάρξεως της επιχειρήσεως να είναι 08.15 όταν πλέον το τραφικ στους δρόμους ήταν μηδαμινό.
Οι πρώτοι αντικειμενικοί σκοποί ήταν το Προεδρικό μέγαρο, για την σύλληψη ή εξουδετέρωση του Μακαρίου, το κτίριο της αστυνομίας στο οποίο συστεγάζετο και το ΓΕΕΦ, το στρατόπεδο των εφεδρικών δίπλα στο κτίριο της  αστυνομίας, ο οργανισμός τηλεπικοινωνιών (CYTA),  ο ραδιοτηλεοπτικός σταθμός ΡΙΚ, το μέγαρο της αρχιεπισκοπής (που κατά τις πληροφορίες μας είχε οπλισμό των εφεδρικών), και ο αστυνομικός σταθμός Πύλης Πάφου, όπου στρατωνίζετο η αφρόκρεμα των εφεδρικών, και ήταν το ανακριτικό τμήμα για τους συλλαμβανομένους ‘ενωτικούς’. Συνεχίσαμε κανονικά την δουλειά μας, χωρίς να προκαλούμε υποψίες για το εγχείρημα. Εγινε εκείνες τις ημέρες μία συγκέντρωσις όλων των Ελλαδιτών αξιωματικών στο αμφιθέατρο του ΓΕΕΦ, από τον Ντενίση, στην οποία μας ανέλυσε την κατάσταση την οποία ήδη γνωρίζαμε από τον τύπο, μας συνέστησε ψυχραιμία, και εν κατακλείδι μας είπε, ότι εάν η Ελληνική κυβέρνησις  αποδεχθεί την απαίτηση του Μακαρίου, πράγμα κατά την γνώμη του δύσκολο, τότε θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε για αναχώρηση από το νησί. Μας συνέστησε να εξακολουθήσουμε την δουλειά μας με ψυχραιμία.
Εκείνες τις ημέρες μου κοινοποιήθηκε από το ΓΕΝ το όνομα του αντικαταστάτου μου ( ήταν ο αντιπλοίαρχος Καρατσώλης, μία τάξις νεώτερός μου) ο οποίος σύμφωνα με την διαταγή θα ερχόταν στην Κύπρο, αφού εγώ θα συμπλήρωνα διετία, περί τα μέσα Αυγούστου, και εγώ θα ετοποθετούμην Κυβερνήτης στο αντιτορπιλλικό Σφενδόνη. Η Λίλυ άρχισε να πακετάρει τα πράγματά μας, τα οποία δεν ήταν και πολλά, διότι νοικιάζαμε επιπλομένα σπίτια, και είχαμε στην ουσία μόνο μερικά καλά σερβίτσια και τα ρούχα μας.
Τρείς ημέρες προ του εγχειρήματος πήγα στην ΝΒΧ, όπου σε συγκέντρωση των μονίμων αξιωματικών μου, που έκανα στο γραφείο του διοικητού της, τους ενημέρωσα για την ‘κίνηση’. Πλήν δύο υποπλοιάρχων, του Κανδαλέπα και του Τσαταλού, οι άλλοι αξιωματικοί εδέχθησαν την πληροφορία σαν κάτι αναμενόμενο, χωρίς αντιρρήσεις, και κάποιοι με υποκρυπτόμενο ενθουσιασμό. Μου εδήλωσαν ότι είναι έτοιμοι να αναλάβουν οιανδήποτε αποστολή τους ανέθετα. Οι δύο υποπλοίαρχοι, που ήταν αυτοί που είχαν έλθει όπως έλεγαν στην Κύπρο, για να αγοράσουν τα ηλεκτρικά του ο ένας, και για να φτιάξει μπουτίκ η γυναίκα του ο άλλος, δεν παρουσιάζοντο αντίθετοι στην κίνηση, αλλά φοβόντουσαν για την ζωή των σε περίπτωση εμπλοκής σε μάχες με τους εφεδρικούς.  Τους επέστησα την προσοχή όσον αφορά στο απόρρητον της ενεργείας, και έδωσα στον διοικητή Παπαδάκη οδηγίες να στείλει με την έναρξιν της ενεργείας αυτοκίνητα με συνοδεία βατραχανθρώπων να μαζέψουν όλες τις οικογένειες των Ελλαδιτών που έμεναν στην περιοχή, και να τις μεταφέρουν στις θερινές εγκαταστάσεις των αξιωματικών στην Αμμόχωστο όπου θα παρέμεναν υπό την προστασία των βατραχανθρώπων όσο διάστημα θα χρειαζόταν, ώστε να μη υποστούν τυχόν αντίποινα από τους εφεδρικούς. Επίσης να έχει σε ετοιμότητα ένοπλη ομάδα εκ 50 ναυτών με 6 υπαξιωματικούς και υπό αξιωματικό, για να την αποστείλει στο επιτελείο μου στην Λευκωσία όταν την ζητήσω. Ο υποπλοίαρχος (μηχ) Γ. Ντάνος εζήτησε να είναι αυτός επί κεφαλής, και το εδέχθην.  Πήγα εν συνεχεία στην Κυρήνεια και ενημέρωσα σχετικά τον Υποπλοίαρχο Τσομάκη, στον οποίο έδωσα εντολή να απομονώση με την έναρξη της επιχειρήσεως τον Ναυτικό Σταθμό κλείνοντας τις πόρτες του φρουρίου, και απαγορεύοντας την είσοδο σε οιονδήποτε, και να τεθεί υπό της διαταγές του διοικητού της εκεί στρατιωτικής διοικήσεως, παρέχοντας βοήθεια και υποστήριξη σε ότι του ζητηθεί. Με ενθουσιασμό συγκατετέθει. Ένα πρόβλημα που με απασχολούσε ήταν το προσωπικό του Ναυτικού Σταθμού Πάφου. Η Πάφος από όπου κατήγετο ο Μακάριος ήταν το κατ’εξοχήν προπύργιό του. Ο αριθμός των εφεδρικών εκεί ήταν πολύ μεγαλύτερος από τις στρατιωτικές μονάδες της Ε.Φ. και πολύ καλύτερα εξοπλισμένος. Για τον λόγο αυτόν οι μονάδες της Ε.Φ. της Πάφου είχαν μείνει απληροφόρητες για το εγχείρημα, εν γνώσει μας ότι, θα εγκλωβιστούν από τους εφεδρικούς και θα συλληφθούν οι Έλληνες αξιωματικοί. Αυτό δεν ήθελα να γίνει για το προσωπικό μου. Ειδοποίησα τον κυβερνήτη του περιπολικού ‘Λεβέντης’ τον υποπλοίαρχο Ταβλαρίδη να με συναντήσει και του έδωσα διαταγή περιπολίας με εντολή τα ξημερώματα της 15ης Ιουλίου να καταπλεύσει στον λιμένα της Πάφου εμπρός από τον Ναυτικό Σταθμό, όπου θα προστάτευε τον σταθμό με τα πυροβόλα του πλοίου από οιανδήποτε εισβολή εφεδρικών, και θα επιβίβαζε το προσωπικό του Ναυτικού σταθμού και τις 2-3 Ελληνικές οικογένειες του προσωπικού, στο πλοίο, απομακρυνόμενος του λιμένος, ώστε να μη συλληφθεί κανείς από το προσωπικό του Ναυτικού, από τους εφεδρικούς του Μακαρίου. Και αυτός έφυγε με ενθουσιασμό για την αποστολή του. Τα ΣΕΠ (ραντάρ) δεν είχαν καμία πληροφόρηση διότι δεν χρειαζόταν, και διότι είχαν συνεχή ετοιμότητα, με εξοπλισμένα πάντοτε τα αντιαεροπορικά ‘έρλικον’ των 20 χιλιοστών, που ήταν αρκετά να αποθαρρύνουν οιονδήποτε θα ήθελε να παραβιάσει τα στρατόπεδά των. Εν συνεχεία ασχολήθηκα με τα του επιτελείου μου. Μίλησα με τους υποπλοιάρχους (μηχ) Παπαργύρη και (ο) Τζεφεράκο. Στον πρώτο ανέθεσα την αποστολή της καταλήψεως του ΟΤΕ (CYTA), την φύλαξή του, και την διακοπή των τηλεφώνων της περιοχής Λευκωσίας το ταχύτερον μετά την εκδήλωση της ενεργείας, και ο δεύτερος θα ήταν βοηθός μου στην κατάληψη του δευτέρου ορόφου της αστυνομίας, την συγκέντρωση όλων των ευρισκομένων εκεί αστυνομικών στον χώρο της καντίνας υπό προσωρινό περιορισμό, και την διακοπή των ραδιοεπικοινωνιών της αστυνομίας, και απενεργοποίηση της σειρήνας που υπήρχε στην οροφή του μεγάρου. Επίσης την σύλληψη και περιορισμό των δύο φρουρών του εφεδρικού σώματος, που είχαν εγκατασταθεί τελευταία στα δύο άκρα του δευτέρου ορόφου του αστυνομικού μεγάρου, προφανώς για να μας παρακολουθούν. Ο Παπαργύρης θα είχε μαζί του 3 υπαξιωματικούς και τρεις ναύτες, και στην δική μου ομάδα θα είχα εκτός από τον Τζεφεράκο, ένα εφ. Σημαιοφόρο, τρεις υπαξιωματικούς και τέσσερεις ναύτες. Ένας εφ. σημαιοφόρος, δύο υπαξιωματικοί, και δύο ναύτες θα παρέμεναν στα γραφεία του επιτελείου για την φύλαξή των. Την Πέμπτη 11/7 ο Ντενίσης εκλήθει επειγόντως στην Αθήνα για συνομιλίες επί της δημιουργηθείσης καταστάσεως. Οι διευθυντές κλάδων του ΓΕΕΦ πήγαμε ως γινόταν συνήθως στο αεροδρόμιο και τον αποχαιρετήσαμε. Δημοσιογράφοι παριστάμενοι στην αναχώρηση τον ερώτησαν για τον σκοπό της αναχωρήσεως του, και τους απήντησε ότι στην σύσκεψη που θα έχει με την Ελληνική κυβέρνηση και τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ στρατηγό Μπονάνο θα προσπαθήσουν να βρουν μία λύση στην δημιουργηθείσα κατάσταση.Την Παρασκευή 12/7 και το Σάββατο 13/7 κάναμε με διάφορες δικαιολογίες αναγνώριση των στόχων των αποστολών μας, για να ξέρουμε τι πιθανώς θα αντιμετωπίσουμε.
Την Κυριακή όλοι σχεδόν οι αξιωματικοί της Ε.Φ. με τις οικογένειές μας βρεθήκαμε στις θερινές εγκαταστάσεις των αξιωματικών της Ε.Φ. στην Αμμόχωστο, κάνοντας μπάνιο στην Θάλασσα, και διασκεδάζοντας, όπως γινόταν συνήθως όλες τις Κυριακές του καλοκαιριού, ώστε να μη κινήσουμε καμία υποψία ότι κάτι έκτακτο θα συνέβαινε.
Το ΓΕΕΦ είχε μεριμνήσει όπως με την έναρξη της επιχειρήσεως επιτάξει το ξενοδοχείο ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ στην Λευκωσία και μεταφέρει συνοδεία ενόπλων όλες τις οικογένειες των Ελλάδιτών αξιωματικών εκεί όπου θα παρέμεναν υπό την προστασία μίας διμοιρίας εθνοφρουρών, για αποφυγή αντιποίνων εκ μέρους των εφεδρικών. Είχαμε εγκαίρως δώσει τις διευθύνσεις μας και είχε καθωρισθεί ο τρόπος περισυλλογής των οικογενειών. Εγώ επειδή διέμενα σε απομεμακρυσμένη περιοχή της Λευκωσίας είχα δώσει την διεύθυνση του σπιτιού του Παπαργύρη που έμενε στο κέντρο της Λευκωσίας.
Το πρωί της Δευτέρας 15 Ιουλίου, στις 06.30 όπως γινόταν συνήθως, ήλθε ο ναύτης οδηγός μου με ένα ναύτη Ν/Α με το υπηρεσιακό αυτοκίνητό μου για να με πάρουν από το σπίτι για το ΓΕΕΦ. Είχα ξυπνήσει εγκαίρως την Λίλυ, και της είπα τι επρόκειτο να γίνει ( διότι μέχρι εκείνη στιγμή δεν ήξερε τίποτα), η οποία πήρε σε μία τσάντα μερικά πράγματα απαραίτητα, και ετοίμασε και τον Παναγιώτη, και με το αυτοκίνητο τους πήγα πρώτα στο σπίτι του Παπαργύρη, και εν συνεχεία πήγα στο γραφείο μου στο ΓΕΕΦ. Πριν τους αφήσω, τους φίλησα και τους δύο, και είπα στην Λίλυ να μη φοβάται, και ότι ελπίζω όλα να πάνε καλά. Ήξερε την κατάσταση που υπήρχε στην Κύπρο τότε. Καταλάβαινε ότι το εγχείρημα δεν θα ήταν εύκολο και αναίμακτο. Με στωϊκότητα με αγκάλιασε και μου είπε να προσέχω. Όταν έφθασα στο ΓΕΕΦ, διάβασα ως γινόταν συνήθως την αλληλογραφία που μου έφερε ο αρμόδιος υπαξιωματικός, τα σήματα της προηγουμένης βραδιάς, και τις αναφορές του θαλάμου επιχειρήσεων. Έδωσα οδηγίες για να συνταχθούν απαντήσεις σε ορισμένα έγγραφα, και μετά, ως έκανα συνήθως, κατέβηκα στον πρώτο όροφο που ήταν τα επιτελικά γραφεία του ΓΕΕΦ και το γραφείο του αρχηγού και του επιτελάρχου. Πήγα στο γραφείο του επιτελάρχου όπου ο Γιαννακόδημος μου είπε ότι όλα θα εξελιχθούν σύμφωνα με τον σχεδιασμό που έχουμε κάνει, και μου επιβεβαίωσε την ώρα ενάρξεως του εγχειρήματος στις 08.15. Ο επί κεφαλής ταξίαρχος Γεωργίτσης θα ερχόταν στο ΓΕΕΦ πέντε λεπτά προ της ώρας αυτής, για να μη κινήσει υποψίες. Συναντήθηκα με τον διοικητή καταδρομέων αντισυνταγματάρχη Κομπόκη, τον υποδιοικητή τεθωρακισμένων αντισυνταγματάρχη Λαμπρινό, και τον υποδιοικητή της ΕΛΔΥΚ ταγματάρχη Κώστα Παπαγιάννη ( απλή συνωνυμία μαζί μου) με τους οποίους ανταλλάξαμε τις τελευταίες πληροφορίες που είχαμε και συντονίσαμε τα ρολόγια μας. Οι εφεδρικοί που παρακολουθούσαν τα στρατόπεδα και τα σπίτια μας είχαν αποχωρήσει για τα στρατόπεδά τους στις 07.00. Επέστρεψα στο γραφείο μου. Στις 08.00 είπα  στον Αεροπορικό διοικητή Κύπρου σμήναρχο Καραστατήρα, που το γραφείο του ήταν ακριβώς δίπλα στο δικό μου, να έλθει για ένα καφέ. Δεν ήταν γνώστης του τι επρόκειτο να γίνει. Του εξήγησα, και του διαβίβασα εντολή του Γεωργίτση να πάει με μία ένοπλη ομάδα και να θέσει υπό τον έλεγχό του τον πύργο ελέγχου του αεροδρομίου Λευκωσίας, ενώ το αεροδρόμιο θα το καταλάμβανε ένας λόχος της ΕΛΔΥΚ. Έφυγε σε λίγα λεπτά για την αποστολή του. Στις 08.10 συγκέντρωσα το προσωπικό μου, στο γραφείο μου, και τους εγνώρισα ότι με εντολή του ΓΕΕΘΑ θα ανατρέπαμε τον Μακάριο. Διέταξα όλους να παραλάβουν τον οπλισμό τους και πυρομαχικά και απαγόρευσα την έξοδό τους από τα γραφεία, καθώς και οποιοδήποτε τηλεφώνημα, σε οιονδήποτε. Ο Παπαργύρης είχε ήδη φύγει με την ομάδα του για το στρατόπεδο ‘Καποττά’ από όπου θα παραλάμβανε οπλισμό, και το LAND ROVER με το οποίο θα πήγαινε στην CYTA. Στις 08.15 οι ομάδες του επιτελείου μου, αφόπλισαν πρώτα τους δύο ένοπλους εφεδρικούς που υπήρχαν στο κτίριο αιφνιδιάζοντας τους, πριν ή χρησιμοποιήσουν τα καλάσνικωφ που είχαν, και τους έθεσαν υπό περιορισμό σε ένα από τα γραφεία μας, και συγχρόνως εισβάλαμε στα γραφεία της αστυνομίας και στο θάλαμο επικοινωνιών της, όπου υπό την απειλή των όπλων μας συλλάβαμε τους εκεί ευρισκομένους, ενώ δύο ναύτες ανέβηκαν στην ταράτσα του κτιρίου και απενεργοποίησαν την εκεί ευρισκομένη σειρήνα. Με την βοήθεια δύο υπαξιωματικών μου έθεσα «εκτός» τις ραδιοεπικοινωνίες της αστυνομίας ( το αντίστοιχο 100 για την Ελλάδα), και οδηγήσαμε τους αξιωματικούς της αστυνομίας στο 1ο Ε.Γ. του ΓΕΕΦ υπό περιορισμό, τους αστυφύλακες στον χώρο της Καντίνας, και το γυναικείο προσωπικό σε γραφείο της διευθύνσεως επικοινωνιών του ΓΕΕΦ. Σε όλους εζήτησα να μου παραδώσουν τυχόν φορητό οπλισμό που είχαν επάνω τους, αλλά ήταν όλοι άοπλοι. Η εξουδετέρωσίς τους και ο περιορισμός τους στους προεπιλεγμένους χώρους είχε γίνει αναίμακτα, και μόνο ένας υπαστυνόμος στον θάλαμο ραδιοεπικοινωνιών προσεπάθησε να αντισταθεί, αλλά εξουδετερώθηκε αμέσως, και ακολούθησε τους υπολοίπους, αφού του αφαιρέσαμε το περίστροφό του. Στο ισόγειο του κτιρίου και στον πρώτο όροφο που την εκκαθάρισή τους είχαν αναλάβει άνδρες του Σ.Ξ. υπό την εποπτεία αξιωματικού του 2ου Ε.Γ. του ΓΕΕΦ, ‘έπεσαν’ 2-3 πυροβολισμοί ευτυχώς χωρίς θύματα. Από το διπλανό στρατόπεδο των εφεδρικών άκουσαν τους πυροβολισμόυς και εσήμαναν συναγερμό. Ακροβολιστήκαμε όλοι στα παράθυρα του κτιρίου έτοιμοι να αποκρούσουμε τυχόν επίθεσή τους, αλλά δεν χρειάστηκε. Σε 2-3 λεπτά κατέφθασαν δύο λόχοι της 3ης μοίρας καταδρομών, όπως προεβλέπετο από τα σχέδια για την ασφάλεια του ΓΕΕΦ, και επετέθησαν στο στρατόπεδο των εφεδρικών. Άρχισε σφοδρή μάχη. Συγχρόνως οι εφεδρικοί έβαλαν με πολυβόλα στα παράθυρα του ΓΕΕΦ όπου ήταν τα γραφεία μας. Πήγα στο χώρο της καντίνας που ήταν συγκεντρωμένοι οι αστυφύλακες και τους είπα να καθήσουν κάτω ώστε να μη βληθούν από καμμία σφαίρα. Την ώρα που τους μιλούσα μία ριπή πολυβόλου πέρασε πάνω από το κεφάλι μου και οι σφαίρες καρφώθηκαν στον απέναντι τοίχο. Καλύφθηκα ενστικτωδώς πίσω από μία κολόνα, και αφού βεβαιώθηκα ότι όλοι ήταν καλυμμένοι γύρισα στο γραφείο μου. Έξω από το κτίριο η μάχη συνεχίζετο, με θύματα και από τις δύο πλευρές. Σήκωσα το τηλέφωνό μου και είδα ότι ήταν ‘κομμένο’. Άρα ο Παπαργύρης είχε κάνει σωστά την δουλειά του. Σε μία στιγμή οι εφεδρικοί σήκωσαν μία λευκή σημαία στις θέσεις που αμύνοντο. Ένας υπολοχαγός των καταδρομών (Ελλαδίτης) άοπλος βγήκε στον δρόμο και άρχισε να πλησιάζει προς το σημείο εκείνο. Ενώ είχε φθάσει περί τα 20 μέτρα από αυτό μία ριπή πολυβόλου από τους εφεδρικούς τον έρριξε νεκρό. Μόνο δειλοί και εγκληματίες μπορούν να κάνουν τέτοιο πράγμα. Και οι εφεδρικοί ήταν και από τα δύο. Μετά από αυτό οι καταδρομείς εζήτησαν ενίσχυση από ένα άρμα μάχης. Σε μερικά λεπτά ένα άρμα μάχης ήλθε και άρχισε να ‘διαλύει’ κυριολεκτικά το στρατόπεδο, και μετά δέκα λεπτά οι εφεδρικοί παρεδώθησαν πραγματικά αυτή την φορά. Οι καταδρομείς έξαλλοι μπήκαν στο στρατόπεδο και αναζήτησαν αυτούς που είχαν σκοτώσει τον υπολοχαγό. Κανείς ποτέ δεν έμαθε εάν τους βρήκαν και τι τους έκαναν. Άλλωστε αυτά τα πράγματα δεν συνιστώνται για δημοσίευση ή συγγραφή. Η περιοχή του ΓΕΕΦ και το ΡΙΚ είχαν πλέον ξεκαθαριστεί και ήταν στα χέρια μας, και το πρώτο ραδιοφωνικό διάγγελμα της Ε.Φ. ( όπως το είχαν συντάξει από το Ελληνικό ΓΕΕΘΑ) βγήκε στον αέρα, και γνωστοποιούσε τον ‘θάνατο’ του Μακαρίου, και την ανάληψη διακυβερνήσεως της Κύπρου από την Εθνική Φρουρά. Η ώρα ήδη ήταν 10.00, και η περιοχή ήταν πλέον ήσυχη.
Ο Παπαργύρης στην κατάληψη της CYTA και την διακοπή των τηλεφωνικών επικοινωνιών της Κύπρου δεν συνάντησε σοβαρά προβλήματα. Με το που έφθασε εκεί με την ομάδα του εξουδετέρωσε τους φύλακες αστυνομικούς του κτιρίου, χωρίς να τους σκοτώσει ή τραυματίσει, κατέλαβε το κτίριο, συγκέντρωσε όλο το προσωπικό του οργανισμού σε μια αίθουσα υπό περιορισμό, και με την βοήθεια των υπαξιωματικών που είχε μαζί του διέκοψε τα τηλέφωνα σε όλο το νησί, και παρέμεινε εκεί επί 6 ώρες έως ότου παρέδωσε τις εγκαταστάσεις σε ομάδα της διευθύνσεως διαβιβάσεων του ΓΕΕΦ, αφήνοντας μόνο έναν αρχικελευστή εκεί για να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ΝΔΚ σε τηλεφωνικές επικοινωνίες. Στην ΝΒΧ κινήθηκαν αμέσως τα αυτοκίνητα συλλογής των οικογενειών των Ελλαδιτών τις μετέφεραν, συνοδεία, στις θερινές εγκαταστάσεις και ανέλαβαν την φρούρησή τους, για αποφυγή οιασδήποτε ενεργείας εναντίον τους. Ετοίμασαν δε την ένοπλη διμοιρία και την έστειλαν στην Λευκωσία στις 12.00 όταν την εζήτησα. Η διμοιρία υπό τον υποπλοίαρχο Ντάνο ανέλαβε την φρούρηση του Γενικού νοσοκομείου Λευκωσίας στο οποίο διεκομίζοντο τραυματίες και από τις δύο πλευρές. Αργότερα, μετά την μεταπολίτευση, κατηγόρησαν (ψευδώς) τον Ντάνο ότι δήθεν δεν επέτρεπε την νοσηλεία τραυματιών του εφεδρικού, ενώ το μόνο που έκανε ήταν να ελέγχει εάν είχαν όπλα μαζί τους, -και είχαν οι περισσότεροι- να τους τα αφαιρεί, και μετά να τους επιτρέπει την είσοδο τους για νοσηλεία. Στον Ναυτικό σταθμό Κυρηνείας ο Τσομακής συνεργάσθει άψογα με τον εκεί στρατιωτικό διοικητή, και δημιούργησε εντός του σταθμού στρατόπεδο, για τους συλλαμβανομένους στην περιοχή εφεδρικούς, υπό την επιτήρηση προσωπικού του Ναυτικού. Οι σταθμοί εγκαίρου προειδοποιήσεως συνέχισαν κανονικά την λειτουργία τους χωρίς να λάβουν μέρος στο εγχείρημα, και χωρίς να ενοχληθούν από οιονδήποτε. Στην Πάφο το περιπολικό ‘Λεβέντης’ κατέπλευσε στις 6 το πρωί της 15ης Ιουλίου, και ο κυβερνήτης του στις 8 το πρωί ειδοποίησε τους 2-3 Ελλαδίτες, που είχαν οικογένειες εκεί, να φέρουν γρήγορα τις οικογένειές τους στο πλοίο, και διέταξε τον επί κεφαλής του σταθμού εφ. σημαιοφόρο να εξοπλίσει το προσωπικό του σταθμού να το συγκεντρώσει, να κλειδώσει τις αποθήκες και τα γραφεία του σταθμού και να επιβιβασθούν όλοι στο πλοίο. Αυτός δίσταζε να εκτελέσει την διαταγή, και προσπαθούσε να έλθει σε επαφή ραδιοτηλεφωνική μαζί μου, για να πάρει εντολή από εμένα. Η ώρα είχε πάει 09.00. Από το γραφείο μου στο ΓΕΕΦ είχαν εντολή να μη απαντούν σε οιανδήποτε κλήση, εφ όσον δεν ήμουν εγώ εκεί, και δεν απήντησαν. Εκείνη την ώρα αλλαφιασμένες φθάσανε στο πλοίο οι οικογένειες των Ελλαδιτών, και περιέγραψαν σκηνές που είχαν δεί με συλλήψεις και προπηλακισμούς Ελλήνων αξιωματικών, και των οικογενειών των, από τους εφεδρικούς στους δρόμους, και στην στρατιωτική διοίκηση της Πάφου, και έδωσαν την πληροφορία ότι ένας λόχος περίπου εφεδρικών προχωρούσε προς το λιμάνι για την κατάληψη του Ναυτικού σταθμού. Οι δισταγμοί του διοικητού έφυγαν και άρχισε η επιβίβαση στο πλοίο. Συγχρόνως τα πρώτα τμήματα των εφεδρικών αλλαλάζοντα και πυροβολούντα έκαναν την εμφάνισή τους στον δρόμο που οδηγούσε στο Σταθμό. Ο κυβερνήτης έκανε τους απαραίτητους χειρισμούς, αφού όλοι είχαν επιβιβασθεί στο πλοίο, και άρχισε να απομακρύνεται από την προβλήτα. Οι εφεδρικοί τότε έστρεψαν τα πυρά του κατά του πλοίου. Ο κυβερνήτης με μερικές βολές με τα ‘ έρλικον’ τους έκανε να σταματήσουν πανικόβλητοι την επέλαση τους και να τρέξουν πίσω καλυπτόμενοι από τα υπάρχοντα κτίρια. Το πλοίο βγήκε από το λιμάνι και παρέμεινε ανοικτά μακρυά από το βεληνεκές των όπλων των εφεδρικών. Ουδείς από το προσωπικό του Ναυτικού συνελλήφθει από τους εφεδρικούς. Θυμήθηκα τα λόγια του Ντενίση. «Εσείς οι ναυταίοι δεν σηκώνετε μύγα στο σπαθί σας».
Στις επιχειρήσεις για την κατάληψη του προεδρικού μεγάρου, και την ‘εξουδετέρωση’ του Μακαρίου, την κατάληψη του αεροδρομίου από την ΕΛΔΥΚ, του κτιρίου της αρχιεπισκοπής, και του αστυνομικού σταθμού πύλης Πάφου, η ΝΔΚ δεν είχε καμμία συμμετοχή, και εν πολλοίς οι επιχειρήσεις αυτές έχουν παρουσιασθεί στον μεταπολιτευτικό τύπο ανάλογα με τις συμπάθειες που έχει ο καθένας. Δύο πράγματα θέλω να σημειώσω για αυτές τις επιχειρήσεις. Πρώτον η ψευδής ιστορία που είπε ο Μακάριος ότι δήθεν δεχόταν μία ομάδα παιδιών από το Κάϊρο όταν άρχισε η επίθεση στο προεδρικό μέγαρο, και τους εγκατέλειψε διαφεύγοντας, όπως λέει από το πίσω μέρος του μεγάρου που ήταν αφύλακτο κλπ. για να φθάσει στην Πάφο. Αυτά τα «παιδιά» βρέθηκαν ποτέ ; Πήρε ποτέ κανείς δημοσιογράφος μία συνέντευξη από αυτά ή από τους συνοδούς τους, έτσι απλώς για την επιβεβαίωση του γεγονότος ; Οταν οι δημοσιογράφοι παίρνουν συνέντευξη ακόμη και από μία γάτα που κάνει νιάου, πως και τους ξέφυγαν αυτά τα παιδιά!!! Εκτός εάν ακόμη τα ψάχνουν. Το πλέον σίγουρο είναι ότι δεν βρισκόταν στο προεδρικό μέγαρο ειδοποιημένος για την επιχείρηση. ( Ο Αβέρωφ διετείνετο πολύ αργότερα ότι τον είχε ειδοποιήσει). Επίσης ότι οδηγίες για την εξόντωση του Μακαρίου δεν είχαν ποτέ δοθεί, διότι θα ήταν πολύ εύκολο να εξοντωθεί το πρωί της ιδίας ημέρας γύρω στις 07.30 που περνούσε με το αυτοκίνητό του εμπρός από την σε συναγερμό ευρισκομένη για το εγχείρημα ΕΛΔΥΚ, εάν ήταν αυτός στο αυτοκίνητο και όχι κανείς σωσίας του. Δεύτερον αυτό που έκανε σε όλους μας εντύπωση ήταν το γεγονός ότι μετά την κατάληψη του αρχιεπισκοπικού μεγάρου, που επετεύχθει μετά πολύωρες λυσσώδεις μάχες με τους εφεδρικούς το εσπέρας της ιδίας ημέρας, ανακαλύψαμε στα υπόγεια του, τεράστιες ποσότητες φορητού οπλισμού και αντιαρματικών, ικανά για τον εξοπλισμό μίας Μεραρχίας. Τα όπλα αυτά κυρίως καλάσνικωφ, άρχισαν από την επομένη να καταγράφονται από την Ε.Φ. με σκοπό τον μελλοντικό εξοπλισμό της με τα μοντέρνα αυτά όπλα. Δυστυχώς η μετά μερικές ημέρες τουρκική εισβολή δεν επέτρεψε την διανομή τους στην Ε.Φ., και έτσι οι Τούρκοι αντιμετωπίσθηκαν με ‘ενφηλντ 303’ του 2ου παγκοσμίου πολέμου, αφού ο Μακάριος φύλαγε τον μοντέρνο οπλισμό στις αποθήκες του, για τους δικούς του.
Κατά τις 12 το μεσημέρι της ιδίας ημέρας ομάδα εφεδρικών επετέθη στο ξενοδοχείο ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ προφανώς για να συλλάβει τις οικογένειές μας και να μπορέσει με αυτόν τον τρόπο να μας εκβιάσει αργότερα. Η διμοιρία προστασίας του ξενοδοχείου, απέκρουσε την επίθεση, αφού πρώτα όλες οι οικογένειες, κατέβηκαν στο υπόγειο του ξενοδοχείου για να προστατευθούν από τις σφαίρες των όπλων και πολυβόλων. Αμέσως από το ΓΕΕΦ στείλαμε ένα άρμα μάχης, το οποίο ξεκαθάρισε την περιοχή, και περισσότεροι επιτεθέντες συνελήφθησαν μεταφερθέντες στις φυλακές Λευκωσίας. Το βράδυ της ιδίας ημέρας όταν έκλεψα λίγο χρόνο, και είχα πάει στο ξενοδοχείο να δω την Λίλυ και τον Παναγιώτη, βρήκα τον Παναγιώτη να παίζει με άδειους κάλυκες, μαζί με τα άλλα παιδάκια της ηλικίας του που ήταν εκεί. Θυμήθηκα τον εαυτόν μου που πριν από 30 χρόνια (τον Δεκέμβριο του 1944 στην Αθήνα!) έπαιζα και εγώ με τα ‘ίδια παιχνίδια’.
Γυρνώντας στην συνέχεια στο γραφείο μου, όπου θα πέρναγα όλη την νύκτα, επληροφορήθην τον ορισμό του δημοσιογράφου, και διευθυντού της Κυπριακής εφημερίδος ΜΑΧΗ, Νίκου Σαμψών ως προέδρου της δημοκρατίας σε αντικατάσταση του Μακαρίου. Ο Σαμψών ήταν ένας από τους ήρωες της Κύπρου κατά τον αγώνα της ΕΟΚΑ για την απελευθέρωση του νησιού από τους Άγγλους, και με δικές του ένοπλες ομάδες είχε ξεκαθαρίσει, μαζί με τον Λυσσαρίδη και τις ομάδες του, την Λευκωσία από τους Τούρκους στις μάχες του Δεκεμβρίου 1963. Είχε τώρα πολιτικοποιηθεί έχοντας ένα μικρό αριθμό πολύ πιστών οπαδών, που τον ‘έβγαζε’ βουλευτή στις εκλογές. Δεν συμπαθούσε τον Μακάριο, χωρίς όμως να είναι και υποστηρικτής της ΕΟΚΑ Β’. Ορκίστηκε κατά τύχη Πρόεδρος, διότι η επιλογή του ΓΕΕΘΑ ήταν ο πρόεδρος της βουλής Κληρίδης ή ο Γενικός εισαγγελεύς Τριανταφυλλίδης, αλλά και οι δύο δεν ευρέθησαν, παρόλο που αναζητήθηκαν.
Κατά τις 10 το βράδυ ενώ ευρισκόμουν στο γραφείο μου παρακολουθών, τα γεγονότα από την τηλεόραση, μία ριπή οπλοπολυβόλου έσπασε τα τζάμια του γραφείου και οι σφαίρες κτύπησαν στον απέναντι τοίχο. Σβύσαμε αμέσως όλα τα φώτα και πηγαίνοντας σε άλλο γραφείο προσπαθούσαμε μέσα στο σκοτάδι να εντοπίσουμε το σημείο από όπου είχαν ριφθεί οι πυροβολισμοί. Σε λίγο ένας ταγματάρχης, έφερε κυάλια νυκτερινής σκοπεύσεως, από αυτά που είχαν οι εφεδρικοί, και με αυτά εντοπίσαμε το σημείο που ήταν από ένα σπίτι περί τα 200 μέτρα μακρυά. Σε λίγο το άρμα που ευρίσκετο έξω από το ΓΕΕΦ εκινήθει προς τα εκεί και τους εξουδετέρωσε. Η υπόλοιπη νύκτα πέρασε ήρεμα, και στο ΓΕΕΦ σχεδίαζαν την επιχείρηση της επομένης για την κατάληψη της Πάφου όπου είχε καταφύγει ο Μακάριος. Δύο τάγματα και μία επιλαρχία αρμάτων θα ξεκινούσαν στις 12 τα μεσάνυκτα επ’αυτοκινήτων και με δρομολόγια από το όρος Τρόοδος θα πήγαιναν στην Πάφο. Η Λεμεσός η οποία ήταν το προπύργιο των ‘ενωτικών’ το βράδυ δέχθηκε επίθεση από περίπου 3.000 εφεδρικούς και οπαδούς του Μακαρίου που είχαν ξεκινήση από την Πάφο, και είχαν περάσει ένοπλοι από τις Αγγλικές βάσεις χωρίς οι Άγγλοι να τους ενωχλήσουν, ενώ μέχρι τότε ποτέ δεν επέτρεπαν σε ενόπλους να διέλθουν δια των βάσεων. Οι δυνάμεις της Ε.Φ. στην Λεμεσό ήταν αμελητέες, διότι εκ των σχεδίων ήταν περιοχή επιστρατεύσεως. Οι ενωτικοί πληροφορηθέντες την κίνηση των εφεδρικών τους περίμεναν δυτικά της Λεμεσού, όπου και τους εξουδετέρωσαν μετά πολύωρες μάχες με πολλά θύματα από το μέρος των εφεδρικών. Τα υπολείμματα των, επέστρεψαν ατάκτως στην Πάφο με πεσμένο το ηθικό.
Το πρωί της επομένης ο ραδιοφωνικός σταθμός της Πάφου μετέδιδε συνεχώς μήνυμα του Μακαρίου για αντίσταση του πληθυσμού στην ‘Ελληνική Χούντα’, όπως έλεγε, που είχε καταλάβει την εξουσία. Ηρωτήθην από το ΓΕΕΦ εάν ήτο δυνατό το περιπολικό ‘Λεβέντης’ να καταστρέψει με τα πυροβόλα του την κεραία του ραδιοσταθμού. Τους απάντησα καταφατικά. Ανέβηκα στο γραφείο μου και μίλησα με το ραδιοτηλέφωνο με τον κυβερνήτη του πλοίου, ο οποίος μου είπε ότι βλέπει την κεραία.  Τον διέταξα να καταστρέψει την κεραία του ραδιοσταθμού.  Αρνήθηκε εντόνως λέγοντας ότι δεν συνιστάται ο βομβαρδισμός της διότι κάτωθεν του πυλώνος της ευρίσκοντο οικίες, οι οποίες πιθανόν θα εβάλοντο από τα βλήματα του ‘Μπώφορς’.  Τελικά, του είπα να μη κάνει τον βομβαρδισμό, και του ακύρωσα την διαταγή. Μετά την μεταπολίτευση κατηγόρησαν τον Κυβερνήτη ότι ‘βομβάρδισε’ την Πάφο και ότι υπήρξαν θύματα μεταξύ του αμάχου πληθυσμού!!! ενώ δεν είχε ρίξει άλλες βολές πλην εκείνων κατά των εφεδρικών που εκκινούντο να καταλάβουν τον Ναυτικό Σταθμό. Τελικώς ο Μακάριος, στην θέα των ταγμάτων και των αρμάτων που πλησίαζαν την Πάφο, από το Τρόοδος, έφυγε με Αγγλικό ελικόπτερο στις Αγγλικές Βάσεις και από εκεί με Βρεττανικό αεροσκάφος στο Λονδίνο.
Το ίδιο πρωί έστειλα μία ομάδα της ΝΔΚ υπό αξιωματικό να ερευνήσει το σπίτι από το οποίο είχαν προέλθει το προηγούμενο βράδυ οι πολυβολισμοί κατά του γραφείου μου. Μετά 1-2 ώρες επανήλθαν φέροντες μαζί τους περί τα δέκα καλάσνικωφ, άφθονα πυρομαχικά, και μία βαλίτσα με μεγάλο αριθμό ξένων χαρτονομισμάτων, κυρίως Γερμανικά μάρκα και Βρετανικές στερλίνες, αξίας άνω των 10.000.000.δρχ  της εποχής εκείνης, εκ πρώτης όψεως. Επίσης μου ανέφεραν ότι μέσα στο σπίτι υπήρχαν τελείως σύγχρονες συσκευές τηλεπικοινωνιών, στην δε οροφή του σπιτιού υπήρχαν τεράστιες κεραίες, για τις συσκευές αυτές. Αμέσως κάλεσα στο γραφείο μου τον Υποπλοίαρχο Τζεφεράκο, και μαζί του, παίρνοντας την βαλίτσα με τα χρήματα κατέβηκα στον πρώτο όροφο στο γραφείο του Αρχηγού ΓΕΕΦ που ευρίσκετο ο Γεωργίτσης με επιτελείς του, και μαζί με τον Τζεφεράκο του παρέδωσα την βαλίτσα με τα χρήματα, αναφέροντάς του που την είχαμε βρεί. ( μετά την μεταπολίτευση με κατηγόρησαν μεταξύ πολλών άλλων και για κλοπές και λεηλασίες από αυτό το σπίτι, που όπως έμαθα ανήκε στον συνεργάτη του Μακαρίου μεγαλοεπιχειρηματία Αζίνα, που ήταν και στενός φίλος του Αβέρωφ).
Επίσης του εζήτησα να στείλει αξιωματικούς των διαβιβάσεων για να ελέγξουν τις συσκευές επικοινωνιών που υπήρχαν εκεί. Μου εζήτησε να πάω εγώ πρώτα να τις δω και να του αναφέρω τι ακριβώς είναι. Πήγα με μία ομάδα ανδρών στο σπίτι που ήταν μία πολυτελής βίλλα, με εμφανή σημάδια επειγούσης αναχωρήσεως των ενοίκων της, και είδα τις συσκευές. Επρόκειτο για τελευταίου τύπου συσκευές ραδιοτηλετύπων, τις οποίες ούτε στο όνειρό μας δεν είχαμε δεί τότε στις Ε.Δ., καθώς και μία συσκευή ραδιοτηλεφωνίας SSB 1.000 Watt με την οποία λόγω της ισχύος της μπορούσε κανείς να μιλήσει ραδιοτηλεφωνικώς σε μεγάλες αποστάσεις, όπως με την Αγγλία, την Ρωσσία, μέχρι και την Ινδία. Οι δε τεράστιες κεραίες στην οροφή του σπιτιού έδειχναν ότι χρησιμοποιούντο για συνομιλίες μεγάλων αποστάσεων. Σε χαρτί με συχνότητες που ήταν σε μία από αυτές αναγράφετο ως «τακτικός συνομιλητής» μία εταιρεία προμηθείας όπλων της Σοβιετικής Ενώσεως και μία αντίστοιχη της Τσεχοσλοβακίας. Ο ιδιοκτήτης της οικίας ήταν προφανώς ο προμηθευτής των όπλων του Μακαρίου, όπως προ δύο δεκαετιών ήταν ο προμηθευτής όπλων του Γρίβα στην πρώτη ΕΟΚΑ. Ανέφερα τα συμπεράσματά μου στον Γεωργίτση ο οποίος έδωσε εντολή στις Διαβιβάσεις της Ε.Φ. να πάνε στο σπίτι και να πάρουν τις συσκευές. Εμείς κρατήσαμε τα καλάσνικωφ και εξοπλίστηκε το επιτελείο μου με αυτά. Το απόγευμα και ενώ ολόκληρο πλέον το νησί ήταν υπό τον έλεγχό μας, φύγαν οι οικογένειές μας από το ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ και επέστρεψαν στα σπίτια μας. Πήρα την Λίλυ και τον Παναγιώτη από το ξενοδοχείο και πήγαμε σπίτι για να πλυθούμε και να φρεσκαριστούμε λίγο, και μετά τους ξαναπήγα στο σπίτι του Παπαργύρη, γιατί δεν ήθελα να μένουν στο απομεμακρυσμένο σπίτι μας μόνοι τους, εφόσον εγώ θα διανυκτέρευα πάλι στο γραφείο μου. Το βράδυ στο γραφείο μου μου τηλεφώνησαν από το ΓΕΝ ο συμμαθητής μου Νικολόπουλος, που ήταν διευθυντής του 2ου Ε.Γ., μαζί με τον πλωτάρχη Κούβαρη που ήταν υπασπιστής του Γκιζίκη, για να μάθουν από πρώτο χέρι πληροφορίες σχετικά με το εγχείρημα, και αφού και οι δύο μου διαβίβασαν τα συγχαρητήρια των προϊσταμένων τους για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος, μου εδήλωσαν ότι με απόφαση του Αρχηγού ΓΕΝ και λόγω της νέας διαμορφουμένης καταστάσεως στην Κύπρο, θα παρέμενα άλλον ένα χρόνο εκεί, και δεν θα έφευγα στα μέσα Αυγούστου όπως προεβλέπετο.
Εν τω μεταξύ η κατάστασις είχε πλέον σταθεροποιηθεί. Πλήθος συγχαρητηρίων τηλεγραφημάτων έφθανε από κάθε γωνιά της Κύπρου προς το ΓΕΕΦ και τον Σαμψών. Τα πιο πολλά από γνωστούς ενωτικούς, αλλά τα περισσότερα από τους μέχρι χθές υποστηρικτάς του Μακαρίου που κατήχαν μία κάποια θέση ( Δήμαρχοι, κοινοτάρχες, διευθυνταί οργανισμών κλπ) που προκειμένου να χάσουν την θέση τους κατεφέροντο με σκληρή γλώσσα κατά του πρώην ευεγέρτου των Μακαρίου. Γλειώδη ανθρωπάρια, που βρίσκονται σε όλες τις κοινωνίες σαν παράσιτα στους εκάστοτε κρατούντες.
Οι Τουρκοκύπριοι ήταν ήρεμοι. Ο Ντεκτάς εδήλωνε ότι η υπόθεσις ήταν εσωτερική των Ελληνοκυπρίων και δεν τον αφορούσε. Αι ΗΠΑ αναγνώρισαν την νέα κυβέρνηση του Σαμψών, ως νόμιμη κυβέρνηση του νησιού. Η ζωή στο νησί ξανάρχισε όπως παλιά με τις πτήσεις των αεροσκαφών, κρουαζεροπλοίων κλπ. Την Πέμπτη 18 Ιουλίου με τηνΛίλυ αποφασίσαμε να πάει στην Αθήνα με τον Παναγιώτη και να μείνη εκεί μέχρι να σταθεροποιηθεί τελείως η κατάστασις οπότε θα τους καλούσα να έλθουν πίσω. Βγάλαμε εισιτήρια με την Ολυμπιακή για το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974.
Την επομένη ημέρα 19 Ιουλίου ήλθε στην Αμμόχωστο το αρματαγωγό ΛΕΣΒΟΣ στο οποίο ήμουν παλαιότερα κυβερνήτης, με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Χανδρινό, και έφερε τους 400 νέους οπλίτες της ΕΛΔΥΚ, σε αντικατάσταση όσων είχαν ήδη συμπληρώσει διετία στην Κύπρο, και γυρνούσαν στην Ελλάδα για να απολυθούν. Πήγα από το πρωί στην Αμμόχωστο και επέβλεψα τόσο την αποβίβαση των αφικνουμένων, προστασία του πλοίου από δολιοφθορές , όσο και την επιβίβαση των αποχωρούντων, διότι αυτό ήταν μέσα στις ευθύνες μου, κινήσεις οι οποίες έγιναν χωρίς κανένα πρόβλημα.
Το βράδυ της ιδίας ημέρας πήγα την Λίλυ και τον Παναγιώτη στο σπίτι του Παπαργύρη, και εγώ πήγα στο γραφείο μου, όπου και θα διανυκτέρευα, και το πρωί θα τους πήγαινα στο αεροδρόμιο να φύγουν για την Αθήνα.
Φεύγοντας από το σπίτι του Παπαργύρη παρατήρησα στον δρόμο μεγάλη κίνηση ιδιωτικών αυτοκινήτων με οικογένειες να κατευθύνονται προς τα νότια του νησιού. Σταμάτησα σε ένα μπλόκο που υπήρχε και ρώτησα τον επί κεφαλής ανθυπολοχαγό τι συμβαίνει. Μου απήντησε ότι ο πληθυσμός έχει πανικοβληθεί, διότι το BBC στην απογευματινή εκπομπή του είπε ότι Τουρκικός στρατός αποβιβάζεται στα βόρρεια της Κύπρου. Έσπευσα στο γραφείο του Γεωργίτση. Ο Σαμψών ήταν εκεί και ετοίμαζε μία κυβερνητική ανακοίνωση που διάψευδε την είδηση, και συγχρόνως είχε καλέσει τον Άγγλο πρέσβυ για να διαμαρτυρηθεί. Επικοινώνησα με τον Ναυτικό Σταθμό Κυρηνείας και τα ραντάρ μου, και μου είπαν ότι δεν υπάρχει κάτι το ανησυχητικό. Αλλοίμονο, η θύελλα ερχόταν και εμείς δεν είχαμε καμμία πληροφορία. Παρέμεινα στο γραφείο μου. Προηγουμένως με ένα ΙΧ αυτοκίνητο με δύο ναύτες είχα στείλει στον Ναυτικό Σταθμό Πάφου δύο κλείστρα αντιαεροπορικών ‘έρλικον’ διότι οι εφεδρικοί όταν είχαν καταλάβει τον σταθμό είχαν αφαιρέσει και πετάξει στην θάλασσα τα κλείστρα των δύο αντιαεροπορικών που είχε ο Σταθμός.
Η ΕΙΣΒΟΛΗ
Γύρω στις 21.40 από το Ραντάρ που είχα στο ακρωτήριο Αποστόλου Ανδρέα έλαβα την πρώτη αναφορά ότι 6 πλοία σε σχηματισμό που ερχόντουσαν από την περιοχή της Μερσίνας (Τουρκία) έπλεαν με κατεύθυνση το ανατολικό μέρος της Κύπρου. Αρχίσαμε να τα υποτυπώνουμε στον πίνακα υποτυπώσεων που είχα στον θάλαμο επιχειρήσεων. Μετά περίπου μία ώρα ευρίσκοντο περί τα 30-35 μίλλια από το ακρωτήριο, πλέοντα προς τον κόλπο της Αμμοχώστου. Κατέβηκα στο γραφείο του Γεωργίτση και του ανέφερα το γεγονός. Αυτός ανησύχησε. Πήρε αμέσως μπροστά μου στο τηλέφωνο τον θάλαμο επιχειρήσεων του ΓΕΕΘΑ στην Αθήνα, και τους το ανέφερε. Τον καθησύχασαν, και του είπαν ότι πιθανόν κάνει ασκήσεις ο Τουρκικός στόλος, και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Γύρισα στο γραφείο μου, πάντοτε ανήσυχος. Έδωσα εντολή στα 4 ραντάρ μου να μου αναφέρουν με λεπτομέρειες οιονδήποτε ύποπτο στόχο είχαν στις οθόνες τους. Σε λίγη ώρα συγχρόνως τα ραντάρ του Αποστόλου Ανδρέα και του ακρωτηρίου Κορμακίτη, μου αναφέρουν ότι εντοπίζουν ομάδα πλοίων προερχομένη πάλι από την Μερσίνα με κατεύθυνση προς τις Βόρρειες- Βορρειοδυτικές ακτές της Κύπρου. Τα πρώτα πλοία συνέχιζαν τον πλού τους με μικρή ταχύτητα προς τον κόλπο της Αμμοχώστου. Αρχίσαμε να υποτυπώνουμε και την δεύτερη ομάδα.     Οι μονάδες μου και τα πλοία μου, ευρίσκοντο στην συνήθη ετοιμότητά τους ( πλην των σταθμών ραντάρ). Το περιπολικό ‘Λεβέντης’ είχε επιστρέψει στην ΝΒΧ, για επισκευή του άξονά του, από την Πάφο αφού το προσωπικό του εκεί Ναυτικού Σταθμού είχε επανεγκατασταθεί στον σταθμό, και η διατεθείσα διμοιρία από την ΝΒΧ, είχε επιστρέψει από το νοσοκομείο Λευκωσίας στην βάση της πριν από δύο ημέρες. Το ίδιο και οι βατραχάνθρωποι από τις θερινές εγκαταστάσεις αξιωματικών στην Αμμόχωστο.
Στις 2 την νύκτα της 20ης Ιουλίου, η ομάδα των πλοίων που έπλεε προς τον κόλπο της Αμμοχώστου άλλαξε πορεία κατά 180 μοίρες και άρχισε να πλέει προς βορρά με κατεύθυνση προς την Τουρκία. Η δεύτερη ομάδα που ήδη, από τον διαχωρισμό των στόχων στις οθόνες των ραντάρ, υπολογίζαμε ότι αποτελείτο από 10-12 πλοία, συνέχιζε την πορεία της, και ευρίσκετο περί τα 30 μίλλια από τις βόρρειες ακτές της Κύπρου. Ξανανέφερα τις τελευταίες πληροφορίες στον Γεωργίτση.  Εκάλεσε πάλι το ΓΕΕΘΑ στο τηλέφωνο και τους είπε ποία ήταν η τελευταία εικόνα που είχαμε. Ο συνταγματάρχης επί κεφαλής εκείνο το βράδυ στον θάλαμο επιχειρήσεων του ΓΕΕΘΑ, του απάντησε πάλι τα ίδια. Ότι δηλαδή οι Τούρκοι κάνουν ασκήσεις, και εκτιμά ότι και τα υπόλοιπα πλοία θα αναστρέψουν προς βορράν σε λίγο. Φάνηκε ότι τον ενοχλούσαμε που παίρναμε κάθε τόσο τηλέφωνο, και του..διακόπταμε τον ύπνο. Γεγονός ήταν πάντως ότι το ΓΕΕΘΑ ή δεν είχε ακούσει το ΒΒC της προηγουμένης ημέρας, ή δεν είχε λάβει υπ’ όψιν την αποστολή τηλεγραφήματος του Στρατιωτικού Ακολούθου στο Λονδίνο επί του θέματος, αλλά ούτε είχε πάρει πληροφορίες από την ΚΥΠ για τα συμβαίνοντα στην Τουρκία και ιδιαίτερα στην Μερσίνη, η οποία από ότι γνώριζα, από την εποχή που ήμουν στην Άγκυρα, είχε στην περιοχή πληροφοριοδότες, και ήταν αδύνατον να μη ήξερε τι γινόταν εκεί. Αρχηγός της ΚΥΠ ήταν τότε ο Υποστράτηγος Σταθόπουλος, με τον οποίο είχα συνυπηρετήσει στην Άγκυρα, και αυτός ήταν ένας λόγος παραπάνω για να είχε την προσοχή του στην Τουρκία. Αλλά φαίνεται το κουβάρι της » προδοσίας » είχε αρχίσει να ξετυλίγεται.
Γύρισα στο γραφείο μου προβληματισμένος, και ανήσυχος. Στον θάλαμο επιχειρήσεων η βάρδια έπαιρνε τις αναφορές από τα ραντάρ και υποτύπωνε τους στόχους στον χάρτη. Ξάπλωσα με τα ρούχα, και με αναμμένα τα φώτα στο γραφείο μου, σε ένα ‘ράντζο’ που είχα στο γραφείο μου, και αμέσως με πήρε ο ύπνος, ένας ανήσυχος και εφιαλτικός ύπνος που δεν κράτησε πάνω από μία ώρα. Στις τρείς και τέταρτο πετάχτηκα από το κρεβάτι μου, και πήγα στον θάλαμο επιχειρήσεων. Τα πλοία ήταν σε απόσταση 20 μιλλίων από την βόρρεια ακτή της Κύπρου, και είχαν ελαττώσει την ταχύτητά τους από τους 15 κόμβους στους 9-10 κόμβους. Χωρίς να διστάσω καθόλου, έστειλα αμέσως σήμα συναγερμού σε όλες τις μονάδες και τα πλοία μου, με σαφή εντολή να πλήξουν οιονδήποτε προσπαθήσει να ενεργήσει κατά αυτών, και να καταρρίψουν οιοδήποτε αεροσκάφος  περάσει στον εναέριο χώρο τους. Να είναι δε έτοιμοι για την εφαρμογή των οδηγιών Μάχης που είχα εκδόσει προ έτους. Παράλληλα διέταξα τους δύο ναύτες οδηγούς που είχα στο επιτελείο μου να φέρουν αμέσως στον περίβολο του ΓΕΕΦ τον κινητό θάλαμο επιχειρήσεων με την γεννήτρια, και το αντιαεροπορικό επ’ αυτοκινήτου που είχαμε. Κατέβηκα εν συνεχεία στο γραφείο του Γεωργίτση, και του είπα τις τελευταίες αναφορές που είχα, και τα μέτρα που είχα λάβει. Ξαναπήρε στο τηλέφωνο το ΓΕΕΘΑ. Του απαντήσαν τα ίδια. Ασκήσεις των Τούρκων, και να μη ανησυχούμε. Μου το είπε, και του απάντησα με μία βρισιά για τους επιτελείς του ΓΕΕΘΑ, ενώ του είπα ότι εγώ εκτιμώ αλλιώς την κατάσταση και ότι θα διατηρήσω την πολεμική ετοιμότητα της ΝΔΚ. Δεν μου απήντησε και έφυγα. Τον είδα και αυτόν προβληματισμένο, και σε λίγο εκάλεσε στο γραφείο του τους διευθυντάς των Ε.Γ. του ΓΕΕΦ για να συσκεφτούν. Γύρισα στον Θάλαμο επιχειρήσεων και είχα συνεχή ραδιοτηλεφωνική επικοινωνία με τα δύο Ραντάρ μου στην Βόρρεια Κύπρο. Στις 04.30 η ομάδα των πλοίων σταμάτησε περί τα 10 μίλλια από την Κυρήνεια. Φαινόταν πλέον καθαρά ότι θα έκαναν απόβαση. Μόλις είχε αρχίση το λυκαγεύς της ημέρας εκείνης. Πήγα στον Γεωργίτση του ανέφερα την τελευταία κατάσταση, και την εκτίμησή μου, και επέστρεψα αμέσως στο γραφείο μου, χωρίς να περιμένω τι θα κάνει, ή τι εντολές θα έδινε. Εγώ είχα λάβει τις αποφάσεις μου. Έστειλα αμέσως σήμα και γνώριζα στις υπηρεσίες μου την κατάσταση, και ότι πιθανόν σε λίγο θα υποστούν αεροπορικές επιθέσεις. Κατέστησα τα αντιαεροπορικά μου ελεύθερα, με εντολή να καταρρίπτουν όλα τα υπεριπτάμενα αεροσκάφη, διέταξα τις τορπιλλακάτους της ΝΒΧ να αποπλεύσουν και να πάνε στις περιοχές αποκρύψεως τους που είχαμε καθωρίσει με τις οδηγίες μάχης, και τέλος, πήρα τον Τσομάκη στην Κυρήνεια, ο οποίος μέσα στην πρωινή αχλύ έβλεπε ήδη τα Τουρκικά πλοία, εξήγησα την κατάσταση και του έδωσα εντολή να αποπλεύσει αμέσως » σε πολεμική έγερση»  και να πάει να τορπιλλίσει τα Τουρκικά πλοία, μαζί με την δεύτερη τορπιλλάκατο που υπήρχε στην Κυρήνεια με κυβερνήτη τον εφ. σημαιοφόρο Ν. Βερύκιο. Μου απήντησε » Φεύγω αμέσως κύριε Διοικητά». Μόλις πρόλαβα να του πώ » να προσέχεις Λευτέρη» και μου έκλεισε το τηλέφωνο σπεύδων να εκτελέσει την διαταγή. Άφησε αντικαταστάτη του στον σταθμό τον αρχικελευστή Γαρύφαλλο Γαλιατσό και με τον Βερύκιο και τα πληρώματα των τορπιλλακάτων έτρεξαν και επιβιβάστηκαν σε αυτές. Απέπλευσαν 2-3 λεπτά πριν τις 5 το πρωί από το λιμάνι σε πολεμική έγερση, αφού μου ανέφεραν ότι αποπλέουν και τους απάντησα «καλή τύχη «. Κατέβηκα τρέχοντας στο γραφείο του Γεωργίτση για να του αναφέρω τις κινήσεις που είχα διατάξει. Ενώ έμπαινα στο γραφείο του ακούστηκαν οι πρώτες βόμβες που έριχναν Τουρκικά αεροσκάφη στην περιοχή της ΕΛΔΥΚ, ενώ από το παράθυρο του γραφείου του είδαμε αλεξιπτωτιστές να πέφτουν στην Τουρκοκυπριακό τομέα της Λευκωσίας. Η εισβολή είχε αρχίσει. Ο Γεωργίτσης πήρε αμέσως το ΓΕΕΘΑ στο τηλέφωνο και τους ανέφερε το γεγονός. Στο γραφείο του είχαν μαζευτεί σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί του ΓΕΕΦ. Ζήτησε τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ στρατηγό Μπονάνο. Δεν είχε πάει ακόμα στο γραφείο του. Άλλωστε ήταν νωρίς. Μόλις 5 το πρωί. Ο Συνταγματάρχης του θαλάμου επιχειρήσεων, του είπε να επιδείξουμε…. αυτοσυγκράτηση !!! Ο Γεωργίτσης εξανέστη. Τον στόλισε με κοσμητικά επίθετα, και του είπε να ειδοποιήσει αμέσως τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ και την Κυβέρνηση, βγάζοντας από το παράθυρο το ακουστικό του τηλεφώνου του, για να ακούσει τις βόμβες που έπεφταν. Ο παρευρισκόμενος επιτελάρχης του ΓΕΕΦ – ένας αξιωματικός πολύ χαμηλών τόνων – επενέβει τότε και απευθυνόμενος στους ευρισκομένους εκεί αξιωματικούς, είπε με αγανάκτηση » είναι όλοι τους ηλίθιοι, εδώ έχουμε πόλεμο, εφαρμόστε αμέσως τα υφιστάμενα σχέδια και διατάξτε τις μονάδες σας να χτυπήσουν στο ψαχνό». Αμέσως όλοι οι παριστάμενοι αξιωματικοί έφυγαν τρέχοντας, για να εκτελέσουν την διαταγή. Ανέβηκα στο γραφείο μου. Η Λίλυ μόλις με είχε ζητήσει στο τηλέφωνο. Της μίλησα για μερικά δευτερόλεπτα και της είπα ότι έχουμε πόλεμο, να παραμείνει στο σπίτι του Παπαργύρη, διότι πτήση προς την Αθήνα δεν θα γίνει, και θα την ξανακαλέσω όταν μπορέσω. Μετά έτρεξα στο ραδιοτηλέφωνο. Η ώρα ήταν 05.10. Άκουσα πρώτα τον Βερύκιο να με καλεί και να μου αναφέρει ότι η τορπιλλάκατός του υπέστη βλάβες από αεροπορική επίθεση, ετέθη εκτός η μία μηχανή και κατεστράφη το πηδάλιο, το δε σκάφος σχεδόν ακυβέρνητο πλησιάζει τις ανατολικές ακτές της Κυρήνειας. Του είπα να εγκαταλήψει το σκάφος και να διασώσει τους τραυματίες. Σε 2-3 λεπτά ο Τσομάκης μου αναφέρει » ευρίσκομαι 2 μίλλια από την νηοπομπή, ετοιμάζομαι να ρίξω τορπίλλες», και συγχρόνως με ένταση στην φωνή του, «με βομβαρδίζουν, με βομβαρδίζουν, με βομβ….» και η φωνή του διεκόπη απότομα, και παρά τις κλήσεις μου δεν απαντούσε. Ήταν δυστυχώς ο πρώτος νεκρός της εισβολής. Αυτός και όλο του το πλήρωμα των 8 υπαξιωματικών και ναυτών εκ των οποίων 2  ναύτες ήταν Κύπριοι. Ο ένατος αρχικελευστής Ρ/Ε Δ. Μαγέτος βαριά τραυματισμένος με όλο το στομάχι σχεδόν έξω από το σώμα του, εκτινάχτηκε στην θάλασσα λιπόθυμος, αλλά φορώντας το σωσίβιό του, κατά την ανατίναξη της τορπιλλακάτου, από τις βόμβες, και μετά μερικές ώρες το κύμα τον έβγαλε σε μία ακτή κοντά στο λιμάνι της Κυρηνείας, όπου προσωπικό του Ναυτικού σταθμού τον παρέλαβε και τον έστειλαν με LAND ROVER εν μέσω βομβαρδισμών στο νοσοκομείο της Λευκωσίας, όπου ήδη είχαν διακομιστεί ο Βερύκιος που είχε ένα θραύσμα βόμβας στην κάτω σιαγώνα του, και 7 άνδρες από το πλήρωμά του, με αρκετά σοβαρά τραύματα. Όλοι τους είχαν βγει στην ξηρά κολυμπώντας, καθώς η τορπιλλάκατός τους είχε βυθισθεί περί τα 500 από αυτήν, πολυβολούμενοι από τα Τουρκικά αεροσκάφη. Ο Ναυτικός σταθμός Κυρηνείας μου αναφέρει την απώλεια της τορπιλλακάτου του Τσομάκη καθώς και ότι αποβατικά έχουν ξεκινήσει από την νηοπομπή προς την ακτή δυτικά της Κυρηνείας, ενώ από τον Σταθμό βάλουν συνεχώς κατά των υπεριπταμένων αεροσκαφών με τα αντιαεροπορικά των. Επίσης μου αναφέρουν ότι το Βρετανικό ελικοπτεροφόρο ΕΡΜΗΣ έχει καταπλεύσει έξω από την Κυρήνεια και κάνει ανενόχλητα πτήσεις ελικοπτέρων με την ακτή μεταφέροντας Άγγλους υπηκόους στο  πλοίο. Οι Άγγλοι μέσα σε μία ώρα είχαν στείλει το πλοίο τους εκεί !!! Μάλλον ήξεραν και το σημείο αποβάσεως και την ώρα της ενάρξεως της εισβολής και το είχαν εκεί δίπλα. Όλοι επομένως το ήξεραν εκτός από το ΓΕΕΘΑ !!! και κατ’ ακολουθία εμείς που παίρναμε από αυτό τις πληροφορίες μας .  Στις 06.00 διετάχθει από τον Γεωργίτση η εγκατάληψις του κτιρίου του ΓΕΕΦ, διότι οι βόμβες είχαν αρχίσει να μας πλησιάζουν, και η εγκατάστασίς μας στο υπάρχον υπόγειο στρατηγείο στην περιοχή Μαλούντα 15 χλμ νοτιοδυτικά της Λευκωσίας.  Αμέσως έδωσα εντολή να μεταφερθούμε όλοι στα αυτοκίνητα που από τις 4 το πρωί είχα φροντίσει να έχω στον περίβολο του ΓΕΕΦ. Σε 5 λεπτά ξεκινήσαμε εν μέσω βομβαρδισμών προς την Μαλούντα. Θυμήθηκα ότι στην βιασύνη μου δεν είχα πάρει μαζί μου τους κώδικες επικοινωνιών, που μου ήταν απαραίτητοι γιατί τους αλλάζαμε κάθε 4 ώρες. Είπα στον οδηγό μου να κάνει αναστροφή και με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο επέστρεψα στο γραφείο μου, ενώ η αυτοκινητοπομπή συνέχιζε προς την Μαλούντα. Λίγο πριν φθάσω στο κτίριο του ΓΕΕΦ μας πολυβόλισε ένα αεροσκάφος, βγήκαμε από το αυτοκίνητο και καλυφθήκαμε σε ένα σπίτι. Σε λίγο μπήκαμε πάλι στο αυτοκίνητο και πήρα τους κώδικες από το γραφείο μου, αλλά και το κράνος μου, που ποτέ δεν ήθελα να το χρησιμοποιώ, αλλά τώρα ήταν αναγκαίο. Επίσης πήρα μία χακί στρατιωτική στολή που μας είχαν μοιράσει πριν από πολύ καιρό, διότι ήμουν με την  λευκή θερινή στολή μου, δηλαδή » πολύ καλός στόχος».  Πήραμε πάλι τον δρόμο για την Μαλούντα. Στα μισά περίπου του δρόμου είδα την ‘ κλούβα’ σταματημένη και τα άλλα αυτοκίνητα πίσω της. Πλησίασα και μου είπαν ότι είχε πάθει βλάβη η μηχανή της. Διέταξα αμέσως το προσωπικό να την σπρώξει με τα χέρια σε μία συστάδα δένδρων που απείχε  περί τα 30 μέτρα από το σημείο, μαζί με την ηλεκτρογεννήτρια, και να ακολουθήσει το αντιαεροπορικό μαζί. Αφού έγινε αυτό είπα να παραμείνει μόνο το προσωπικό του θαλάμου επιχειρήσεων και οι δύο χειριστές του αντιαεροπορικού, όλοι δε οι άλλοι να συνεχίσουν προς την Μαλούντα, ενώ έστειλα τον οδηγό μου με έναν υπαξιωματικό με το αυτοκίνητό μου σε στρατόπεδο στην Λευκωσία για να φέρουν ένα όχημα ρυμουλκήσεως της Ε.Φ. για να ρυμουλκήσουμε την ‘ κλούβα’ στην Μαλούντα. Εγώ έμεινα στον θάλαμο επιχειρήσεων, όπου ήμουν σε συνεχή επικοινωνία με τις υπηρεσίες μου στο νησί. Τα ραντάρ μου ανέφεραν ότι υφίσταντο αεροπορικές επιδρομές, τις οποίες απέκρουαν με τα αντιαεροπορικά τους. Προσπάθησα να έλθω σε επαφή με το ΛΕΣΒΟΣ το οποίο όπως υπολόγιζα έπρεπε να ευρίσκεται νότια της Κύπρου στο ύψος περίπου της Πάφου, δηλαδή σε περιοχή δικής μου επιχειρησιακής ευθύνης. Σε λίγο μου απάντησε ο Χανδρινός στο ραδιοτηλέφωνο, και μου είπε ότι έλαβε διαταγή από το ΓΕΕΘΑ να καταπλεύσει στην Πάφο και να αποβιβάσει τους 400 οπλίτες της ΕΛΔΥΚ που είχε πάρει την προηγουμένη για επαναπατρισμό στην Ελλάδα ( η μοναδική σωστή κίνηση από το ΓΕΕΘΑ). Του συνέστησα είναι συνεχώς σε πολεμική έγερση για απόκρουση επιθέσεων από αεροσκάφη, και όταν αποπλεύση από την Πάφο να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν πιο μακρυά από την Κύπρο, πριν πάρει δυτική πορεία για την επιστροφή του στην Ελλάδα. Μου απήντησε ότι αυτό είχε κατά νούν να κάνει.  Στις 10.00 ένα Τουρκικό αναγνωριστικό (προφανώς) αεροσκάφος πέρασε δύο φορές από πάνω μας και βαλλόμενο από το αντιαεροπορικό μας, απεμακρύνθη. Ένας αγγελιαφόρος, από την Μαλούντα ήλθε και μου είπε να έλθω σε τηλεφωνική επαφή με τον Γεωργίτση που ήταν ήδη εγκατεστημένος εκεί. Πήγα δίπλα σε ένα κτίριο, που ήταν μία θεολογική σχολή, και ζήτησα να τηλεφωνήσω. Με έκπληξη άκουσα τον ιερέα που μου άνοιξε την πόρτα να μου λέει ότι δεν είχαν τηλέφωνο, ( ψευδές) και με παρεκάλεσε να απομακρύνω αμέσως τα αυτοκίνητα από εκεί που ήταν διότι φοβόντουσταν μήπως βομβαρδιστεί το κτίριό τους. Ήθελα να του απαντήσω κάτι βαρύ αλλά κρατήθηκα. Εμείς παίζαμε την ζωή μας και αυτός μας κράταγε ‘ μούτρα’ γιατί είχαμε διώξει τον Μακάριο. Γύρισα στην ‘κλούβα’ και είπα στον αρχικελευστή Οικονομίδη να ανεβεί σε μία κολώνα τηλεφωνικών γραμμών που υπήρχε εκεί και να τραβήξει μία γραμμή, οποιανδήποτε, προς την ‘κλούβα’, πράγμα που έγινε μέσα σε πέντε λεπτά και έτσι ήλθα σε τηλεφωνική επικοινωνία με το ΓΕΕΦ στην Μαλούντα. Θεία δίκη η γραμμή που είχαμε κόψει ήταν της θεολογικής σχολής ( που μας είπαν ότι δεν είχαν τηλέφωνο), γιατί κάθε τόσο και λίγο κτυπούσε το τηλέφωνο και μας ζητούσαν να μιλήσουν με ιερείς της σχολής. Τους το κλείναμε χωρίς εξηγήσεις.
Στις 12.00 έφθασε έπειτα από 4 ώρες περίπου αναμονής και η ρυμούλκα της Ε.Φ. Έδεσε την κλούβα και άρχισε να την ρυμουλκεί στην Μαλούντα, συνοδεία του αντιαεροπορικού μας. Εγώ έφυγα αμέσως με το αυτοκίνητό μου για το υπόγειο στρατηγείο. Στον δρόμο ο οδηγός μου μου είπε ότι πηγαίνοντας στο στρατόπεδο για την ρυμούλκα πέρασε από την περιοχή που τελευταία είχαμε κάνει την άσκηση μεταφοράς επιτελείου της ΝΔΚ στον δρόμο προς την Λάρνακα, και είδε ότι την είχαν κάψει με βόμβες ‘ναπάλμ’ τα Τουρκικά αεροσκάφη. Φαίνεται όταν κάναμε την άσκηση η περιοχή που πήγαμε σημειώθηκε από διερχομένους Τουρκοκυπρίους και είχε δοθεί στην Τουρκική διοίκηση ως το σημείο που θα εγκατασταθεί το επιτελείο μου εν πολέμω. Σημειωτέον ότι η κίνησις των τουρκοκυπρίων σε ολόκληρη την Κύπρο ήταν ελεύθερη με απόφαση του Μακαρίου, χωρίς κανένα έλεγχο, ενώ απαγορευόταν η δική μας στους τουρκοκυπριακούς θύλακες, που γινόταν μόνο κάτω από αυστηρούς ελέγχους κατά την είσοδο σε αυτούς. Έφθασα στο υπόγειο στρατηγείο γύρω στη μία το μεσημέρι. Το προσωπικό της ΝΔΚ που είχε φθάσει από το πρωί, είχε ήδη τακτοποιήσει τους δύο υπόγειους θαλάμους που μας είχαν διατεθεί, είχε αναπετάσει τις κεραίες των συσκευών και είχε αποκαταστήσει τις επικοινωνίες. Το μόνο μικρό πρόβλημα που υπήρχε ήταν ότι οι χωμάτινοι τοίχοι αυτού του παλαιού ορυχείου που είχαμε μετατρέψει σε στρατηγείο, ήταν συνεχώς υγροί, και σε συνδυασμό με το χωμάτινο δάπεδο που σε μερικά σημεία ήταν σκέτη λάσπη, δημιουργούσαν μία κρύα ατμόσφαιρα, τελείως διαφορετική από την καυτή Ιουλιανή ατμόσφαιρα που επικρατούσε έξω στο ύπαιθρο. Στις 4 το απόγευμα ο Παπαργύρης μου είπε ότι είχε έλθει σε επαφή με μία Κυπριακή οικογένεια γνωστή του στην Λευκωσία, που για να αποφύγει τους βομβαρδισμούς εκεί, θα πήγαινε στο Όρος Τρόοδος, και τους παρεκάλεσε να πάρουν μαζί τους την γυναίκα του, και την Λίλυ με τον Παναγιώτη, ώστε να είναι όσον το δυνατόν πιο ασφαλείς, πράγμα που εδέχθησαν ευχαρίστως. Μέσα στις σκουτούρες μου, την αγωνία, και την ένταση των ωρών αυτών, είχα ξεχάσει το πολυτιμότερο πράγμα που είχα. Την οικογένειά μου. Ευτυχώς όλα ήταν καλά με αυτήν και δεν είχαν κινδυνεύσει μέχρι στιγμής. Βεβαίως με τους βομβαρδισμούς στην Λευκωσία, και μόλις καμμία βόμβα έπεφτε κοντά στο σπίτι που έμεναν, καλύπτοντο κυρίως κάτω από κρεβάτια, με φόβο βεβαίως, και ο Παναγιώτης για λίγο καιρό μετά τα γεγονότα της κύπρου μόλις άκουγε ήχο από αεροπλάνο έτρεχε και κρυβόταν όπου μπορούσε!  Στις 5 περίπου το απόγευμα ένας οπλίτης της ΕΣΑ με ειδοποίησε ότι η γυναίκα μου και ο υιός μου περίμεναν να με δούν στον δρόμο έξω από το ορυχείο-επιτελείο που οδηγούσε προς το Τρόοδος. Βγήκα όπως ήμουν εκείνη την στιγμή. Με τα χακί ρούχα, το πιστόλι μου στην ζώνη, ένα καλάσνικωφ στο χέρι, το κράνος μου, αξύριστος και ταλαιπωρημένος από τα γεγονότα και την αϋπνία ( είχα ήδη συμπληρώσει 35 ώρες χωρίς ύπνο). Η Λίλυ με κοίταξε έκπληκτη και δάκρυσε. Με αγκάλιασε και μου είπε » Πρόσεχε δεν θέλω να σκοτωθείς» . Η Μάρω, η γυναίκα του Παπαργύρη έβαλε τα κλάματα. Την ρώτησα γιατί κλαίει. Δεν μου απάντησε. Μετά είπε στην Λίλυ «για να είναι σε τέτοια χάλια ο άνδρας σου, σκέψου πως θα είναι ο δικός μου». Ο Παπαργύρης δεν είχε έλθει να την δεί, διότι μίλαγε εκείνη την στιγμή με την Πάφο. Αφού ευχαρίστησα το ζεύγος των Κυπρίων, που τους μετέφεραν τους χαιρέτισα πάλι και φύγανε. Η Λίλυ μου είπε ότι δύο φορές κατά την διαδρομή τους, Τουρκικά αεροσκάφη τους πολυβολούσαν τον δρόμο και αναγκάστηκαν να βγούν από το αυτοκίνητο και να καλυφθούν στα παρακείμενα χαντάκια. Γύρισα στην ‘ κλούβα ‘ που ήταν σταματημένη έξω από την είσοδο του ορυχείου και καμουφλαρισμένη με κλαδιά δένδρων. Ήλθα σε επαφή με το ΓΕΝ, και ρώτησα εάν θα έστελναν τις δύο τορπιλλακάτους στην Κύπρο όπως προέβλεπαν τα υφιστάμενα σχέδια στην Ελλάδα, για την περίπτωση εισβολής στην Κύπρο, και οι οποίες θα δρούσαν υπό την επιχειρησιακή μου ευθύνη. Μου απάντησαν με μισόλογα. Περισσότερο ήθελαν πληροφορίες για την πορεία των  επιχειρήσεων μας στην Κύπρο, έτσι απλώς για να ξέρουν τι γίνεται. Έκλεισα αηδιασμένος το ραδιοτηλέφωνο. Προσπάθησα να έλθω σε επαφή με τις δύο τορπιλλακάτους μου της περιοχής Αμμοχώστου, που είχα διατάξει από το πρωί να πλεύσουν στην περιοχή ‘ αποκρύψεως’, χωρίς επιτυχία. Φαντάστηκα ότι μέσα στην σπηλιά που έπρεπε να ευρίσκοντο, δεν θα ήτο δυνατή η ραδιοεπικοινωνία. Γύρισα στον θάλαμο στο ορυχείο. Ο Παπαργύρης μου ανέφερε, ότι από την Πάφο μας είχαν πληροφορήσει ότι οι 400 άνδρες της ΕΛΔΥΚ αποβιβάστηκαν ασφαλώς από το ΛΕΣΒΟΣ, και εν συνεχεία το ΛΕΣΒΟΣ με τα πυροβόλα του έβαλε κατά του εκεί Τουρκοκυπριακού θύλακα, και ανάγκασε τους υπερασπιστές του να παραδωθούν στις μικρές δυνάμεις της εκεί Ε.Φ. Σημειωτέον ότι ο θύλαξ αυτός ήταν από τους ισχυρότερους των Τουρκοκυπρίων. Το ΛΕΣΒΟΣ είχε αποπλεύσει χωρίς πρόβλημα με πορεία προς Νότον, και ήδη από την υποτύπωση η θέσις του ήταν περί τα 35 μίλλια νοτίως της Πάφου. Επίσης ο σημαιοφόρος διοικητής του σταθμού Πάφου ανέφερε ότι περί τα 12-15 μίλλια βορρειοανατολικά της Πάφου είχαν εμφανιστεί δύο αντιτορπιλλικά και ερωτούσε να του πούμε εάν είναι Ελληνικά ή Τουρκικά. Του είπαμε να αναμείνει απάντηση. Από την υποτύπωση στόχων που είχαμε φαινόταν σαφώς ότι ήταν δύο Τουρκικά αντιτορπιλλικά, τα οποία από την περιοχή Κυρηνείας είχαν πλεύσει δυτικά στο ακρωτήριο Κορμακίτης και εν συνεχεία νοτιοδυτικά προς περιοχή Κοκκίνων και Πάφου. Εκείνη την ώρα με φώναξε ο Γεωργίτσης, και μου έδειξε ένα σήμα των Τουρκοκυπρίων που είχαμε υποκλέψει, από την Πάφο πρός την Τουρκική στρατιωτική διοίκηση που έλεγε ότι «δεν μπορούν να αντισταθούν άλλο, διότι βομβαρδίζονται από Ελληνικά(πληθυντικός) πολεμικά πλοία, και παραδίδονται». Με ερώτησε εάν υπήρχαν πλοία στην περιοχή, του απάντησα αρνητικά, και του διευκρίνισα ότι προφανώς εννοούσαν το ΛΕΣΒΟΣ, διότι αυτό τους βομβάρδισε, και ο πληθυντικός που χρησιμοποιούν είναι πιθανώς για να δικαιολογήσουν την παράδοσή τους στην Ε.Φ.  Γύρισα στον θάλαμο της ΝΔΚ. Ο σταθμός της Πάφου περίμενε ακόμα την απάντησή μας για τα αντιτορπιλλικά. Από το μυαλό μου πέρασε ότι όπως εμείς υποκλέπταμε αυτούς έτσι και οι Τούρκοι θα έκαναν σε εμάς. Το είπα στον Παπαργύρη που ήταν στο ραδιοτηλέφωνο και ο οποίος είπε στον σταθμό Πάφου «ότι είναι Ελληνικά αλλά να μη έλθει σε επαφή μαζί τους γιατί είναι μυστικό ακόμα». Ο σημαιοφόρος πανηγύρισε στο τηλέφωνο, αλλά ευτυχώς το ‘μυστικό’  που του είπαμε τον έκαναν να μη ..τους καλέσει με τον προβολέα ή να σηκώσει…..σημαιοστολισμό για την ‘άφιξή’ τους. Μας εκάλεσε μετά μία ώρα περίπου και σαφώς ταραγμένος μας αναφέρει ότι αεροσκάφη έχουν επιτεθεί στα » Ελληνικά» αντιτορπιλλικά και το ένα έχει αρχίσει να βυθίζεται ενώ το δεύτερο είναι σταματημένο μέσα σε πυκνούς καπνούς από τις πυρκαϊές που έχει. Ζητούσε δε άδεια να πάει με ψαράδικα να σώσει τους ναυαγούς. Τον αποτρέψαμε και του είπαμε την αλήθεια ότι δεν ήταν Ελληνικά αλλά Τουρκικά. Μας έκλεισε το ραδιοτηλέφωνο διότι ο σταθμός υφίστατο αεροπορική επίθεση και τα αντιαεροπορικά του απαντούσαν σε αυτήν επιτυχώς με αποτέλεσμα να καταρρίψουν ένα αεροσκάφος, αλλά να πληγεί με βόμβα και να καταστραφεί ένα απομεμακρυσμένο φυλάκιο του σταθμού άδειο ευτυχώς την στιγμή της επιθέσεως από προσωπικό. Οι αποθήκες πυρομαχικών, τορπιλλών, και τα υπόλοιπα κτίρια του σταθμού, παρέμειναν ανέπαφα. Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι, το πρωί είχαν κινηθεί να αποβιβαστούν δυτικά της Κυρηνείας σε μία ακτή γεμάτη βράχους. Όταν τους αντελήφθησαν έστρεψαν προς δυσμάς και παραπλέοντας την ακτή προσπαθούσαν να βρουν κατάλληλο αμμώδες μέρος για να προσγιαλωθούν. Βρήκαν μία μικρή αμμουδιά πέντα μίλλια δυτικά της Κυρηνείας, και προσγιαλώθηκαν. Κατά τον παράλληλο προς την ακτή πλού των αποβατικών αυτά εβάλοντο συνεχώς από την ξηρά με πάρα πολύ μεγάλες απώλειες στο προσωπικό τους. Τελικά είχαν προσγιαλωθεί και είχαν σχηματίσει ένα μικρό προγεφύρωμα με 2-3 λόχους, επί της ακτής ακτίνος όχι μεγαλύτερης από 300 μέτρα, στο οποίο και παρέμεναν βαλλόμενοι, και προστατευόμενοι από την αεροπορία τους, που ελλείψει αντιπάλου έκανε ότι ήθελε στους ουρανούς της Κύπρου. Οι δυνάμεις Σ.Ξ. της Ε.Φ.  ενήργησαν σύμφωνα με τα πολεμικά σχέδια, και αρχικά τον υπάρχον μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού εκκινήθει από την Μόρφου που ήταν η βάσις του προς την περιοχή αποβάσεως στις 08.30 πλην όμως εβλήθει ανηλεώς από την Τουρκική αεροπορία, κατά την μετακίνησή του και κατεστράφει σχεδόν ολοσχερώς πλησίον της Μύρτου. Εφονεύθησαν σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί του και το 60% των οπλιτών. Η ΕΛΔΥΚ επετέθη αμέσως κατά των Τούρκων στον τομέα της Λευκωσίας, λίαν επιτυχώς και κατέλαβε μεγάλο κομμάτι του τουρκοκυπριακού τομέα, με αποτέλεσμα ο Ντεκτάς να πανικοβληθεί και να ζητάει ελικόπτερο να τον μεταφέρει στα τουρκικά πλοία για ασφάλεια , όπως προέκυψε από υποκλαπέν σήμα. Οι καταδρομείς ανέμεναν στα σημεία εξορμήσεως των για να επιτεθούν μόλις ενύκτωνε και να καταλάβουν το Φρούριο του Αγ. Ιλαρίωνα που δέσποζε και ήλεγχε τον δρόμο Κυρηνείας -Λευκωσίας, καθώς και ολόκληρο τον τουρκικό θύλακα της Λευκωσίας, και άλλες μονάδες πεζικού σε όλη την Κύπρο είχαν επιτεθεί κατά των τουρκικών θυλάκων που ήταν διεσπαρμένοι σε ολόκληρο το νησί, και καταλάμβαναν το ένα μετά τον άλλο. Στην περιοχή της αποβάσεως την αμυντική προσπάθεια την είχε το εκεί στρατιωτικό συγκρότημα και λίγα πυροβόλα που είχε, διότι ύστερα από την ζημιά που υπέστη το μηχανοκίνητο τάγμα, μόνο το βράδυ θα στέλναμε πια ενισχύσεις στην περιοχή.
Σκέφτηκα, το βράδυ να στείλω τους βατραχανθρώπους που είχα στην ΝΒΧ, για να καταστρέψουμε τα ευρισκόμενα στην ακτή αποβατικά, και πήρα τηλέφωνο την ΝΒΧ για να ζητήσω τον υποπλοίαρχο Γουλέα που ήταν ο επικεφαλής των. Το τηλέφωνο, προς μεγάλη έκπληξή μου, το σήκωσε ο πλωτάρχης Παπαδάκης ο οποίος έπρεπε να ευρίσκεται ως διοικητής τορπιλλακάτων, με τις τορπιλλακάτους στην περιοχή αποκρύψεως που τους είχα στείλει από το πρωί. Έκπληκτος τον ερώτησα τι κάνει εκεί, και που είναι οι τορπιλλάκατοι. Αρχισε να μου απάντάει με μισόλογα, και δικαιολογίες. Η μία τορπιλλάκατος με κυβερνήτη τον Τσαταλό μόλις ξεκίνησε το πρωί «έπαθε» βλάβη, την  οποία δεν μου κατανόμασε, και επέστρεψε στην ΝΒΧ όπου το πλήρωμα την εγκατέλειψε και πήγαν στις εγκαταστάσεις της βάσεως. Η δεύτερη με  κυβερνήτη τον Κανδαλέπα, στην οποία επέβαινε και ο Παπαδάκης  έπλευσε προς το λιμάνι Αμμοχώστου ( τελείως αντίθετη πορεία από την περιοχή αποκρύψεως) και προσάραξε στην ακτή, εγκαταληφθείσα από όλους τους επιβαίνοντες, που επέστρεψαν στην ΝΒΧ με την βοήθεια πλωτού μέσου που ζήτησαν και τους έστειλαν από την βάση. Δηλαδή τον ερώτησα δεν έχω πια τορπιλλακάτους; Μου απάντησε πάλι με μισόλογα ότι θα προσπαθήσουν να επισκευάσουν την πρώτη, και κάτι άλλες δικαιολογίες. Από την φωνή του φαινόταν καθαρά ότι το ηθικό του ήταν στο μηδέν, και τίποτα δεν θα μπορούσε να προσφέρει στις πολεμικές επιχειρήσεις. Του είπα να προετοιμάσει τους βατραχανθρώπους για νυκτερινή επιχείρηση την οποία από τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί εκτίμησα ότι δεν θα μπορούσα να την κάνω το ίδιο βράδυ, διότι και ο Γουλέας ήταν ήδη επηρεασμένος από το όλο κλίμα που είχε δημιουργήσει ο Παπαδάκης. Του είπα (του Γουλέα) να τους έχει έτοιμους να επιχειρήσουν το επόμενο βράδυ.  Έκλεισα το τηλέφωνο, χωρίς να τους ερωτήσω τίποτα άλλο, ενώ προς στιγμή μου πέρασε η ιδέα να πάω στην ΝΒΧ να τους συλλάβω, να τους απαλλάξω από τα καθήκοντά τους και να αναθέσω την διοίκηση σε άλλον αξιωματικό. Αλλά επεκράτησαν πλέον ψύχραιμες σκέψεις, καθώς η παρουσία μου στην Λευκωσία, ήταν απαραίτητη λόγω των εν εξελίξει επιχειρήσεων. Άφησα λοιπόν την διερεύνηση των κινήσεων των για αργότερα που θα ήμουν πιο νηφάλιος.  Δεν τους υπολόγιζα για αξιόμαχη πλέον μονάδα, και μόνο τα αντιαεροπορικά της βάσεως έκαναν την δουλειά τους καλά ( κατέρριψαν δύο αεροσκάφη), και αυτό χάρις στις πρωτοβουλίες του αρχικελευστού Πυράρχου της Βάσεως, που είχε χωρίς βοήθεια, από (…..), οργανώσει την αντιαεροπορική άμυνα.
Κατά τις 21.30 είδα τον σμήναρχο Καραστατήρα να τρέχει στον Γεωργίτση φωνάζοντας. Δεσμεύστε τα αντιαεροπορικά, κτυπούν τα δικά μας αεροσκάφη, που φέρνουν καταδρομείς. Ο Γεωργίτσης τον κοίταξε και του είπε. Τα έχουμε δεσμεύσει. Ποίοι είναι αυτοί που βάλουν; Ο Καραστατήρας τον κοίταξε απορρημένος. Άλλωστε αυτός ήταν υπεύθυνος για την αντιαεροπορική άμυνα στο νησί. Έπρεπε να ήξερε που ήταν τα αντιαεροπορικά, αλλά και αυτό ήταν δύσκολο διότι είχαν διασπαρεί σε όλη την Κύπρο, δεν είχαν όλα επικοινωνία με το ΓΕΕΦ, και πολλά αντιαεροπορικά τα εχειρίζοντο Κύπριοι της ΕΟΚΑ Β’ καθώς και εθελοντές χωρίς να έχουν επαφή με το ΓΕΕΦ. Το ‘αλλαλούμ’ αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καταρριφθούν δύο Ελληνικά αεροσκάφη ΝΟΡΑΤΛΑΣ, να υποστούν μη επισκευάσιμες ζημιές άλλα δύο, να φονευθούν 35 Έλληνες καταδρομείς, και να τραυματισθούν άλλοι τόσοι, που τους είχαν στείλει από την Κρήτη για να μας ενισχύσουν. ( Η δεύτερη σωστή κίνηση του ΓΕΕΘΑ). Το βράδυ ολοκληρώθηκαν οι καταλήψεις όλων των τουρκοκυπριακών θυλάκων στην Κύπρο, πλην αυτού της Λευκωσίας, ο οποίος περισφίγγετο από την ΕΛΔΥΚ και τους καταδρομείς που είχαν εκδηλώσει την επίθεσή τους και ήταν έτοιμοι να καταλάβουν το φρούριο του Αγ. Ιλαρίωνα. Και έμενε και το μικρό προγεφύρωμα στην ακτή που είχε δημιουργηθεί το πρωί, χωρίς να επεκταθεί. Προ της εισβολής οι Τουρκικοί θύλακες καταλάμβαναν το 7-8% του Κυπριακού εδάφους. Εκείνο το βράδυ της εισβολής το ποσοστό είχε περιορισθεί στο 3%.
Κατά τις 10 το βράδυ είπα στο μισό προσωπικό του επιτελείου, να ξαπλώσει να κοιμηθεί σε κάτι ‘ράντζα’ που βάλαμε στον ένα από τους δύο θαλάμους που είχαμε και να σκεπαστούν καλά με κουβέρτες που είχαμε πάρει από τη επιμελητεία του ΓΕΕΦ, γιατί η υγρασία μέσα στους θαλάμους ήταν τρομερή. Δεν τους επέτρεψα να κοιμηθούν στο ύπαιθρο όπως ήθελαν, που ήταν πιο ζέστη, γιατί φοβόμουνα μήπως τα Τουρκικά αεροσκάφη που βεβαίως είχαν εντοπίσει την θέση του υπόγειου στρατηγείου, έριχναν βόμβες ‘ναπάλμ’ οπότε θα τους έκαιαν. Έπαιρνα συνέχεια αναφορές από τα ραντάρ μου, και περιέργως δεν υπήρχε κίνησις Τουρκικών πλοίων από την περιοχή συγκεντρώσεών των προς την ακτή αποβάσεως. Μόνο κινήσεις πλοίων προς και από την Τουρκία. Επίσης την νύκτα δεν υπήρχαν πτήσεις αεροσκαφών, προφανώς διότι οι Τούρκοι δεν ήταν εκπαιδευμένοι για νυκτερινές αεροπορικές επιχειρήσεις. Μίλησα 2-3 φορές με το ΓΕΝ από την ‘κλούβα’, και με το ΛΕΣΒΟΣ, που ασφαλώς είχε βγή, από τον τομέα της επιχειρησιακής ευθύνης μου και είχε εισέλθει στον αντίστοιχο του ΓΕΝ. Μια ,δυο, φορές ήλθα σε επαφή με δύο Ελληνικές τορπιλλακάτους, οι οποίες όμως παρά τα σχέδια παρέμεναν ‘κάπου’ στο Αιγαίον. Δεν είχα πληροφορίες για Ελληνικά υποβρύχια στην περιοχή, γιατί τα υποβρύχια δρούν παντού υπό την επιχειρησιακή ευθύνη του ΓΕΝ που δεν μεταβιβάζεται σε Ναυτικές διοικήσεις. Πολύ αργότερα, μετά ένα μήνα περίπου έμαθα ότι είχαν σταλεί δύο υποβρύχια, τα οποία όμως ο Αρχηγός Ναυτικού τα ‘γύρισε’ πίσω, για….δικούς του λόγους.
Κατά την μία το πρωί ξάπλωσα και εγώ σε ένα ‘ραντζο’ και κοιμήθηκα πολύ βαριά για τέσσερεις ώρες, διότι είχα ειπεί να με ξυπνήσουν στις 5 το πρωί που άρχισε να φέγγει. Από το βράδυ είχα αποφασίσει να πάω προς την περιοχή αποβάσεως, να καταγράψω ακριβώς τις θέσεις των Τούρκων, και το βράδυ να πάω με τους βατραχανθρώπους, για από θαλάσσης καταστροφή όσων αποβατικών θα ευρίσκοντο εκεί. Είπα στον οδηγό μου να φέρει το υπηρεσιακό αυτοκίνητο, και να παραλάβει οπλισμό, καθώς και σε δύο υπαξιωματικούς μου, να έλθουν μαζί μου. Όλοι μας είμαστε οπλισμένοι με καλάσνικωφ, και εγώ επί πλέον είχα το υπηρεσιακό μου 45άρι πιστόλι. Ξεκινήσαμε από την Μαλούντα, και άφησα εντολή στον υποπλοίαρχο (ο) Τζεφεράκο που είχε εκείνη την ώρα βάρδια στον θάλαμο επιχειρήσεων, να μου αναφέρει οτιδήποτε έκτακτο παρόλο που με το ραδιοτηλέφωνο του αυτοκινήτου είχα πλήρη επικοινωνία με όλες τις υπηρεσίες μου στο νησί. Αποφύγαμε την κίνησή μας από κυρίους δρόμους και χρησιμοποιούσαμε χωματόδρομους περνώντας μέσα από οικισμούς και πολύ μικρά χωριά, όπου παντού υπήρχαν οπλισμένοι Κύπριοι, άλλοι επίστρατοι, άλλοι εθελοντές, και πυροβολούσαν με μηδαμινές πιθανότητες επιτυχίας τα υπεριπτάμενα αεροσκάφη, και παρακολουθούσαν τις περιοχές τους μη πέσουν αλεξιπτωτιστές. Η Τουρκική αεροπορία από το πρωί, απόλυτος κυρίαρχος των αιθέρων ( η Ελληνική αεροπορική βοήθεια που προεβλέπετο από τα σχέδια δεν ήλθε ποτέ) εβομβάρδιζε αγρίως, οτιδήποτε θεωρείτο στόχος, και κυρίως την περιοχή πλησίον του προγεφυρώματος της αποβάσεως, όπου η κατάστασις στην οποία είχαν περιέλθει οι εκεί μονάδες της Ε.Φ. ήταν απελπιστική. Εν μέσω των βομβαρδιζομένων δρόμων εμείς κινούμεθα με το αυτοκίνητο προς τα Βόρρεια της Κύπρου. Ο οδηγός μου είχε πασαλείψει το αυτοκίνητο με λάσπη, και το χρώμα του από μπλέ είχε γίνει χωμάτινο και έτσι δεν εντοπιζόταν από τα αεροσκάφη. Πλησιάζοντας στο ύψος της Λευκωσίας από δυσμάς είδαμε να πέφτει στον Τουρκικό τομέα της μεγάλος αριθμός αλεξιπτωτιστών. Φθάνοντας στην διάβαση της Μύρτου, από όπου μετά θα παίρναμε τον βόρρειο παραλιακό δρόμο προς ανατολάς για να πάμε προς το προγεφύρωμα, και περίπου δύο μίλλια πριν φθάσουμε στην διάβαση, είδαμε μία ομάδα από δέκα περίπου επίστρατους να τρέχει προς τα χωράφια κοιτώντας στον αέρα. Σταματήσαμε το αυτοκίνητο και πεταχτήκαμε έξω καθώς αντιληφθήκαμε Τούρκους αλεξιπτωτιστάς να πηδούν από ένα αεροσκάφος που είχε βληθεί, έβγαζε καπνούς και είχε κατεύθυνση προς την θάλασσα που ήταν σε απόσταση τριών μιλλίων από εμάς.  Πλησιάσαμε και μαζί με τους επίστρατους αρχίσαμε να τους πυροβολούμε με τα καλάσνικωφ τα οποία ήταν φοβερά όπλα και είχαν δραστικό βεληνεκές τα 600 μέτρα, σε αντίθεση με τα αμερικανικά Μ1 που είχαν οι Τούρκοι με δραστικό βεληνεκές τα 200μ. Σύντομα τους εξουδετερώσαμε, τους πήραμε τα όπλα και τους αφήσαμε εκεί νεκρούς.   Γυρνώντας στο αυτοκίνητο είδα ότι από την αριστερή γάμπα μου έτρεχε αίμα και ο αστράγαλός μου είχε αρχίσει να πρήζεται. Σήκωσα το παντελόνι της χακί φόρμας που φορούσα, και είδα μία μικρή πληγή που αιμορραγούσε στην γάμπα προερχομένη  πιθανώς από εξοστρακισμό βολίδος από τα όπλα των Τούρκων, που ευτυχώς λόγω του μικρού βεληνεκούς των όπλων τους, είχε χάσει την δύναμή της και έτσι δεν μου είχε κάνει ζημιά. Τύλιξα την πληγή με ένα επίδεσμο από το φαρμακείο του αυτοκινήτου, και με ένα πανί τον αστράγαλό μου που πρηζόταν, λόγω προφανώς παραπατήματός μου στα χωράφια χωρίς να το καταλάβω, στην ένταση της στιγμής. Είχαμε αφαιρέσει την ζωή ανθρώπων χωρίς να νιώσουμε την παραμικρή τύψη, αλλά ευχαριστημένοι που δεν είμαστε εμείς στην θέση τους, και νιώθαμε ένα σφίξιμο στο στομάχι, που μάλλον αισθάνονται όλοι όσοι βρεθούν μπροστά στην επιλογή ή εσύ ή εγώ με βραβείο τον θάνατο. Ένα σφίξιμο που μάλλον προέρχεται από φόβο, αλλά όχι δειλία.
Δεν συνεχίσαμε προς Κυρήνεια γιατί ο μοναδικός δρόμος βομβαρδιζόταν ανηλεώς, και επειδή ο επίδεσμος του τραύματός μου είχε γεμίσει με αίμα,  πήραμε το δρόμο της επιστροφής στην Μαλούντα, όπου φθάσαμε χωρίς απρόοπτα στις 12 το μεσημέρι. Ο γιατρός του ΓΕΕΦ εξέτασε το τραύμα που ήταν από σφαίρα όπως μου είπε, το καθάρισε, σταμάτησε το αίμα, έβαλε τρία ράμματα, και το εκάλυψε με ‘λευκοπλάστ’, ενώ στον αστράγαλο μου έβαλε ελαστικό επίδεσμο, και από πάνω φόρεσα την αρβύλα μου στην οποία μόλις χωρούσε το πρησμένο πόδι μου. Επέστρεψα στον θάλαμο επιχειρήσεων, αρκετά στεναχωρημένος, που δεν θα εκδηλωνόταν επίθεσις βατραχανθρώπων το βράδυ όπως είχα σχεδιάσει. Μέχρι το βράδυ της ιδίας ημέρας δεν μπορούσε να κινηθεί τίποτα στο ύπαιθρο της Κύπρου γιατί βομβαρδιζόταν συνεχώς. Η τακτική κατάστασις ήταν όπως είχε μείνη από το πρωί, με τους Τούρκους να έχουν μόνο το 3% του νησιού δικό τους.
Το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς το πέρασα στο γραφείο του Γεωργίτση, παρακολουθώντας τις κινήσεις των στρατιωτικών μονάδων που διέτασσε για την περίσχεση του προγεφυρώματος, και τις αγωνιώδεις προσπάθειες του προς το ΓΕΕΘΑ για να μας στείλουν αεροπορική υποστήριξη από την Ελλάδα. Εμείς μέσα στην υπερένταση που είχαμε με τις πολεμικές επιχειρήσεις εν εξελίξει, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε, τις διέργασίες και την «προδοσία» που συνετελούντο στο «εθνικό κέντρο» όπως το λέγαμε, με αποκορύφωμα να λάβουμε διαταγή να υποχωρήσει η ΕΛΔΥΚ πίσω στο στρατόπεδό της, καθώς και να οπισθοχωρήσουν οι καταδρομείς από την περίσχεση του φρουρίου του Αγ. Ιλαρίωνα, και να παραμείνουν αρκετά μακρυά από αυτό. Δύο κινήσεις τελείως παρανοϊκές, που πραγματικά δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε, και για τις οποίες εδώθει η σχετική διαταγή από τον Γεωργίτση, με κρύα καρδιά και σκεπτικισμό. Σκεφτήκαμε ότι αυτό εζητήθει για να μη είναι κοντά στις Τουρκικές δυνάμεις όταν αυτές θα προσεβάλοντο από Ελληνικά αεροσκάφη.Το βράδυ αυτό έγινε και μία επιχείρησις εκκαθαρισμού των μικρών Τουρκικών θυλάκων πέριξ του φρουρίου της Αμμοχώστου, στις οποίες έλαβε μέρος εθελοντικώς ομάδα υπαξιωματικών της ΝΒΧ, παρά τις αντιρρήσεις επί του προκειμένου του Διοικητού των Αντιπλοιάρχου Παπαδάκη ( μόλις είχε προαχθεί). Οι υπαξιωματικοί της ΝΒΧ οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Ναυτόπαιδες την εποχή που ήμουν υποδιοικητής στον Πόρο, πίστευαν σε εμένα, όπως και εγώ σε αυτούς, και η δράσις τους κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων, ήταν η πρέπουσα, και αντιστρόφως αντίθετη των ηττοπαθών ενεργειών των αξιωματικών τους. Μετά την επιτυχή επιχείρηση που ανάγκασε όλους τους Τούρκους της περιοχής να κλεισθούν μέσα στο παλαιό φρούριο της Αμμοχώστου, μου έστειλαν στην Λευκωσία την Τουρκική σημαία που είχαν υποστείλει από ένα φυλάκιο που είχαν καταλάβει, και μία προτομή του Αττατούρκ που ευρίσκετο έξω από αυτό. Και τα δύο, μετά από χρόνια τα παρέδωσα στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, με σημείωμά μου για το πως ευρέθησαν στα χέρια μου. Ο Παπαργύρης μετά από τηλεφώνημα που είχε κάνει στον υποπλοίαρχο (μηχ) Ντάνο στην ΝΒΧ, μου ανέφερε ότι μετά από επιθεώρηση των μηχανών που είχε κάνει ο Ντάνος στην τορπιλλάκατο του Τσαταλού αυτή ευρέθει χωρίς καμία βλάβη, και ανακριβώς είχε αναφερθεί βλάβη από τον κυβερνήτη της, και επομένως ουδείς λόγος υφίστατο ώστε να μη πάει στο σημείο αποκρύψεως, αλλά επέστρεψε στην Ναυτική βάση. Ο Τσαταλός (…..), και παρακολουθών από το ραδιοτηλέφωνο την τύχη του Τσομάκη και των τορπιλλακάτων της Κυρηνείας, θεώρησε προτιμότερο για την…υγεία του, να επιστρέψει, και να εγκαταλήψει το σκάφος του, χωρίς να ρίξει έστω και μία βολή με τα αντιαεροπορικά του. Και αυτό εν καιρώ πολέμου.
Ο Παπαδάκης (…..) και αυτός τον εκάλυπτε, και δεν μου είχε αναφέρει τίποτα. Έστειλα σήμα και  του κοινοποίησα απόφασή μου ότι αναλάμβανω εγώ απ’ ευθείας τον επιχειρησιακό έλεγχο και των τορπιλλακάτων της ΝΒΧ, τον οποίο είχε μέχρι τότε αυτός, και τον άφηνα μόνο διοικητή της ΝΒΧ χωρίς να εμπλέκεται στις τορπιλλακάτους.
Την επομένη ημέρα Δευτέρα 22 Ιουλίου, από το πρώτο φώς άρχισαν τρομεροί βομβαρδισμοί από την Τουρκική αεροπορία, η οποία εξουδετέρωσε τις επίγειες δυνάμεις μας πέριξ του προγεφυρώματος, και μεγάλος αριθμός αρμάτων και στρατευμάτων που είχαν αποβιβασθεί την προηγουμένη, διέσπασε τις αμυντικές γραμμές μας προς ανατολάς και άρχισε να κινείται προς την Κυρήνεια γύρω στις 11.30. Η αντίσταση της Ε.Φ. λόγω των καταστροφών που είχε υποστεί από την αεροπορία, ήταν σπασμωδική αλλά ηρωική, χωρίς όμως επιτυχία. Περί ώρα 14.00 τα πρώτα τμήματα των Τούρκων, εισήλθαν στην Κυρήνεια, η οποία είχε εγκαταληφθεί από τις δυνάμεις της Ε.Φ. πλην του Φρουρίου της Κυρηνείας στο λιμάνι, όπου ευρίσκετο ο Ναυτικός σταθμός. Ήλθα αμέσως σε επαφή με τον επί κεφαλής αρχικελευστή Γαλιατσό, και του εγνώρισα ότι έπρεπε να μη συλληφθούν αιχμάλωτοι, συνιστώντας του να αποχωρήσουν, και να κινηθούν ανατολικά ώστε να ενωθούν με τις εκεί ευρισκόμενες δυνάμεις των καταδρομέων. Έκπληκτος, αλλά και υπερήφανος για το προσωπικό μου και τους υπαξιωματικούς μου, τον άκουσα να μου λέει. Όχι, κύριε διοικητά, δεν θα εγκαταλείψουμε αμαχητί το Φρούριο, που είναι το μόνο κτίριο στην Κυρήνεια που κυματίζει ακόμα η Ελληνική σημαία. Θα το υπερασπιστούμε, με οποιοδήποτε κόστος και θα εκδικηθούμε για τον χαμό του διοικητού μας του Τσομάκη. Πάντως, μου εδήλωσε γελώντας στο τηλέφωνο, δεν πρόκειται να μας πιάσουν αιχμαλώτους, και σοβαρά μου προσέθεσε, » εδώ θα γίνει νέο Σούλι «. Με συγκίνηση τον συνεχάρην για την απόφασή του, και του συνέστησα να καταστρέψει από τώρα όλους τους κώδικες και οδηγίες μάχης που υπήρχαν στον Σταθμό, και του είπα ότι θα είμαστε σε συνεχή ραδιοτηλεφωνική επαφή, διότι δυστυχώς δεν μπορώ να του προσφέρω άλλης φύσεως βοήθεια.
Στις 15.00 εγνώστει από το ΓΕΕΘΑ ότι Ελληνικά αεροσκάφη θα αποστέλοντο προς βοήθεια μας. Κάπως αργά βέβαια, αλλά και αυτά τελικά δεν ήλθαν. Σε λίγο με νέο σήμα το ΓΕΕΘΑ ακύρωσε το προηγούμενο. Εν τω μεταξύ το ΓΕΕΦ με σήμα του είχε δεσμεύσει τα αντιαεροπορικά, ώστε να μη βληθεί Ελληνικό αεροσκάφος, και η Τουρκική αεροπορία επωφελουμένη του γεγονότος εξαπέλυσε αριθμό επιθέσεων σε διάφορα σημεία του νησιού με βόμβες ‘ναπάλμ’. Στην ΝΒΧ ο Παπαδάκης και οι αξιωματικοί του, πλήν του Ντάνου, όταν άκουσαν για βομβαρδισμούς με ‘ναπάλμ’ έτρεξαν προς την θάλασσα και μπήκαν μέσα ώστε να προφυλαχτούν σε περίπτωση επιθέσεως στην Βάση. Οι υπαξιωματικοί και οι ναύτες παρέμειναν στα αντιαεροπορικά μόνοι τους και με πρωτοβουλία τους, για να αποκρούσουν τυχόν επιτιθέμενα αεροσκάφη. Το ίδιο και ο υποπλοίαρχος Ταβλαρίδης, και το πλήρωμα του στο περιπολικό Λεβέντης που ευρίσκετο εκείνη την στιγμή στην ΝΒΧ.
Τελικά επίθεση δεν έγινε αλλά (…..), ξεφτιλίστηκαν στα μάτια των υφισταμένων τους.
Στις 16.00 ο Γεωργίτσης εκάλεσε όλους τους αξιωματικούς στο γραφείο του. Εκεί ευρίσκετο και ο Ινδός στρατηγός επικεφαλής των δυνάμεων του ΟΗΕ στην Κύπρο, που μας εγνώρισε ότι ο ΟΗΕ είχε διατάξει διακοπή των εχθροπραξιών από ώρας 16.00, την οποίαν είχαν αποδεχθεί και η Ελλάς και η Τουρκία, και μας ζήτησε να διακόψουμε και εμείς τις εχθροπραξίες, διότι και οι Τούρκοι θα τις διέκοπταν. Ο Γεωργίτσης επικοινώνησε με το ΓΕΕΘΑ, από όπου του είπαν να διακόψουμε τις εχθροπραξίες. Ο Ινδός με ανακούφιση άκουσε το ‘ναί’ του Γεωργίτση, και έφυγε για να συντονίσει την επίβλεψη του ΟΗΕ στη απόφαση. Με γενικό σήμα του ΓΕΕΦ γνωστοποιήθηκε σε όλες τις μονάδες η διακοπή των εχθροπραξιών. Ήταν 16.20 της δευτέρας 22 Ιουλίου. Με ανακούφιση την δεχτήκαμε διότι τα πυρομαχικά μας, μόλις έφθαναν για μία ακόμη ημέρα. Το είπαμε στο ΓΕΕΘΑ, που μας εγνώρισε ( τότε σκέφτηκε να μας πληροφορήσει) ότι είχε αποπλεύσει προ διημέρου ένα ‘Μότορσιπ’ γεμάτο πυρομαχικά που θα έφθανε το βράδυ στο λιμάνι της Λεμεσού. Ο Γεωργίτσης με κοίταξε.  » Γιώργο θα το αναλάβεις και αυτό» με ερώτησε. Του απάντησα ‘ναί, διότι τα λιμάνια είναι στην ευθύνη μου’. Γύρισα στον θάλαμο επιχειρήσεων και ανέθεσα στον Παπαργύρη και σε «αγγαρεία»  να πάνε με αυτοκίνητα στην Λεμεσό να ξεφορτώσουν το πλοίο και να μεταφέρουν τα πυρομαχικά στις αποθήκες της Ε.Φ.
Στις 18.00 ο Γαλιατσός από την Κυρήνεια μου αναφέρει ότι προσέγγισαν την πύλη του Φρουρίου, που την είχαν κλείσει, ένα άρμα και ένα τεθωρακισμένο μεταφοράς προσωπικού, με 15 περίπου Τούρκους και δύο αξιωματικούς, και τους εκάλεσαν, να υποστείλουν την Ελληνική σημαία, και να παραδοθούν. Οι υπαξιωματικοί και οι ναύτες του σταθμού, τους απήντησαν με καταιγισμό πυρών και με ρίψη χειροβομβίδων από τις επάλξεις του φρουρίου, και εφόνευσαν περί τους 10 άνδρες, καταστρέφοντας το τεθωρακισμένο. Το άρμα απεμακρύνθει αφήνοντας τα πτώματα των φονευθέντων μπροστά στην πύλη του φρουρίου. Τον συνεχάρην και πάλι, και μου απάντησε » Εκδικηθήκαμε για τον Τσομάκη».
Ο Παπαργύρης με την ομάδα του έφυγε γύρω στις 19.00 για την Λεμεσό ξεφορτώσαν όλη την νύκτα τα πυρομαχικά, και στις 6 το πρωί της επομένης τα πυρομαχικά ήταν στις αποθήκες της Ε.Φ. Οι μάχες είχαν σταματήσει, και μόνο στην πράσινη γραμμή στην Λευκωσία, κάθε βράδυ είχαμε ανταλλαγές πυροβολισμών καθώς και οι δύο προσπαθούσαμε να βελτιώσουμε τις θέσεις μας.
Την επομένη όλο το ΓΕΕΦ επέστρεψε στα κανονικά γραφεία του στην Λευκωσία. Γυρίσαμε και εμείς και διέταξα τον κινητό θάλαμο επιχειρήσεων την ‘κλούβα’ όπως την λέγαμε, με την γεννήτρια και το αντιαεροπορικό να παραμείνουν για κάθε ενδεχόμενο στον περίβολο του ΓΕΕΦ. Με χαρά είδα το ΙΧ αυτοκίνητό μου, που το είχα εγκαταλήψει στον περίβολο του ΓΕΕΦ, να είναι εντάξει, χωρίς σημάδια από σφαίρες ή βλήματα. Η περιοχή γύρω από το ΓΕΕΦ είχε βομβαρδιστεί, το δε σπίτι του Αζίνα,( αυτό που με κατηγόρησαν αργότερα ότι… είχα λεηλατήσει!!!) με τις μεγάλες κεραίες στην ταράτσα του είχε ισοπεδωθεί από τις βόμβες. Προφανώς τα Τουρκικά αεροσκάφη είχαν θεωρήσει ότι ήταν σταθμός επικοινωνιών του ΓΕΕΦ.
Τότε που η μεγάλη ένταση είχε πια περάσει θυμήθηκα ότι είχα και …οικογένεια, που δεν ήξερα που βρισκόταν εκείνη την στιγμή. Είπα στον οδηγό μου να πάει με το αυτοκίνητο στο Όρος Τρόοδος και να βρή που είναι η Λίλυ, ο Παναγιώτης και η Μάρω του Παπαργύρη. Εφυγε κατά τις 11 το πρωί. Γύρισε από το βουνό στις 6 το απόγευμα αφού τους είχε ανακαλύψει εκεί που τους είχε κρύψει ο δάσκαλος ενός χωριού, που ευτυχώς ήταν ‘ενωτικός’ και έτσι δεν είχαν φόβο από τυχόν αντεκδικήσεις Μακαριακών.  Μου είπε ότι είναι καλά και ότι η Λίλυ θέλει να της στείλω μερικά κουτιά γάλα για τον Παναγιώτη, και μερικά χρήματα για να έχει να ψωνίσει διάφορα μικροπράγματα που ήταν απαραίτητα. Τόσο η Λίλυ όσο και η γυναίκα του Παπαργύρη χαρήκανε που έμαθαν ότι δεν ήταν …χήρες !!
Από το πρωί προσπαθούσα να έλθω σε επικοινωνία με τον Ν.Σ. Κυρηνείας χωρίς επιτυχία, και είχα αρχίσει να ανησυχώ πάρα πολύ. Έπαιρνα λίγο κουράγιο από τις υποκλοπές των σημάτων των Τούρκων στα οποία ουδέν ανάφεραν για κατάληψη του φρουρίου, ενώ την προηγουμένη είχαν αναφέρει τις απώλειες που τους είχε προκαλέσει το προσωπικό του ΝΣΚ. Με μεγάλη ανακούφιση υποδέχτηκα στις 18.30 ένα φορτηγό της Ε.Φ. που αφίχθη στο ΓΕΕΦ με όλο το προσωπικό του Σταθμού, με τον οπλισμό του. Τους βάλαμε στα γραφεία όπου τους δώσαμε κάτι να φάνε, και ο Γαλιατσός μου ανέφερε ότι μετά την χθεσινή μάχη οι Τούρκοι είχαν εξαγριωθεί, και ολόκληρη την νύκτα με μεγάφωνα τους απειλούσαν και τους καλούσαν να παραδοθούν, ενώ αυτοί απαντούσαν με πυροβολισμούς στις απειλές. Το πρωί εκκινήθησαν όλοι μέσω των στοών του φρουρίου που τις εγνώριζαν καλά, και εξήλθαν από την ανατολική πλευρά του, αποφεύγοντας τους Τούρκους, και μετά από πορεία πέντε ωρών, καλυπτόμενοι συνεχώς μέσα σε ξεροπόταμους και δένδρα, συναντήθηκαν με τους καταδρομείς της Ε.Φ. και από εκεί με το φορτηγό που τους διέθεσαν στην Λευκωσία. Ένας μόνο υπαξιωματικός ο κελευστής Γιαβρούτας  χάθηκε μέσα στις στοές, και δεν τους ακολούθησε. Αργότερα αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους. Επειδή δεν είχα χώρο να τους κοιμήσω, τους έστειλα με αυτοκίνητα στην ΝΒΧ. Ρώτησα τον Γαλιατσό εάν γνωρίζει τίποτα για τις τρείς- τέσσερεις οικογένειες των υπαξιωματικών που κατοικούσαν στην Κυρήνεια, και μου απάντησε ότι όλες οι Ελληνικές οικογένειες ήταν σε ξενοδοχείο της Κυρηνείας υπό την προστασία του ΟΗΕ. Κάτι ήταν και αυτό. Το βράδυ ύστερα από 9 ημέρες κοιμήθηκα συνεχώς για 8 ώρες στο ‘ράντζο’ του γραφείου μου.
Το πρωί της Τετάρτης 24 Ιουλίου μάθαμε τα νέα από την Ελλάδα, για την μεταπολίτευση που είχε γίνει την προηγουμένη, χωρίς να μας αγγίζουν τόσο τα γεγονότα, γιατί ζούσαμε σε πολεμική ατμόσφαιρα, επειδή οι Τούρκοι όλο και προκαλούσαν και εμείς τους απαντούσαμε. Επίσης και στην Κύπρο έγινε αλλαγή προέδρου Δημοκρατίας, και ανάλαβε πρόεδρος ο Κληρίδης αντικαθιστώντας τον Σαμψών.
Έστειλα τον οδηγό μου και αγόρασε μερικά κουτιά γάλα, και του έδωσα και χρήματα για να τα πάει στην Λίλυ και να της πεί ότι το βράδυ θα πήγαινα και εγώ να τους δώ. Εν συνεχεία κάλεσα τον Παπαδάκη να έλθει από την ΝΒΧ στην Λευκωσία στο γραφείο μου. Έπρεπε να ξεκαθαρίσω τι είχε γίνει με τις τορπιλλακάτους. Ήλθε κατά το μεσημέρι με κολλαρισμένη λευκή στολή   Νο 8, σε αντίθεση με εμάς στο επιτελείο που φορούσαμε ακόμη τις σκονισμένες χακί στολές μας. Το προσωπικό του επιτελείου μου που ήξερε τα γεγονότα τον κοίταζε με περιφρόνηση. Με φοβισμένο ύφος (…..), μου είπε ότι την ημέρα της εισβολής, ακούγοντας τον Τσομάκη να λέει ‘με βομβαρδίζουν, με βομβαρδίζουν, κλπ’ φοβήθηκε και τα έχασε τόσο πολύ που έχασε κάθε έλεγχο για τους υφισταμένους του, με αποτέλεσμα ο Τσαταλός να δηλώσει ψευδώς βλάβη, να επιστρέψει στην ΝΒΧ, και να εγκαταλείψει την Τ/Α του, και μάλιστα πήγε κατευθείαν στην οικία του, ο δε  Κανδαλέπας, κυβερνήτης της τορπιλλακάτου που επέβαινε και ο ίδιος, ακόμη πιο φοβισμένος, να του ζητάει να πάνε στο λιμάνι της Αμμοχώστου δήθεν για να πάρουν τσιγάρα, όπου θα εγκατέλειπαν την τορπιλλάκατο πηγαίνοντας σπίτια τους. Τελικώς αποφάσισαν να προσαράξουν την τορπιλλάκατο στην ακτή βορρείως της Αμμοχώστου, να την εγκαταλείψουν εκεί και να γυρίσουν στην βάση δια ξηράς. Όταν την προσάραξαν αντελήφθησαν ότι η περιοχή ήταν ναρκοπέδιο της Ε.Φ. και με το ραδιοτηλέφωνο της Τ/Α ειδοποίησαν την βάση που έστειλε πλωτό μέσο και τους μάζεψε. Βέβαια ύστερα από αυτό δεν ήτο δυνατόν να εξασκήσει διοίκηση διότι οι υπαξιωματικοί, κυρίως, αλλά και οι ναύτες (…..), πίσω από την πλάτη του, τους δε δύο υποπλοιάρχους, κυβερνήτας των Τ/Α ούτε που ήθελαν να τους ξέρουν.
Μου ανέφερε επίσης ότι ο υποδιοικητής της βάσεως υποπλοίαρχος Δούκας δεν ήταν στην βάση τις τρεις ημέρες του πολέμου αλλά στο σπίτι του, λόγω  στομαχικών διαταραχών, όπως είχε δηλώσει. Ο διοικητής βατραχανθρώπων υποπλοίαρχος Γουλέας και ο βοηθός του ανθυποπλοίαρχος (ΠΥ), ήταν στην βάση (…..).  Ο υποπλοίαρχος (μηχ) Ντάνος ήταν ενεργός στα συνεργεία και σε ολόκληρη την βάση και αυτά εν μέσω συνεχών αεροπορικών επιθέσεων.  Το προσωπικό της βάσης εξόπλιζε αντιαεροπορικά. Στην ουσία δηλαδή την βάση την υπερασπίζοντο οι υπαξιωματικοί και ναυτοδιόποι, και ο Κυβερνήτης του περιπολικού ‘Λεβέντης’ υποπλοίαρχος Ταβλαρίδης με το πλήρωμά του.  Τα αναφερθέντα από τον Παπαδάκη  ήταν σοβαρότατα (…..)σύμφωνα με τον στρατιωτικό ποινικό κώδικα, και ήμουν αναγκασμένος να το αναφέρω στον Γεωργίτση. Αυτός ήθελε να συλλάβει αμέσως και να φυλακίσει τους Παπαδάκη, Κανδαλέπα και Τσαταλό, και να τους παραπέμψει στο στρατοδικείο (με προβλεπόμενη, εν πολέμω, μέχρι και  την ποινή του θανάτου!).  Τον απέτρεψα διότι δεν είχα αξιωματικούς να τους αντικαταστήσω, και του είπα ότι θα κάνω εγώ πρώτα ένορκη διοικητική εξέταση, και θα τους παραπέμψω σε τακτικό ανακριτή για περαιτέρω παραπομπή τους στο ναυτοδικείο στην Ελλάδα.  Συμφώνησε διότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Είπα στον Παπαδάκη να φύγει και ότι θα κάνω ΕΔΕ για το θέμα. Έφυγε σαν βρεγμένη γάτα. Εν συνεχεία συνέταξα και απέστειλα στο ΓΕΝ τηλεφωνικώς σήμα στο οποίο ανέφερα τις απώλειες μας (νεκρούς), τους τραυματίες, και τον αγνοούμενο(αιχμάλωτο) από το Ελλαδικό προσωπικό για να ειδοποιηθούν οι οικογένειές των, και πήρα στο τηλέφωνο την μητέρα μου, στην Αθήνα που έκλαιγε μόλις με άκουσε, και της είπα ότι είμαι ζωντανός, καθώς και τους γονείς της Λίλυς, που και αυτοί συγκινημένοι άκουσαν ότι και οι τρείς μας είμαστε καλά.
Κατά το μεσημέρι ο ΟΗΕ με αυτοκίνητό του έφερε στο ΓΕΕΦ Ελληνικές οικογένειες από την Κυρήνεια, μεταξύ αυτών και τις οικογένειες των τριών υπαξιωματικών του Ναυτικού σταθμού που έμεναν εκεί, που τις κράτησα για λίγο στο γραφείο μου, και επικοινώνησαν με τους άνδρες τους που ήταν όλοι τραυματίες και ευρίσκοντο στην ΝΒΧ, όπου είχαν πάει μετά την νοσηλεία τους στο νοσοκομείο Λευκωσίας. Τις έστειλα με αυτοκίνητα της ΝΔΚ σε ξενοδοχείο που είχε επιτάξει η Ε.Φ. στην Λεμεσό για τις οικογένειες, και είπα και στους άνδρες τους να πάνε και αυτοί και να μείνουν στο ξενοδοχείο έως ότου επαναπατριστούν στην Ελλάδα.
Εξέδωσα μία διαταγή εκτελέσεως Ενόρκου Διοικητικής Εξετάσεως για τις ενέργειες των αξιωματικών της ΝΒΧ, με την οποία ώριζα ως εξεταστή τον πλωτάρχη(μόλις είχε προαχθεί) Παπαργύρη, που ήταν ο τρίτος σε αρχαιότητα αξιωματικός της ΝΔΚ μετά από εμένα και τον Παπαδάκη, στον οποίο έδωσα εντολή να μην εξετάσει τον Παπαδάκη διότι ήτο αρχαιότερός του, αλλά το κενό θα το συμπλήρωνα εγώ ζητώντας από τον Παπαδάκη να μου υποβάλει έγγραφη αναφορά, για όσα μου είχε αναφέρει προφορικά. Εάν χρειαζόταν θα του έπαιρνα εγώ ένορκο κατάθεση. Το απόγευμα κατά τις 17.00 με αυτοκίνητα που ζήτησα από την Ε.Φ. ανεφοδίασα όλες μου τις υπηρεσίες με πυρομαχικά, και έτσι συμπληρώθηκε πάλι ο «φόρτος πολέμου’, που είχε ελαττωθεί με τις επιχειρήσεις σε επικίνδυνο βαθμό. Επίσης διέταξα τον Παπαργύρη και τον αρχικελευστή ηλεκτρονικό Οικονομίδη να πάνε με το LAND ROVER της ΝΔΚ στον Κορμακίτη διότι το εκεί ραντάρ παρουσίασε βλάβη, και έπρεπε να φτιαχτεί. Κατά τις 6 ξεκίνησα με τον οδηγό μου και το υπηρεσιακό αυτοκίνητο για το Τρόοδος για να συναντήσω την Λίλυ και τον Παναγιώτη. Τους είδα με χαρά όπως και εκείνοι. Ο Δάσκαλος του χωριού τους είχε πλέον πάρει στο σπίτι του υπό την προστασία του, όπως και την γυναίκα του Παπαργύρη.  Κάθησα μαζί τους περίπου μία ώρα, τους ξαναφίλησα και έφυγα. Η γυναίκα του Παπαργύρη με ρωτούσε συνεχώς για τον άνδρα της, που δεν τον είχε δεί καθόλου από την ημέρα της εισβολής, διότι φοβόταν ότι είναι τραυματίας και της το έκρυβα. Της είπα ότι είναι μιά χαρά, και ότι θα τον στείλω αύριο να τους πάρει όλους και να τους πάει στην Λεμεσό στο ξενοδοχείο που έχει επιτάξει η Ε.Φ. για τις οικογένειες των αξιωματικών.  Γύρισα στο γραφείο μου κατά τις 21.30. Βλέπω τον υποπλοίαρχο Τζεφεράκο να μιλάει με συνομωτικό τρόπο με τον Παπαργύρη, που μόλις είχε γυρίσει από τον Κορμακίτη. ‘Τι συμβαίνει’ ; τους ερώτησα και απευθυνόμενος στον Παπαργύρη, τον ερωτώ ‘Εν τάξει το ραντάρ Γιώργο’; Ζωηρός όπως πάντοτε μου λέει ‘ Το ραντάρ εντάξει……το…..LAND ROVER……δεν είναι εν τάξει….ελάτε να το δείτε’. Καταβαίνουμε στον περίβολο του ΓΕΕΦ και βλέπω το αυτοκίνητο να έχει γίνει ‘σουρωτήρι’ από σφαίρες. Δισταχτικά, ο Παπαργύρης μου εξηγεί ότι για να κερδίσει χρόνο πηγαίνωντας στον Κορμακίτη, δεν ακολούθησε το ασφαλές δρομολόγιο στην ελεύθερη περιοχή της Κύπρου, αλλά ένα πιο σύντομο δρόμο που περνούσε μέσα από τουρκοκυπριακή περιοχή, βαλλόμενος από τους Τούρκους, και ανταποδίδοντας τα πυρά από το αυτοκίνητο. Παρορμητικός όπως ήταν πάντοτε, δήλωνε υπερήφανος, διότι είχε δεί Τούρκους να πέφτουν κάτω μετά τους πυροβολισμούς του, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο που εξετέθει χωρίς λόγο, τόσο αυτός όσο και οι δύο άλλοι που ήταν μαζί του. Τον επέπληξα για την πράξη του και του είπα ότι έχω υποσχεθεί στην γυναίκα του ότι θα κάνω ότι μπορώ για να μην μείνει χήρα, και του ανέθεσα να φροντίσει στην Ε.Φ. να μας αντικαταστήσουν το LAND ROVER.
Την επομένη ημέρα, επειδή το προσωπικό της ΝΔΚ λόγω της επιστρατεύσεως που είχε γίνει την ημέρα της εισβολής, και διετηρείτο ακόμη, ήταν αρκετό – έφθανε τους 350 άνδρες- με διαταγή μου δημιουργήθηκαν δύο Ναυτικοί Σταθμοί ανά ένας στα λιμάνια της Λάρνακος και της Λεμεσού, με επί κεφαλής έφεδρους Σημαιοφόρους.
Το νησί ευρίσκετο ακόμη σε ναυτικό αποκλεισμό από τους Τούρκους, η δε αεροπορική επικοινωνία με το εξωτερικό είχε διακοπεί, το δε διεθνές αεροδρόμιο Λευκωσίας – το μοναδικό τότε στο νησί – ήταν ανενεργό, και φυλασσόταν από την ΕΛΔΥΚ και τους Έλληνες καταδρομείς, οι οποίοι και το υπερασπίστηκαν όταν μία ημέρα μετά την κατάπαυση του πυρός οι Τούρκοι προσπάθησαν να το καταλάβουν, και ήλθαν και σε αντιπαράθεση με Βρετανικές δυνάμεις που ήταν εκεί, υπό την σημαία του ΟΗΕ. Το αεροδρόμιο αυτό απήχε περί τα 500-600 μέτρα από τα σύνορα του Τουρκικού θύλακα εκεί, και βεβαίως δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Ο από θαλάσσης αποκλεισμός που είχαν διακηρύξει οι Τούρκοι στις 20 Ιουλίου δεν είχε ανακληθεί παρά την κατάπαυση του πυρός, και έτσι δεν κατέπλεαν επιβατικά πλοία στο νησί. Ήθελα να έχω έλεγχο στα δύο και μοναδικά πλέον εμπορικά λιμάνια τις Κύπρου, διότι το λιμάνι της Αμμοχώστου δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πια διότι ευρίσκετο εντός ακτίνας βολής και ελαφρών ακόμη όπλων από το Φρούριο που είχαν εγκλειστεί οι Τούρκοι. Πήγα αυθημερόν και στα δύο λιμάνια με τους ορισθέντας σημαιοφόρους-διοικητάς, τους καθόρισα τις αποστολές τους, επιτάξαμε οικήματα για την εγκατάσταση των σταθμών, καθωρίσαμε τα της τροφοδοσίας του προσωπικού από τις πλησιέστερες στρατιωτικές μονάδες, και ζητήσαμε την τοποθέτηση τηλεφώνου στα κτίρια που έγινε εντός της ιδίας ημέρας. Πριν φύγω από το γραφείο μου είχα πεί στον Παπαργύρη, να πάει με ένα LAND ROVER στο χωριό που ήταν η γυναίκα του με την Λίλυ και τον Παναγιώτη, και να τους μεταφέρει στο ξενοδοχείο της Λεμεσού που έμεναν οι οικογένειες των Αξιωματικών. Πήρε μαζί του και τον έφεδρο Σημαιοφόρο Ασημένιο (Κύπριο) που διέμενε στην Λεμεσό για να τον βοηθήσει στην διαδρομή, και να μη βρεθεί … σε Τούρκικες πάλι περιοχές. Τελικά μετέφερε την γυναίκα του και τους δικούς μου, όχι στο ξενοδοχείο, αλλά στο σπίτι του Ασημένιου, διότι οι γονείς του σημαιοφόρου με κανένα τρόπο δεν ήθελαν να πάνε σε ξενοδοχείο και θεωρούσαν υποχρέωσή των να τους φιλοξενήσουν στο σπίτι τους. Έτσι εγκαταστάθηκαν εκεί όπου ήταν πολύ πιο ασφαλείς και επι πλέον υπήρχε και τηλέφωνο για να μιλάμε. Οι νέοι ναυτικοί σταθμοί άρχισαν από την επομένη να λειτουργούν κανονικά και υπήρχε πλήρεις έλεγχος των δύο λιμανιών πλέον. Εκείνη την ημέρα το ΓΕΕΦ έλαβε και την πρώτη διαταγή από την νέα κυβέρνηση της Ελλάδος, που μας απαγόρευε, οιανδήποτε πολεμική εμπλοκή με τους Τούρκους έστω και εάν προκληθούμε, και να τηρούμε αυστηρά την εκεχειρία.
Την επομένη ημέρα οι Τούρκοι κινήθηκαν προς τα Δυτικά του προγεφυρώματος, προς τις κωμοπόλεις Λάπηθος και Καραβάς, τις οποίες και κατέλαβαν, σχεδόν αμαχητί διότι μας απαγόρευσαν να τους αντιμετωπίσουμε ( Η προδοσία συνεχιζόταν). Έτσι διεύρυναν πολύ προς Δυσμάς το προγεφύρωμά των. Από τα ραντάρ μου τα οποία ήταν σε συνεχή λειτουργία συνεχώς μου έδιναν αναφορές για Τουρκικά πλοία που έπλεαν ανενόχλητα μεταξύ Κυρηνείας και Μερσίνας, μεταφέροντα ενισχύσεις στους Τούρκους, και πολύ επιτυχώς ο σημαιοφόρος διοικητής στον Απόστολο Ανδρέα, μου είπε ότι η συχνότης των δρομολογίων του θυμίζει τα δρομολόγια Αίγινα-Μέθανα-Πόρο την θερινή περίοδο.
Εμείς με διαταγές της κυβερνήσεώς μας, δεν επιτρέπετο να αντιδράσουμε, αλλά και καμία βοήθεια σε στρατιωτικό επίπεδο περιμέναμε.
Το βράδυ της ιδίας ημέρας έφεραν στο ΓΕΕΦ ένα Τούρκο αντισυνταγματάρχη των τεθωρακισμένων που είχε συλληφθεί αιχμάλωτος, όταν το άρμα που επέβαινε, είχε βληθεί επιτυχώς από αντιαρματικό βλήμα και είχε ακινητοποιηθεί, ανατολικά της Κυρήνειας. Τον ανέκριναν αξιωματικοί του 2ου Ε.Γ. του ΓΕΕΦ, και με φώναξαν και εμένα για να τον ερωτήσω και εγώ εάν ήθελα καμία πληροφορία. Μπήκα στο γραφείο που τον είχαν, με την χακί στολή μου, και τα διακριτικά του αντιπλοιάρχου στον γιακά μου. Του είπα Τουρκικά «Γκουναϊντίν Γιαρμπάι» δηλαδή ‘καλημέρα αντισυνταγματάρχα’ και τον είδα να τα χάνει για λίγο. Εν συνεχεία του είπα. ‘Πες μου, σε ποία Μεραρχία ανήκεις’, και μου απάντησε το όνομά του και τον βαθμό του. Κοίταξε του λέω, ξέρουμε τα πάντα για εσάς, ξέρουμε ότι ανήκεις στην 6η τεθωρακισμένη Μεραρχία ( το ξέραμε από υποκλοπές), που εδρεύει στην Άγκυρα. Να σου πώ και κάτι άλλο, να σου πώ που είναι ο φούρνος της Μεραρχίας σου που παίρνετε το ψωμί σας στην Άγκυρα. Είναι στο δεύτερο στενό μετά το πολυκατάστημα GIMA στην Attatourk Boulvari καθώς κατεβαίνουμε προς το ULUS αριστερά.(Το ήξερα από τότε που υπηρετούσα ως βοηθός Ναυτικού Ακολούθου στην Άγκυρα). Κατέρρευσε. Σκέφτηκε ότι για να γνωρίζουμε τέτοιες λεπτομέρειες, ήταν περιττό να μας λέει μόνο τον όνομά του και τον βαθμό του, και έγινε πιό συνεργάσιμος. Τον ερώτησα με τι είδους αποβατικά αποβιβάστηκε στην Κύπρο και από που. Μου απήντησε, από την Μερσίνη με ένα LCU του Τουρκικού στρατού, όχι του Ναυτικού. (Ο Τουρκικός Σ.Ξ. διέθετε 6 LCU, τα οποία δεν ήταν εντεταγμένα στο ΝΑΤΟ). Όταν τον ερώτησα με ποίο νομικό έρεισμα εισέβαλαν στην Κύπρο μου απήντησε ότι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του νομίμου προέδρου της Κύπρου Μακαρίου. Εν συνεχεία τον ερώτησα, πως μετακινήθηκε η Μεραρχία από την Άγκυρα στην Μερσίνα, και πότε. Μου απήντησε ότι μετακινήθηκε σιδηροδρομικώς, (και τα άρματα επίσης), και ότι έφυγαν από την Άγκυρα στις 10 Ιουλίου. Νόμιζα ότι δεν άκουσα καλά και τον ξαναερώτησα. Είπες 10 Ιουλίου, και μου απήντησε, ναι, φύγαμε πριν δύο εβδομάδες. Όλοι οι αξιωματικοί που είμαστε εκεί μείναμε έκπληκτοι, με αυτό που μας είπε. Ξεκίνησε δηλαδή η Μεραρχία, σχεδόν την ημέρα που το ΓΕΕΘΑ μας εγνώρισε την απόφασή του για ανατροπή του Μακαρίου, και πέντε ημέρες πριν την υλοποίηση του  εγχειρήματος. Και βεβαίως διερωτώμεθα. Οι Τούρκοι εγνώριζαν ότι θα γίνει ανατροπή του Μακαρίου πριν από εμάς ; Ο στρατιωτικός ακόλουθος στην Άγκυρα, δεν πήρε είδηση ότι είχε μετακινηθεί ολόκληρη Μεραρχία, και μάλιστα σιδηροδρομικώς ; Εάν το είχε αντιληφθεί και είχε ειδοποιήσει το ΓΕΕΘΑ, γιατί εμείς μείναμε στο σκοτάδι ; Στο μυαλό μας άρχισε να σχηματίζεται σιγά σιγά η εικόνα της προδοσίας, που κάποιοι είχαν προσχεδιάσει, με ποιος ξέρει τι είδους ανταλλάγματα. Γύρισα στο γραφείο μου σκεπτικός, και δεν είπα τίποτα σε κανένα από τους αξιωματικούς μου. Το μόνο που ζήτησα από τους αξιωματικούς του 2ου Ε.Γ. ήταν όταν θα γίνει ανταλλαγή αιχμαλώτων να ανταλλαγεί ο αξιωματικός αυτός με τον αιχμαλωτισθέντα στο φρούρειο της Κυρηνείας Κελευστή Γαβρούτα.
Κυλούσαν έτσι οι ημέρες, με τους Τούρκους να επεκτείνουν σιγά-σιγά το προγεφύρωμα τους όχι όμως σε μεγάλο βαθμό, διότι εμείς μη έχοντας τίποτα άλλο, και επειδή δεν μας επιτρέπετο να εμπλακούμε σε μάχη, βάλαμε το τάγμα μηχανικού της Ε.Φ. και τοποθέτησε νάρκες γύρω από το προγεφύρωμα, που απεδείχθησαν αρκετά αποτελεσματικές, όταν επιχειρήθει νέα επέκτασις του προγεφυρώματος. Έστειλα ενισχύσεις στο ραντάρ του Κορμακίτη που ήταν δυτικά της Κυρήνειας (20 ναύτες ) για την άμυνα του χώρου, διότι οι Τούρκοι επεκτείνοντο προς εκείνη την κατεύθυνση, και έδωσα εντολή στον αρχικελευστή Πεταλά που ήταν στο ραντάρ να είναι σε συνεχή συναγερμό ώστε να αποκρούσουν τυχόν επίθεση των Τούρκων, από ξηράς, και σε περίπτωση που η αντίστασίς των δεν θα είναι επιτυχής, να ανατινάξουν με εκρηκτικά τις εγκαταστάσεις και το ραντάρ και να κινηθούν προς την Λευκωσία. Χαρακτηριστικά του ετόνισα ότι σε καμμία περίπτωση, δεν θα εγκαταλήψουν το ραντάρ αμαχιτί, δεν θα παραδωθούν, και δεν θα πιαστούν αιχμάλωτοι.
Στις 27 Ιουλίου επιθεώρησα τους ναυτικούς σταθμούς Πάφου, Λεμεσού και Λάρνακος, περισσότερο για να ανυψώσω το ηθικό του προσωπικού των, και ευτυχώς είδα σε όλους μία μεγάλη αποφασιστικότητα για αγώνα, και ένα υψηλό ηθικό. Με την ευκαιρία πήγα και στο σπίτι του Ασημένιου στην Λεμεσό, όπου έκατσα με την Λίλυ και τον Παναγιώτη 4-5 ώρες και έφαγα και το πρώτο σπιτικό φαί μετά δύο εβδομάδες, κάνοντας και ένα καλό ζεστό μπάνιο. Γυρίζοντας στο γραφείο μου αργά το απόγευμα με περίμενε ο Κανδαλέπας που είχε έλθει από την ΝΒΧ, και ζήτησε να με δεί(…..)μου ανέφερε, ότι είχε μετανιώσει (…..) ότι θα ήθελε να ξαναυπηρετήσει μαζί μου διότι με εκτιμούσε αφάνταστα, παρακαλώντας με να φροντίσω να τοποθετηθεί στο αντιτορπιλλικό ΣΦΕΝΔΟΝΗ στο οποίο θα πήγαινα κυβερνήτης, και τέλος μου ανέφερε ότι φοβάται να επιστρέψει στην ΝΒΧ (…..) του είπα να επιστρέψει στην ΝΒΧ και να μη φοβάται τίποτα. Έφυγε να επιστρέψει, και μετά μία ώρα πήρα το αυτοκίνητό μου και πήγα στην ΝΒΧ όπου έφθασα στις 9 περίπου το βράδυ. Είπα στον αξιωματικό φυλακής ( διότι ο διοικητής και οι άλλοι αξιωματικοί ήταν στα σπίτια τους) να ειδοποιήσει όλους τους υπαξιωματικούς να συγκεντρωθούν στο καρρέ τους. Σε λίγο με ειδοποίησε ότι είχαν συγκεντρωθεί. Μπήκα στο καρρέ τους και όλοι σηκώθηκαν όρθιοι σε στάση προσοχής, ενώ στα μάτια τους έβλεπα καθαρά την εκτίμηση και τον θαυμασμό που είχαν προς το πρόσωπό μου. Τους είπα να καθήσουν, και να μου πούν τι τους απασχολεί, έχοντας πάντα κατά νουν την στρατιωτική ιεραρχία και την πειθαρχία. Μου απήντησαν εκ μέρους των ένας-δύο που είχαν κάποια οικειότητα μαζί μου καθώς είχαμε ξαναυπηρετήσει μαζί 3-4 φορές. Μου εδήλωσαν ότι δεν έχουν πλέον καμμία εμπιστοσύνη στον Παπαδάκη, στον Τσαταλό, και τον Κανδαλέπα, (…..), ότι τους είχαν εγκαταλήψει μόνους τους κατά τις επιχειρήσεις, και ότι δεν θέλουν να υπηρετούν κάτω από αυτούς, και ιδίως να δέχονται παρατηρήσεις ή επιπλήξεις. Τους απάντησα σε αυστηρό τόνο. Εάν ήταν άλλη εποχή θα σας είχα συλλάβει όλους και θα πηγαίνατε ναυτοδικείο. Επειδή όμως σε ορισμένα πράγματα έχετε δίκιο, σας λέω το εξής. Αυτούς τους αξιωματικούς έχω τώρα, και με αυτούς θα προχωρήσω όπως μπορώ. Φροντίστε να είσαστε τυπικοί μαζί τους, και σε καμμία περίπτωση απείθαρχοι διότι θα σας τιμωρήσω σκληρά. Σε καμία περίπτωση δεν θα ανεχτώ να απειλήσετε αξιωματικό, και σε αντίθετη περίπτωση θα λάβω εναντίον σας σκληρά μέτρα, έστω και εάν έχετε δίκιο, αλλά να γνωρίζεται ότι σας εμπιστεύομαι, σας θεωρώ την ραχοκοκαλιά της ΝΔΚ, και το γραφείο μου είναι πάντα ανοικτό, σε οτιδήποτε θελήσετε. Δεν επιθυμώ να ξαναεπανέλθω στα θέματα αυτά. Σηκώθηκα. Το ίδιο έκαναν και αυτοί. Παρατήρησα με ικανοποίηση, ότι το ηθικό τους παρέμενε υψηλό, και ότι με έβλεπαν με σεβασμό. Τους αποχαιρέτησα δια χειραψίας έναν έναν και τους έλεγα και ένα καλό λόγο. Έτσι με την μέθοδο του μαστιγίου και του καρότου, κράτησα πειθαρχικούς αυτούς τους υπέροχους άνδρες, που τόσο πίστευαν σε εμένα και σε αυτό που έκαναν.
Γύρισα στο γραφείο μου κατά τα μεσάνυκτα. Οι μάχες γύρω στην ‘πράσινη γραμμή’ στην Λευκωσία έδιναν και έπαιρναν. Ρώτησα τον Τζεφεράκο που ήταν ο Παπαργύρης. Άρχισε να μου τα ‘μασάει’ και τελικά μου είπε ότι ήταν στην ‘πράσινη γραμμή’ για να ‘καθαρίσει’ κανένα Τούρκο όπως του είχε πεί. Γύρισε κατά τις 2 τα ξημερώματα. Του έβαλα τις φωνές και του απαγόρευσα να ξαναπάει στην ‘πράσινη γραμμή’. Αρκετά θύματα είχα δεν χρειαζόντουσταν και άλλα και μάλιστα χωρίς σπουδαίο λόγο. Κοιμήθηκα πάλι λίγες ώρες, και το πρωί πήγα με ένα ΙΧ φορτηγό, που ενοικίασα, στο σπίτι μου, στον Άγιο Δομέτιο, όπου φόρτωσα τα πακεταρισμένα από τις αρχές Ιουλίου πράγματά μας και τα έστειλα στον Ναυτικό σταθμό Λεμεσού, επιστρέφοντας τα κλειδιά του σπιτιού στον ιδιοκτήτη του, και αφήνοντας πλέον το σπίτι. Πήρα σε μία βαλίτσα τις στολές μου και δύο πολιτικά κοστούμια και τα πήγα στο γραφείο μου.
Από την Αθήνα μας είχαν τελείως εγκαταλήψει. Εκτός από το ότι μας είχαν δέσει τα χέρια με το να μη αντιδρούμε σε Τουρκικές προκλήσεις, ουδεμία σκέψις ή πρόθεσις υπήρχε για ενίσχυσή μας, παρά το ότι καθημερινά τους στέλναμε αναφορές για την ενίσχυση των Τούρκων κυρίως με άρματα από την Τουρκία. Η κυβέρνησις και ειδικώς ο Υπουργός Εθν. Αμύνης φαίνεται ότι περισσότερο ενδιαφέροντο να σταθεροποιηθούν ως κυβέρνησις, και λιγώτερο για εμάς στην Κύπρο, που μάλλον θα τους βόλευε να εξουδετερωθούμε φυσικά ή με αιχμαλωσία, και έτσι θα είχαν έναν λιγώτερο μπελά στο κεφάλι τους.
Ο Γεωργίτσης έκανε συνεχώς εκκλήσεις στο ΓΕΕΘΑ για βοήθεια, χωρίς ανταπόκριση, όπως επίσης για την αποστολή ενός επιβατικού πλοίου έστω και με τα σήματα του Ερυθρού Σταυρού, για να παραλάβει τις οικογένειες, και  τους τραυματίες Ελλαδίτες, ώστε να νοσηλευτούν καλλίτερα στα στρατιωτικά νοσοκομεία των Αθηνών. Το ΓΕΕΘΑ τελικά στις 30 Ιουλίου αποφάσισε να στείλει το φέρρυ-μπώτ ΣΑΠΦΩ, για αυτή την δουλειά, που θα κατέπλεε στην Λεμεσό την 1η Αυγούστου. Το ΓΕΕΦ μου ανέθεσε να σχεδιάσω και να επιβλέψω την επιβίβαση των τραυματιών και των οικογενειών, ώστε το αργότερο το μεσημέρι της 1ης Αυγούστου το πλοίο να αποπλεύσει, για τον Πειραιά. Εκανα τον σχεδιασμό και ειδοποίησα πρώτα όλους τους τραυματίες να είναι έτοιμοι να επιβιβασθούν πρώτοι στο πλοίο, και μετά τον επικεφαλής του ξενοδοχείου στην Λεμεσό να μου στέλνει ανά ομάδες τις Ελλαδικές οικογένειες στο λιμάνι για να επιβιβαστούν, και τέλος με σήμα μου προς όλο το Ελλαδικό προσωπικό, τους εγνώριζα ότι μπορούσαν να φορτώσουν στο πλοίο τα αυτοκίνητά των και τις οικοσκευές των στο γκαράζ του πλοίου. Ήλθα σε επαφή με τον λιμενάρχη Πειραιώς τον φίλο μου πλοίαρχο Λ.Σ. Στεφανάκη, από τον οποίο ζήτησα κάθε δυνατή διευκόλυνση για τους επιβαίνοντας, όταν το πλοίο θα έφθανε στο Πειραιά, πράγμα που μου το υποσχέθηκε και το έκανε. Το απόγευμα της 31ης Ιουλίου ένας υπολοχαγός των διαβιβάσεων του ΓΕΕΦ μου παρέδωσε ένα σήμα που είχαν λάβει από το ΓΕΕΘΑ, και το είχε εκδόσει ο Αβέρωφ που έλεγε ότι, στο πλοίο να επιβιβαστούν κατά σειρά α) το προσωπικό της πρεσβείας, β) οι Έλληνες τουρίστες που ευρίσκοντο στην Κύπρο, γ) οι τραυματίες, και δ) εάν υπάρξει χώρος να επιβιβασθούν και οικογένειες των στρατιωτικών!!! Μόλις το είδα έγινα έξαλλος, εφώναξα κάτι πολύ βαριές κουβέντες για τον ..υπουργό, και είπα στο υπολοχαγό » Απάντησέ  του  μ….α, ότι εγώ είμαι εδώ υπεύθυνος, και πρώτα από όλους, θα επιβιβάσω τους τραυματίες και τις οικογένειες, και να με αφήσει ήσυχο να κάνω την δουλειά μου. Εδώ έχουμε πόλεμο, δεν χρειαζόμεθα τζιτζιφιόγκους να μας κάνουν κουμάντο». Οι αξιωματικοί του ΓΕΕΦ που άκουσαν τις φωνές μου βγήκαν από τα γραφεία τους, και όταν έμαθαν γιατί φώναζα, πήραν όλοι το μέρος μου και μου έδιναν συγχαρητήρια για την αντίδρασή μου.
Την άλλη ημέρα από τις 6 το πρωί ήμουν στο λιμάνι της Λεμεσού, όπου το είχαν αποκλείσει οι Ναύτες του εκεί Σταθμού, και δεν άφηναν κανένα να εισέλθει, πλήν των τελωνειακών, και του υγειονομικού. Σε ένα δωμάτιο του Σταθμού, εγκατέστησα τους άνδρες ελέγχου διαβατηρίων της Κυπριακής αστυνομίας, και τέσσερεις ναύτες τους προσκόμιζαν τα διαβατήρια που έπαιρναν από τις γυναίκες και τα παιδιά των οικογενειών για να τα σφραγίσουν για την έξοδό τους από το νησί. Το πλοίο έφθασε στις 8 το πρωί, και η επιβίβασις των τραυματιών άρχισε στις 08.30, και κράτησε 15′, εν συνεχεία επιβιβάστηκαν οι οικογένειες που στη είσοδο του καταπέλτου ο αρχικαμαρώτος του πλοίου τους έδινε τον αριθμό καμπίνας που θα είχαν, και μέχρι τις 11.00 είχαν επιβιβαστεί, και οι οικογένειες. Κατά τις 12.00 έφθασε και ένα λεωφορείο με 15 πρόσωπα από την Ελληνική πρεσβεία, και κάπου 10-15 Έλληνες τουρίστες, που επιβιβάστηκαν και αυτοί. Σύνολον περί τα 1.200 άτομα. Φορτώθηκαν εν συνεχεία τα αυτοκίνητα, και οικοσκευές, ( μεταξύ των οποίων και τα δικά μου) και το πλοίο αναχώρησε στις 13.00 για την Ελλάδα. Η Λίλυ με τον Παναγιώτη, και την γυναίκα του Παπαργύρη, επιβιβάστηκαν μαζί με τις άλλες οικογένειες, και μάλιστα ο αρχικαμαρώτος του πλοίου, ήθελε να τους δώσει μία σουίτα για να μείνουν, αλλά τον απέτρεψα, και τους έδωσε μία τρίκλινη καμπίνα, αφού του είπα να δώσει την σουίτα σε τρείς συζύγους φονευθέντων αξιωματικών, που δυστυχώς έφευγαν μόνες τους πίσω. Έμεινα στο λιμάνι μέχρι το πλοίο να βγεί από αυτό αποχαιρετώντας την Λίλυ και τον Παναγιώτη, με συγκίνηση, έχοντας κατά νουν ότι πιθανόν δεν θα τους ξαναέβλεπα. Και αυτό διότι σε μία εξωυπηρεσιακή συγκέντρωση που είχαμε την προηγουμένη οι αξιωματικοί του ΓΕΕΦ, είχαμε αποφασίσει, ότι τώρα που οι οικογένειές μας ήταν ασφαλείς, εφόσον οι ενισχυόμενοι συνεχώς Τούρκοι εκκινούντο για την κατάληψη όλης της Κύπρου, θα αμυνόμεθα μέχρις εσχάτων, και σε περίπτωση που δεν θα μπορούσαμε να ‘κρατήσουμε’ δεν θα παραδιδόμεθα με κανένα λόγο, αλλά θα προσπαθούσαμε να διαφύγουμε δια θαλάσσης προς Αίγυπτο, ή θα θέταμε τέρμα στην ζωή μας. Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό επέστρεψα το απόγευμα της 1ης Αυγούστου στο γραφείο μου, ήσυχος διότι τουλάχιστον η οικογένειά μου ήταν πλέον ασφαλής. Την επομένη με την βοήθεια ενός λοχαγού δικαστικού του ΓΕΕΦ, και με οδηγό τον κώδικα Διεθνούς Ναυτικού Δικαίου που είχα στο γραφείο μου, προετοιμάσαμε πρωτόκολλα επιτάξεως εμπορικών πλοίων, για  περίπτωση που θα χρειαζόταν μία τέτοια κίνησις. Όσο δε για τα πληρώματα που θα επάνδρωναν τα επιτασσόμενα πλοία δεν υπήρχε πρόβλημα. Είχαμε υπερπληθώρα προσωπικού στην ΝΔΚ.
Κατά το μεσημέρι και επειδή πολλοί αξιωματικοί ανησυχούσαν, και όχι αδίκως, για την ασφάλεια του πλού του ΣΑΠΦΩ, πήρα τηλέφωνο το λιμεναρχείο Ρόδου και του εζήτησα να έλθει σε επαφή με το πλοίο, και να μου πούνε που ευρίσκεται. Σε λίγο μου απάντησαν ότι το πλοίο έχει μπεί στα Ελληνικά χωρικά ύδατα πλησίον της Ρόδου. Το ανακοίνωσα στους αξιωματικούς του ΓΕΕΦ, και ησύχασαν. Το απόγευμα πήρα τηλέφωνο τον αδερφό μου Τάσο στην Αθήνα και του είπα ότι το επόμενο πρωί θα έφθανε στον Πειραιά το ΣΑΠΦΩ και να φρόντιζε να παραλάβει την Λίλυ με τον Παναγιώτη, καθώς και το αυτοκίνητό μου, με την οικοσκευή μου. Μου είπε ότι το ήξερε ήδη από τις εφημερίδες ότι θα κατάπλεε το ΣΑΠΦΩ και ότι είχε συνεννοηθεί με τον πεθερό μου και θα πήγαιναν μαζί. Την ώρα που του τηλεφωνούσα, οι Τούρκοι από την πράσινη γραμμή άρχισαν να βάλουν όλμους προς το ΓΕΕΦ (πρώτη φορά μετά την ανακωχή, αλλά όχι και τελευταία). Ο Τάσος άκουσε τους θορύβους και με ρώτησε τι είναι. Του απάντησα ότι μας ρίχνουν όλμους, και ότι εάν συνεχίσουνε θα αρχίσουμε τα ίδια και εμείς και από εκεί και πέρα όποιος επιβιώσει. Θορυβήθηκε, και μου λέει. «Κοίταξε να μη σκοτωθείς, διότι κανείς από το κράτος δεν θα κοιτάξει την οικογένειά σου, και μάλιστα με τις σημερινές συνθήκες».
Το πρωί της επομένης το ΣΑΠΦΩ έφθασε στον Πειραιά όπου με πραγματική βοήθεια του Λιμενάρχου πλοιάρχου Στεφανάκη, της Στρατιωτικής Διοικήσεως Πειραιώς και του…ΓΕΑ ( Το Ναυτικό απουσίαζε παντελώς) που είχαν στείλει αυτοκίνητα και παραλάμβαναν τις οικογένειες και τις οικοσκευές των και τις μετέφεραν στα σπίτια τους, έγινε ασφαλής και γρήγορη αποβίβαση των ταλαιπωρημένων οικογενειών. Την μικρή μας οικοσκευή μετάφερε στο σπίτι του πεθερού μου στα Πατήσια ένα φορτηγό της Αεροπορίας με σμηνίτες. Το αυτοκίνητό μου το παρέλαβε ο Τάσος, ενώ ο πεθερός μου πήρε την Λίλυ και τον Παναγιώτη, και πήγαν στο σπίτι του. Ο Στεφανάκης είχε την καλοσύνη να με πάρει τηλέφωνο και να μου πεί ότι όλα πήγαν καλά. Το γνωστοποίησα με σήμα προς όλες τις μονάδες του ΓΕΕΦ προς μεγάλη ανακούφιση των αξιωματικών και υπαξιωματικών.
Στις 4 Αυγούστου με το πρώτο πλοίο της γραμμής Πειραιά – Λεμεσός ( τα δρομολόγια ξανάρχισαν, καθώς έληξε ο ναυτικός αποκλεισμός) ήλθε στην Κύπρο νέος Διοικητής της  Ε.Φ. ο αντιστράτηγος Καραγιάννης, και άρχισε να ενημερώνεται και να παραλαμβάνει από τον ταξίαρχο Γεωργίτση.
ΑΝΑΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΤΤΙΛΑ ΙΙ
Τον νέο αρχηγό ΓΕΕΦ αντιστράτηγο Καραγιάννη υπεδέχθημεν όλοι οι αξιωματικοί του ΓΕΕΦ στην είσοδο του επιτελείου, όπου του παρουσιαστήκαμε, και εν συνεχεία περάσαμε στο αμφιθέατρο του ΓΕΕΦ όπου μας ωμίλησε, για λίγο, και μας μετέφερε τα συγχαρητήρια του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, για την πολεμική μας δράση,( είχε προηγηθεί επίσημο σήμα από το ΓΕΕΘΑ, με παρόμοιο περιεχόμενο) και εν συνεχεία μας είπε ότι τα πράγματα στην Ελλάδα έχουν πλέον αλλάξει, και ότι τώρα έχουμε μία κυβέρνηση από πολιτικούς, που…θα αλλάξουν την διεθνή εικόνα της χώρας, και ότι θα πρέπει να βοηθήσουμε τους πολιτικούς στο έργο τους. Εμάς εκείνη την στιγμή λίγο μας ενδιέφερε η πολιτική κατάστασις στην Ελλάδα, και το μόνο που θέλαμε ήταν να μας ενισχύση το ‘Εθνικό κέντρο’ στον αγώνα μας κατά των Τούρκων, και του το είπαμε. Άφησε να εννοηθεί ότι δεν θα είχαμε βοήθεια, και ότι το θέμα θα επιλυόταν δια της διπλωματικής οδού. Απογοητευθήκαμε διότι ξέραμε την εδώ κατάσταση, και επί πλέον φαινόταν καθαρά ότι οι Τούρκοι ενισχυόμενοι συνεχώς, άλλα είχαν στον νούν τους. Αλλά δυστυχώς δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα.
Την επομένη ο Παπαργύρης άρχισε την Ένορκο Διοικητική Εξέταση για τις πράξεις των κυβερνητών των τορπιλλακάτων, κατά τις επιχειρήσεις, και εξήτασε τους υποπλοιάρχους Κανδαλέπα και Τσαταλό. Την επομένη το πρωί ήλθε σήμα από το ΓΕΝ με το οποίο διετάσσετο ή μετάθεσις του Παπαργύρη στην Αθήνα στο ΓΕΝ, και περαιτέρω τοποθέτησίς του σε αντιτορπιλλικό. Αργά το απόγευμα της ιδίας ημέρας με σήμα του ΓΕΕΘΑ διετάσσετο η αντικατάστασις τών διοικητών Καταδρομών, Τεθωρακισμένων, Πυροβολικού, Διαβιβάσεων, και του Ναυτικού διοικητού, η παράδοσις των καθηκόντων τους στους αμέσως νεωτέρους τους αξιωματικούς, και η επιστροφή τους στην Ελλάδα. Ο Παπαργύρης, αηδιασμένος, έφτιαξε τα πράγματά του το απόγευμα, και την επομένη έφυγε από την Λεμεσό με το πλοίο για την Ελλάδα.
Εγώ την επομένη κάλεσα τον Παπαδάκη στην Λευκωσία και άρχισα να του παραδίδω κανονικά την Ναυτική Διοίκηση. Του παρέδωσα τα πάντα, μέχρι και το υπηρεσιακό μου πιστόλι, και τον μανδύα ισχυρού ψύχους που είχα. Τέλος στις 10 Αυγούστου, ακριβώς δύο χρόνια αφότου είχα έλθει, υπέγραψα τα πρωτόκολλα παραδώσεως-παραλαβής, και εξέδωσα την τελευταία ημερησία διαταγή μου προς τους άνδρες της ΝΔΚ, στην οποία τους ευχαριστούσα και τους συνέχαιρα για την πολεμική τους δράση και τους προέτρεπα, να συνεχίσουν εάν χρειαστεί να πολεμήσουν με τον ίδιο τρόπο, και να μη ξεχάσουν δύο πράγματα. α) ότι οι νεκροί συνάδελφοι μας ζητούν εκδίκηση, και β) το ναυτικό ποτέ δεν παραδόθηκε ούτε υπέστειλε τας σημαίας του. Μετά κατέβηκα στην αίθουσα διαλέξεων του ΓΕΕΦ όπου σε μία αποχαιρετιστήριο τελετή οι αξιωματικοί του ΓΕΕΦ, μου έδωσαν τον θυρεό του Εθνικής Φρουράς  πάνω στον οποίον είχαν τοποθετήσει μία μικρή μπρούτζινη πλάκα, που έγραφε » Στον αντιπλοίαρχο Γεώργιο Παπαγιάνη, Ναυτικόν Διοικητή Κύπρου. Τιμής ένεκεν», και με αποχαιρέτησαν όλοι με συγκίνηση. ( Τον θυρεό αυτό τον παρέδωσα μετά 20 χρόνια στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, και εκτίθεται μαζί με άλλους θυρεούς του Ναυτικού).  Το απόγευμα της ιδίας ημέρας άφησα το γραφείο μου και φορώντας πολιτικά ρούχα για πρώτη φορά εδώ και 25 ημέρες, πήγα στην Λεμεσό και κατέλυσα σε ένα ξενοδοχείο. Μαζί μου είχα και το καλάσνικωφ  το οποίον είχαμε βρεί στο σπίτι του Αζίνα και είχα στην μάχη με τους αλεξιπτωτιστάς στις 21 Ιουλίου, με σκοπό να το κρατήσω ως ενθύμιον. Ο έφεδρος σημαιοφόρος (Κύπριος) που ήταν διαγγελεύς μου, και με συνόδευε για τελευταία φορά, μου είπε.   » Κύριε διοικητά, εκείν που θα πάτε τι να το κάνετεν το όπλον, ενώ εμείς εδώ το θέλουμεν για να πολεμήσουμεν τους Τούρκους». Είχε δίκιο. Του χάρισα το όπλο και του είπα. Πάρτο, αλλά πρόσεξε διότι έχει ιστορία αυτό το όπλο, κοίταξε να την συνεχίσεις. Με ευχαρίστησε κατενθουσιασμένος, παίρνωντας το καλάσνικωφ. Κοιμήθηκα σε μαλακό κρεβάτι μετά από 26 ημέρες ύπνου σε ‘ράντζο’, και την επομένη ημέρα «αποχαιρέτησα» το νησί και επιβιβάστηκα στο ΣΑΠΦΩ για την επιστροφή μου στην Ελλάδα. Μαζί μου επιβιβάστηκαν ο Γεωργίτσης και οι άλλοι διοικηταί που είχαν αντικατασταθεί, παρά την λαμπρή πολεμικήν τους δράση, και ενώ φαινόταν καθαρά ότι οι επιχειρήσεις των Τούρκων θα ξανάρχιζαν.
Στις 13 Αυγούστου φθάσαμε στο Πειραιά, όπου με περίμεναν η Λίλυ με τον Τάσο, και με πήραν και πήγαμε στο σπίτι του πεθερού μου όπου με περίμεναν η μητέρα μου και τα πεθερικά μου αλλά κι ο Παναγιώτης, που χώθηκε στην αγκαλιά μου, και δεν έλεγε να φύγει.
Την επομένη φορώντας στολή υπ αριθ. 8 πήγα στο ΓΕΝ, όπου παρουσιάστηκα στον Αρχηγό ΓΕΝ Αραπάκη. Αυτός με καλωσόρισε, μου μίλησε με κολακευτικά λόγια για την δράση μας στον πόλεμο, αλλά άρχισε να μου λέει και για το «πραξικόπημα» κατά του Μακαρίου, ..ότι δεν έπρεπε να γίνει, …ότι αλληλοσκοτωθήκαμε Έλληνες μεταξύ μας, και κάτι άλλα παρόμοια. Παρατήρησα ότι δεν φορούσε όπως πρώτα το μετάλλιο του αγήματος ‘εμβολής’ της Μέσης Ανατολής, που είχε λάβει μέρος για την ανακατάληψη των πλοίων του Β.Ν. που είχαν καταληφθεί από τους κομμουνιστάς το 1944, και του το είπα, προσθέτοντας. Μας εσείς δεν δώσατε εντολή να παραμείνω ακόμη ένα χρόνο στην Κύπρο, ακυρώνοντας την μετάθεση του Καρατσώλη, γιατί δεν μου τα λέγατε τότε αυτά, αλλά δηλώνατε υπερήφανος για την δράση του Ναυτικού. Με κοίταξε σαστισμένος και νευριασμένος, και μου είπε με συγχωρείς τώρα πρέπει να φύγω να δώ τον κύριο Υπουργό. Έφυγα και μέσα μου σκεπτόμουν. Παλαιότερα έλεγε ‘πρέπει να φύγω να πάω να δώ τον Μίμη (Ιωαννίδη)’. Αλλάξαν οι καιροί. Πήγα εν συνεχεία στην διεύθυνση εξοπλισμών, όπου συνήντησα τον υποναύαρχο (Μηχ.) Ζωγραφάκη στον οποίο παρέδωσα όλα τα ‘χαρτιά’ σχετικά με την παραγγελία που είχε γίνει στην Γαλλία για τα δύο περιπολικά κατευθυνομένων βλημάτων, τα οποία δυστυχώς δεν είχαν προλάβει να έλθουν στην Κύπρο μέχρι τότε, και του εισηγήθηκα να τα πάρει πλέον το Ναυτικό εκμεταλλευόμενο την ήδη τρέχουσα παραγγελία. Μου υποσχέθηκε ότι θα το προχωρήσει, και πραγματικά τα πλοία εντάχθησαν στο Π.Ν. τον Δεκέμβριο του 1974.
Μία στιγμή βλέπω στον διάδρομο του ΓΕΝ τον πλοίαρχο Βασιλειάδη, και μου λέει, » Γιώργο τα έμαθες, οι Τούρκοι εκδήλωσαν επίθεση στην Κύπρο, και σχεδόν έχουν καταλάβει το μισό νησί. Την ΝΒΧ την εγκατέλειψαν, άθικτη στα χέρια των Τούρκων, απορώ γιατί δεν έφυγαν οι δύο τορπιλλάκατοι για την Λάρνακα». Ποιός θα τις έπαιρνε κύριε Βασιλειάδη, του απαντώ, (…..)ο Παπαδάκης που ορίσατε διοικητή, ή ο Κανδαλέπας με τον Τσαταλό;  Και αφού ο διοικητής είναι (…..) να διοικήσει τι περιμένετε από το κατώτερο προσωπικό;  Το ίδιο βράδυ άκουσα τον Καραμανλή στην τηλεόραση, που ήταν πρωθυπουργός, να δικαιολογήται διότι η Ελλάς δεν είχε στείλει βοήθεια στην Κύπρο λέγοντας ότι η Κύπρος είναι μακρυά !!! Και τότε γιατί όλα τα σχέδια του ΓΕΕΘΑ τα οποία είχαν αρχίσει να γίνονται από το 1960, που ήταν πάλι πρωθυπουργός, προέβλεπαν στρατιωτική βοήθεια στο νησί σε περίπτωση που θα εισβάλουν οι Τούρκοι ; Πήγε τώρα πιο μακρυά ή Κύπρος από ότι ήταν τότε;
Και είχα δίκιο, σε όσα είχα πεί στον Βασιλειάδη, για τον Παπαδάκη, διότι, όπως εκ των υστέρων μου είπαν οι υπαξιωματικοί μου, με την αποχώρηση μου πνεύμα ηττοπαθείας επεκράτησε.  Kατά την επίθεση των Τούρκων στις 14 Αυγούστου, ουδεμία διαταγή ουσιαστικής πολεμικής δράσης εξεδώθει από το επιτελείο της ΝΔΚ προς τα πλοία και τις υπηρεσίες της, και με τις πρώτες βολές έφυγε ο Παπαδάκης από το ΓΕΕΦ και εκκινήθει προς Λεμεσό, αφήνωντας όλες τις μονάδες να πράξουν ότι νόμιζαν, χωρίς καμμία κατεύθυνση. Έτσι η ΝΒΧ εγκατελήφθει εν σπουδή από το προσωπικό της το οποίον εκκινήθει προς τις Αγγλικές βάσεις, όπου αφού  υπέστησαν από τους Αγγλους τον εξευτελισμό του αφοπλισμού των μετέβησαν στην Λάρνακα, αφήνωντας την βάση χωρίς να ολοκληρωθούν όλες (…..) όπως προεβλέπετο από τις οδηγίες μάχης, και μόνο ο κυβερνήτης του Λεβέντης ανατίναξε το πλοίο του πριν ή το εγκαταλήψει. Στον επικρατήσαντα πανικό κατά την αποχώρηση έλησμόνησαν να υποστείλουν και την σημαία της βάσεως, οι δε αξιωματικοί  με εξαίρεση τον Ντάνο και τους αξιωματικούς των βατραχανθρώπων απεχώρησαν πρώτοι. Το Ραντάρ του Κορμακίτη εγκαταλήφθει και αυτό ταχέως από το προσωπικό του αφού ανετινάχθει και το προσωπικό εκκινήθει προς την Λευκωσία και εν συνεχεία στην Λεμεσό. Στο ραντάρ του Αποστόλου Ανδρέα χάρις στον πατριωτισμό και την ψυχραιμία του επικεφαλής Έλληνος Σημαιοφόρου, αφού με κίνδυνο να αποκοπούν από τους Τούρκους έδιναν συνεχώς αναφορές, και απέκρουαν αεροπορικές επιθέσεις, μη έχοντες δε καμμία επαφή με το επιτελείο, τελικώς ανετίναξαν τις εγκαταστάσεις των και το Ραντάρ, και συντεταγμένοι και ετοιμοπόλεμοι με τρία αυτοκίνητα που επέταξαν εκκινήθησαν προς την Αμμόχωστο. Περνώντας έξω από την εγκαταλελειμένη ΝΒΧ ο Σημαιοφόρος σταμάτησε, πήγε μέσα, υπέστειλε την σημαία, και την πήρε μαζί του. Εν συνεχεία κινήθηκαν σε δύσβατους δρόμους και έφθασαν στην Αγία Νάπα με όλο το φορητό οπλισμό τους αποφεύγοντας να περάσουν μέσα από τις Αγγλικές βάσεις. Αυτά χάρις στις εξαίρετες πολεμικές αρετές, και τον πατριωτισμό του Σημαιοφόρου.
Έφυγα από το ΓΕΝ απογοητευμένος με τις εξελίξεις, και ζήτησα 10 ημέρες άδεια, την οποίαν μου την δώσανε αμέσως.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Στο διάστημα αυτό ξεκουράστηκα πραγματικά, βοήθησα την Λίλυ να οργανώσουμε την ζωή μας στα Πατήσια, και εκτελώνισα το αυτοκίνητό μου και του έβαλα Ελληνικές πινακίδες. Στις 25 Αυγούστου που έληξε η άδειά μου παρουσιάστηκα στο ΓΕΝ, πιστεύοντας ότι θα έπαιρνα φύλλο πορείας για το ΣΦΕΝΔΟΝΗ. Μου είπαν ότι με εντολή του Υπουργού, είχαν ακυρωθεί οι προηγούμενες τοποθετήσεις, και ότι θα ‘έβγαιναν’ καινούργιες. Γύρισα σπίτι απογοητευμένος. Ξαναπήγα στο ΓΕΝ στις 27 του μηνός, αφού με είχαν ειδοποιήσει ότι είχαν υπογραφεί οι νέες τοποθετήσεις. Αντί να με τοποθετήσουν κυβερνήτη αντιτορπιλλικού, ο Αβέρωφ με τοποθετούσε στο γραφείο συνδέσμων του ΝΑΤΟ στο ΓΕΕΘΑ. Μία θέσις τελείως ‘νεκρή’ διότι ήδη από τριημέρου η Ελλάς είχε αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Έμπαινα δηλαδή στο ‘ψυγείο’. Την επομένη πήγα στο ΓΕΕΘΑ στο καινούργιο μου γραφείο όπου θα αντικαθιστούσα τον αντιπλοίαρχο Περισσάκη (μία τάξις αρχαιότερός μου), που ήταν πλέον όψιμος ‘αντιστασιακός’ και ήταν στα μέσα και στα έξω. ( Αποστρατεύτηκε μετά μερικά χρόνια ως υποναύαρχος και ο Αβέρωφ τον είχε κάνει Νομάρχη Κερκύρας). Δεν είχε να μου παραδώσει τίποτα διότι το γραφείο ήταν νεκρό, αλλά μόνο αρχεία παρελθόντων ετών. Προϊστάμενός του ήταν ένας συνταγματάρχης, που δήλωνε και αυτός ‘αντιστασιακός’ και περίμενε να μετατεθεί και αυτός σε άλλη θέση. Το γραφείο υπαγόταν στον υποστράτηγο Πολίτη, συμμαθητή μου στην ΣΕΘΑ, ο οποίος όπως και οι άλλοι αξιωματικοί του Σ.Ξ. ήταν υπέρμαχοι της επαναστάσεως της 21ης Απριλίου. Παρουσιάστηκα και σε αυτόν. Άρχισε τις τυπικότητες. » καλώς ήλθατε κύριε αντιπλοίαρχε κλπ.» δεν μου είπε καν να καθήσω. Νευρίασα, διότι άρχισε να μου αναπτύσσει, και τα…. καλά της μεταπολίτευσης, και δεν κρατήθηκα.» Ρε Πολίτη, του λέω, τι είναι αυτά που μου λές. Εσύ δεν ήσουν που πρίν τρία χρόνια φώναζες υπέρ της 21ης Απριλίου. Πήγαινε να τα πείς σε κανένα άλλο αυτά». Εξεπλάγει δεν μου απάντησε,  έφυγα από το γραφείο του, και δεν ξαναπάτησα σε αυτό. Βγαίνοντας στον διάδρομο έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ντενίση, που περιφερόταν στο ΓΕΕΘΑ, για λόγους που δεν γνωρίζω, αλλά υποπτεύομαι. Εκείνη την εποχή πλήθος αξιωματικών περιεφέρετο στο ΓΕΕΘΑ δηλώνοντες αντιστασιακοί. Ε, Παπαγιάννη, μου λέει,  περιμένατε να φύγω από το νησί για να ‘σκοτώσετε’ τον Μακάριο, και συνωμοτούσατε εναντίον μου με τον Επιτελάρχη μου τον Παπαδάκη. Του απαντώ. Και γιατί δεν ρωτάτε, τον φίλο σας, τον Μπονάνο (ΑΓΕΕΘΑ) που σας είχε τοποθετήσει αρχηγό ΓΕΕΦ να σας πεί την αλήθεια; Με δικές του διαταγές κινηθήκαμε. Δεν απάντησε και μπήκε σε ένα γραφείο.
Μετά δύο ημέρες από το ΓΕΝ με εντολή του Υπουργού όπως μου είπαν μου ζήτησαν να υποβάλω αναφορά για την συμμετοχή μου στην κίνηση κατά του Μακαρίου (ακόμα δεν το ονόμαζαν πραξικόπημα).  Τους υπέβαλα αυθημερόν την αναφορά μου στην οποία παραδεχόμουν την συμμετοχή μου, και σημείωνα ότι δεν έκανα τίποτα άλλο παρά να εκτελέσω τις διαταγές που είχαν έλθει από το ΓΕΕΘΑ.
Στις 4 Σεπτεμβρίου πήγα στο γραφείο μου, και επρόκειτο να υπογράψω τα πρωτόκολλα παραδώσεως και παραλαβής με τον Περισσάκη. Μόλις με είδε ο Περισσάκης μου λέει. Γιατί ήλθες ; Του απαντώ. Γιατί ρε Ηλία, δεν έπρεπε να έλθω;  Μου δείχνει την εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΗ που είχε στο γραφείο του. Πρωτοσέλιδος οκτάστηλος τίτλος με φωτογραφία μου έλεγε ότι ο Αβέρωφ με τιμωρούσε με τρίμηνη αργία δια προσκαίρου πράξεως, για την συμμετοχή μου στο «πραξικόπημα» κατά του Μακαρίου, και βέβαια το ρεπορτάζ είχε και τις σχετικές σάλτσες, για τον πρώτο ‘χουντικό’ που τιμωρείται, για τις εκκαθαρίσεις που θα ακολουθήσουν, για δικαστήρια που θα μας…πάνε κλπ. Πήγα αμέσως στο ΓΕΝ στον διευθυντή προσωπικού αρχιπλοίαρχο Σταμούλη, και του λέω. Από πότε οι αξιωματικοί μαθαίνουν τις ποινές τους από τις εφημερίδες, χωρίς να τους έχει κοινοποιηθεί τίποτα;  Άρχισε να μου δικαιολογήται και να μου λέει ότι το γραφείο του Αβέρωφ το έδωσε στην δημοσιότηττα, και μου έδωσε το έγγραφο με την ποινή μου που την υπέγραφε ο ίδιος, ως ο αρμόδιος αξιωματικός. ( Πριν ένα χρόνο μου είχε στείλη την ευαρέσκεια του ΓΕΝ και το προσωπικό γράμμα του με ευχαριστίες για την παραμονή του στην Κύπρο). Έφυγα αηδιασμένος με την όλη κατάσταση, πήγα σπίτι έβγαλα την στολή μου, φόρεσα πολιτικά ρούχα και έφυγα με το αυτοκίνητό μου για την Αργολίδα στο πατρικό σπίτι του πεθερού μου όπου ήδη είχαν πάει η Λίλυ με τον Παναγιώτη. Στον δρόμο από το ραδιόφωνο άκουσα μία δήλωση του Αβέρωφ, που προσπαθούσε να γλυκάνει το χάπι λέγοντας ότι η τιμωρία μου δεν έχει σχέση, με έναρξη εκκαθαρίσεων αξιωματικών, και ότι αναγκάστηκε να με τιμωρήσει παρά του ότι είμαι εξαίρετος αξιωματικός. Προφανώς η δήλωση έγινε εξ αιτίας αντιδράσεων αξιωματικών που με εγνώριζαν, και περισσότερο συναδέλφων μου που είχαν υπηρετήσει μαζί μου στην Κύπρο, και εγνώριζαν την δράση μου.
Στο σπίτι του πεθερού μου καθίσαμε μέχρι τις 10 Σεπτεμβρίου, και βρήκα την ευκαιρία να τακτοποιήσω και να συμπληρώσω τις πολεμικές εκθέσεις και τις προτάσεις μου για ηθικές αμοιβές για κάθε Ελλαδίτη της ΝΔΚ (αξιωματικούς, υπαξιωματικούς, και ναύτες), τις οποίες παρέδωσα στο αρμόδιο γραφείο του ΓΕΝ στις 12 Σεπτεμβρίου.
Τον Οκτώβριο, επίσης, ο ταξίαρχος Δ. Ιωαννίδης  με ειδοποίησε να πάω να συναντήσω τον δικηγόρο του Γιώργο Αλφαντάκη ο οποίος θα αναλάμβανε και τις νομικές περιπτώσεις των αξιωματικών που εμπλέκονταν στο θέμα της Κύπρου.  Πήγα και τον είδα, μου έδειξε το υλικό που είχε μαζέψει για την Κύπρο, και τότε πολλά από τα ερωτήματα που είχαμε όταν είμαστε εκεί άρχισαν να βρίσκουν απάντηση. Τα υποβρύχια που πήγαιναν στην Κύπρο σύμφωνα με τα υπάρχοντα σχέδια τα είχε ανακαλέσει ο Αραπάκης «διότι κινδύνευε η ….. Ρόδος» !!! Τα αεροσκάφη που επρόκειτο να απογειωθούν από την Σούδα για να μας βοηθήσουν, τα σταμάτησε ο ΑΓΕΑ Παπανικολάου, διότι φοβόταν επίθεση της ….Βουλγαρίας !!! Ένα Φέρρυ μπωτ με πεζοναύτες και κυπρίους εθελοντές (1.000 άτομα) ο Μπονάνος το γύρισε πίσω διότι κινδύνευαν τα νησιά του ..Αιγαίου. Ο αρχηγός της ΚΥΠ υποστράτηγος Σταθόπουλος με τον οποίον είχα συνυπηρετήσει στην Άγκυρα (υπέρμαχος της 21ης Απριλίου και φίλος του Παπαδόπουλου) έλεγε ότι οι Βούλγαροι έχουν συγκεντρώσει μεραρχίες !! στα σύνορα για να μας επιτεθούν. Τον διέψευσε αργότερα ο τότε στρατιωτικός ακόλουθος στην Σόφια. Επίσης μου ωμίλησε για πληροφορίες που είχε, σχετικά με μία συνάντηση που είχαν στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1974 οι Καραμανλής, Μακάριος, και Ετσεβίτ, καθώς και μία άλλη στην Ρώμη την ίδια περίοδο ο Ετσεβίτ με τον Αβέρωφ και τον Κληρίδη, όπου εκτιμώ ότι και καταρτίστηκε το σενάριο ανατροπής της τότε Ελληνικής Κυβερνήσεως, με άξονα την ανατροπή του Μακαρίου, το οποίο σερβιρίστηκε επιτυχώς δια εκτέλεση στον Ιωαννίδη, και στο οποίο συμβάλαμε εν αγνοία μας όλοι εμείς που τώρα βρισκόμεθα υπό διωγμόν. Τότε μου ελύθει και η απορία πως η 6η τεθωρακισμένη Μεραρχία των Τούρκων εκκινήθει στην Μερσίνα 5 ημέρες προ της εκδηλώσεως του εγχειρήματος ανατροπής του Μακαρίου. Όλα φαίνεται ήταν προσχεδιασμένα, και εμείς είμαστε τα πιόνια που έπαιξαν το παιχνίδι των αδιστάκτων πολιτικών.  Λέγεται ότι είχαν συμφωνήσει να πάρουν οι Τούρκοι ένα μικρό κομμάτι μόνο αλλά οι Τούρκοι ως συνήθως αθέτησαν την συμφωνία, άρπαξαν την ευκαιρία από τα μαλλιά και πήραν αυτό που ήθελαν και είχαν σχεδιάσει από το 1963. Ο Αλφαντάκης με μηνυτήρια αναφορά του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατήγγειλε την τότε στρατιωτική ηγεσία και τους υπολοίπους για εσχάτη προδοσία, πράγμα που ταρακούνησε την τότε πολιτική ηγεσία, η οποία σταμάτησε κάθε αναφορά στο Κυπριακό.
Ο Αβέρωφ έστελνε κάθε ημέρα αστυνομικούς και υπαλλήλους της ΚΥΠ να παρακολουθούν εμένα και συναδέλφους μου.  Ορισμένους από αυτούς που μας παρακολουθούσαν τους γνωρίζαμε και πολλές φορές τους καλούσαμε και σε συζητήσεις μας και τους κερνούσαμε καφέ.
Τον Νοέμβριο έγιναν εκλογές και ο Καραμανλής τις κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία. Στα μέσα Δεκεμβρίου έγινε και δημοψήφισμα για το πολιτειακό. Δεν επέτρεψαν στον Κωνσταντίνο να έλθει στην Ελλάδα, για να αγωνιστεί υπέρ της Βασιλευομένης Δημοκρατίας.  Όλα τα κόμματα, προεξάρχοντος του Καραμανλή έλαβαν θέση κατά του Βασιλέως, και βέβαια χωρίς αντίπαλο επεκράτησαν στο δημοψήφισμα, μετά από μία εμετική, εναντίον του Βασιλέως, προεκλογική εκστρατεία που κάνανε. Παρόλα αυτά ένα 35% του λαού ψήφισε υπέρ του Βασιλέως. Ο Καραμανλής ο οποίος, ότι είχε γίνει το ώφειλε στην εύνοια του Παλατιού, που τον είχε ορίσει αυθαίρετα πρωθυπουργό μετά τον θάνατο του Παπάγου, απέδειξε την ορθότητα του λεγομένου » Ουδείς χειρότερος εχθρός, από του ευεργετηθέντος» από την ομιλία του μετά το δημοψήφισμα όπου χαρακτήρισε τον Βασιλικό θεσμό ως το «καρκίνωμα» της Ελλάδος. Αυτά κάνουν οι πολιτικοί…..  Μετά το δημοψήφισμα άλλαξε και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ανέλαβε ο Κ. Τσάτσος. Άλλαξαν επίσης οι αρχηγοί ΓΕΕΘΑ, ΓΕΣ, ΓΕΝ και ΓΕΑ, και στην θέση τους τοποθετήθηκαν απόστρατοι που επανήλθαν στην ενέργεια και ήταν μακρυά από τις Ε.Δ. το λιγώτερο 7 χρόνια. Όλοι οι αποχωρήσαντες στηλοβάτες του στρατιωτικού καθεστώτος, που είχαν τοποθετηθεί στα αξιώματά τους από τον Ιωαννίδη, έφυγαν με πλήρεις τιμές και δόξες, ως ‘επίτιμοι’ αρχηγοί, ο δε αντιστράτηγος Γκιζίκης (ο μόνος που ανέλαβε τις ευθύνες του για τα γεγονότα της Κύπρου), μέχρι τον θάνατόν του μετά 20 περίπου χρόνια απολάμβανε τις ηθικές και υλικές αμοιβές ενός πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας. Ολόκληρο το μένος των πολιτικών είχε ξεσπάσει σε εμάς τους ‘μικρούς’, ενώ οι προϊστάμενοί μας που μας διέταξαν να κάνουμε ότι κάναμε, δεν ενοχλήθηκαν.
Στις 5 Δεκεμβρίου έληξε η ποινή που μου είχε επιβληθεί, και στις 7 Δεκεμβρίου ( διότι 6 Δεκεμβρίου ήταν αργία στο Ναυτικό) παρουσιάστηκα στο ΓΕΕΘΑ για να αναλάβω πάλι υπηρεσία στο γραφείο ΝΑΤΟ. Μου είπαν ότι σύμφωνα με τον νόμο (και αυτό ήταν αλήθεια) έπρεπε να μετατεθώ σε άλλη υπηρεσία, και μου έδωσαν φύλλο πορείας για το ΓΕΝ. Πήγα στο Β’ κλάδο του ΓΕΝ, όπου ο πλοίαρχος Καρακίτσος που είχε αντικαταστήσει τον Σταμούλη μου είπε ότι δεν έχουν ακόμα αποφασίσει που θα τοποθετηθώ, και προς το παρόν ανήκω στην δύναμη του ΓΕΝ. Να πάω σπίτι μου και θα μου τηλεφωνήσουν, όταν γίνει η νέα τοποθέτησις να πάω στην νέα μου υπηρεσία. Έφυγα από το ΓΕΝ και γύρισα στο σπίτι μου. Δεν φανταζόμουν εκείνη την στιγμή ότι ήταν η τελευταία φορά που φόραγα την στολή του αξιωματικού. Και αυτό διότι η κυβέρνησις για να μας καθησυχάσει άφηνε να διαρρεύσει, ότι μετά το δημοψήφισμα, και σε μικρό χρονικό διάστημα, θα γυρνούσαμε στις υπηρεσίες μας, χωρίς άλλες κυρώσεις. Αυτό μου είχε πεί και προσωπικά και ο γραμματέας του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Τσάτσου, ο Κ. Βασιλειάδης.
Αλλά δυστυχώς όλοι μας κορόιδευαν. Στην ουσία προετοίμαζαν την αποστρατεία μας από τις Ε.Δ. και έψαχναν να βρουν αφορμή για αυτήν. Δεν μπορούσαμε να εργασθούμε σε οιανδήποτε δουλειά γιατί νομικά δεν είμασταν απόστρατοι.
Πέρασαν έτσι τρείς ολόκληροι μήνες, και στις 12 Μαρτίου του 1975, μερικές ημέρες πρίν γίνουν οι ετήσιες κρίσεις των αξιωματικών, το βράδυ συνέλαβαν περί τους 30 αξιωματικούς, διότι…. θα εκδήλωναν πραξικόπημα για ανατροπή της Κυβερνήσεως, και τους φυλάκισαν στην ΕΣΑ, όπου άρχισαν να τους ανακρίνουν για να μάθουν λεπτομέρειες για το επικείμενο πραξικόπημα.
Οι δημοσιογράφοι το ονόμασαν ‘πραξικόπημα της πυζάμας».
Βέβαια στην τραγικότητα των στιγμών υπήρχε και ιλαρότης. Συνέλαβαν τον υποστράτηγο Παπαδάκη (πρώην επιτελάρχη στην Κύπρο), ο οποίος δεν είχε καμμία σχέση με την ομάδα της ‘πυζάμας’, όπως και τον πρώην διοικητή της ΕΛΔΥΚ συνταγματάρχη Κονδύλη, που εργαζόταν ήδη κρυφά στα SUPER MARKET του Σκλαβενίτη, και τον….αντισυνταγματάρχη…..Παπαγιάνη! στο σπίτι του σε ένα χωριό της Κρήτης. Πιθανόν ο τελευταίος να συνελήφθη αντί εμού (αν και ουδεμία συμμετοχή στην υποτιθέμενη συνωμοσία της “πυζάμας” είχα, αν δεχτούμε ότι υπήρξε ποτέ ομάς της “πυζάμας”).  Εγώ βέβαια από την επομένη που έμαθα για τις συλλήψεις περίμενα ανά πάσα στιγμή να κτυπήσει η πόρτα του σπιτιού για να με συλλάβουν. Όταν μετά τρείς ημέρες αντελήφθησαν το λάθος τους άφησαν τον αντισυνταγματάρχη ελεύθερο αλλά δεν με συνέλαβαν, διότι ήδη είχε βρεθεί η δικαιολογία για τις αποστρατείες μας. Με αφορμή το δήθεν πραξικόπημα το απόγευμα της 15ης Μαρτίου  1975 ακούσαμε από την τηλεόραση ότι αποστρατεύτηκαν 220 αξιωματικοί, εκ των οποίων 40 περίπου από το Ναυτικό μεταξύ των οποίων και εγώ, καθώς και οι αξιωματικοί μου στην Κύπρο, Παπαργύρης, Ντάνος, και Ταβλαρίδης, που είχαν εξαίρετο πολεμική δράση κατά των Τούρκων και φυσικά ουδεμία συμμετοχή στην … συνωμοσία της “πυζάμας”!  Μας αποστράτευσαν με έκτακτες κρίσεις και μάλιστα με τον βαθμό που φέραμε την ημέρα της αποστρατείας μας.
Την επομένη 16 Μαρτίου 1975, πήγαμε με πολιτικά πλέον στο ΓΕΝ, όπου παραδώσαμε τις στρατιωτικές ταυτότητές μας, τα βιβλιάρια νοσηλείας, και μας έδωσαν όλα τα σχετικά ‘χαρτιά’ για να βγάλουμε πολιτικές ταυτότητες, καθώς και τα ‘φύλλα πορείας ‘ για το ….σπίτι μας. Τουλάχιστον μας είχαν εγγράψει στα στελέχη της εφεδρείας του Π.Ν.
Εκείνη την εποχή, πήγα στον εφοπλιστή Ποταμιάνο που τον ήξερα από παλαιότερα, και εθεωρείτο  αντιμακαριακός και φίλος του Γρίβα, για να του ζητήσω να εργαστώ στην ναυτιλιακή εταιρεία του, διότι αμέσως μετά την αποστρατεία μου είχα πάρει από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας το δίπλωμα Πρώτου Πλοιάρχου Εμπορικού Ναυτικού, που το εδικαιούμην βάσει του βαθμού μου και της θαλασσίας υπηρεσίας που είχα στο πολεμικό Ναυτικό. Με δέχτηκε λίαν φιλικά και μου είπε ότι θα με προσλάβει στην εταιρεία του. Μετά δύο ημέρες πήγα στην εταιρεία του και με έβαλε σε ένα γραφείο δίπλα στο δικό του όπου άρχισα να ενημερώνομαι για την νέα μου δουλειά. Μετά μερικές ημέρες πήγαμε μαζί στα Ναυπηγεία Ελευσίνος όπου δεξαμενιζόταν ένα πλοίο της εταιρείας, για παρακολούθηση των εργασιών. Μετά τρείς ημέρες που το πλοίο θα ‘έβγαινε’ από τα Ναυπηγεία, του ζήτησα να πάω να παρακολουθήσω τον αποδεξαμενισμό. Μου αρνήθηκε και μου είπε διστακτικά ότι καλό θα ήταν να μη έβγαινα από το γραφείο μου.  Μου είπε τελικά να έρχομαι στο γραφείο, αλλά να αποφεύγω να κυκλοφορώ έξω στον Πειραιά, και μελλοντικά που και που θα μου ανέθετε και καμμία εργασία. Έφυγα.  Πολύ αργότερα μου είπε ότι ο Αβέρωφ του ζήτησε να με απολύσει, απειλώντας τον…. Ο Αβέρωφ εξακολουθούσε να μας παρακολουθεί, και να μας κυνηγάει.  Αν και δεν στήριξα τους ‘συνταγματάρχες” και μάλιστα κινήθηκα και εναντίον τους τον Δεκέμβριο του 1967 (γεγονός για το οποίο θα μπορούσαν να με είχαν αποστρατεύσει), θυμήθηκα τον Παπαδόπουλο, ο οποίος φρόντισε ο ίδιος να βρούν δουλειά αρκετοί “αντιχουντικοί” αξιωματικοί που ο ίδιος απεστράτευσε επί επταετίας, για να μη έχουν πρόβλημα επιβιώσεως. Βέβαια δεν πρέπει να λησμονούμε και το γεγονός ότι υπήρξαν και διώξεις αξιόλογων συναδέλφων μου επί επταετίας, οι οποίοι είχαν την ατυχία να χαρακτηρισθούν επικίνδυνοι για το καθεστώς.
Γύρω στις 20 Ιουλίου έμαθα ότι με ζητούσε ο ανακριτής του Ναυτοδικείου για να μου ‘πάρει’ κατάθεση για τα γεγονότα της Κύπρου. Τον πήρα τηλέφωνο και μου όρισε την ημέρα που ήθελε να πάω. Πήγα στο Πειραιά, έχοντας κατά νουν ότι πιθανόν να με προφυλάκιζε μετά την κατάθεσή μου, διότι τότε η «δημοκρατική κυβέρνησις» είχε αρχίσει μία ‘εργολαβία’ ανακρίσεων εναντίον αξιωματικών τους οποίους εν συνεχεία προφυλάκιζε μέχρι την δίκη των, και οι οποίοι στην πλειονότητά τους αθωόνοντο στις δίκες που ακολουθούσαν. Του έδωσα πλήρη, αληθή, και εμπεριστατομένη κατάθεση για τα γεγονότα, και επέμενα να γραφεί στα πρακτικά η συμπεριφορά και οι ενέργειες των Παπαδάκη, Κανδαλέπα, και Τσαταλού, αναφέροντας και την διακοπή της ΕΔΕ που είχα διατάξει.  Αυτά διότι πλέον ο ανακριτής με τις επίσημες καταγγελίες μου, θα έπρεπε να κινήσει την πρέπουσα διαδικασία. Με είχε ερωτήσει για τις κατηγορίες εναντίον μου, ‘περί λεηλασιών’ και του είπα ότι όποιος έχει αποδείξεις για αυτές να έλθει να τις καταθέσει. Μου είπε ότι για τα χρήματα που είχα παραδώσει στον ΑΓΕΕΦ, ότι ο Αζίνας δήλωσε ότι δεν ήταν δικά του, και ότι τα έβαλε μέσω εμού η ΚΥΠ στο σπίτι του, για να τον ενοχοποιήσει, για παράβαση του Κυπριακού νόμου περί συναλλάγματος. Ωραία του λέγω τότε να μου τα δώσουν πίσω, ώστε να λύσω και το οικονομικό μου πρόβλημα. (Αργότερα έμαθα ότι ο Αζίνας παρέλαβε τα χρήματά του). Τελείωσα την κατάθεσή μου, και μου είπε να περιμένω για να συνεννοηθεί με τον Επίτροπο του Ναυτοδικείου. Περίμενα ότι θα επέστρεφε με την Ναυτική αστυνομία για να με οδηγήσουν στην Ψυτάλλεια που ήταν οι φυλακές του Ναυτικού, ή στο τμήμα μεταγωγών για μεταφορά στον Κορυδαλλό. Επανήλθε μετά 10 λεπτά και μου είπε. «Μπορείτε να φύγετε κύριε αντιπλοίαρχε, εάν σας ξαναχρειαστούμε θα σας φωνάξουμε». Έφυγα και πήγα στην οικογένειά μου στο σπίτι του πεθερού μου στην Αργολίδα.  Λίγες ημέρες αργότερα , με εκκάλεσε ο ανακριτής του πρωτοδικείου Ναυπλίου, για κατάθεση, διότι σε ένα πηγάδι της Επιδαύρου είχαν βρεθεί κάτι παλαιά όπλα (πιθανώς από την εποχή του συμμοριτοπολέμου) και κάποιος ηλίθιος δημοσιογράφος του Ναυπλίου έγγραψε ότι τα όπλα αυτά μάλλον τα ‘είχα κρύψει’ εγώ. Του έδωσα κατάθεση, κατάλαβε ο άνθρωπος ότι ουδεμία σχέση είχα, και έκλεισε την υπόθεση. Ο τοπικός χωροφύλακας μου είπε συγκεκαλυμμένα ότι έχει εντολή από το ΓΕΕΘΑ να με παρακολουθεί και να αναφέρει οποιανδήποτε ύποπτη κίνησή μου.
Με την επιστροφή μου στην Αθήνα, πολλοί δημοσιογράφοι, ήλθαν σε επαφή μαζί μου, για να πάρουν από πρώτο χέρι στοιχεία για το Κυπριακό, και να γράψουν βιβλία ή ρεπορτάζ για το θέμα. Οι πρώτοι που έγραψαν βιβλία βασιζόμενοι και στις δικές μου μαρτυρίες ήταν ο Τάκης Θεοδωρακόπουλος που έγραψε στην Αγγλική το «The Greek upheaval» που εκδόθηκε στην Νέα Υόρκη, και ο Κύπριος Σπύρος Παπαγεωργίου που έχει ασχοληθεί ευρέως με το Κυπριακό, και τα οποία, αν και ανακριβή σε ορισμένα σημεία τους, ήταν και μία πρώτη δικαίωσις μου, από τις πολλές που ακολούθησαν. Βεβαίως υπήρχαν και δημοσιογράφοι, που ακολουθώντας τις κυβερνητικές εντολές «έριχναν» την λάσπη τους στην δράση μας φθάσαντες στο σημείο να γράψουν, ότι….οι εφεδρικοί του Μακαρίου μόνο πολέμησαν τους Τούρκους και όχι εμείς. Μόνο που δεν έγραψαν πως σκοτώθηκαν τόσοι Ελλαδίτες στην Κύπρο. Ντροπή για αυτούς που τους έβαλαν να γράψουν τέτοια πράγματα.
Συνήντησα και τους Ντάνο και Ταβλαρίδη που είχαν αποστρατευθεί και οι δύο, και μου είπαν πολλές πληροφορίες. Είχαν επιστρέψει από την Κύπρο στις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου (1974) μαζί με τους Παπαδάκη, Κανδαλέπα και Τσαταλό, και οι τρείς αυτοί ‘κύριοι’ με το που ήλθαν στην Ελλάδα πήγαν κατευθείαν στο γραφείο του Αβέρωφ, καταγγέλοντας όλους όσους είχαν πολεμήσει τους Τούρκους στην Κύπρο ως ‘χουντικούς’ προφανώς για να σώσουν το τομάρι τους από τις (…..) ενέργειές τους κατά την εισβολή των Τούρκων, και ο Αβέρωφ άδραξε την ευκαιρία για να τιμωρήσει τους ‘χουντικούς’. Επί μία εβδομάδα μπαινόβγαιναν στο γραφείο του Αβέρωφ καταγγέλοντες τους πάντας, και παρουσιαζόμενοι ως οι ‘αντιστασιακοί’ της Κύπρου. Έτσι εξηγείται και η τιμωρία μου στις 5 Σεπτεμβρίου 1974. Ο Αβέρωφ τους είχε τοποθετήσει σε περίοπτες θέσεις του ΓΕΝ, τον δε Τσαταλό τον είχε τοποθετήσει υπασπιστή του νέου ΑΓΕΝ.
Ο Ντάνος με τον Ταβλαρίδη που και αυτοί είχαν ήδη βγάλει φυλλάδια και διπλώματα εμπορικού ναυτικού, είχαν “μπαρκάρει” για να μπορέσουν να ζήσουν. Ο Ντάνος μου ανέφερε ότι φεύγοντας από την Κύπρο, Μακαριακοί τον πυροβόλησαν για να τον σκοτώσουν ενώ ανέβαινε την σκάλα του πλοίου. Έδωσα όσο μπορούσα θάρρος στους δύο αυτούς πολύ καλούς αξιωματικούς, και τους είπα ότι πάντα θα είμαι ‘κοντά’ τους. Δυστυχώς δεν μπορούσα να κάνω κάτι παραπάνω.
Εν τω μεταξύ ο Παπαδάκης και οι “συνεργοί” του συνέχιζαν τις καταγγελίες τους εναντίον των περισσοτέρων υπαξιωματικών της Κύπρου, και ιδίως εναντίον ορισμένων με εξαίρετη πολεμική δράση, με σκοπό να τους σπιλώσουν, και τυχόν καταθέσεις των εναντίων τους για (…..)που είχαν επιδείξει να μη ληφθεί σοβαρά υπόψιν, διότι ήσαν ‘χουντικοί’. (…..). Τι τους έφταιγαν οι υπαξιωματικοί εάν αυτοί δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων.
Άρχισε λοιπόν ο Αβέρωφ ανακριτικά συμβούλια κατά των υπαξιωματικών, και σε διάστημα ενός έτους είχε αποστρατεύσει το 85% των υπαξιωματικών που ήταν μαζί μου στην Κύπρο.  Διεσώθη ο αρχικελευστής Γαλιατσός (αυτός που παρέμεινε και πολέμησε στην εγκλωβισμένη από τους Τούρκους Κυρήνεια), διότι τότε το σκάνδαλο θα ήταν μεγάλο, αλλά τον τοποθέτησαν σε μία νεκρή υπηρεσία στην Σούδα, και τον αποστράτευσαν μετά ένα χρόνο. (…..). Έτσι συμπεριφέρθηκαν στον ‘ήρωα’ της Κυρηνείας.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, με ανακούφιση για εμένα και την οικογένειά μου, μπορώ να πώ, έμαθα ότι με απόφαση της Βουλής κατόπιν εισηγήσεως του Καραμανλή, ανεστάλη επ’ αόριστον για …εθνικούς λόγους πάσα ποινική δίωξις αφορώσα στο Κυπριακό. Προφανώς φοβόταν μήπως βγούν στην φόρα οι ενέργειές του επί του θέματος.
Ο Παπανδρέου που δεν είχε καθόλου εμπλακεί στο Κυπριακό, επέμενε στο άνοιγμα του «Φακέλλου της Κύπρου», αλλά όταν τον …άνοιξε μετά 10 χρόνια πάλι …κλειστός έμεινε.
Τον Οκτώβριο, μου απεστάλει κλήσις «κατηγορουμένου» για τα Κυπριακά σε δίκη που θα άρχιζε μετά δέκα ημέρες στο Ναυτοδικείο. Ειδοποίησα τον  δικηγόρο Γεώργιο Αλφαντάκη ο οποίος ανέλαβε την υπεράσπισή μου και ο οποίος πήρε την δικογραφία από το Ναυτοδικείο, και αφού την διάβασε μου είπε ότι είναι τόσο διάτρητες οι κατηγορίες, που δεν μπορούν να σταθούν.  Επί πλέον μου είπε ότι συγκέντρωσε όλα τα στοιχεία που έχει, και θα τα βγάλει όλα στην φόρα. Ο Αβέρωφ όταν έμαθε για τα στοιχεία μας, έδωσε εντολή να σταματήσει η διαδικασία, και να ανασταλεί η δίωξη.  Έτσι μετά μερικές ημέρες έλαβα νέα ειδοποίηση του Ναυτοδικείου ότι η δίκη αναβάλλεται επ ‘ αόριστον (ΔΕΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ ΠΟΤΕ!).  Έτσι δεν κατέληξα στις φυλακές !!
Μετά από όλη αυτή την ταραγμένη περίοδο κατάφερα σταδιακά να αποκτήσω και εγώ πλέον μία ήσυχη ζωή ως πολίτης.
Όλα τα παραπάνω γεγονότα με έκαναν να μισήσω την Νέα Δημοκρατία, τους ηγέτες της και την Κεντροδεξιά παράταξη για το υπόλοιπο της ζωής μου.  Δεν ακολούθησα την “επανάσταση της 21ης Απριλίου” και ήλθα σε υπηρεσιακή σύγκρουση με πολλούς που δήλωσαν “επαναστατικοί” και με την ίδια την “επανάσταση” τον Δεκέμβριο του 67 όταν εστήριξα τον Βασιλέα και παρολίγον να αποστρατευθώ (εάν αυτό συνέβαινε τότε, τώρα θα χαρακτηριζόμουν ως  ….. “αντιστασιακός”!!!).  Όμως με το μένος ορισμένων πολιτικών και του τύπου εναντίων μας ( με αποκαλούν “συνεργάτη των Απριλιανών”) και τις συνεχείς διώξεις από τον Αύγουστο του 74 και μετά,  φθάσαμε σχεδόν στο σημείο  να αναπολούμε τις ημέρες της “χούντας”!  Αποδέχομαι ότι ίσως ήταν προσωπικό και πολιτικό σφάλμα ότι εστήριξα τον ταξίαρχο Δ. Ιωαννίδη στην “κίνηση” (ή “πραξικόπημα”), και μόνον αυτήν, κατά του Μακαρίου, ατυχές συμβάν με καταστροφική κατάληξη που πολλά δεινά έφερε εις τον τόπον.  Η Κύπρος όμως δεν χάθηκε την 15η Ιουλίου αλλά την 15η Αυγούστου…..

Ο “ΦΑΚΕΛΟΣ” ΚΑΙ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ 1985-1988

Ένα γεγονός που σχετίζεται με τα ‘Κυπριακά’ ήταν το άνοιγμα (θάψιμο) του «Φακέλου της Κύπρου» σε εξεταστική επιτροπή της βουλής το 1985 στην οποία βεβαίως εκλήθην να καταθέσω.  Σε παρατηρήσεις ενός βουλευτή για ενέργειες υφισταμένων μου του απάντησα » ότι αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη για πράξεις υφισταμένων μου, διότι ουδείς θα διενοείτο να πράξει κάτι χωρίς να το γνωρίζω, και να συγκατατεθώ. Η διοίκησις που εξασκούσα ήταν πλήρης χωρίς να επιτρέπω κενά».  Όλοι μείνανε άφωνοι, και μερικοί μάλιστα ψιθύρισαν κάτι σαν «συγχαρητήρια». Αυτό, επειδή εκείνες τις ημέρες είχε εκδοθεί ένα βιβλίο του στρατηγού Μπονάνου, που ήταν αρχηγός ΓΕΕΘΑ το καλοκαίρι του 1974, και είχε διατάξει την ενέργεια κατά του Μακαρίου, αλλά και όλες τις ύποπτες κινήσεις που ακολούθησαν στον πόλεμο, που έλεγε λίγο πολύ ότι όλα έγιναν εν αγνοία του από κατώτερους αξιωματικούς!!! Αυτός ούτε είχε δεί ούτε είχε ακούσει τίποτα !!!
Επειδή είχε καταθέσει και ο Παπαδάκης και είχε επαναλάβει τις κατηγορίες του εναντίον μου  ζήτησα να εξετασθώ κατ’ αντιπαράσταση μαζί του πράγμα που εγένετο.  Περιέγραψα στους Βουλευτάς τις ενέργειες τις δικές του  καθώς και τις αντίστοιχες των Κανδαλέπα και Τσαταλού. Οι δύο τελευταίοι έχοντες πολιτικές συνδέσεις με υπουργούς ήταν ακόμη στην ενέργεια, ενώ ο Παπαδάκης είχε αποστρατευθεί με το στίγμα του δειλού από το Ναυτικό.  Ο Παπαδάκης ερωτήθηκε εάν είχε περατωθεί η ΕΔΕ που είχα διατάξει. Απήντησε ‘Μάλιστα περατώθηκε από τον πλοίαρχο Παππά το 1977’.  Ένας βουλευτής ερώτησε. ‘Τρία χρόνια για μία διοικητική εξέταση’ ? Του απήντησε ότι άρχισε με εντολή του Ναυτοδικείου το 1976. (Φαίνεται ότι η τότε κατάθεσίς μου έπιασε τόπο). Και γιατί δεν εκλήθην εγώ να δώσω ένορκο κατάθεση; τον ερώτησα.  Τότε, η ΕΔΕ είναι ελλιπής προσέθεσα. Δεν απήντησε. Οι βουλευταί κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγε καλά με αυτήν την ιστορία. Ένας βουλευτής τον ερώτησε. Τιμωρηθήκατε; Μάλιστα του απήντησε ‘με επίπληξη και οι τρείς μας’.  Ζήτησα το λόγο και είπα στην επιτροπή. Το 1950 όταν ήμουν Ναυτικός Δόκιμος είχα κρυώσει και στο διάλειμμα των μαθημάτων μου ήλθε το φλέμα στο στόμα, δεν πρόφτασα να βγάλω το μαντήλι μου, και έφτυσα χάμω στο χώμα του κήπου. Ο δόκιμος υπηρεσίας με ανέφερε και το μεσημέρι άκουσα την ποινή μου. » Διότι έπτυσε χαμαί. Φυλάκισις 5 ημερών».  «Για ένα φτύσιμο κάτω το Ναυτικό με τιμώρησε με 5 ημέρες φυλάκιση, τους κυρίους αυτούς για τόσο σοβαρά παραπτώματα τους ….επέπληξε. Σημειώστε ότι η τορπιλλάκατος του Κανδαλέπα έχει μεταφερθεί ακέραια στο Ναυτικό Μουσείο της Κωνσταντινουπόλεως, και φέρει και την Ελληνική σημαία».

Τα γεγονότα της περιόδου 1985-1988 για άλλη μία φορά διατάραξαν την οικογενειακή μας γαλήνη και τις σχέσεις μου με συναδέλφους και εργοδότες.  Προβλήματα και “περιθωριοποίηση” αντιμετώπισαν και η Λίλυ, τα παιδιά μου και στενοί συγγενείς.  Για άλλη μία φορά όπως και το 1975 αναγκάστηκα να φύγω μακρυά από την χώρα, αυτή την φορά στην Ανατολική Αφρική – Ινδικό Ωκεανό για διάστημα τεσσάρων ετών.
Για όλες τις επιλογές που έκανα στην ζωήν μου, και κάποιες ήταν λανθασμένες, ουδέποτε μετάνιωσα.  Πάντα με οδηγούσε ο γνήσιος πατριωτισμός μου.   Ίσως να μπορούσα να κάνω διαφορετικά για το θέμα του Μακαρίου αν εγνώριζα περισσότερα, ίσως μας ετύφλωσε το πείσμα μας για τις πράξεις αρκετών Μακαριακών και την στάση των έναντι των Ελλήνων, ίσως παρασυρθήκαμε από την δική μας επιθυμία για Ένωση, ίσως εγώ έδειξα μεγάλη εμπιστοσύνη προς την ηγεσία των Αθηνών. Δεν έχει πλέον σημασία. Είναι, δυστυχώς, πολύ εύκολο να κρίνεις εκ των υστέρων.  Ίσως, τελικά, πάλι τα ίδια να έκανα.
Από τους στόχους που είχα στην ζωή μου δεν μπόρεσα να εκπληρώσω μόνον ένα. Να αποκαταστήσω την αλήθεια για όσα έγιναν εκείνες τις ταραγμένες ημέρες του 1974 στην Κύπρο.  Το οφείλω όχι μόνο σε εμένα, αλλά σε όλους όσους επολέμησαν μαζί μου, σε όσους άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού έδωσαν την ζωή τους για την Ελλάδα, στους συγγενείς τους και τις οικογένειές τους και σε όλους όσους υπέφεραν και υποφέρουν ακόμη εξαιτίας όλων αυτών των δραματικών γεγονότων.  Προσπάθησα για ένα μεγάλο διάστημα μετά την αποστρατεία μου, μαζί με άλλους, αλλά δεν μπορέσαμε να φθάσουμε στον στόχο μας.  Τώρα νιώθω ότι είναι πλέον αργά.


[1] Πρόκειται για τον υποψήφιο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αιγαίου Παναγιώτη Παπαγιάννη, σημείωμα του οποίου προλογίζει το κείμενο του πατέρα του.
[2] Πρόκειται για την εργασία Οι Έλληνες Στρατιωτικοί, Παπαζήσης, Αθήνα 2006, όπου ο Β΄ τόμος αφιερώνεται Στους Πατριώτες που έπεσαν στην Κύπρο υπερασπιζόμενοι την ελευθερία της.
Advertisements
https://kakaras.wordpress.com/2013/12/21/%CE%BF-%CE%BD%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%82-%CE%BA%CF%8D%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%85-%CF%84%CE%BF-1974-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B3/Report this ad
Report this ad

9 Σχόλια to “Ο Ναυτικός Διοικητής Κύπρου το 1974 (ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ) γράφει …”

  1. PARIS KARVOUNOPOULOS Says:
    Αντωνη το κείμενο για την αλληλεγγύη το έχω προγραμματίσει τα Χριστούγεννα. Δεν ξεχνώ, προγραμματίζω. Σ΄ ευχαριστώ.
    ΥΓ . Προσπαθώ να βρω τον Νίκο τον Παπαναστάση. Ο Περβαινάς μας έστειλε εξώδικο -μικρό το κακό- και ετοιμάζεται να του κάνει αγωγή ο αθεόφοβος!!! Τον ψάχνω για να τον ενημερώσω αλλά μάλλον είναι ακόμη εκτός. Πες του αν μιλήσεις ότι δηλώνω εθελοντής για μάρτυρας.
    Καλά Χριστούγεννα …Λέμε τώρα
    karvounopoulosp@me.com
    Μου αρέσει!
  2. Δημήτριος Κωνσταντίνου Says:
    Διαβάζοντας το κείμενο σε πρώτη φάση έχω μερικές παρατηρήσεις και προβληματισμούς.Από το Μάιο του 73 που πήγα στη ΝΒΧ μέχρι τήν ημέρα του προξικοπήματος δεν έπιασα όπλο στο χέρι μου και δέν συμετειχα σε γυμνάσια και φυσικά ουδέποτε έκανα σκοποβολή.Θεωρώ αδύνατο αυτά να γίνονταν χωρίς να αντιληφθώ έστω και τις 2 ημέρες την εβδομάδα πού πήγαινα στην Αμμόχωστο για 3-4 ώρες.Νομίζω δε ότι εάν ήταν ημέρα γυμνασίων δεν θα μου επιτρεπόταν η απουσία μου γιατί ποτέ δεν πήγαινα για επείγουσες εργασίες.Στο αναφερόμενο ότι ο ΝΔΚ έρχονταν κάθε μήνα για γυμνάσια εγώ τον είδα μόνο μια φορά την 6-12-73 την εορτή του Αγίου Νικολάου που ήρθε με τον κύριο Κληρίδη ο οποίος μου χάρισε μία πετσέτα όπως και σε άλλους.Επίσης άκουσα ότι ήρθε και δύο φορές την προηγούμενη εβδομάδα του πραξικοπήματος για να συζητήσει με τους Αξιωματικούς.Για την επίσκεψη της 27-7-74 δεν είμαι βέβαιος.Ϊσως είχα πάει στο σπίτι μου που ήταν πολύ πλησίον της βάσεως.Αναφέρει ότι η ΝΒΧ έριξε 2 αεροπλάνα. Παρά τα μέσα επικοινωνίας που είχε ακόμη και στο τζίπ δεν έμαθε ότι η ΝΒΧ έριξε 4 αεροπλάνα και άλλα 2 χτύπησε αλλά δεν μάθαμε εάν και που έπεσαν.Δεν αναφέρει και ούτε έχει γραφτεί στο ημερολόγιο της ΝΔΚ ότι την παραμονή της εισβολής το βράδυ εστάλησαν με Φ/Γ συνοδεία του Σηματωρού Δημ.Ζέρβα πυρομαχικά στην Κυρήνεια. Δύσκολο να πιστέψω ότι δεν τον ενημέρωσε ο Παπαδάκηης ή ο Σταθμός της Κυρήνειας.Για την προμήθεια των νέων τορπιλακάτων δεν είχα ακούσει τίποτε και το γραφειο που εργαζόμουνα ήταν στο Διοικητήριο.Ισως ήταν απόρρητη ενέργεια.Για την επίθεση Υπαξιωματικών της ΝΒΧ στο φρούριο της Αμμοχώστου δεν άκουσα τίποτε.Ισως να έγινε και να μήν συζητήθηκε όλο το΄επόμενο διάστημα.Πιθανό να κρατήθηκε μυστικό για αποφυγή αντιποίνων.
    Μου αρέσει!
    • ΣΠΥΡΟΣ Ο ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΑΣ Says:
      Στὀ κείμενο τού αείμνηστου,πλέον Παπαγιάννη,..αναφέρεται….Μέ διαταγή μου πρός τά πλοία μου καί τίς υπηρεσίες,καθώρισα τίς μη-
      νιαίες εν πλώ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΛΟΙΩΝ,ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΣΚΟΠΟΒΟΛΗΣ τού προσωπικού ξηράς..κλπ…μέ τό δικό σας σχόλιο
      νομίζω,διαψεύδονται αυτές οι διαταγές,..
      ΕΡΩΤΗΜΑ…υπήρξαν οι διαταγές..??῞.αν ναί μήπως δέν εφαρμό-
      ζονταν..????
      Σεβάσματα
      Μου αρέσει!
  3. ΣΠΥΡΟΣ Ο ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΑΣ Says:
    Χρόνια καλά…καί καλή χρονιά…
    Πάντα εκτιμάται καί ευχαριστούμε γιά τήν εξιστόρηση,από τίς πηγές,
    πολεμικών γεγονότων,αφορόντων τήν Κυπριακή τραγωδία…
    Νοσηλευόμενος στό Ναυτικό νοσοκομείο,τά περασμένα χρόνια,αντε
    λήφθην απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς,είς βάρος απόστρατου Αξκού
    τέως Δ/τή υποβρυχίων,παραπλεόντων τήν Κύπρο ,τήν ημέρα τής τουρκικής απόβασης,από τό νοσηλευτικό προσωπικό τού νοσοκο-
    μείου.
    Ο δυστυχής απόστρατος,ώς δικαιούχος,επεσκέφθη γιά εξετάσεις τό
    νοσοκομείο,αλλά αναγκάστηκε σέ αποχώρηση κάτω από δυνατές
    κραυγές…γιατί ρέ δέν βύθισες τά τούρκικα….ενώ μπορούσες..????
    Μέχρι σήμερα ΔΕΝ γνωρίζω κάτι ΕΓΚΥΡΟ γιά τήν συμπεριφορά
    Ελληνικών υποβρυχίων κατά τήν τουρκική απόβαση….υπάρχει
    κάτι δημοσιεύσιμο..?????
    Καί πάλι ευχαριστώ,τόν εκλεκτό συγγραφέα…
    Μου αρέσει!
  4. Σήφης Μανουσογιαννάκης Says:
    Τα δύο Υ/Β που διατάχθηκαν να πλευσουν προς Κύπρο είχαν κυβερνήτες τον Βασίλη Γαβριήλ και τον Γιάννη Παναγιωτόπουλο. Από αυτούς μόνο ο Ι.Παναγιωτόπουλος εκτέλεσε καθήκοντα Διοικητού Υ/Β. Τα Υ/Β ποτέ δεν έφθασαν εγγύτερα από 80 ναυτικά μίλια από την Κύπρο. Δεν τους επετράπη.Δύο φορές τα γύρισε πίσω ο άθλιος Αραπάκης. Θα μπορούσαν μέχρι και να ανατρέψουν τα πολεμικά γεγονότα.
    Μου αρέσει!
  5. Κων/νος Αθανασουλης Says:
    KΩΝ/ΝΟΣ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ
    Ο ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΕΙ ΟΤΙ Ο ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ ΤΟΥ ΕΙΠΕ ΠΩΣ Ο ΔΟΥΚΑΣ ΗΤΑΝ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΑΤΤΙΛΑ ΕΝΑ. ΔΗΛΩΝΩ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΑ ΟΤΙ Ο ΥΠΟΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΔΟΥΚΑΣ ΗΤΑΝ ΣΤΗΝ ΝΒΧ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΟ ΨΕΜΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΠΕ Ο ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ,,,,,,,,,,,,,,,ΑΣ ΜΑΣ ΠΕΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΑΤΙΛΛΑ ΕΝΑ
    Μου αρέσει!
  6. μαθηματα τουρκικων αλεξανδρουπολη Says:
    Everyone loves what you guys are usually up too.
    This kind of clever work and reporting! Keep up the wonderful works guys I’ve added you guys to my own blogroll.
    Μου αρέσει!
  7. Διοίκηση Ναυτικού Κύπρου: Από την συγκρότηση στις προκλήσεις του μέλλοντος (A’ Μέρος) | e-Amyna Says:
    […] Διοικητής Κύπρου το 1974 (ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ) γράφει …» στο https://kakaras.wordpress.com. Οι πεσόντες της Τορπιλακάτου Τ-3: Υποπλοίαρχος […]
    Μου αρέσει!
:)