Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Μήπως θά
μπορούσατε νά παραθέσετε βιβλιογραφία καί ἱκανά ἐπιχειρήματα πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας γιά τή θέση τῆς γυναίκας στήν Ἐκκλησία, ἰδιαιτέρως γιά τό ἄν εἶναι
ὠφέλιμο νά ψάλλει ἡ γυναῖκα στίς ἀκολουθίες ή ὄχι;
Τή θέση τῆς
γυναίκας στήν Ἐκκλησία καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ἡ ἱερά
Παράδοση. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφει ὅτι στήν καινή πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας,
στούς βαπτισμένους χριστιανούς δέν ὑπάρχουν διακρίσεις: «Πάντες γάρ υἱοί Θεοῦ
ἐστέ διά τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ·………… ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε,
Χριστόν ἐνεδύσασθε............. οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν
καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. εἰ δέ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα
τοῦ Ἀβραάμ σπέρμα ἐστέ καί κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι» ( Γαλ. 3, 26-28). Ἡ
προσεκτική ἀνάγνωση τοῦ ἁγιογραφικοῦ χωρίου μᾶς βοηθεῖ νά κατανοήσουμε ὅτι ὁ
Παράδεισος εἶναι ἀνοικτός γιά κάθε ἄνθρωπο ὀρθοδόξως βαπτισμένο καί ζῶντα κατα
Χριστόν, ἡ κληρονομία τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ προσφέρεται σέ κάθε ἄνθρωπο πού
υἱοθετήθηκε διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ἀπό τόν Χριστό ἀνεξαρτήτως φύλου, φυλῆς
καί κοινωνικῆς θέσεως. Ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζεται ἀπό τόν Ἀπόστολο ἀρχετυπικά,
μέ τίς προδιαγραφές πού τόν ἔπλασε ὁ Θεός, ὡς πορευόμενον πρός τό «καθ’
ὁμοίωσιν» χωρίς τίς διακρίσεις πού ἔφερε ἡ ἀποστασία ἀπό τόν Θεό.
Παρά ταῦτα
δέν μποροῦμε νά παραβλέψουμε τή μεταπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, τή θέση πού
ὥρισε ὁ Θεός γιά τόν ἄνδρα καί τή γυναῖκα. Στή Γένεση ὁ Θεός λέγει στή γυναῖκα:
«πρός τόν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου καί αὐτός σου κυριεύσει» ( γεν. 3,16). Ὁ
Κύριος βέβαια ἀνεβάζει τή γυναῖκα στή θέση πού τῆς πρέπει. Συνομιλεῖ μέ τή
Σαμαρείτιδα καί τῆς ἀποκαλύπτει τήν Ἀλήθεια, προστατεύει τή μοιχαλίδα ἀπό τό
λιθοβολισμό ( Ἰω. 8, 3-11), ἐπαινεῖ τήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου Μαρία γιά τήν πρός
Αὐτόν πίστη καί ἀγάπη, τήν μετανοοῦσα πόρνη γιά τή μετάνοια καί τήν ἀγάπη της,
ἐνῷ πρῶτα στίς Μυροφόρες φανερώνεται ἀναστημένος.
Παρά ταῦτα
γιά τό εὐόλισθο τῆς γυναίκας, τόν ὑπερβολικό συναισθηματισμό της τήν ἀδυναμία
της καί τή μικροψυχία της γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος στήν Α´
Ἐπιστολή του («οἱ ἄνδρες... ὡς ἀσθενεστέρῳ σκεύει τῷ γυναικείῳ ἀπονέμοντες
τιμήν») ἄν καί ὁ Κύριος ἔχει πολλές μαθήτριες δέν παραλαμβάνει γυναῖκα στόν
χορό τῶν 12 Ἀποστόλων. Δέν ἀποστέλλει γυναῖκες ὡς Ἀποστόλους γιά νά κηρύξουν
στά ἔθνη. Δέν παραδίδει σ’ αὐτές τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας οὔτε τήν
τέλεση τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Πολλές φορές ἐμφανίζονται γυναῖκες στίς Πράξεις
τῶν Ἀποστόλων καί στίς Ἐπιστολές ἀλλά πάντοτε ἐπικουρικά, ὡς βοηθοί τῶν
Ἀποστόλων. Οἱ κάποιες ἅγιες γυναῖκες καί ἰσαπόστολοι ὅπως ἡ Ἁγία Θέκλα, ἡ
συνέκδημος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἡ μυροφόρος Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Ἁγία Φωτεινή
ἡ Σαμαρεῖτις, Ἁγία Νίνα τῆς Γεωργίας πού κηρύττουν ἀποτελοῦν τήν ἐξαίρεση πού
ἀπαντᾶται στά ἀποστολικά καί τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια καί επιβεβαιώνουν τόν
κανόνα. Ἡ διακονία αὐτῶν τῶν Ἁγίων σέ καμμιά περίπτωση δέν ἀποτελεῖ
θεσμοθετημένη διακονία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἀπ. Παῦλος ὁ μή διακρίνων ἄνδρα καί γυναῖκα μέσα στήν Ἐκκλησία ὡς πρός τή δυνατότητα ἁγιασμοῦ καί θεώσεως, μέσα στά πλαίσια τοῦ γάμου θέτει τή γυναῖκα σέ ὑπακοή τοῦ συζύγου της, ἐμφανίζοντας τόν γάμο ὡς εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας ( Ἐφεσ. 5, 22-24). Ἀπό τήν ἄλλη βέβαια ἀπαιτεῖ ἀπό τόν σύζυγο νά προσφέρει τήν ἀγάπη του στή γυναῖκα του ( Ἐφεσ. 5, 25-33), τοῦ κάμει γνωστό ὅτι τό σῶμα του τό ἐξουσιάζει ἡ γυναῖκα του ( Α´ Κορ. 7,4) τόν ἐμποδίζει νά χωρίζει τή γυναῖκα του ( Α´ Κορ. 7, 11), ἐνῷ ὅπως προείπαμε ὁ Ἀπ. Πέτρος ζητεῖ ἀπό τό σύζυγο νά ἀπονέμει τήν πρέπουσα τιμή στή σύζυγό του.
Ὅσον ἀφορᾶ
στη θέση τῆς γυναίκας στήν σύναξη τῆς ἐκκλησίας ὁ Ἀπόστολος γράφει: «Ὡς
ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις τῶν ἁγίων, αἱ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις
σιγάτωσαν· οὐ γάρ ἐπιτέτραπται αὐταῖς λαλεῖν, ἀλλ’ ὑποτάσσεσθαι, καθώς καί ὁ
νόμος λέγει. εἰ δέ μαθεῖν θέλουσιν, ἐν οἴκῳ τούς ἰδίους ἄνδρας ἐπερωτάτωσαν·
αἰσχρόν γάρ ἐστι γυναιξίν ἐν ἐκκλησίᾳ λαλεῖν» ( Α´ Κορ. 14, 34-35). Μετάφραση:
«Ὅπως εἶναι ἡ τάξη καί στίς ἄλλες ἐκκλησίες, οἱ γυναῖκες σας κατα τή σύναξη τῶν
πιστῶν ἄς σιωποῦν, γιατί δέν ἔχει ἐπιτραπεῖ σ’ αὐτές νά ὁμιλοῦν, ἀλλά πρέπει νά
ὑποτάσσονται, καθώς λέγει καί ὁ Νόμος. Κι ἄν θέλουν νά μάθουν κάτι (τό ὁποῖο
ἄκουσαν καί δέν κατάλαβαν) ἄς ρωτοῦν γι’ αὐτό στό σπίτι τούς ἄνδρες τους. Εἶναι
ἀπρεπές στίς γυναῖκες νά ὁμιλοῦν στη σύναξη τῶν πιστῶν».
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης
ἑρμηνεύοντας τό στίχο αὐτό λέγει ὅτι «οἱ γυναῖκες πρέπει νά σιωποῦν εἰς τήν
Ἐκκλησίαν καί νά μή λαλοῦν τίποτε, οὔτε νά ψάλλουν, οὔτε νά διδάσκουν».
Καί ἀλλοῦ
λέγει ὁ Ἀπόστολος: «γυναικί δέ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδέ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ’ ἐν
ἡσυχίᾳ» (Α´Τιμ. 2, 12). Μετάφραση: «Δέν ἐπιτρέπω σέ γυναῖκα νά διδάσκει, οὔτε
νά ἐξουσιάζει τόν ἄνδρα της, ἀλλά νά μένει ἥσυχη».
Ὁ ἱερός
Χρυσόστομος ἑρμηνεύει ὡς εξῆς τά ἀνωτέρω: «Ἐδίδαξεν ἅπαξ ἡ γυνή (δηλ. τόν Ἀδάμ
στόν Παράδεισο) καί πάντα κατέστρεψε, διά τοῦτο, φησί, μή διδασκέτω. Τοσοῦτον
γάρ αὐτήν σιγηράν εἶναι δεῖ, φησίν, ὡς μή μόνον περί βιωτικῶν, ἀλλά μήτε περί
πνευματικῶν φθέγγεσθαι ἐν Ἐκκλησίᾳ· τοῦτο κόσμος, τοῦτο αἰδώς, τοῦτο μᾶλλον
αὐτήν τῶν ἱματίων κοσμῆσαι δύναται». Μετάφραση: Μιά φορά δίδαξε ἡ γυνή (τόν
ἄνδρα μέσα στόν Παράδεισο) καί κατέστρεψε τά πάντα. Γι’ αὐτό, λέγει, νά μή
διδάσκει. Καί πρέπει νά εἶναι τόσο σιωπηλή ὥστε ὄχι μόνο γιά βιωτικά, ἀλλά οὔτε
γιά πνευματικά νά ὁμιλεῖ στήν Ἐκκλησία. Αὐτό (δηλαδή ἡ σιγή της) εἶναι ὁ
στολισμός, αὐτό εἶναι ἡ αἰδώς της, αὐτό μπορεῖ νά κοσμήσει τή γυναῖκα πιό πολύ
ἀπ’ τά (ὡραῖα) ροῦχα».
Βέβαια ὁ Ἅγιος
Νικόδημος ἐξηγεῖ ὅτι αὐτή ἡ ἀπαγόρευση ἀφορᾷ μόνο στήν διδασκαλία τῶν γυναικῶν
κατά τή σύναξη τῶν πιστῶν, ἐνῷ, καθώς λέγει, «κατ’ ἰδίαν ὅμως νά διδάσκει δέν
ἐμποδίσθη· διότι καί ἡ Πρίσκιλλα κατήχησε τόν Ἀπολλώ (Πραξ, 18, 26)· ὁμοίως καί
ἡ πιστή καί Χριστιανή γυνή τόν ἄπιστον ἄνδρα της κατηχεῖ διά τῆς διδασκαλίας»
(Α´ Κορ. 7, 16).
Ὁ Μ.
Ἀθανάσιος ἀπευθυνόμενος στούς ἱερεῖς λέγει: «Γυναιξί δέ παραγγέλλειν ἐν
ἐκκλησίᾳ μή λαλεῖν ὅλως, ἀλλ’ ἐν πᾶσιν σιγᾶν καί εὔχεσθαι» (Μ. Αθανασίου
Σύνταγμα διδασκαλίας πρός μονάζοντας καί πάντας χριστιανούς, ΒΕΠ 35, 168),
δηλαδή «νά παραγγέλλεις στίς γυναῖκες νά μήν ὁμιλοῦν καθόλου στην ἐκκλησία ἀλλά
νά σιγοῦν τελείως καί νά προσεύχονται».
Τέλος οἱ
Ἅγιοι Πατέρες τῆς ΣΤ´ Οἰκ. Συνόδου ὑπενθυμίζουν στούς πιστούς τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου
καί ἐπιτάσσουν: «Μή ἐξέστω ταῖς γυναιξίν
ἐν τῷ καιρῷ τῆς Θείας λειτουργίας λαλεῖν, ἀλλά κατά τήν φωνήν Παύλου τοῦ
Ἀποστόλου, σιγάτωσαν. Οὐ γάρ ἐπιτέτραπται αὐταῖς λαλεῖν, ἀλλ’ ὑποτάσσεσθαι,
καθώς καί ὁ νόμος λέγει. Εἰ δέ τι μαθεῖν θέλουσιν, ἐν οἴκῳ τούς ἰδίους ἄνδρας
ἐπερωτάτωσαν» (Κανών Ο´ (70).Ἐπιτρέπεται ἡ ψαλμωδία τῶν γυναικῶν στήν ἐκκλησία; Υπόψιν των Επισκόπων των Ιερέων, των γυναικών
Ἀπό ὅλες
αὐτές τίς μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων κατανοοῦμε ὅτι στίς
γυναῖκες δέν ἐπιτρέπεται νά ὁμιλοῦν, νά διδάσκουν καί νά ψάλλουν στήν ἐκκλησία.
Στό σπίτι τους μποροῦν νά ρωτοῦν τούς ἄνδρες τους, νά συζητοῦν πνευματικά
ζητήματα. Μέ τόν τρόπο αὐτό καλλιεργεῖται ἡ σεμνότητα καί ἡ κοσμιότητά τους,
κατά τόν ἱερό Νικόδημο. Μποροῦν ὅμως κατ’ ἰδίαν νά διδάσκουν τούς ἄλλους
ὁδηγώντας τους στό Χριστό. Μποροῦν νά ψάλλουν στά σπίτια τους ἤ στά γυναικεῖα μοναστήρια.
Αὐτά ἐπιτάσσει ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ἡ ζωντανή παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας.
Ἄν δέν τούς
ἐπιτρέπεται νά διδάσκουν καί νά ψάλλουν, πολύ περισσότερο δέν μποροῦν οἱ
γυναῖκες νά διεκδικοῦν ἱερωσύνη, ὅπως συνέβη στούς ἑτεροδόξους, πού κατέλυσαν
μέ τίς παπαδίνες καί ἐπισκοπίνες κάθε ὑποτυπώδη τάξη πού διέθεταν, πού
γκρέμισαν τήν Ἁγία Γραφή γιά ἄλλη μιά φορά. Ὑπῆρχε βέβαια στήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία μέχρι τόν 11ο αἰῶνα ὁ θεσμός τῶν διακονισσῶν, οἱ ὁποῖες διατηροῦσαν
ἕνα βοηθητικό ρόλο διακονίας παρόμοιο μέ τοῦ νεωκόρου προσφέροντας ὑπηρεσίες
εἰδικά κατά τό βάπτισμα τῶν γυναικῶν, ὁ ὁποῖος ὅμως θεσμός περιέπεσε σέ
ἀχρησία. Διαβάστε σχετικά τό κείμενο τοῦ Ἀρχιμ. Σαράντου Σαράντου «Χειροτονίες
διακονισσῶν» στήν ἱστοσελίδα μας, ὅπου γίνεται λόγος καί γιά τή θέση τῆς
γυναίκας στήν Ἐκκλησία.
ΑΡΧΙΜ.
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΒΑΛΛΗΝΔΡΑ
ΟΙ ΨΑΛΤΑΙ ΚΑΤΑ
ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΑΣ
(Άρθρο του
Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου Βαλληνδρά, το οποίο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες
το 1964 στα πρώτα φύλλα της Εφημερίδας «Ιεροψαλτικά Νέα», Μηνιαίου Οργάνου του
Πανελληνίου Συνδέσμου Ιεροψαλτών «Ρωμανός ο Μελωδός και Ιωάννης ο
Δαμασκηνός».
Είναι βεβαίως
γνωστόν ότι, κατά τους ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας οι Ψάλται θεωρούνται
κατώτεροι Κληρικοί. Όπως δε οι ανήκοντες εις τον ανώτερον Κλήρον (Επίσκοποι,
Πρεσβύτεροι και Διάκονοι) καθίστανται τοιούτοι δια χειροτονίας, παρομοίως και
οι αποτελούντες τον κατώτερον Κλήρον λαμβάνουσιν ειδικήν χειροθεσίαν υπό του
οικείου Επισκόπου.
1. Πρώτος
Κανών, όστις ομιλέι ρητώς περί Ψαλτών και χαρακτηρίζει τούτους ως ανήκοντας είς
τον Κλήρον, είναι ο 26ος Αποστολικός Κανών. Δια του κανόνος τούτου ρυθμίζεται
το θέμα του γάμου των Κληρικών εν γένει. Καθορίζεται η γνωστή απαγόρευσις του
μετά την χειροτονίαν γάμου των ανωτέρων Κληρικών. Και προστίθεται: «των εις
Κλήρον προελθόντων αγάμων κελεύομεν βουλομένως γαμείν Αναγνώστας και Ψάλτας
μόνον.» Δηλαδή εκ πάντων των Κληρικών, μετά την εγκατάστασιν αυτών εις το
εκκλησιαστικόν αυτών λειτούργημα (δια χειροτονίας ή δια χειροθεσίας), ο γάμος
επιτρέπεται μόνον είς τους Αναγνώστας και τους Ψάλτας.
Η σημασία του
Κανόνος τούτου εν σχέσει πρός τους Ψάλτας έγκειται όχι τόσο εις την περί του
γάμου αυτών διάταξιν, αλλ' είς τό ότι ρητώς συγκαταριθμεί τους Ψάλτας μετά του
Κλήρου, και δη προβαίνει και εις ρύθμισιν σοβαρού ζητήματος αφορώντος εις τους
Κληρικούς εν γένει λαμβάνων ειδικήν πρόνοιαν περί των Ψαλτών.
2. Κατά την
παλαιάν εποχήν οι Ψάλται, ως Κληρικοί, είχον το προνόμιον να ανέρχωνται επί του
άμβωνος και επ' αυτού ιστάμενοι να ψάλωσιν ωρισμένα ψάλματα. Σχετικώς ο 33ος
Κανών της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου όπως μή επιτρέπηται εις ουδένα μή έχοντα
κανονικήν χειροθεσίαν επισκόπου να αναβαίνη εις τον άμβωνα και να ψάλλη.
Διατάσσει δε τούτο ελέγχων ωρισμένους «μή αποκειρομένους Ιεροψάλτας...» (τ.έ.
μή προβαίνοντας εις χειροθεσίαν και κουράν των Ιεροψαλτών). Όθεν παραγγέλει:
«μηδέ τινά συγχωρείν, επ' άμβωνος κατά τήν τών έν κλήρω καταλεγομένων τάξιν,
τους θείους τώ λαώ λόγους υποφωνείν εί μήτι άν ιερατική κουρά χρήσηται ο
τοιούτος, και την ευλογίαν υπό του οικείου ποιμένος κανονικώς υποδέξηται».
Συνοπτικώτερος αλλ' εξίσου απόλυτος, ο 15ος Κανών της εν Λαοδικεία Τοπικής
Συνόδου διαλαμβάνει: «περί του μή δειν πλέον των κανονικών Ψαλτών των επί τον
άμβωνα αναβαινόντων, και από διφθέρας ψαλλόντων, ετέρους τινάς εν τη Εκκλησία».
Απαγορεύει δηλαδή να ψάλλει οιοσδήποτε εν τη Εκκλησία. Μόνον κανονικοί Ψάλται
(κανονικώς χειροθετημένοι και κανονικώς εντεταγμένοι εις τον κατώτερον Κλήρον
της Εκκλησίας) δύνανται να ψάλλωσιν.
3. Είναι
επόμενον ότι, εφ' όσον η Εκκλησία θεωρεί τους Ψάλτας ως Κληρικούς και παρέχει
εις αυτούς χειροθεσίαν παρά του Επισκόπου, επιβάλλονται εις αυτούς και
ωρισμέναι υποχρεώσεις. Κυρίως η Εκκλησία, δια των ιερών αυτής Κανόνων,
παροτρύνει του Ψάλτας να συνειδοτοποιήσουν την ιερότητα του λειτουργήματος
αυτών και να διάγωσιν βίον μή απάδοντα προς την διακεκριμένην εν τη Εκκλησία
θέσιν των.
Θα αναφέρωμεν,
επί του παρόντος, δύο μόνον Αποστολικούς Κανόνας, τον 43ον και τον 69ον,
οίτινες ρητώς ομιλούντες περί Ψαλτών αξιούσι παρ αυτών ιεροπρέπειαν και
εκκλησιαστικήν συνείδησιν. Επιφυλασσόμεθα δ' όπως εν συνεχεία αναφέρωμεν και
άλλας κανονικάς διατάξεις ομιλούσας περί ηθικών υποχρεώσεων των ανηκόντων εις
τον κατώτερον εν γένει Κλήρον.
Και ο μεν
πρώτος εκ των μνημονευθέντων Κανόνων επιτάσσει:« ...Ψάλτης τα όμοια ποιών
(κύβοις σχολάζων και μέθαις) ή παυσάσθω ή αφοριζέσθω». Είναι προφανές ότι
αξίωσις του Αποστολικού τούτου Κανόνος είναι όπως οι Ψάλται, καθό Κληρικοί, μή
εκτρέπωνται εις αναρμόστους πράξεις, ώς είναι η χαρτοπαιξία και η μέθη.
Παραλλήλως δ' ως θα είδομεν άλλοι Αποστολικοί Κανόνες απαγορεύουσιν εις τους
κατωτέρους Κληρικούς ότι δεν είναι σύμφωνον προς τον ηθικόν νόμον. Απαίτησις
άρα της Εκκλησίας είναι, όπως οι Ψάλται ίστανται εις υψηλήν ηθικήν στάθμην και
μή εκπίπτωσιν εις χαμηλόν ηθικόν επίπεδον. Ο δε μνημονευθείς Κανών, ομιλών περί
της τηρήσεως της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και εκάστης Τετάρτης και
Παρασκευής αξιοί ίνα δίδωσι το παράδειγμα οι Κληρικοί, Ανώτεροι και Κατώτεροι,
δεν παραλείπει δε να αναφέρη ρητώς και τους Ψάλτες: «Ει τις ...Ψάλτης την Αγίαν
Τεσσαρακοστήν ού νηστεύει, ή Τετράδα ή Παρασκευήν», ορίζει ίνα εκπίπτη του
κληρικού αυτού αξιώματος.
Ενδεικτικώς
βεβαίως αναφέρομεν την περί νηστείας ταύτην κανονικήν διάταξιν. Είναι πρόδηλον
ότι τοιαύται κανονικαί διατάξεις, διαλαμβάνουσαι μάλιστα ρητώς περί Ψαλτών και κατωτέρων
Κληρικών, εκφράζουσι την απαίτησιν της Εκκλησίας όπως οι εν οιωδήποτε βαθμώ
(ανωτέρω ή κατωτέρω) υπηρετούντες ώς κληρικοί Αυτής, σέβονται τας
εκκλησιαστικάς εν γένει διατάξεις, έχωσιν ανεπτυγμένον το Εκκλησιαστικόν
φρόνημα, και είναι πρόσωπα εγνωσμένης ευσεβείας και αρετής.
Πλήν των ιερών
εκείνων Κανόνων, οίτινες ρητώς αναφέρουσι τους Ψάλτας και θεσπίζουσιν ειδικάς
περί αυτών διατάξεις και πλήστοι άλλοι κανόνες της Εκκλησίας αφορώσιν είς τους
Ψάλτας, βεβαίως και αναμφισβητήτως, εφ' όσον ομιλούσιν ευρύτερον περί των
κατωτέρων εν γένει Κληρικών μετά των οποίων συγκαταλέγονται οι Ψάλται ως
«κληρικοί έξω του Βήματος».
1.-Μεταξύ των
Κανόνων τούτων όχι ολίγοι καθορίζουσι τας ηθικάς υποχρεώσεις των ψαλτών. Ο 25ος
Αποστολικός Κανών, επί παραδείγματι, λέγει ότι θεωρείται ανάξιος της τιμής να
είναι Κληρικός - ούτε Κατώτερος - ο «επί πορνεία ή επορκία ή κλοπή αλούς». Ως
ποινήν δε εις τους τα τοιαύτα πράξαντας ορίζει την έκπτωσιν από του αξιώματος
του Κληρικού. Και ως μόνην επιείκειαν διά τους τοιούτους αναφέρει, να μή
εξωεκκλησιάζονται, και αφορίζωνται δια να μή είναι διπλή η τιμωρία των
(έκπτωσις από του βαθμού του Κληρικού και αφορισμός). «Λέγει γαρ η Γραφή: ούκ
εκδικήσεις δις επί τω αυτώ». Δια να είναι δε σαφές ότι είς τήν διάταξιν ταύτην
δεν περιλαμβάνονται μόνον οι ανώτεροι Κληρικοί (Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή
Διάκονος) ο Κανών ρητώς επιλέγει: «ωσαύτως και οι λοιποί Κληρικοί» οι κατώτεροι
δηλαδή, εν οίς, εκ των πρώτων είναι και οι Ψάλται.
Εκ του Κανόνος
τούτου συνάγεται ότι, ούτως ειπείν, καθαιρείται ο Ψάλτης ο διαπράτων τας
προμνημονευθείσας πράξεις. Καταβιβάζεται από την υψηλήν και διακεκριμένην εν τη
Εκκλησία θέσιν του, και -επιεικώς - δεν εξάγεται εις τον Νάρθηκα, έξω του Ναού,
οπού ήτο άλλοτε η θέσις των βαρέως αμαρτανόντων, αλλά του επιτρέπεται να μένη εντός
του Ναού μετά των άλλων πιστών ώς εκπεσών Κληρικός. Ρητώς δε περί «καθαιρέσεως»
και των Ψαλτών ομιλεί ο 4ος κανών της 6ης οικουμενικής Συνόδου.
Ο 54ος
Αποστολικός Κανών, εξάλλου, αξιοί παρά παντός Κληρικού, Ανωτέρου και Κατωτέρου
να μή συχνάζη εις ύποπτα κέντρα, «εν καπηλείω», και εις άλλα παρόμοια, διότι
ταύτα δεν αποτελούν περιβάλλον κατάλληλον δι άνθρωπον υπηρετούντα τον Θεόν και
την Εκκλησίαν.
2. -
Άλλοι ιεροί Κανόνες ρυθμίζουσι πειθαρχικά ζητήματα. Απαιτούσι δ' όπως πάντες οι
κατώτεροι σέβωνται τους ιεραρχικώς ανωτέρους των. Και ο μεν 55ος Αποστολικός
κανών περιφρουρεί το κύρος του Επισκόπου και απαγορεύει είς πάντα κληρικόν
οιουδήποτε βαθμού (και εις τους ψάλτας επομένως) να συμπεριφερθή υβριστικώς και
ανευλαβώς προς Επίσκοπον. Ο δε επόμενος (56ος) επιβάλλει σεβασμόν προς πάντα
Πρεσβύτερον και Διάκονον. Είναι πρόδηλον ότι ο Κανών ούτος, δια της φράσεως «εί
τις Κληρικός υβρίσει Πρεσβύτερον ή Διάκονον αφοριζέσθω», αναφέρεται μάλλον εις
τους κατωτέρους Κληρικούς (Αναγνώστας, Ψάλτας κ.τ.λ.), οίτινες οφείλουσι
σεβασμόν πρός τους έσω του Βήματος Κληρικούς, Πρεσβυτέρους και Διακόνους. Έστω
λοιπόν προς γνώσιν των ψαλτών των εν τω Ναώ υπηρετούντων, ότι δεν είναι
«κανονικόν» να απολείπει αυτούς η διάκρισις και ο σεβασμός προς Διακόνους και
Πρεσβυτέρους, και ότι ουδαμώς συμβιβάζονται προς την κανονικήν τάξιν της
Εκκλησίας διαπληκτισμοί και φιλονικίαι μετά των ιερουργούντων εν γένει εν τη
Εκκλησία. Και η παρακοή απλώς προς τους Πρεσβυτέρους της Εκκλησίας (είτε
Προϊσταμένους, είτε λειτουργούς), ακόμη και προς τους Διακόνους, επιτιμάται υπό
των Κανόνων ως ανευλάβεια.
3.- Οι ιεροί
Κανόνες δεν παραλείπωσι να ρυθμίσωσι και τας έναντι των πολιτικών αρχόντων
υποχρεώσεις των εν τω Ναώ υπηρετούντων. Σχετικώς ο 84ος Αποστολικός Κανών
λέγει: «Ει τις υβρίσει Βασιλέα ή Άρχοντα ...Κληρικός καθαιρείσθω». Το νόημα του
Κανόνος τούτου είναι ευρύτερον παρ' ότι έκ πρώτης όψεως φαίνεται. Απαιτεί
κυρίως νομιμοφροσύνην από τους εν τω Ναώ υπηρετούντας, ίνα γίνονται παράδειγμα
είς πάντας. Εγγύησιν νομιμοφροσύνης και υποταγής είς τα κελεύσματα των νομίμων
Αρχών αξιοί ο Κανών. Εγγύησιν, ώς θα ελέγομεν σήμερον, υγιών κοινωνικών
φρονημάτων, θεσπίζει. Κατά το πνεύμα δηλ. τού Κανόνος τούτου, δεν έχουσι θέσιν
εν τη υπηρεσία της Εκκλησίας άνθρωποι ανατρεπτικών αρχών, μή σεβόμενοι τα θεία
παραγγέλματα τα καθορίζοντα: «τον Βασιλέα τιμάτε» (Α' Πετρ.2, 17), «άρχοντα του
λαού σου ούκ ερείς κακώς» (Πραξ.23,5), «ού γαρ εστίν εξουσία, εί μή υπό Θεού»
(Ρωμ.13,1) κλπ. Είναι λοιπόν κανονικώς απαράδεκτον να ψάλλωσι και εν γένει να
υπηρετώσιν εν τη Εκκλησία πρόσωπα μή ηγγυημένης νομιμοφροσύνης.
Και εις άλλους
ιερούς κανόνας απαντάται η αξίωσις, όπως οι άνθρωποι του Ναού είναι υπόδειγμα
νομοταγών πολιτών. Εις τον 66ον Αποστολικόν ωσαύτως Κανόνα στίγματίζεται: «εί
τις Κληρικός εν μάχη τινά κρούσας». Γνωστή βεβαίως η παραγγελία του Αποστόλου
Παύλου η απαιτούσα πάντα ανώτερον Κληρικόν «μή πλήκτην» (Α' Τιμοθ. 3,3). ο δε
Αποστολικός ούτος Κανών, επεκτείνων το πράγμα πρός πάντα Κληρικόν (και
Κατώτερον δηλ. ώς οι Ψάλται), παραγγέλει να απέχωσιν οι άνθρωποι της Εκκλησίας
πάσης αυτοδικίας. Αλλοίμονον, εάν εν τω Ναώ στεγάζωνται και εργάζονται άνθρωποι
φιλόνικοι, φθάνοντες μέχρι χειροδικίας! Προνοητικώτατος ο Κανών ορίζει, όπως,
όταν παρουσιασθώσι τοιαύτα συμπτώματα, αποβάλλωνται εκ της εκκλησιαστικής
υπηρεσίας τα φιλόνεικα πρόσωπα , δια το αδιάβλητον της Εκκλησίας, και χάριν της
εν τη Εκκλησία ειρήνης και της εν αυτή αρμονικής συνεργασίας πάντων των
συνυπηρετούντων , εν οιωδήποτε βαθμώ προσώπων.
Και την
εντιμότητα , τέλος, των εν τω Ναώ υπηρετούντων απαιτούσιν οι Ιεροί Κανόνες.
Ενδεικτικώς δε αναφέρωμεν τον 72ον Αποστολικόν Κανόνα, όστις επιτιμά τους εκ
του υπηρετικού προσωπικού του Ναού (Κληρικούς ή και λαϊκούς) αφαιρούντας και
ιδιοποιουμένους υλικά πράγματα ανήκοντα εις τον Ναόν. Είναι φανερόν ότι, κατά
το πνεύμα του Κανόνος τούτου, οι εν τω Ναώ υπηρετούντες οφείλουσι να είναι κατά
πάντα έντιμοι και ακέραιοι άνθρωποι , ανώτεροι και της παραμικράς υποψίας δια
την ειλικρίνειαν και την ευθύτητα και το άδολον αυτών.
Θαυμάζει
κανείς, ομολογουμένως, περί πόσων ζητημάτων έλαβον αφορμήν να προνοήσουν οι
Ιεροί Κανόνες. Πολύπλευροι κανονικαί διατάξεις ρυθμίζουσι μετ' αυθεντικού
κύρους τα επισυμβαίνοντα
εν τη
Εκκλησία, και ανακαλούσι εις την τάξιν και εις την «κανονικήν» δεοντολογίαν
τους οπωσδήποτε σφάλωντας .
Συμπληρούντες
τάς επιταγάς των ιερών Κανόνων περί των ψαλτών, εφιστώμεν δια του παρόντος την
προσοχήν των ασκούντων το ιερό λειτούργημα του ψάλλειν εν τη Εκκλησία επί τριών
εισέτι ζητημάτων, (παραλείποντας άλλα αναφερόμεν είς καθοριζομένας ηθικάς
προϋποθέσεις και υποχρεώσεις των ψαλτών, περί των οποίων αρκούμεθα ενδεικτικώς
εις τα σημειωθέντα εν τοις προηγουμένοις).
1. Ρητή
διάταξις του 8ου Αποστολικού Κανόνος διαλαμβάνει πεί της υποχρεώσεως πάντων των
«εκ του καταλόγου του ιερατικού» δηλ. και των κατωτέρων κληρικών (και των
ψαλτών επομένως), όπως μεταλαμβάνωσι τακτικώς των αχράντων Μυστηρίων. «Εί τίς
(δέ) μή μεταλάβοι, την αιτίαν ειπάτω, και εάν ή εύλογος, συγγνώμης
τυγχανέτω...».
Ο κανών ούτος
αναφέρεται βεβαίως εις την συνεχή θείαν Κοινωνίαν, ήτις επί των Αποστολικών
χρόνων και επί των ημερών των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων ήτο εν
ευρυτάτη χρήσει. Οπωσδήποτε όμως θέτει το ζήτημα της συμμετοχής (των ψαλτών εν
προκειμένω) εις την θείαν Κοινωνίαν, κατά το μάλλον και ήτον τακτικώς.
Θα είμεθα
ευτυχείς εάν ηδυνάμεθα να βεβαιώσωμεν ότι ευρίσκει ικανήν ανταπόκρισιν ο κανών
ούτος εις τους παρ' ημίν ψάλτας.
Δια τούτο
προσημειώσαμεν τας ηθικάς υποχρεώσεις των ψαλτών, ίνα, προσέχοντες εις ταύτας,
μή εμποδίζονται να μεταλαμβάνωσι. Και είναι ωραίο πράγματι και εποικοδομητικόν
δια το εκκλησίασμα, να κατέρχεται ο ψάλτης εκ του στασιδίου του, ίνα προσέλθη
εις την θείαν Κοινωνίαν. Όπως εξάλλου δίδει πολύ κακήν εντύπωσιν εις τον
θρησκεύοντα λαόν ο αδιάφορος προς τα θεία μυστήρια και ξένος προς αυτά
ιεροψάλτης.
2. Ωσαύτως ρητή
διάταξις του 15ου Αποστολικού Κανόνος κάμνει λόγον περί των μετακινήσεων από
πόλεως εις πόλιν καί από επαρχίας είς επαρχίαν (κατά πρώτον βεβαίως λόγων τών
Πρεσβυτέρων καί Διακόνων, έν συνεχεία όμως και «ό λ ω ς τ ο υ κ α τ α λ ό
γ ο υ τ ώ ν κ λ η ρ ι κ ώ ν», οπότε περιλαμβάνονται αφεύκτως και οι ψάλται).
Είς ουδένα επιτρέπει ο κανών, ίνα «μεταστάς διατρίβη εν άλλη (επαρχία) παρά
γνώμην του ιδίου Επισκόπου αυτού επανελθείν, ούχ υπήκουσεν». Είναι σαφές ότι,
κατά την κανονικήν ταύτην διάταξιν, καί ο ψάλτης, ώς κληρικός, υπάγεται εις τον
οικείον Επίσκοπον, είς τήν αρμοδιότητα τού οποίου υπόκειται νά επιτρέψει ή μή
τήν μετάθεσιν ψάλτου είς άλλην Επαρχίαν. Ο δέ ακολουθών 16ος αποστολικός Κανών
απαγορεύει είς τόν Επίσκοπον εταίρας Επαρχίας «ίνα δέξηται αυτούς ώς Κληρικούς»,
τούς άνευ αδείας τού οικείου Επισκόπου αποχωρήσαντας εκ τής Επαρχείας αυτού.
Ρητώς δέ αναφέρεται ότι κατωχυρώνεται τοιουτοτρόπως η τάξις και η πειθαρχία εν
τη Εκκλησία, αποδοκιμάζεται δε «ως διδάσκαλος αταξίας» ο τά αντίθετα επιτρέπων
και ανεχόμενος υπεύθυνος εκκλησιαστικός λειτουργός.
Σκοπός τής
υπομνήσεως τής κανονικής ταύτης διατάξεως είναι ουχί η δέσμευσις βεβαίως των
επιθυμούντων μετάθεσιν τινά, είτε εντός της ιδίας επαρχίας είτε και εκτός
αυτής, αλλ' η αποφυγή των αυθαιρεσιών εκείνων και μονομερών αποφάσεων ψαλτών
τινών, οίτινες εγκαταλείπουσιν αυτοβούλως και τελεσιγραφικώς τάς θέσεις των,
ίνα μεταπηδήσωσιν είς άλλας, χωρίς να προηγηθή η υπό του οικείου Επισκόπου
ρύθμισης τού ζητήματος, διά τής οποίας θά αποφεύγετο οιαδήποτε ανωμαλία είς τήν
λειτουργίαν των ιερών Ναών καί θά ετηρήτο ή επιβεβλημένη εκκλησιαστική ευταξία
και δεοντολογία.
3. Καιρός ήδη
νά γίνη λόγος καί περί τών υπό τών ιερών Κανόνων οριζομένων δικαιωμάτων των
Ιεροψαλτών.
Συναφής
διάταξις υπάρχει είς τον 4ον Αποστολικόν Κανόνα. Δι' αυτής καθορίζεται ότι τά
προσφερόμενα υπό των πιστών «δ ή λ ο ν» (είναι αυτονόητον) ώς ο Επίσκοπος και
οί Πρεσβύτεροι επιμερίσουσι τοίς Διακόνοις και τοις λοιποίς Κληρικοίς». Η ρητή
αύτη μνεία τού «επιμερισμού», τ.ε. τής διανομής είς πάντας τούς έν τώ Ναώ
υπηρετούντας τών προσφορών τών πιστών (ούτως ειπείν, των «τυχηρών»), είναι
άξιον προσοχής ότι ειδικεύεται έτι περισσότερον είς τας λεγομένας «Διαταγάς των
Αποστόλων» βιβλ. Β' κεφ. 28), ένθα, προκειμένου περί τών ψαλτών, αφ' ενός μέν
αναφέρονται ούτοι ώς δικαιούχοι επί λέξει: «ω σ α ύ τ ω ς κ α ι ψ α λ τ ω
δ ό ς», αφ' ετέρου δέ καθορίζεται καί τό δί’ αυτούς αναλογούν ποσοστόν τής
διανομής, τιθεμένης ώς αρχής ίνα οί έσω τού Βήματος Κληρικοί λαμβάνωσιν έκαστος
διπλάσιον μερίδιον τών έξω τού Βήματος τοιούτων.
Τέλος, ο 59ος
Αποστολικός Κανών λαμβάνει πρόνοιαν διά τάς περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης τών
Κληρικών έν γένει (ανωτέρων και κατωτέρων) και αξιοί στοργήν πρός τους
κατωτέρους υπό τών ανωτέρων. «Εί τίς
Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος τινός τών Κληρικών ενδεούς όντως, μή επιχορηγοί τα
δέοντα κρίνεται αυστηρώς διά τήν αστοργίαν ταύτην, με τον βαρύτατον
χαρακτηρισμόν: ως φονεύσας τον αδελφόν αυτού».
Τοιουτοτρόπως
συνάπτοντες οί ιεροί Κανόνες πάντας τούς έν τώ Ναώ υπηρετούντας διά του ιερού
δεσμού τής αγάπης (έν συνδυασμώ μετά τής οφειλομένης πειθαρχίας και σεβασμού,
ώς προείπομεν επιθέτουσιν αρίστην κορωνίδαν, την υψίστην τών αρετών, την
θεοδίδακτον αγάπην, είς την κλίμακαν τών ηθικών υποχρεώσεων καί καθηκόντων, τών
βαρυνόντων τούς διακονούντας έν οιωδήποτε βαθμώ, τον Άγιον τών Αγίων εν τώ Αγίω
Ναώ.
Αντιγραφή από
την ιστοσελίδα της ΟΜΣΙΕ (Ομοσπονδία Συλλόγων Ιεροψαλτών Ελλάδος), το 2008.
Γράφτηκε από τον/την π. Νικόλαος Μέζης
Δημοσιεύθηκε : 21 Ιανουαρίου 2011
Τελευταία ενημέρωση : 04 Φεβρουαρίου 2011
Εμφανίσεις: 4764
Ένα από τα πλέον παρεξηγημένα θέματα
στην σύγχρονη ποιμαντική της Εκκλησίας, είναι η συμμετοχή των γυναικών στην
λατρεία, το αν, δηλαδή, επιτρέπεται η συμμετοχή τους γενικώς στην λατρεία και,
αν ναί, σε ποιούς τομείς. Ιδίως το θέμα της ανάληψης ψαλτικών καθηκόντων εκ
μέρους των γυναικών έχει καταστεί, ως μη όφειλε κατά την γνώμη μας, μείζων θέμα
προβληματισμού και αντιθέσεων.
Σήμερα, τέτοια θέματα αντιμετωπίζονται
εκ μέρους των περισσοτέρων πιστών, αλλά και της ποιμενούσης Εκκλησίας στην
ηθική και πρακτική τους διάσταση και όχι στην θεολογική, όπως κατ’ εξοχήν τα
αντιμετώπιζε η Εκκλησία παλαιότερα. Η προβληματική σχετικά με την συμμετοχή των
γυναικών στην ψαλμωδία μπορεί να συνοψισθεί στα κάτωθι επιχειρήματα:
Α. Κατά της ψαλτικής συμμετοχής της
γυναίκας στην λατρεία:
1. Το αταίριαστο των ανδρικών
φωνών με τις γυναικείες,
2. Η πιθανότητα παρεκτροπής
της προσέγγισης ανδρών και γυναικών από εν Χριστώ κοινωνία σε προσωπική
επικοινωνία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και
3. Η συναισθηματική
(ψυχολογική) προσκόλληση των περισσότερων πιστών και ψαλτών στην μέχρι τώρα
παραδοσιακή τάξη και πράξη της Εκκλησίας να μη συμμετέχουν οι γυναίκες στην ψαλμωδία.
Β. Υπέρ της ψαλτικής συμμετοχής της
γυναίκας στην λατρεία:
1. Η παρατηρούμενη έλλειψη
ανδρών ψαλτών
2. Το "καλλίφωνον"
αρκετών ψαλτριών που θέλγει τους ακροατές
3. Η υποτίμηση του ηθικού
στοιχείου και των σχετικών παρεκτροπών, που σήμερα θεωρούνται σε πολλούς
εκκλησιαστικούς κύκλους "θεμιτή κοινωνία" των προσώπων και θαυμάσια
ευκαιρία για σοβαρότερες γνωριμίες.
Οι πρώτοι έχουν ισχυρό επιχείρημα την
παράδοση που ευτυχώς φτάνει σε εμάς ζωντανή στο θέμα αυτό ακόμα και σήμερα.
Οι δεύτεροι, για να αντιμετωπίσουν τα
παραδεδομένα στο θέμα αυτό, που θέλουν την γυναίκα να σιωπά γενικώς εντός της
Εκκλησίας, επιχειρούν χρονικά άλματα στους Αποστολικούς χρόνους και αναζητούν
ερείσματα παλαιά και μάλιστα αγιογραφικά για να ενισχύσουν τις απόψεις τους. Τα
συνήθη αγιογραφικά επιχειρήματα που ακούγονται είναι:
1. Η (κακώς χαρακτηριζόμενη
ως) ισότητα ανδρών και γυναικών στην Εκκλησία, το γνωστό «...ουκ ένι άρσεν και
θήλυ· πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού.» του Αποστόλου Παύλου (Γαλ. 4,
28), και
2. Η αντίληψη ότι στην πρώτη
Εκκλησία οι γυναίκες συμμετείχαν «επί ίσοις όροις» στην λατρεία, εριζόμενοι στο
χωρίο «ούτοι πάντες ήσαν προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τή προσευχή και τή
δεήσει συν γυναιξί και Μαρία τή μητρί του Ιησού και συν τοίς αδελφοίς αυτού»
(Πραξ. 1, 14), το οποίο στην πατερική γραμματεία ερμηνεύεται ως
"ομογνώμως" και όχι ως "ομοφώνως".
Όπως
προαναφέραμε, η Εκκλησία αντιμετώπισε το θέμα αυτό εξ αρχής, όπως και όλα τα
θέματα που αφορούν στην σωτηρία μας, θεολογικά, ερμηνεύοντας δηλαδή τον λόγο
του Θεού και το θέλημά του, το οποίο, όντας τέλειο, καλύπτει παράλληλα και το
ηθικό και πρακτικό μέρος του προβλήματος. Την θεολογική βάση του προβλήματος
μας την δίνει ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος σε δύο χωρία των επιστολών του και
συγκεκριμένα:
α. (Α’ Κορ. 14, 34-35): "Ως εν
πάσαις ταις εκκλησίαις των αγίων, αι γυναίκες υμών εν ταις εκκλησίαις
σιγάτωσαν· ου γαρ επιτέτραπται αυταίς λαλείν. αλλ’ υποτάσσεσθαι, καθώς και ο
νόμος λέγει. ει δε τι μαθείν θέλουσιν, εν οίκω τους ιδίους άνδρας επερωτάτωσαν·
αισχρόν γαρ εστι γυναιξίν εν εκκλησία λαλείν. η αφ’ υμών ο λόγος του Θεού
εξήλθεν, η εις υμάς μόνους κατήντησεν;" και
β. (Α’ Τιμ. 2, 12-15): "Γυνή εν ησυχία μανθανέτω εν πάση υποταγή·
γυναικί δε διδάσκειν ουκ επιτρέπω, ουδέ αυθεντείν ανδρός, αλλ' είναι εν ησυχία.
Αδάμ γαρ πρώτος επλάσθη, είτα Εύα· και Αδάμ ουκ ηπατήθη, η δε γυνή απατηθείσα
εν παραβάσει γέγονε· σωθήσεται δε δια της τεκνογονίας, εάν μείνωσιν εν πίστει
και αγάπη και αγιασμώ μετά σωφροσύνης."
Οι Πατέρες λένε ότι, όταν ο Απόστολος Παύλος αναφέρει στο πρώτο χωρίο την
φράση «καθώς και ο νόμος λέγει» εννοεί την εντολή που έδωσε ο Θεός στην Εύα
μετά την πτώση, δηλαδή στο «και τη γυναικί είπε· πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου
και τον στεναγμόν σου· εν λύπαις τέξη τέκνα, και προς τον άνδρα σου η αποστροφή
σου, και αυτός σου κυριεύσει.» (Γεν. 3, 16). Αναφέρει χαρακτηριστικά ο
Χρυσόστομος: "Και που τούτο ο νόμος λέγει; Προς τον άνδρα σου η αποστροφή
σου, και αυτός σου κυριεύσει. Είδες Παύλου σοφίαν, ηλίκην παρήγαγε μαρτυρίαν,
ου σιγάν αυταίς κελεύουσαν μόνον, αλλά και μετά φόβου σιγάν, και μετά φόβου
τοσούτου, μεθ᾽ όσου την δούλην ησυχάζειν χρη;" (Εις την Α΄ πρός Κορινθίους, ομιλία
λζ΄).
Έκτοτε και καθ’
όλη την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, η σιωπή της γυναίκας εντός της λατρείας, και
συνεπώς και στην ψαλμωδία, θεωρήθηκε δεδομένη, ως ένδειξη υπακοής και υποταγής
στον άνδρα. Αυτό τονίζει και ο Απόστολος Παύλος στα χωρία που παραθέσαμε. Και
δεν επιβάλει μόνο την σιωπή ως ένδειξη υπακοής, αλλά ζητά και εξωτερικό σχήμα
αυτής της υποταγής λέγοντας στην Α΄ προς Κορινθίους, κεφ ιβ΄, στιχ. 4-10:
"πάς ανήρ προσευχόμενος ή προφητεύων κατά κεφαλής έχων καταισχύνει την
κεφαλήν αυτού. πάσα δε γυνή προσευχομένη ή προφητεύουσα ακατακαλύπτω τη κεφαλή
καταισχύνει την κεφαλήν εαυτής· έν γάρ εστι και το αυτό τη εξυρημένη. ει γαρ ου
κατακαλύπτεται γυνή, και κειράσθω· ει δε αισχρόν γυναικί το κείρασθαι ή
ξυράσθαι κατακαλυπτέσθω. ανήρ μεν γαρ ουκ οφείλει κατακαλύπτεσθαι την κεφαλήν,
εικών και δόξα Θεού υπάρχων· γυνή δε δόξα ανδρός εστι. ου γάρ εστιν ανήρ εκ
γυναικός, αλλά γυνή εξ ανδρός· και γαρ ουκ εκτίσθη ανήρ δια την γυναίκα, αλλά
γυνή δια τον άνδρα. δια τούτο οφείλει η γυνή εξουσίαν έχειν επί της κεφαλής δια
τους αγγέλους." νομοθετών έτσι την χρήση καλύματος επί της κεφαλής των
γυναικών ως εξωτερικό σχήμα υποταγής.
Οι μαρτυρίες που
αποδεικνύουν την σιωπή της γυναίκας εντός της λατρείας είναι πάμπολλες. Ο
Παναγιώτης Τρεμπέλας με το πόνημά του «Η γυνή εν τη ψαλμωδία» (http://analogion.gr/files-pdf/trempelas-h-gunh-en-th-psalmwdia.pdf) τεκμηριώνει ιστορικά το θέμα αυτό.
Η ισονομία των
γυναικών με τους άνδρες δεν πρέπει να φέρει ισοπέδωση των διακριτών τους ρόλων
στην Εκκλησία, στην οικογένεια και γενικά στην κοινωνία. Έχει να κάνει με την
δυνατότητα σωτηρίας και αγιασμού των γυναικών, όχι όμως και με την αυθαίρετη
προσχώρηση εκ μέρους των σε τομείς που δεν πρέπει να εμπλέκονται. Είτε μας
αρέσει είτε όχι, οι γυναίκες αποκλείστηκαν π.χ. από την ιερωσύνη παρ’ ότι ο
μόνος πραγματικά άξιος άνθρωπος να διακονήσει στο ιερό θυσιαστήριο τα φρικτά
Μυστήρια ήταν η Παναγία μας, η τιμιωτέρα των Χερουβείμ... Κι όμως η Παναγία
αποδέχτηκε τον σιωπηλό και σεμνό ρόλο που ήρμοζε σε μια πραγματικά πιστή
γυναίκα, μια γυναίκα με πραγματικά θεάρεστο βίο.
Θα ήθελα να
συνοψίσω την κατά την γνώμη μου ορθή και εκκλησιαστική στάση στο θέμα αυτό ως
εξής:
Ο αποκλεισμός των γυναικών από την
ψαλμωδία δεν έχει να κάνει με υποτίμηση του γυναικείου φύλου και περιφρόνηση
της ισονομίας του με το ανδρικό. Έχει να κάνει με τον τρόπο που πρέπει οι
πραγματικές χριστιανές γυναίκες να αγωνίζονται, αποδεχόμενες τον ρόλο τους και
τον τρόπο πνευματικού αγώνα που ο ίδιος ο Θεός τους όρισε. Κομμάτι αυτού του
ρόλου είναι η σιωπή της γυναίκας εντός της λατρείας, κάτι το οποίο θα πρέπει οι
συνειδητές χριστιανές να το αποδεχθούν εν απλότητι, διότι έτσι απλά το θέλησε ο
Θεός και έτσι απλά το εφήρμοσε η Εκκλησία 2000 χρόνια τηρώντας την εντολή του
Θεού.
Το θέμα αυτό δεν μπορεί εύκολα να
κλείσει γιατί οι σχετικές μαρτυρίες είναι πολλές και σημαντικές. Το παρόν άρθρο
δεν είναι παρά μιά εισαγωγή στην προβληματική του θέματος. Κατά καιρούς θα
καταχωρούνται νέα άρθρα με σχετικές αγιογραφικές και πατερικές μαρτυρίες
σχετικά με την θέση της γυναίκας στην λατρεία με σχολιασμό και σύνδεσή τους με
όλα τα προηγούμενα. Θα δημιουργηθεί έτσι μια βάση παράλληλων χωρίων που θα
διευκολύνει την μελέτη του θέματος και θα δικαιολογεί απόλυτα τον τίτλο του
ιστολογίου μας.
Γράφτηκε από τον/την Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας
Κατηγορία: Κανονικότητα
Δημοσιεύθηκε : 02 Ιανουαρίου 2011
Τελευταία ενημέρωση : 30 Μαΐου 2015
Εμφανίσεις: 5180
Η ΓΥΝΗ ΕΝ ΤΗ ΨΑΛΜΩΔΙΑ
ΥΠΟ
Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
ΑΘΗΝΑΙ 1926
ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ "ΖΩΗ"
Ὁ ἀείμνηστος καθηγητής κ. Παναγιώτης Τρεμπέλας, εἴχε ἀσχοληθεῖ τὸ 1926 μὲ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὸ θέμα τῆς συμμετοχῆς τῆς γυναικὸς στὴν ψαλμωδία, καὶ ἀποτέλεσμα τῆς ἐνασχόλησής του ἦταν ἡ ἐργασία του «Ἡ γυνὴ ἐν τῇ ψαλμῳδίᾳ».
Μερικὰ σημεῖα τῆς ἐργασίας του εἶναι τὰ παρακάτω:
«Παρὰ ταῦτα, καίτοι ἀνεγνωρίσθη εἰς τὴν γυναῖκα ἐξ ἀρχῆς τὸ δικαίωμα νὰ συμμετέχῃ μετὰ τοῦ λοιποῦ πληρώματος ἐν τῇ ὑπηχήσει καὶ τῷ ὑποψάλματι, ἐν τούτοις οὐδέποτε ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἐκκλησίᾳ παρουσιάζεται περίπτωσις γυναικὸς ψαλτῳδοῦ, μόνης ἢ μετ' ἄλλων ὁμοφύλων ᾀδούσης ἐν τῇ ἐπισήμῳ λατρείᾳ.
[...]
Ἐξ ἄλλου ἔχομεν καὶ περίπτωσιν οὐ μόνον ἐμφανέστερον τὴν ἀρχαίαν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας δεικνύουσαν, ἀλλὰ καὶ ῥητῶς τὸ πνεῦμα καὶ τὸ φρόνημα αὐτῆς ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἐκδηλοῦσαν. Ὅτε δηλαδὴ Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς (260μ.Χ.) κατεκρίθη ὑπὸ τῆς συνόδου τῶν Ἐπισκόπων, ἥτις συνῆλθεν, ἵνα κρίνῃ ἐπὶ τῶν κακοδοξιῶν αὐτοῦ, εἰς τὴν Σύνοδον ἐκείνην δὲν παρῆλθεν ἀπαρατήρητον, καὶ τὸ ὅτι ὁ Σαμοσατεὺς συνέστησε χορὸν ἐκ γυναικῶν, ἵνα ψάλλῃ ἐν τῷ ναῷ κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα. Καὶ εἶνε ἀξιοσημείωτοι αἱ φράσεις, διὰ τῶν ὁποίων ἡ Σύνοδος ἐχαρακτήρισε τὸ τόλμημα τοῦτο τοῦ Σαμοσατέως. Αἱ φράσεις αὗται ἐμπεριεχόμεναι εἰς τὴν ἐπιστολήν, τὴν ὁποίαν ἡ σύνοδος ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Διονύσιον Ρώμης καὶ Μάξιμον τὸν Ἀλεξανδρείας, ἔχουσιν ὡς ἐξῆς: "Ψαλμοὺς δὲ τοὺς μὲν εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν παύσας ὡς δὴ νεωτέρους καὶ νεωτέρων ἀνδρῶν συγγράμματα, εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐν μέσῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ τῇ μεγάλῃ τοῦ Πάσχα ἡμέρᾳ ψαλμωδεῖν γυναῖκας παρασκευάζων, ὧν καὶ ἀκούσας ἂν τις φρίξειεν".
Ἀλλὰ καὶ εἰς χρόνους μεταγενεστέρους πως, τοιούτους χοροὺς γυναικῶν καὶ ὡς φαίνεται ἀσκητριῶν, αἵτινες ἔψαλλον ἐν πόλει, ἔχων ὑπ' ὄψει καὶ ὁ Πηλουσιώτης Ἰσίδωρος γράφει ὡς ἐξῆς πρὸς Ἰσίδωρον τὸν Ἐπίσκοπον· "Τὰς ἐν ἐκκλησίαις φλυαρίας καταπαῦσαι βουλόμενοι
οἱ τοῦ Κυρίου ἀπόστολοι καὶ τῆς ἡμῶν παιδευταὶ καταστάσεως ψάλλειν ἐν αὐταῖς τὰς γυναῖκας συνετῶς συνεχώρησαν. Ἀλλ' ὡς πάντα εἰς τοὐναντίον ἐτράπη τὰ θεοφόρα διδάγματα, καὶ τοῦτο εἰς ἔκλυσιν καὶ ἁμαρτίας ὑπόθεσιν τοῖς πλείοσι γέγονε. Καὶ κατάνυξιν μὲν ἐκ τῶν θείων ὕμνων οὐχ ὑπομένουσι· τῇ δὲ τοῦ μέλους ἡδύτητι εἰς ἐρεθισμὸν παθημάτων χρώμενοι, οὐδὲν αὐτὴν ἔχειν πλέον τῶν ἐπὶ σκηνῆς ᾀσμάτων λογίζονται. Χρὴ τοίνυν, εἰ μέλλοιμεν τὸ τῷ Θεῷ ἀρέσκον ζητεῖν καὶ τὸ κοινῇ συμφέρον ποιεῖν, παύειν ταύτας καὶ τῆς ἐν Ἐκκλησίᾳ ᾠδῆς καὶ τῆς ἐν τῇ πόλει μονῆς ὡς Χριστοκαπήλους καὶ τὸ θεῖον χάρισμα μισθὸν ἀπωλείας ἐργαζομένας".
Ἔχει ὑπ' ὄψει του ὁ Πηλουσιώτης προφανῶς τὸ δικαίωμα, ὅπερ ἐξ ἀρχῆς ἡ ἐκκλησία παρεχώρησεν εἰς τὰς γυναῖκας νὰ συμψάλλωσι μετὰ τοῦ λοιποῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Διότι μόνον οὕτω θὰ ἐδικαιολογεῖτο πλήρως ἡ αἰτιολογία, ἐπὶ τῆς ὁποίας στηρίζει ὁ Πηλουσιώτης τὴν παραχώρησιν
τοῦ δικαιώματος τούτου. "Τὰς ἐν ἐκκλησίαις φλυαρίας καταπαῦσαι βουλόμενοι
οἱ ἀπόστολοι".
Ὄντως δὲ διὰ τῆς ἀπὸ κοινοῦ συνυπηχήσεως καὶ συμψαλμῳδίας ἀνακόπτεται ἡ σπουδὴ τῶν γυναικῶν, καὶ δὲν μένει εἰς αὐτὰς καιρὸς ἵνα καὶ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς λατρείας συνδιαλέγωνται μετ' ἀλλήλων, ὅπως δυστυχῶς συμβαίνει καὶ σήμερον πολλαχοῦ.
Δὲν ἐννοεῖ ὁ Πηλουσιώτης, ὅτι οἱ ἀπόστολοι ἐπέτρεψαν εἰς τὴν γυναῖκα καὶ ὡς ψαλτῳδὸς μόνη ἢ καὶ μετ' ἄλλων ὁμοφύλων νὰ ἐμφανίζεται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Διότι, ἂν ἐνόει τοῦτο, ἡ αἰτιολογία, τῆς ὁποίας ἐμνημονεύσαμεν, μένει ἄνευ βάσεως καὶ λόγου τινός. Ἁπλούστατα διότι καθ' ὅν χρόνον ἡ μία ἢ ὁ χορὸς τῶν γυναικῶν θὰ ἔψαλλε, τίποτε δὲν θὰ ἠμπόδιζε τὰς ἄλλας γυναῖκας, τὰς μὴ ψαλλούσας, ἀπὸ τοῦ νὰ φλυαρῶσιν.
Ὡσαύτως ὁ Πηλουσιώτης ἀναφέρεται, ὡς φαίνεται, οὐχὶ εἰς ἁπλᾶς γυναῖκας, ἀλλ' εἰς γυναῖκας, ἐφ' ὧν ὁ ἐπίσκοπος, πρὸς ὅν γράφει ὁ Πηλουσιώτης, εἴχε δικαιοδοσίαν καὶ εἰς τὰς ὁποίας ἔπρεπε ν' ἀπαγορεύσῃ καὶ τὴν διαμονὴν ἐν πόλει. Ἄρα πρόκειται περὶ γυναικῶν μοναζουσῶν ἢ ἀσκητριῶν [...].
Ἐὰν εἰς μοναζούσας καὶ ἀσκητρίας δὲν ἐπέτρεψαν τοῦτο, πῶς θὰ ἠνείχοντο αὐτὸ προκειμένου περὶ γυναικῶν ἄλλων;
Δὲν πρέπει νὰ φανῇ παράδοξον, πῶς, ἐνῷ ἐπετράπη εἰς τὴν γυναῖκα τὸ μετὰ τοῦ λοιποῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος συμψάλλειν, ἀπηγορεύθη εἰς αὐτὴν ν' ἀναβῇ καὶ εἰς τὸν χορὸν τῶν ψαλτῶν καὶ νὰ ψάλλῃ ἐπ' ἐκκλησίας εἴτε μόνη, εἴτε ἐν χορῷ μεθ' ὁμοφύλων.
[...]
Ἀλλ' ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν ἐνδόξων τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων, κατὰ τὸν δ' αἰῶνα, τὸ ἐκκλησιαστικὸν μέλος ἤρχισε νὰ καθίσταται ἐπιτετηδευμένον πως καὶ νὰ προσλαμβάνῃ ἁρμονίαν τεχνικήν. Ἡ ὑμνολογία ἐσημείωσε πρόοδον καὶ τὴν ποιητικὴν ἔμπνευσιν τῶν ὑμνογράφων παρακολουθεῖ καὶ ἡ ἐπὶ τὸ τεχνικώτερον ἐξέλιξις τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς.
[...]
Σύγχρονος σχεδὸν καὶ κατά τινας δεκαετηρίδας νεώτερος τῶν Φλαβιανοῦ καὶ Διοδώρου ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ ἐξ Ἀντιοχείας ὡς ἐκεῖνοι ὁρμώμενος εἰσήγαγε τὸν ἀντιφωνικὸν καὶ ἁρμονικώτερον τρόπον τοῦ ψάλλειν εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἵνα ἀντιδράσῃ κατὰ τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν.
[...]
Καὶ ἀλλαχοῦ τὸν σκοπὸν τῆς ψαλμῳδίας καὶ τὸν λόγον τῆς ὑπάρξεως αὐτῆς περιγράφων [σημ. ὁ θεῖος Χρυσόστομος]
λέγει τὰ ἐξῆς:
"Πολλοὺς τῶν ἀνθρώπων κατιδὼν ὁ Θεὸς ραθυμοτέρους ὄντας, καὶ πρὸς τὴν τῶν πνευματικῶν ἀνάγνωσιν δυσχερῶς ἔχοντας, καὶ τὸν ἐκεῖθεν οὐχ ἡδέως ὑπομένοντας κάματον, ποθεινότερον ποιῆσαι τὸν πόνον βουλόμενος καὶ τοῦ καμάτου τὴν αἴσθησιν ὑποτεμέσθαι, μελῳδίαν ἀνέμιξε τῇ προφητεία, ἵνα τῷ ρυθμῷ τοῦ μέλους ψυχαγωγούμενοι πάντες, μετὰ πολλῆς τῆς προθυμίας τοὺς ἱεροὺς ἀναπέμπωσιν αὐτῷ ὕμνους. . . . Ἀπὸ δὲ τῶν ψαλμῶν τῶν πνευματικῶν πολὺ μὲν τὸ κέρδος, πολλὴ δὲ ἡ ὠφέλεια, πολὺς δὲ ὁ ἁγιασμός [...]".
Ἀλλ' ἡ πρόοδος αὕτη τῆς ὑμνολογίας καὶ ἡ εἰσαγωγὴ τεχνικωτέρας πως ἁρμονίας κατέστησε δύσκολον πλέον τὴν συμμετοχὴν τοῦ πλήθους ἐν τῇ ψαλμῳδίᾳ. Ἀκριβῶς δὲ δι' αὐτὸ κατὰ χρόνους συμπίπτοντας πρὸς τὴν μουσικὴν μεταρρύθμισιν τῶν μοναχῶν Φλαβιανοῦ καὶ Διοδώρου ἡ ἐν Λαοδικείᾳ σύνοδος (365) διὰ τοῦ 15ου Κανόνος αὐτῆς ὁρίζει:
"Μὴ δεῖν πλέον τῶν κανονικῶν ψαλτῶν τῶν ἐπὶ τὸν ἄμβωνα ἀναβαινόντων καὶ ἀπὸ διφθέρας ψαλλόντων ἑτέρους τινὰς ψάλλειν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ".
Οὕτω ἡ ἐπὶ τὸ συνθετώτερον τροπὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ μέλους ἀρχίζει νὰ ἀποκλείῃ κατ' ὀλίγον τὸ Ἐκκλησιαστικὸν πλήρωμα καὶ αὐτῆς τῆς συνυπηχήσεως, τῆς ὁποίας ἡ κατάργησις ἐπακολουθεῖ βραδέως ἀλλ' ἀσφαλῶς.
[...]
Ἀνταποκρίνεται
πρὸς τὰ ἐν τῇ πολιᾷ ἀρχαιότητι κρατήσαντα ἡ σημερινὴ συμμετοχὴ τῆς γυναικὸς ἐν ψαλμῳδίᾳ;
Ἐὰν θέλωμεν νὰ εἴμεθα εἰλικρινεῖς, ὀφείλομεν νὰ ὁμολογήσωμεν, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχαιότης δὲν εἶδέ ποτε τὴν γυναῖκα ἐπὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἄμβωνος ὄχι μόνον ὡς διδάσκαλον ἐν τῷ ναῷ ἐξαγγέλουσαν τὰ ῥήματα τῆς πίστεως, ἀλλ' οὐδὲ εἰς τὸ διακόνημα τοῦ ἀναγνώστου καὶ ψάλτου ὑπηρετοῦσαν καὶ ἀναγινώσκουσαν ἤ ψάλλουσαν ἐνώπιον τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
Τοῦτο, πρὸς τὴν ἱερὰν σεμνότητα τῶν ἐν τοῖς ἱεροῖς ναοῖς συναθροίσεων ἀπᾷδον καὶ τὴν γυναῖκα εἰς κοινὸν στόχον τῶν βλεμμάτων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἅπαντος ἐπικαθῖζον, δὲν ἐγένετό ποτε ἀνεκτὸν ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ.
[...]
Συμμετοχὴ τῆς γυναικὸς ἐν χορῷ πρὸς ἀποτέλεσιν καὶ σύνθεσιν ἁρμονίας πλουσιωτέρας καὶ θελκτικωτέρας,
ἐν τῇ ὁποίᾳ ἡ σαφὴς καὶ εὐκρινὴς τοῦ τόνου τῆς γυναικείας φωνῆς διάκρισις ἑλκυστικώτερον
καὶ εὐπαθέστερον καθιστᾷ τὸ ψαλλόμενον ᾆσμα, εἶνε ἐντελῶς καὶ ἐξ ὁλοκλήρου ἄγνωστος πρὸς τὴν ἐκκλησ. ἀρχαιότητα καὶ δὲν ὐπερβάλλει τις χαρακτηρίζων ταύτην ὡς καινοτομίαν
ἀπαραδειγμάτιστον πολλοὺς ἐγκρύπτουσαν κινδύνους καὶ εἰς πολλὰ δυναμένην νὰ ὁδηγήσῃ σκάνδαλα.
Ἀλλ' ἐὰν πρόκειται νὰ ψάλλῃ ἡ γυνὴ ἐν ἐκκλησιάσματι ἀποτελουμένῳ ἀποκλειστικῶς ἐξ ὁμοφύλων αὐτῆς, δὲν θὰ εἶχε πλέον κανένα λόγον ἡ ἀπαγόρευσις».
Παναγιώτης Ν.
Τρεμπέλας. Διακεκριμένος ορθόδοξος θεολόγος, Καθηγητής του Πανεπιστήμιου
Αθηνών. Γεννήθηκε στη Στεμνίτσα Γορτυνίας το 1886 και εκοιμήθη στην Αθήνα το
1977. Το 1907 αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της
οποίας υπήρξε καθηγητής Πρακτικής Θεολογίας κατά τα έτη 1939-1957. Κατ' ανάθεση
δίδαξε και άλλα μαθήματα, στη συγγραφική του δε δραστηριότητα ασχολήθηκε,
επιτυχώς, με όλους τους κλάδους σχεδόν της θεολογικής επιστήμης. Υπήρξε ο
πολυγραφότατος Έλληνας θεολόγος του 20ού αιώνα, εκ των ιδρυτικών μελών της
αδελφότητας θεολόγων "Ζωή" (1907) και συντάκτης του περιοδικού της
από την έκδοση της (1911). Τον Μάιο του 1960, μαζί με αλλά μέλη της
"Ζωής" ίδρυσε την αδελφότητα θεολόγων "Ο Σωτήρ" και το
ομώνυμο περιοδικό. Ο καθηγητής Π. Ν. Τρεμπέλας ανέπτυξε πλουσιότατη κηρυκτική
δράση σε όλη τη χώρα, αντιμετώπισε δε με σθένος διάφορα ιδεολογικά και αιρετικά
κινήματα ως απολογητής της Ορθοδοξίας, πολλά δε περιοδικά δημοσίευαν μελέτες
και άρθρα του. Επί πολλά χρόνια εκπροσωπούσε την Εκκλησία της Ελλάδος σε
οικουμενικά και διορθόδοξα συνέδρια και έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις.
ΟΙ ΨΑΛΤΑΙ ΚΑΤΑ
ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΑΣ
ΑΡΧΙΜ.
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΒΑΛΛΗΝΔΡΑ
(Άρθρο του
Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου Βαλληνδρά, το οποίο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες
το 1964 στα πρώτα φύλλα της Εφημερίδας «Ιεροψαλτικά Νέα», Μηνιαίου Οργάνου του
Πανελληνίου Συνδέσμου Ιεροψαλτών «Ρωμανός ο Μελωδός και Ιωάννης ο
Δαμασκηνός».
Είναι βεβαίως
γνωστόν ότι, κατά τους ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας οι Ψάλται θεωρούνται
κατώτεροι Κληρικοί.
Όπως δε οι
ανήκοντες εις τον ανώτερον Κλήρον (Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι και Διάκονοι)
καθίστανται τοιούτοι δια χειροτονίας, παρομοίως και οι αποτελούντες τον
κατώτερον Κλήρον λαμβάνουσιν ειδικήν χειροθεσίαν υπό του οικείου Επισκόπου.
* * *
1. Πρώτος
Κανών, όστις ομιλέι ρητώς περί Ψαλτών και χαρακτηρίζει τούτους ως ανήκοντας είς
τον Κλήρον, είναι ο 26ος Αποστολικός Κανών. Δια του κανόνος τούτου ρυθμίζεται
το θέμα του γάμου των Κληρικών εν γένει. Καθορίζεται η γνωστή απαγόρευσις του
μετά την χειροτονίαν γάμου των ανωτέρων Κληρικών. Και προστίθεται: «των εις
Κλήρον προελθόντων αγάμων κελεύομεν βουλομένως γαμείν Αναγνώστας και Ψάλτας
μόνον.» Δηλαδή εκ πάντων των Κληρικών, μετά την εγκατάστασιν αυτών εις το
εκκλησιαστικόν αυτών λειτούργημα (δια χειροτονίας ή δια χειροθεσίας), ο γάμος
επιτρέπεται μόνον είς τους Αναγνώστας και τους Ψάλτας.
Η σημασία του
Κανόνος τούτου εν σχέσει πρός τους Ψάλτας έγκειται όχι τόσο εις την περί του
γάμου αυτών διάταξιν, αλλ' είς τό ότι ρητώς συγκαταριθμεί τους Ψάλτας μετά του
Κλήρου, και δη προβαίνει και εις ρύθμισιν σοβαρού ζητήματος αφορώντος εις τους
Κληρικούς εν γένει λαμβάνων ειδικήν πρόνοιαν περί των Ψαλτών.
2. Κατά την
παλαιάν εποχήν οι Ψάλται, ως Κληρικοί, είχον το προνόμιον να ανέρχωνται επί του
άμβωνος και επ' αυτού ιστάμενοι να ψάλωσιν ωρισμένα ψάλματα. Σχετικώς ο 33ος
Κανών της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου όπως μή επιτρέπηται εις ουδένα μή έχοντα
κανονικήν χειροθεσίαν επισκόπου να αναβαίνη εις τον άμβωνα και να ψάλλη.
Διατάσσει δε τούτο ελέγχων ωρισμένους «μή αποκειρομένους Ιεροψάλτας...» (τ.έ.
μή προβαίνοντας εις χειροθεσίαν και κουράν των Ιεροψαλτών). Όθεν παραγγέλει:
«μηδέ τινά συγχωρείν, επ' άμβωνος κατά τήν τών έν κλήρω καταλεγομένων τάξιν,
τους θείους τώ λαώ λόγους υποφωνείν εί μήτι άν ιερατική κουρά χρήσηται ο
τοιούτος, και την ευλογίαν υπό του οικείου ποιμένος κανονικώς υποδέξηται».
Συνοπτικώτερος
αλλ' εξίσου απόλυτος, ο 15ος Κανών της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου
διαλαμβάνει: «περί του μή δειν πλέον των κανονικών Ψαλτών των επί τον άμβωνα
αναβαινόντων, και από διφθέρας ψαλλόντων, ετέρους τινάς εν τη Εκκλησία». Απαγορεύει
δηλαδή να ψάλλει οιοσδήποτε εν τη Εκκλησία. Μόνον κανονικοί Ψάλται (κανονικώς
χειροθετημένοι και κανονικώς εντεταγμένοι εις τον κατώτερον Κλήρον της
Εκκλησίας) δύνανται να ψάλλωσιν.
3.Είναι
επόμενον ότι, εφ' όσον η Εκκλησία θεωρεί τους Ψάλτας ως Κληρικούς και παρέχει
εις αυτούς χειροθεσίαν παρά του Επισκόπου, επιβάλλονται εις αυτούς και
ωρισμέναι υποχρεώσεις. Κυρίως η Εκκλησία, δια των ιερών αυτής Κανόνων,
παροτρύνει του Ψάλτας να συνειδοτοποιήσουν την ιερότητα του λειτουργήματος
αυτών και να διάγωσιν βίον μή απάδοντα προς την διακεκριμένην εν τη Εκκλησία
θέσιν των.
Θα αναφέρωμεν,
επί του παρόντος, δύο μόνον Αποστολικούς Κανόνας, τον 43ον και τον 69ον,
οίτινες ρητώς ομιλούντες περί Ψαλτών αξιούσι παρ αυτών ιεροπρέπειαν και
εκκλησιαστικήν συνειδησιν. Επιφυλασσόμεθα δ' όπως εν συνεχεία αναφέρωμεν και
άλλας κανονικάς διατάξεις ομιλούσας περί ηθικών υποχρεώσεων των ανηκόντων εις
τον κατώτερον εν γένει Κλήρον.
Και ο μεν
πρώτος εκ των μνημονευθέντων Κανόνων επιτάσσει:« ...Ψάλτης τα όμοια ποιών
(κύβοις σχολάζων και μέθαις) ή παυσάσθω ή αφοριζέσθω». Είναι προφανές ότι
αξίωσις του Αποστολικού τούτου Κανόνος είναι όπως οι Ψάλται, καθό Κληρικοί, μή
εκτρέπωνται εις αναρμόστους πράξεις, ώς είναι η χαρτοπαιξία και η μέθη.
Παραλλήλως δ' ως θα είδομεν άλλοι Αποστολικοί Κανόνες απαγορεύουσιν εις τους
κατωτέρους Κληρικούς ότι δεν είναι σύμφωνον προς τον ηθικόν νόμον. Απαίτησις
άρα της Εκκλησίας είναι, όπως οι Ψάλται ίστανται εις υψηλήν ηθικήν στάθμην και
μή εκπίπτωσιν εις χαμηλόν ηθικόν επίπεδον. Ο δε μνημονευθείς Κανών, ομιλών περί
της τηρήσεως της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και εκάστης Τετάρτης και
Παρασκευής αξιοί ίνα δίδωσι το παράδειγμα οι Κληρικοί, Ανώτεροι και Κατώτεροι,
δεν παραλείπει δε να αναφέρη ρητώς και τους Ψάλτες: «Ει τις ...Ψάλτης την Αγίαν
Τεσσαρακοστήν ού νηστεύει, ή Τετράδα ή Παρασκευήν», ορίζει ίνα εκπίπτη του
κληρικού αυτού αξιώματος.
Ενδεικτικώς
βεβαίως αναφέρομεν την περί νηστείας ταύτην κανονικήν διάταξιν. Είναι πρόδηλον
ότι τοιαύται κανονικαί διατάξεις, διαλαμβάνουσαι μάλιστα ρητώς περί Ψαλτών και
κατωτέρων Κληρικών, εκφράζουσι την απαίτησιν της Εκκλησίας όπως οι εν οιωδήποτε
βαθμώ (ανωτέρω ή κατωτέρω) υπηρετούντες ώς κληρικοί Αυτής, σέβονται τας
εκκλησιαστικάς εν γένει διατάξεις, έχωσιν ανεπτυγμένον το Εκκλησιαστικόν
φρόνημα, και είναι πρόσωπα εγνωσμένης ευσεβείας και αρετής.
Πλήν των ιερών
εκείνων Κανόνων, οίτινες ρητώς αναφέρουσι τους Ψάλτας και θεσπίζουσιν ειδικάς
περί αυτών διατάξεις και πλήστοι άλλοι κανόνες της Εκκλησίας αφορώσιν είς τους
Ψάλτας, βεβαίως και αναμφισβητήτως, εφ' όσον ομιλούσιν ευρύτερον περί των
κατωτέρων εν γένει Κληρικών μετά των οποίων συγκαταλέγονται οι Ψάλται ως
«κληρικοί έξω του Βήματος».
1.-Μεταξύ των
Κανόνων τούων όχι ολίγοι καθορίζουσι τας ηθικάς υποχρεώσεις των ψαλτών. Ο 25ος
Αποστολικός Κανών, επί παραδείγματι, λέγει ότι θεωρείται ανάξιος της τιμής να
είναι Κληρικός - ούτε Κατώτερος - ο «επί πορνεία ή επορκία ή κλοπή αλούς». Ως
ποινήν δε εις τους τα τοιαύτα πράξαντας ορίζει την έκπτωσιν από του αξιώματος
του Κληρικού. Και ως μόνην επιείκειαν διά τους τοιούτους αναφέρει, να μή
εξωεκκλησιάζονται, και αφορίζωνται δια να μή είναι διπλή η τιμωρία των
(έκπτωσις από του βαθμού του Κληρικού και αφορισμός). «Λέγει γαρ η Γραφή: ούκ
εκδικήσεις δις επί τω αυτώ». Δια να είναι δε σαφές ότι είς τήν διάταξιν ταύτην
δεν περιλαμβάνονται μόνον οι ανώτεροι Κληρικοί (Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή
Διάκονος) ο Κανών ρητώς επιλέγει: «ωσαύτως και οι λοιποί Κληρικοί» οι κατώτεροι
δηλαδή, εν οίς, εκ των πρώτων είναι και οι Ψάλται.
Εκ του Κανόνος
τούτου συνάγεται ότι , ούτως ειπείν, καθαιρείται ο Ψάλτης ο διαπράτων τας
προμνημονευθείσας πράξεις. Καταβιβάζεται από την υψηλήν και διακεκριμένην εν τη
Εκκλησία θέσιν του, και -επιεικώς - δεν εξάγεται εις τον Νάρθηκα, έξω του Ναού,
οπού ήτο άλλοτε η θέσις των βαρέως αμαρτανόντων, αλλά του επιτρέπεται να μένη
εντός του Ναού μετά των άλλων πιστών ώς εκπεσών Κληρικός. Ρητώς δε περί
«καθαιρέσεως» και των Ψαλτών ομιλεί ο 4ος κανών της 6ης οικουμενικής Συνόδου.
Ο 54ος
Αποστολικός Κανών, εξάλλου, αξιοί παρά παντός Κληρικού, Ανωτέρου και Κατωτέρου
να μή συχνάζη εις ύποπτα κέντρα, «εν καπηλείω», και εις άλλα παρόμοια, διότι
ταύτα δεν αποτελούν περιβάλλον κατάλληλον δι άνθρωπον υπηρετούντα τον Θεόν και
την Εκκλησίαν.
2. - Άλλοι
ιεροί Κανόνες ρυθμίζουσι πειθαρχικά ζητήματα. Απαιτούσι δ' όπως πάντες οι
κατώτεροι σέβωνται τους ιεραρχικώς ανωτέρους των. Και ο μεν 55ος Αποστολικός
κανών περιφρουρεί το κύρος του Επισκόπου και απαγορεύει είς πάντα κληρικόν
οιουδήποτε βαθμού (και εις τους ψάλτας επομένως) να συμπεριφερθή υβριστικώς και
ανευλαβώς προς Επίσκοπον. Ο δε επόμενος (56ος) επιβάλλει σεβασμόν προς πάντα
Πρεσβύτερον και Διάκονον. Είναι πρόδηλον ότι ο Κανών ούτος, δια της φράσεως «εί
τις Κληρικός υβρίσει Πρεσβύτερον ή Διάκονον αφοριζέσθω», αναφέρεται μάλλον εις
τους κατωτέρους Κληρικούς (Αναγνώστας, Ψάλτας κ.τ.λ.), οίτινες οφείλουσι
σεβασμόν πρός τους έσω του Βήματος Κληρικούς, Πρεσβυτέρους και Διακόνους. Έστω
λοιπόν προς γνώσιν των ψαλτών των εν τω Ναώ υπηρετούντων, ότι δεν είναι
«κανονικόν» να απολείπει αυτούς η διάκρισις και ο σεβασμός προς Διακόνους και
Πρεσβυτέρους, και ότι ουδαμώς συμβιβάζονται προς την κανονικήν τάξιν της
Εκκλησίας διαπληκτισμοί και φιλονικίαι μετά των ιερουργούντων εν γένει εν τη
Εκκλησία. Και η παρακοή απλώς προς τους Πρεσβυτέρους της Εκκλησίας (είτε
Προϊσταμένους, είτε λειτουργούς), ακόμη και προς τους Διακόνους, επιτιμάται υπό
των Κανόνων ως ανευλάβεια.
3.- Οι ιεροί
Κανόνες δεν παραλείπωσι να ρυθμίσωσι και τας έναντι των πολιτικών αρχόντων
υποχρεώσεις των εν τω Ναώ υπηρετούντων. Σχετικώς ο 84ος Αποστολικός Κανών
λέγει: «Ει τις υβρίσει Βασιλέα ή Άρχοντα ...Κληρικός καθαιρείσθω». Το νόημα του
Κανόνος τούτου είναι ευρύτερον παρ' ότι έκ πρώτης όψεως φαίνεται. Απαιτεί
κυρίως νομιμοφροσύνην από τους εν τω Ναώ υπηρετούντας, ίνα γίνονται παράδειγμα
είς πάντας. Εγγύησιν νομιμοφροσύνης και υποταγής είς τα κελεύσματα των νομίμων
Αρχών αξιοί ο Κανών. Εγγύησιν, ώς θα ελέγομεν σήμερον, υγιών κοινωνικών
φρονημάτων, θεσπίζει. Κατά το πνεύμα δηλ. τού Κανόνος τούτου, δεν έχουσι θέσιν
εν τη υπηρεσία της Εκκλησίας άνθρωποι ανατρεπτικών αρχών, μή σεβόμενοι τα θεία
παραγγέλματα τα καθορίζοντα: «τον Βασιλέα τιμάτε» (Α' Πετρ.2, 17), «άρχοντα του
λαού σου ούκ ερείς κακώς» (Πραξ.23,5), «ού γαρ εστίν εξουσία, εί μή υπό Θεού»
(Ρωμ.13,1) κλπ. Είναι λοιπόν κανονικώς απαράδεκτον να ψάλλωσι και εν γένει να
υπηρετώσιν εν τη Εκκλησία πρόσωπα μή ηγγυημένης νομιμοφροσύνης.
Και εις άλλους
ιερούς κανόνας απαντάται η αξίωσις, όπως οι άνθρωποι του Ναού είναι υπόδειγμα
νομοταγών πολιτών. Εις τον 66ον Αποστολικόν ωσαύτως Κανόνα στίγματίζεται: «εί
τις Κληρικός εν μάχη τινά κρούσας». Γνωστή βεβαίως η παραγγελία του Αποστόλου
Παύλου η απαιτούσα πάντα ανώτερον Κληρικόν «μή πλήκτην» (Α' Τιμοθ. 3,3). ο δε
Αποστολικός ούτος Κανών, επεκτείνων το πράγμα πρός πάντα Κληρικόν (και
Κατώτερον δηλ. ώς οι Ψάλται), παραγγέλει να απέχωσιν οι άνθρωποι της Εκκλησίας
πάσης αυτοδικίας. Αλλοίμονον, εάν εν τω Ναώ στεγάζωνται και εργάζονται άνθρωποι
φιλόνικοι, φθάνοντες μέχρι χειροδικίας! Προνοητικώτατος ο Κανών ορίζει, όπως,
όταν παρουσιασθώσι τοιαύτα συμπτώματα, αποβάλλωνται εκ της εκκλησιαστικής
υπηρεσίας τα φιλόνεικα πρόσωπα , δια το αδιάβλητον της Εκκλησίας, και χάριν της
εν τη Εκκλησία ειρήνης και της εν αυτή αρμονικής συνεργασίας πάντων των
συνυπηρετούντων , εν οιωδήποτε βαθμώ προσώπων.
Και την
εντιμότητα , τέλος, των εν τω Ναώ υπηρετούντων απαιτούσιν οι Ιεροί Κανόνες.
Ενδεικτικώς δε αναφέρωμεν τον 72ον Αποστολικόν Κανόνα, όστις επιτιμά τους εκ
του υπηρετικού προσωπικού του Ναού (Κληρικούς ή και λαϊκούς) αφαιρούντας και
ιδιοποιουμένους υλικά πράγματα ανήκοντα εις τον Ναόν. Είναι φανερόν ότι, κατά
το πνεύμα του Κανόνος τούτου, οι εν τω Ναώ υπηρετούντες οφείλουσι να είναι κατά
πάντα έντιμοι και ακέραιοι άνθρωποι , ανώτεροι και της παραμικράς υποψίας δια
την ειλικρίνειαν και την ευθύτητα και το άδολον αυτών.
Θαυμάζει
κανείς, ομολογουμένως, περί πόσων ζητημάτων έλαβον αφορμήν να προνοήσουν οι
Ιεροί Κανόνες. Πολύπλευροι κανονικαί διατάξεις ρυθμίζουσι μετ' αυθεντικού
κύρους τα επισυμβαίνοντα εν τη Εκκλησία, και ανακαλούσι εις την τάξιν και εις
την «κανονικήν» δεοντολογίαν τους οπωσδήποτε σφάλωντας .
Συμπληρούντες
τάς επιταγάς των ιερών Κανόνων περί των ψαλτών, εφιστώμεν δια του παρόντος την
προσοχήν των ασκούντων το ιερό λειτούργημα του ψάλλειν εν τη Εκκλησία επί τριών
εισέτι ζητημάτων, (παραλείποντας άλλα αναφερόμεν είς καθοριζομένας ηθικάς
προϋποθέσεις και υποχρεώσεις των ψαλτών, περί των οποίων αρκούμεθα ενδεικτικώς
εις τα σημειωθέντα εν τοις προηγουμένοις).
1. Ρητή
διάταξις του 8ου Αποστολικού Κανόνος διαλαμβάνει πεί της υποχρεώσεως πάντων των
«εκ του καταλόγου του ιερατικού» δηλ. και των κατωτέρων κληρικών (και των
ψαλτών επομένως), όπως μεταλαμβάνωσι τακτικώς των αχράντων Μυστηρίων. «Εί τίς
(δέ) μή μεταλάβοι, την αιτίαν ειπάτω, και εάν ή εύλογος, συγγνώμης
τυγχανέτω...».
Ο κανών ούτος
αναφέρεται βεβαίως εις την συνεχή θείαν Κοινωνίαν, ήτις επί των Αποστολικών
χρόνων και επί των ημερών των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων ήτο εν
ευρυτάτη χρήσει. Οπωσδήποτε όμως θέτει το ζήτημα της συμμετοχής (των ψαλτών εν
προκειμένω) εις την θείαν Κοινωνίαν, κατά το μάλλον και ήτον τακτικώς.
Θα είμεθα ευτυχείς
εάν ηδυνάμεθα να βεβαιώσωμεν ότι ευρίσκει ικανήν ανταπόκρισιν ο κανών ούτος εις
τους παρ' ημίν ψάλτας.
Δια τούτο
προσημειώσαμεν τας ηθικάς υποχρεώσεις των ψαλτών, ίνα, προσέχοντες εις ταύτας,
μή εμποδίζονται να μεταλαμβάνωσι. Και είναι ωραίο πράγματι και εποικοδομητικόν
δια το εκκλησίασμα, να κατέρχεται ο ψάλτης εκ του στασιδίου του, ίνα προσέλθη
εις την θείαν Κοινωνίαν. Όπως εξάλλου δίδει πολύ κακήν εντύπωσιν εις τον
θρησκεύοντα λαόν ο αδιάφορος προς τα θεία μυστήρια και ξένος προς αυτά
ιεροψάλτης.
2. Ωσαύτως ρητή
διάταξις του 15ου Αποστολικού Κανόνος κάμνει λόγον περί των μετακινήσεων από
πόλεως εις πόλιν καί από επαρχίας είς επαρχίαν (κατά πρώτον βεβαίως λόγων τών
Πρεσβυτέρων καί Διακόνων, έν συνεχεία όμως και «ό λ ω ς τ ο υ κ α τ α λ ό γ ο υ
τ ώ ν κ λ η ρ ι κ ώ ν», οπότε περιλαμβάνονται αφεύκτως και οι ψάλται). Είς
ουδένα επιτρέπει ο κανών, ίνα «μεταστάς διατρίβη εν άλλη (επαρχία) παρά γνώμην
του ιδίου Επισκόπου αυτού επανελθείν, ούχ υπήκουσεν». Είναι σαφές ότι, κατά την
κανονικήν ταύτην διάταξιν, καί ο ψάλτης, ώς κληρικός, υπάγεται εις τον οικείον
Επίσκοπον, είς τήν αρμοδιότητα τού οποίου υπόκειται νά επιτρέψει ή μή τήν
μετάθεσιν ψάλτου είς άλλην Επαρχίαν. Ο δέ ακολουθών 16ος αποστολικός Κανών
απαγορεύει είς τόν Επίσκοπον εταίρας Επαρχίας «ίνα δέξηται αυτούς ώς
Κληρικούς», τούς άνευ αδείας τού οικείου Επισκόπου αποχωρήσαντας εκ τής
Επαρχείας αυτού. Ρητώς δέ αναφέρεται ότι κατωχυρώνεται τοιουτοτρόπως η τάξις
και η πειθαρχία εν τη Εκκλησία, αποδοκιμάζεται δε «ως διδάσκαλος αταξίας» ο τά
αντίθετα επιτρέπων και ανεχόμενος υπεύθυνος εκκλησιαστικός λειτουργός.
Σκοπός τής
υπομνήσεως τής κανονικής ταύτης διατάξεως είναι ουχί η δέσμευσις βεβαίως των
επιθυμούντων μετάθεσιν τινά, είτε εντός της ιδίας επαρχίας είτε και εκτός
αυτής, αλλ' η αποφυγή των αυθαιρεσιών εκείνων και μονομερών αποφάσεων ψαλτών
τινών, οίτινες εγκαταλείπουσιν αυτοβούλως και τελεσιγραφικώς τάς θέσεις των,
ίνα μεταπηδήσωσιν είς άλλας, χωρίς να προηγηθή η υπό του οικείου Επισκόπου
ρύθμισης τού ζητήματος, διά τής οποίας θά αποφεύγετο οιαδήποτε ανωμαλία είς τήν
λειτουργίαν των ιερών Ναών καί θά ετηρήτο ή επιβεβλημένη εκκλησιαστική ευταξία
και δεοντολογία.
3. Καιρός ήδη
νά γίνη λόγος καί περί τών υπό τών ιερών Κανόνων οριζομένων δικαιωμάτων των
Ιεροψαλτών.
Συναφής
διάταξις υπάρχει είς τον 4ον Αποστολικόν Κανόνα. Δι' αυτής καθορίζεται ότι τά
προσφερόμενα υπό των πιστών «δ ή λ ο ν» (είναι αυτονόητον) ώς ο Επίσκοπος και
οί Πρεσβύτεροι επιμερίσουσι τοίς Διακόνοις και τοις λοιποίς Κληρικοίς». Η ρητή
αύτη μνεία τού «επιμερισμού», τ.ε. τής διανομής είς πάντας τούς έν τώ Ναώ
υπηρετούντας τών προσφορών τών πιστών (ούτως ειπείν, των «τυχηρών»), είναι
άξιον προσοχής ότι ειδικεύεται έτι περισσότερον είς τας λεγομένας «Διαταγάς των
Αποστόλων» βιβλ. Β' κεφ. 28), ένθα, προκειμένου περί τών ψαλτών, αφ' ενός μέν αναφέρονται
ούτοι ώς δικαιούχοι επί λέξει: «ω σ α ύ τ ω ς κ α ι ψ α λ τ ω δ ό ς», αφ'
ετέρου δέ καθορίζεται καί τό δί αυτούς αναλογούν ποσοστόν τής διανομής,
τιθεμένης ώς αρχής ίνα οί έσω τού Βήματος Κληρικοί λαμβάνωσιν έκαστος διπλάσιον
μερίδιον τών έξω τού Βήματος τοιούτων.
Τέλος, ο 59ος
Αποστολικός Κανών λαμβάνει πρόνοιαν διά τάς περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης τών
Κληρικών έν γένει (ανωτέρων και κατωτέρων) και αξιοί στοργήν πρός τους
κατωτέρους υπό τών ανωτέρων. «Εί τίς Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος τινός τών Κληρικών
ενδεούς όντως, μή επιχορηγοί τα δέοντα κρίνεται αυστηρώς διά τήν αστοργίαν
ταύτην, με τον βαρύτατον χαρακτηρισμόν: ως φονεύσας τον αδελφόν αυτού».
Τοιουτοτρόπως
συνάπτοντες οί ιεροί Κανόνες πάντας τούς έν τώ Ναώ υπηρετούντας διά του ιερού
δεσμού τής αγάπης (έν συνδυασμώ μετά τής οφειλομένης πειθαρχίας και σεβασμού,
ώς προείπομεν επιθέτουσιν αρίστην κορωνίδαν, την υψίστην τών αρετών, την
θεοδίδακτον αγάπην, είς την κλίμακαν τών ηθικών υποχρεώσεων καί καθηκόντων, τών
βαρυνόντων τούς διακονούντας έν οιωδήποτε βαθμώ, τον Άγιον τών Αγίων εν τώ Αγίω
Ναώ.
Αντιγραφή από
την ιστοσελίδα της ΟΜΣΙΕ (Ομοσπονδία Συλλόγων Ιεροψαλτών Ελλάδος), το 2008.