Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Ο άγιος της συγγνώμης . Ο άγιος Διονύσιος Ζακύνθου 17/12

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου


    ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ - ΜΟΡΦΩΣΗ: Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε το 1547 στον Αιγιαλό Ζακύνθου. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δραγανίγος Σιγούρος. Η οικογενειά του ήταν εύπορη και κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ ο πατέρας του, Μώκιος, συμμετέχοντας στους πολέμους των Βενετών κατά των Τούρκων απέκτησε και αριστοκρατικό αξίωμα. Ο Άγιος είχε άλλα δύο αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με παράδοση της Ζακύνθου, ο Άγιος είχε για ανάδοχο τον πραστάτη Κεφαλλονιάς Άγιο Γεράσιμο. Από μικρή ηλικία, η οικογένειά του του παρείχε χριστιανική ανατροφή ενώ είχε προσλάβει και ένα δάσκαλο ονόματι Καιροφυλά ώστε να μεταδώσει στον μικρό τόσο γνώσεις εγκύκλιας παιδεία, όσο και εκκλησιαστικά γράμματα. Είναι βέβαιο πως απέκτησε σημαντική μόρφωση, αφού γνώριζε άψογα, εκτός της ελληνικής, αρχαία ελληνικά, ιταλικά και λατινικά. Η θεολογική του επάρκεια αποδεικνύεται και από μια εργασίας του, που διασώθηκε, και αφορά σε υπομνηματισμό κειμένων του Γρηγορίου του Θεολόγου.
Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ: Σε ηλικία 20 ετών και μετά το θάνατο των γονέων του, όπως αυτό προκύπτει από τη δωρεά όλης της περιουσίας στον αδελφό του, με ιδιαίτερη μνεία για την αποκατάσταση της αδελφής του, αποφασίζει, υπακούοντας στην κλήση του από το Θεό, να δεχθεί το μοναχικό σχήμα και να ακολουθήσει ασκητικό βίο. Εκάρη στη μονή Στροφάδων, που βρισκόταν στο ομώνυμο νησί νότια της Ζακύνθου, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ. Εκεί αφιερώθηκε στην προσευχή, την μελέτη των Γραφών και ζούσε ασκητικό βίο, που τόσο ποθούσε. Σύντομα φάνηκε και η πνευματική πρόοδός του, με αποτέλεσμα, μόλις δύο έτη αργότερα, να γίνει ηγούμενος της μονής.
ΙΕΡΕΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ: Ένα έτος αργότερα, και παρά τις επιφυλάξεις του ίδιου λόγω της βαριάς ευθύνης, ο επίσκοπος Κεφαλληνιάς και Ζακύνθου Θεόφιλος χειροτόνησε τον Διονύσιο διάκονο και εν συνεχεία ιερέα. Όταν το 1577 θέλησε να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους, πέρασε από την Αθήνα για να πάρει την ευλογία του εκεί μητροπολίτη, Νικάνορα και εν συνεχεία να βρει καράβι προκειμένου νὰ ταξιδέψει στὰ Ἱεροσόλυμα. Αλλὰ όταν ο αρχιερέας των Αθηνών, άκουσε κάποια Κυριακὴ τὸ λαμπρό του κήρυγμα και μετά από πολλὲς παρακλήσεις, τὸν έκανε επίσκοπο Αἰγίνης, μὲ τὴν ἐπίσημη ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία. Έτσι ο Άγιος εχρίσθη επίσκοπος Αιγίνης λαμβάνοντας το όνομα Διονύσιος. Το έργο που επιτέλεσε στο νησί ήταν σημαντικό και αφορούσε στην υλική αλλά και πνευματική ανακούφιση των καταπονημένων και φτωχών. Το 1579, ο άγιος λόγω του κοπιαστικού του έργου και λόγω προβλημάτων υγείας, έστειλε επιστολή παράιτησης στο Μητροπολίτη Αθηνών και στον Πατριάρχη ζητώντας να του επιτρέψουν να επιστρέψει στο νησί του. Ο Ιερεμίας εκτιμώντας τις ποιμαντικές ικανότητες του αγίου τον έχρισε βοηθό επίσκοπο Ζακύνθου. Η έντονη δραστηριότητά του και η φιλανθρωπία του στην Ζάκυνθο, προκάλεσε την επιβουλή του επισκοπικού περιβάλλοντος, ίσως δε και του ίδιου του επισκόπου, με αποτέλεσμα να καταγγελθεί για υπέρβαση εξουσίας, στον ηγεμόνα του νησιού Νικόλαο Δαπόντε. Ο Δαπόντες ζήτησε την παραίτηση του Διονυσίου, κάτι που ο ίδιος δέχτηκε ταπεινά ώστε να μην προκληθούν σχίσματα.
Η ΦΥΓΑΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ: Η οικογένεια του αγίου, οι Σιγούροι και μια άλλη οικογένεια του νησιού οι Μονδίνοι, σύμφωνα με διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, κτήση της οποίας ήταν η Ζάκυνθος, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Ο δολοφονός του Κωνσταντίνου, στην προσπάθεια να διαφύγει, αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας στα Βόρεια του νησιού, όπου βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ρωτήθηκε από τον Διονύσιο, που ήταν ο ηγούμενος, γιατί ζητεί καταφύγιο. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ, μετά από διαρκείς ερωτήσεις, ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχώρησης και υψηλής εφαρμογής της Χριστιανικής αγάπης.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΦΘΑΡΤΟ ΣΚΗΝΩΜΑ: Ο Άγιος Διονύσιος κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι της της Αναφωνήτριας (Θεοτόκου). Πολύς κόσμος πήγαινε κοντά του για να λάβει συμβουλές αλλά και να εξομολογηθεί. Εκεί εκοιμήθη, στις 17 Δεκεμβρίου του 1622 ή του 1624, ενώ η τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Στροφάδων, της Μονής δηλαδή της μετανοίας του, όπου και είχε χειροτονηθεί ιερέας. Τρία έτη μετά έγινε ανακομιδή του λείψανόυ του που βρέθηκε ακέραιο και ευωδιαστό, όπως άλλωστε παραμένει μέχρι και σήμερα, εκτιθέμενο στο ναό του Αγίου στην Ζάκυνθο, η πόλη της οποίας έχει τον Άγιο προστάτη και πολιούχο της. Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703, αλλά στο νησί ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.